Language of document : ECLI:EU:T:2015:502

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015 (*)

«Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2006/42/ΕΚ – Μηχανήματα που φέρουν τη σήμανση “CE” – Βασικές απαιτήσεις ασφαλείας – Κίνδυνοι για την ασφάλεια των προσώπων – Ρήτρα διασφαλίσεως – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία κρίθηκε ως δικαιολογημένο εθνικό μέτρο περί απαγορεύσεως της διαθέσεως στην αγορά – Προϋποθέσεις διέπουσες την εφαρμογή της ρήτρας διασφαλίσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑337/13,

CSF Srl, με έδρα το Grumolo delle Abbadesse (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους R. Santoro, S. Armellini και R. Bugaro, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Γ. Ζαββό, επικουρούμενο από τον M. Pappalardo, δικηγόρο,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις V. Pasternak Jørgensen και M. Wolff, στη συνέχεια από τους Μ. Wolff, C. Thorning, U. Melgaard και N. Lyshøj,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/173/ΕΕ της Επιτροπής, της 8ης Απριλίου 2013, σχετικά με μέτρο που έλαβε η Δανία βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την απαγόρευση ενός τύπου μηχανήματος χωματουργικών εργασιών πολλαπλών χρήσεων (ΕΕ L 101, σ. 29),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, N. J. Forwood (εισηγητή) και E. Bieliūnas, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, CSF Srl, είναι εταιρία εγκατεστημένη στην Ιταλία και δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής μηχανημάτων. Παράγει, μεταξύ άλλων, ένα μηχάνημα το οποίο καλείται «Multione S630» (στο εξής: Multione S630). Κύριο χαρακτηριστικό του μηχανήματος αυτού είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους σκοπούς και σε διάφορους κλάδους δραστηριοτήτων ανάλογα με τα 58 εξαρτήματα που δύνανται να προσαρμοσθούν σε αυτό. Τα εξαρτήματα αυτά, τα οποία επίσης σχεδιάζονται από την προσφεύγουσα, παρέχουν, για παράδειγμα, τη δυνατότητα να μετατραπεί το εν λόγω μηχάνημα σε κάδο, σε εκχιονιστήρα, σε περόνη, σε στύλο ανυψώσεως, σε υδραυλικό σφυρί, σε πένσα, σε εκσκαφέα ή σε κουρευτική μηχανή και, κατά συνέπεια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλούς κλάδους δραστηριοτήτων όπως στην κηπουρική, στη γεωργία, στις κατασκευές, στη συντήρηση δρόμων ή σε δασικές εργασίες. Το επίμαχο μηχάνημα κυκλοφόρησε στην αγορά διαφόρων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δέκα τύποι του επίμαχου μηχανήματος κυκλοφορούν στην αγορά από το 2009 στη Δανία, όπου χρησιμοποιούνται για τη διανομή ζωοτροφών και τον καθαρισμό των κλουβιών εκτροφείων βιζόν.

2        Στις 31 Ιανουαρίου 2012, το Multione S630 αποτέλεσε αντικείμενο μέτρων που έλαβαν οι δανικές αρχές δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 95/16/EK (ΕΕ L 157, σ. 24). Με τα μέτρα αυτά, αφενός, απαγορεύθηκε η διάθεση στη δανική αγορά κάθε νέου τύπου αυτού του μηχανήματος που δεν φέρει κατάλληλη προστατευτική κατασκευή σε περίπτωση πτώσεως αντικειμένων και, αφετέρου, η προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να λάβει διορθωτικά μέτρα όσον αφορά τους τύπους του εν λόγω μηχανήματος που χρησιμοποιούνταν ήδη στη Δανία.

3        Οι δανικές αρχές αιτιολόγησαν την έκδοση των μέτρων αυτών στηριζόμενες στη μη συμμόρφωση του Multione S630 προς ορισμένες βασικές απαιτήσεις ασφαλείας προβλεπόμενες στην οδηγία 2006/42. Διαπίστωσαν συναφώς ότι οι τύποι του εν λόγω μηχανήματος που κυκλοφορούσαν στη δανική αγορά δεν έφεραν κατάλληλη προστατευτική κατασκευή, ενώ πλήθος λειτουργιών για τις οποίες έχει σχεδιασθεί το μηχάνημα εξέθετε τον χειριστή τους σε κίνδυνο από την πτώση αντικειμένων ή υλικών. Έκριναν, επίσης, ότι τούτο παρέβαινε το σημείο 3.4.4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, όταν για αυτοκινούμενο μηχάνημα με επιβαίνοντα οδηγό υπάρχει κίνδυνος από την πτώση αντικειμένων ή υλικών, το μηχάνημα πρέπει να έχει σχεδιασθεί και κατασκευασθεί έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εν λόγω κίνδυνοι και να είναι εφοδιασμένο, εφόσον το επιτρέπουν οι διαστάσεις του, με κατάλληλη προστατευτική κατασκευή.

4        Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/42, τα ληφθέντα από τις δανικές αρχές μέτρα γνωστοποιήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Επιτροπή έκρινε, με την απόφαση 2013/173/ΕΕ, της 8ης Απριλίου 2013, σχετικά με μέτρο που έλαβε η Δανία βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την απαγόρευση ενός τύπου μηχανήματος χωματουργικών εργασιών πολλαπλών χρήσεων (ΕΕ L 101, σ. 29, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν δικαιολογημένα σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

6        Με δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Αυγούστου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Με διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2013, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αυτή ως αβάσιμη λόγω μη αποδείξεως εκ μέρους της προσφεύγουσας του επείγοντος για την έκδοση αποφάσεως, ενώ επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

7        Το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Οκτωβρίου 2013, να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2013 ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση αυτή.

8        Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

9        Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Απριλίου 2015.

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να διατάξει, εφόσον κριθεί αναγκαίο, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

11      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

12      Το Βασίλειο της Δανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

13      Χωρίς να προβάλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, η Επιτροπή διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της. Επί της ουσίας, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προβάλλει, επίσης, αιτίαση σχετική με τις ζημίες τις οποίες υπέστη εξαιτίας της, χωρίς, όμως, να υποβάλει σχετική αξίωση.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

14      Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, καίτοι η απόφαση αυτή αποφαίνεται επί του δικαιολογημένου χαρακτήρα των μέτρων που έλαβαν οι δανικές αρχές έναντι της προσφεύγουσας, εντούτοις είναι αυτά τα μέτρα εκείνα τα οποία επηρέασαν άμεσα τη νομική κατάστασή της, σύμφωνα με την κατανομή αρμοδιοτήτων που προβλέπει το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42. Επίσης, καίτοι η απόφαση αυτή περιήλθε εις γνώσιν κρατών μελών της Ένωσης πέραν του Βασιλείου της Δανίας, στις αρμόδιες εθνικές αρχές απόκειται να εξακριβώσουν σε ποιον βαθμό τα μηχανήματα που διέθεσε στη δανική αγορά η προσφεύγουσα συμμορφώνονται ή όχι προς την εν λόγω οδηγία και να συναγάγουν όλες τις συνέπειες.

15      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας αυτής.

16      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά.

17      Κατά πάγια νομολογία, μια πράξη αφορά άμεσα φυσικό ή νομικό πρόσωπο όταν η πράξη αυτή επηρεάζει άμεσα τη νομική του κατάσταση και δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, όταν αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την ρύθμιση της Ένωσης χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, Συλλογή, EU:C:1998:193, σκέψη 43, και της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:159, σκέψη 47).

18      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί με την προσφυγή της την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής η οποία διαπιστώνει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα μέτρων που έλαβαν οι δανικές αρχές όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Multione S630 διατίθεται στη δανική αγορά.

19      Τα ληφθέντα από τις δανικές αρχές μέτρα στηρίζονται στις διατάξεις του δανικού δικαίου για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/42, και ειδικότερα του άρθρου 11, παράγραφος 1, αυτής. Το άρθρο αυτό ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι όταν κράτος μέλος διαπιστώσει ότι μηχάνημα, το οποίο καλύπτεται από την εν λόγω οδηγία, φέρει τη σήμανση «CE», συνοδεύεται από τη δήλωση συμμορφώσεως ΕΚ και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον προορισμό του ή υπό λογικά προβλέψιμες συνθήκες, ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια προσώπων, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την απόσυρση του εν λόγω μηχανήματος από την αγορά, για την απαγόρευση της διάθεσής του στην αγορά ή της ενάρξεως χρήσεώς του ή για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας του.

20      Από πλευράς της, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/42. Κατά το εν λόγω άρθρο, όταν κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή τη λήψη μέτρων δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη προτού εξετάσει αν τα μέτρα αυτά είναι δικαιολογημένα και στη συνέχεια κοινοποιήσει την απόφασή της στο κράτος μέλος που έλαβε τα μέτρα αυτά, στα λοιπά κράτη μέλη και στον κατασκευαστή του επίμαχου μηχανήματος ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

21      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, από το έγγραφο που απηύθυναν οι δανικές αρχές στην προσφεύγουσα στις 31 Ιανουαρίου 2012 είναι δυνατό να συναχθεί ότι τα μέτρα που έλαβαν οι οικείες αρχές αφορούσαν άμεσα την έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, αφού έκριναν ότι το Multione S630 δεν πληρούσε ορισμένες βασικές απαιτήσεις ασφαλείας προβλεπόμενες στην οδηγία 2006/42, καθόσον το μηχάνημα αυτό δεν έφερε κατάλληλη προστατευτική κατασκευή σε περίπτωση πτώσεως αντικειμένων ή υλικών, οι εν λόγω αρχές, πρώτον, απαγόρευσαν τη διάθεσή του στη δανική αγορά, δεύτερον, υποχρέωσαν την προσφεύγουσα να τροποποιήσει τον σχεδιασμό και την κατασκευή του ώστε να προστεθεί τέτοια κατασκευή και, τρίτον, υποχρέωσαν την προσφεύγουσα να λάβει διορθωτικά μέτρα ώστε οι τύποι του εν λόγω μηχανήματος που χρησιμοποιούνταν ήδη στη Δανία να συμμορφωθούν προς τις προβλεπόμενες από την οδηγία απαιτήσεις άλλως να αποσυρθούν από την εν λόγω αγορά.

22      Παρά ταύτα, η Επιτροπή εσφαλμένως συνήγαγε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

23      Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έναντι της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας άμεσα αποτελέσματα διακρινόμενα από τα απορρέοντα εκ των μέτρων που έλαβαν οι δανικές αρχές.

24      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης και όχι μόνον στο Βασίλειο της Δανίας, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως και ενημερώσεως που τάσσει στην Επιτροπή το άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 6, της οδηγίας 2006/42. Είναι, επομένως, υποχρεωτική ως προς όλα τα μέρη της για όλα τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ.

