Language of document : ECLI:EU:C:2022:505

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Πολιτική ασύλου και μετανάστευσης – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 4 – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρα 6 και 7 – Απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία – Άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2013/33/ΕΕ – Άρθρο 8 – Θέση του αιτούντος υπό κράτηση – Λόγοι κράτησης – Προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης – Θέση του αιτούντος άσυλο υπό κράτηση λόγω της παράνομης εισόδου του στο έδαφος της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑72/22 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

M.A.

παρισταμένης της:

Valstybės sienos apsaugos tarnyba,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, I. Ziemele, P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Απριλίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο M.A., εκπροσωπούμενος από τον I. Botyrienė, advokatė,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον K. Dieninis και τη V. Vasiliauskienė,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Azema, τον S. L. Kalėda και την A. Steiblytė,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60, και διορθωτικό ΕΕ 2015, L 29, σ. 16), και του άρθρου 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας μεταξύ του M.A., υπηκόου τρίτης χώρας, και της Valstybės sienos apsaugos tarnyba (Εθνικής Υπηρεσίας προστασίας συνόρων του Υπουργείου Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στο εξής: VSAT), σχετικά με την αίτηση της εν λόγω υπηρεσίας για τη θέση του M.A. υπό κράτηση.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2011/95

3        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.»

 Η οδηγία 2013/32

4        Κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/32:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

γ)      “αιτών”: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση».

5        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2013/32 προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε αρχή αρμόδια για την καταχώριση των αιτήσεων αυτών δυνάμει του εθνικού δικαίου, η καταχώριση γίνεται το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης.

Εάν η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται σε άλλες αρχές οι οποίες ενδεχομένως λαμβάνουν τέτοιες αιτήσεις αλλά δεν είναι αρμόδιες για την καταχώριση δυνάμει του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η καταχώριση να γίνεται το αργότερο έξι εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι άλλες αρχές οι οποίες ενδεχομένως λαμβάνουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας, όπως η αστυνομία, η συνοριοφυλακή, οι υπηρεσίες μετανάστευσης και το προσωπικό κέντρων κράτησης, να διαθέτουν τις σχετικές πληροφορίες και οι υπάλληλοί τους να λαμβάνουν το επίπεδο κατάρτισης που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους και τις οδηγίες ώστε να ενημερώνονται οι αιτούντες σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο κατάθεσης αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας να έχει πραγματική δυνατότητα να την καταθέσει το ταχύτερο δυνατό. Όταν ο αιτών δεν καταθέτει την αίτησή του, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν το άρθρο 28 αναλόγως.

3.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να κατατίθενται αυτοπροσώπως και/ή σε καθορισμένο χώρο.

4.      Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, θεωρείται ότι έχει κατατεθεί αίτηση διεθνούς προστασίας, όταν οι αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους λαμβάνουν έντυπο το οποίο έχει υποβάλει ο αιτών ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, επίσημη έκθεση.

5.      Όταν μεγάλος αριθμός ταυτόχρονων αιτήσεων διεθνούς προστασίας από υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς καθιστά πολύ δύσκολη στην πράξη την τήρηση της προθεσμίας της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν παράταση της προθεσμίας σε 10 εργάσιμες ημέρες.»

6        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε ενήλικας που διαθέτει νομική ικανότητα να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας αυτοπροσώπως.»

7        Το άρθρο 43 της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν διαδικασίες, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ, προκειμένου να αποφασίζουν, στα σύνορα ή τις ζώνες διέλευσης των κρατών μελών, σχετικά με:

α)      το παραδεκτό μιας αίτησης, δυνάμει του άρθρου 33, που υποβάλλεται στα σημεία αυτά· και/ή

β)      την ουσία μιας αίτησης σε διαδικασία δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 8.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η απόφαση στο πλαίσιο των διαδικασιών της παραγράφου 1 να λαμβάνεται εντός εύλογης προθεσμίας. Αν δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός τεσσάρων εβδομάδων, επιτρέπεται στον αιτούντα η είσοδος στο έδαφος του κράτους μέλους προκειμένου να εξετασθεί η αίτησή του σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

3.      Στην περίπτωση αφίξεων που αφορούν μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών οι οποίοι καταθέτουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στα σύνορα ή σε ζώνη διέλευσης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη στην πράξη η εκεί εφαρμογή της παραγράφου 1, οι εν λόγω διαδικασίες μπορούν να εφαρμόζονται επίσης όπου και επί όσο χρονικό διάστημα φιλοξενούνται κανονικά οι συγκεκριμένοι υπήκοοι τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς σε σημεία πλησίον των συνόρων ή της ζώνης διέλευσης.»

 Η οδηγία 2013/33

8        Οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 20 της οδηγίας 2013/33 έχουν ως εξής:

«(15)      Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία για την υποδοχή και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.

[…]

(20)      Προκειμένου να εξασφαλίζεται καλύτερα η σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα των αιτούντων, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης και μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εφόσον έχουν δεόντως εξεταστεί όλα τα μη στερητικά της ελευθερίας εναλλακτικά μέτρα. Κάθε εναλλακτικό [της κράτησης μέτρο] πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων.»

9        Το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

η)      “κράτηση”: ο περιορισμός σε ειδικό χώρο που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε αιτούντα, με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας του/της».

10      Το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«2.      Εφόσον κρίνεται αναγκαίο, και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν αιτούντα υπό κράτηση, εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα.

