Language of document : ECLI:EU:T:2018:696

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας – Τροποποίηση του πρόσθετου κωδικού ΤARIC για μια εταιρία – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Πράξη που αφορά άμεσα τον ενδιαφερόμενο – Πράξη που αφορά ατομικά τον ενδιαφερόμενο – Παραδεκτό – Αποτελέσματα δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως πράξεως – Κανόνας της ομοιότητας των τύπων»

Στην υπόθεση T-364/16,

ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., με έδρα την Ostrava-Kunčice (Τσεχική Δημοκρατία), και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα (1), εκπροσωπούμενες από τους G. Berrisch, δικηγόρο, και B. Byrne, solicitor,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την A. Demeneix και τον J.‑F. Brakeland,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 3ης Ιουνίου 2016, περί διαγραφής της Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd από τον κατάλογο των εταιριών που υπάγονται στον πρόσθετο κωδικό TARIC A 950 και εγγραφής της στον πρόσθετο κωδικό TARIC C 129, για το σύνολο των κωδικών της Συνδυασμένης Ονοματολογίας τους οποίους αναφέρει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2272 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2015, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 322, σ. 21),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, E. Bieliūnas και A. Μαρκουλλή (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιανουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 9 Ιουλίου 2008, κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε η επιτροπή προστασίας του κλάδου παραγωγής χαλύβδινων σωλήνων χωρίς συγκόλληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2008, C 174, σ. 7).

2        Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 926/2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 262, σ. 19).

3        Στις 30 Δεκεμβρίου 2009, η Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd, με έδρα το Huang Shi (Κίνα) (στο εξής: Hubei), άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 926/2009, καθόσον την αφορούσε. Η Επιτροπή και η ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., καθώς και δεκατρείς άλλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που παράγουν σωλήνες χωρίς συγκόλληση (στο εξής: ArcelorMittal κ.λπ.), παρενέβησαν υπέρ του Συμβουλίου.

4        Με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό 926/2009, καθόσον αυτός επέβαλλε δασμούς αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές των προϊόντων της Hubei και αφορούσε την είσπραξη των προσωρινών δασμών που είχαν επιβληθεί στις εξαγωγές αυτές.

5        Στις 14 και στις 15 Απριλίου 2014, οι ArcelorMittal κ.λπ. και το Συμβούλιο άσκησαν, αντιστοίχως, αιτήσεις αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T‑528/09, EU:T:2014:35).

6        Στις 7 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2272, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 322, σ. 21).

7        Με απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν οι ArcelorMittal κ.λπ. και το Συμβούλιο.

8        Στις 7 Ιουνίου 2016, οι προσφεύγουσες, ήτοι η ArcelorMittal Tubular Products Ostrava και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα, ήτοι δώδεκα άλλες επιχειρήσεις διάδικοι στις υποθέσεις T-528/09, C-186/14 P και C-193/14 P, πληροφορήθηκαν ότι η Επιτροπή αποφάσισε να διαγράψει τη Hubei από τον κατάλογο των εταιριών που υπάγονταν στον πρόσθετο κωδικό Α 950 του ενοποιημένου δασμολογίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (TARIC) και να εγγράψει την εταιρία αυτή στον πρόσθετο κωδικό TARIC C 129 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από τη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Φορολογία και Τελωνειακή Ένωση» της Επιτροπής. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε με τα υπομνήματά της ότι το TARIC είχε τροποποιηθεί, στις 3 Ιουνίου 2016, από τη ΓΔ «Φορολογία και Τελωνειακή Ένωση» με τη δημιουργία του ως άνω πρόσθετου κωδικού.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιουλίου 2016, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

10      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν αυθημερόν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να εκδικασθεί η υπό κρίση προσφυγή με την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Στις 26 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος αυτού. Με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2016, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) απέρριψε το αίτημα εκδικάσεως της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία.

11      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

12      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις εμπροθέσμως.

13      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Ιανουαρίου 2018.

14      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

16      Η προσφυγή στηρίζεται σε έναν μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και από παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 και του παραρτήματός του.

17      Χωρίς να προβάλει ρητώς, με χωριστό δικόγραφο, ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

 Επί του παραδεκτού

18      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη πράξεως δεκτικής προσφυγής. Υπενθυμίζοντας ότι η ακύρωση πράξεως της Ένωσης λειτουργεί ex tunc και ότι οι επιπτώσεις της είναι άμεσες και ανεπιφύλακτες, η μη επιβολή δασμών στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος της Hubei είναι συνέπεια των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το νομικό έρεισμα για την επιβολή δασμών στα προϊόντα της Hubei δεν «αναβίωσε» με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272. Ο κανονισμός αυτός, στο πλαίσιο του οποίου επανεξετάστηκαν τα ισχύοντα μέτρα, δεν θέσπισε νέα μέτρα, αλλά διατήρησε τα υφιστάμενα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι οι προϋποθέσεις για την επιβολή νέων μέτρων ή για τη διατήρηση των υφιστάμενων μέτρων είναι διαφορετικές. Δεδομένου ότι, κατόπιν των αποφάσεων της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T‑528/09, EU:T:2014:35), τα μέτρα αντιντάμπινγκ σε βάρος των προϊόντων της Hubei ακυρώθηκαν αναδρομικώς, τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούσαν να διατηρηθούν σε ισχύ. Εν πάση περιπτώσει, η προσθήκη ενός ειδικού κωδικού TARIC δεν συνιστά πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα. Ο TARIC έχει ενημερωτική φύση και αποτελεί απλώς απόρροια πράξεων που παράγουν έννομα αποτελέσματα. Οι εθνικές τελωνειακές αρχές είχαν εκ του νόμου τη δυνατότητα να παύσουν να εισπράττουν δασμούς αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών των προϊόντων της Hubei, τούτο δε ανεξάρτητα από τη δημιουργία κωδικού TARIC που ενημερώνει το ευρύ κοινό.

