Language of document : ECLI:EU:C:2016:388

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 2ας Ιουνίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑191/15

Verein für Konsumenteninformation

κατά

Amazon EU Sàrl

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Εξωσυμβατικές ενοχές — Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 (Ρώμη II) — Συμβατικές ενοχές — Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη I) — Προστασία των καταναλωτών — Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Οδηγία 95/46/ΕΚ — Αγωγή παραλείψεως — Οδηγία 2009/22/ΕΚ — Διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο — Γενικοί όροι πωλήσεως — Ρήτρα επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου — Ορισμός ως εφαρμοστέου του δικαίου του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η επιχείρηση — Καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών των γενικών όρων πωλήσεως στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως»





I –    Εισαγωγή

1.        H Verein für Konsumenteninformation (στο εξής: VKI), ένωση προστασίας καταναλωτών εγκατεστημένη στην Αυστρία, άσκησε ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων αγωγή παραλείψεως, ζητώντας να απαγορευθεί στην Amazon EU Sàrl, η οποία είναι εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο, η χρήση ρητρών, που φέρονται ως καταχρηστικές, στους γενικούς της όρους πωλήσεως έναντι των καταναλωτών που κατοικούν στην Αυστρία.

2.        Στο πλαίσιο αυτό, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ερωτά το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, σχετικά με το δίκαιο που έχει εφαρμογή, στο πλαίσιο τέτοιας αγωγής, για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών. Πρέπει το δίκαιο αυτό να καθοριστεί με βάση τους κανόνες συγκρούσεως νόμων που περιέχει ο κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 (στο εξής: κανονισμός Ρώμη ΙΙ) (2), εφόσον η ενάγουσα ένωση έχει ως σκοπό την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών δυνάμει δικαιώματος που της παρέχει νόμος, ανεξαρτήτως της υπάρξεως συγκεκριμένης συμβατικής σχέσεως; Ή μήπως το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την εν λόγω εξέταση πρέπει να καθοριστεί με βάση τους κανόνες συγκρούσεως νόμων που καθιερώνει ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 (στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι) (3), εφόσον η ενδεχόμενη προσβολή των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών ανάγεται σε συμβατικούς δεσμούς μεταξύ των τελευταίων και της εναγόμενης επιχειρήσεως;

3.        Έπειτα, το ίδιο εθνικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν συμβατική ρήτρα η οποία ορίζει ως εφαρμοστέο επί συμβάσεως συναφθείσας στο πλαίσιο ηλεκτρονικού εμπορίου το δίκαιο του κράτος μέλους της έδρας του επαγγελματία είναι καταχρηστική κατά την έννοια της οδηγίας 93/13/ΕΚ (4).

4.        Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί με γνώμονα ποιο εθνικό δίκαιο μεταφοράς της οδηγίας 95/46/ΕΚ (5) πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα συμβατικών ρητρών που προβλέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από επιχείρηση ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως η Amazon EU, η οποία κατευθύνει τις δραστηριότητές της προς κράτος μέλος άλλο από αυτό στο οποίο βρίσκεται η έδρα της.

II – Νομικό πλαίσιο

 A —      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός Ρώμη Ι

5.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι ορίζει ότι «[ο] παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου στις περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων […]».

6.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι «[η] σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη». Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, «[η] ύπαρξη και το κύρος της συμφωνίας των μερών ως προς την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 13».

7.        Το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, επιγραφόμενο «Συμβάσεις καταναλωτών», ορίζει:

«1.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 7, η σύμβαση που συνάπτει φυσικό πρόσωπο για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική του δραστηριότητα (“ο καταναλωτής”) με άλλο πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο της άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας (“ο επαγγελματίας”), διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του, εφόσον ο επαγγελματίας:

α)      ασκεί τις εμπορικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες στη χώρα όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του· ή

β)      με οιοδήποτε μέσο κατευθύνει αυτές τις δραστηριότητές του σε αυτή τη χώρα ή σε διάφορες χώρες μεταξύ των οποίων και η συγκεκριμένη χώρα,

και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.

2.      Παρά την παράγραφο 1, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο σε μια σύμβαση, που πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, σύμφωνα με το άρθρο 3. Η επιλογή αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον καταναλωτή από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία, σύμφωνα με το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει της παραγράφου 1 ελλείψει επιλογής.

 […]»

8.        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη I ορίζει ότι «[η] ύπαρξη και το κύρος της σύμβασης ή μιας διάταξής της διέπονται από το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αν η σύμβαση ή η διάταξη ήταν έγκυρη».

2.      Ο κανονισμός Ρώμη ΙΙ

9.        Κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός Ρώμη ΙΙ «εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων […]».

10.      Το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«1.      Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.

[…]

3.      Αν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.»

11.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, «[τ]ο εφαρμοστέο δίκαιο στην εξωσυμβατική ενοχή η οποία απορρέει από πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν οι σχέσεις ανταγωνισμού ή τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών».

12.      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι «[τ]ο εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από συζητήσεις πριν από τη σύναψη σύμβασης, ανεξαρτήτως του αν συνήφθη τελικά η σύμβαση, είναι το δίκαιο που είναι, ή που θα ήταν, εφαρμοστέο στη σύμβαση, αν αυτή είχε συναφθεί».

3.      Η οδηγία 2009/22/ΕΚ

13.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/22/EΚ (6) ορίζει:

«1.      Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις αγωγές παραλείψεως κατά το άρθρο 2 και αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως παράβαση νοείται κάθε ενέργεια αντίθετη προς τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα, όπως έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, η οποία θίγει τα συλλογικά συμφέροντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.»

14.      Το παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής περιλαμβάνει, στο σημείο του 5, την οδηγία 93/13.

15.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, αυτή «δεν θίγει τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί του εφαρμοστέου δικαίου, κατά τους οποίους εφαρμόζεται είτε το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης της παράβασης, είτε το δίκαιο του κράτους μέλους όπου επήλθαν τα αποτελέσματά της».

16.      Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει τους «νομιμοποιούμενους προς έγερση αγωγής [παραλείψεως] φορείς» ως «[τους] οργανισμο[ύς] ή οργανώσεις που έχουν δεόντως συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν έννομο συμφέρον να επιβάλλουν την τήρηση των διατάξεων κατά το άρθρο 1 […]».

4.      Η οδηγία 93/13

17.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι «[ρ]ήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση».

18.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, «[μ]ε την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται».

19.      Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2.»

20.      Το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.

2.      Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το αν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών.

[…]»

21.      Το παράρτημα Ι της οδηγίας 93/13 περιλαμβάνει κατάλογο με παραδείγματα ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές. Η παράγραφος 1, στοιχείο πʹ, του παραρτήματος αυτού αναφέρει τις ρήτρες των οποίων αντικείμενο είναι «να καταργούν, ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή […]».

5.      Η οδηγία 95/46

22.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 95/46 ορίζει:

«1.      Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζει δυνάμει της παρούσας οδηγίας σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον:

α)      η επεξεργασία εκτελείται στα πλαίσια των δραστηριοτήτων υπευθύνου εγκατεστημένου στο έδαφος του κράτους μέλους· όταν ο ίδιος υπεύθυνος είναι εγκατεστημένος στο έδαφος περισσοτέρων του ενός κρατών μελών, πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι κάθε εγκατάστασή του πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία·

[…]».

 B —      Το αυστριακό δίκαιο

23.      Το άρθρο 6 του Konsumentenschutzgesetz (νόμος περί προστασίας των καταναλωτών), της 8ης Μαρτίου 1979 (στο εξής: KSchG), ορίζει, στην παράγραφό του 3, ότι συμβατικός όρος ο οποίος περιέχεται στους γενικούς όρους συναλλαγών ή σε τυποποιημένα έντυπα συμβάσεων είναι άκυρος αν έχει συνταχθεί κατά τρόπο ασαφή ή ακατανόητο.

24.      Το άρθρο 13bis, παράγραφος 2, του νόμου αυτού ορίζει ότι το ανωτέρω άρθρο 6 έχει εφαρμογή για την προστασία του καταναλωτή, ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει τη σύμβαση, εφόσον αυτή έχει συναφθεί στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία έχει ως αντικείμενο τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων και ασκείται στην Αυστρία από την επιχείρηση ή από διαμεσολαβητή που η επιχείρηση χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτόν.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

25.      Η Amazon EU είναι εταιρία ηλεκτρονικού εμπορίου εδρεύουσα στο Λουξεμβούργο. H εταιρία αυτή διευκρίνισε, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι είναι θυγατρική της εταιρίας Amazon.com, Inc., η έδρα της οποίας βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο όμιλος στον οποίο ανήκει η Amazon EU δεν έχει εγκατάσταση στην Αυστρία. Ωστόσο, η εν λόγω εταιρία συνάπτει, μέσω γερμανόγλωσσου ιστοτόπου (www.amazon.de), συμβάσεις διαδικτυακής πωλήσεως με καταναλωτές που κατοικούν στην Αυστρία.

26.      Οι συμβάσεις που συνάπτονταν με τους καταναλωτές αυτούς περιείχαν, μέχρι τα μέσα του έτους 2012, γενικούς όρους πωλήσεως, στους οποίους περιλαμβάνονται οι δώδεκα ρήτρες που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ειδικότερα, οι ρήτρες 6, 9, 11 και 12 είχαν ως εξής:

«6.      Σε περίπτωση πληρωμής επί πιστώσει, καθώς και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, όταν αυτό δικαιολογείται, η Amazon.de εξακριβώνει και αξιολογεί τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα των πελατών και ανταλλάσσει δεδομένα με άλλες επιχειρήσεις εντός του ομίλου της Amazon, με γραφεία οικονομικών πληροφοριών και, εν ανάγκη, με την εταιρία Bürgel Wirtschaftsinformationen GmbH & Co […]».

«9.      Προκειμένου να εγκρίνουμε την αγορά επί πιστώσει ως τρόπο πληρωμής, χρησιμοποιούμε —πέραν των δικών μας δεδομένων— υπολογισμούς πιθανοτήτων για την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου, τους οποίους λαμβάνουμε από την εταιρία Bürgel Wirtschaftsinformationen GmbH & Co. […] και από την εταιρία informa Solutions GmbH […]. Συμβουλευόμαστε τις προαναφερθείσες εταιρίες επίσης για την επιβεβαίωση των στοιχείων διευθύνσεως που δηλώνετε.»

«11.      Αν ο χρήστης αποφασίσει να αναρτήσει ορισμένο περιεχόμενο στον ιστότοπο Amazon.de (για παράδειγμα, αξιολογήσεις πελατών), τότε παραχωρεί στην Amazon, για όλη τη διάρκεια ισχύος του βασικού δικαιώματος, χωρίς χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς, άδεια εκμεταλλεύσεως του σχετικού περιεχομένου για κάθε σκοπό, είτε online είτε με άλλον τρόπο.»

«12.      Εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του Λουξεμβούργου αποκλειομένης της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (ΔΠΚΠ).»

27.      Η VKI είναι ένωση προστασίας καταναλωτών η οποία εδρεύει στην Αυστρία και νομιμοποιείται να ασκεί αγωγές παραλείψεως με βάση το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/22. Κατέθεσε ενώπιον του Handelsgericht Wien (εμπορικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία) αίτημα απαγορεύσεως της χρήσεως των προαναφερθεισών δώδεκα ρητρών καθώς και αίτημα δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος απαγορεύσεως. Κατά τη VKI, οι ρήτρες αυτές παραβιάζουν διάφορους αυστριακούς νόμους, μεταξύ των οποίων τον KSchG και τον Datenschutzgesetz (νόμος περί προστασίας δεδομένων, στο εξής: DSG).