25      Δεύτερον, η οδηγία 2006/42 εκδόθηκε στηριζόμενη στο άρθρο 95 ΕΚ (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ), το οποίο απονέμει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εξουσία να εκδίδουν μέτρα που έχουν ως αντικείμενο την κατάργηση των οφειλομένων στις διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών εμποδίων στις συναλλαγές (βλ. αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1994, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑41/93, Συλλογή, EU:C:1994:196, σκέψη 22, και της 9ης Αυγούστου 1994, Γερμανία κατά Συμβουλίου, C‑359/92, Συλλογή, EU:C:1994:306, σκέψη 22, όσον αφορά το άρθρο 100Α ΕΚ). Σκοπός της είναι η εναρμόνιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες τα μηχανήματα τα οποία φέρουν τη σήμανση «CE» και τη δήλωση συμμορφώσεως ΕΚ διατίθενται στην εσωτερική αγορά και η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας τους στο πλαίσιο της Ένωσης, εξασφαλίζοντας παραλλήλως την τήρηση ενός συνόλου απαιτήσεων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων έναντι κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση των μηχανημάτων αυτών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, Yonemoto, C‑40/04, Συλλογή, EU:C:2005:519, σκέψεις 31 και 45, και της 17ης Απριλίου 2007, AGM-COS.MET, C‑470/03, Συλλογή EU:C:2007:213, σκέψεις 52 και 53), όπως είναι και της οδηγίας 89/392/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές (ΕΕ L 183, σ. 9), καθώς και της οδηγίας 98/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές (ΕΕ L 207, σ. 1), που προηγήθηκαν αυτής.

26      Προς τον σκοπό αυτό, η οδηγία 2006/42 απαγορεύει, ειδικότερα, στα κράτη μέλη να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των μηχανημάτων εντός της Ένωσης, εφόσον τα εν λόγω μηχανήματα τηρούν τις προϋποθέσεις εκείνες από τις οποίες τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται προς τις βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας που θέτει η οδηγία (άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2006/42). Επιβάλλει, επίσης, στις αρμόδιες εθνικές αρχές να διασφαλίζουν την εποπτεία των αντίστοιχων αγορών τους, ιδίως λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε τα μηχανήματα να μπορούν να διατίθενται στην αγορά ή/και να αρχίζουν να χρησιμοποιούνται μόνον αν συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της και δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων (άρθρο 4 της οδηγίας 2006/42). Υποχρεώνει, τέλος, τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την απόσυρση του εν λόγω μηχανήματος από την αγορά, για την απαγόρευση της διάθεσής του στην αγορά ή/και της ενάρξεως χρήσεώς του ή, εν γένει, για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας μηχανημάτων που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια προσώπων (άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42).

27      Τρίτον, από το άρθρο 14, παράγραφος 7, και από το άρθρο 19 της οδηγίας 2006/42, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεών της 9 και 10, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εποπτείας της αγοράς που ρυθμίζει η εν λόγω οδηγία, και ειδικότερα στο πλαίσιο της εφαρμογής της ρήτρας διασφαλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 11 αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να εγγυώνται την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας αυτής, συντονιζόμενα και λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής.

28      Λαμβανομένων υπόψη του σκοπού, της όλης οικονομίας και του περιεχομένου των διατάξεων που παρατίθενται στις σκέψεις 26 και 27 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται ότι έκαστο των κρατών μελών, πέραν του Βασιλείου της Δανίας, λαμβάνει μέτρα κατάλληλα για τη θέση ή τη διατήρηση του Multione S630 στην αντίστοιχη αγορά του και διασφαλίζει, με τον τρόπο αυτό, την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 2006/42, υπό το πρίσμα των μέτρων που έλαβαν οι δανικές αρχές και κρίθηκαν δικαιολογημένα από την Επιτροπή, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν και η προσφεύγουσα. Τούτο σημαίνει ότι, με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση, τα κράτη μέλη, πέραν του Βασιλείου της Δανίας, υποχρεούνται να εξακριβώσουν, έκαστο κατά το μέρος που το αφορά, αν οι τύποι του εν λόγω μηχανήματος που ενδεχομένως έχουν ήδη διατεθεί από την προσφεύγουσα στις αντίστοιχες αγορές τους διαθέτουν ή όχι κατάλληλη προστατευτική κατασκευή έναντι κινδύνου από την πτώση αντικειμένων ή υλικών και, κατά συνέπεια, αν τα μηχανήματα αυτά μπορούν να παραμείνουν στην εν λόγω αγορά ή όχι. Στον βαθμό αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως άμεση συνέπεια την κίνηση των εθνικών διαδικασιών οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα που είχε η προσφεύγουσα έως τότε, στο σύνολο της Ένωσης, να εμπορεύεται μηχάνημα το οποίο έχαιρε του κατά το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας τεκμηρίου συμμορφώσεως, καθόσον διέθετε σήμανση «CE» και συνοδευόταν από δήλωση συμμορφώσεως ΕΚ (βλ., κατ’ αναλογίαν, Επιτροπή κατά Infront WM, παρατεθείσα στη σκέψη 17 ανωτέρω, EU:C:2008:159, σκέψεις 50 έως 52).

29      Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί εν προκειμένω το γεγονός ότι, αφής στιγμής περιήλθε σε αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, οι φινλανδικές και λιθουανικές αρχές προέβησαν στις ενδεδειγμένες προς τούτο ενέργειες.

30      Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της ως προς το προς εκπλήρωση αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η εφαρμογή της έχει συναφώς αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων.

31      Βεβαίως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, για να είναι σε θέση να διαπιστώσουν αν η προσφεύγουσα έθεσε ή προτίθεται να θέσει σε κυκλοφορία στο έδαφός τους τύπους του Multione S630 και αν ορισμένοι από τους τύπους αυτούς δεν έχουν προστατευτική κατασκευή έναντι του κινδύνου από την πτώση αντικειμένων ή υλικών, είναι πιθανό ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν αρχικώς να προβούν σε ελεγκτικά μέτρα. Παρά ταύτα, αν αποδειχθεί ότι τούτο ισχύει, οι αρχές αυτές υποχρεούνται να διαπιστώσουν ότι η κατάσταση αυτή ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των προσώπων και να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού, διασφαλίζοντας στο πλαίσιο αυτό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 2006/42, λαμβανομένων υπόψη της προσβαλλομένης αποφάσεως και των δανικών μέτρων που βάσει αυτής κρίθηκαν δικαιολογημένα, και, επομένως, διατάσσοντας την απαγόρευση, την απόσυρση ή την τροποποίηση του επίμαχου μηχανήματος ή εκδίδοντας κάθε αντίστοιχο μέτρο. Επομένως, είναι η διαπιστώνουσα τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των δανικών μέτρων απόφαση της Επιτροπής εκείνη η οποία καθορίζει το προς εκπλήρωση αποτέλεσμα από τις λοιπές εθνικές αρχές, οι οποίες δεν διαθέτουν συναφώς διακριτική ευχέρεια (βλ., συναφώς, διάταξη της 7ης Ιουνίου 2007, IMS κατά Επιτροπής, T‑346/06 R, Συλλογή, EU:T:2007:164, σκέψεις 51 έως 54· βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, παρατεθείσα στη σκέψη 17 ανωτέρω, EU:C:2008:159, σκέψεις 59 έως 63).

32      Κατά τα λοιπά, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί λυσιτελώς ούτε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι φινλανδικές και λιθουανικές αρχές αφότου έλαβαν γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνουν ότι οι αρχές αυτές δεν τρέφουν αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής και ως προς τις εξ αυτής απορρέουσες συνέπειες ούτε τα συναφώς προσκομισθέντα έγγραφα.

33      Οι ανωτέρω σκέψεις δεν αναιρούνται από το άρθρο 9 της οδηγίας 2006/42. Το άρθρο αυτό, το οποίο προβλέπει «[ε]ιδικά μέτρα για τα δυνητικώς επικίνδυνα μηχανήματα», ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή κρίνει ότι μέτρο που έλαβε κράτος μέλος είναι δικαιολογημένο, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει μέτρα με τα οποία να ζητεί από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά μηχανημάτων με τεχνικά χαρακτηριστικά που εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο με τα εθνικά μέτρα ή να επιβάλλουν ειδικούς όρους για τα εν λόγω μηχανήματα. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας αυτής ορίζει ότι τα μέτρα αυτά, τα οποία λαμβάνονται σε επίπεδο Ένωσης, δεν έχουν άμεση εφαρμογή στους οικονομικούς φορείς και πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη.

34      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, καίτοι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 2006/42, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες εθνικού μέτρου ληφθέντος ως προς δεδομένο μηχάνημα και κριθέντος ως δικαιολογημένου από την Επιτροπή, εντούτοις, καθώς δεν έχουν διακριτική ευχέρεια ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δεν μπορούν προφανώς να επεκτείνουν ιδία βουλήσει, και εκτός του διαδικαστικού και ουσιαστικού πλαισίου του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το πεδίο εφαρμογής του μέτρου αυτού σε άλλα μηχανήματα, με το σκεπτικό ότι τα μηχανήματα αυτά εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο, χωρίς να παραβιάσουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και το τεκμήριο συμμορφώσεως που προβλέπει το άρθρο 7 αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑112/97, Συλλογή, EU:C:1999:168, σκέψη 54, και AGM-COS.MET, παρατεθείσα στη σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2007:213, σκέψεις 61 έως 64 και 68 έως 70). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης εξήρτησε την επέκταση αυτή από την εφαρμογή μιας ειδικής διαδικασίας που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την έκδοση, αφενός, ρητής αποφάσεως της Επιτροπής προς τον σκοπό αυτό και, αφετέρου, εθνικών μέτρων εφαρμογής της αποφάσεως αυτής. Αντιθέτως, τέτοιες πράξεις ούτε προβλέπονται ούτε είναι αναγκαίες για τους σκοπούς του άρθρου 11 της επίμαχης οδηγίας, λαμβανομένου υπόψη του εύρους του (βλ. σκέψεις 28 και 31 ανωτέρω).

35      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η Επιτροπή δεν δύναται να αμφισβητεί βασίμως το παραδεκτό της προσφυγής με το σκεπτικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

36      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση της οδηγίας 2006/42 και, ο δεύτερος, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση της οδηγίας 2006/42

37      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2006/42 περί των βασικών απαιτήσεων ασφαλείας τις οποίες πρέπει να τηρούν οι κατασκευαστές μηχανημάτων που προορίζονται να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης.

