Language of document : ECLI:EU:T:2005:419

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2005 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρήσεως του λεκτικού σήματος Online Bus – Προγενέστερο εικονιστικό σήμα περιλαμβάνον το λεκτικό στοιχείο “BUS”, καθώς και εικόνα που αναπαριστά ένα πλέγμα τριών τριγώνων – Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος – Άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94»

Στην υπόθεση T‑135/04,

GfK AG, με έδρα τη Νυρεμβέργη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους U. Brückmann και R. Lange, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπουμένου από τον T. Lorenzo Eichenberg,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου:

BUS – Betreuungs- und Unternehmensberatungs GmbH, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία),

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου της 4ης Φεβρουαρίου 2004 (υπόθεση R 327/2003‑1), σχετικά με την ανακοπή που άσκησε ο δικαιούχος γερμανικού εικονιστικού σήματος περιλαμβάνοντος το λεκτικό στοιχείο «BUS», καθώς και εικόνα που αναπαριστά πλέγμα τριών τριγώνων, κατά της καταχωρήσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος Online Bus για υπηρεσίες της κλάσεως 35,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, P. Lindh και V. Vadapalas, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Απριλίου 2004,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Σεπτεμβρίου 2004,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 8ης Ιουνίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 15 Νοεμβρίου 1999 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση καταχωρήσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: Γραφείο), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως αυτός τροποποιήθηκε.

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώρηση είναι το λεκτικό σημείο Online Bus.

3        Η καταχώρηση ζητήθηκε για υπηρεσίες της κλάσεως 35 υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώρηση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε, και αντιστοιχεί στην ακόλουθη περιγραφή: σύνταξη στατιστικών στον τομέα της οικονομίας, μέθοδοι εμπορίας (μάρκετινγκ), έρευνα και ανάλυση της αγοράς, παροχή συμβουλών σε θέματα εμπορικών επιχειρήσεων και οργανώσεως, παροχή επαγγελματικών συμβουλών, συλλογή και παροχή πληροφοριών στον τομέα της οικονομίας».

4        Η αίτηση δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 57/2000 της 17ης Ιουλίου 1998.

5        Στις 6 Οκτωβρίου 2000 η εταιρία BUS – Betreuungs- und Unternehmensberatungs GmbH άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρήσεως του ζητούμενου σήματος για όλες τις υπηρεσίες που αφορούσε η αίτηση. Προς στήριξη της ανακοπής της επικαλέστηκε κίνδυνο συγχύσεως με το γερμανικό σήμα του οποίου είναι δικαιούχος, το οποίο καταχωρήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1988 όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «παροχή συμβουλών σε θέματα εμπορικών επιχειρήσεων», που εμπίπτει στην κλάση 35, και το οποίο παρέχει προστασία υπέρ του κάτωθι εικονιστικού σημείου:

Image not foundImage not found.

6        Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ζήτησε την προσκόμιση αποδείξεως περί της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94, ο αντίδικος στην ενώπιον του Γραφείου διαδικασία προσκόμισε την απόδειξη της χρησιμοποιήσεως του ακόλουθου σημείου:

Image not foundImage not found.

7        Με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2003 το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή.

8        Στις 29 Απριλίου 2003 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γραφείου, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

9        Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2004 (υπόθεση R 327/2003‑1), που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 13 Φεβρουαρίου 2004 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του Γραφείου απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε, καταρχάς, ότι το εικονιστικό στοιχείο που αποτελείται από πλέγμα τριών τριγώνων και το λεκτικό στοιχείο «bus» είναι δύο χωριστά στοιχεία του προγενέστερου σήματος. Επομένως, η αποδεδειγμένη χρήση του σημείου δεν έθιξε τον διακριτικό χαρακτήρα του καταχωρηθέντος σήματος. Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι τα συγκρουόμενα σήματα έχουν ελάχιστη οπτική ομοιότητα, είναι όμως παρόμοια φωνητικά, πράγμα το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων υπηρεσιών, δικαιολογεί την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως του ενδιαφερόμενου γερμανικού κοινού.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την ανακοπή του αντιδίκου της ενώπιον του Γραφείου·

–        να καταδικάσει το Γραφείο στα δικαστικά έξοδα.

11      Το Γραφείο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του περιεχομένου των αιτημάτων της προσφεύγουσας

12      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα περιόρισε το πρώτο αίτημα, εκθέτοντας ότι ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον όσον αφορά τις υπηρεσίες «έρευνα και ανάλυση της αγοράς», που περιγράφονται στην αίτησή της περί καταχωρήσεως σήματος.

