Language of document : ECLI:EU:T:2014:854

Υπόθεση T‑534/11

Schenker AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Διοικητικός φάκελος και τελική απόφαση της Επιτροπής σχετικά με σύμπραξη, μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως αυτής — Άρνηση προσβάσεως — Υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως — Εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτου — Εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού έρευνας — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 7ης Οκτωβρίου 2014

1.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα — Απόρριψη της αιτήσεως στηριζόμενη σε πλείονες εξαιρέσεις — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Προστασία των εμπορικών συμφερόντων — Υποχρέωση σταθμίσεως των εμπλεκόμενων συμφερόντων

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Υποχρέωση παροχής μερικής προσβάσεως στα δεδομένα που δεν καλύπτονται από τις εξαιρέσεις — Εφαρμογή στα έγγραφα που εμπίπτουν σε κατηγορία η οποία καλύπτεται από γενικό τεκμήριο αποκλεισμού της προσβάσεως — Αποκλείεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 6)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Προστασία των εμπορικών συμφερόντων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 27 § 2 και 28· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρα 6, 8, 15 και 16)

5.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Προστασία των εμπορικών συμφερόντων — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των εγγράφων — Έννοια — Συμφέρον γνωστοποιήσεως της δράσεως της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού — Εμπίπτει — Όρια — Συμφέρον η ικανοποίηση του οποίου είναι δυνατή με την κοινοποίηση μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 30 §§ 1 και 2)

6.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Περιεχόμενο — Εφαρμογή στους διοικητικούς φακέλους που αφορούν τις διαδικασίες ελέγχου της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Κοινοποίηση σε πρόσωπο το οποίο εξετάζει το ενδεχόμενο ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως επικαλούμενο παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Υποχρέωση του προσώπου αυτού να αποδείξει ότι είναι αναγκαία η παροχή προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα — Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

7.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Υποχρέωση παροχής μερικής προσβάσεως στα δεδομένα που δεν καλύπτονται από τις εξαιρέσεις — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 2 και 6)

8.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Προθεσμία που προβλέπεται για την απάντηση σε αίτηση προσβάσεως — Παράταση — Προϋποθέσεις — Αίτηση προσβάσεως σε εμπιστευτικά έγγραφα στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού — Υποχρέωση του οικείου θεσμικού οργάνου να απαντήσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 339 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1 και 2· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 39)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 44, 74, 75)

3.      Στο πλαίσιο αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα, επιτρέπεται στο οικείο θεσμικό όργανο να στηριχθεί σε γενικά τεκμήρια τα οποία εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν για αιτήσεις γνωστοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ίδιας φύσεως. Συναφώς, εφόσον ορισμένο έγγραφο καλύπτεται από γενικό τεκμήριο και δεν συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίησή του, δεν ισχύει για αυτό υποχρέωση πλήρους ή μερικής γνωστοποιήσεως του περιεχομένου του.

(βλ. σκέψεις 47, 108)

4.      Ούτε ο κανονισμός 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ούτε ο κανονισμός 1/2003 περιλαμβάνουν διάταξη που να προβλέπει ρητώς την υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Επομένως, πρέπει να εξασφαλιστεί εφαρμογή εκάστου των κανονισμών αυτών κατά τρόπο συμβατό με την εφαρμογή του άλλου ώστε να καθίσταται έτσι δυνατή η συνεκτική εφαρμογή τους. Κατά συνέπεια, για την ερμηνεία των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να αναγνωριστεί η ύπαρξη γενικού τεκμηρίου κατά το οποίο η γνωστοποίηση των εγγράφων που έχει συλλέξει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ θα έθιγε, κατ’ αρχήν, τόσο την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσο και την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια τέτοια διαδικασία. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ανεξαρτήτως του αν η αίτηση προσβάσεως αφορά διαδικασία η οποία έχει ήδη περατωθεί ή διαδικασία η οποία εκκρεμεί.