3.      Ο αιτών μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση μόνο:

[…]

ε)      όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης,

[…]».

11      Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής:

«1.      Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3.

Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3 εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης.

2.      Η κράτηση αιτούντος διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται.

3.      Όταν η κράτηση διατάσσεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη προβλέπουν την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης αυτεπαγγέλτως και/ή κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος. Όταν διεξάγεται αυτεπαγγέλτως, η επανεξέταση αυτή αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κράτησης. Όταν διεξάγεται κατόπιν αίτησης του αιτούντος, αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της σχετικής διαδικασίας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη ορίζουν στο εθνικό δίκαιο το χρονικό διάστημα εντός του οποίου διεξάγεται η αυτεπάγγελτη δικαστική επανεξέταση και/ή η δικαστική επανεξέταση κατόπιν αίτησης του αιτούντος.

Όταν, κατόπιν της δικαστικής επανεξέτασης, η κράτηση θεωρείται παράνομη, ο αιτών αφήνεται αμέσως ελεύθερος.

4.      Οι κρατούμενοι αιτούντες ενημερώνονται αμέσως εγγράφως, σε γλώσσα που κατανοούν ή μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι κατανοούν, για τους λόγους κράτησης και τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο για την προσβολή της εντολής κράτησης, καθώς και για τη δυνατότητα να ζητούν δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση.

5.      Η κράτηση επανεξετάζεται από δικαστική αρχή σε εύλογα χρονικά διαστήματα, αυτεπαγγέλτως και/ή μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου αιτούντος, ιδίως όταν είναι παρατεταμένης διάρκειας, όταν υπάρξουν σχετικές περιστάσεις ή όταν προκύψουν νέα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επηρεάζουν τη νομιμότητα της κράτησης.

6.      Σε περιπτώσεις δικαστικής επανεξέτασης της διαταγής κράτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 3, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση. Το ανωτέρω περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και τη συμμετοχή εξ ονόματος του αιτούντος σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον των δικαστικών αρχών.

Δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση παρέχεται από κατάλληλα ειδικευμένο προσωπικό που γίνεται δεκτό ή αναγνωρίζεται βάσει του εθνικού δικαίου και του οποίου τα συμφέροντα δεν συγκρούονται ή δεν θα μπορούσαν να συγκρούονται ενδεχομένως με εκείνα του αιτούντος.

7.      Τα κράτη μέλη μπορεί να μεριμνούν επίσης ότι η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση χορηγούνται:

α)      μόνο σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και/ή

β)      μόνο μέσω των υπηρεσιών που παρέχονται από νομικούς ή άλλους συμβούλους που καθορίζονται ειδικά από το εθνικό δίκαιο για συνδρομή και εκπροσώπηση των αιτούντων.

8.      Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης:

α)      να επιβάλλουν χρηματικά και/ή χρονικά όρια στη δωρεάν παροχή νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης, εφόσον τα όρια αυτά δεν περιορίζουν αυθαιρέτως την πρόσβαση σε νομική συνδρομή και εκπροσώπηση,

β)      να προβλέπουν ότι, όσον αφορά τα τέλη και άλλα έξοδα, η μεταχείριση των αιτούντων δεν θα είναι ευνοϊκότερη από εκείνη που επιφυλάσσεται κατά γενικό κανόνα στους υπηκόους τους σε θέματα σχετικά με τη νομική συνδρομή.

9.      Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν να τους επιστραφεί το σύνολο ή μέρος των καταβληθέντων εξόδων εάν και από τη στιγμή που έχει βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική κατάσταση του αιτούντος ή εάν η απόφαση καταβολής αυτών των εξόδων είχε ληφθεί με βάση ψευδείς πληροφορίες που είχε δώσει ο αιτών.

10.      Οι διαδικασίες πρόσβασης σε νομική συνδρομή και εκπροσώπηση προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.»

 Το λιθουανικό δίκαιο

12      Το άρθρο 2, παράγραφος 20, του Lietuvos Respublikos įstatymas «Dėl užsieniečių teisinės padėties» (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί του νομικού καθεστώτος των αλλοδαπών), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί αλλοδαπών), προβλέπει ότι ως αιτών άσυλο θεωρείται ο αλλοδαπός που υπέβαλε αίτηση ασύλου σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει ο ίδιος νόμος και για τον οποίο δεν έχει εκδοθεί ακόμη μη δυνάμενη να προσβληθεί απόφαση.

13      Το κεφάλαιο X2 του νόμου περί αλλοδαπών αφορά την εφαρμογή του νόμου αυτού σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης, καθώς και σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών Στο ως άνω κεφάλαιο, το άρθρο 14012 ορίζει τα εξής:

«1.      Ο αλλοδαπός μπορεί να καταθέσει αίτηση ασύλου:

1)      στα συνοριακά σημεία ελέγχου ή στις ζώνες διέλευσης, ενώπιον της [VSAT]·

2)      στο έδαφος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, εφόσον ο αλλοδαπός έχει εισέλθει νομίμως στο έδαφος αυτό, ενώπιον του [τμήματος μετανάστευσης]·

3)      σε άλλο κράτος, μέσω των διπλωματικών και προξενικών αντιπροσωπειών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας που ορίζονται από τον Υπουργό Εξωτερικών.

