Language of document : ECLI:EU:C:2024:290

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Αναγκαιότητα της ζητούμενης ερμηνείας προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση – Ανεξαρτησία των δικαστών – Προϋποθέσεις διορισμού των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων – Δυνατότητα επανεξετάσεως, στο στάδιο της διαδικασίας εκτελέσεως, ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου – Απαράδεκτο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑114/23 [Sapira] (i), C‑115/23 [Jurckow] i, C‑132/23 [Kosieski] i και C‑160/23 [Oczka] i,

με αντικείμενο τέσσερις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία), με αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 2023 (C‑114/23 και C‑115/23), της 6ης Μαρτίου 2023 (C‑132/23) και της 14ης Μαρτίου 2023 (C‑160/23), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2023 (C‑114/23 και C‑115/23), στις 6 Μαρτίου 2023 (C‑132/23) και στις 15 Μαρτίου 2023 (C‑160/23), στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά των

KB (C‑114/23),

RZ (C‑115/23),

AN (C‑132/23),

CG (C‑160/23),

παρισταμένων των:

Prokuratura Rejonowa Warszawa Ochota (C‑114/23 και C‑160/23),

Prokuratura Okręgowa w Warszawie (C‑115/23 και C‑132/23),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Prokuratura Okręgowa w Warszawie, εκπροσωπούμενη από την A. Bortkiewicz,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον P. J. O. Van Nuffel,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του απρόσβλητου των δικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, της αναλογικότητας και της δικονομικής αυτονομίας.

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών εκτέλεσης τεσσάρων δικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου, με τις οποίες επιβλήθηκαν ποινικές κυρώσεις στους KB, RZ, AN και CG.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, του ustawa – Kodeks karny wykonawczy (νόμου περί του κώδικα εκτέλεσης των ποινών), της 6ης Ιουνίου 1997 (Dz. U. 2023, θέση 127, στο εξής: κώδικας εκτέλεσης των ποινών), ορίζει τα εξής:

«1.      Η διαδικασία εκτελέσεως αρχίζει χωρίς καθυστέρηση αφού η απόφαση καταστεί εκτελεστή.

2.      Απόφαση ή διάταξη που έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 420 του ustawa – Kodeks postępowania karnego [(νόμου περί του κώδικα ποινικής δικονομίας), της 6ης Ιουνίου 1997 (Dz. U. 2022, θέση 1375)] περί δημεύσεως ή υλικών αποδεικτικών στοιχείων καθίσταται εκτελεστή αφ’ ης στιγμής αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.»

4        Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κώδικα εκτέλεσης των ποινών:

«Η αρχή εκτέλεσης της απόφασης και κάθε πρόσωπο το οποίο αφορά άμεσα η απόφαση μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο που την εξέδωσε να άρει τυχόν αμφιβολίες σχετικά με την εκτέλεσή της ή να εξετάσει τις αιτιάσεις που αφορούν τον υπολογισμό της ποινής. Κατά της διατάξεως του δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί έφεση.»

5        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ως άνω κώδικα έχει ως εξής:

«Το δικαστήριο διακόπτει τη διαδικασία εκτελέσεως σε περίπτωση παραγραφής της ποινής, θανάτου του καταδικασθέντος ή οποιουδήποτε άλλου λόγου που αποκλείει τη διαδικασία αυτή.»

 Οι διαδικασίες των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

6        Με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2022 του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία), ο KB καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο μηνών με αναστολή και σε χρηματική ποινή για τον λόγο ότι προσέβαλε δημοσίως τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας την 1η και στις 2 Μαρτίου 2022 στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Twitter (υπόθεση C‑114/23).

7        Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2022 του ως άνω δικαστηρίου, ο RZ καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους με αναστολή και σε χρηματική ποινή διότι έπεισε άλλο πρόσωπο να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία του προκαλώντας βλάβη στην περιουσία του εν λόγω προσώπου, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος οικονομικό όφελος (υπόθεση C‑115/23).

8        Με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023 του εν λόγω δικαστηρίου, ο AN καταδικάστηκε σε συνολική στερητική της ελευθερίας ποινή ένδεκα μηνών για την τέλεση δύο αδικημάτων απάτης στον τομέα της πληροφορικής (υπόθεση C‑132/23).