19      Δεύτερον, και επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Δεν τις αφορούν ατομικώς οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων TARIC. Δεν είναι ούτε άμεσα ενδιαφερόμενες, καθόσον, αν οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων TARIC συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα, αφορούν αυστηρώς τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών. Οι τυχόν οικονομικές επιπτώσεις της καταργήσεως των μέτρων όσον αφορά τη Hubei δεν αρκούν για να αποδειχθεί η ύπαρξη νομικής μεταβολής όσον αφορά τις προσφεύγουσες.

20      Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σκοπός της προσφυγής μπορεί στην πραγματικότητα να είναι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία των αποτελεσμάτων της ακυρωτικής του αποφάσεως επί του κύρους του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272. Το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο.

21      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

 Επί της υπάρξεως πράξεως δυναμένης να προσβληθεί

22      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων. Εξάλλου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως πράξη που δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα και δεν σκοπεί να παραγάγει τέτοιου είδους αποτελέσματα. Για να κριθεί αν μια προσβαλλόμενη πράξη παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-76/01 Ρ, EU:C:2003:511, σκέψεις 54 και 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί την πράξη με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να διαγράψει τη Hubei από τον κατάλογο των εταιριών που υπάγονται στον πρόσθετο κωδικό TARIC Α 950 και να την εγγράψει στον πρόσθετο κωδικό TARIC C 129, ο οποίος δεν προβλέπει την είσπραξη οποιουδήποτε δασμού αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε με τα δικόγραφά της ότι ο πρόσθετος αυτός κωδικός «ενημέρωνε τις τελωνειακές αρχές ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν έπρεπε να υπολογιστούν κατά τον εκτελωνισμό».

24      Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή καταρτίζει, ενημερώνει, διαχειρίζεται και δημοσιεύει το TARIC σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2658/87, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το TARIC για την «εφαρμογή» των μέτρων της Ένωσης σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της Ένωσης. Δυνάμει της παραγράφου 2 της ίδιας διατάξεως, οι κωδικοί TARIC και οι πρόσθετοι κωδικοί «εφαρμόζονται» σε «κάθε εισαγωγή». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 2658/87, οι συμπληρωματικές υποδιαιρέσεις TARIC, καλούμενες «διακρίσεις TARIC», είναι «αναγκαίες» για την εφαρμογή των ειδικών μέτρων της Ένωσης που απαριθμούνται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους δασμούς αντιντάμπινγκ. Τέλος, η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2658/87 υπενθυμίζει ότι τα δασμολογικά μέτρα που περιέχονται στο TARIC αποτελούν μέρος του κοινού δασμολογίου.

25      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζουν τα μέτρα που περιλαμβάνονται στους κωδικούς και στους πρόσθετους κωδικούς TARIC, με σκοπό την ενιαία εφαρμογή του κοινού δασμολογίου. Σημειωτέον επίσης ότι η Επιτροπή δεν έχει μόνον αρμοδιότητα για την κατάρτιση, την ενημέρωση, τη διαχείριση και τη δημοσίευση του TARIC, αλλά και για την έγκριση, την τροποποίηση ή την κατάργηση των μέτρων αντιντάμπινγκ.

26      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δημιούργησε έναν πρόσθετο κωδικό TARIC C 129 που δεν υπήρχε προηγουμένως. Η δημιουργία του εν λόγω κωδικού είχε ως αποτέλεσμα ότι αντικατέστησε, για τα προϊόντα της Hubei, τον κωδικό TARIC που εφαρμοζόταν για την είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ, ήτοι τον πρόσθετο κωδικό TARIC Α 950. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το απόσπασμα του TARIC που προσκομίσθηκε ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, ο πρόσθετος κωδικός TARIC C 129 δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272, ο οποίος αναφέρεται στο παράρτημα αυτό ρητώς.

27      Τρίτον, με τη δημιουργία του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129 δόθηκε, τουλάχιστον, η δυνατότητα ενημερώσεως των εθνικών τελωνειακών αρχών ότι στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος της Hubei δεν έπρεπε να επιβληθούν δασμοί αντιντάμπινγκ, παρά την ύπαρξη του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 που προέβλεπε επιβολή των δασμών αυτών. Η δημιουργία του εν λόγω πρόσθετου κωδικού TARIC, συνεπώς, διασφάλισε, με ομοιόμορφο τρόπο, τη μη είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ όσον αφορά τα προϊόντα της Hubei στο σύνολο του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης.

28      Εξάλλου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, με τις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι εισπράχθηκαν δασμοί αντιντάμπινγκ μεταξύ της 7ης Απριλίου 2016, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της δημιουργίας του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129 και ότι οι εθνικές τελωνειακές αρχές δεν είχαν πλέον εισπράξει τέτοιους δασμούς μετά τη δημιουργία του εν λόγω κωδικού. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι ο πρόσθετος κωδικός TARIC C 129 δημιουργήθηκε για τη στήριξη του αυτοματοποιημένου εκτελωνισμού των προϊόντων της Hubei. Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε, κατ’ ουσίαν, ότι η εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ για τα προϊόντα της Hubei, κατόπιν των αποφάσεων της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35), ήταν εσφαλμένη. Επομένως, η δημιουργία του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129 είχε, τουλάχιστον, ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την κατάσταση αυτή και η πρόθεση της Επιτροπής ήταν να μη συνεχιστεί η είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ για τα προϊόντα της Hubei από τις εθνικές τελωνειακές αρχές.