28.      Το εθνικό αυτό δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή όσον αφορά ένδεκα από τις δώδεκα επίμαχες ρήτρες. Με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι, έκρινε άκυρη τη ρήτρα 12, με το σκεπτικό ότι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποστέρηση του καταναλωτή από την προστασία την οποία του εγγυάται η νομοθεσία του κράτους της συνήθους διαμονής του. Συνεπώς, κατά το εν λόγω δικαστήριο, το κύρος των άλλων ρητρών, εξαιρουμένων των διατάξεων που περιλαμβάνονται στις ρήτρες 6, 9 και 11 σχετικά με την προστασία των δεδομένων, πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα το αυστριακό δίκαιο. Αντιθέτως, το κύρος των τελευταίων διατάξεων πρέπει, σύμφωνα με την οδηγία 95/46, να εκτιμηθεί με γνώμονα το λουξεμβουργιανό δίκαιο.

29.      Αμφότεροι οι διάδικοι άσκησαν κατά της ανωτέρω αποφάσεως έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Wien (Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο Βιέννης, Αυστρία). Το δικαστήριο αυτό επιβεβαίωσε ότι το εφαρμοστέο για την εξέταση των επίμαχων ρητρών δίκαιο πρέπει να καθοριστεί με βάση τους κανόνες συγκρούσεως νόμων που περιέχονται στον κανονισμό Ρώμη Ι. Ωστόσο, έκρινε ότι από το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν μπορεί να συναχθεί έλλειψη νομιμότητας της ρήτρας 12. Αντιθέτως, το κύρος της εν λόγω ρήτρας πρέπει, με βάση το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, να εξεταστεί υπό το πρίσμα του λουξεμβουργιανού δικαίου. Συνεπώς, το εν λόγω εθνικό δικαστήριο εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ανέπεμψε σε αυτό την υπόθεση προκειμένου να προβεί στην αξιολόγηση αυτή. Κατά το Oberlandesgericht Wien (Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο Βιέννης, Αυστρία), αν η ρήτρα 12 κριθεί νόμιμη με γνώμονα το λουξεμβουργιανό δίκαιο, τότε το Handelsgericht Wien (εμπορικό πρωτοδικείο Βιέννης) θα οφείλει να εξετάσει τις υπόλοιπες ρήτρες υπό το πρίσμα του δικαίου αυτού. Επομένως, θα πρέπει να προβεί σε σύγκριση με το αυστριακό δίκαιο, προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτό περιλαμβάνει διατάξεις ευνοϊκότερες για τους καταναλωτές. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι, η επιλογή του λουξεμβουργιανού δικαίου δεν δύναται να στερήσει τους καταναλωτές από την προστασία που τους παρέχεται από ευνοϊκότερες διατάξεις.

30.      Η VKI προσέφυγε στο Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο), το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το εφαρμοστέο δίκαιο επί αγωγής παραλείψεως κατά την έννοια της οδηγίας 2009/22 να καθορίζεται με βάση το άρθρο 4 του κανονισμού Ρώμη II, όταν η αγωγή στρέφεται κατά της χρήσεως παράνομων συμβατικών ρητρών από επιχείρηση εγκατεστημένη σε ορισμένο κράτος μέλος, η οποία, στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, συνάπτει συμβάσεις με καταναλωτές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη και ιδίως στο κράτος του δικάζοντος δικαστή;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)      Πρέπει να θεωρείται ως κράτος επελεύσεως της ζημίας (άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη II) κάθε κράτος προς το οποίο κατευθύνεται η επιχειρηματική δραστηριότητα της εναγομένης επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται οι προσβαλλόμενες ρήτρες να κρίνονται με βάση το δίκαιο του κράτους αυτού, όταν ο έχων ενεργητική νομιμοποίηση φορέας στρέφεται κατά της χρήσεως των ρητρών αυτών στις εμπορικές συναλλαγές με καταναλωτές εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος;

β)      Υφίσταται προδήλως στενότερος δεσμός (άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη II) με το δίκαιο του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εναγομένη επιχείρηση, όταν οι όροι των συναλλαγών της προβλέπουν ότι επί των συμβάσεων που συνάπτει η επιχείρηση είναι εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους αυτού;

γ)      Έχει μια τέτοια ρήτρα επιλογής δικαίου ως συνέπεια ότι οι προσβαλλόμενες συμβατικές ρήτρες πρέπει, για άλλους λόγους, να εξεταστούν με βάση το δίκαιο του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εναγομένη επιχείρηση;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πώς πρέπει να καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί αγωγής παραλείψεως;

4)      Ανεξάρτητα από την απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα:

α)      Είναι καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ρήτρα περιεχόμενη στους γενικούς όρους συναλλαγών, η οποία ορίζει ότι επί συμβάσεως συναφθείσας, στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, μεταξύ καταναλωτή και επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους εγκαταστάσεως της εν λόγω επιχειρήσεως;

β)      Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 την έννοια ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους επιχειρήσεως η οποία συνάπτει συμβάσεις, στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, με καταναλωτές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, υπόκειται, ανεξαρτήτως του κατά τα λοιπά εφαρμοστέου δικαίου, αποκλειστικώς στο δίκαιο του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η εγκατάσταση της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται η επεξεργασία ή μήπως η επιχείρηση αυτή οφείλει να τηρεί επίσης τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων των κρατών μελών προς τα οποία κατευθύνεται η επιχειρηματική της δραστηριότητα;»

31.      Η VKI, η Amazon EU, η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις και έλαβαν μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Μαρτίου 2016.

IV – Ανάλυση

 A —      Επί του δικαίου που έχει εφαρμογή για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών στο πλαίσιο της αγωγής παραλείψεως (πρώτο έως τρίτο ερώτημα)

1.      Επί του περιεχομένου των τριών πρώτων ερωτημάτων

32.      Με το πρώτο έως το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο επί «αγωγής παραλείψεως» η οποία ασκήθηκε από ένωση προστασίας καταναλωτών με βάση εθνικό νόμο μεταφοράς της οδηγίας 2009/22 και με την οποία ζητείται να απαγορευθεί σε επαγγελματία η χρήση καταχρηστικών ρητρών (7).

33.      Εκ προοιμίου, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί το περιεχόμενο των ερωτημάτων αυτών, με την επισήμανση ότι κάθε σύγκρουση νόμων που ανακύπτει στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας έχει ως αντικείμενο ορισμένο νομικό ζήτημα. Έτσι, στην ίδια δίκη είναι δυνατόν να ανακύψουν περισσότερες συγκρούσεις νόμων σχετικά με διαφορετικά νομικά ζητήματα. Κάθε σύγκρουση πρέπει να αίρεται χωριστά, με βάση τους κανόνες συγκρούσεως νόμων που διέπουν το συγκεκριμένο ζήτημα, ενδέχεται δε κάθε μία εκ των συγκρούσεων αυτών να αποβεί υπέρ διαφορετικού εθνικού δικαίου.

34.      Έτσι, όταν αγωγή αφορά ταυτόχρονα «συμβατικές ενοχές» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι και «εξωσυμβατικές ενοχές» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, το δίκαιο που έχει εφαρμογή σε κάθε μία από τις ενοχές αυτές καθορίζεται με βάση διαφορετικούς κανόνες (8).

35.      Συνεπώς, εν προκειμένω, πρέπει να προσδιοριστεί το δίκαιο που έχει εφαρμογή όχι επί της «αγωγής παραλείψεως», αλλά επί του ειδικού νομικού ζητήματος που αποτελεί το αντικείμενο της συγκρούσεως νόμων την οποία καλείται να άρει το εθνικό δικαστήριο. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το ζήτημα αυτό συνίσταται στην εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών των οποίων η απαγόρευση ζητείται στο πλαίσιο της αγωγής παραλείψεως.

2.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη ΙΙ

36.      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/22 παραπέμπει, όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στο πλαίσιο των αγωγών παραλείψεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, στους «κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου» του δικάζοντος δικαστηρίου.

37.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να καθοριστεί αν οι εφαρμοστέοι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι, εν προκειμένω, αυτοί που τίθενται από τον κανονισμό Ρώμη Ι ή αυτοί που τίθενται από τον κανονισμό Ρώμη ΙΙ (9). Ο καθορισμός αυτός εξαρτάται από τη φύση, συμβατική ή εξωσυμβατική, των ενοχών τις οποίες αφορά η σύγκρουση νόμων.

38.      Το Δικαστήριο δεν είχε έως τώρα την ευκαιρία να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού, με σκοπό την οριοθέτηση των πεδίων εφαρμογής των κανονισμών Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ, των ενοχών που γίνονται αντικείμενο επικλήσεως στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως με την οποία ζητείται να απαγορευθεί η χρήση καταχρηστικών ρητρών.

39.      Ωστόσο, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μιας τέτοιας αγωγής (ασκηθείσας και αυτής από την VKI) με σκοπό τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο, στην απόφαση Henkel (10), έκρινε ότι η αγωγή αυτή δεν εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια της ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που είχε καθιερώσει η νομική πράξη που προηγήθηκε του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ι) (11). Το Δικαστήριο δικαιολόγησε το συμπέρασμα αυτό λόγω της ελλείψεως συμβατικής σχέσεως μεταξύ του πωλητή και της ενώσεως προστασίας καταναλωτών, δεδομένου ότι η εν λόγω ένωση ενεργεί βάσει δικαιώματος που νόμος τής παρέχει με σκοπό την απαγόρευση της χρήσεως παράνομων ρητρών από τον επαγγελματία. Κατά το Δικαστήριο, τούτο ισχύει ανεξαρτήτως του αν η αγωγή έχει αμιγώς προληπτικό χαρακτήρα ή αποτελεί συνέχεια συμβάσεων που έχουν ήδη συναφθεί με ορισμένους καταναλωτές (12).

40.      Αντιθέτως, από την ίδια απόφαση προκύπτει ότι μια τέτοια αγωγή εμπίπτει στις διαφορές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας. Ειδικότερα, έχει ως αντικείμενο τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του εναγομένου «βάσει της εξωσυμβατικής υποχρεώσεως που υπέχει ο έμπορος να αποφεύγει, στις σχέσεις του με τους καταναλωτές, ορισμένες ενέργειες που ο νομοθέτης αποδοκιμάζει» (13).

41.      Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν τα ίδια κριτήρια εκτιμήσεως έχουν εφαρμογή προκειμένου να καθοριστεί αν οι ενοχές που γίνονται αντικείμενο επικλήσεως στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως είναι συμβατικής ή εξωσυμβατικής φύσεως κατά την έννοια των κανονισμών Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ.

42.      Κατά τη VKI, την Αυστριακή Κυβέρνηση και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, πρόκειται για εξωσυμβατικές ενοχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη ΙΙ. Αντιθέτως, η Amazon EU, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν, στην ουσία, ότι, μολονότι τα υπόλοιπα ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο της αγωγής παραλείψεως δύνανται να αφορούν εξωσυμβατικές ενοχές (14), η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών κατά των οποίων στρέφεται η εν λόγω αγωγή πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής υπαγωγής με βάση τον κανονισμό Ρώμη Ι. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η νομιμότητα των εν λόγω ρητρών πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της νομοθεσίας που είναι εφαρμοστέα με βάση τον εν λόγω κανονισμό αν οι ρήτρες αυτές είναι έγκυρες.

43.      Για τους λόγους που εκτίθενται στη συνέχεια, συμμερίζομαι την πρώτη από τις ανωτέρω προσεγγίσεις.

44.      Πρώτον, το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα των επίμαχων ρητρών δεν αφορά, κατά τη γνώμη μου, συμβατικές ενοχές.

