Language of document : ECLI:EU:T:2009:441

Υπόθεση T-143/06

MTZ Polyfilms Ltd

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγή ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Ινδίας – Κανονισμός για την περάτωση ενδιάμεσης επανεξετάσεως – Αναλήψεις υποχρεώσεων βάσει ελάχιστων τιμών εισαγωγής – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής – Εφαρμογή μεθόδου διαφορετικής από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα – Επιλογή της νομικής βάσεως – Άρθρα 2, παράγραφοι 8 και 9, και 11, παράγραφοι 3 και 9, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96»

Περίληψη της αποφάσεως

Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Επανεξέταση των στοιχείων που δικαιολόγησαν την επιβολή των δασμών – Μέθοδος καθορισμού της τιμής εξαγωγής

(Άρθρο 5 ΕΚ· κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 2 §§ 8 και 9 και 11 §§ 3 και 9)

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 δεν προβλέπει την εξουσία του Συμβουλίου να χρησιμοποιεί, στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως, όπως έπραξε εν προκειμένω, μια μέθοδο καθορισμού της τιμής εξαγωγής που να είναι ασύμβατη προς τις επιταγές του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, αναφερόμενο στην ανάγκη μιας λαμβάνουσας υπόψη τις προοπτικές εξελίξεως αναλύσεως των τιμών που εφάρμοζαν οι οικείοι εξαγωγείς. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι, κατά γενικό κανόνα, στο πλαίσιο επανεξετάσεως, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να εφαρμόζουν την ίδια μέθοδο, περιλαμβανομένης της μεθόδου καθορισμού της τιμής εξαγωγής βάσει του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, με αυτή που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα που κατέληξε στην επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ.

Η ίδια αυτή διάταξη προβλέπει μια εξαίρεση επιτρέπουσα στα κοινοτικά όργανα να εφαρμόζουν μια μέθοδο διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα, αποκλειστικά κατά το μέτρο που οι περιστάσεις έχουν αλλάξει, εξαίρεση η οποία πρέπει ωστόσο να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον, από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 2 και 17 του βασικού κανονισμού.

Επιπλέον, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, περιλαμβανομένης της ευχέρειας χρησιμοποιήσεως μιας λαμβάνουσας υπόψη τις προοπτικές εξελίξεως αξιολογήσεως της πολιτικής των τιμών των οικείων εξαγωγέων, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ανάγκης διατηρήσεως των υφισταμένων μέτρων. Αντιθέτως, τα κοινοτικά όργανα, αφής στιγμής η εκτίμηση της ανάγκης αυτής έχει ολοκληρωθεί και αυτά έχουν αποφασίσει να τροποποιήσουν τα υφιστάμενα μέτρα, δεσμεύονται κατά τον καθορισμό των νέων μέτρων από τη διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, που ρητώς τους παρέχει την εξουσία και τους επιβάλλει την υποχρέωση να εφαρμόζουν τη μέθοδο που προβλέπει το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, στο πλαίσιο του καθορισμού της τιμής εξαγωγής, η υποτιθέμενη ευχέρεια των κοινοτικών οργάνων να πραγματοποιούν λαμβάνουσες υπόψη τις προοπτικές εξελίξεως αναλύσεις δεν είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, μάλιστα δε αποκλείεται από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του ίδιου κανονισμού, και ότι, αφετέρου, η υποτιθέμενη σιωπηρή εξουσία που απορρέει από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να κατισχύσει των ρητών εξουσιών που προβλέπει η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομική βάση παρέχουσα τη δυνατότητα στα κοινοτικά όργανα να παρεκκλίνουν, κατά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, από την εφαρμογή της μεθόδου που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 41-42, 45, 48-51)