Language of document : ECLI:EU:C:2016:725

Υπόθεση C‑631/15

Carlos Álvarez Santirso

κατά

Consejería de Educación, Cultura y Deporte del Principado de Asturias

(αίτηση του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo nº 1 de Oviedo
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Μη πανεπιστημιακή εκπαίδευση – Εθνική νομοθεσία – Καταβολή συμπληρωματικών αποδοχών – Προϋπόθεση – Εξασφάλιση θετικού αποτελέσματος σε διαδικασία αξιολογήσεως – Καθηγητές οι οποίοι υπηρετούν ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι – Αποκλείονται – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

Περίληψη – Διάταξη του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα)
της 21ης Σεπτεμβρίου 2016

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Απάντηση που μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία – Εφαρμογή του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 99)

2.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Πεδίο εφαρμογής – Καθηγητές που υπηρετούν ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι – Εμπίπτουν

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρες 2, σημείο 1, και 3, σημείο 1)

3.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση των διακρίσεων έναντι των εργαζομένων ορισμένου χρόνου – Συνθήκες απασχόλησης – Έννοια – Συμμετοχή στο πρόγραμμα αξιολογήσεως του εκπαιδευτικού έργου και παροχή οικονομικού κινήτρου, σε περίπτωση θετικής αξιολογήσεως – Εμπίπτει

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

4.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση των διακρίσεων έναντι των εργαζομένων ορισμένου χρόνου – Εθνική νομοθεσία που επιφυλάσσει τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αξιολογήσεως του εκπαιδευτικού έργου και την παροχή οικονομικού κινήτρου, σε περίπτωση θετικής αξιολογήσεως, αποκλειστικώς υπέρ των εκπαιδευτικών οι οποίοι, λόγω της ιδιότητάς τους ως μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, τελούν σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, κατ’ αποκλεισμό εκείνων που τελούν σε σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι – Δεν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

1.        Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 25, 26)

2.        Η οδηγία 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, και η συμφωνία-πλαίσιο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας αυτής έχουν εφαρμογή στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν μισθωτές υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους. Οι διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου έχουν κατά συνέπεια εφαρμογή και στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με τη Δημόσια Διοίκηση και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα.

Επομένως, καθηγητής ο οποίος υπηρετεί ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος σε δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα μιας Αυτόνομης Κοινότητας κράτους μέλους υπάγεται στην οδηγία 1999/70 και στη συμφωνία-πλαίσιο.

(βλ. σκέψεις 27-29)

3.        Στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής, το αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στις συνθήκες απασχόλησης κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, είναι το κριτήριο της απασχόλησης, δηλαδή της σχέσεως εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη.

Συναφώς, στις συνθήκες απασχόλησης κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου εμπίπτουν τα επιδόματα τριετίας, τα επιδόματα εξαετίας λόγω συνεχούς επιμορφώσεως, καθώς και οι κανόνες σχετικά με τον χρόνο προϋπηρεσίας που πρέπει να έχει συμπληρωθεί για την κατάταξη σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο ή σχετικά με τον υπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας που απαιτείται για την κατάρτιση ετήσιας εκθέσεως βαθμολογίας.

Επομένως, η συμμετοχή στο πρόγραμμα αξιολογήσεως του εκπαιδευτικού έργου και το οικονομικό κίνητρο που αυτή συνεπάγεται σε περίπτωση θετικής αξιολογήσεως πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως συνθήκες απασχόλησης κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου. Ειδικότερα, αφενός, η προϋπόθεση της πενταετούς προϋπηρεσίας που απαιτείται για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αξιολογήσεως ανταποκρίνεται στο ανωτέρω υπομνησθέν αποφασιστικό κριτήριο. Αφετέρου, μια θετική αξιολόγηση στο πρόγραμμα αξιολογήσεως δεν έχει αντίκτυπο όσον αφορά το σύστημα προαγωγών ή επαγγελματικής εξελίξεως, αλλά έχει ως μόνη συνέπεια την καταβολή συμπληρωματικών αποδοχών. Ένα τμήμα όμως των αποδοχών έχον τη μορφή οικονομικού κινήτρου πρέπει, ως στοιχείο εμπίπτον στις συνθήκες απασχόλησης, να καταβάλλεται στην ίδια έκταση στον εργαζόμενο ορισμένου χρόνου όπως και στον εργαζόμενο αορίστου χρόνου. Ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου η οποία θα εξαιρούσε από τον ορισμό της έννοιας των συνθηκών απασχόλησης το δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα αξιολογήσεως και το οικονομικό κίνητρο που αυτή συνεπάγεται, σε περίπτωση θετικής αξιολογήσεως, θα κατέληγε στο να μειώσει, παρά τον επιδιωκόμενο με τη διάταξη αυτή σκοπό, το πεδίο εφαρμογής της προστασίας κατά των διακρίσεων η οποία παρέχεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου.