45.      Ο νομοθέτης δεν έχει ορίσει τις έννοιες της συμβατικής και της εξωσυμβατικής ενοχής κατά τους κανονισμούς Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ (15). Ωστόσο, το Δικαστήριο οριοθέτησε τις έννοιες αυτές στην απόφαση ERGO Insurance και Gjensidige Baltic (16). Συνήγαγε εκεί ότι συμβατική ενοχή είναι «η νομική υποχρέωση που συνομολογείται ελεύθερα από ένα πρόσωπο έναντι ενός άλλου» (17). Ως εξωσυμβατική ενοχή νοείται κάθε ενοχή που απορρέει από ζημία, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του κανονισμού Ρώμη II (18).

46.      Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε αν η έννοια της συμβατικής ενοχής προϋποθέτει ή όχι δέσμευση μεταξύ των διαδίκων (19), όπως το Δικαστήριο απαίτησε, ειδικά στην απόφαση Henkel (20), προκειμένου μια αγωγή να εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια των κανόνων συγκρούσεως δικαιοδοσιών. Πάντως, αν η απαίτηση αυτή επεκταθεί στην έννοια της συμβατικής ενοχής, τότε ο κανονισμός Ρώμη Ι δεν θα μπορεί να διέπει τον καθορισμό του δικαίου που έχει εφαρμογή για την εξέταση των καταχρηστικών ρητρών στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως. Στην πραγματικότητα, η ενάγουσα ένωση και ο εναγόμενος επαγγελματίας ουδόλως συνδέονται με συμβατική ενοχή.

47.      Συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 7 των κανονισμών Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ υπογραμμίζεται η ανάγκη να έχουν μεταξύ τους συνοχή οι ορισμοί του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής, αφενός, των κανονισμών αυτών και, αφετέρου, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι οι έννοιες των διαφορών εκ συμβάσεως κατά τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι και της συμβατικής ενοχής κατά τον κανονισμό Ρώμη Ι πρέπει να αλληλοεπικαλύπτονται αυτομάτως και απολύτως. Αντιθέτως, οι έννοιες αυτές πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο όχι πανομοιότυπο αλλά παράλληλο.

48.      Τούτου λεχθέντος, εκτιμώ ότι η έννοια της συμβατικής ενοχής δεν εξαρτάται από την ταυτότητα των διαδίκων. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός μιας ενοχής με σκοπό την εφαρμογή των κανόνων συγκρούσεως νόμων εξαρτάται από την πηγή της —συμβατική ή μη συμβατική. Κατά συνέπεια, η ταυτότητα των διαδίκων δεν δύναται να μεταβάλει τη φύση της ενοχής (21).

49.      Επιπλέον, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, η απαίτηση υπάρξεως δεσμεύσεως μεταξύ των διαδίκων, από την οποία το Δικαστήριο εξάρτησε την εφαρμογή του κανόνα περί της ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορά τις διαφορές εκ συμβάσεως (22), στηρίζεται στη σκέψη ότι ο κανόνας αυτός δεν είναι προβλέψιμος για τον εναγόμενο ο οποίος δεν είναι μέρος στην αρχική σύμβαση, όπως ο μεταγοραστής ενός προϊόντος (23). Η σκέψη αυτή δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου.

50.      Ωστόσο, η έννοια της συμβατικής ενοχής, μολονότι δεν περιορίζεται, κατά τα ανωτέρω, στις ενοχές μεταξύ των διαδίκων, συνεπάγεται τουλάχιστον μια συγκεκριμένη και υπαρκτή δέσμευση —στοιχείο που λείπει εν προκειμένω.

51.      Συναφώς, παρατηρώ ότι το εφαρμοστέο δίκαιο επί ενοχών που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί δεν μπορεί να καθοριστεί με βάση τον κανονισμό Ρώμη Ι (24). Ειδικότερα, το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού έχει εφαρμογή, όπως προκύπτει από το γράμμα της παραγράφου του 1, μόνον επί συμβάσεως που «συνάπτεται» μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.

52.      Αντιστρόφως, ο κανονισμός Ρώμη ΙΙ έχει εφαρμογή επί των εξωσυμβατικών ενοχών «που ενδέχεται να προκύψουν» (25). Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις ενοχές που απορρέουν από διαπραγματεύσεις πριν από τη σύναψη συμβάσεως (26) ή από πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού ικανή να θίξει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών (27).

53.      Πάντως, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Henkel (28), η αγωγή παραλείψεως, σε αντίθεση με τις ατομικές αγωγές (είτε αυτές ασκούνται από έναν καταναλωτή ατομικώς είτε από ομάδα καταναλωτών είτε από ένωση που ενεργεί επ’ ονόματί τους) (29), δεν εξαρτάται από συγκεκριμένη και υπαρκτή δέσμευση.

54.      Κατά πρώτον, η αγωγή αυτή ουδόλως συνδέεται με συγκεκριμένη ατομική διαφορά μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτών (30). Αντιθέτως προς αυτό που υποστήριξε η Amazon EU, η ενάγουσα ένωση δεν ενεργεί στη θέση καταναλωτών τους οποίους εκπροσωπεί, αλλά ενεργεί χάριν του συλλογικού συμφέροντος με βάση εξουσία που της παρέχει νόμος. Έτσι, με την εν λόγω αγωγή ζητείται να παύσουν προσβολές της έννομης τάξεως οι οποίες απορρέουν από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών. Κατά συνέπεια, η αγωγή αυτή έχει αφηρημένο χαρακτήρα, στο μέτρο που δεν θεμελιώνεται σε συγκεκριμένη συμβατική ενοχή (31).

55.      Κατά δεύτερον, η αγωγή παραλείψεως είναι προληπτικού χαρακτήρα, στο μέτρο που σκοπός της είναι να απαγορευθεί για το μέλλον η χρήση καταχρηστικών ρητρών, είτε αυτές περιέχονται σε ήδη συναφθείσες συμβάσεις είτε ενδέχεται να περιληφθούν σε μελλοντικές συμβάσεις (32). Συνεπώς, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ήδη συνομολογηθείσας δεσμεύσεως ενός προσώπου έναντι ενός άλλου, αποσκοπεί δε στην απαγόρευση της χρήσεως από τον εναγόμενο επαγγελματία ορισμένων ρητρών που καταρτίστηκαν ενόψει γενικευμένης χρήσεως στο πλαίσιο τυποποιημένων συμβάσεων (33).

56.      Στο πνεύμα αυτό, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/22 ορίζει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στο πλαίσιο της αγωγής παραλείψεως είναι «είτε το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης της παράβασης, είτε το δίκαιο του κράτους μέλους όπου επήλθαν τα αποτελέσματά της». Από τη διάταξη αυτή καθίσταται σαφές ότι οι ενοχές τις οποίες αφορά η εν λόγω αγωγή δημιουργούνται όχι από σύμβαση αλλά από παραβίαση του νόμου (34).

57.      Εκ των ανωτέρω συνάγω ότι οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως όπως αυτή της κύριας δίκης δεν δημιουργούν, στο πλαίσιο αυτό, συμβατική ενοχή κατά την έννοια του κανονισμού Ρώμη Ι.

58.      Αντιθέτως, μια τέτοια αγωγή αποσκοπεί στη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του επαγγελματία βάσει της εξωσυμβατικής υποχρεώσεώς του να απέχει από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών στις σχέσεις του με τους καταναλωτές. Έτσι, σκοπός της είναι να αποτρέψει τη ζημία η οποία προκαλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αυτής και η οποία λαμβάνει τη μορφή προσβολής των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών. Επίσης, αφορά μια εξωσυμβατική υποχρέωση κατά την έννοια του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, ενώ εμπίπτει, όπως προκύπτει από την απόφαση Henkel (35), στις διαφορές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (36).

59.      Δεύτερον, η προσέγγιση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όσον αφορά ειδικότερα την εξέταση του κύρους ρήτρας επιλογής δικαίου, οι κανόνες συγκρούσεως νόμων που καθιερώνει ο κανονισμός Ρώμη Ι νομίζω ότι προσιδιάζουν μόνο στις ατομικές αγωγές.

60.      Συναφώς, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι το κύρος συμβατικής ρήτρας διέπεται «από το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με τον [κανονισμό αυτόν], αν η [ρήτρα αυτή] ήταν έγκυρη». Συνεπώς, με βάση τη διάταξη αυτή, η νομιμότητα ρήτρας επιλογής δικαίου πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του δικαίου που επελέγη με τη ρήτρα αυτή. Αν η εν λόγω διάταξη εφαρμοζόταν για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας επιλογής δικαίου στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως, τότε ο επαγγελματίας θα μπορούσε να καθορίσει μονομερώς, εισάγοντας μια τέτοια ρήτρα στους γενικούς όρους που έχουν διατυπωθεί πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συμβατικής σχέσεως (37), το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την εξέταση του κύρους των ίδιων των γενικών όρων.

61.      Πάντως, αμφιβάλλω αν ο νομοθέτης είχε θελήσει μια τέτοια συνέπεια. Αυτό αποδεικνύεται από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού Ρώμη Ι, κατά το οποίο «[η] ύπαρξη και το κύρος της συμφωνίας των μερών ως προς την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου» διέπονται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού. Η τελευταία διάταξη, στην παράγραφό της 1, αναφέρεται επίσης «[στην] ύπαρξη και το κύρος της σύμβασης». Στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως, η οποία έχει αφηρημένο και προληπτικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να υφίσταται ούτε συγκατάθεση των μερών ούτε σύμβαση της οποίας η ύπαρξη και το κύρος είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτιμήσεως. Η παρατήρηση αυτή αναδεικνύει τις δυσχέρειες που θα μπορούσαν να ανακύψουν αν γινόταν δεκτό ότι ο κανονισμός Ρώμη Ι καθορίζει το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την εξέταση της νομιμότητας ρητρών επιλογής δικαίου, όταν αυτές δεν συνδέονται με συγκεκριμένη και ορισμένη δέσμευση.

62.      Τρίτον, εκτιμώ ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την Amazon EU, τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή υπέρ της εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι δεν κλονίζουν την προσέγγιση την οποία προκρίνω.

63.      Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία διατείνονται, μεταξύ άλλων, ότι το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ίδιων ρητρών πρέπει να είναι το ίδιο τόσο στο πλαίσιο των ατομικών αγωγών όσο και στο πλαίσιο των αγωγών παραλείψεως. Στην αντίθετη περίπτωση, η εξέταση αυτή είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αντιφατικά αποτελέσματα αναλόγως του είδους της αγωγής.

64.      Αμφιβάλλω αν επιβάλλεται οπωσδήποτε μια τέτοια συμμετρία. Τουναντίον, νομίζω ότι το ενδεχόμενο εξετάσεως των ίδιων ρητρών με γνώμονα τη νομοθεσία διαφορετικής έννομης τάξεως στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως και στο πλαίσιο ατομικής αγωγής είναι σύμφυτο με τη διαφορετική και συμπληρωματική φύση των δύο αυτών ειδών ενδίκων βοηθημάτων (38).

65.      Εξάλλου, η οδηγία 93/13 ρητώς προβλέπει το ενδεχόμενο η εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αναλόγως του είδους της αγωγής στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται η εξέταση αυτή. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, οι ρήτρες των οποίων προβάλλεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες ερμηνείας στο πλαίσιο της ατομικής αγωγής και στο πλαίσιο της αγωγής παραλείψεως (39).

66.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, εκτιμώ ότι το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών των οποίων ζητείται η απαγόρευση στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως που ασκήθηκε βάσει της οδηγίας 2009/22 πρέπει να καθοριστεί με βάση τους περιεχόμενους στον κανονισμό Ρώμη ΙΙ κανόνες συγκρούσεως νόμων.

3.      Επί του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου με βάση τον κανονισμό Ρώμη ΙΙ

67.      Για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να διευκρινιστεί ποιες διατάξεις του κανονισμού αυτού διέπουν τον εν λόγω καθορισμό.

