Language of document : ECLI:EU:T:2004:106

T33703ELORDConversion2-30DEFΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ 02/06/2004000Document1Canevas 3.2.0 8/12/2005 14:17:41OB@TRA-DOC-EL-ORD-T-0337-2003-200402729-06_10«»
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 2ας Απριλίου 2004 (NaN)

«Προσφυγή λόγω παραλείψεως – Διαδικασία του άρθρου 7 ΕΕ – Καταγγελία για παραβιάσεις των αρχών του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΕ από τις ισπανικές δικαστικές αρχές – Πρόδηλη αναρμοδιότητα»

Στην υπόθεση T-337/03,

Luis Bertelli Gálvez, κάτοικος Μαδρίτης (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τον J. Puche Rodríguez-Acosta, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 232, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να κινήσει κατά του Βασιλείου της Ισπανίας τη διαδικασία του άρθρου 7 ΕΕ μετά την καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με παραβιάσεις, έναντι αυτού, των αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου που διατυπώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΕ από τις δικαστικές αρχές αυτού του κράτους μέλους,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από την P. Lindh, πρόεδρο, και τους R. Garcia-Valdecasas και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη


Νομικό πλαίσιο

1
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη.

2
Το άρθρο 7, παράγραφος 1, ΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

«Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του και κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος αρχών που μνημονεύονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, και να του απευθύνει κατάλληλες συστάσεις. Το Συμβούλιο, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να ζητήσει από ανεξάρτητες προσωπικότητες να υποβάλουν […] έκθεση για την κατάσταση στο εν λόγω κράτος μέλος.»

3
Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, ΕΕ:

«Το Συμβούλιο, συνερχόμενο υπό τη σύνθεση αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών μελών ή της Επιτροπής και αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος αρχών που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6, αφού καλέσει την κυβέρνηση του εν λόγω κράτους μέλους να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.»

4
Όταν γίνει αυτή η διαπίστωση, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ορίζει ότι «το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή της παρούσας συνθήκης ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο».


Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

5
Με επιστολή της 28ης Απριλίου 2003, ο προσφεύγων, Ισπανός δικηγόρος, κατέθεσε καταγγελία στην Επιτροπή για παράνομο διωγμό εις βάρος του εδώ και είκοσι χρόνια από τα ισπανικά δικαστήρια διότι τόλμησε να καταγγείλει την αναξιοπρεπή συμπεριφορά των εν λόγω δικαστικών αρχών. Στην καταγγελία του ο προσφεύγων εξέθεσε ότι λόγω αυτών των αντιποίνων είναι σαφές ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν σέβεται τις βασικές αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου που διατυπώνει το άρθρο 6 ΕΕ και ζήτησε από την Επιτροπή:

να διαπιστώσει επισήμως ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παραβιάζει το κράτος δικαίου λόγω ανευθυνότητας της δικαστικής εξουσίας, οι πράξεις της οποίας είναι αυθαίρετες και παράνομες·

να καλέσει το Βασίλειο της Ισπανίας να θέσει τέρμα στον διωγμό του καταγγέλλοντος από τη δικαστική εξουσία και να τηρήσει την υποχρέωσή του να διεκπεραιώσει τις αιτήσεις αποζημιώσεως που υπέβαλε στα εθνικά δικαστήρια για τις ζημίες που του προξένησε ο διωγμός αυτός·

να καλέσει το Βασίλειο της Ισπανίας να επιτρέψει την ελεύθερη και ανεξάρτητη άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου προκειμένου να εξασφαλίσει αποτελεσματική άμυνα των Ισπανών και των κοινοτικών υπηκόων που κατοικούν στην Ισπανία·

να προτείνει στο Συμβούλιο βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, ΕΕ την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου του Βασιλείου της Ισπανίας στους κόλπους του Συμβουλίου, μέχρις ότου το κράτος αυτό καταρτίσει και θέσει σε εφαρμογή τους κατάλληλους μηχανισμούς προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο της δικαστικής εξουσίας

6
Με επιστολή της 21ης Μαΐου 2003 στο όνομα της Επιτροπής, ο A. Brun, προϊστάμενος της μονάδας «Υπηκοότητα, χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ρατσισμός και ξενοφοβία, πρόγραμμα Δάφνη» της Γενικής Διεύθυνσης «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις», απάντησε στον προσφεύγοντα πληροφορώντας τον ότι η Επιτροπή δεν έχει γενική αρμοδιότητα στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων βάσει της Συνθήκης ΕΕ και της Συνθήκης ΕΚ, ότι μπορεί να επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον τομέα της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας, ότι εν προκειμένω η διοίκηση της δικαστικής εξουσίας ανήκει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους και συνεπώς τα δικαιώματα που ο καταγγέλλων θεωρεί ότι προσεβλήθησαν «εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ισπανικών αρχών και ότι κατά συνέπεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει την εξουσία για να δώσει συνέχεια στις υποθέσεις αυτές». Επί πλέον ο A. Brun επισήμανε ότι, αν ο καταγγέλλων εξαντλήσει τα εσωτερικά μέσα παροχής εννόμου προστασίας, έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 