Ειδικότερα, το άρθρο 27, παράγραφος 2, και το άρθρο 28 του κανονισμού 1/2003, καθώς και τα άρθρα 6, 8, 15 και 16 του κανονισμού 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, ρυθμίζουν περιοριστικά τη χρήση των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, περιορίζοντας την πρόσβαση στον φάκελο στα «εμπλεκόμενα μέρη» και στους «καταγγέλλοντες» των οποίων την καταγγελία προτίθεται να απορρίψει η Επιτροπή, υπό τον όρο της μη γνωστοποιήσεως στοιχείων που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο και άλλων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων, καθώς και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών, και εφόσον τα έγγραφα στα οποία επετράπη η πρόσβαση θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικώς για ένδικες ή διοικητικές διαδικασίες με αντικείμενο την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, όχι μόνον οι εμπλεκόμενοι σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν έχουν απεριόριστο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής, αλλά, επιπλέον, οι τρίτοι, με την εξαίρεση των καταγγελλόντων, δεν έχουν, στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η γενικευμένη πρόσβαση βάσει του κανονισμού 1049/2001 στα έγγραφα που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ μεταξύ της Επιτροπής και των μερών που αφορά η διαδικασία αυτή ή τρίτων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ισορροπία που ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εξασφαλίσει με τους κανονισμούς 1/2003 και 773/2004 μεταξύ της υποχρεώσεως των οικείων επιχειρήσεων να γνωστοποιούν στην Επιτροπή ενδεχομένως ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες και της διασφαλίσεως ενισχυμένης προστασίας που συνδέεται, όσον αφορά το επαγγελματικό και το επιχειρηματικό απόρρητο, με τις κατ’ αυτόν τον τρόπο διαβιβασθείσες στην Επιτροπή πληροφορίες.

Εξάλλου, η γνωστοποίηση των πληροφοριών που συγκεντρώνει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ βάσει των ανακοινώσεών της σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους πιθανούς αιτούντες επιεική μεταχείριση από το να προβαίνουν σε δηλώσεις βάσει των ανακοινώσεων αυτών. Ειδικότερα, θα μπορούσαν να βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που είχαν συμμετοχή στη σύμπραξη και δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα ή συνεργάστηκαν σε μικρότερη κλίμακα.

(βλ. σκέψεις 50, 52, 53, 55-58, 83)

5.      Το κοινό πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει τη δράση της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού προκειμένου να διασφαλίζεται, αφενός, αρκούντως σαφής προσδιορισμός των συμπεριφορών για τις οποίες ενδέχεται να επιβληθούν κυρώσεις σε επιχειρηματίες και, αφετέρου, η κατανόηση της πρακτικής που ακολουθεί η Επιτροπή στις σχετικές αποφάσεις της, η οποία έχει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, που αφορά όλους τους πολίτες της Ένωσης είτε πρόκειται για επιχειρηματίες είτε για καταναλωτές. Υπάρχει συνεπώς υπέρτερο δημόσιο συμφέρον να γίνονται γνωστά στο κοινό ορισμένα ουσιώδη στοιχεία της δράσεως της Επιτροπής στον τομέα αυτόν. Εντούτοις, η ύπαρξη του δημοσίου αυτού συμφέροντος δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να επιτρέπει γενικευμένη πρόσβαση, βάσει του κανονισμού 1049/2001, σε όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Ειδικότερα, τέτοια γενικευμένη πρόσβαση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ισορροπία που ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εξασφαλίσει, με τον κανονισμό 1/2003, μεταξύ της υποχρεώσεως των οικείων επιχειρήσεων να γνωστοποιούν στην Επιτροπή ενδεχομένως ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες και της διασφαλίσεως ενισχυμένης προστασίας καλύπτουσας, όσον αφορά το επαγγελματικό και το επιχειρηματικό απόρρητο, τις κατ’ αυτόν τον τρόπο διαβιβασθείσες στην Επιτροπή πληροφορίες. Εξάλλου, το συμφέρον του κοινού προς γνωστοποίηση ορισμένου εγγράφου δυνάμει της αρχής της διαφάνειας έχει διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με το αν πρόκειται για έγγραφο σχετικό με διοικητική διαδικασία ή για έγγραφο που αφορά διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το θεσμικό όργανο της Ένωσης δρα ως νομοθέτης.

Το δημόσιο συμφέρον να γίνεται γνωστή η δράση της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού δεν δικαιολογεί, αφ’ εαυτού, ούτε τη γνωστοποίηση του φακέλου της έρευνας ούτε τη γνωστοποίηση του πλήρους κειμένου της αποφάσεως που εκδόθηκε, καθόσον τα έγγραφα αυτά δεν είναι αναγκαία για να γίνουν κατανοητά τα ουσιώδη στοιχεία της δραστηριότητας της Επιτροπής, όπως το αποτέλεσμα της διαδικασίας και οι λόγοι που κατηύθυναν τη δράση της. Πράγματι, η Επιτροπή μπορεί να διασφαλίσει επαρκή κατανόηση του αποτελέσματος και των λόγων αυτών ιδίως με τη δημοσίευση μη εμπιστευτικού κειμένου της συγκεκριμένης αποφάσεως.