13      Το αίτημα αυτό πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική μόνον ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. επ’ αυτού την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2003, T‑194/01, Unilever κατά ΓΕΕΑ (Ωοειδής ταμπλέτα), Συλλογή 2003, σ. II‑383, σκέψη 14). Το αίτημα αυτό δεν αντιβαίνει αυτό καθαυτό στην κατά το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου απαγόρευση τροποποιήσεως, ενώπιον του Πρωτοδικείου, του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτό ήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών (βλ. επ’ αυτού την προαναφερθείσα απόφαση Ωοειδής ταμπλέτα, σκέψη 15). Έτσι, η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί ότι παραιτήθηκε από την προσφυγή όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για άλλες υπηρεσίες εκτός από τις υπηρεσίες σχετικά με «έρευνα και ανάλυση της αγοράς».

 Επί του παραδεκτού

14      Με το δεύτερο αίτημά της η προσφεύγουσα ζητεί, στην ουσία, από το Πρωτοδικείο να διατάξει το Γραφείο να απορρίψει την ανακοπή κατά της καταχωρήσεως του σήματός της.

15      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94, το Γραφείο υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή. Κατά συνέπεια, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να απευθύνει διαταγή στο Γραφείο. Πράγματι, στο Γραφείο εναπόκειται να συμμορφωθεί προς το διατακτικό και το αιτιολογικό των αποφάσεων του Πρωτοδικείου [βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2005, T‑164/03, Ampafrance κατά ΓΕΕΑ – Johnson & Johnson (monBeBé), μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Επομένως, το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

16      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. Ο δεύτερος βασίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα δεν χρησιμοποιήθηκε έτσι όπως καταχωρήθηκε, η ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94.

18      Συναφώς, εφαρμοστέα διάταξη για την εκτίμηση της χρήσεως του γερμανικού σήματος με διαφορετική μορφή έναντι της καταχωρηθείσας, του οποίου γίνεται επίκληση εν προκειμένω είναι το άρθρο 26, παράγραφος 3, του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen (γερμανικού νόμου περί σημάτων, BGBl. 1994 I, σ. 3082, και BGBl. 1995 I, σ. 156, στο εξής: Markengesetz), που μετέφερε στο γερμανικό εθνικό δίκαιο το άρθρο 10, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40, σ. 1). Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης μια απόφαση της 13ης Απριλίου 2000 του Bundesgerichtshof (Γερμανία) σχετικά με την ερμηνεία της προαναφερθείσας διατάξεως του Markengesetz.

19      Εν προκειμένω, τα διακριτικά στοιχεία του χρησιμοποιηθέντος σημείου διαφέρουν από εκείνα του καταχωρηθέντος σήματος.

20      Καταρχάς, το χρησιμοποιούμενο σημείο δεν περιλαμβάνει το λεκτικό στοιχείο «Betreuungsverbund für Unternehmer und Selbständige e.V.». Ελλείψει του στοιχείου αυτού, το κοινό δεν θα αντιλαμβανόταν την έννοια του στοιχείου «bus», που αποτελεί το ακρωνύμιο του παλαιού δικαιούχου του προγενέστερου σήματος.

21      Στη συνέχεια, στο πλαίσιο του καταχωρηθέντος σημείου, το στοιχείο «bus» αναγράφεται με μαύρα γράμματα και τίθεται κάτω από το εικονιστικό στοιχείο που αποτελείται από πλέγμα τριών τριγώνων, ενώ, στο χρησιμοποιούμενο σημείο, αποτελείται από λευκά γράμματα διαφορετικής γραμματοσειράς εντός μαύρων παραλληλογράμμων, που βρίσκονται αριστερά από το ως άνω εικονιστικό στοιχείο. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, επειδή το προγενέστερο σήμα είναι εικονιστικό, η τυπογραφική παρουσίαση του στοιχείου «bus» προστατεύεται καθαυτή. Έτσι, ο δικαιούχος δεν έχει τόσο ευρεία εξουσία ώστε να το χρησιμοποιεί με διαφορετική μορφή όπως θα είχε εάν επρόκειτο, για παράδειγμα, για λεκτικό σήμα.

22      Τέλος, το χρώμα του εικονιστικού στοιχείου που αποτελείται από πλέγμα τριών τριγώνων διαφέρει στο χρησιμοποιούμενο σημείο και το σημείο αυτό περιλαμβάνει επίσης ένα συμπληρωματικό εικονιστικό στοιχείο, δηλαδή ένα μαύρο τετράγωνο.