 α)     Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ

68.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ ορίζει, ως γενικό κανόνα, ότι επί των εξωσυμβατικών ενοχών οι οποίες απορρέουν από αδικοπραξία έχει εφαρμογή το δίκαιο «της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία» (lex loci damni).

69.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού καθιερώνει, ως ειδικό κανόνα σχετικά με τις εξωσυμβατικές ενοχές οι οποίες απορρέουν από «πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού», την εφαρμογή του δικαίου της «χώρας στην οποία θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν οι σχέσεις ανταγωνισμού ή τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών».

70.      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 21 του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο του 6, παράγραφος 1, συνιστά lex specialis η οποία δεν εισάγει παρέκκλιση από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, αλλά διευκρινίζει το περιεχόμενό του. Με άλλα λόγια, ο κανόνας που διατυπώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ συγκεκριμενοποιεί, ειδικά στον τομέα του αθέμιτου ανταγωνισμού, την αρχή lex loci damni.

71.      Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ έχει εφαρμογή επί των εξωσυμβατικών ενοχών που δύνανται να δημιουργηθούν από παράβαση της οδηγίας 93/13 διαπραχθείσα εις βάρος των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.

72.      Η ερμηνεία αυτή, η οποία νομίζω ότι απορρέει από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, επιρρωννύεται από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες. Συναφώς, η αιτιολογική έκθεση της προτάσεως του κανονισμού Ρώμη ΙΙ ρητώς αναφέρει, μεταξύ των θεμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ειδικού αυτού κανόνα, τις συλλογικές αγωγές παραλείψεως κατά της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών σε καταναλωτικές συμβάσεις (40).

73.      Έτσι, εκτιμώ ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη II εκτείνεται σε κάθε πράξη ικανή να αλλοιώσει τις σχέσεις μεταξύ των μετεχόντων σε ορισμένη αγορά, είτε μεταξύ ανταγωνιστών είτε έναντι των καταναλωτών συλλογικά (41). Σύμφωνα με αυτόν τον αυτοτελή ορισμό κατά την εν λόγω διάταξη, ο «αθέμιτος ανταγωνισμός» περιλαμβάνει τη χρήση καταχρηστικών ρητρών σε γενικούς όρους πωλήσεως εφόσον η χρήση αυτή ενδέχεται να θίξει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών ως τάξεως και, επομένως, να επηρεάσει τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά.

74.      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, η αγωγή παραλείψεως η οποία αποσκοπεί στην απαγόρευση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές που κατοικούν στην Αυστρία διέπεται, κατά την γνώμη μου, από το αυστριακό δίκαιο. Πράγματι, ακριβώς στη χώρα κατοικίας των εν λόγω καταναλωτών θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν τα συλλογικά συμφέροντα στην προστασία των οποίων αποσκοπεί η αγωγή αυτή.

 β)     Επί της μη δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 3, και του άρθρου 12 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ

75.      Ο δευτερεύων κανόνας συνδέσεως που καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ δεν κλονίζει το συμπέρασμα του προηγούμενου σημείου. Η διάταξη αυτή εισάγει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του lex loci damni σε περίπτωση «προδήλως στενότερου δεσμού» με άλλο κράτος μέλος. Κατά την εν λόγω διάταξη, τέτοιος δεσμός δύναται να απορρέει, ιδίως, από «προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία».

76.      Κατά τη γνώμη μου, η παρέκκλιση αυτή δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ενός ειδικού κανόνα όπως αυτός που καθιερώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ.

77.      Συναφώς, από τις σχετικές με τον εν λόγω κανονισμό προπαρασκευαστικές εργασίας προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δευτερεύοντες κανόνες συνδέσεως, οι οποίοι αντιστοιχούν στους κανόνες που περιέχονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού, «δεν είναι εν γένει προσαρμοσμένοι στο [ζήτημα του αθέμιτου ανταγωνισμού]» (42). Συμμερίζομαι την άποψη αυτή, επειδή το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού αποσκοπεί στην προστασία συλλογικών συμφερόντων —τα οποία υπερβαίνουν το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των διαδίκων— προβλέποντας έναν κανόνα ειδικά προσαρμοσμένο προς τούτο. Ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν αν επιτρεπόταν η ματαίωση της εφαρμογής του κανόνα αυτού βάσει προσωπικών συνδετικών στοιχείων μεταξύ των διαδίκων (43).

78.      Επιπλέον, εν προκειμένω, η VKI και η Amazon EU δεν συνδέονται με προϋπάρχουσα σύμβαση (οι δε γενικοί όροι πωλήσεως απευθύνονται μόνο στους επιμέρους καταναλωτές). Εξάλλου, υπενθυμίζω ότι η αγωγή παραλείψεως, εφόσον δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε ατομική διαφορά μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτών, δύναται να ασκηθεί ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις (44). Υπό τις συνθήκες αυτές, και ελλείψει οποιασδήποτε προϋπάρχουσας σχέσεως τόσο μεταξύ των διαδίκων όσο και μεταξύ του επαγγελματία και συγκεκριμένων καταναλωτών, το γεγονός ότι οι εν λόγω γενικοί όροι προβλέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής του λουξεμβουργιανού δικαίου δεν δημιουργεί, στο πλαίσιο μιας τέτοιας αγωγής, προδήλως στενότερο δεσμό με το Λουξεμβούργο.

79.      Ούτε το άρθρο 12 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, την εφαρμογή του οποίου επικαλέστηκε επικουρικώς η Επιτροπή, νομίζω ότι ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό. Η διάταξη αυτή, η οποία καθορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από διαπραγματεύσεις πριν από τη σύναψη συμβάσεως (culpa in contrahendo), προϋποθέτει κατά τη γνώμη μου την ύπαρξη συγκεκριμένων και ορισμένων προσυμβατικών διαπραγματεύσεων. Πάντως, λαμβανομένου υπόψη του αφηρημένου και συλλογικού χαρακτήρα της αγωγής παραλείψεως, το στοιχείο αυτό λείπει. Εν πάση περιπτώσει, η αγωγή αυτή αποσκοπεί στην απαγόρευση όχι μιας οποιασδήποτε culpa in contrahendo, αλλά της χρήσεως αυτών τούτων των συμβατικών ρητρών.

 γ)     Πρακτικές συνέπειες

80.      Επομένως, αν εν προκειμένω γίνει δεκτή η προσέγγιση που προτείνω, η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών κατά των οποίων στρέφεται η αγωγή παραλείψεως θα διέπεται, με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, αποκλειστικά από το αυστριακό δίκαιο —περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της αυστριακής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οδηγίας 93/13 (ήτοι του KSchG).

81.      Αντιθέτως, στο πλαίσιο των ατομικών αγωγών, το ζήτημα αυτό θα διέπεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι (45), από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη δυνάμει της ρήτρας 12 των επίμαχων γενικών όρων πωλήσεως (αν αυτή υποτεθεί έγκυρη (46)) —δηλαδή από το λουξεμβουργιανό δίκαιο. Ωστόσο, η εφαρμογή του δικαίου αυτού δεν θίγει την προστασία την οποία παρέχουν στους καταναλωτές οι αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο ελλείψει επιλογής (47). Το δίκαιο αυτό είναι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το δίκαιο της χώρας όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του —εν προκειμένω, το αυστριακό δίκαιο.

 B —      Επί της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας επιλογής δικαίου (πρώτο σκέλος του τετάρτου ερωτήματος)

82.      Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ρήτρα επιλογής δικαίου με την οποία ορίζεται ως εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του επαγγελματία, όπως η ρήτρα 12 των γενικών όρων πωλήσεως της Amazon EU, έχει καταχρηστικό χαρακτήρα κατά την έννοια της οδηγίας 93/13.

83.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως είναι καταχρηστική όταν δημιουργεί, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών εις βάρος του καταναλωτή.

84.      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι θεωρείται πάντοτε ότι ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως όταν αυτή συντάχθηκε εκ των προτέρων από τον επαγγελματία και ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στο πλαίσιο συμβάσεως προσχωρήσεως. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γενικοί όροι πωλήσεως όπως οι επίμαχοι στην κύρια δίκη εμπίπτουν στην περίπτωση αυτή.

85.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας κρίνεται κατά περίπτωση, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι κρίσιμες περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της φύσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση.

86.      Επιπλέον, το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι, όταν οι ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή είναι γραπτές, τότε αυτές πρέπει να έχουν συνταχθεί «με σαφή και κατανοητό τρόπο» (48).

87.      Με βάση το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1, στοιχείο π, του παραρτήματος Ι της οδηγίας αυτής, είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές, μεταξύ άλλων, οι ρήτρες των οποίων αντικείμενο είναι «να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου […] από τον καταναλωτή» (49).

88.      Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να καθορίσει αν, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ορισμένη ρήτρα πληροί τις απαιτήσεις καλής πίστεως, ισορροπίας και διαφάνειας που απορρέουν από τις προαναφερθείσες διατάξεις (50). Εντούτοις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να συναγάγει από τις διατάξεις της οδηγίας 93/13 τα κριτήρια τα οποία το ανωτέρω εθνικό δικαστήριο δύναται ή οφείλει να εφαρμόσει στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής (51).

89.      Εκ προοιμίου, πρέπει να μη γίνει δεκτή η παραδοχή στην οποία φαίνεται ότι στηρίζεται η επιχειρηματολογία της VKI, ότι η ρήτρα 12 των επίμαχων γενικών όρων πωλήσεως προβλέπει ότι η σύμβαση υπάγεται αποκλειστικά στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, χωρίς οι καταναλωτές να μπορούν να απολαύσουν της προστασίας την οποία τους διασφαλίζουν οι αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του δικαίου του κράτους κατοικίας τους. Κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια ερμηνεία ουδόλως προκύπτει από τη διατύπωση της εν λόγω ρήτρας. Το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή δεν αναφέρει ρητώς την προστασία την οποία παρέχει στους καταναλωτές το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι δεν συνεπάγεται, από μόνο του, ότι οι καταναλωτές στερούνται της εν λόγω προστασίας. Και τούτο επειδή η εν λόγω προστασία απορρέει ευθέως από τη νομοθετική αυτή διάταξη, η οποία περιορίζει την αυτονομία της βουλήσεως των μερών. Έτσι, οι καταναλωτές μπορούν να επικαλεστούν την εν λόγω προστασία χωρίς να είναι απαραίτητο αυτή να έχει καταστεί επίσης συμβατική υποχρέωση (52).

90.      Μετά την κατά τα ανωτέρω διευκρίνιση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας, πρέπει να καθοριστεί αν οι δυσχέρειες που αυτή ενδεχομένως προκαλεί εις βάρος των καταναλωτών δημιουργούν σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

91.      Κατά τη γνώμη μου, ρήτρα επιλογής δικαίου με την οποία ορίζεται ως εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του επαγγελματία δεν μπορεί να έχει καταχρηστικό χαρακτήρα για τον λόγο, απλώς και μόνο, ότι εξ ορισμού δύναται, αφενός, να καταστήσει δυσχερέστερη την άσκηση ενδίκου βοηθήματος από τον μέσο καταναλωτή ο οποίος κατοικεί σε άλλο κράτος και, αφετέρου, να ευνοήσει τον επαγγελματία στο πλαίσιο της άμυνάς του.

92.      Ασφαλώς, όπως υποστήριξαν η VKI και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, παρόμοιοι προβληματισμοί οδήγησαν το Δικαστήριο να κρίνει, στην απόφαση Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (53), ότι ρήτρα που παρέχει αποκλειστική δικαιοδοσία στα δικαστήρια της χώρας της έδρας του επαγγελματία εμπίπτει στην παράγραφο 1, στοιχείο π, του παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι η κρίση αυτή μπορεί να ισχύσει κατ’ αναλογίαν για μια ρήτρα επιλογής δικαίου όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία έχει διαφορετικές συνέπειες σε σχέση με μια ρήτρα απονομής δικαιοδοσίας.