29      Τέταρτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C‑193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T‑528/09, EU:T:2014:35), δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272, καθ’ ο μέρος αφορά τη Hubei, και ότι η δημιουργία του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129 αφορά ειδικώς τη μη εφαρμογή των προβλεπομένων με τον εν λόγω κανονισμό δασμών αντιντάμπινγκ όσον αφορά τη Hubei. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι υπέρ των πράξεων των θεσμικών οργάνων υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας και οι πράξεις αυτές παράγουν, συνεπώς, έννομα αποτελέσματα ενόσω δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., C‑137/92 P, EU:C:1994:247, σκέψη 48, της 8ης Ιουλίου 1999, Chemie Linz κατά Επιτροπής, C-245/92 P, EU:C:1999:363, σκέψη 93, και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 184).

30      Επομένως, η δημιουργία του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129 στηρίζεται σε νομική ερμηνεία, εκ μέρους της Επιτροπής, της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ της ακυρώσεως του κανονισμού 926/2009, καθόσον αφορά τη Hubei, και της εφαρμογής του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 στις εισαγωγές προϊόντων που κατασκευάζει η εταιρία αυτή. Εξάλλου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι, εν προκειμένω, επρόκειτο για την εκ μέρους της ερμηνεία σχετικά με «το ζήτημα αν, για τον διάδικο που άσκησε επιτυχώς προσφυγή ακυρώσεως κατά των δασμών αντιντάμπινγκ, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ακύρωση των δασμών αυτών εκτείνεται στο ληφθέν μέτρο που αφορά απλώς τη διατήρηση των δασμών αυτών».

31      Μια τέτοια νομική ερμηνεία όμως δεν εμπίπτει στην αυτόματη εφαρμογή, από τις εθνικές τελωνειακές αρχές, των αποφάσεων της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C‑186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T‑528/09, EU:T:2014:35). Η παρούσα κατάσταση διακρίνεται επομένως από τις περιπτώσεις στις οποίες οι εθνικές τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να συναγάγουν τις έννομες συνέπειες που έχει στην έννομη τάξη τους η ακύρωση ή η διαπίστωση του ανίσχυρου κανονισμού με τον οποίο επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ, επιστρέφοντας, ενδεχομένως, τους εν λόγω δασμούς (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Wortmann, C-365/15, EU:C:2017:19, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, προς τα οποία συμμορφώθηκαν οι εθνικές τελωνειακές αρχές μετά τη δημιουργία του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129, με σκοπό να μην εισπράττουν οι εν λόγω αρχές πλέον δασμούς αντιντάμπινγκ από τα προϊόντα της Hubei, όπως καθορίζονταν με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, καίτοι ο κανονισμός αυτός δεν ακυρώθηκε, ούτε κρίθηκε ανίσχυρος από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Σημειωτέον επίσης ότι τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να θεωρηθούν οριστικά, όπως εξάλλου υποστηρίζει η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της σχετικά με την απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C‑186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), δημοσιευθείσα στις 9 Σεπτεμβρίου 2016 (ΕΕ 2016, C 331, σ. 4). Στην ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι «δασμοί αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν έως τώρα [για τα προϊόντα της Hubei] θα πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία». Εξάλλου, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει εκ νέου την έρευνα και η νέα έρευνα να περιοριστεί στην κατάργηση των δασμών αντιντάμπινγκ που έχουν εφαρμογή στους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς τους οποίους αφορά ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 «πέραν της Hubei».

33      Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως εκτελεστικό μέτρο των αποφάσεων της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C‑193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35), κατά την έννοια του άρθρου 266 ΣΛΕΕ. Συναφώς, μολονότι η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως, υποστήριξε ότι δεν έπρεπε να στηριχθεί στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ για να εκδώσει δεσμευτική νομική πράξη, ανέφερε επίσης, στην απάντησή της επί της αιτήσεως εκδικάσεως της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία ότι, «σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ», υποχρεούνταν να λάβει τα μέτρα που απαιτούνταν για την εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων και ότι η δημιουργία του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129 ήταν «πλήρως σύμφωνη με τη διάταξη αυτή». Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ συνεπάγεται υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να επανορθώσουν τη διαπιστωθείσα παρανομία, τηρώντας το διατακτικό και το σκεπτικό της ακυρωτικής αποφάσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, C-458/98 P, EU:C:2000:531, σκέψεις 80 και 81, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C-284/14, EU:C:2016:57, σκέψεις 48 και 49). Ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως από τα θεσμικά όργανα της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, μέσω του ενδίκου βοηθήματος που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ [διάταξη της 28ης Μαρτίου 2006, Mediocurso κατά Επιτροπής, T-451/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:95, σκέψη 23· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T-28/03, EU:T:2005:139, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

34      Τέλος, τα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία αφορούν τη μη είσπραξη, πλέον, των δασμών αντιντάμπινγκ για τα προϊόντα της Hubei οι οποίοι είχαν καθοριστεί με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, μπορούν να θίξουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων τις οποίες αφορούσε αρχικώς η έρευνα αντιντάμπινγκ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-76/01 P, EU:C:2003:511, σκέψεις 66 και 67).

35      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών

36      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

37      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς αν η απόφαση αυτή τις αφορά άμεσα και ατομικά.