23      Όλες αυτές οι διαφορές μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου γίνεται επίκληση, οπότε το κοινό δεν ταυτίζει το χρησιμοποιούμενο σημείο με το σήμα αυτό.

24      Tο Γραφείο ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός δεν περιλαμβάνει ρητή διάταξη σχετικά με τη χρησιμοποίηση εθνικού σήματος, του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη ανακοπής, με διαφορετική μορφή από την καταχωρηθείσα. Εντούτοις, το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 περιλαμβάνει μιαν εναρμονισμένη διάταξη, ανάλογη προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94. Έτσι, επιβάλλεται η εφαρμογή αυτής της εναρμονισμένης διατάξεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 ή της αντίστοιχης διατάξεως της οδηγίας 89/104. Αποκλείεται η προσφυγή στην εθνική νομοθεσία, δεδομένου ότι το σύστημα του κοινοτικού σήματος είναι αυτόνομο.

25      Ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος του οποίου γίνεται επίκληση εν προκειμένω δεν μεταβάλλεται με κανέναν τρόπο έτσι όπως χρησιμοποιείται. Η απάλειψη του στοιχείου «Betreuungsverbund für Unternehmer und Selbständige e.V.» είναι αμελητέα, διότι το στοιχείο αυτό όχι μόνον έχει δευτερεύουσα σημασία από οπτικής απόψεως, αλλά συνιστά επίσης περιγραφική αναφορά. Η παρουσίαση του στοιχείου «bus» και του εικονιστικού στοιχείου που αποτελείται από πλέγμα τριών τριγώνων με μορφή αρνητικού μπορεί να γίνει δεκτή ως μια τρέχουσα παραλλαγή του καταχωρηθέντος σήματος, χωρίς καμία επίπτωση επί του διακριτικού του χαρακτήρα. Η προσθήκη ενός μαύρου τετραγώνου είναι αμελητέα, καθόσον πρόκειται για ένα βασικό γεωμετρικό σχήμα.

26      Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94, ο δικαιούχος σήματος πρέπει να διαθέτει κάποια περιθώρια στο πλαίσιο της χρησιμοποιήσεώς του, προκειμένου να προσαρμόζει την παρουσίαση του προστατευομένου σημείου στις προδιαγραφές της γραφιστικής τεχνικής που χρησιμοποιείται στη διαφήμιση ή στις προτιμήσεις τής κάθε εποχής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

27      Κατά το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 :

«Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα […]. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται.»

28      Το άρθρο 43, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού προβλέπει την εφαρμογή της προαναφερθείσας διατάξεως στα προγενέστερα εθνικά σήματα, ενώ η χρήση εντός της Κοινότητας αντικαθίσταται από χρήση εντός του κράτους μέλους όπου προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα.

29      Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94, θεωρείται ως χρήση του κοινοτικού σήματος η χρησιμοποίησή του «υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία όμως δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρημένη του μορφή».

30      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το σήμα του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της ανακοπής είναι εθνικό σήμα, πρέπει να διευκρινιστεί, καταρχάς, το αντικείμενο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο η προσφεύγουσα διατείνεται, στην πραγματικότητα, ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94.

31      Στη συνέχεια, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94, η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως προγενέστερου σήματος, εθνικού ή κοινοτικού, που μπορεί να στηρίξει ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρήσεως κοινοτικού σήματος, περιλαμβάνει επίσης την απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος με μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία όμως δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρημένη του μορφή [βλ. επ’ αυτού την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑156/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO AIRE), Συλλογή 2003, σ. II‑2789, σκέψη 44].

32      Κατά συνέπεια, η εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση του εθνικού δικαίου είναι άνευ σημασίας.

33      Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, πρέπει να εξεταστεί αν η χρησιμοποιούμενη μορφή του προγενέστερου σήματος περιλαμβάνει διαφορές που μεταβάλλουν τον διακριτικό του χαρακτήρα.

34      Καταρχάς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι δύο μορφές του προγενέστερου σήματος, δηλαδή η καταχωρηθείσα και η χρησιμοποιούμενη, περιλαμβάνουν το λεκτικό στοιχείο «bus» και ένα εικονιστικό στοιχείο που αποτελείται από πλέγμα τριών τριγώνων, επί του διακριτικού χαρακτήρα των οποίων δεν υφίσταται αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων.