9        Οι τρεις αυτές αποφάσεις εκδόθηκαν από μονομελή δικαστικό σχηματισμό με δικαστές τον LM, στις υποθέσεις C‑114/23 και C‑132/23, και τον OP, στην υπόθεση C‑115/23. Δεν προσβλήθηκαν με ένδικο μέσο και απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου.

10      Ο CG καταδικάστηκε με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2022 του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου Βαρσοβίας, Πολωνία) σε φυλάκιση οκτώ ετών λόγω σωματικής και ψυχικής κακοποίησης βρέφους (υπόθεση C‑160/23). Η απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε από τριμελή δικαστικό σχηματισμό αποφαινόμενο κατ’ έφεση, και συγκεκριμένα από τους JL, KS και MP, έχει επίσης αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

11      Το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, καλείται να αποφανθεί επί της εκτελέσεως των τεσσάρων δικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 10 της παρούσας αποφάσεως.

12      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τόσο οι δικαστές των μονομελών τμημάτων του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας), LM και OP, όσο και οι τρεις δικαστές του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου Βαρσοβίας), JL, KS και MP (στο εξής, από κοινού: οικείοι δικαστές), διορίστηκαν με αποφάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατόπιν προτάσεως του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία), το οποίο είχε συγκροτηθεί σε σώμα βάσει του ustawa o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz niektórych innych ustaw (νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. 2018, θέση 3). Δεν αμφισβητείται δε ότι το όργανο αυτό δεν είναι ανεξάρτητο.

13      Επομένως, δικαστήριο συγκείμενο από δικαστή ο οποίος διορίστηκε κατόπιν προτάσεως του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο είχε συγκροτηθεί βάσει του νόμου που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν έχει νόμιμη σύνθεση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, κατά την έννοια, μεταξύ άλλων, του άρθρου 47 του Χάρτη.

14      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε στην υπόθεση C‑160/23, ότι το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) έχει αναιρέσει πλειστάκις αποφάσεις που εξέδωσε κατ’ έφεση δικαστικός σχηματισμός του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου Βαρσοβίας) στον οποίο μετείχε ο δικαστής JL, μεταξύ άλλων σε υπόθεση η οποία εκδικάστηκε από αυτόν και τους δικαστές KS και MP. Το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) υπογράμμισε τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε ο διορισμός του δικαστή JL, τις σχέσεις του με την πολιτική εξουσία καθώς και τη δράση του ως υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών για τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων. Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν και για τον δικαστή KS. Όσον αφορά τον δικαστή MP, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) έλαβε υπόψη πλημμέλειες όσον αφορά τον διορισμό του καθώς και το γεγονός ότι με την άσκηση των καθηκόντων του εντός του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου υπονόμευσε την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών.

15      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το πολωνικό δίκαιο, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και της νομολογίας του Δικαστηρίου, παρέχει στα δικαστήρια που αποφαίνονται επί της ουσίας ποινικής υποθέσεως τη δυνατότητα να εξετάζουν αν έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη, τόσο κατ’ ένσταση προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο ή τους λοιπούς διαδίκους όσο και αυτεπαγγέλτως. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν προβλήθηκε καμία σχετική ένσταση στο πλαίσιο των τεσσάρων ποινικών διαδικασιών που οδήγησαν στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των διαδικασιών εκτέλεσης των κύριων δικών, και οι οικείοι δικαστές δεν εξέτασαν αν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις αυτές.

16      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, η τήρηση των εν λόγω απαιτήσεων μπορεί να εξακριβωθεί, ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως, σε μεταγενέστερο στάδιο, ιδίως στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας εκτελέσεως. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να υπάρχει αυτή η δυνατότητα.