93.      Η νομοθεσία της Ένωσης κατ’ αρχήν επιτρέπει ρητώς τις ρήτρες επιλογής δικαίου, ακόμη και αν αυτές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως. Ειδικότερα, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι κατοχυρώνει —μέσω της επιφυλάξεως που περιέχεται στη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής— τη δυνατότητα των μερών να συμφωνήσουν ως προς το δίκαιο που έχει εφαρμογή επί καταναλωτικής συμβάσεως. Η διάταξη αυτή δεν διακρίνει αναλόγως του αν η ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως ή όχι. Εξάλλου, όσον αφορά τις ρήτρες οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο τέτοιας διαπραγματεύσεως (54), στην πέμπτη και έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 εκτίθεται ότι ο νομοθέτης προέβλεψε ειδικά τη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεων διεπόμενων από το δίκαιο κράτους μέλους άλλου από το κράτος στο οποίο κατοικεί ο καταναλωτής, αναγνωρίζοντας παράλληλα, σε μια τέτοια περίπτωση, την ανάγκη προστασίας του τελευταίου κατά της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών.

94.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι ρήτρα επιλογής δικαίου με την οποία ορίζεται ως εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του επαγγελματία είναι καταχρηστική μόνον εφόσον έχει ορισμένα γνωρίσματα, με βάση τη διατύπωσή της ή το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, τα οποία δημιουργούν σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών.

95.      Ειδικότερα, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας ρήτρας είναι δυνατόν να οφείλεται σε διατύπωση που δεν ικανοποιεί την απαίτηση σαφούς και κατανοητής συντάξεως η οποία τάσσεται από το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, λαμβανομένης υπόψη της υποδεέστερης θέσεως στην οποία ο καταναλωτής βρίσκεται έναντι του επαγγελματία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο πληροφορήσεως, η απαίτηση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύ τρόπο (55). Το Δικαστήριο τόνισε επίσης τον ουσιώδη χαρακτήρα της πληροφορήσεως του καταναλωτή σχετικά με τις συνέπειες των συμβατικών ρητρών (56). Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η εν λόγω απαίτηση, κατά τη γνώμη μου, επιβάλλει μεταξύ άλλων να μην είναι η ρήτρα ικανή να δημιουργήσει πλάνη στον μέσο καταναλωτή όσον αφορά το περιεχόμενο των δικαιωμάτων του.

96.      Εν προκειμένω, η επίμαχη ρήτρα πρέπει, ειδικότερα, να είναι αρκούντως διαφανής όσον αφορά τη δυνατότητα του καταναλωτή να επικαλεστεί τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του δικαίου του κράτους κατοικίας του, την οποία του εγγυάται το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι. Ο απαιτούμενος προς τούτο βαθμός διαφάνειας εξαρτάται από το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων της υποθέσεως (57).

97.      Συναφώς, παρατηρώ ότι συχνά οι καταναλωτικές συμβάσεις αφορούν ποσά μικρής αξίας (58), και μάλιστα στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το κίνητρο του μέσου καταναλωτή για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατά του επαγγελματία είναι περιορισμένο (59). Ρήτρα επιλογής δικαίου με την οποία ορίζεται ως εφαρμοστέο το δίκαιο κράτους μέλους άλλου από αυτό στο οποίο κατοικεί ο καταναλωτής δύναται να περιορίσει ακόμη περισσότερο την ελκυστικότητα ενός τέτοιου ενδίκου βοηθήματος.

98.      Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου είναι πιθανόν ο μέσος καταναλωτής να μην είναι επαρκώς ενημερωμένος για την προστασία που του διασφαλίζει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι. Επομένως, αυτός κατ’ αρχήν θα στηριχθεί μόνο στη διατύπωση της ρήτρας επιλογής δικαίου. Πάντως, η δυνατότητα του καταναλωτή να επικαλεστεί την προστασία που του παρέχουν οι αναγκαστικού δικαίου νόμοι του κράτους κατοικίας του έχει μεγάλη πρακτική σημασία.

99.      Κατ’ αρχάς, οι νόμοι αυτοί περιλαμβάνουν σημαντικό όγκο διατάξεων τις οποίες μπορεί να επικαλεστεί ο καταναλωτής. Σε αυτές συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι εθνικές διατάξεις που ενσωματώνουν το κεκτημένο της Ένωσης σε θέματα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά το ηλεκτρονικό εμπόριο (60). Πράγματι, όπως προκύπτει από τις οδηγίες που διέπουν τον τομέα αυτόν, οι εν λόγω διατάξεις είναι κατ’ αρχήν αναγκαστικού χαρακτήρα (61).

100. Έπειτα, η νομοθεσία του κράτους όπου κατοικεί ο καταναλωτής είναι εν γένει πιο οικεία και προσιτή για αυτόν (έστω και μόνο για γλωσσικούς λόγους), και επομένως είναι ευκολότερο να τύχει επικλήσεως, σε σχέση με τη νομοθεσία του κράτους μέλους της έδρας του επαγγελματία. Συναφώς, προσθέτω ότι, κατά την άποψή μου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι δεν εξαρτά την από τον καταναλωτή απόλαυση της «προστασία[ς] που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία» βάσει του δικαίου της χώρας κατοικίας του από την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν επίπεδο προστασίας υψηλότερο, από ουσιαστικής απόψεως, από αυτό που απορρέει από τη νομοθεσία της επιλεγείσας έννομης τάξεως (62). Συνεπώς, κατ’ εμέ, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού επιτρέπει στον καταναλωτή να επικαλείται εν γένει τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του δικαίου του κράτους κατοικίας του, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι ευνοϊκότερες για τον ίδιο απ’ ό,τι οι διατάξεις του επιλεγέντος δικαίου, όσον αφορά το περιεχόμενό τους (63).

101. Τέλος, η σημασία της δυνατότητας του καταναλωτή να επικαλεστεί την προστασία αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη λόγω του γεγονότος ότι ορισμένες από τις οδηγίες της Ένωσης σε θέματα προστασίας των καταναλωτών προβαίνουν σε ελάχιστη μόνο εναρμόνιση (64). Άλλες οδηγίες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές ρυθμίσεις για ορισμένες μόνο πτυχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους (65). Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή δύναται να παρέχει σε αυτόν προστασία μεγαλύτερου εύρους σε σχέση με την προστασία που προβλέπεται στις ανωτέρω οδηγίες και, ενδεχομένως, στους νόμους για τη μεταφορά τους στην επιλεγείσα έννομη τάξη.

102. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ, όπως η VKI και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι η έλλειψη μνείας, στην εν λόγω ρήτρα 12, της δυνατότητας του καταναλωτή να επικαλεστεί τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της νομοθεσίας της χώρας κατοικίας του δύναται να δημιουργήσει στον μέσο καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι επί της συμβάσεως έχει εφαρμογή μόνο το δίκαιο που επελέγη δυνάμει της ρήτρας αυτής. Αν όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο ο καταναλωτής οδηγηθεί σε πλάνη, θα υπάρχει κίνδυνος αποθαρρύνσεώς του από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, κυρίως λόγω της μη εξοικειώσεώς του με την προστατευτική των καταναλωτών νομοθεσία της επιλεγείσας έννομης τάξεως (66).

103. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η ρήτρα αυτή δύναται να δημιουργήσει σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και, ως εκ τούτου, να έχει καταχρηστικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, πράγμα που στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

104. Η Amazon EU αντέτεινε ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα τέτοιας ρήτρας δημιουργεί εις βάρος των επαγγελματιών την υπέρμετρα επαχθή υποχρέωση να απαριθμούν όλες τις αναγκαστικού δικαίου σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους κατοικίας του καταναλωτή, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή του δικαίου που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως. Για τη διάλυση κάθε συναφούς συγχύσεως, διευκρινίζω ότι η ως άνω διαπίστωση δεν θα συνεπαγόταν τέτοια υποχρέωση. Θα επέβαλλε απλώς στους επαγγελματίες να επιλέγουν διατύπωση που να αναφέρει χωρίς αμφισημία, στο ίδιο το κείμενο της ρήτρας επιλογής δικαίου, ότι η ρήτρα αυτή δεν θίγει την προστασία την οποία διασφαλίζουν στους καταναλωτές οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους κατοικίας τους, χωρίς να επιβάλλεται απαραιτήτως απαρίθμηση των διατάξεων αυτών.

 Γ —      Επί του δικαίου που έχει εφαρμογή για την εξέταση της νομιμότητας των ρητρών σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (δεύτερο σκέλος του τετάρτου ερωτήματος)

105. Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο ως προς το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από επιχείρηση ηλεκτρονικού εμπορίου η οποία κατευθύνει τις δραστηριότητές της προς κράτος μέλος άλλο από αυτό στο οποίο βρίσκεται η έδρα της. Το εν λόγω εθνικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η επεξεργασία αυτή διέπεται, εν προκειμένω, αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας της Amazon EU (δηλαδή του Λουξεμβούργου) ή επίσης από το αυστριακό δίκαιο, εφόσον η εταιρία αυτή απευθύνεται, μέσω του γερμανόγλωσσου ιστοτόπου της, στους καταναλωτές που κατοικούν στην Αυστρία.

1.      Προκαταρκτικές σκέψεις

106. Το ερώτημα αυτό τίθεται στο Δικαστήριο επειδή η VKI υποστήριξε ότι οι ρήτρες 6, 9 και 11 των γενικών όρων πωλήσεως της Amazon EU αντίκεινται στον DSG, ο οποίος μεταφέρει την οδηγία 95/46 στο αυστριακό δίκαιο (67). Στην πραγματικότητα, το αιτούν δικαστήριο έχει, στο πλαίσιο αυτό, αμφιβολίες σχετικά με το εθνικό δίκαιο μεταφοράς της οδηγίας αυτής με γνώμονα το οποίο πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα των εν λόγω ρητρών στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως.

107. Από τον συνδυασμό της διατυπώσεως του εν λόγω ερωτήματος και του πλαισίου εντός του οποίου αυτό εντάσσεται συνάγεται επίσης ότι το ως άνω εθνικό δικαστήριο εκκινεί από την παραδοχή ότι το εφαρμοστέο για την εξέταση αυτή δίκαιο πρέπει να είναι το ίδιο με το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την επεξεργασία δεδομένων στην οποία, ενδεχομένως, η Amazon EU προβαίνει με βάση τις ίδιες ρήτρες.

108. Ουδείς εκ των μετεχόντων στη διαδικασία αμφισβήτησε την παραδοχή αυτή. Συμφωνώ με αυτούς. Πράγματι, το άρθρο 4 της οδηγίας 95/46 καθιερώνει ειδικούς κανόνες βάσει των οποίων καθορίζεται το εθνικό δίκαιο μεταφοράς της οδηγίας αυτής το οποίο διέπει ορισμένη επεξεργασία δεδομένων (68). Κατά τη γνώμη μου, οι ειδικοί αυτοί κανόνες καθορίζουν επίσης το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την εξέταση της νομιμότητας των ρητρών που προβλέπουν την εν λόγω επεξεργασία (69).