38      Πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση τάχθηκε υπέρ του δικαιολογημένου χαρακτήρα των ληφθέντων από τις δανικές αρχές μέτρων όσον αφορά το Multione S630 παρόλο που της επιβάλλουν την τήρηση υποχρεώσεων οι οποίες βαίνουν πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/42 καθώς και στα σημεία 1.1.2 και 3.4.4. του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής.

39      Δεύτερον, το εύρος που εσφαλμένως αποδόθηκε στις διατάξεις αυτές από τις δανικές αρχές, και στη συνέχεια από την Επιτροπή, είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν αποδεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση εθνικά μέτρα που λήφθηκαν κατά παράβαση των προϋποθέσεων που διέπουν την εφαρμογή της κατά το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 ρήτρας διασφαλίσεως, κατά παράβαση της απαγορεύσεως της προσβολής της ελεύθερης κυκλοφορίας μηχανημάτων που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και κατά παράβαση του τεκμηρίου συμμορφώσεως που έχαιρε το Multione S630 δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

40      Τρίτον, η Επιτροπή υιοθέτησε την άποψη των δανικών αρχών χωρίς να λάβει υπόψη τις αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα ενώπιόν της, και ακολούθως στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/42.

41      Τέλος, τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως της εσφαλμένης ερμηνείας της οδηγίας 2006/42 επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, οι πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβησαν οι δανικές αρχές και τις οποίες έκρινε δικαιολογημένες η Επιτροπή είναι αυτές καθαυτές εσφαλμένες.

42      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας, αμφισβητεί τις αιτιάσεις αυτές.

43      Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων, επιβάλλεται η εξέταση διαδοχικώς του λυσιτελούς χαρακτήρα του υπό κρίση λόγου, ακολούθως των δύο πρώτων αιτιάσεων που προβάλλονται στο πλαίσιο αυτό από την προσφεύγουσα, οι οποίες αφορούν την ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο, και, τέλος, των δύο τελευταίων αιτιάσεών της, με τις οποίες προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

–       Ως προς τον λυσιτελή χαρακτήρα του λόγου ακυρώσεως

44      Επιβάλλεται, πρώτον, η υπόμνηση ότι, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας στην εγχώρια αγορά των μηχανημάτων ως προς τα οποία διαπιστώνουν ότι ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων, το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42, με τίτλο «Ρήτρα διασφαλίσεως», προβλέπει ότι η Επιτροπή «εξετάζει» αν τα μέτρα αυτά «είναι [δικαιολογημένα]» (βλ. σκέψεις 19 και 20 ανωτέρω).

45      Όπως υπογραμμίζει και η ίδια η Επιτροπή, η οδηγία 2006/42 έχει ως νομική βάση το άρθρο 95 ΕΚ (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ), η παράγραφος 10 του οποίου ορίζει ότι τα μέτρα εναρμονίσεως που εκδίδονται βάσει του άρθρου αυτού πρέπει να περιλαμβάνουν, εφόσον απαιτείται, ρήτρα διασφαλίσεως επιτρέπουσας στα κράτη μέλη να λαμβάνουν για έναν ή περισσότερους από τους μη οικονομικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ, «προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε διαδικασία ελέγχου της Ένωσης».

46      Επομένως, καίτοι πράγματι απόκειται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν κατά τρόπο ορθό την οδηγία 2006/42 και να εποπτεύουν ώστε τα μηχανήματα που διατίθενται στην αγορά ή αρχίζουν να χρησιμοποιούνται στο έδαφός τους πληρούν τις προϋποθέσεις της, λαμβάνοντας εφόσον απαιτείται μέτρα όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 αυτής, όπως τονίζει η Επιτροπή, γεγονός παραμένει, πάντως, ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να ελέγχει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των μέτρων αυτών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ιδίως το βάσιμο των νομικών και πραγματικών δικαιολογητικών λόγων της εκδόσεώς τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:1994:196, σκέψεις 27 και 28· βλ., επίσης, συναφώς και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2007, Medipac-Καζαντζίδης, C‑6/05, Συλλογή, EU:C:2007:337, σκέψη 46, και της 22ας Απριλίου 2015, Klein κατά Επιτροπής, C‑120/14 P, EU:C:2015:252, σκέψεις 64 και 76). Από το αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού εξαρτάται η οριστική διατήρηση εν ισχύι του επίμαχου εθνικού μέτρου, υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος μπορεί να το διατηρήσει εν ισχύι μόνον εάν η Επιτροπή το κρίνει δικαιολογημένο, ενώ οφείλει να το άρει σε αντίθετη περίπτωση.

47      Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, κάθε πρόσωπο το οποίο παραδεκτώς ζητεί την ακύρωση αποφάσεως διαπιστώνουσας τον δικαιολογημένο χαρακτήρα τέτοιων μέτρων δικαιούται να προβάλει, προς στήριξη των αιτημάτων του, ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2006/42, παρότι αυτή η ερμηνεία, την οποία όλα τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν δεόντως υπόψη (βλ. σκέψεις 28 και 30 έως 31 ανωτέρω), υιοθετήθηκε πρώτα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, και στη συνέχεια από την Επιτροπή. Πράγματι, σε ανάλογη περίπτωση, η πλάνη περί το δίκαιο η οποία ενδέχεται να καταστήσει πλημμελή την απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των επίμαχων εθνικών μέτρων πρέπει να είναι δεκτική αμφισβητήσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, άλλως καθίστανται κενά περιεχομένου το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

48      Εξάλλου, ο δικαστικός έλεγχος του βασίμου των νομικών δικαιολογητικών λόγων επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της περί δικαιολογημένου χαρακτήρα των επίμαχων εθνικών μέτρων δεν μπορεί παρά να είναι, όσον αφορά τα νομικά ζητήματα, ένας πλήρης έλεγχος.

49      Επομένως, η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει εν προκειμένω ότι δύναται λυσιτελώς να προβάλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο καθόσον η Επιτροπή, αφενός, υιοθέτησε την εσφαλμένη ερμηνεία της οδηγίας 2006/42 στην οποία προέβησαν οι δανικές αρχές και, αφετέρου, διαπίστωσε τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των εθνικών μέτρων που εκδόθηκαν κατά παράβαση ιδίως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του άρθρου 7, του άρθρου 11 και του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής.

–       Ως προς τις αιτιάσεις οι οποίες αφορούν πλάνη περί το δίκαιο

50      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται, δεύτερον, να εξετασθεί το βάσιμο των αιτιάσεων αυτών. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί κατ’ ουσίαν την ερμηνεία ορισμένων προϋποθέσεων που διέπουν την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/42 ρήτρας διασφαλίσεως, την οποία υιοθέτησαν οι δανικές αρχές και έκρινε δικαιολογημένη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν αμφισβητείται συναφώς ότι το Multione S630 είναι μηχάνημα ως προς το οποίο εφαρμόζεται η εν λόγω οδηγία, δεύτερον, ότι οι τύποι του μηχανήματος αυτού οι οποίοι διατέθηκαν στη δανική αγορά από την προσφεύγουσα φέρουν σήμανση «CE» και, τρίτον, ότι συνοδεύονται από τη δήλωση συμμορφώσεως «ΕΚ». Αντιθέτως, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή δεν συμφωνούν ως προς το εύρος, εν προκειμένω, της προϋποθέσεως κατά την οποία το αρμόδιο κράτος μέλος οφείλει να διαπιστώνει ότι, «[όταν] χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον προορισμό του ή υπό λογικά προβλέψιμες συνθήκες, [το οικείο μηχάνημα] ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την […] ασφάλεια προσώπων […]», ώστε νομίμως να μπορεί να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία του στο έδαφός του. Ειδικότερα, δεν συμφωνούν, αφενός, ως προς τον τρόπο αξιολογήσεως του κινδύνου που ενδεχομένως μπορεί να εγκυμονεί ένα μηχάνημα για την ασφάλεια των χρηστών του και, αφετέρου, ως προς το εύρος και τη διάρθρωση των διαφόρων υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους κατασκευαστές για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών.

51      Συναφώς, από το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/42 προκύπτει σαφώς ότι οσάκις κράτος μέλος διαπιστώνει ότι «μηχάνημα» το οποίο εμπίπτει στην οδηγία αυτή, «χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον προορισμό του ή υπό λογικά προβλέψιμες συνθήκες, ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την […] ασφάλεια προσώπων», τότε καλείται να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την απόσυρση «του εν λόγω μηχανήματος» από την αγορά, για την απαγόρευση της διαθέσεώς «του» στην αγορά ή της ενάρξεως της χρήσεώς του, ή ακόμη για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας «του».

52      Ακολούθως, το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2006/42 ορίζει το μηχάνημα ως «σύνολο εξοπλισμένο ή το οποίο πρόκειται να εξοπλισθεί με σύστημα μεταδόσεως της κίνησης εκτός από την άμεσα εφαρμοζόμενη ανθρώπινη ή ζωική δύναμη, απαρτιζόμενο από συνδεδεμένα μεταξύ τους τμήματα ή δομικά στοιχεία, από τα οποία ένα τουλάχιστον είναι κινητό και τα οποία είναι συνενωμένα για συγκεκριμένη εφαρμογή». Οι παρατιθέμενοι στις λοιπές περιπτώσεις της διατάξεως αυτής ορισμοί είτε παραπέμπουν στον ορισμό της πρώτης αυτής περιπτώσεως είτε δεν παραπέμπουν μεν σε αυτόν αλλά χαρακτηρίζουν και αυτοί τα μηχανήματα, μεταξύ άλλων κριτηρίων, από το γεγονός ότι απαρτίζονται από στοιχεία «προς επίτευξη του ίδιου σκοπού» ή «τα οποία συναρμόζονται» για δεδομένο σκοπό. Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, και το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, προσομοιάζουν στα μηχανήματα τα ημιτελή μηχανήματα, τα οποία ορίζονται ως σύνολα μη δυνάμενα από μόνα τους να εκτελέσουν συγκεκριμένη εφαρμογή και προοριζόμενα για ενσωμάτωση ή συναρμολόγηση σε άλλα μηχανήματα ή εξοπλισμό προκειμένου να σχηματιστεί μηχάνημα όπως ορίζεται στην εν λόγω οδηγία.