–       Επί του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες

38      Υπενθυμίζεται ότι η προϋπόθεση ότι η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οποία θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να ικανοποιούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το αμφισβητούμενο μέτρο, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την ενωσιακή ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (βλ. διάταξη της 10ης Μαρτίου 2016, SolarWorld κατά Επιτροπής, C‑142/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:163, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η οποία αφορά τα άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως ενός ιδιώτη, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως συνέπεια να μην εισπράττονται πλέον οι δασμοί αντιντάμπινγκ που προβλέπονται από τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, μνεία του οποίου γίνεται στο TARIC, για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος της Hubei και, συνεπώς, επί των εισαγωγών που θα βρίσκονται σε ανταγωνισμό με προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης από τις προσφεύγουσες.

40      Βεβαίως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, έχει κριθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι αυτή τον αφορά άμεσα και ότι μόνον η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων θα μπορούσε να παρέχει στον διοικούμενο, ο οποίος υποστηρίζει ότι η πράξη επηρεάζει τη θέση του στην αγορά, τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Etimine και Etiproducts κατά ECHA, T-343/10, EU:T:2011:509, σκέψη 41).

41      Ωστόσο, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζει τις προσφεύγουσες όχι μόνον όσον αφορά την οικονομική τους κατάσταση, ιδίως καθόσον τα προϊόντα της Hubei αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες και τα οποία δεν αμφισβήτησε η Επιτροπή, ένα σημαντικό μέρος των κινεζικών εισαγωγών στην Ένωση, αλλά και όσον αφορά τη νομική τους θέση στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία οδήγησε στη λήψη των μέτρων αντιντάμπινγκ για το υπό εξέταση προϊόν.

42      Ειδικότερα, τονίζεται ότι η καταγγελία που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 926/2009 και η αίτηση επανεξετάσεως που οδήγησε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 υποβλήθηκαν από την επιτροπή προστασίας του κλάδου παραγωγής χαλύβδινων σωλήνων χωρίς συγκόλληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξ ονόματος παραγωγών στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες. Οι δύο αυτές διαδικασίες, οι οποίες κινήθηκαν βάσει των αιτιάσεων των προσφευγουσών, οδήγησαν στην επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, μεταξύ άλλων, επί των προϊόντων της Hubei.

43      Ως εκ τούτου, προβλέποντας ότι οι κατά τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272 δασμοί αντιντάμπινγκ δεν πρέπει πλέον να εισπράττονται για τα προϊόντα της Hubei, ενώ η αίτηση επανεξετάσεως που υποβλήθηκε επ’ ονόματι των προσφευγουσών αποσκοπούσε, αντιθέτως, στην επιβολή των δασμών αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψεις 13 έως 16· βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 30).

44      Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού, η οποία αφορά την εξουσία εκτιμήσεως των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζουν τα μέτρα που περιλαμβάνονται στους κωδικούς και στους πρόσθετους κωδικούς TARIC, με σκοπό την ενιαία εφαρμογή του κοινού δασμολογίου. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε, εξάλλου, με τα δικόγραφά της, ότι οι εθνικές τελωνειακές αρχές δεν είχαν πλέον εισπράξει δασμούς αντιντάμπινγκ επί των προϊόντων της Hubei μετά τη δημιουργία του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι οι εθνικές τελωνειακές αρχές δεν είχαν εν προκειμένω εξουσία εκτιμήσεως.

45      Εντεύθεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

–       Επί του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες

46      Κατά τη νομολογία, πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση αυτή τα αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρά μόνον εάν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της ως άνω αποφάσεως (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 939, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Unitec Bio κατά Συμβουλίου, T-111/14, EU:T:2016:505, σκέψη 29).

47      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μια προσφυγή ασκείται από πλείονες προσφεύγοντες, είναι παραδεκτή εάν ένας από αυτούς νομιμοποιείται ενεργητικώς. Σε μια τέτοια περίπτωση, παρέλκει να εξεταστεί η ενεργητική νομιμοποίηση των λοιπών προσφευγόντων (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Comunidad Autónoma del País Vasco και Itelazpi κατά Επιτροπής, T-462/13, EU:T:2015:902 σκέψη 34· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-313/90, EU:C:1993:111, σκέψεις 30 και 31).

48      Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι, εκτός από την αίτηση επανεξετάσεως που υποβλήθηκε εξ ονόματος των προσφευγουσών, η οποία στηρίχθηκε στις αιτιάσεις τους, οι προσφεύγουσες περιλαμβάνονται μεταξύ των έξι παραγωγών της Ένωσης στους οποίους διενεργήθηκαν δειγματοληψίες και επιτόπιες επαληθεύσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (αιτιολογική σκέψη 21 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272). Οι εν λόγω περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί, οι οποίοι μνημονεύονται ονομαστικώς στον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, αντιπροσωπεύουν περίπου το 55 % των συνολικών πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Ένωση (αιτιολογική σκέψη 12 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272). Απάντησαν όλοι στα ερωτηματολόγια που τους απηύθυνε η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 20 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272). Από τα ούτως συλλεγέντα από την Επιτροπή στοιχεία προέκυψε ότι ήταν πιθανή η επανάληψη της απειλής ζημίας (αιτιολογική σκέψη 111 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272). Παρόμοιες σκέψεις μπορούν να διατυπωθούν όσον αφορά την αρχική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 926/2009.