35      Όσον αφορά τη διαφορετική παρουσίαση των στοιχείων αυτών στη χρησιμοποιούμενη μορφή, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ούτε η τυπογραφική εμφάνιση του στοιχείου «bus» ούτε τα χρώματα του προγενέστερου σήματος, λευκό και μαύρο, είναι ιδιαίτερα πρωτότυπα ή ασυνήθη σε καθεμία από τις δύο μορφές του προγενέστερου σήματος. Επομένως, η παραλλαγή τους δεν είναι ικανή να επηρεάσει τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αυτού.

36      Στη συνέχεια, όσον αφορά τη μνεία «Betreuungsverbund für Unternehmer und Selbständige e.V.», πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκτίμηση του διακριτικού και κυρίαρχου χαρακτήρα ενός ή περισσοτέρων στοιχείων που αποτελούν ένα σύνθετο σήμα πρέπει να στηρίζεται στις εγγενείς ιδιότητες εκάστου των εν λόγω συνθετικών στοιχείων, καθώς και στη σχετική θέση τους στη διάταξη των στοιχείων του σήματος [βλ. επ’ αυτού την απόφαση του Πρωτοδικείου της 23 Οκτωβρίου 2002, T‑6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψεις 33 έως 35].

37      Εν προκειμένω, η ως άνω μνεία είναι ένα λεκτικό στοιχείο μεγάλου μήκους, που αναγράφεται με μικρούς χαρακτήρες και κατέχει δευτερεύουσα θέση, στο κάτω μέρος του σχετικού σημείου. Η σημασία του (Ένωση παροχής βοηθείας σε επιχειρηματίες και σε ανεξάρτητους επαγγελματίες, καταχωρημένη ένωση) αναφέρεται στη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του περιγραφικού περιεχομένου του στοιχείου αυτού και της δευτερεύουσας θέσεως στην παρουσίαση του σημείου, πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτό στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

38      Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απάλειψη του εν λόγω στοιχείου στερεί από κάθε σημασία το στοιχείο «bus», που αποτελεί το ακρωνύμιο του παλαιού δικαιούχου του προγενέστερου σήματος. Δεν αμφισβητείται ότι το στοιχείο «bus» έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα. Και αν ακόμα υποτεθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται ότι μπορεί επίσης να αποτελεί ένα ακρωνύμιο, ο διακριτικός χαρακτήρας του δεν μπορεί να επηρεάζεται εξαιτίας της απαλείψεως του επεξηγηματικού στοιχείου.

39      Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται ούτε και από το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο η επίμαχη φράση προσδιορίζει τον παλαιό δικαιούχο του σημείου και, με τον τρόπο αυτό, εξατομικεύει το προγενέστερο σήμα. Πράγματι, έστω και αν γίνει δεκτό ότι το επίμαχο στοιχείο αναφέρεται στο όνομα του παλαιού δικαιούχου του σήματος, τούτο δεν έχει καμία επίπτωση επί της εκτιμήσεως του περιγραφικού περιεχομένου του στοιχείου αυτού και της θέσεώς του στην οπτική παρουσίαση του σημείου, που οδηγούν εν προκειμένω στο συμπέρασμα ότι στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

40      Τέλος, όσον αφορά το μαύρο τετράγωνο στη χρησιμοποιούμενη μορφή, που δεν υφίσταται στην καταχωρηθείσα, αποτελεί ένα από τα βασικά γεωμετρικά σχήματα, οπότε, για τον λόγο αυτό, στερείται διακριτικού χαρακτήρα. Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από τη θέση τού εν λόγω σχήματος στη χρησιμοποιούμενη μορφή.

41      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η χρησιμοποιούμενη μορφή του προγενέστερου σήματος δεν παρουσιάζει διαφορές ικανές να μεταβάλουν τον διακριτικό χαρακτήρα τού ως άνω σήματος, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94. Επομένως, ορθά το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι προσκομίστηκε η απόδειξη της χρήσεως του σήματος της ανακόπτουσας.

42      Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών κακώς θεώρησε ότι ήταν κυρίαρχο στο προγενέστερο σήμα το λεκτικό στοιχείο «bus», κοινό και στα δύο σημεία, και ότι τα συγκρουόμενα σημεία ήταν παρόμοια.