53      Τέλος, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/42 προκύπτει ότι ο όρος «μηχάνημα» πρέπει να εκλαμβάνεται ως αναφερόμενος όχι μόνον στα μηχανήματα υπό την έννοια των διατάξεων που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, αλλά και σε σύνολο άλλων προϊόντων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο εναλλάξιμος εξοπλισμός. Το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι ως εναλλάξιμος εξοπλισμός νοείται ο «εξοπλισμός ο οποίος, μετά την έναρξη χρήσης μηχανήματος ή ελκυστήρα, συναρμολογείται επ’ αυτών από τον ίδιο τον χειριστή προκειμένου να τροποποιηθεί η λειτουργία τους ή να προστεθεί νέα λειτουργία, εφόσον ο εν λόγω εξοπλισμός δεν αποτελεί εργαλείο». Η δεύτερη έκδοση του «Οδηγού για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/42 για τα μηχανήματα», δημοσιευθείσα από την Επιτροπή τον Ιούνιο του 2010 και προσκομισθείσα στη δικογραφία, προβλέπει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 41, ότι, σε αντίθεση προς τα εργαλεία, «που δεν αλλάζουν τη λειτουργία του βασικού μηχανήματος ούτε του προσθέτουν νέα λειτουργία», και δεν καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία, «στα παραδείγματα εναλλάξιμου εξοπλισμού περιλαμβάνεται εξοπλισμός συναρμολογούμενος επί γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων για λειτουργίες όπως άροση, συγκομιδή, ανύψωση ή φόρτωση και εξοπλισμός συναρμολογούμενος επί εξοπλισμού χωματουργικών εργασιών για λειτουργίες όπως γεώτρηση ή κατεδάφιση».

54      Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω διατάξεων και ορισμών, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι μόνο σε σχέση με συγκεκριμένο μηχάνημα ή εναλλάξιμο εξοπλισμό, με μία ή περισσότερες λειτουργίες, ένα κράτος μέλος δύναται να προσφύγει στη ρήτρα διασφαλίσεως του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42 και έχει την υποχρέωση, στο πλαίσιο αυτό, να αξιολογήσει τον κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων που επηρεάζει η εφαρμογή της ρήτρας αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, παρατεθείσα στη σκέψη 34 ανωτέρω, EU:C:1999:168, σκέψεις 10 και 39). Η αξιολόγηση αυτή και το εξ αυτής απορρέον εθνικό μέτρο πρέπει, επομένως, να δικαιολογούνται όσον αφορά το εν λόγω μηχάνημα, όπως έχει διατεθεί στην αγορά, και, ενδεχομένως όσον αφορά τον εναλλάξιμο εξοπλισμό με τον οποίο συνοδεύθηκε κατά τη διάθεσή του στην αγορά ή κατά την έναρξη της χρήσεώς του. Σε διαφορετική περίπτωση, το κράτος μέλος ενδεχομένως θα παραβίαζε την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, χωρίς η παραβίαση αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω της υπάρξεως πραγματικού κινδύνου για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων (βλ. σκέψη 57 κατωτέρω).

55      Επομένως, η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι μόνον ως προς το Multione S630, όπως πράγματι διατέθηκε στη δανική αγορά, οι δανικές αρχές όφειλαν να προβούν σε αξιολόγηση του κινδύνου που επηρεάζει την εφαρμογή της ρήτρας διασφαλίσεως την οποία προβλέπει η οδηγία 2006/42 και οι διατάξεις του δανικού δικαίου που λήφθηκαν προς εφαρμογή της. Προέβαλε συναφώς, χωρίς να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή ή το Βασίλειο της Δανίας, ότι όλοι οι διατεθέντες στη δανική αγορά τύποι του μηχανήματος αυτού είχαν αγορασθεί μαζί με εξοπλισμό προοριζόμενο για τη συντήρηση κλουβιών εκτροφείων βιζόν, αφενός, και των οποίων η προβλεπόμενη χρήση δεν συνεπαγόταν αφ’ εαυτής κίνδυνο από την πτώση υλικών ή αντικειμένων, αφετέρου.

56      Δεύτερον, η αξιολόγηση του κινδύνου στην οποία πρέπει να προβαίνουν οι οικείες εθνικές αρχές, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, δεν μπορεί πάντως να περιορίζεται στον κίνδυνο που υπάρχει όταν το επίμαχο μηχάνημα χρησιμοποιείται «σύμφωνα με τον προορισμό του» ή «υπό τις συνθήκες που προβλέπονται από τον κατασκευαστή». Αντιθέτως, πλήθος διατάξεων της οδηγίας 2006/42, μεταξύ των οποίων το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 1, αυτής, καθώς και οι «Γενικές αρχές» στην αρχή του παραρτήματός της I και το σημείο 1.1.2 του εν λόγω παραρτήματος, με τίτλο «Αρχή ενσωμάτωσης της ασφάλειας», επιβάλλει, σε γενικές γραμμές, τη συνεκτίμηση των κινδύνων που υπάρχουν «υπό λογικά προβλέψιμες συνθήκες» ή που συνδέονται με «ευλόγως αναμενόμενη κακή του χρήση», η οποία ορίζεται στο ίδιο το σημείο 1.1.1 του παραρτήματος αυτού ως «χρήση μηχανήματος με τρόπο που δεν προβλέπεται στις οδηγίες χρήσης αλλά ωστόσο μπορεί να προέλθει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά».

57      Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του ίδιου του σημείου 1.1.2, στοιχείο α΄, του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι «κίνδυνος» συνδεόμενος με την εγκατάσταση, τη συντήρηση ή τη λειτουργία του επίμαχου μηχανήματος, είτε πρόκειται υπό συνθήκες προβλεπόμενης χρήσεως είτε υπό συνθήκες ευλόγως αναμενόμενης κακής χρήσεως, μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή στη ρήτρα διασφαλίσεως του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας. Πάντως, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι απαιτείται ο κίνδυνος στον οποίο οφείλεται η εφαρμογή της να «διαπιστώνεται», και επομένως ότι το κράτος μέλος που τον επικαλείται να αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον το υποστατό ενός τέτοιου κινδύνου. Σε περίπτωση μη αποδείξεώς του, η προσβολή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας που προκαλείται από το εθνικό μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει της ρήτρας διασφαλίσεως κατά τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαιολογημένη» υπό την έννοια αυτής (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑88/07, Συλλογή, EU:C:2009:123, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ύπαρξη κινδύνου για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/42 μπορεί να αξιολογηθεί με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τις βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας που επιβάλλουν στους κατασκευαστές μηχανημάτων το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Klein κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 46 ανωτέρω, EU:C:2015:252, σκέψη 71). Συγκεκριμένα, η τήρηση των απαιτήσεων αυτών, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλίζεται ότι ο σχεδιασμός και η κατασκευή μηχανημάτων λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που συνδέονται με αυτά («Γενικές αρχές» στην αρχή του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής και σημείο 1.1.2 του εν λόγω παραρτήματος), επηρεάζει τη διάθεση στην αγορά αυτών των μηχανημάτων (άρθρο 4, παράγραφος 1, και άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας). Από την πλευρά της, η μη τήρησή τους μπορεί να προβληθεί προς στήριξη μέτρου αποσύρσεως ή απαγορεύσεως (άρθρο 11, παράγραφος 2, της επίμαχης οδηγίας).

59      Εν προκειμένω, χωρίς επομένως να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο η Επιτροπή εκτίμησε, έπειτα από τις δανικές αρχές, ότι η αξιολόγηση του κινδύνου που συνδέεται με το Multione S630 έπρεπε να λάβει υπόψη, όχι μόνον την προβλεπόμενη χρήση του μηχανήματος αυτού, αλλά και κάθε ευλόγως αναμενόμενη κακή χρήση του. Επίσης χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο εκτίμησε ότι η αξιολόγηση αυτή μπορούσε να διεξαχθεί υπό το πρίσμα των βασικών απαιτήσεων υγείας και ασφάλειας που προβλέπονται στα σημεία 1.1.2 και 3.4.4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42 (αιτιολογικές σκέψεις 3 και 6 έως 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

60      Ειδικότερα, ακόμη και αν η αξιολόγηση αυτή έπρεπε να διεξαχθεί συγκεκριμένα ως προς το Multione S630 όπως το εν λόγω μηχάνημα ήταν εξοπλισμένο και είχε διατεθεί στη δανική αγορά από την προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω), τούτο δεν απέκλειε τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να λάβουν υπόψη κινδύνους συνδεόμενους με το ότι το μηχάνημα αυτό, το οποίο είχε διατεθεί στην αγορά χωρίς προστατευτική κατασκευή έναντι κινδύνου από την πτώση αντικειμένων ή υλικών, μπορούσε στη συνέχεια να συναρμοσθεί με άλλον εξοπλισμό που απαιτούσε τέτοια κατασκευή. Μια τέτοια συνεκτίμηση ήταν, αντιθέτως, επιτρεπτή, εφόσον αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο για ευλόγως αναμενόμενη κακή χρήση και ότι η χρήση αυτή συνεπαγόταν πραγματικό κίνδυνο για την ασφάλεια των προσώπων (βλ. σκέψεις 56 και 57 ανωτέρω).

61      Τρίτον, οι διάδικοι δεν συμφωνούν ως προς το εύρος της βασικής απαιτήσεως της υγείας και ασφάλειας που προβλέπεται στο σημείο 3.4.4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42.

62      Το σημείο 3 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42 προβλέπει μία σειρά βασικών απαιτήσεων υγείας και ασφάλειας ειδικώς για τα μηχανήματα που παρουσιάζουν κινδύνους οφειλόμενους στην κινητικότητά τους. Οι απαιτήσεις αυτές και οι γενικές απαιτήσεις του σημείου 1 του εν λόγω παραρτήματος είναι συμπληρωματικές. Από τα σημεία 3 και 4 των «Γενικών αρχών» στην αρχή του παραρτήματος αυτού προκύπτει ότι τα εν λόγω μηχανήματα πρέπει καταρχήν να πληρούν το σύνολο αυτών των γενικών και ειδικών απαιτήσεων.

63      Το σημείο 3.4.4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, «[ό]ταν για αυτοκινούμενο μηχάνημα με επιβαίνοντα οδηγό, χειριστή ή άλλο πρόσωπο, υπάρχει κίνδυνος από την πτώση αντικειμένων ή υλικών, το μηχάνημα πρέπει να έχει σχεδιασθεί και κατασκευασθεί έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εν λόγω κίνδυνοι και να είναι εφοδιασμένο, εφόσον το επιτρέπουν οι διαστάσεις του, με κατάλληλη προστατευτική κατασκευή».