2.      Επί του περιεχομένου του άρθρου 4 της οδηγίας 95/46

109. Σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 95/46, το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής έχει σκοπό, εν γένει, να αποτρέψει το ενδεχόμενο η ίδια πράξη επεξεργασίας δεδομένων να διέπεται από τις νομοθεσίες περισσοτέρων του ενός κρατών μελών (70). Ειδικότερα, η οδηγία αυτή στηρίζεται στην αντίληψη ότι η εναρμόνιση στην οποία προβαίνει διασφαλίζει ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των δεδομένων σε ολόκληρη την Ένωση. Κατά συνέπεια, επιβάλλει στα κράτη μέλη μια υποχρέωση αμοιβαίας εμπιστοσύνης που αντιτίθεται στην υπαγωγή της ίδιας πράξεως επεξεργασίας σε διάφορες εθνικές νομοθεσίες, πράγμα που θα εμπόδιζε την κυκλοφορία των συγκεκριμένων δεδομένων (71).

110. Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη επιτελεί διττή λειτουργία (72):

–        Πρώτον, οριοθετεί το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του προστατευτικού πλαισίου που καθιερώνεται με την οδηγία 95/46. Αυτήν τη λειτουργία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Google Spain και Google (73). Στην υπόθεση εκείνη το ζήτημα ήταν αν το προστατευτικό αυτό πλαίσιο είχε εφαρμογή, δυνάμει του ισπανικού δικαίου μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας, σε επεξεργασία δεδομένων της οποίας ο υπεύθυνος ήταν εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα (ήτοι στις Ηνωμένες Πολιτείες).

–        Δεύτερον, με βάση το εν λόγω άρθρο 4 καθορίζεται, μεταξύ των νομοθεσιών περισσοτέρων κρατών μελών, εκείνη η οποία διέπει συγκεκριμένη επεξεργασία δεδομένων. Αυτήν τη λειτουργία αφορά η υπό κρίση υπόθεση, ακριβώς όπως η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Weltimmo (74).

111. Τούτων λεχθέντων, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 προκύπτει ότι η δυνατότητα εφαρμογής, σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, της νομοθεσίας κράτους μέλους περί μεταφοράς της οδηγίας προϋποθέτει τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων:

–        πρώτον, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής πρέπει να έχει «εγκατάσταση» στο συγκεκριμένο κράτος μέλος·

–        δεύτερον, η επεξεργασία αυτή πρέπει να διενεργείται «στα πλαίσια των δραστηριοτήτων» της εν λόγω εγκαταστάσεως.

112. Η δεύτερη προϋπόθεση έχει, στην πράξη, αποφασιστική σημασία όταν μια επιχείρηση έχει εγκαταστάσεις σε πλείονα κράτη μέλη (75). Βάσει αυτής καθορίζεται ποιο από τα δίκαια των εν λόγω κρατών μελών διέπει τη συγκεκριμένη πράξη επεξεργασίας: εφαρμογή έχει μόνο το δίκαιο του κράτους μέλους της εγκαταστάσεως στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της οποίας εντάσσεται η πράξη αυτή (76).

113. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι ρήτρες 6, 9 και 11 των γενικών όρων πωλήσεως της Amazon EU αφορούν «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46 (77). Πρέπει επίσης να εξεταστεί αν η επεξεργασία αυτή πρόκειται να πραγματοποιηθεί «στα πλαίσια των δραστηριοτήτων» μιας «εγκαταστάσεως» της ως άνω εταιρίας στην Αυστρία, στο Λουξεμβούργο ή —μολονότι ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε οι μετέχοντες στη διαδικασία αναφέρθηκαν στο ενδεχόμενο αυτό— στη Γερμανία.

3.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του αυστριακού δικαίου

114. Όσον αφορά την ύπαρξη εγκαταστάσεως της Amazon EU στην Αυστρία, σημειώνω ευθύς εξαρχής ότι η κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 έννοια της εγκαταστάσεως είναι αυτοτελής (78).

115. Κατά την αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας αυτής, η εν λόγω έννοια προϋποθέτει «την πραγματική άσκηση δραστηριότητας βάσει μονίμου καταστήματος». Στην ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι «η νομική μορφή ενός τέτοιου καταστήματος […] δεν συνιστά καθοριστικό παράγοντα εν προκειμένω». Επισημαίνεται επίσης ότι, όταν ο ίδιος υπεύθυνος επεξεργασίας είναι εγκατεστημένος στο έδαφος πλειόνων κρατών μελών, πρέπει να διασφαλίζει ότι κάθε μία από τις εγκαταστάσεις ικανοποιεί τις απαιτήσεις τις οποίες προβλέπει η οικεία εθνική νομοθεσία.

116. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων, το Δικαστήριο, στην απόφαση Weltimmo (79), δέχθηκε ευρεία ερμηνεία της έννοιας της εγκαταστάσεως, κρίνοντας ότι αυτή καλύπτει «κάθε πραγματική και ουσιαστικού χαρακτήρα δραστηριότητα, έστω και περιορισμένη, ασκούμενη μέσω μόνιμης εγκαταστάσεως», ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή. Διευκρίνισε δε ότι, «προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια εταιρία, υπεύθυνη για την επεξεργασία δεδομένων, διαθέτει εγκατάσταση, υπό την έννοια της [εν λόγω οδηγίας], εντός κράτους μέλους πέραν του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας όπου έχει καταχωριστεί, πρέπει να εκτιμηθεί τόσο ο βαθμός μονιμότητας της εγκαταστάσεως όσο και ο πραγματικός χαρακτήρας της ασκήσεως των δραστηριοτήτων εντός του άλλου αυτού κράτους μέλους» (80).

117. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ανέθεσε στο εθνικό δικαστήριο το καθήκον να διαπιστώσει, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω αρχών, αν η συγκεκριμένη εταιρία είχε εγκατάσταση στην Ουγγαρία, με βάση μια σειρά από κριτήρια. Αφενός, το κάλεσε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η οικεία δραστηριότητα συνίστατο στη διαχείριση ιστοτόπων αγγελιών ακινήτων ευρισκόμενων στην Ουγγαρία οι οποίοι είχαν συνταχθεί στην ουγγρική γλώσσα —οπότε η διαχείριση των ιστοτόπων αυτών κατευθυνόταν πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικώς, προς το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Αφετέρου, το Δικαστήριο υπογράμμισε την παρουσία στην Ουγγαρία εκπροσώπου επιφορτισμένου με την είσπραξη των απαιτήσεων που προέκυπταν από τη δραστηριότητα αυτή και με την εκπροσώπηση της εν λόγω εταιρίας στις διαδικασίες σχετικά με τη συγκεκριμένη επεξεργασία δεδομένων, καθώς επίσης και το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού και τη χρήση γραμματοθυρίδας στην Ουγγαρία (81). Σημειώνω, εξάλλου, ότι η διατύπωση των κριτηρίων αυτών από το Δικαστήριο σημαίνει ότι το γεγονός ότι οι εν λόγω ιστότοποι είναι προσβάσιμοι στην Ουγγαρία δεν συνεπάγεται, από μόνο του, την ύπαρξη εγκαταστάσεως στο κράτος αυτό.

118. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει, με βάση την ανωτέρω νομολογία και λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, αν η Amazon EU έχει εγκατάσταση στην Αυστρία. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να προβεί σε ορισμένες επισημάνσεις, όπως οι ακόλουθες, για την καθοδήγηση του αιτούντος δικαστηρίου κατά την εκτίμηση αυτή.

119. Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η Amazon EU είναι καταχωρισμένη και έχει την έδρα της στο Λουξεμβούργο και δεν διαθέτει ούτε θυγατρική ούτε υποκατάστημα στην Αυστρία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει εκεί εγκατάσταση κατά την έννοια της οδηγίας 95/46.

120. Έπειτα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Amazon EU έρχεται σε επαφή με τους Αυστριακούς καταναλωτές και συνάπτει συμβάσεις μαζί τους μέσω του γερμανόγλωσσου ιστοτόπου της. Με βάση μεταξύ άλλων τη νομολογία που παρατέθηκε στα σημεία 116 και 117 των παρουσών προτάσεων, θεωρώ ότι το στοιχείο αυτό δεν δύναται, από μόνο του, να θεμελιώσει την ύπαρξη εγκαταστάσεως της Amazon EU στην Αυστρία, ελλείψει άλλων παραγόντων από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί ότι η εταιρία αυτή έχει εκεί «μόνιμη εγκατάσταση».

121. Τέλος, δεν αποκλείω ότι, όπως υποστήριξε η VKI, ενδεχόμενη υπηρεσία εξυπηρετήσεως μετά την πώληση, όπως μια υπηρεσία παραπόνων, η οποία βρίσκεται στη διάθεση των πελατών που κατοικούν στην Αυστρία, συνιστά εγκατάσταση στην Αυστρία. Εντούτοις, μια τέτοια διαπίστωση δεν δύναται, από μόνη της, να δικαιολογήσει την εφαρμογή του DSG.

122. Ειδικότερα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοια υπηρεσία και ότι αυτή χαρακτηρίζεται ως εγκατάσταση, θα πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί ότι η επεξεργασία δεδομένων στην οποία αναφέρονται οι επίμαχες ρήτρες εντάσσεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της υπηρεσίας αυτής, κατά την έννοια της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46.

123. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξακριβώσει τη συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής στην απόφαση Google Spain και Google (82). Προέβη σε ευρεία ερμηνεία της κρίνοντας, στην ουσία, ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούνταν εφόσον οι δραστηριότητες του εγκατεστημένου στις Ηνωμένες Πολιτείες φορέα εκμεταλλεύσεως μηχανής αναζητήσεως (για τις ανάγκες των οποίων πραγματοποιούνταν η επίμαχη επεξεργασία δεδομένων) και οι δραστηριότητες προωθήσεως και παροχής διαφημιστικών χώρων της εγκαταστάσεώς του στην Ισπανία ήσαν «αδιάσπαστα συνδεδεμένες» (83).

124. Ωστόσο, αμφιβάλλω αν η προσέγγιση αυτή μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Πέραν άλλων πραγματικών διαφορών, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση διαφέρει από την υπό κρίση υπόθεση στο μέτρο που αυτή αφορούσε το αν η συγκεκριμένη επεξεργασία δεδομένων καλυπτόταν ή όχι από το προστατευτικό πλαίσιο που καθιερώνει η οδηγία 95/46 (μέσω του ισπανικού δικαίου μεταφοράς της). Κατ’ εμέ, ακριβώς από τη σκοπιά αυτή το Δικαστήριο ερμήνευσε με ευρύ τρόπο τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο μη υπαγωγής της εν λόγω επεξεργασίας στις προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή υποχρεώσεις και εγγυήσεις (84).

125. Αντιθέτως, εν προκειμένω πρέπει να προσδιοριστεί ποιο δίκαιο, μεταξύ πλειόνων εθνικών δικαίων μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας, διέπει τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων τις οποίες αφορούν οι επίμαχες ρήτρες. Συναφώς, πρέπει να προσδιοριστεί η εγκατάσταση στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της οποίας εντάσσονται πιο άμεσα οι πράξεις αυτές. Εκ πρώτης όψεως, και υπό την επιφύλαξη της σχετικής εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, νομίζω ότι οι πράξεις που προβλέπονται στις ρήτρες 6, 9 και 11 των γενικών όρων της Amazon EU δεν συνδέονται ευθέως με τις δραστηριότητες υπηρεσίας εξυπηρετήσεως μετά την πώληση την οποία η Amazon EU ενδεχομένως διατηρεί στην Αυστρία.

4.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του λουξεμβουργιανού ή του γερμανικού δικαίου

126. Αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμήσει ότι η Amazon EU δεν έχει εγκατάσταση στην Αυστρία ή ότι, εν πάση περιπτώσει, οι πράξεις επεξεργασίας που προβλέπονται από τις εν λόγω ρήτρες δεν εντάσσονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μιας τέτοιας εγκαταστάσεως, θα πρέπει επιπλέον να εξεταστεί, υπό το πρίσμα των δύο προϋποθέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46, αν οι εν λόγω πράξεις υπόκεινται στο δίκαιο άλλου κράτους μέλους και, εν ανάγκη, να προσδιοριστεί το δίκαιο αυτό.