2.      Αίτηση ασύλου κατατεθείσα από αλλοδαπό κατά παράβαση των όρων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι απαράδεκτη, οι δε όροι υποβολής της αίτησης ασύλου επεξηγούνται στον αιτούντα. Η [VSAT] δύναται, λαμβάνοντας υπόψη την ευάλωτη θέση του αλλοδαπού ή άλλες ατομικές περιστάσεις, να παραλάβει την αίτηση ασύλου αλλοδαπού που έχει διέλθει παρανόμως τα σύνορα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.

[…]»

14      Το άρθρο 14017 του νόμου περί αλλοδαπών, το οποίο διέπει τους λόγους θέσης του αιτούντος άσυλο υπό κράτηση σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης και σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, ορίζει στο σημείο 2 ότι ο αιτών άσυλο μπορεί να τεθεί υπό κράτηση εάν αφίχθη στο έδαφος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας διερχόμενος παρανόμως τα εθνικά σύνορά της.

15      Η διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης ασύλου στη Λιθουανία, η οποία εγκρίθηκε με το υπ’ αριθ. 1V‑131 διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της 24ης Φεβρουαρίου 2016 (όπως τροποποιήθηκε με το υπ’ αριθ. 1V‑626 διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της 27ης Ιουλίου 2021, στο εξής: περιγραφή της διαδικασίας), ορίζει στο σημείο 23 ότι, αν η αίτηση ασύλου υποβληθεί σε αρχή μη οριζόμενη στο άρθρο 67, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών ή κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου ή του σημείου 22 της περιγραφής της διαδικασίας, η αίτηση αυτή επιστρέφεται στον αλλοδαπό το αργότερο εντός δύο εργασίμων ημερών από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι η αίτηση που παρελήφθη από την αρχή αποτελεί αίτηση ασύλου, ενημερώνεται δε ο αιτών σχετικά με τους όρους υποβολής αίτησης ασύλου Η εν λόγω ενημέρωση παρέχεται στον αλλοδαπό εγγράφως σε γλώσσα που εύλογα μπορεί να υποτεθεί ότι κατανοεί. Αντίγραφο της απάντησης που δόθηκε στον αλλοδαπό αποστέλλεται στην αρχή που ορίζεται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών αναλόγως του τόπου διαμονής του αλλοδαπού, εφόσον ο τόπος αυτός είναι γνωστός.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Με το διάταγμα 517, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κήρυξη κατάστασης επείγουσας εθνικής ανάγκης και ορισμός του επικεφαλής των επιχειρήσεων που συνδέονται με την κατάσταση επείγουσας εθνικής ανάγκης», της 2ας Ιουλίου 2021 (TAR, 2021, αριθ. 2021-15235, στο εξής: διάταγμα 517/21), η Λιθουανική Κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση επείγουσας ανάγκης στο σύνολο της επικράτειάς της. Στις 10 Νοεμβρίου 2021 κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε τμήμα της επικράτειας αυτής διότι το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμούσε ότι θα αντιμετώπιζε μαζική εισροή μεταναστών οι οποίοι θα εισέρχονταν ιδίως από τα σύνορα με τη Λευκορωσία.

17      Στις 17 Νοεμβρίου 2021 ο M.A., υπήκοος τρίτης χώρας, συνελήφθη στην Πολωνία, με ομάδα προσώπων που εισήλθαν από τη Λιθουανία, με την αιτιολογία ότι δεν είχε στην κατοχή του ούτε τα ταξιδιωτικά έγγραφα ούτε τη θεώρηση που απαιτούνταν προκειμένου να διαμείνει στο εν λόγω κράτος μέλος και στην Ένωση. Στις 19 Νοεμβρίου 2021 ο M.A. παραδόθηκε στους υπαλλήλους της VSAT επί λιθουανικού εδάφους. Την ίδια ημέρα η αρχή αυτή έθεσε τον M.A. υπό κράτηση για μέγιστη διάρκεια 48 ωρών και ζήτησε από το Alytaus apylinkės teismas (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Alytus, Λιθουανία) να διατάξει την κράτησή του για μέγιστη διάρκεια έξι μηνών.

18      Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η VSAT επισήμανε ότι οι λιθουανικές τράπεζες δεδομένων δεν περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τον ενδιαφερόμενο και ότι αυτός διέμενε παρανόμως στη Λιθουανία. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, η VSAT έκρινε ότι ο M.A. θα μπορούσε να διαφύγει προκειμένου να αποφύγει τη θέση του υπό κράτηση ή την ενδεχόμενη απομάκρυνσή του. Ως εκ τούτου, η VSAT ζήτησε να τεθεί υπό κράτηση ο M.A. για χρονικό διάστημα που δεν υπερέβαινε τους έξι μήνες, προκειμένου να διαπιστωθεί η νομική του κατάσταση.

19      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Alytaus apylinkès teismas (πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Alytus), ο M.A. αιτήθηκε διεθνή προστασία. Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2021, το δικαστήριο αυτό διέταξε τη θέση του M.A. υπό κράτηση έως την έκδοση απόφασης σχετικά με το νομικό καθεστώς του στη Λιθουανία, το αργότερο έως τις 18 Φεβρουαρίου 2022, με την αιτιολογία ότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής και ότι δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν οι λόγοι στους οποίους στηριζόταν η αίτηση ασύλου χωρίς τη λήψη τέτοιου μέτρου.