44      Αφενός, το προγενέστερο σήμα περιλαμβάνει και άλλα διακριτικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τη συνολική εντύπωση που δίδει. Ιδίως το εικονιστικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος αναπαριστά ένα περίτεχνο γραφιστικό σχήμα, με έντονο διακριτικό χαρακτήρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο αντίδικος στην ενώπιον του Γραφείου διαδικασία χρησιμοποιεί μόνο το εικονιστικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος. Επομένως, αυτό έχει σημασία η οποία είναι τουλάχιστον ισοδύναμη προς εκείνη του λεκτικού στοιχείου «bus». Το δε στοιχείο «Betreuungsverbund für Unternehmer und Selbständige e.V.» είναι σημαντικό, καθόσον εξηγεί την έννοια του ακρωνυμίου «bus».

45      Αφετέρου, το λεκτικό στοιχείο «bus» δεν είναι από μόνο του ικανό να χαρακτηρίσει το προγενέστερο σήμα λόγω του περιορισμένου διακριτικού χαρακτήρα του, σε σχέση με τις υπό κρίση υπηρεσίες. Πολλά σήματα περιλαμβάνοντα το λεκτικό στοιχείο «bus» έχουν καταχωρηθεί στην κλάση 35 και, στο Διαδίκτυο (Internet), ο όρος «bus» χρησιμοποιείται συχνότατα με τον όρο «marketing».

46      Έτσι, τα συγκρουόμενα σημεία δεν είναι παρόμοια. Από οπτικής απόψεως, το προγενέστερο σήμα χαρακτηρίζεται από το εικονιστικό στοιχείο, που ελλείπει στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώρηση. Από φωνητικής απόψεως, το ζητούμενο να καταχωρηθεί λεκτικό σήμα Online Bus είναι σαφώς μεγαλύτερου μήκους, οπότε διαφέρει από τη λέξη «bus» του προγενέστερου σήματος. Επιπλέον, δεδομένου ότι το στοιχείο «online» τίθεται στην αρχή του λεκτικού σημείου, τούτο πρέπει να έχει φωνητικά μεγαλύτερη σημασία. Από εννοιολογικής απόψεως, το στοιχείο «bus» του προγενέστερου σήματος παραπέμπει εμμέσως σε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς, ενώ το σημείο Online Bus παραπέμπει στον τομέα της πληροφορικής. Επομένως, και οι έννοιες των συγκρουόμενων σημείων είναι επίσης διαφορετικές.

47      Το Γραφείο αντιτείνει, επικαλούμενο την προαναφερθείσα απόφαση MATRATZEN (σκέψεις 33 και 34), ότι στη συνολική εντύπωση που δίδει ένα περίπλοκο σήμα μπορεί να κυριαρχεί ένα μόνο στοιχείο. Η αντιστοιχία του κυρίαρχου στοιχείου συνεπάγεται ότι τα συγκρουόμενα σημεία είναι παρόμοια.

48      Όσον αφορά την φωνητική σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων, το τμήμα προσφυγών ορθά δέχθηκε ότι αυτά ήταν πολύ παρόμοια, δεδομένου ότι το λεκτικό στοιχείο «bus» είναι κυρίαρχο σε καθένα από αυτά.

49      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο αυτή προσπαθεί να αποδείξει τον περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα του στοιχείου «bus», το επιχείρημα αυτό, δεδομένου ότι προβλήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, προβάλλεται εκπροθέσμως υπό την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.

50      Επιπλέον, στο δικόγραφο της προσφυγής δεν περιλαμβάνονται επαρκή στοιχεία προς στήριξη του ως άνω ισχυρισμού. Συναφώς, ο πίνακας των καταχωρημένων σημάτων που περιλαμβάνουν το στοιχείο «bus» δεν αποτελεί πρόσφορη απόδειξη, διότι η μείωση του διακριτικού χαρακτήρα θα μπορούσε να προκύψει αποκλειστικά από χρησιμοποιούμενα σήματα. Η μέσω Διαδικτύου έρευνα σχετικά με την παράλληλη χρησιμοποίηση των όρων «bus» και «marketing» δεν αποτελεί μια τέτοια απόδειξη, καταρχάς επειδή οι ως άνω υπηρεσίες αφορούν το marketing μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Στη συνέχεια, δεν παρέχει τη δυνατότητα εκτιμήσεως του αν το στοιχείο «bus» χρησιμοποιείται στο Διαδίκτυο για σκοπούς διακρίσεως σε σχέση με τις υπηρεσίες αυτές. Τέλος, η έρευνα περιλαμβάνει τον τομέα των λεωφορείων, ο οποίος δεν αφορά την προκειμένη υπόθεση, και δεν περιορίζεται στη Γερμανία, η οποία αποτελεί την κρίσιμη γεωγραφική περιοχή.