7
Με επιστολές της 3ης και της 18ης Ιουνίου 2003, ο προσφεύγων απευθύνθηκε και πάλι στην Επιτροπή. Παρατήρησε ότι η προαναφερθείσα επιστολή δεν συνιστούσε απάντηση στην καταγγελία του διότι η υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και επί πλέον η δυνατότητα να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης δεν υφίσταται διότι οι οργανισμοί αυτοί είχαν ήδη αρνηθεί να εξετάσουν την υπόθεσή του. Επί πλέον επισήμανε ότι ο A. Brun δεν ήταν αρμόδιος, στο όνομα της Επιτροπής, να αποφασίσει επί της καταγγελίας του. Για τον λόγο αυτό και βάσει του άρθρου 232 ΕΚ ζήτησε από την Επιτροπή να ενεργήσει σύμφωνα με το αίτημα της καταγγελίας του.

8
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Οκτωβρίου 2003 ο προσφεύγων άσκησε την παρούσα προσφυγή.

9
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να επαληθεύσει τη σοβαρή παραβίαση από το Βασίλειο της Ισπανίας των αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου που κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΕ·

να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προτείνει στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, ΕΕ να διαπιστώσει την παραβίαση αυτή και να αναστείλει το δικαίωμα ψήφου αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο.


Σκεπτικό

10
Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όταν το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής, μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

11
Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι διαθέτει αρκετά στοιχεία από τη δικογραφία και αποφασίζει κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

12
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο, βάσει του άρθρου 232, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να επαληθεύσει σοβαρή παραβίαση από το Βασίλειο της Ισπανίας των αρχών που κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΕ προκειμένου να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, ΕΕ κατά αυτού του κράτους μέλους.

13
Κατά το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), το Δικαστήριο ασκεί τις αρμοδιότητές του υπό τους όρους και για τους σκοπούς που προβλέπουν αφενός μεν οι διατάξεις των συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των μεταγενεστέρων συνθηκών και πράξεων που τις τροποποιούν και τις συμπληρώνουν αφετέρου δε οι άλλες διατάξεις της παρούσας συνθήκης.

14
Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση [ΕΕ] δεν παρέχει αρμοδιότητα στο Δικαστήριο για να εξετάζει τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται βάσει της συνθήκης αυτής παρά μόνο σε ορισμένους τομείς. Συγκεκριμένα το άρθρο 46 ΕΕ προβλέπει ότι οι διατάξεις των συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής έχουν εφαρμογή μόνο στις ακόλουθες διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ:

«[…]

δ)      στο άρθρο 6, παράγραφος 2, [ΕΕ] όσον αφορά τη δραστηριότητα των οργάνων, στο μέτρο που το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα βάσει των συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και βάσει της παρούσας συνθήκης·

ε)      μόνον στις διαδικαστικές επιταγές του άρθρου 7, όταν το Δικαστήριο αποφασίζει κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία το Συμβούλιο προβαίνει στην προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο διαπίστωση·

[…]».

15
Η Συνθήκη ΕΕ δεν απονέμει δηλαδή αρμοδιότητα στον κοινοτικό δικαστή να ελέγχει αν τα κοινοτικά όργανα ενήργησαν νομίμως για να εξασφαλίσουν την τήρηση από τα κράτη μέλη των αρχών του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΕ ούτε να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 7 ΕΕ εκτός αν πρόκειται για ζητήματα σχετικά με διαδικαστικές επιταγές που περιέχει το άρθρο αυτό που το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αποκλειστικά κατόπιν αιτήσεως του οικείου κράτους μέλους.

16
Εξ αυτού έπεται ότι το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να εκδικάσει προσφυγή ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με την οποία ζητείται ο έλεγχος πράξεως των οργάνων προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των αρχών του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΕ από τα κράτη μέλη ή η νομιμότητα πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 7 ΕΕ.

17
Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν είναι, κατά μείζονα λόγο, αρμόδιο να εκδικάσει προσφυγή ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο βάσει του άρθρου 232, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό της παραβιάσεως από κάποιο κράτος μέλος των αρχών του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΕ και να προτείνει στο Συμβούλιο να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 7 ΕΕ κατά αυτού του κράτους μέλους.

18
Βάσει των προεκτεθέντων το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να εκδικάσει την παρούσα προσφυγή λόγω παραλείψεως που άσκησε ο προσφεύγων.

19
Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρούσα προσφυγή πρέπει να απορριφθεί χωρίς να επιδοθεί στην καθής.


Επί των δικαστικών εξόδων

20
Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την κοινοποίηση του δικογράφου της προσφυγής στην καθής και πριν αυτή υποβληθεί σε έξοδα, αρκεί να αποφασιστεί ότι ο προσφεύγων θα φέρει τα δικά του έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)
Απορρίπτει την προσφυγή λόγω πρόδηλης αναρμοδιότητας.

2)
Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 2 Απριλίου 2004.


Ο Γραμματέας    Η Πρόεδρος

H. Jung    P. Lindh


NaN
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.