64      Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το εύρος αυτής της ειδικής απαιτήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις γενικές απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία 2006/42 και ειδικότερα το σημείο 1 των «Γενικών αρχών» στην αρχή του παραρτήματος I καθώς και την «Αρχή ενσωμάτωσης της ασφάλειας» που προβλέπει το σημείο 1.1.2 του εν λόγω παραρτήματος. Προκύπτει, όμως, σαφώς από τις διατάξεις αυτές, καταρχάς, ότι ο σχεδιασμός και η κατασκευή των μηχανημάτων που προορίζονται να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα μηχανήματα αυτά μπορούν να λειτουργούν «χωρίς τα πρόσωπα να εκτίθενται [εκ κατασκευής] σε κίνδυνο κατά την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών υπό τις προβλεπόμενες συνθήκες, αλλά λαμβάνοντας επίσης υπόψη ευλόγως αναμενόμενη κακή του χρήση», και, σε γενικότερες γραμμές, «να αποφεύγεται κάθε άλλη χρήση του[ς] εκτός από την κανονική, εφόσον από μια τέτοια χρήση θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος». Άλλες διατάξεις του παραρτήματος αυτού, μεταξύ των οποίων το σημείο 1.1.7, με τίτλο «Θέσεις εργασίας», τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Ακολούθως, τα λαμβανόμενα προς τούτο μέτρα «πρέπει να έχουν ως στόχο την εξάλειψη του κινδύνου». Τέλος, για την εκπλήρωση μιας τέτοιας υποχρεώσεως, ο κατασκευαστής, καίτοι έχει τη δυνατότητα «επιλογή[ς] των καταλληλότερων λύσεων», εντούτοις παράλληλα δεσμεύεται από μια σειρά προτεραιοτήτων προκειμένου, κυρίως, «να εξαλείφει ή να μειώνει τους κινδύνους στο μέτρο του δυνατού (ενσωμάτωση της ασφάλειας στον σχεδιασμό και στην κατασκευή του μηχανήματος)», επικουρικώς, «να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας όσον αφορά τους κινδύνους που δεν μπορούν να εξαλειφθούν», και, συμπληρωματικώς, «να πληροφορεί τους χρήστες για τους κινδύνους που εξακολουθούν να υφίστανται λόγω ανεπαρκούς αποτελεσματικότητας των ληφθέντων μέτρων προστασίας».

65      Δεδομένου του προέχοντος χαρακτήρα του σκοπού που συνίσταται στο «να εξαλείφει ή να μειώνει […] στο μέτρο του δυνατού», ήδη από τον «σχεδιασμό και την κατασκευή του μηχανήματος», οι κίνδυνοι που συνδέονται με την «προβλεπόμενη χρήση» του ή την «ευλόγως αναμενόμενη κακή χρήση», καθώς και στο «να αποφεύγεται κάθε άλλη χρήση του εκτός από την κανονική» και «να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας όσον αφορά τους κινδύνους που δεν μπορούν να εξαλειφθούν», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, μηχάνημα, προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για πλήθος διαφορετικών χρήσεων, σε συνάρτηση με εναλλάξιμο εξοπλισμό που μπορεί να συνδεθεί με αυτό, πρέπει να διαθέτει, προ της κυκλοφορίας του στην αγορά ή της ενάρξεως της χρήσεώς του, κατάλληλη προστατευτική κατασκευή όταν διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν η προβλεπόμενη χρήση για την οποία το προορίζει ο αγοραστής του σε δεδομένη περίπτωση δεν εγκυμονεί αφ’ εαυτής κίνδυνο από την πτώση αντικειμένων ή υλικών, μια από τις άλλες ευλόγως αναμενόμενες χρήσεις συνεπάγεται τέτοιον κίνδυνο. Ένα τέτοιο μέτρο εμπίπτει συγκεκριμένα στα μέτρα που σκοπό έχουν «να εξαλείφ[ουν] ή να μειών[ουν] τους κινδύνους στο μέτρο του δυνατού» μέσω της «ενσωμ[ατώσεως] της ασφάλειας στον σχεδιασμό και στην κατασκευή του μηχανήματος».

66      Κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, πέραν των ήδη εξετασθέντων, δεν δύναται να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή.

67      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να αντλεί επιχείρημα από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 86/296/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 1986, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για συστήματα προστασίας κατά της πτώσης αντικειμένων (FOPS) ορισμένων μηχανημάτων εργοταξίου (ΕΕ L 186, σ. 10), το οποίο προβλέπει ότι «[τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε:] να μην είναι δυνατό να διατεθούν στην αγορά τα μηχανήματα εργοταξίου του άρθρου 1 παρά μόνον εάν έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορούν να εφοδιάζονται με σύστημα προστασίας [ΕΚ]. Θεωρούνται ότι έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορούν να εφοδιάζονται με σύστημα προστασίας [ΕΚ] όλα τα μηχανήματα που είναι εφοδιασμένα με σύστημα προστασίας σε περίπτωση ανατροπής (RΟΡS) στο οποίο μπορεί να στερεωθεί το εν λόγω σύστημα προστασίας [ΕΚ]». Συγκεκριμένα, αφενός, η πράξη αυτή δεν είναι πλέον εν ισχύι. Αφετέρου, καίτοι είναι αληθές ότι το γράμμα της εν λόγω διατάξεως αρχικώς είχε ενσωματωθεί ως είχε στο σημείο 3.4.4 του παραρτήματος I της οδηγίας 98/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998 για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές (ΕΕ L 207, σ. 1), εντούτοις τροποποιήθηκε στο πλαίσιο των εργασιών που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση της οδηγίας 2006/42, η οποία προβλέπει πλέον την εγκατάσταση προστατευτικής κατασκευής έναντι της πτώσεως αντικειμένων ή υλικών (βλ. σκέψεις 63 έως 65 ανωτέρω).

68      Η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται ούτε τις υποχρεώσεις ενημερώσεως που προβλέπει η οδηγία 2006/42.

69      Βεβαίως, οι βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας τις οποίες επιβάλλει η οδηγία 2006/42 στους κατασκευαστές μηχανημάτων περιλαμβάνουν, όπως τούτο προκύπτει ειδικότερα από τα σημεία 1.7.4.1 και 1.7.4.2 του παραρτήματος I αυτής, την υποχρέωση να συνοδεύονται τα μηχανήματα αυτά από οδηγίες χρήσεως που να περιγράφουν την προβλεπόμενη χρήση τους, λαμβανομένης υπόψη της ευλόγως αναμενόμενης κακής χρήσεώς τους, προειδοποιώντας τον χρήστη για τις αντενδείξεις χρήσεως που θα μπορούσαν, σύμφωνα με την εμπειρία, να παρουσιασθούν και δίδοντας οδηγίες στους χρήστες για τα μέτρα προστασίας που πρέπει να λαμβάνουν. Στην ειδική περίπτωση των μηχανημάτων που εμφανίζουν κίνδυνο οφειλόμενο στην κινητικότητά τους, το σημείο 3.6.3.2 του παραρτήματος αυτού προβλέπει περαιτέρω ότι «[ο]ι οδηγίες χρήσης μηχανημάτων οι οποίες, ανάλογα με τον χρησιμοποιούμενο εξοπλισμό, επιδέχονται πολλαπλές χρήσεις, καθώς και οι οδηγίες χρήσης των εναλλάξιμων εξοπλισμών πρέπει να περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ασφαλή συναρμολόγηση και χρησιμοποίηση του βασικού μηχανήματος, καθώς και των εναλλάξιμων εξοπλισμών που μπορούν να προσαρμοσθούν σε αυτή». Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι πληροί την υποχρέωση αυτή, η δε Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα συναφώς ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή προσκόμισε προς στήριξή τους.

70      Παρά ταύτα, η τήρηση της απαιτήσεως αυτής δεν αναιρεί την προέχουσα υποχρέωση των κατασκευαστών μηχανημάτων να ενσωματώνουν την ασφάλεια στον σχεδιασμό και στην κατασκευή τους, εξαλείφοντας ή μειώνοντας στο μέτρο του δυνατού τους κινδύνους που συνδέονται με την προβλεπόμενη χρήση ή την ευλόγως αναμενόμενη κακή χρήση τους, όπως τούτο προκύπτει από το σημείο 1.7.4.2, στοιχείο ιβ΄, του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42 και επισημαίνει το Βασίλειο της Δανίας. Τούτο σημαίνει ότι η οδηγία δεν υποχρεώνει τους κατασκευαστές μόνον να προειδοποιούν τους πελάτες τους για τους κινδύνους που συνδέονται με την ευλόγως αναμενόμενη κακή χρήση των μηχανημάτων που πωλούν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι έπραξε. Τους υποχρεώνει επίσης να εξαλείφουν ή να μειώνουν τέτοιους κινδύνους στο μέτρο του δυνατού ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού και της κατασκευής των μηχανημάτων αυτών, όπως επισημαίνει η Επιτροπή.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας, όπως και οι δανικές αρχές, ότι τα μέτρα που έλαβαν οι κατασκευαστές μηχανημάτων έπρεπε να είχαν ως σκοπό την απάλειψη, ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού και της κατασκευής τους, κάθε κινδύνου που θα μπορούσε να εγκυμονεί η προβλεπόμενη χρήση τους ή η ευλόγως αναμενόμενη κακή χρήση τους. Περαιτέρω δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας κατ’ ουσίαν ότι, όταν διαπιστώνεται ότι μηχάνημα πολλαπλών χρήσεων όπως το επίμαχο εν προκειμένω εκθέτει τον χρήστη του σε κίνδυνο από πτώση αντικειμένων ή υλικών στο πλαίσιο μιας εκ των προβλεπόμενων χρήσεών του ή των ευλόγως αναμενόμενων κακών χρήσεών του, ο κίνδυνος αυτός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εξοπλίζοντας το μηχάνημα αυτό με προστατευτική κατασκευή προ της διαθέσεώς του στην αγορά ή της ενάρξεως της χρήσεώς του (αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 4 και 6 έως 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

72      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παρέβη ούτε τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας διασφαλίσεως που προβλέπει το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 ούτε την απαγόρευση προσβολής της ελεύθερης κυκλοφορίας από τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας στηρίζοντας την προσβαλλόμενη απόφαση στην ανάλυση αυτή. Ούτε περαιτέρω παρέβη, με τον τρόπο αυτό, το τεκμήριο συμμορφώσεως που απολαύει το Multione S630 δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, καθόσον προκύπτει σαφώς από την οικονομία της πράξεως αυτής ότι το εν λόγω τεκμήριο δεν αναιρεί τη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη να προσφεύγουν στη ρήτρα διασφαλίσεως που προβλέπει το άρθρο 11 αυτής όταν οι προϋποθέσεις που προβλέπει το συγκεκριμένο άρθρο πληρούνται (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Medipac-Καζαντζίδης, παρατεθείσα στη σκέψη 46 ανωτέρω, EU:C:2007:337, σκέψεις 44 και 46, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, Nordiska Dental, C‑288/08, Συλλογή, EU:C:2009:718, σκέψεις 23 και 24).

–       Ως προς τις αιτιάσεις που αφορούν πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

73      Τρίτον, επιβάλλεται ως εκ τούτου η εξέταση των προβαλλομένων από την προσφεύγουσα αιτιάσεων σχετικά με το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την οποία τα ληφθέντα από τις δανικές αρχές μέτρα ήταν δικαιολογημένα εξαιτίας του συνδεόμενου με το μηχάνημα αυτό κινδύνου.