20      Ο M.A. άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Λιθουανίας). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο M.A. επανέλαβε την αίτησή του για χορήγηση ασύλου και υποστήριξε ότι στις 20 Νοεμβρίου 2021 είχε ήδη υποβάλει αίτηση ασύλου σε υπάλληλο της VSAT τον οποίο δεν προσδιόρισε. Ωστόσο, η αρχή αυτή δηλώνει ότι δεν διαθέτει στοιχεία σχετικά με την αίτηση.

21      Στις 24 Ιανουαρίου 2022 ο M.A. υπέβαλε εγγράφως στη VSAT αίτηση ασύλου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το τμήμα μετανάστευσης, ιδίως βάσει του άρθρου 14012, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών.

22      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο M.A. υποστήριξε ότι δεν διέθετε πληροφορίες για την έκβαση της αίτησης ασύλου και ότι δεν είχε ενημερωθεί για τους όρους υποβολής της. Την 1η Φεβρουαρίου 2022, σε μεταγενέστερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο εκπρόσωπος του M.A. και ο εκπρόσωπος της VSAT ζήτησαν από το δικαστήριο αυτό να διατάξει το τμήμα μετανάστευσης να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου.

23      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι, σε επείγουσα κατάσταση λόγω μαζικής εισροής μεταναστών, όπως αυτή που κηρύχθηκε με το διάταγμα 517/21, η αίτηση ασύλου πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 14012, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 14017 του νόμου περί αλλοδαπών, σε μια τέτοια επείγουσα κατάσταση, αλλοδαπός που εισήλθε παρανόμως στο λιθουανικό έδαφος μπορεί να τεθεί υπό κράτηση.

24      Η συνδυαστική εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του νόμου περί αλλοδαπών θα είχε ως συνέπεια ότι ο M.A., λόγω της παράνομης εισόδου του στο λιθουανικό έδαφος και της θέσης του υπό κράτηση, δεν θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αιτών άσυλο.

25      Λόγω όμως της επείγουσας κατάστασης που κηρύχθηκε με το διάταγμα 517/21, μόνον οι αιτούντες άσυλο μπορούν να υπαχθούν σε μέτρο λιγότερο επαχθές από την κράτηση.

26      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, εν προκειμένω, ότι υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος εισήλθε και διαμένει παρανόμως στη Λιθουανία δεν έχει τη δυνατότητα να υπαχθεί σε μέτρο λιγότερο επαχθές από την κράτηση.

27      Ασφαλώς, δυνάμει του άρθρου 14012, παράγραφος 2, του νόμου περί αλλοδαπών, η VSAT διαθέτει διακριτική ευχέρεια προκειμένου να αναγνωρίσει το καθεστώς του αιτούντος άσυλο υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών που διήλθαν παρανόμως τα λιθουανικά σύνορα, λόγω της ευάλωτης θέσης τους ή άλλων ατομικών περιστάσεων. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις άσκησης της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας δεν ρυθμίζονται με ακρίβεια, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί της νομιμότητας των μέτρων που έλαβε εν προκειμένω η VSAT.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις κατά τις οποίες, σε περίπτωση που κηρύσσεται επείγουσα κατάσταση λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, αλλοδαπός ο οποίος εισήλθε και διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους στερείται εν τοις πράγμασι τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας.

29      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης των διατάξεων που επιτρέπουν στις λιθουανικές αρχές, εάν έχει κηρυχθεί επείγουσα κατάσταση λόγω μαζικής εισροής μεταναστών, να θέτουν υπό κράτηση ένα πρόσωπο όπως ο M.A. απλώς και μόνο λόγω της παράνομης εισόδου του στο λιθουανικό έδαφος. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα των ως άνω εθνικών διατάξεων με την αιτιολογική σκέψη 15 και με το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/33, δυνάμει των οποίων η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις και να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας.

30      Εξάλλου, λόγω αμφιβολιών ως προς τη νομιμότητα της αρχικής κράτησης του M.A., το αιτούν δικαστήριο με την απόφαση περί παραπομπής διέταξε τη VSAT προσωρινώς να τοποθετήσει τον M.A. σε κέντρο φιλοξενίας ή σε άλλο κατάλληλο χώρο, με περιορισμό της ελεύθερης μετακίνησής του εντός της περιμέτρου του ως άνω χώρου, μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου 2022. Επιπλέον, διέταξε το τμήμα μετανάστευσης να μην απελάσει ή να μη μεταφέρει τον M.A. σε τρίτη χώρα μέχρι την έκδοση μη δυνάμενης να προσβληθεί απόφασης στην υπόθεση της κύριας δίκης.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [2013/32], σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2011/95], την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνες της εθνικής νομοθεσίας όπως οι εφαρμοστέοι εν προκειμένω, βάσει των οποίων, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, αλλοδαπός ο οποίος εισήλθε και διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους στερείται, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχουν οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας [2013/33] την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνα της εθνικής νομοθεσίας, κατά τον οποίο, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, ο αιτών άσυλο δύναται να τεθεί υπό κράτηση για τον λόγο και μόνον ότι εισήλθε στο έδαφος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας διερχόμενος παρανόμως τα σύνορά της;»

 Επί της επείγουσας διαδικασίας

32      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

33      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, επισήμανε ότι ο M.A. είχε τεθεί υπό κράτηση από τις 17 Νοεμβρίου 2021 έως την έκδοση της απόφασης περί παραπομπής στις 2 Φεβρουαρίου 2022. Δυνάμει της εν λόγω απόφασης, ο M.A. τοποθετήθηκε σε κέντρο φιλοξενίας της VSAT υπό τους όρους που εκτίθενται στη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η εφαρμοστέα ρύθμιση επέτρεπε στη VSAT, μετά τη λήξη ισχύος του ως άνω προσωρινού μέτρου η οποία είχε καθοριστεί στις 18 Φεβρουαρίου 2022, να ζητήσει εκ νέου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να παραμείνει ο ενδιαφερόμενος υπό κράτηση ή να υποβληθεί σε άλλο μέτρο.