17      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επομένως, ότι θα πρέπει να αποφανθεί ότι οι δικαστικές αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου που αποτελούν το αντικείμενο των διαδικασιών εκτελέσεως των οποίων έχει επιληφθεί είναι ανυπόστατες λόγω πλημμελειών που αφορούν τις συνθήκες διορισμού των οικείων δικαστών. Θα πρέπει, επομένως, να περατώσει τις εν λόγω διαδικασίες και η ποινική ευθύνη των KB, RZ, AN και CG θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο νέων δικαστικών αποφάσεων.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ], το άρθρο 47 του Χάρτη [...] και οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμένα η αρχή της ασφάλειας δικαίου, του απρόσβλητου των δικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, της αναλογικότητας και της δικονομικής αυτονομίας, την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας εκτελέσεως καταδικαστικής απόφασης η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, αν η προς εκτέλεση απόφαση εκδόθηκε από δικαστήριο το οποίο έχει συσταθεί νομίμως και πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου [...], το δικαστήριο δεν μπορεί να αντλήσει από το γεγονός αυτό όλες τις αναγκαίες συνέπειες όπως, μεταξύ άλλων, να μη λάβει υπόψη την απόφαση που εκδόθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο και να περατώσει τη διαδικασία εκτελέσεως;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, τελεί ο έλεγχος αυτός υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα ζητηθεί από τον καταδικασθέντα ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή υποχρεούται το δικαστήριο, υπό το πρίσμα των προαναφερόμενων αρχών του δικαίου της Ένωσης, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως καταδικαστικής απόφασης η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 Επί της συνεκδικάσεως των υποθέσεων C114/23, C115/23, C132/23 και C160/23

19      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης και της 18ης Απριλίου 2023, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑114/23, C‑115/23, C‑132/23 και C‑160/23 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των αιτημάτων εφαρμογής της ταχείας προδικαστικής διαδικασίας

20      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστούν οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως κατά την ταχεία προδικαστική διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη των αιτημάτων του, υποστήριξε ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο και αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα καθώς και ότι είναι προς το γενικό συμφέρον να αναγνωρίζεται χωρίς καθυστέρηση η ποινική ευθύνη των δραστών αξιόποινων πράξεων.

21      Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.

22      Κατά πάγια νομολογία, η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A. B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές), C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

23      Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 4 και στις 18 Απριλίου 2023, αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή και τη γενική εισαγγελέα, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να γίνουν δεκτά τα αιτήματα που μνημονεύονται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο δεν προέβαλε συγκεκριμένους λόγους σχετικούς με τις περιστάσεις των διαδικασιών εκτέλεσης στο πλαίσιο των κύριων δικών, οι οποίοι θα καθιστούσαν αναγκαία την ταχεία έκδοση αποφάσεως επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Επίσης, το γεγονός ότι οι υποθέσεις των κυρίων δικών εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο δεν δικαιολογούσε, αφ’ εαυτού, την ταχεία εκδίκασή τους (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 26). Τέλος, το απλό συμφέρον των ιδιωτών να προσδιοριστεί το συντομότερο δυνατόν η έκταση των δικαιωμάτων που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης είναι ασφαλώς θεμιτό, πλην όμως δεν μπορεί να τεκμηριώσει την ύπαρξη εξαιρετικής περιστάσεως (απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Phoenix Contact, C‑44/21, EU:C:2022:309, σκέψη 16).

 Επί του αιτήματος παροχής πληροφοριών στην υπόθεση C160/23

24      Κατόπιν αιτήματος παροχής πληροφοριών που απηύθυνε το Δικαστήριο στις 4 Απριλίου 2023 στο αιτούν δικαστήριο, το τελευταίο παρέσχε, μεταξύ άλλων, διευκρινίσεις σχετικά με τον ρόλο του στις διαδικασίες εκτελέσεως. Το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε ότι, όσον αφορά αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου που εκδόθηκαν σε ποινικές υποθέσεις από τους δικαστικούς σχηματισμούς του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας), είναι αρμόδιο να λάβει τα μέτρα που προβλέπει ο κώδικας εκτέλεσης των ποινών. Πρόκειται για μέτρα όπως, πρώτον, η διαταγή περί εκτελέσεως της ποινής, δεύτερον, ο εγκλεισμός του καταδικασθέντος, με τη μεσολάβηση της αστυνομίας, σε σωφρονιστικό κατάστημα προκειμένου να εκτίσει σε αυτό την ποινή που του επιβλήθηκε, τρίτον, η εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως κατά το μέρος που επιβάλλει στον καταδικασθέντα να καταβάλει δικαστικά έξοδα στο Δημόσιο Ταμείο, τέταρτον, η εξέταση, ενδεχομένως, αιτήματος αναστολής της εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής και, πέμπτον, η έκδοση εντάλματος σύλληψης με σκοπό την αναζήτηση του καταδικασθέντος σε περίπτωση διαφυγής του.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

25      Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα ζητήματα που αφορούν την οργάνωση των δικαστηρίων των κρατών μελών εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους και όχι στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

26      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, ναι μεν η οργάνωση της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, πλην όμως τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας, να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπερ μπορεί να ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά εθνικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση των αποφάσεων διορισμού των δικαστών και, ενδεχομένως, κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο ο οποίος ασκείται στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών διορισμού [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27      Επιπλέον, από τη διατύπωση των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων καθίσταται σαφές ότι αυτά αφορούν την ερμηνεία όχι του πολωνικού δικαίου, αλλά των διατάξεων και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης στις οποίες αναφέρονται.