49      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, κατά τις εκτιμήσεις των προσφευγουσών στο πλαίσιο της αιτήσεώς τους για εκδίκαση της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία, τις οποίες δεν αμφισβήτησε η Επιτροπή, οι εξαγωγές της Hubei αντιπροσώπευαν, το 2015, περίπου το ένα τρίτο των συνολικών κινεζικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση και η πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής της Hubei αντιπροσώπευε 20 έως 50 % της συνολικής καταναλώσεως του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα της θέσεως των προσφευγουσών στην αγορά της Ένωσης, η οποία αντιπροσώπευε, τουλάχιστον όσον αφορά τους έξι παραγωγούς της Ένωσης στους οποίους διενεργήθηκαν δειγματοληψίες στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως, το 55 % των συνολικών πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Ένωση.

50      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να μην εισπράττονται πλέον οι δασμοί αντιντάμπινγκ που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 για τα προϊόντα της Hubei, θίγει ατομικώς, τουλάχιστον, τους έξι παραγωγούς της Ένωσης, επίσης προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση, στους οποίους διενεργήθηκαν δειγματοληψίες και επιτόπιες επαληθεύσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως, η οποία κινήθηκε εξ ονόματός τους και λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων που αυτοί προέβαλαν και οδήγησαν στη συνεκτίμηση της ιδιαίτερης καταστάσεώς τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψεις 13 έως 16).

51      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες ήσαν παρεμβαίνουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και διάδικοι κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C‑186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35). Καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι αποτελεί εκτελεστικό μέτρο των εν λόγω αποφάσεων (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), το γεγονός αυτό μπορεί επίσης να εξατομικεύει τις προσφεύγουσες.

52      Επομένως, οι προσφεύγουσες θίγονται ατομικά από την προσβαλλόμενη απόφαση και, συνεπώς, έχουν ενεργητική νομιμοποίηση, χωρίς να χρειάζεται να εξακριβωθεί αν η εν λόγω απόφαση αποτελεί κανονιστική πράξη η οποία δεν περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα έναντι αυτών.

53      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

54      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, με τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομικής βάσεως και αντιβαίνει προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 καθώς και το παράρτημά του, καθόσον η Επιτροπή επεξέτεινε εσφαλμένως το περιεχόμενο των αποφάσεων της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35). Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 9 Δεκεμβρίου 2015, αντικατέστησε τον κανονισμό 926/2009. Αποτελεί τη νομική βάση για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Κίνας. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν εξάλλου ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272, καθώς και το παράρτημα του κανονισμού αυτού, όριζαν ότι η Hubei έπρεπε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των επιχειρήσεων που υπάγονται στον κωδικό TARIC Α 950. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διέγραψε τη Hubei από τον κατάλογο αυτόν. Η Επιτροπή μπορούσε όμως να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον αν οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις είχαν ακυρώσει και τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, καθόσον αφορά τη Hubei. Εντούτοις, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Τα διατακτικά των εν λόγω αποφάσεων αφορούν αποκλειστικά τον κανονισμό 926/2009. Η επέκταση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων αυτών πέραν της ακυρώσεως του κανονισμού 926/2009 προσκρούει στη νομολογία. Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe (C-239/99, EU:C:2001:101). Εξ αυτής συνάγουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στις αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35), καθόσον αυτές δεν ακύρωσαν τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομικής βάσεως. Είναι επίσης αντίθετη προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272, καθώς και προς το παράρτημά του.

55      Επιπλέον, ακόμη και αν η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35), περιελάμβανε την υποχρέωση να καταργήσει τους δασμούς όσον αφορά τη Hubei τους οποίους επιβάλλει ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 –γεγονός το οποίο δεν υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες–, η Επιτροπή έπρεπε να εκδώσει κανονισμό για την τροποποίηση ή την κατάργηση του εν λόγω κανονισμού. Τούτο προκύπτει από νομική αρχή κατά την οποία μια πράξη μπορεί να ανακληθεί μόνο με πράξη της ίδιας φύσεως. Επομένως, αν η Επιτροπή είχε αποφασίσει να καταργήσει τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, θα έπρεπε να σεβαστεί τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, να διαβουλευθεί με τα κράτη μέλη και να αιτιολογήσει λεπτομερέστερα τη συλλογιστική της. Εξάλλου, η απόφαση αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Σώματος των Επιτρόπων και όχι της ΓΔ «Φορολογία και Τελωνειακή Ένωση» της Επιτροπής.

56      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι το επιχείρημα της Επιτροπής, το οποίο προβλήθηκε με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι αντικατέστησε το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272, είναι αβάσιμο. Μόνον η έκδοση κανονισμού για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 θα καθιστούσε δυνατή την αντικατάσταση της διατάξεως αυτής. Εν πάση περιπτώσει, αν η Επιτροπή μπορούσε να τροποποιήσει τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272 μέσω αλλαγής του TARIC, η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν παράνομη λόγω προσβολής, μεταξύ άλλων, των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών και παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο κανονισμός 2658/87 δεν παρέχει την αναγκαία νομική βάση για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οποία προσκρούει στην ισχύουσα ρύθμιση αντιντάμπινγκ, ήτοι σε ρύθμιση που δεν έχει λήξει, δεν έχει ακυρωθεί από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ή δεν έχει καταργηθεί.

57      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε αναδρομικώς τους δασμούς αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος της Hubei, οι οποίοι επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 926/2009, η ακύρωση εκτείνεται κατ’ ανάγκη στους δασμούς που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272. Αν δασμός αντιντάμπινγκ θεωρηθεί ως ουδέποτε υπάρξας, δεν μπορεί να διατηρηθεί με κανονισμό που επανεξετάζει μέτρα των οποίων λήγει η ισχύς. Ο δημιουργηθείς νέος κωδικός TARIC ενημερώνει επί του σημείου αυτού τις τελωνειακές αρχές και τους οικονομικούς φορείς. Η παρατεθείσα από τις προσφεύγουσες νομολογία δεν είναι λυσιτελής, διότι αφορά διαφορετική νομική κατάσταση.