34      Στις 21 Φεβρουαρίου 2022 το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο, αφενός, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του M.A. μετά τη λήξη της ισχύος του μέτρου που το εν λόγω δικαστήριο διέταξε και, αφετέρου, στοιχεία ιδίως ως προς τους περιορισμούς που συνεπάγεται το μέτρο αυτό στην προσωπική ελευθερία.

35      Από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι στις 11 Φεβρουαρίου 2022 το Marijampolės apylinkės teismas (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Marijampole, Λιθουανία) έλαβε έναντι του M.A. μέτρο ανάλογο προς εκείνο που διέταξε το αιτούν δικαστήριο και το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης. Το μέτρο αυτό διατάχθηκε μέχρι τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος του M.A., για χρόνο που δεν θα υπερέβαινε την 11η Μαΐου 2022.

36      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των οδηγιών 2011/95, 2013/32 και 2013/33 που εμπίπτουν στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Συνεπώς, νοείται η εκδίκασή της με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

37      Όσον αφορά, δεύτερον, την προϋπόθεση του επείγοντος, υπογραμμίζεται ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και η συνέχιση της κράτησής του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συναφώς, η κατάσταση του ενδιαφερομένου πρέπει να εκτιμάται ως έχει κατά την ημερομηνία εξέτασης του αιτήματος για υπαγωγή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα διαδικασία (απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Κατά πάγια νομολογία, η κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας σε κέντρο κράτησης, είτε κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησής του για την παροχή διεθνούς προστασίας είτε όταν λαμβάνει χώρα με σκοπό την απομάκρυνσή του, συνιστά μέτρο στερητικό της ελευθερίας (απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Εξάλλου, όσον αφορά την έννοια της «κράτησης», κατά το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2013/33, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το γράμμα και το ιστορικό θέσπισης της διάταξης αυτής καθώς και από το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται προκύπτει ότι η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία συνιστά περιοριστικό μέτρο το οποίο στερεί από τον αιτούντα την ελευθερία μετακίνησης και τον απομονώνει από τον υπόλοιπο πληθυσμό, επιβάλλοντάς του να παραμένει μονίμως εντός περιορισμένης και κλειστής περιμέτρου (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 223).

40      Εν προκειμένω, επισημαίνεται κατά πρώτον ότι, κατά την ημερομηνία εξέτασης του αιτήματος για υπαγωγή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα διαδικασία, ο M.A. υπέκειτο σε μέτρο «άλλο» από την κράτηση, κατά την έννοια του λιθουανικού δικαίου, ήτοι σε φιλοξενία σε κέντρο της VSAT με περιορισμό των μετακινήσεών του εντός της περιμέτρου του εν λόγω χώρου φιλοξενίας.

41      Συναφώς, από τις πληροφορίες που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, μολονότι ο M.A. μπορούσε πράγματι να μετακινείται εντός του κέντρου της VSAT, δεν μπορούσε να εξέλθει από την περίμετρό του άνευ άδειας και συνοδείας. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει απομονωθεί από τον υπόλοιπο πληθυσμό και έχει στερηθεί την ελευθερία μετακίνησής του.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρόσωπο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι τελεί υπό κράτηση κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2013/33.

43      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της διατήρησης της κράτησης και της επίλυσης της διαφοράς της κύριας δίκης, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη δυνατότητα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και να χαρακτηριστεί, ως εκ τούτου, ως αιτών άσυλο. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ο χαρακτηρισμός αυτός του αιτούντος άσυλο απαιτείται προκειμένου να μπορεί να εφαρμοστεί μέτρο το οποίο δεν συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας μετακίνησης που είναι ίδιον της έννοιας της κράτησης.

44      Αφετέρου, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ζητείται κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/33 επιτρέπει τη θέση του M.A. υπό κράτηση για τον λόγο και μόνον ότι διαμένει παρανόμως στο λιθουανικό έδαφος.

45      Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, στις 3 Μαρτίου 2022 το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, μετά από πρόταση του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

 Επί της διατήρησης του αντικειμένου του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

46      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Λιθουανική Κυβέρνηση επισήμανε ότι στις 18 Μαρτίου 2022 ο M.A. υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία είναι έκτοτε υπό εξέταση από τις αρμόδιες αρχές. Χωρίς να υποστηρίζει ρητώς ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο, η Λιθουανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι παρέλκει η απάντηση του Δικαστηρίου διότι το ερώτημα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

47      Η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 69].

48      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς. Επομένως, εάν προκύπτει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι πλέον προδήλως αλυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς αυτής, το Δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει ότι δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 70].

49      Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι ο M.A. όντως υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 18 Μαρτίου 2022, η οποία είναι έκτοτε υπό εξέταση, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει να αποσαφηνίσει το ζήτημα της νομιμότητας των μέτρων που εφαρμόστηκαν στην περίπτωση του Μ.Α. κατόπιν της πρώτης απόπειρας υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας, η οποία φέρεται ότι έλαβε χώρα στις 20 Νοεμβρίου 2021.