74      Συναφώς, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση καταρχάς οι δανικές αρχές βασίμως έκριναν ότι, ακόμη και αν το Multione S630 είχε αρχικώς σχεδιασθεί ώστε να λειτουργεί υπό συνθήκες που δεν συνεπάγονται κίνδυνο από πτώση αντικειμένων ή υλικών, ήταν πιθανό το εν λόγω μηχάνημα να χρησιμοποιηθεί υπό διαφορετικές συνθήκες που εκθέτουν τον χρήστη του σε τέτοιο κίνδυνο (αιτιολογικές σκέψεις 4 και 7). Η Επιτροπή ακολούθως εκτίμησε ότι η εξέταση των παρατηρήσεων που υπέβαλε η προσφεύγουσα επιβεβαίωνε την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου (αιτιολογική σκέψη 8).

75      Επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η συνοπτική αυτή αιτιολογία πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία ολοκληρώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και να εκληφθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή ενέκρινε την ανάλυση στην οποία είχαν προηγουμένως προβεί οι δανικές αρχές, αφού την εξέτασε υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που υπέβαλε η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/42 και συνοψίσθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

76      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις εκτιμήσεις που δικαιολογούν τα μέτρα που λήφθηκαν ως προς το Multione S630 είναι, κατ’ ουσίαν, αλυσιτελή με το σκεπτικό ότι αφορούν, όχι την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά τη θέση που είχαν προηγουμένως υιοθετήσει οι δανικές αρχές. Η αποδοχή ενός τέτοιου επιχειρήματος θα συνεπαγόταν, κατά τα λοιπά, να εκτιμηθεί η νομιμότητα της αποφάσεως αυτής χωρίς να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο που καθιστά δυνατή την κατανόησή του και να θεωρηθεί κατ’ ανάγκην ότι, δεδομένης της αιτιολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 74 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμο της πράξεως αυτής με αποτέλεσμα να πρέπει να την ακυρώσει λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

77      Δεύτερον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα, το περιεχόμενο των οποίων ορθώς εξέθεσε συνοπτικώς. Απορρέει, επίσης, ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε άνευ άλλου τινός τη θέση των δανικών αρχών, αλλά επεξήγησε, με συνοπτικό αλλά κατανοητό τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου έλαβε την απόφασή της, τους κύριους νομικούς και πραγματικούς λόγους βάσει των οποίων διαπίστωσε τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των ληφθέντων από τις αρχές αυτές μέτρων. Επομένως, τα σχετικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

78      Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Επιτροπής και του Βασιλείου της Δανίας σχετικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί του βασίμου των πραγματικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και τις σχετικές αντιρρήσεις της προσφεύγουσας, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι η οδηγία 2006/42 αποβλέπει στην εναρμόνιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες τα μηχανήματα τα οποία εμπίπτουν σε αυτήν διατίθενται στην εσωτερική αγορά και στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας τους στο πλαίσιο της Ένωσης, εξασφαλίζοντας παραλλήλως την τήρηση ενός συνόλου απαιτήσεων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων έναντι κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση των μηχανημάτων αυτών (σκέψη 25 ανωτέρω).

79      Προς τον σκοπό αυτό, η οδηγία 2006/42 καθιερώνει ένα σύστημα εποπτείας και ρυθμίσεως της εσωτερικής αγοράς, στο πλαίσιο του οποίου, σε πρώτο επίπεδο, απόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αξιολογήσουν αν το μηχάνημα ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων (βλ. σκέψεις 19 και 26 έως 27 ανωτέρω) και, στην περίπτωση αυτή, να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα αποσύρσεως ή απαγορεύσεως. Η ρήτρα διασφαλίσεως η οποία προβλέπεται προς τον σκοπό αυτό με το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 πρέπει να νοηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 114, παράγραφος 10, ΣΛΕΕ, που παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τέτοια μέτρα για έναν ή περισσότερους από τους μη οικονομικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η προστασία της υγείας και της ζωής των προσώπων. Μια τέτοια απόπειρα μπορεί να συνεπάγεται, εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών, πολύπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής ή επιστημονικής φύσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, Upjohn, C‑120/97, Συλλογή, EU:C:1999:14, σκέψεις 33 και 35).

80      Από την πλευρά της, η Επιτροπή καλείται, στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, να εξακριβώσει τον δικαιολογημένο ή μη χαρακτήρα, από νομικής και πραγματικής απόψεως, των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη (βλ. σκέψεις 20 και 46 ανωτέρω). Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν, όμως, ήδη κρίνει, στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), η οποία θέτει μεν ένα θεσμικό και διαδικαστικό πλαίσιο σαφώς διαφορετικό από το προβλεπόμενο με την οδηγία 2006/42, αλλά επιδιώκει παρόμοιο σκοπό, ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία αξιολογήσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να επιτύχει αποτελεσματικά τον σκοπό που της έχει ανατεθεί, λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών αξιολογήσεως στις οποίες οφείλει να προβαίνει (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑326/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:443, σκέψη 75, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑475/07, Συλλογή, EU:T:2011:445, σκέψεις 86 και 150). Αναγνώρισαν επίσης την ύπαρξη τέτοιας εξουσίας στην Επιτροπή όταν αυτή καλείται να ελέγξει τα μέτρα που λαμβάνει κράτος μέλος στο πλαίσιο όχι οδηγίας προβλέπουσας ρήτρα διασφαλίσεως υπό την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 10, ΣΛΕΕ, όπως εν προκειμένω, αλλά διατάξεως προβλεπόμενης από τις παραγράφους 4 έως 6 του ιδίου άρθρου (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2008, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑405/07 P, Συλλογή, EU:C:2008:613, σκέψη 54).

81      Οσάκις καλείται να ελέγξει την άσκηση ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει, σε συνάρτηση με τους ενώπιόν του προβαλλόμενους λόγους, την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή, ενδεχόμενα πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή ενδεχόμενη κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 80 ανωτέρω, EU:C:2007:443, σκέψη 76, και Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 80 ανωτέρω, EU:T:2011:445, σκέψη 151).

82      Ειδικότερα, οφείλει να εξακριβώνει, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας που προβάλλουν οι διάδικοι, την επί της ουσίας ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων που στηρίζουν την προσβαλλόμενη πράξη, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη κρίσιμων στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (αποφάσεις Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 80 ανωτέρω, EU:C:2008:613, σκέψη 55, και Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 80 ανωτέρω, EU:T:2011:445, σκέψη 153).

83      Όσον αφορά, ακολούθως, την αξιολόγηση του κινδύνου στην οποία οφείλει να προβαίνει το οικείο κράτος μέλος προτού προσφύγει στα προβλεπόμενα από το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 μέτρα, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ορθώς ότι η αξιολόγηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται με γνώμονα τον μέσο και ευλόγως προσεκτικό και ενημερωμένο χρήστη, επιχείρημα το οποίο δεν αμφισβητεί εξάλλου ειδικώς η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η εξουσία την οποία απονέμει το άρθρο αυτό στις εθνικές αρχές συνιστά παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνει η οδηγία και δικαιολογείται μόνον εφόσον υφίσταται κίνδυνος συνδεόμενος με την «προβλεπόμενη» ή με την «ευλόγως αναμενόμενη» κακή χρήση του επίμαχου μηχανήματος, η οποία, όπως ορίζεται στο ίδιο το σημείο 1.1.1, στοιχείο θ΄, του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής, αποτελεί χρήση που «μπορεί να προέλθει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά». Στο πλαίσιο αυτό, το ότι οι εθνικές αρχές αξιολογούν την ύπαρξη του κινδύνου συγκεκριμένα με γνώμονα τον μέσο και ευλόγως επιμελή χρήστη, και όχι αφηρημένα, συμβάλλει στη διασφάλιση της μη αδικαιολόγητης παραβιάσεως εκ μέρους τους της ελεύθερης κυκλοφορίας των μηχανημάτων, υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, (βλ. σκέψεις 54 και 57 ανωτέρω).

84      Πάντως, καθόσον διαπιστώνεται επαρκώς κατά νόμον η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, με γνώμονα τον μέσο και ευλόγως επιμελή χρήστη, το γεγονός ότι ο χρήστης αυτός έχει προηγουμένως ενημερωθεί για την ύπαρξη του κινδύνου είναι αυτό καθεαυτό αδιάφορο, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ιεραρχήσεως που καθιερώνει η οδηγία 2006/42 μεταξύ των υποχρεώσεων προλήψεως και ενημερώσεως που επιβάλλει στους κατασκευαστές μηχανημάτων (βλ. σκέψεις 64 και 71 ανωτέρω) και, αφετέρου, των συνεπειών που προκαλούνται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω).

85      Επομένως, αξιοποιώντας το κριτήριο του μέσου και ευλόγως επιμελή χρήστη επιβάλλεται, τέλος, να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή ήταν σε θέση να διαπιστώσει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι οι δανικές αρχές δικαιολογημένως είχαν λάβει τα σχετικά με το Multione S630 μέτρα λόγω της υπάρξεως κινδύνου για την ασφάλεια των χρηστών του, συνδεόμενου με την απουσία κατάλληλης προστατευτικής κατασκευής έναντι της πτώσεως αντικειμένων ή υλικών.

86      Συναφώς, οι δανικές αρχές εκτίμησαν κατ’ ουσίαν ότι, ακόμη και στην περίπτωση που το Multione S630 είχε αγορασθεί μαζί με εξοπλισμό μη προοριζόμενο για προβλεπόμενη χρήση που εκθέτει τους χρήστες του σε κίνδυνο από πτώση αντικειμένων ή υλικών, εντούτοις ο κίνδυνος αυτός υφίστατο για τρεις δικαιολογητικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, είναι εύλογο οι ενδιαφερόμενοι να αποκτούν εν τέλει στην αγορά μεταχειρισμένων εξοπλισμό ο οποίος τους εκθέτει σε τέτοιον κίνδυνο, χωρίς να μεσολαβήσει η προσφεύγουσα. Ακολούθως, είναι ευλόγως αναμενόμενο ένας εκ των πελατών της προσφεύγουσας να διαθέτει περισσότερους τύπους του μηχανήματος αυτού, τους οποίους προορίζει τόσο για χρήσεις που δεν εγκυμονούν κινδύνους όσο και για χρήσεις που εγκυμονούν κινδύνους και ότι καταλήγει να τους χρησιμοποιεί αδιακρίτως, χωρίς η προσφεύγουσα να δύναται να το αποτρέψει. Τέλος, ακόμη και στην περίπτωση που η προβλεπόμενη χρήση του εν λόγω μηχανήματος δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής κίνδυνο, γεγονός παραμένει ότι σε ορισμένα περιβάλλοντα εντός των οποίων χρησιμοποιείται, όπως στις γεωργικές ή χωματουργικές εργασίες, ο χρήστης εκτίθεται σε κίνδυνο ευλόγως προβλέψιμο από την πτώση αντικειμένων ή υλικών.