51      Τα συγκρουόμενα σημεία είναι επίσης παρόμοια από οπτικής και εννοιολογικής απόψεως.

52      Όσον αφορά την οπτική σύγκριση, το προγενέστερο σήμα δεν χαρακτηρίζεται οπτικά από το εικονιστικό του στοιχείο. Γενικά, το κοινό αναφέρεται στα λεκτικά στοιχεία των περίπλοκων σημάτων. Εν προκειμένω, στο εικονιστικό στοιχείο μπορεί να δοθεί το πολύ μια αξία ισοδύναμη με εκείνη του κυρίαρχου λεκτικού στοιχείου «bus».

53      Όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση, ο όρος «bus» αποτελεί, και στα δύο σημεία, συνήθη συντομογραφία στη Γερμανία για τη λέξη «λεωφορείο». Συναφώς, κατ’ αναλογία προς τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T‑186/02, BMI Bertollo κατά ΓΕΕΑ – Diesel (DIESELIT) (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 58), και της 13ης Ιουλίου 2004, T‑115/03, Samar κατά ΓΕΕΑ – Grotto (GAS STATION) (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 36), υφίσταται εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

54      Από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι το ζητούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώρηση όταν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα.

55      Κατά πάγια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, με βάση τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα προϊόντων ή τις επίμαχες υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή εν προκειμένω, ιδίως της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και εκείνης των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψη 33, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

56      Εν προκειμένω, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ούτε τον εκ μέρους του τμήματος προσφυγών προσδιορισμό του ενδιαφερομένου κοινού ούτε τη διαπίστωση της υπάρξεως μεγάλης ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων υπηρεσιών (σκέψεις 25 και 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα διατείνεται, αντιθέτως, ότι τα συγκρουόμενα σήματα δεν είναι παρόμοια και ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ τους. Επομένως, η εξέταση του υπό κρίση λόγου πρέπει να περιοριστεί στις δύο αυτές πτυχές.

57      Κατά πάγια νομολογία, η συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει να στηρίζεται, όσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική ομοιότητα των εξεταζομένων σημάτων, στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους (βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 89/104, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψεις 22 και 23, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 25).

58      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ένα από τα συστατικά στοιχεία των συγκρουόμενων σημείων, δηλαδή το λεκτικό στοιχείο «bus», είναι πανομοιότυπο.

59      Επ’ αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι από το γεγονός ότι ένα συστατικό στοιχείο των εν λόγω σημείων είναι το ίδιο δεν μπορεί να συναχθεί η ομοιότητά τους παρά μόνον αν αυτό αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στη συνολική εντύπωση που δίδει καθένα από τα σημεία αυτά, έτσι ώστε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που αποτελούν το σήμα να είναι αμελητέα συναφώς (προαναφερθείσα απόφαση MATRATZEN, σκέψη 33).

60      Το τμήμα προσφυγών θεώρησε (σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι το στοιχείο «bus» ήταν το κυρίαρχο στοιχείο του ζητούμενου σήματος και ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του προγενέστερου σήματος.

61      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το λεκτικό στοιχείο «bus» έχει περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τις επίμαχες υπηρεσίες και, επομένως, δεν μπορεί μόνο του να χαρακτηρίζει τα συγκρουόμενα σημεία.

62      Στηρίζεται, αφενός, στο πραγματικό στοιχείο του οποίου έγινε επίκληση για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το οποίο ο όρος «bus» προσδιορίζει ένα είδος έρευνας που ακολουθείται κατά τη διενέργεια μελετών της αγοράς.

63      Όμως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη το πραγματικό αυτό στοιχείο που δεν προβλήθηκε ενώπιον κάποιου τμήματος του Γραφείου. Πράγματι, από το άρθρο 74, παράγραφος 1, in fine, του κανονισμού 40/94, κατά το οποίο, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρήσεως, η εκ μέρους του Γραφείου εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι και στα αιτήματα που αυτοί υποβάλλουν, προκύπτει ότι το Γραφείο δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως περιστατικά που δεν προβλήθηκαν από τους διαδίκους [απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, T‑296/02, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (LINDENHOF), μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31]. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί καμία παρανομία στο Γραφείο σε σχέση με πραγματικά στοιχεία που δεν του είχαν υποβληθεί.