50      Εξ αυτού συνάγεται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα παραμένει λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και, επομένως, πρέπει να δοθεί απάντηση επ’ αυτού.

 Επί της ουσίας

51      Στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ και μνημονεύεται στη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο οριοθέτησε το ερώτημά του στο ζήτημα της ερμηνείας ορισμένης διάταξης του δικαίου της Ένωσης, τούτο δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία περί ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν το αιτούν δικαστήριο τα μνημονεύει ρητώς στα ερωτήματά του ή όχι. Απόκειται συναφώς στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, ιδίως δε το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DocMorris, C‑190/20, EU:C:2021:609, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά ιδίως την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, δικαιολογείται από τις αμφιβολίες που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υποβληθεί αίτηση διεθνούς προστασίας στη Λιθουανία. Η διάταξη, όμως, αυτή αφορά την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους αξιολόγηση των κρίσιμων στοιχείων μιας τέτοιας αίτησης και, κατά συνέπεια, δεν είναι λυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

53      Εξάλλου, στο μέτρο που το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τις εν λόγω προϋποθέσεις υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να ερμηνευθεί επίσης και το άρθρο 6 της οδηγίας 2013/32, το οποίο προβλέπει τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στη διαδικασία εξέτασης των εν λόγω αιτήσεων.

54      Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, σε επείγουσα κατάσταση λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, η μη τήρηση των προϋποθέσεων υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 14012, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών συνεπάγεται τη μη αποδοχή της αίτησης, η οποία, σύμφωνα με το σημείο 23 της περιγραφής της διαδικασίας, επιστρέφεται στον ενδιαφερόμενο χωρίς να εξεταστεί.

55      Εξ αυτού προκύπτει, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου στη Λιθουανία μπορούν κατ’ ουσίαν να ζητήσουν νομίμως άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος μόνον από το εξωτερικό ή στα σύνορά του. Αντιθέτως, οι υπήκοοι τρίτων χωρών χάνουν τη δυνατότητα αυτή μετά την παράνομη είσοδό τους στο έδαφός του. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αίτησή τους δεν λαμβάνεται υπόψη από τις εθνικές αρχές.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, οι παρανόμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών στερούνται εν τοις πράγμασι κάθε δυνατότητας πρόσβασης, στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, στη διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας.

57      Από το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 3 και 4, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι η ενέργεια της «υποβολής» αίτησης διεθνούς προστασίας δεν απαιτεί καμία διοικητική διατύπωση, καθώς οι διατυπώσεις αυτές πρέπει να τηρούνται κατά την «κατάθεση» της αίτησης. Πράγματι, η τελευταία αυτή ενέργεια απαιτεί κατ’ αρχήν από τον αιτούντα διεθνή προστασία να συμπληρώσει έντυπο που προβλέπεται προς τούτο στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 93].

58      Όσον αφορά ιδίως την εν λόγω ενέργεια «υποβολής» αίτησης διεθνούς προστασίας, διευκρινίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι κάθε ενήλικας που διαθέτει νομική ικανότητα έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας αυτοπροσώπως. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στο έδαφος κράτους μέλους, περιλαμβανομένων των συνόρων ή των ζωνών διέλευσής του, έστω και αν διαμένει παρανόμως στο έδαφος αυτό. Το ως άνω δικαίωμα πρέπει να του αναγνωρίζεται ανεξαρτήτως των πιθανοτήτων επιτυχίας της αίτησής του [απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Ποινικοποίηση της βοήθειας προς τους αιτούντες άσυλο), C‑821/19, EU:C:2021:930, σκέψη 136].

59      Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας να έχουν την πραγματική δυνατότητα να την καταθέσουν το ταχύτερο δυνατό [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 63].

60      Συναφώς, υπογραμμίζεται, αφενός, ότι η υποβολή, η καταχώριση και η κατάθεση αίτησης πρέπει να συνάδουν προς τον σκοπό της οδηγίας 2013/32, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της αποτελεσματικής, δηλαδή της όσο το δυνατόν ευκολότερης, πρόσβασης στη διαδικασία παροχής διεθνούς προστασίας [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 63].

61      Αφετέρου, το δικαίωμα υποβολής τέτοιας αίτησης αποτελεί, πρώτον, προϋπόθεση για τον σεβασμό των δικαιωμάτων που συνίστανται στην καταχώριση της αίτησης, στην κατάθεση και στην εξέτασή της εντός των προθεσμιών που τάσσει η οδηγία 2013/32 και, δεύτερον, εν τέλει, προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ασύλου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) [πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψη 102].

62      Επομένως, μολονότι η υποβολή και η κατάθεση αίτησης διεθνούς προστασίας αποτελούν διαδοχικά και διακριτά στάδια [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 93], υφίσταται εντούτοις στενή σχέση μεταξύ των ενεργειών αυτών, καθόσον αποσκοπούν, αφενός, στη διασφάλιση της αποτελεσματικής πρόσβασης στη διαδικασία που επιτρέπει την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του άρθρου 18 του Χάρτη.

63      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας όπως το άρθρο 14012, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών, η οποία προβλέπει ότι υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος τελεί σε καθεστώς παράνομης διαμονής στερείται για αυτόν και μόνον τον λόγο τη δυνατότητα, μετά την είσοδό του στο λιθουανικό έδαφος, να υποβάλει ή να καταθέσει αίτηση διεθνούς προστασίας, στερεί εν τοις πράγμασι από τον εν λόγω υπήκοο το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη.