58      Η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 προσκρούει στη συλλογιστική του δικογράφου της προσφυγής ότι η Επιτροπή παρανόμως απήλλαξε τις εισαγωγές των προϊόντων της Hubei από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272. Πράγματι, μια τέτοια απαλλαγή σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 έχει αντικατασταθεί με διάταξη άλλης πράξεως. Δεν μπορεί να υπάρχει αντίφαση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων. Μπορεί να υπάρξει μόνον παράβαση ενός υπέρτερου κανόνα, πλην όμως οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν μια τέτοια κατάσταση.

59      Όσον αφορά την υποχρέωση να στηριχθεί σε κάποια νομική βάση, η Επιτροπή τονίζει ότι, δυνάμει του κανονισμού 2658/87, έχει την υποχρέωση καταρτίσεως, διαχειρίσεως, ενημερώσεως και δημοσιεύσεως της βάσεως δεδομένων TARIC. Επομένως, ο κανονισμός 2658/87 συνιστά τη νομική βάση για τη δημοσίευση του επίδικου στην παρούσα υπόθεση κωδικού TARIC. Η Επιτροπή δεν έπρεπε να στηριχθεί στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ για να θεσπίσει δεσμευτική νομική πράξη, δεδομένου ότι όλα τα έννομα αποτελέσματα για τις εισαγωγές των προϊόντων της Hubei απορρέουν από την απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35). Η επανεξέταση ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν θα μπορούσε να διατηρήσει, και ακόμη λιγότερο να «αναβιώσει», δασμούς αντιντάμπινγκ οι οποίοι θεωρούνται ως ουδέποτε υπάρξαντες.

60      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης εξαφάνισαν από την έννομη τάξη τους δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος της Hubei. Επομένως, είναι αβάσιμο το επιχείρημα ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 μπορεί να αντικατασταθεί μόνο με την έκδοση άλλου κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν καμία παραβίαση του κανονισμού (ΕΕ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21)]. Όσον αφορά την παράβαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, οι υποχρεώσεις αυτές δεν αποδεικνύουν ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

61      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η ακυρωτική δικαστική απόφαση έχει κατ’ ανάγκη αναδρομικό αποτέλεσμα, η δε διαπίστωση της παρανομίας ανατρέχει στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της ακυρωθείσας πράξεως (απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψη 30· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και Ministre de la Culture et de la Communication, C‑199/06, EU:C:2008:79, σκέψη 61). Εν προκειμένω, ακυρώθηκε ο κανονισμός 926/2009, καθόσον αφορά τη Hubei, με αποτέλεσμα ex tunc, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι ο κανονισμός αυτός θεωρείται ότι ουδέποτε παρήγαγε αποτελέσματα ως προς την εν λόγω εταιρία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Conseil κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 48).

62      Δεύτερον, ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 (νυν άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1036). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη μετά την επιβολή του ή πέντε έτη μετά την ημερομηνία ολοκληρώσεως της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξετάσεως η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ όσο και τη ζημία, «εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί είτε να διατηρήσει είτε να αφήσει να λήξουν τα ισχύοντα μέτρα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 8ης Μαΐου 2012, Dow Chemical κατά Συμβουλίου, T‑158/10, EU:T:2012:218, σκέψη 43). Επομένως, αντικείμενο της διατάξεως αυτής δεν είναι η επιβολή, για πρώτη φορά, μέτρων αντιντάμπινγκ, αλλά η διατήρηση, ενδεχομένως, μέτρων αντιντάμπινγκ τα οποία ισχύουν και πρόκειται να λήξουν υπό κανονικές συνθήκες (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Hoesch Metals and Alloys, C-373/08, EU:C:2010:68, σκέψεις 65 έως 67, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑45/06, EU:T:2008:398, σκέψη 94). Αναφέρεται έτσι στην αιτιολογική σκέψη 122 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 ότι «πρέπει να διατηρηθούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ που έχουν εφαρμογή στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση καταγωγής [Κίνας], που έχει θεσπίσει ο κανονισμός […] 926/2009».

63      Τρίτον, μολονότι είναι βεβαίως γεγονός ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 απλώς διατηρεί τα μέτρα που επιβλήθηκαν αρχικώς με τον κανονισμό 926/2009, ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 είναι αυτός ο οποίος αποτελεί τη νομική βάση για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ και, ειδικότερα, το διατακτικό και το παράρτημα του εν λόγω κανονισμού, όπου προβλέπεται ότι επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ, μεταξύ άλλων, επί των εισαγωγών των προϊόντων της Hubei. Τα αποσπάσματα του TARIC που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής αναφέρουν ρητώς τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272 ως βάση για την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ στο υπό εξέταση προϊόν. Το ίδιο ισχύει και για την ανακοίνωση σχετικά με την απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), δημοσιευθείσα από την Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου 2016 (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω).

64      Καθόσον ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 δεν ακυρώθηκε από τις αποφάσεις 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35), απολαύει, κατ’ αρχήν, του τεκμηρίου νομιμότητας (βλ. παρατιθέμενη στη σκέψη 29 ανωτέρω νομολογία). Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι το απόλυτο δεδικασμένο δικαστικής ακυρωτικής αποφάσεως δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση πράξεως μη αχθείσας στην κρίση των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ακόμη και αν η πράξη αυτή ενέχει την ίδια παρανομία (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C-310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψη 54, και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe, C-239/99, EU:C:2001:101, σκέψη 26).