87      Η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν ότι το σύνολο των εκτιμήσεων αυτών ήταν δικαιολογημένο.

88      Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί λυσιτελώς τον πρώτο εξ αυτών των δικαιολογητικών λόγων. Συγκεκριμένα, περιορίζεται κατ’ ουσίαν στο επιχείρημα ότι ο λόγος αυτός «δεν διαφαίνεται ότι είναι αποφασιστικής σημασίας» για δύο λόγους. Αφενός, οι οδηγίες χρήσεως που συνοδεύουν το Multione S630 υποχρεώνουν τον ιδιοκτήτη του να εγκαταστήσει κατάλληλη προστατευτική κατασκευή εάν αποκτήσει χωριστώς εξοπλισμό ο οποίος συνεπάγεται κίνδυνο από την πτώση αντικειμένων ή υλικών και να απευθυνθεί προς τον σκοπό αυτό σε εξουσιοδοτημένο μεταπωλητή ή συνεργείο. Αφετέρου, όπως κάθε τεχνολογικό προϊόν, το μηχάνημα αυτό εγκυμονεί ορισμένους κινδύνους, εφόσον δεν χρησιμοποιηθεί υπό τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στις σχετικές οδηγίες χρήσεως, τις οποίες οφείλει ο χρήστης να τηρήσει. Ανεξαρτήτως, όμως, του γεγονότος ότι τα επιχειρήματα αυτά διαφαίνεται ότι στηρίζονται στην παραδοχή ότι ο διαπιστωθείς από τις δανικές αρχές κίνδυνος πράγματι υφίσταται, δεν μπορούν εντούτοις να γίνουν δεκτά, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, δεδομένης της ιεραρχήσεως την οποία καθιερώνει η οδηγία 2006/42 μεταξύ των υποχρεώσεων προλήψεως και ενημερώσεως που επιβάλλονται στους κατασκευαστές μηχανημάτων (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω).

89      Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί περαιτέρω τη δεύτερη εκτίμηση των δανικών αρχών την οποία ενέκρινε η Επιτροπή, ως προς την οποία απλώς αντιπαραθέτει τα ίδια επιχειρήματα.

90      Καθόσον από τα επιχειρήματα αυτά δεν αναδεικνύεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεν απαιτείται η εξέτασή τους ως προς την τρίτη εκτίμηση που στηρίζει τα ληφθέντα από τις δανικές αρχές μέτρα, τα οποία κρίθηκαν δικαιολογημένα από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν τα επιχειρήματα αυτά ήταν βάσιμα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα παρέμενε δικαιολογημένη για τους λόγους που μόλις εκτέθηκαν. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται να διαταχθεί η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

91      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

92      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον διαπιστώνει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των μέτρων που έλαβαν οι δανικές αρχές παρότι τα εν λόγω μέτρα αφορούσαν αποκλειστικώς τους τύπους του Multione S630 που είχαν διατεθεί στη δανική αγορά, εξαιρουμένων των χιλιάδων ανάλογων μηχανημάτων πολλαπλών χρήσεων που είχαν τεθεί σε χρήση στην αγορά αυτή.

93      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας, αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

94      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1984, Sermide, 106/83, Συλλογή, EU:C:1984:394, σκέψη 28· της 11ης Ιουλίου 2006, Franz Egenberger, C‑313/04, Συλλογή, EU:C:2006:454, σκέψη 33, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Cheminova κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑326/07, Συλλογή, EU:T:2009:299, σκέψη 214).

95      Εν προκειμένω, η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που προσάπτεται στην Επιτροπή από την προσφεύγουσα έγκειται κατ’ ουσίαν στο ότι η Επιτροπή έκρινε δικαιολογημένα τα μέτρα που έλαβαν οι δανικές αρχές ως προς το Multione S630 χωρίς προηγουμένως να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα αυτά δεν εισήγαγαν δυσμενείς διακρίσεις, καθώς αφορούσαν αποκλειστικώς το συγκεκριμένο μηχάνημα και όχι τα χιλιάδες ανάλογα μηχανήματα που είχαν τεθεί σε χρήση στη δανική αγορά.

96      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη επ’ αυτού από το Βασίλειο της Δανίας, εξέθεσε τους αντικειμενικούς λόγους βάσει των οποίων έκρινε ότι τα μηχανήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας των δανικών αρχών προ της εκδόσεως των σχετικών με το Multione S630 μέτρων τελούσαν σε διαφορετικές καταστάσεις, έκαστη των οποίων έπρεπε να τύχει διαφορετικής μεταχειρίσεως από τις εν λόγω αρχές. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε αυτά τα πραγματικά στοιχεία με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζοντας πάντως παραλλήλως ότι δεν αναιρούσαν το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της έρευνας αυτής.

97      Αντιθέτως, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, ούτε η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως ή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ούτε το Βασίλειο της Δανίας, με το υπόμνημα παρεμβάσεως, αμφισβήτησαν το γεγονός ότι χιλιάδες μηχανήματα παρόμοια με το Multione S630, διατεθέντα στην αγορά από κατασκευαστές άλλους από τους κατασκευαστές τους οποίους αφορούσε η έρευνα που διεξήγαγαν οι δανικές αρχές, είχαν προ πολλού τεθεί σε χρήση στη δανική αγορά. Επομένως, και το γεγονός αυτό μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποδείχθηκε, χωρίς να απαιτείται η διεξαγωγή της ζητηθείσας από την προσφεύγουσα πραγματογνωμοσύνης σε περίπτωση αμφισβητήσεως, δεδομένου ότι η Επιτροπή απλώς υποστηρίζει ότι στερείται λυσιτέλειας, καθόσον δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί στην εξακρίβωση την οποία η προσφεύγουσα της προσάπτει ότι δεν έπραξε. Επιβάλλεται, επομένως, να διαπιστωθεί το εύρος της εξετάσεως που η Επιτροπή καλείτο να διεξάγει εν προκειμένω.

98      Υπενθυμίζεται συναφώς, πρώτον, ότι κατά πάγια νομολογία, όταν ένα ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων της πράξεως εναρμονίσεως και όχι υπό το πρίσμα των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 1993, Vanacker και Lesage, C‑37/92, Συλλογή, EU:C:1993:836, σκέψη 9, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑100/13, EU:C:2014:2293, σκέψη 62). Η νομολογία αυτή εφαρμόζεται ιδίως στην περίπτωση που το επίμαχο μέτρο συνιστά όχι πράξη νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, αλλά μέτρο ατομικού χαρακτήρα (βλ., συναφώς, απόφαση AGM-COS.MET, παρατεθείσα στη σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2007:213, σκέψεις 49 έως 51), όπως εν προκειμένω.

99      Δεύτερον, η οδηγία 2006/42 προέβη σε πλήρη εναρμόνιση, στο επίπεδο της Ένωσης, όχι μόνον των κανόνων των σχετικών με τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας που ισχύουν για τα μηχανήματα και με την πιστοποίηση της συμμορφώσεως των μηχανημάτων αυτών προς τις εν λόγω απαιτήσεις, αλλά και των συμπεριφορών που μπορούν να υιοθετούν τα κράτη μέλη όσον αφορά τα μηχανήματα που τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις αυτές (απόφαση AGM-COS.MET, παρατεθείσα στη σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2007:213, σκέψη 53). Ως εκ τούτου, ακριβώς υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2006/42 πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις της μην εξακριβώνοντας αν τα μέτρα που έλαβαν εν προκειμένω οι δανικές αρχές παραβίαζαν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ή αν δεν εναπόκειτο στην Επιτροπή να προβεί σε τέτοιο έλεγχο, όπως υποστηρίζει το εν λόγω θεσμικό όργανο.

100    Τρίτον, αντικείμενο του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42 δεν είναι να αναθέσει στην Επιτροπή τη μέριμνα του ελέγχου, υπό όλες τις πτυχές τους, της νομιμότητας των μέτρων που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές όταν διαπιστώνουν ότι μηχανήματα ενδέχεται να θίξουν την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων. Συγκεκριμένα, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται ένας τέτοιος έλεγχος, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 25 και το άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας.

101    Τέταρτον, καίτοι η παράγραφος 3 του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42 απλώς προβλέπει ότι η Επιτροπή εξετάζει αν τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη είναι «δικαιολογημένα» ή όχι, από την όλη οικονομία του εν λόγω άρθρου απορρέει ότι η υποχρέωση αυτή πρέπει να εκληφθεί υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω άρθρου καταρχάς στις εθνικές αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, η εξέταση στην οποία καλείται η Επιτροπή να προβεί αφορά πρώτον το αν, λαμβανομένων υπόψη των λόγων που επικαλείται το κράτος μέλος που έλαβε το μέτρο με τη γνωστοποίησή του στην Επιτροπή, οι οποίοι μπορούν μεταξύ άλλων να στηρίζονται στη «μη τήρηση των βασικών απαιτήσεων» που θέτει η εν λόγω οδηγία (παράγραφος 2), δικαιολογείται, από νομικής και πραγματικής απόψεως, η εκτίμηση ότι ένα μηχάνημα «ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια προσώπων» (παράγραφος 1).

102    Εξάλλου, από το άρθρο 114, παράγραφος 10, ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει στον νομοθέτη της Ένωσης την εξουσία να προβλέπει ρήτρες διασφαλίσεως όπως η θεσπιζόμενη στο άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42, προκύπτει ότι οι εν λόγω ρήτρες δύνανται να παρέχουν την εξουσία στα κράτη μέλη να λαμβάνουν, «για έναν ή περισσότερους από τους μη οικονομικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ», προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε διαδικασία ελέγχου της Ένωσης (βλ. σκέψεις 45 και 79 ανωτέρω).