64      Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιοι όροι πρόσβασης στη διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 14012, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32.

65      Ασφαλώς, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να κατατίθενται αυτοπροσώπως και/ή σε καθορισμένο χώρο. Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 75 των προτάσεών του, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ασκούν την ευχέρεια αυτή κατά τρόπο που εμποδίζει, στην πράξη, τους εν λόγω υπηκόους ή ορισμένους από αυτούς να καταθέσουν την αίτησή τους ή να την καταθέσουν «το ταχύτερο δυνατό». Η αντίθετη ερμηνεία θα αντέβαινε στον σκοπό της οδηγίας 2013/32, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση πραγματικής, ευχερούς και ταχείας πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας, και θα έθιγε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αίτησης ασύλου, το οποίο αναγνωρίζεται από το άρθρο 7 της οδηγίας σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας.

66      Το ίδιο ακριβώς ισχύει ακόμη και όταν η πρόσβαση υπηκόου τρίτης χώρας στη διαδικασία του άρθρου 6 της οδηγίας 2013/32 μπορεί να διασφαλιστεί κατ’ ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας, που προβλέπεται στο άρθρο 14012, παράγραφος 2, του νόμου περί αλλοδαπών, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια αρχή δύναται να εξετάσει αίτηση διεθνούς προστασίας λόγω της ευάλωτης θέσης του αιτούντος ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων.

67      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 58 της παρούσας απόφασης, κατά το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 και τη νομολογία του Δικαστηρίου, «κάθε ενήλικας» και «κάθε υπήκοος τρίτης χώρας» δικαιούται να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας. Επομένως, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 εθνική διάταξη όπως το άρθρο 14012, παράγραφος 2, του νόμου περί αλλοδαπών, η οποία προβλέπει διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής να λαμβάνει υπόψη μόνον τις αιτήσεις ορισμένων προσώπων, που τελούν σε καθεστώς παράνομης διαμονής, λόγω της ευάλωτης θέσης τους.

68      Εντούτοις, η Λιθουανική Κυβέρνηση προβάλλει, προς δικαιολόγηση των περιορισμών του δικαιώματος υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας που απορρέουν από το άρθρο 14012, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών, την απειλή κατά της δημοσίας τάξης ή της εσωτερικής ασφάλειας την οποία καλείται να αντιμετωπίσει η Δημοκρατία της Λιθουανίας λόγω της μαζικής εισροής μεταναστών στα σύνορά της, ιδίως δε στα σύνορα με τη Λευκορωσία.

69      Επ’ αυτού, προσήκει η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, οι διατάξεις του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ δεν θίγουν την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας.

70      Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι, μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της δημόσιας τάξης στο έδαφός τους καθώς και της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, εντούτοις τούτο δεν σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά εκφεύγουν πλήρως της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, η Συνθήκη ΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα ρητών παρεκκλίσεων σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια μόνο σε σαφώς οριοθετημένες περιπτώσεις. Δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού η ύπαρξη γενικής και εγγενούς στη Συνθήκη επιφύλαξης που εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια. H αναγνώριση της ύπαρξης τέτοιας επιφύλαξης, εκτός των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις της Συνθήκης, θα μπορούσε να θίξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψη 214].

71      Επιπλέον, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 72 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, το άρθρο 72 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης επικαλούμενα απλώς και μόνον τις ευθύνες που υπέχουν για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας [πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψη 215].

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης δε υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 70 και 71 της παρούσας απόφασης, η γενική επίκληση προσβολών της δημόσιας τάξης ή της εσωτερικής ασφάλειας που προκαλούνται από μαζική εισροή υπηκόων τρίτων χωρών δεν μπορεί να δικαιολογήσει, βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ, διάταξη όπως το άρθρο 14012 του νόμου περί αλλοδαπών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να στερείται –de facto– ο παρανόμως διαμένων σε κράτος μέλος υπήκοος τρίτης χώρας το δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας στο κράτος μέλος αυτό.

73      Εξάλλου, η Λιθουανική Κυβέρνηση δεν διευκρίνισε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα ενός τέτοιου μέτρου για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας στο πλαίσιο της επείγουσας κατάστασης που συνδέεται με τη μαζική εισροή των επίμαχων μεταναστών.

74      Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα σημεία 125 έως 127 και 130 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, η οδηγία 2013/32 παρέχει, ιδίως με το άρθρο 43, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν ειδικές διαδικασίες, εφαρμοστέες στα σύνορά τους, με σκοπό την εκτίμηση του παραδεκτού αιτήσεων διεθνούς προστασίας σε περιπτώσεις στις οποίες η συμπεριφορά του αιτούντος υποδηλʹψνει ότι η αίτησή του είναι προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική. Χάρη στις διαδικασίες αυτές τα κράτη μέλη είναι σε θέση να ανταποκριθούν, στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, στις ευθύνες που υπέχουν όσον αφορά την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, χωρίς να απαιτείται παρέκκλιση βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ.

75      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, οι παρανόμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών στερούνται εν τοις πράγμασι κάθε δυνατότητας πρόσβασης, στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, στη διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

76      Η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστήριξε κατ’ ουσίαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι παρέλκει η απόφανση επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο στις 2 Φεβρουαρίου 2022 διέταξε να επιβληθεί στον M.A. μέτρο «άλλο» από την κράτηση, κατά την έννοια του λιθουανικού δικαίου, και ότι η ισχύς του μέτρου όντως παρατάθηκε έως τις 11 Μαΐου 2022.