65      Επομένως, η ακύρωση του κανονισμού 926/2009, καθόσον αφορά τη Hubei, δεν μπορεί να συνεπάγεται αυτομάτως την εξαφάνιση από την έννομη τάξη της Ένωσης των διατάξεων του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 οι οποίες δεν ακυρώθηκαν από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης.

66      Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο, ειδικότερα, να φροντίσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην έχει τις ίδιες παρατυπίες με εκείνες που εντοπίστηκαν στη δικαστική ακυρωτική απόφαση (αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C-310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψη 56, και της 29ης Απριλίου 2004, IPK-München και Επιτροπή, C-199/01 P και C-200/01 P, EU:C:2004:249, σκέψη 83). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης την υποχρέωση που μπορεί να έχουν, κατά περίπτωση, τα θεσμικά όργανα να καταργήσουν πράξεις εκδοθείσες μετά την ακυρωθείσα πράξη (απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψη 30). Υπό το πρίσμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να ακυρωθούν πράξεις που βασίζονταν σε ήδη ακυρωθείσες πράξεις και ως εκ τούτου διαγραφείσες από την έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου, T-45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650, σκέψεις 46 έως 48). Εξάλλου, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma (C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψεις 175 έως 177), το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας κανονισμός επανεξετάσεως ήταν ανίσχυρος «στο ίδιο μέτρο» με τον κανονισμό που επέβαλε τους αρχικούς δασμούς αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι είχε υποβληθεί στην κρίση του η εκτίμηση του κύρους και των δύο κανονισμών.

67      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών και ιδίως του γεγονότος ότι, αφενός, το αντικείμενο του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 ήταν η επιβολή μέτρων παρόμοιων με εκείνα που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 926/2009 για να διατηρηθούν τα αποτελέσματά τους και ότι, αφετέρου, τα μέτρα που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 926/2009, εν συνεχεία, ακυρώθηκαν με τις αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), και της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T-528/09, EU:T:2014:35), η Επιτροπή δικαιούνταν να θεωρήσει ότι η εκτέλεση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, συνεπαγόταν τη μη είσπραξη, πλέον, των δασμών αντιντάμπινγκ που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 όσον αφορά τα προϊόντα της Hubei.

68      Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν επικουρικώς οι προσφεύγουσες, και εφόσον ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 απολαύει, καταρχήν, του τεκμηρίου νομιμότητας, η Επιτροπή θα έπρεπε να τον τροποποιήσει ή να τον καταργήσει με κανονισμό.

69      Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τον κανόνα της ομοιότητας των τύπων, που αντιστοιχεί σε γενική αρχή του δικαίου, ο επιβαλλόμενος τύπος για να γνωστοποιηθεί σε τρίτον μια πράξη πρέπει να χρησιμοποιείται και για όλες τις τροποποιήσεις της εν λόγω πράξεως [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ., C-470/00 P, EU:C:2004:241, σκέψη 67, της 21ης Ιουλίου 1998, Mellett κατά Δικαστηρίου, T‑66/96 και T-221/97, EU:T:1998:187, σκέψη 136, της 17ης Μαΐου 2006, Καλλιάνος κατά Επιτροπής, T-93/04, EU:T:2006:130, σκέψη 56, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Gagliardi κατά ΓΕΕΑ – Norma Lebensmittelfilialbetrieb (MANŪ MANU MANU), T-392/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:400, σκέψη 53].

70      Εν προκειμένω, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009 (νυν άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036), το οποίο περιλαμβάνεται στις «γενικές διατάξεις», οι δασμοί αντιντάμπινγκ «επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τα λοιπά κριτήρια που προβλέπει ο κανονισμός που τους επιβάλλει». Τούτο συνέβη για τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272 επί των προϊόντων της Hubei. Υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να λάβει, να τροποποιήσει ή να καταργήσει μέτρα αντιντάμπινγκ.

71      Επομένως, η μη είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ για μια εταιρία, οι οποίοι έχουν καθοριστεί με κανονισμό που δεν έχει ακυρωθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρος από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, πρέπει κανονικά να πραγματοποιείται επίσης με κανονισμό. Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή, προβλέποντας οριστικώς, μέσω της δημιουργίας ενός πρόσθετου κωδικού TARIC, τη μη είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ για τα προϊόντα της Hubei, των οποίων η είσπραξη απορρέει από τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, παραβίασε την αρχή της ομοιότητας των τύπων.

72      Επισημαίνεται επίσης ότι, όπως ορθώς τονίζουν οι προσφεύγουσες στα δικόγραφά τους, βάσει του κανόνα της ομοιότητας των τύπων η υπόθεση έπρεπε να υποβληθεί στην κρίση του Σώματος των Επιτρόπων, αλλά και να συνεκτιμηθεί η ανακοίνωση της επιτροπής που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009 (νυν άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036), όπως συνέβη στο πλαίσιο της εκδόσεως του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1225/2009 (νυν άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 2016/1036), τα μέτρα αντιντάμπινγκ καταργούνται ή διατηρούνται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, «σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 15 παράγραφος 3», του ιδίου κανονισμού. Ομοίως, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009 (νυν άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2016/1036) προβλέπει ότι η Επιτροπή επιβάλλει τους οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ σύμφωνα με διαδικασία εξετάσεως. Η ως άνω επιτροπή και η εν λόγω διαδικασία εξετάσεως προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ 2011, L 55, σ. 13). Οι διαδικασίες για τον έλεγχο αυτόν από τα κράτη μέλη πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, σαφείς και να λαμβάνουν υπόψη τις θεσμικές απαιτήσεις της Συνθήκης ΛΕΕ (πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 182/2011). Επομένως, η διαβούλευση με την επιτροπή που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009 δεν έχει σημασία μόνο από διαδικαστική άποψη, αλλά και από την άποψη των θεσμικών απαιτήσεων της Συνθήκης ΛΕΕ.