28      Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως.

 Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

29      Η Prokuratura Okręgowa w Warszawie (περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας, Πολωνία) και η Πολωνική Κυβέρνηση αμφισβητούν το παραδεκτό των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.

30      Συγκεκριμένα, η περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι αντικείμενο των διαδικασιών εκτέλεσης στο πλαίσιο των κύριων δικών είναι η εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και όχι η επίλυση διαφοράς προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Το αιτούν δικαστήριο, ως αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστήριο, δεσμεύεται από το περιεχόμενο των εκτελεστών δικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου και δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει το κύρος τους.

31      Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικά. Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει καμία ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστηρίων που εξέδωσαν τις επίμαχες στις κύριες δίκες δικαστικές αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου. Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν αποκλειστικά το γεγονός ότι οι οικείοι δικαστές διορίστηκαν κατόπιν προτάσεως οργάνου του οποίου το ήμισυ των μελών εκλέχθηκε από τη νομοθετική εξουσία. Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένας τέτοιος διορισμός δεν είναι, αυτός καθεαυτόν, ικανός να στοιχειοθετήσει προσβολή του δικαιώματος σε ανεξάρτητο, αμερόληπτο και νομίμως συσταθέν δικαστήριο.

32      Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνιστά έναν μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στον οποίο το μεν παρέχει στα δε τα ερμηνευτικά στοιχεία του ενωσιακού δικαίου που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, καθώς και ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για το αιτούν δικαστήριο «για την έκδοση της δικής του απόφασης» στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι αυτό καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου, οι οποίες δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικα μέσα. Κατά το δικαστήριο αυτό, η σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών που εξέδωσαν τις αποφάσεις αυτές θα μπορούσε να έχει ελεγχθεί στο πλαίσιο της κύριας ποινικής διαδικασίας η οποία, σύμφωνα με τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, είναι διακριτή από τη διαδικασία εκτελέσεως.

36      Αντιθέτως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ο έλεγχος αυτός φαίνεται να αποκλείεται στο στάδιο της εκτελέσεως των εν λόγω αποφάσεων. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημονεύει καμία διάταξη του πολωνικού δικονομικού δικαίου που να του παρέχει την αρμοδιότητα να εξετάσει αν οι αποφάσεις αυτές συνάδουν ιδίως με το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο απαντώντας στο αίτημα παροχής πληροφοριών στο οποίο γίνεται αναφορά στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, οι αρμοδιότητές του περιορίζονται, κατά το στάδιο της εκτελέσεως τέτοιου είδους αποφάσεων, στη λήψη των μέτρων που προβλέπει ο κώδικας εκτέλεσης των ποινών.

37      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, δεν προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει των κανόνων του πολωνικού δικαίου, να εκτιμήσει τη νομιμότητα, υπό το πρίσμα ιδίως του δικαίου της Ένωσης, των δικαστικών σχηματισμών που εξέδωσαν τις καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και αποτελούν το αντικείμενο των διαδικασιών εκτελέσεως των οποίων έχει επιληφθεί.

38      Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις συνδέονται άρρηκτα με ένα στάδιο προγενέστερο των διαδικασιών εκτελέσεως, το οποίο έχει περατωθεί οριστικά και είναι διακριτό από τις εν λόγω διαδικασίες εκτελέσεως. Συνεπώς, δεν εξυπηρετούν ανάγκη σύμφυτη με την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών, αλλά έχουν ως σκοπό να εκμαιεύσουν από το Δικαστήριο μια γενική κρίση η οποία δεν συνδέεται με τις ανάγκες των υποθέσεων αυτών [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

39      Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα αυτά υπερβαίνουν τα όρια της δικαιοδοτικής αποστολής που ανατίθεται στο Δικαστήριο από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

41      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν από το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία), με αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 2023 (C114/23 και C115/23), της 6ης Μαρτίου 2023 (C132/23) και της 14ης Μαρτίου 2023 (C160/23), είναι απαράδεκτες.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.


i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.