103    Καίτοι παραπέμπει στους «λόγους» που προβλέπει η πρώτη περίοδος του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, η παράγραφος 10 του άρθρου 114 ΣΛΕΕ δεν παραπέμπει, αντιθέτως, στη δεύτερη περίοδο του άρθρου αυτού, η οποία προβλέπει ότι οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί που μπορούν να δικαιολογηθούν από τους λόγους αυτούς «δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών». Διαφέρει, κατά συνέπεια, από τις παραγράφους 4 έως 6 του ιδίου άρθρου, σχετικά με τις διατάξεις τις οποίες μπορεί να θεσπίζει ή να διατηρεί εν ισχύι κράτος μέλος μετά την έκδοση μέτρου εναρμονίσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1. Μόνον αυτές οι τελευταίες παράγραφοι προβλέπουν ότι μέριμνα της Επιτροπής είναι να ελέγχει, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν τα μέτρα που έλαβε το οικείο κράτος μέλος δικαιολογούνται, κατά περίπτωση, από τις «επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 36 [ΣΛΕΕ]» ή από «λόγους» συνδεόμενους με «την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας», αν, περαιτέρω, τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν «μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών» (βλ. αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2003, Δανία κατά Επιτροπής, C‑3/00, Συλλογή, EU:C:2003:167, σκέψεις 57, 118 και 123 έως 126, και της 9ης Δεκεμβρίου 2010, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑69/08, Συλλογή, EU:T:2010:504, σκέψη 59, όσον αφορά το άρθρο 95 ΕΚ· αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:1994:196, σκέψη 27, και της 21ης Ιανουαρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑512/99, Συλλογή, EU:C:2003:40, σκέψεις 38 έως 41, 44, 86 και 89, όσον αφορά το άρθρο 100 Α ΕΚ).

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, και όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 δεν της επιβάλλει, στο ειδικό πλαίσιο της εξετάσεως του δικαιολογημένου ή μη χαρακτήρα των μέτρων που της γνωστοποιούν τα κράτη μέλη, να κρίνει αν τα μέτρα αυτά συμμορφώνονται περαιτέρω προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

105    Καθόσον ένα τέτοιο μέτρο είναι δικαιολογημένο υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όπως τούτο απορρέει εν προκειμένω από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή αναγνωρίζει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα του δεν μπορεί επομένως να αναιρείται με βάση το σκεπτικό ότι μηχανήματα παρόμοια με το μηχάνημα στο οποίο αφορά το εν λόγω μέτρο κυκλοφορούν στην επίμαχη εθνική αγορά, αλλά δεν αποτέλεσαν αντικείμενο παρόμοιων μέτρων παραβιάζοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, T‑13/99, Συλλογή, EU:T:2002:209, σκέψη 479.

106    Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, στο μέτρο που μια ουσία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας, αξιολογήσεως εκ μέρους των αρμοδίων αρχών βάσει των κριτηρίων που τάσσει η οδηγία αυτή, και δεδομένου ότι κάθε ουσία έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, μια ουσία που δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί βάσει των κριτηρίων αυτών δεν τελεί στην ίδια κατάσταση, από απόψεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, με ουσία που έχει αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας αξιολογήσεως (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Alliance for Natural Health κ.λπ., C‑154/04 και C‑155/04, Συλλογή, EU:C:2005:449, σκέψεις 116 και 117). Καίτοι το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διαφέρει από το πλαίσιο που διακρίνει την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, μπορεί να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα αυτής, ότι, καθόσον το Multione S630 είχε αποτελέσει αντικείμενο αξιολογήσεως και μέτρου ληφθέντος από τις δανικές αρχές βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/42, το μηχάνημα αυτό τελούσε, προς τον σκοπό του ελέγχου στον οποίο έπρεπε να προβεί η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου, σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη των ανάλογων μηχανημάτων πολλαπλών χρήσεων που κυκλοφορούσαν στη δανική αγορά.

107    Τέλος, πέμπτον, τούτο δεν σημαίνει ότι, όταν περισσότερα μηχανήματα που διατίθενται στην αγορά κράτους μέλους και διαθέτουν ανάλογα τεχνικά χαρακτηριστικά εγκυμονούν ίδιο κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν αυθαιρέτως να αποφασίζουν να υπαγάγουν μόνον ορισμένα από τα μηχανήματα αυτά σε μέτρο απαγορεύσεως της διαθέσεώς τους στην αγορά, αποσύρσεώς τους ή περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας τους.

108    Αντιθέτως, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζουν τόσο η προσφεύγουσα όσο και η ίδια η Επιτροπή, κάθε πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ., C‑402/07 και C‑432/07, Συλλογή, EU:C:2009:716, σκέψη 48, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, Χατζή, C‑149/10, Συλλογή, EU:C:2010:534, σκέψη 43). Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία πράξεως της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και η όλη οικονομία της, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, Lidl Italia, C‑315/05, Συλλογή, EU:C:2006:736, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τέλος, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι τα κράτη μέλη τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν την επίμαχη εν προκειμένω οδηγία, δεν έχουν μόνον τη δυνατότητα να προσφύγουν στη ρήτρα διασφαλίσεως που προβλέπει του άρθρο 11 αυτής, αλλά και την υποχρέωση να το πράξουν όταν διαπιστώνουν ότι μηχανήματα ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων (απόφαση AGM-COS.MET, παρατεθείσα στη σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2007:213, σκέψη 62· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση Klein κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 46 ανωτέρω, EU:C:2015:252, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Είναι, όμως, αντίθετο όχι μόνον στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, αλλά και στον σκοπό της οδηγίας 2006/42, που αφορά ειδικότερα την εναρμόνιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες τα μηχανήματα τα οποία εμπίπτουν σε αυτήν διατίθενται στην εσωτερική αγορά και κυκλοφορούν ελευθέρως σε αυτήν, διασφαλίζοντας παραλλήλως την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων έναντι κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση τους (βλ. σκέψεις 25 και 78 ανωτέρω), καθώς και στην όλη οικονομία του πλαισίου που καθιερώνεται για τη διασφάλιση της ορθής και ομοιόμορφης εφαρμογής της οδηγίας αυτής από τις εθνικές αρχές (βλ. σκέψεις 26 έως 28 και 79 ανωτέρω), υπό τον έλεγχο της Επιτροπής (βλ. σκέψεις 46 και 80 ανωτέρω), ένα κράτος μέλος να μπορεί να προσφύγει στη ρήτρα διασφαλίσεως που προβλέπει το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά μηχάνημα που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων, μη υπάγοντας παραλλήλως τα παρόμοια μηχανήματα σε ίδια μεταχείριση, ελλείψει αντικειμενικής δικαιολογήσεως.

110    Κατά τα λοιπά, ιδίως προς τον σκοπό της διασφαλίσεως της ομοιόμορφης εφαρμογής της οδηγίας 2006/42 και της εξασφαλίσεως, στο πλαίσιο αυτό, της ίδιας προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων όσον αφορά μηχανήματα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης, ο νομοθέτης καθιέρωσε, με το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της πράξεως αυτής, με τίτλο «Ειδικά μέτρα για τα δυνητικώς επικίνδυνα μηχανήματα», ειδική διαδικασία που παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λαμβάνει, διά αποφάσεως, μέτρα τα οποία υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά μηχανημάτων τα οποία, με τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο με εκείνα που αποτέλεσαν αντικείμενο εθνικού μέτρου που κρίθηκε ως δικαιολογημένο (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η Επιτροπή δύναται να απαιτεί, όχι μόνον από το κράτος μέλος που εξέδωσε το μέτρο αυτό, αλλά και από το σύνολο των άλλων κρατών μελών, να υπάγουν σε ίδια μεταχείριση, στο μέτρο που απαιτείται και τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, το σύνολο των μηχανημάτων που έχουν τεθεί σε χρήση στην εσωτερική αγορά και εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο, από απόψεως των τεχνικών χαρακτηριστικών τους, με το μηχάνημα το οποίο αφορά το εν λόγω μέτρο.

111    Όπως υπογραμμίζουν κατ’ ουσίαν τόσο η Επιτροπή όσο και η προσφεύγουσα, η ειδική αυτή διαδικασία δεν θίγει, αφενός, τη δυνατότητα του κατασκευαστή του επίμαχου μηχανήματος να καλέσει το κράτος μέλος που περιόρισε την ελεύθερη κυκλοφορία του να λάβει μέτρα ανάλογα και για παρόμοια μηχανήματα που κυκλοφορούν στην αγορά του και, αφετέρου, τη δυνατότητα της Επιτροπής να προσφύγει στη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

112    Εντός ενός τέτοιου πλαισίου η προσφεύγουσα μπορεί να υποστηρίξει λυσιτελώς ότι, όπως επισήμανε με τα υπομνήματά της και όπως δέχεται και η Επιτροπή, οι δανικές αρχές εφήρμοσαν τη ρήτρα διασφαλίσεως που προβλέπει το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 έναντι δύο κατασκευαστών μηχανημάτων πολλαπλών χρήσεων, εγκατεστημένων στην Ιταλία και στη Φινλανδία, οι οποίοι είναι νεοεισερχόμενοι στη δανική αγορά, χωρίς να πράξει το ίδιο και έναντι άλλων κατασκευαστών που δραστηριοποιούνται προ πολλού στην αγορά αυτή.

113    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, και ιδίως του επαρκώς δικαιολογημένου χαρακτήρα από νομικής και πραγματικής απόψεως, υπό την έννοια του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42, της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

114    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο προέβαλε η προσφεύγουσα, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το αίτημά της περί διενέργειας, εφόσον απαιτείται, πραγματογνωμοσύνης.

 Ως προς την αιτίαση η οποία αφορά τις ζημίες που προξενήθηκαν εξαιτίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

115    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της προξένησε πλήθος υλικών ζημιών, ενώ παράλληλα έβλαψε και τη φήμη της. Παρά ταύτα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από την ανάγνωση της προσφυγής, προκύπτει ότι η διατυπωθείσα από την προσφεύγουσα αιτίαση προβλήθηκε μόνον προς στήριξη δηλώσεως με την οποία η ενδιαφερόμενη επιφυλάσσεται κατ’ ουσίαν της δυνατότητας να καταθέσει νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

116    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν, πρώτον, τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης από τον προσφεύγοντα συμπεριφοράς στο καθού θεσμικό όργανο, δεύτερον, την ύπαρξη ζημίας πραγματικής και βέβαιης και, τρίτον, την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επίμαχης συμπεριφοράς και της επικαλούμενης ζημίας. Επομένως, στον βαθμό που μία από τις τρεις αυτές σωρευτικές προϋποθέσεις δεν πληρούται, η αξίωση αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτεται χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις (βλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑279/03, Συλλογή, EU:T:2006:121, σκέψεις 76 και 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Εν προκειμένω, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το παραδεκτό της αιτιάσεως αυτής από απόψεως του άρθρου 76, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από το σύνολο των προεκτεθέντων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η σχετική με τον παράνομο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως προϋπόθεση πληρούται. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

118    Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

119    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

120    Εξάλλου, το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας διευκρινίζει ότι τα παρεμβάντα στη διαφορά κράτη μέλη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

121    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και σε αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο τόσο της υπό κρίση προσφυγής όσο και της σχετικής αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής. Εξάλλου, το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η CSF Srl φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής και της διαδικασίας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

3)      Το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Παπασάββας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.