64      Αφετέρου, η προσφεύγουσα επικαλείται τα αποτελέσματα ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στο Διαδίκτυο και στη σχετική με σήματα βάση δεδομένων Cedelex. Το Γραφείο αντιτείνει ότι οι αποδείξεις αυτές, που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά στο τμήμα προσφυγών, υποβάλλονται εκπροθέσμως.

65      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, υπό τη μόνη επιφύλαξη του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, τα τμήματα προσφυγών μπορούν να κάνουν δεκτή την προσφυγή βάσει νέων πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο προσφεύγων ή ακόμη βάσει νέων αποδεικτικών στοιχείων που αυτός προσκομίζει [απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑308/01, Henkel κατά ΓΕΕΑ – LHS (UK) (KLEENCARE), Συλλογή 2003, σ. II‑3253, σκέψη 26]. Επομένως, οι επίμαχες αποδείξεις είναι παραδεκτές.

66      Εντούτοις, οι έρευνες που παρουσιάζει η προσφεύγουσα δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του όρου «bus» είναι περιορισμένος όσον αφορά τις σχετικές υπηρεσίες.

67      Όσον αφορά τον πίνακα των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη διαδικτυακή «μηχανή αναζητήσεως» Google, κατά τον οποίο ο όρος «bus» απαντάται πολύ συχνά στο Διαδίκτυο παράλληλα με τον όρο «marketing», η έρευνα αυτή, που πραγματοποιήθηκε βάσει δύο πολύ γενικών κριτηρίων, δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι το ενδιαφερόμενο κοινό συνδέει τους δύο ως άνω όρους μεταξύ τους. Πράγματι, δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη όσον αφορά την χρήση του όρου «bus» στον κρίσιμο γεωγραφικό χώρο προς διάκριση των εν λόγω υπηρεσιών.

68      Όσον αφορά την έρευνα η οποία στηρίζεται στα δεδομένα της βάσεως Cedelex, απλώς και μόνον το γεγονός ότι πολλά σήματα σχετικά με την κλάση 35 περιλαμβάνουν το στοιχείο «bus» δεν αρκεί για να αποδείξει ότι το εν λόγω στοιχείο έχει πλέον περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα λόγω της συχνής χρήσεώς του στον σχετικό τομέα. Αφενός, η έρευνα αυτή δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με τα σήματα που πράγματι χρησιμοποιούνται σχετικά με τις επίμαχες υπηρεσίες. Αφετέρου, περιλαμβάνει πολλά σήματα στα οποία η λέξη «bus» χρησιμοποιείται περιγραφικά από επιχειρήσεις δημοσίων συγκοινωνιών.

69      Εξάλλου, όσον αφορά το άλλο λεκτικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος, «Betreuungsverbund für Unternehmer und Selbständige e.V.», τούτο στερείται διακριτικού χαρακτήρα και, επομένως, είναι αμελητέας σημασίας στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα αυτό (βλ. σκέψεις 37 έως 39 ανωτέρω).

70      Όσον αφορά το λεκτικό στοιχείο «online» του ζητούμενου σήματος, δεν μπορεί να θεωρείται ως το διακριτικό στοιχείο. Πράγματι, πρόκειται για έναν πολύ γνωστό όρο που συνδέεται με την επικοινωνία μέσω Διαδικτύου. Δεδομένου ότι ο τρόπος αυτός επικοινωνίας μπορεί να χρησιμοποιείται για τις επίμαχες υπηρεσίες, ο ως άνω όρος είναι περιγραφικός. Όμως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, κατά κανόνα, το κοινό δεν θα θεωρήσει ένα περιγραφικό στοιχείο, που αποτελεί τμήμα ενός σύνθετου σήματος, ως το διακριτικό και κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής εντυπώσεως που προκαλείται απ’ αυτό [βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2004, T‑117/03 έως T‑119/03 και T‑171/03, New Look κατά ΓΕΕΑ – Naulover (NLSPORT, NLJEANS, NLACTIVE και NLCollection), μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 34, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

71      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι νομίμως το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι το στοιχείο «bus» αποτελεί το κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο σε καθένα από τα δύο συγκρουόμενα σημεία.

72      Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, πρέπει να γίνει σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων.