73      Περαιτέρω, πρέπει να υπογραμμιστεί η νομική αβεβαιότητα που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες στα δικόγραφά τους. Συγκεκριμένα, αφενός, οι οικονομικοί φορείς, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, οι οποίοι αναλύουν τη νομοθεσία της Ένωσης, πρέπει να λάβουν υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2272, ο οποίος δεν ακυρώθηκε, ούτε κηρύχθηκε ανίσχυρος από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, ούτε καταργήθηκε με άλλο κανονισμό και, ως εκ τούτου, να λάβουν υπόψη τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλει ο κανονισμός αυτός. Αφετέρου, από τον πρόσθετο κωδικό TARIC C 129 συνάγεται ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2272 δεν ισχύουν για τα προϊόντα της Hubei. Συνεπώς, προκύπτει εμφανής αντίφαση η οποία θέτει τις επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, σε κατάσταση νομικής αβεβαιότητας.

74      Εξάλλου, καίτοι η νομική ερμηνεία που ακολούθησε εν προκειμένω η Επιτροπή μπορεί να συναχθεί από την παραπομπή στην απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C‑186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), η οποία περιλαμβάνεται σε υποσημείωση του πρόσθετου κωδικού TARIC C 129, αν είχε τηρηθεί ο κανόνας της ομοιότητας των τύπων θα καθίστατο σαφέστερη η αιτιολόγηση της Επιτροπής επί του σημείου αυτού.

75      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι τα όργανα της Ένωσης αποφάσισαν, σε άλλες διαδικασίες, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν κανονισμό επανεξετάσεως που θα διατηρούσε σε ισχύ μέτρα αντιντάμπινγκ, συνεπεία της ακυρώσεως του προγενέστερού του κανονισμού. Τούτο συνέβη, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του κανονισμού (ΕΚ) 989/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2009, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 661/2008 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ 2009, L 278, σ. 1), στον οποίον αναφέρθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η έκδοση του κανονισμού επήλθε μετά την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, JSC Kirovo-Chepetsky Khimichesky Kombinat κατά Συμβουλίου (T-348/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:327). Στην απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον προγενέστερο του κανονισμού επανεξετάσεως κανονισμό, ήτοι τον κανονισμό (ΕΚ) 945/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 658/2002 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου, καταγωγής Ρωσίας και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 132/2001 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας, μετά από μερική ενδιάμεση επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (ΕΕ 2005, L 160, σ. 1), η οποία είχε επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των προϊόντων που καλύπτονται από τα μέτρα αντιντάμπινγκ. Στο ίδιο πνεύμα με την ως άνω δικαστική απόφαση, το Συμβούλιο αποφάσισε, μετά από πρόταση της Επιτροπής, κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή, να εκδώσει τον κανονισμό 989/2009, για την κατάργηση με αναδρομική ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) 661/2008 του Συμβουλίου, της 8ης Ιουλίου 2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας μετά από επανεξέταση ενόψει λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 και μερική ενδιάμεση επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (ΕΕ 2008, L 185, σ. 1), έναντι της προσφεύγουσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιχειρήσεως για τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η ακύρωση. Το Συμβούλιο δημιούργησε επίσης στο πλαίσιο αυτό έναν ειδικό πρόσθετο κωδικό TARIC για την προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιχείρηση. Στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου [COM(2009) 493 τελικό], η Επιτροπή επισήμανε ότι η πρόταση αυτή εντασσόταν «στο πλαίσιο της εκτελέσεως αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου».

76      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση του κανόνα της ομοιότητας των τύπων από την Επιτροπή αποτελεί παρατυπία που συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

77      Τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μπορούν να ανατρέψουν το συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, η νομολογία την οποία επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, η οποία αφορά συγκεκριμένα τις συνέπειες της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας μιας εταιρίας κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας, είναι αλυσιτελής. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε, η έκταση της παραβάσεως του κανόνα της ομοιότητας των τύπων υπερβαίνει τα όρια του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών. Εξάλλου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να υποστηρίξει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω παραβάσεως του κανόνα της ομοιότητας των τύπων. Πράγματι, όπως ανέφεραν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το έννομο συμφέρον τους έγκειται, τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο, στη δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2272 στα προϊόντα της Hubei. Κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν προσκομίστηκε από την Επιτροπή το οποίο θα μπορούσε να ανατρέψει τη διαπίστωση αυτή.

78      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα και στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 3ης Ιουνίου 2016 περί διαγραφής της Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd από τον κατάλογο των εταιριών που υπάγονται στον πρόσθετο κωδικό TARIC A 950 και εγγραφής της στον πρόσθετο κωδικό TARIC C 129, για το σύνολο των κωδικών της Συνδυασμένης Ονοματολογίας τους οποίους αναφέρει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2272 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2015, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου.

2)      Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν η ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s. και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα.

Tomljenović

Bieliūnas

Μαρκουλλή

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2018.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Ο κατάλογος των προσφευγουσών παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.