127. Συναφώς, ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε οι μετέχοντες στη διαδικασία αμφιβάλλουν ως προς το ότι η Amazon EU έχει εγκατάσταση στο Λουξεμβούργο. Ωστόσο, μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν οι πράξεις επεξεργασίας που προβλέπονται από τις εν λόγω ρήτρες συνδέονται περισσότερο με τις δραστηριότητες ενδεχόμενης εγκαταστάσεως της εταιρίας αυτής στη Γερμανία. Πράγματι, ακριβώς μέσω του ιστοτόπου με τη γερμανική ονομασία χώρου www.amazon.de η εταιρία αυτή δημιουργεί σχέσεις με τους Αυστριακούς καταναλωτές. Εξάλλου, στη ρήτρα 6 των γενικών όρων της Amazon EU ορίζεται ότι η Amazon.de εξακριβώνει, αξιολογεί και ανταλλάσσει —δηλαδή επεξεργάζεται— τα προσωπικού χαρακτήρα στοιχεία των πελατών (85). Με βάση τις ενδείξεις αυτές, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο εφαρμογής του γερμανικού δικαίου. Ωστόσο, η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει άλλα πραγματικά στοιχεία ως προς τις δραστηριότητες της Amazon EU στη Γερμανία.

128. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει, επίσης υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατέθηκε στα σημεία 116 και 117 των παρουσών προτάσεων, αν η Amazon EU έχει εγκατάσταση στη Γερμανία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να εξετάσει αν οι πράξεις επεξεργασίας που προβλέπονται από τις επίμαχες ρήτρες διενεργούνται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκαταστάσεως αυτής ή της εγκαταστάσεως της Amazon EU στο Λουξεμβούργο.

V –    Πρόταση

129. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1)      Το δίκαιο που έχει εφαρμογή για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών που ενσωματώνονται από επαγγελματία στους γενικούς όρους πωλήσεως οι οποίοι απευθύνονται σε καταναλωτές που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να καθορίζεται με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), όταν η εξέταση αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως η οποία αποσκοπεί στην απαγόρευση της χρήσεως των ρητρών αυτών και ασκήθηκε με βάση εθνικό νόμο περί μεταφοράς της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 864/2007 δεν διέπει τον καθορισμό του δικαίου που έχει εφαρμογή για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών που ενσωματώνονται από επαγγελματία στους γενικούς όρους πωλήσεως οι οποίοι απευθύνονται σε καταναλωτές που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όταν η εξέταση αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως η οποία αποσκοπεί στην απαγόρευση της χρήσεως των ρητρών αυτών και ασκήθηκε με βάση εθνικό νόμο περί μεταφοράς της οδηγίας 2009/22.

3)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ρήτρα των γενικών όρων πωλήσεως επαγγελματία η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και κατά την οποία η σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του εν λόγω επαγγελματία είναι καταχρηστική, εφόσον δημιουργεί στον καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι στη σύμβαση έχει εφαρμογή μόνο το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, χωρίς να τον πληροφορεί για το γεγονός ότι, με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο καταναλωτής έχει επίσης το δικαίωμα να επικαλεστεί την προστασία την οποία του διασφαλίζουν οι αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του δικαίου που θα είχε εφαρμογή ελλείψει της εν λόγω ρήτρας, πράγμα που στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει με βάση το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων.

4)      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει την έννοια ότι πράξη επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δύναται να υπόκειται στο δίκαιο ενός μόνο κράτους μέλους. Πρόκειται για το κράτος μέλος στο οποίο έχει εγκατάσταση ο υπεύθυνος της επεξεργασίας, υπό την έννοια ότι αυτός ασκεί εκεί πραγματική και ουσιαστικού χαρακτήρα δραστηριότητα βάσει μονίμου καταστήματος, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του οποίου πραγματοποιείται η συγκεκριμένη επεξεργασία. Η σχετική εκτίμηση απόκειται στο εθνικό δικαστήριο.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40).


3 —      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6).


4 —      Οδηγίατου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


5 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).


6 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ 2009, L 110, σ. 30).


7 —      Τέτοια αγωγή είναι δυνατόν να θεμελιωθεί επίσης στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 (βλ. σημείωση 1 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2009/22). Οι διατάξεις της οδηγίας 2009/22 επικαλύπτουν αλλά και συμπληρώνουν το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 2. Ειδικότερα, ενώ η οδηγία 93/13 δεν εξειδικεύει τις λεπτομέρειες των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται στο άρθρο της 7, παράγραφος 2, η οδηγία 2009/22 ρυθμίζει λεπτομερώς τις αγωγές παραλείψεως.


8 —      Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic (C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2016:40, σκέψεις 58 και 59). Από αυτήν προκύπτει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο επί της υποχρεώσεως του ασφαλιστή να καλύψει την αστική ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι του θύματος πρέπει να καθορίζεται με βάση τον κανονισμό Ρώμη Ι. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής, το εφαρμοστέο δίκαιο επί της ενδεχόμενης κατανομής της ευθύνης μεταξύ περισσοτέρων προσώπων που δύναται να κηρυχθεί ότι ευθύνονται και των αντίστοιχων ασφαλιστών τους πρέπει να καθορίζεται με βάση τον κανονισμό Ρώμη ΙΙ.


9 —      Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι μια τέτοια αγωγή εμπίπτει στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια των άρθρων 1, παράγραφος 1, των κανονισμών Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel, C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 30).


10 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002 (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 40).


11 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), η αντίστοιχη διάταξη του οποίου περιλαμβανόταν στο άρθρο 5, παράγραφος 1. Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1) (ο λεγόμενος κανονισμός Βρυξέλλες I bis). Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού επαναλαμβάνει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I.


12 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψεις 38 και 39).


13 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 41).


14 —      Η Επιτροπή υποστήριξε με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι η κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555), δεν μπορεί να ισχύσει για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως. Επομένως, ο καθορισμός αυτός διέπεται συνολικά από τον κανονισμό Ρώμη Ι. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή μετέβαλε τη θέση της. Υποστήριξε, στην ουσία, ότι, ακόμη και αν άλλα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της αγωγής παραλείψεως διέπονται από τον κανονισμό Ρώμη ΙΙ, για την εξέταση της νομιμότητας των συμβατικών ρητρών κατά των οποίων στρέφεται το αίτημα απαγορεύσεως έχει εφαρμογή ο κανονισμός Ρώμη Ι.


15 —      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ εξειδικεύει εμμέσως το περιεχόμενο της έννοιας «εξωσυμβατική ενοχή», μέσω του ορισμού της «ζημίας» που την δημιουργεί.


16 —      Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου (C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2016:40).


17 —      Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic (C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2016:40, σκέψη 44).


18 —      Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic (C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2016:40, σκέψεις 45 και 46).


19 —      Με τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο δεν επισημαίνεται ότι τα συνδεόμενα με μια τέτοια ενοχή πρόσωπα πρέπει απαραιτήτως να ταυτίζονται με τους διαδίκους. Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο ορισμός αυτός συνάγεται «κατ’ αναλογίαν» από τον ορισμό των διαφορών εκ συμβάσεως κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Κατά συνέπεια, η διατύπωση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί επίσης υπό την έννοια ότι απαιτείται ταυτότητα μεταξύ των προσώπων που συνδέονται με την ενοχή και των διαδίκων, εφόσον το Δικαστήριο απαίτησε το στοιχείο αυτό στο πλαίσιο του ορισμού των διαφορών εκ συμβάσεως κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (βλ. υποσημείωση 20 των παρουσών προτάσεων).


20 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002 (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψεις 38 έως 40). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C‑26/91, EU:C:1992:268, σκέψεις 15 και 21)· της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψεις 17 έως 20), και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψεις 24 έως 26).


21 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις της γενικής εισαγγελέως E. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ERGO Insurance και Gjensidige Baltic (C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2015:630, σημείο 62).


22 —      Άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (αναδιατύπωση), κατά το οποίο ο εναγόμενος δύναται να εναχθεί «ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή».


23 —      Βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C‑26/91, EU:C:1992:268, σκέψη 19).


24 —      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, του κανονισμού Ρώμη Ι αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού τις «υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές πριν από τη σύναψη της σύμβασης». Εξάλλου, το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού περιορίζει το χρονικό πεδίο εφαρμογής του στις «συμβάσεις που συνάπτονται» μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009.


25 —      Άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ.


26 —      Άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ.


27 —      Άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ.


28 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002 (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 39).


29 —      Με τον όρο «ατομική αγωγή» εννοώ κάθε αγωγή που ασκείται με βάση συγκεκριμένη συμβατική σχέση μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός ή περισσότερων καταναλωτών. Επομένως, η έννοια αυτή καλύπτει όλες τις αγωγές στο πλαίσιο των οποίων οι καταναλωτές που είναι τα θύματα της προβαλλόμενης παρανομίας «κατονομάζονται» ή προσδιορίζονται, σε αντίθεση με τις συλλογικές αγωγές αφηρημένου χαρακτήρα, οι οποίες ασκούνται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως η αγωγή παραλείψεως που ασκήθηκε στην κύρια δίκη. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2009/22 διευκρινίζεται ότι οι αγωγές παραλείψεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σκοπό έχουν να προστατεύσουν τα «συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών», τα οποία ορίζονται ως «συμφέροντα που δεν περιλαμβάνουν την απλή σώρευση των συμφερόντων των ατόμων […]», ενώ τα ανωτέρω «δεν θίγουν την άσκηση επιμέρους αγωγών από άτομα που έχουν θιγεί από συγκεκριμένη παράβαση».


30 —      Βλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑372/99, EU:C:2002:42, σκέψη 15), και της 26ης Απριλίου 2012, Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 37).


31 —      Από αυτόν τον αφηρημένο χαρακτήρα προκύπτει επίσης ότι η απαγόρευση χρήσεως ρητρών που κρίθηκαν καταχρηστικές ισχύει έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι συνήψαν σύμβαση περιέχουσα τις ίδιες ρήτρες με τον συγκεκριμένο επαγγελματία, ακόμη και αν αυτοί δεν είναι διάδικοι στη δίκη επί της αγωγής παραλείψεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Invitel, C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 38).


32 —      Αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 39)· της 26ης Απριλίου 2012, Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 37), και της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 29). Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑70/03, EU:C:2004:505, σκέψη 16), στην οποία το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ της ατομικής αγωγής και της αγωγής παραλείψεως, επισημαίνοντας ότι, «[σ]την πρώτη περίπτωση, τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα καλούνται να αποφανθούν in concreto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση καλούνται να αποφανθούν in abstracto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη συναφθεί».


33 —      Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 και απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 21).


34 —      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/2002 ορίζει την παράβαση ως «κάθε ενέργεια αντίθετη προς τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, όπως έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, η οποία θίγει τα συλλογικά συμφέροντα [των καταναλωτών τα οποία περιλαμβάνονται στις οδηγίες αυτές]».


35 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002 (C‑167/00, EU:C:2002:55, σκέψη 50).


36 —      Η προσέγγιση αυτή αντιστοιχεί με εκείνη που προέκρινε η Επιτροπή στην πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), της 22ας Ιουλίου 2003, COM(2003) 427 τελικό (στο εξής: πρόταση κανονισμού Ρώμη ΙΙ), σ. 16 και 17. Στην εν λόγω πρόταση η Επιτροπή αναφέρθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555), υποστηρίζοντας ότι η κρίση αυτή έχει εφαρμογή για τον καθορισμό τόσο του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου όσο και του εφαρμοστέου δικαίου.