Όσον αφορά τον καθορισμό των αναγκαίων ως προς το σημείο αυτό πληροφοριών, η Επιτροπή, κατά το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, λαμβάνοντας υπόψη το θεμιτό συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία του επαγγελματικού απόρρητου, υποχρεούται να δημοσιεύει τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού, μνημονεύοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα ουσιώδη στοιχεία της αποφάσεως, περιλαμβανομένων των κυρώσεων που επιβάλλονται. Ως εκ τούτου, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον προς γνωστοποίηση δεν ικανοποιείται μόνο με τη δημοσίευση ανακοινωθέντος τύπου το οποίο ενημερώνει για την έκδοση της οικείας αποφάσεως, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το ως άνω ανακοινωθέν περιγράφει συνοπτικά τη διαπιστωθείσα παράβαση, προσδιορίζει τις επιχειρήσεις που κρίθηκαν υπεύθυνες για αυτήν και αναφέρει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε σε κάθε μία από αυτές, καθόσον το ανακοινωθέν αυτό δεν επαναλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία των αποφάσεων που λήφθηκαν βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003. Το ως άνω δημόσιο συμφέρον επιτάσσει τη δημοσίευση μη εμπιστευτικού κειμένου των αποφάσεων αυτών.

(βλ. σκέψεις 80-85, 115, 116)

6.      Μολονότι οποιοσδήποτε δικαιούται να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εντούτοις δεν απαιτείται, για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος σε αποζημίωση του οποίου απολαύει το πρόσωπό αυτό, να του κοινοποιηθεί κάθε έγγραφο σχετικό με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι προτίθεται να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να πρέπει η σχετική αγωγή αποζημιώσεως να στηριχθεί στο σύνολο των στοιχείων που περιέχει ο σχετικός με τη διαδικασία αυτή φάκελος.

Απόκειται, συνεπώς, σε κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ να αποδείξει ότι του είναι αναγκαία η πρόσβαση σε έγγραφο ή έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής, προκειμένου αυτή να δύναται, κατά περίπτωση, να σταθμίσει τα συμφέροντα που δικαιολογούν την κοινοποίηση των εγγράφων αυτών και την προστασία τους, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως. Εάν δεν υφίσταται τέτοια ανάγκη, το συμφέρον για την αποκατάσταση της οφειλόμενης σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ζημίας δεν συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 92, 94-96)

7.      Η εξέταση της μερικής προσβάσεως σε έγγραφο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να πραγματοποιείται βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Από το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προκύπτει συναφώς ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξετάσουν αν πρέπει να επιτρέψουν μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αφορά η σχετική αίτηση, περιορίζοντας την ενδεχόμενη άρνηση προσβάσεως στα στοιχεία που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις που αφορά η εν λόγω διάταξη. Το θεσμικό όργανο οφείλει να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση αν ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο μπορεί να επιτευχθεί εάν το όργανο αυτό περιοριστεί στην απόκρυψη των χωρίων του εγγράφου που δύνανται να θίξουν το προστατευόμενο δημόσιο συμφέρον. Από τον συνδυασμό όμως των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το κατά την έννοια της δεύτερης διατάξεως υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί τη γνωστοποίηση μέρους εγγράφου, το θεσμικό όργανο της Ένωσης στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση προσβάσεως οφείλει να επιτρέψει την πρόσβαση στο μέρος αυτό του εγγράφου.

(βλ. σκέψεις 111-113)

8.      Οι διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 δεν προβλέπουν τη δυνατότητα της Επιτροπής να απαντήσει σε επιβεβαιωτική αίτηση ότι η πρόσβαση στο ζητούμενο έγγραφο θα επιτραπεί σε μεταγενέστερο και μη προσδιορισμένο χρονικό σημείο. Στην περίπτωση που ορισμένη επιχείρηση υποστηρίζει ότι έγγραφο που την αφορά περιέχει επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες, η Επιτροπή οφείλει να μην το κοινοποιήσει αν δεν έχει τηρήσει προηγουμένως ορισμένη διαδικασία. Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή οφείλει να δώσει στη συγκεκριμένη επιχείρηση τη δυνατότητα να υποστηρίξει την άποψή της. Στη συνέχεια, υποχρεούται να εκδώσει σχετική απόφαση δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος, η Επιτροπή οφείλει, πριν εκτελέσει την απόφασή της, να δώσει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προκειμένου να εμποδίσει την κοινοποίηση.

Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι για την προετοιμασία μη εμπιστευτικού κειμένου αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού ενδέχεται να απαιτείται αρκετός χρόνος, ασυμβίβαστος με τις προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001 για την απάντηση στις επιβεβαιωτικές αιτήσεις. Η Επιτροπή όμως οφείλει να καταβάλει προσπάθεια ολοκληρώσεως των σταδίων της διαδικασίας για τα οποία έγινε λόγος ανωτέρω εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου και, εν πάση περιπτώσει, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο πρέπει να καθοριστεί ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να συνεκτιμηθεί ο σημαντικός ή μη αριθμός των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που έχουν υποβάλει οι οικείες επιχειρήσεις και η τεχνική και νομική πολυπλοκότητά τους.

(βλ. σκέψεις 126, 128-130)