(βλ. σκέψεις 34-39)

4.        Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η συμμετοχή στο πρόγραμμα αξιολογήσεως του εκπαιδευτικού έργου και το οικονομικό κίνητρο που αυτή συνεπάγεται, σε περίπτωση θετικής αξιολογήσεως, επιφυλάσσονται, χωρίς οποιαδήποτε δικαιολόγηση βάσει αντικειμενικών λόγων, αποκλειστικώς υπέρ των εκπαιδευτικών οι οποίοι, λόγω της ιδιότητάς τους των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, τελούν σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, κατ’ αποκλεισμό εκείνων που τελούν σε σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι.

Συναφώς, κατά την έννοια των αντικειμενικών λόγων, η διαπιστούμενη άνιση μεταχείριση πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχόλησης στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία ενδέχεται να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκπλήρωση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους.

Δεδομένου του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς την οργάνωση της εσωτερικής τους Δημόσιας Διοίκησης, μπορούν καταρχήν, χωρίς να προσκρούουν στην οδηγία 1999/70 και στη συμφωνία-πλαίσιο, να προβλέπουν συγκεκριμένο χρόνο προϋπηρεσίας ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε ορισμένες θέσεις, να παρέχουν τη δυνατότητα ενδοϋπηρεσιακής μετατάξεως σε ανώτερη κατηγορία αποκλειστικώς στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους και να απαιτούν από τους εν λόγω δημοσίους υπαλλήλους να πιστοποιούν επαγγελματική πείρα αντιστοιχούσα στον αμέσως κατώτερο βαθμό από εκείνον για τον οποίο διοργανώνεται η διαδικασία επιλογής. Πάντως, παρά την ύπαρξη του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως, η εφαρμογή των καθοριζόμενων από τα κράτη μέλη κριτηρίων πρέπει να γίνεται με διαφάνεια και να μπορεί να ελεγχθεί έτσι ώστε να αποτρέπεται ο καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποκλεισμός των εργαζομένων ορισμένου χρόνου λόγω και μόνον της διάρκειας των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας βάσει των οποίων αποδεικνύεται ο χρόνος προϋπηρεσίας τους και η επαγγελματική τους πείρα.

Στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση είναι απόρροια της ανάγκης να ληφθούν υπόψη αντικειμενικές απαιτήσεις της θέσεως στην κάλυψη της οποίας σκοπεί η ως άνω διαδικασία, οι οποίες είναι άσχετες προς το γεγονός ότι η σχέση εργασίας μεταξύ του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου και του εργοδότη του είναι ορισμένου χρόνου, η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημεία 1 και/ή 4, της συμφωνίας-πλαισίου. Αντιθέτως, μια γενική και αφηρημένη προϋπόθεση κατά την οποία η πενταετής προϋπηρεσία δεν μπορεί να συμπληρωθεί παρά μόνο με την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, ούτε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των καθηκόντων των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ούτε τα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών, δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της σχετικής με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου νομολογίας. Κατά μείζονα λόγο τούτο ισχύει οσάκις η εθνική νομοθεσία επιφυλάσσει τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αξιολογήσεως του εκπαιδευτικού έργου, καθώς και το ωφέλημα των συμπληρωματικών αποδοχών σε περίπτωση θετικής αξιολογήσεως, αποκλειστικώς υπέρ των καθηγητών που υπηρετούν ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι έχοντας συμπληρώσει πενταετή προϋπηρεσία, τη στιγμή που καθηγητές υπηρετούντες ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι πληρούν ακριβώς τα ίδια κριτήρια συμμετοχής, αλλά αποκλείονται από τα ωφελήματα αυτά.

(βλ. σκέψεις 51, 53-56, 58, 60 και διατακτ.)