77      Αρκεί όμως να υπομνησθεί επ’ αυτού ότι από τη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι το μέτρο που επιβλήθηκε στον M.A. συνιστά κράτηση, κατά το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2013/33.

78      Επομένως, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό και το Δικαστήριο πρέπει να δώσει απάντηση επ’ αυτού.

 Επί της ουσίας

79      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/33 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, ο αιτών άσυλο δύναται να τεθεί υπό κράτηση για τον λόγο και μόνον ότι διαμένει παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους.

80      Προκαταρκτικώς, διευκρινίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένας υπήκοος τρίτης χώρας αποκτά την ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/32, από τη στιγμή που «υποβάλλει» τέτοια αίτηση [απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 92].

81      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2013/33, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές της σκέψεις 15 και 20, εισάγουν σημαντικούς περιορισμούς στην εξουσία που παρέχεται στα κράτη μέλη να θέτουν αιτούντα διεθνή προστασία υπό κράτηση [απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 101].

82      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να τεθεί υπό κράτηση μόνον όταν, κατόπιν αξιολόγησης της συγκεκριμένης περίπτωσης, τούτο κρίνεται αναγκαίο και δεν είναι δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή άλλων λιγότερο περιοριστικών μέτρων. Επομένως, οι εθνικές αρχές μπορούν να θέσουν αιτούντα διεθνή προστασία υπό κράτηση μόνον αφού εξακριβώσουν ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, η κράτηση είναι ανάλογη προς τους σκοπούς που επιδιώκει [απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 102].

83      Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διάταξη αυτή απαριθμεί εξαντλητικώς τους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την κράτηση και ότι καθένας από τους λόγους αυτούς ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη ανάγκη και έχει αυτοτελή χαρακτήρα. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη και της βαρύτητας της επέμβασης στο δικαίωμα αυτό την οποία ενέχει ένα τέτοιο μέτρο κράτησης, οι περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος αυτού πρέπει να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψεις 104 και 105].

84      Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι το γεγονός ότι ο αιτών διεθνή προστασία διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους δεν συγκαταλέγεται στους λόγους που μπορούν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33, να δικαιολογήσουν την κράτησή του. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί μέτρο κράτησης σε υπήκοο τρίτης χώρας για τον λόγο αυτόν και μόνο.

85      Εντούτοις, είναι αναγκαίο να καθοριστεί, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, αν το γεγονός αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση αιτούντος άσυλο δυνάμει των λόγων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης που διαλαμβάνονται στο στοιχείο εʹ του άρθρου 8, παράγραφος 3, όπως εκτιμά κατ’ ουσίαν η Λιθουανική Κυβέρνηση. Ειδικότερα, κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση, υπό τις εξαιρετικές περιστάσεις που ανέκυψαν λόγω της μαζικής εισροής αλλοδαπών από τα σύνορα με τη Λευκορωσία, η συμπεριφορά προσώπου που τελεί σε κατάσταση όπως εκείνη του M.A. συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Λιθουανική Κυβέρνηση επικαλέστηκε επίσης την απειλή που αντιπροσωπεύει για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης αλλοδαπός ο οποίος βρίσκεται στην κατάσταση του M.A.

86      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία που δίδει η νομολογία του Δικαστηρίου στις έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» όπως οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται σε άλλες οδηγίες, ερμηνεία η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 64).

87      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Όσον αφορά την έννοια «εθνική ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η απειλή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξης μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κράτησής του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).

90      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής αιτούντος διεθνή προστασία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεικνύει, αυτός καθεαυτόν, την ύπαρξη αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή ότι συνιστά προσβολή των συμφερόντων που μνημονεύονται στη σκέψη 89 της παρούσας απόφασης. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας τέτοιος αιτών μπορεί, για τον λόγο και μόνον ότι διαμένει παρανόμως εντός κράτους μέλους, να αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33.

91      Η διαπίστωση αυτή δεν αποκλείει την πιθανότητα να θεωρηθεί ότι ο αιτών διεθνή προστασία που διαμένει παρανόμως σε κράτος μέλος όντως αποτελεί τέτοια απειλή λόγω ειδικών περιστάσεων που αποδεικνύουν την επικινδυνότητά του, πέραν του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής του.

92      Τέλος, στο μέτρο που τα επιχειρήματα που προέβαλε η Λιθουανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι προβάλλεται δυνατότητα παρέκκλισης από το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 2013/33, βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που συνδέονται με την εισροή μεταναστών, επισημαίνεται ότι η ως άνω Κυβέρνηση απλώς προβάλλει επ’ αυτού γενικές εκτιμήσεις οι οποίες δεν είναι ικανές, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 70 και 71 της παρούσας απόφασης, να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.

93      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/33 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, αιτών ο άσυλο δύναται να τεθεί υπό κράτηση για τον λόγο και μόνον ότι διαμένει παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, οι παρανόμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών στερούνται εν τοις πράγμασι κάθε δυνατότητας πρόσβασης, στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, στη διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας.

2)      Το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, σε περίπτωση κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση κήρυξης επείγουσας κατάστασης λόγω μαζικής εισροής αλλοδαπών, ο αιτών άσυλο δύναται να τεθεί υπό κράτηση για τον λόγο και μόνον ότι διαμένει παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.