73      Όσον αφορά την οπτική σύγκριση, πρέπει να σημειωθεί ότι το τμήμα προσφυγών θεώρησε, στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το προγενέστερο σήμα χαρακτηριζόταν από το λεκτικό στοιχείο «bus» και από το εικονιστικό στοιχείο που αποτελείται από πλέγμα τριών τριγώνων. Η εκτίμηση αυτή δεν αποδυναμώνεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το εικονιστικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος έχει διακριτικό χαρακτήρα τουλάχιστον ισοδύναμο προς εκείνον του στοιχείου «bus».

74      Όμως, ναι μεν τα συγκρουόμενα σημεία έχουν οπτική διαφορά που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, η διαφορά αυτή όμως δεν επηρεάζει την ύπαρξη οπτικής ομοιότητας η οποία δημιουργείται από το γεγονός ότι και τα δύο σήματα έχουν το ίδιο στοιχείο «bus», που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του ζητούμενου σήματος και, από οπτικής απόψεως, ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του προγενέστερου σήματος.

75      Όσον αφορά τη φωνητική σύγκριση, λαμβανομένου υπόψη του ότι το μοναδικό κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο στα συγκρουόμενα σημεία, δηλαδή η λέξη «bus», είναι το ίδιο, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι αυτά έχουν έντονη φωνητική ομοιότητα.

76      Όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση, πρέπει να σημειωθεί ότι το τμήμα προσφυγών ορθά θεώρησε ότι δεν ήταν δυνατή η εννοιολογική σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων.

77      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει μεν ότι το σημείο Online Bus αναφέρεται στον τομέα της πληροφορικής, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά αυτή συνδέεται με το στοιχείο «online» του ζητούμενου σήματος. Όμως, δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό στερείται διακριτικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του ζητούμενου σήματος, δεν μπορεί να καθορίζει την έννοιά του.

78      ΤΤΔεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το προγενέστερο σήμα αναφέρεται στην έννοια του λεωφορείου, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του επιχειρήματος του Γραφείου κατά το οποίο η αναφορά αυτή χαρακτηρίζει τα δύο συγκρουόμενα σημεία. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι σχετικές υπηρεσίες δεν έχουν καμία σχέση με τις δημόσιες συγκοινωνίες. Έστω και αν είναι ακριβές ότι η εννοιολογική ανάλυση ενός σημείου δεν θίγεται από το γεγονός ότι η σημασία του σημείου αυτού δεν συνδέεται με τις οικείες υπηρεσίες, ωστόσο η σημασία αυτή πρέπει να είναι σαφής, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να μπορεί να την αντιλαμβάνεται αμέσως [βλ. επ’ αυτού την απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2003, T‑292/01, Phillips-Van Heusen κατά ΓΕΕΑ – Pash Textilvertrieb und Einzelhandel (BASS), Συλλογή 2003, σ. II‑4335, σκέψη 54]. Όμως, εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επίμαχων υπηρεσιών, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα συνδέσει αυθόρμητα το στοιχείο «bus» με ένα μέσο δημόσιων συγκοινωνιών.

79      Τέλος, όσον αφορά τη συνολική εκτίμηση των συγκρουόμενων σημείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι μόνη η φωνητική ομοιότητα μεταξύ δύο σημάτων μπορεί να δημιουργεί κίνδυνο συγχύσεως [απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2003, T‑99/01, Mystery Drinks κατά ΓΕΕΑ – Karlsberg Brauerei (MYSTERY), Συλλογή 2003, σ. II‑43, σκέψη 42].

80      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προηγουμένων σκέψεων, ιδίως της μεγάλης ομοιότητας των επίμαχων υπηρεσιών και της έντονης φωνητικής ομοιότητας των συγκρουόμενων σημάτων, πρέπει να θεωρηθεί ότι απλώς και μόνον η οπτική διαφορά μεταξύ των εν λόγω σημάτων, που δημιουργείται από το εικονιστικό στοιχείο στο προγενέστερο σήμα, δεν είναι ικανή να εξαφανίσει τον κίνδυνο συγχύσεως εν προκειμένω. Πράγματι, στη μνήμη του ενδιαφερόμενου καταναλωτή που θα αντικρίσει τα επίμαχα σήματα θα εντυπωθεί κυρίως το λεκτικό στοιχείο «bus», που περιέχεται και στα δύο σήματα και αποτελεί το κυρίαρχο φωνητικό στοιχείο τους. Επομένως, ορθά το τμήμα προσφυγών συνεπέρανε ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων.

81      Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

82      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

83      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτηµα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Γραφείου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει :

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.


Legal

Lindh

Vadapalas


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Νοεμβρίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.