37 —      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχοι γενικοί όροι πωλήσεως καταρτίστηκαν από την Amazon EU πριν από την έγκρισή τους από τους καταναλωτές και επομένως δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως.


38 —      Βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 30), στην οποία το Δικαστήριο υπογράμμισε τους διαφορετικούς σκοπούς και τις διαφορετικές συνέπειες των δύο αυτών ειδών ενδίκων βοηθημάτων.


39 —      Ο κανόνας ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία δεν έχει εφαρμογή επί των συλλογικών αγωγών παραλείψεως. Στην απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑70/03, EU:C:2004:505, σκέψη 16), το Δικαστήριο δικαιολόγησε τη διάκριση αυτή λόγω της διαφορετικής φύσεως και των διαφορετικών σκοπών της ατομικής αγωγής και της αγωγής παραλείψεως (βλ. υποσημείωση 32 των παρουσών προτάσεων).


40 —      Πρόταση κανονισμού Ρώμη ΙΙ, σ. 17.


41 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ.


42 —      Πρόταση κανονισμού Ρώμη ΙΙ, σ. 17.


43 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, Dickinson, A., The Rome II Regulation: The Law Applicable to Non Contractual Obligations, Οξφόρδη, 2008, σ. 397 και 398.


44 —      Βλ. σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.


45 —      Η Amazon EU παρατήρησε, ορθώς, ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνον εφόσον η σύμβαση πληροί μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι. Οι συμβάσεις τις οποίες η εταιρία αυτή συνήψε ή θα συνάψει μελλοντικώς με Αυστριακούς καταναλωτές θα μπορούν να εμπίπτουν στο στοιχείο βʹ της εν λόγω διατάξεως, εφόσον η Amazon EU «κατευθύνει […] τις δραστηριότητές τ[ης]» προς την Αυστρία. Θεωρώ ότι έτσι έχουν τα πράγματα, στο μέτρο που από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο ιστότοπος www.amazon.de καθιστά πράγματι εφικτή τη σύναψη συμβάσεων με Αυστριακούς καταναλωτές [βλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), COM(2005) 650 τελικό, σ. 7]. Πάντως, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να προβούν, εν ανάγκη, στην εκτίμηση αυτή.


46 —      Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι, το κύρος ρήτρας επιλογής δικαίου εκτιμάται, στο πλαίσιο ατομικής αγωγής, με γνώμονα το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Σε περίπτωση που, κατόπιν της εν λόγω εκτιμήσεως, η ρήτρα αυτή κριθεί καταχρηστική, το κύρος των υπόλοιπων ρητρών των γενικών όρων πωλήσεως διέπεται, με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, από το δίκαιο της χώρας κατοικίας του καταναλωτή (αν υποτεθεί ότι πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, βλ. υποσημείωση 45 των παρουσών προτάσεων).


47 —      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού Ρώμη Ι.


48 —      Μολονότι στο κείμενο των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου δεν γίνεται αναφορά στη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο δύναται να τη λάβει υπόψη στο μέτρο που η ερμηνεία της μπορεί να είναι χρήσιμη για την απόφανση στην υπόθεση της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Ritter Coulais, C‑152/03, EU:C:2006:123, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49 —      Το παράρτημα αυτό περιέχει ενδεικτικό και όχι εξαντλητικό κατάλογο των ρητρών που είναι δυνατόν να κριθούν καταχρηστικές. Επομένως, ρήτρα που περιλαμβάνεται σε αυτόν δεν πρέπει οπωσδήποτε να θεωρείται καταχρηστική, ενώ, αντιστρόφως, ρήτρα που δεν περιλαμβάνεται σε αυτόν δύναται παρά ταύτα να κριθεί καταχρηστική (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2002, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑478/99, EU:C:2002:281, σκέψη 20).


50 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


51 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Bucura (C‑348/14, EU:C:2015:447, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


52 —      Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις συνέπειες που θα είχε στο πλαίσιο των εξατομικευμένων και συγκεκριμένων σχέσεων μεταξύ του επαγγελματία και των καταναλωτών, όπως οι συνέπειες αυτές οριοθετούνται από το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι. Από τη νομολογία προκύπτει συναφώς ότι, κατά την εν λόγω εξέταση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι συνέπειες που η ρήτρα μπορεί να έχει στο πλαίσιο της νομοθεσίας που διέπει τη σύμβαση (απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, Freiburger Kommunalbauten, C‑237/02, EU:C:2004:209, σκέψη 21). Κατά τη γνώμη μου, η νομοθεσία αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο το εθνικό δίκαιο αλλά, εν ανάγκη, επίσης τις έχουσες άμεση εφαρμογή διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.


53 —      Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000 (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψεις 22 και 23).


54 —      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.


55 —      Βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove (C‑96/14, EU:C:2015:262, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


56 —      Εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν οι συνέπειες ρήτρας καθορίζονται από αναγκαστικού δικαίου νομοθετικές διατάξεις, είναι ουσιώδες ο επαγγελματίας να πληροφορήσει τον καταναλωτή σχετικά με τις εν λόγω διατάξεις (απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Invitel, C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 29).


57 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb (C‑92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 51).


58 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού Ρώμη Ι.


59 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού (ΕΚ) 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών (ΕΕ 2007, L 199, σ. 1), όπου υπογραμμίζεται ότι τα έξοδα, οι καθυστερήσεις και οι περιπλοκές που ανακύπτουν από την εκδίκαση μιας υποθέσεως δεν μειώνονται πάντοτε αναλόγως προς την αξία της απαιτήσεως, με αποτέλεσμα τα εμπόδια για την έκδοση ταχείας και φθηνής δικαστικής αποφάσεως να είναι μεγαλύτερα όταν πρόκειται για διασυνοριακές υποθέσεις. Εξάλλου, οι καταναλωτές μπορούν να κινήσουν διαδικασία εξωδικαστικής επιλύσεως των διαφορών με βάση τους εθνικούς νόμους περί μεταφοράς της οδηγίας 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ 2013, L 165, σ. 63).


60 —      Ήτοι πολλές από τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2009/22 και στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών(κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών) (ΕΕ 2004, L 354, σ. 1).


61 —      Έτσι, τα μέρη καταναλωτικής συμβάσεως δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από την προστασία την οποία παρέχει στον καταναλωτή η οδηγία 93/13 (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro, C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 36). Βλ., επίσης, μεταξύ άλλων, άρθρο 25 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64), και άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πωλήσεως και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ 1999, L 171, σ. 12).


62 —      Άλλωστε, η σύγκριση των πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν οι διατάξεις διαφορετικών εννόμων τάξεων όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών και το επίπεδο της προστασίας που διασφαλίζουν στους τελευταίους αποβαίνει δύσκολη (βλ., συναφώς, Hill, J., «Article 6 of the Rome I Regulation: Much ado about nothing», Nederlands Internationaal Privaatrecht, 2009, τόμος 27, σ. 443).


63 —      Για μερικά παραδείγματα εθνικών αποφάσεων που έκριναν υπό την έννοια αυτή, βλ. Basedow, J., «Consumer contracts and insurance contracts in a future Rome I-regulation», Enforcement of international contrats in the European Union: Convergence and divergence between Brussels I and Rome I, Intersentia, Αμβέρσα-Οξφόρδη-Νέα Υόρκη, 2004, σ. 280 και 281.


64 —      Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 και άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44.


65 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 2 και άρθρο 5, παράγραφος 4, άρθρο 6, παράγραφος 7, άρθρο 8, παράγραφος 6, και άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/83.


66 —      Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13.


67 —      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι με βάση το εθνικό δίκαιο μεταφοράς της οδηγίας 2009/22 η VKI νομιμοποιείται να ασκήσει την επίμαχη στην κύρια δίκη αγωγή παραλείψεως. Πάντως, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή επί των αγωγών παραλείψεως οι οποίες «αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα Ι [της εν λόγω οδηγίας]». Το παράρτημα αυτό αναφέρει την οδηγία 95/46. Επομένως, οι αγωγές παραλείψεως με αντικείμενο την απαγόρευση της χρήσεως ρητρών αντίθετων προς τους εθνικούς νόμους μεταφοράς της οδηγίας αυτής (όπως ο DSG) δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/22. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η VKI να νομιμοποιείται να ζητήσει την παύση της χρήσεως ρητρών αντίθετων προς τον DSG με βάση διατάξεις αυστριακού δικαίου οι οποίες οριοθετούν ευρύτερα το δικαίωμα ενεργητικής νομιμοποιήσεως των ενώσεων προστασίας καταναλωτών. Το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως αυτό περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής, υποδηλώνει ότι όντως αυτό συμβαίνει, πράγμα που στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.


68 —      Κατά το άρθρο 27 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, ο κανονισμός αυτός «δεν θίγει την εφαρμογή διατάξεων του κοινοτικού δικαίου οι οποίες, σε ειδικά θέματα, θεσπίζουν κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών». Βλ., επίσης, άρθρο 23 του κανονισμού Ρώμη Ι.


69 —      Συνεπώς, ο καθορισμός του δικαίου που έχει εφαρμογή για την εξέταση αυτή πρέπει να διακρίνεται από τον καθορισμό του δικαίου έχει εφαρμογή επί άλλων νομικών ζητημάτων τα οποία ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο της αγωγής παραλείψεως, όπως, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της ίδιας της υπάρξεως του δικαιώματος να ζητηθεί η παύση χρήσεως ρητρών αντίθετων προς τον DSG.


70 —      Commission communication on the protection of individuals in relation to the processing of personal data in the Community and information security [COM(90) 314 τελικό, σ. 22], και amended proposal for a Council directive on the protection of individuals with regard to the processing of personal data and on the free movement of such data [COM(92) 422 τελικό, σ. 13]. Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 95/46 αναφέρει την ανάγκη κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στην Ένωση να τηρεί τη νομοθεσία «ενός από τα κράτη μέλη».


71 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 95/46.


72 —      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Weltimmo (C‑230/14, EU:C:2015:426, σημείο 23).


73 —      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317).


74 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015 (C‑230/14, EU:C:2015:639).


75 —      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Weltimmo (C‑230/14, EU:C:2015:426, σημείο 40).


76 —      Η ίδια επεξεργασία δεδομένων από μια επιχείρηση δεν αποκλείεται να απαρτίζεται από πλείονες πράξεις που συνδέονται με τις δραστηριότητες διαφόρων εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως αυτής. Σε μια τέτοια περίπτωση, κάθε πράξη υπόκειται, κατά τη γνώμη μου, στο δίκαιο του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η εγκατάσταση στο πλαίσιο της οποίας διενεργείται η πράξη.


77 —      Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46 ορίζει την «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» ως «κάθε εργασία ή σειρά εργασιών […]» που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους δεδομένα, όπως, μεταξύ άλλων, η συλλογή, η χρήση και η ανακοίνωσή τους.


78 —      Ειδικότερα, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον καθορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και του σκοπού που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση (βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds, C‑201/13, EU:C:2014:2132, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


79 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015 (C‑230/14, EU:C:2015:639, σκέψεις 28 και 31).


80 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Weltimmo (C‑230/14, EU:C:2015:639, σκέψη 29).


81 —      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Weltimmo (C‑230/14, EU:C:2015:639, σκέψεις 32 και 33).


82 —      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 (C‑131/12, EU:C:2014:317). Στην απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Weltimmo (C‑230/14, EU:C:2015:639, σκέψη 38), το Δικαστήριο εξέτασε μόνο το ζήτημα της υπάρξεως εγκαταστάσεως στην Ουγγαρία, επειδή δεν είχε αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η επίμαχη επεξεργασία πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τις οποίες η συγκεκριμένη εταιρία ασκούσε στην Ουγγαρία.


83 —      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σκέψη 56).


84 —      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σκέψεις 54 και 58).


85 —      Βλ. άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46.