Language of document : ECLI:EU:T:2014:952

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) – Σύμβαση για το έργο Doc@Hand – Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών – Έγγραφο με το οποίο αναγγέλλεται η έκδοση χρεωστικού σημειώματος – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑64/13,

ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal και A. Cordewener, επικουρούμενους από τον Σ. Δρακακάκη, δικηγόρο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με την οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει, πρώτον, ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει το ποσό το οποίο η Επιτροπή της κατέβαλε δυνάμει της συμβάσεως για το έργο Doc@Hand, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002‑2006), και, δεύτερον, ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για το εν λόγω έργο,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, είναι ελληνική εταιρία με αντικείμενο την εμπορία και παραγωγή προϊόντων μετάλλου καθώς και ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, συσκευών και μηχανημάτων. Η ενάγουσα, ήδη από πολλά έτη, έχει μετάσχει σε διάφορα έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006) (ΕΕ L 355, σ. 23), και στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (ΕΕ L 232, σ. 1), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε, στις 18 Δεκεμβρίου 2003, με τον συντονιστή της κοινοπραξίας στην οποία η ενάγουσα εισήλθε από την 1η Οκτωβρίου 2005, τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 508015 για τη χρηματοδότηση του έργου «Ανταλλαγή γνώσεων και υποστήριξη αποφάσεων για επαγγελματίες του τομέα της υγείας» (στο εξής: Doc@Hand).

3        Οι γενικοί όροι περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της εν λόγω συμφωνίας. Το πρώτο μέρος των γενικών αυτών όρων αφορά ιδίως την εκτέλεση του επίδικου έργου (σημεία II.2 έως II.18), το δεύτερο μέρος αφορά τους οικονομικούς όρους (σημεία II.19 έως II.31), το δε τρίτο μέρος αφορά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (σημεία II.32 έως II.36).

 Διαχείριση και τεχνική εκτέλεση του έργου Doc@Hand

4        Σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της συμφωνίας επιχορηγήσεως για το έργο Doc@Hand, η διάρκεια του έργου αυτού ορίστηκε σε 30 μήνες, από την 1η Ιανουαρίου 2004, και η ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής ανερχόταν σε 2 299 850 ευρώ. Κατά το άρθρο 6 της εν λόγω συμφωνίας, το έργο διαιρούνταν σε τρεις περιόδους αναφοράς: την περίοδο P 1, από την 1η Ιανουαρίου έως την 30ή Ιουνίου 2004, την περίοδο P 2, από την 1η Ιουλίου 2004 έως την 30ή Ιουνίου 2005, και την περίοδο P 3, από την 1η Ιουλίου 2005 έως την 30ή Ιουνίου 2006.

5        Με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2006, η Επιτροπή προέβη σε τροποποιήσεις της συμφωνίας επιχορηγήσεως. Με την τροποποίηση παρατάθηκε η διάρκεια του έργου κατά 6 μήνες και καθορίστηκε η 1η Οκτωβρίου 2005 ως ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της ενάγουσας σε αυτό.

 Ενδιάμεσες πληρωμές για το έργο Doc@Hand

6        Στις 31 Μαΐου 2007, η ενάγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή την οικονομική κατάσταση για την περίοδο P 3, η οποία ήταν η μόνη περίοδος κατά την οποία η ενάγουσα μετείχε στο έργο, ζητώντας την καταβολή ποσού 351 508,36 ευρώ.

7        Με πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν, αντιστοίχως, στις 20 Οκτωβρίου 2006, στις 19 Δεκεμβρίου 2007, στις 23 Ιουλίου 2008 και στις 14 Αυγούστου 2008, ο συντονιστής κατέβαλε στην ενάγουσα για τη συμμετοχή της στο εν λόγω έργο το ποσό των 351 508,36 ευρώ.

 Οικονομικοί έλεγχοι

8        Μεταξύ της 14ης και της 18ης Ιουλίου 2008, ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρία, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της Επιτροπής, διενήργησε οικονομικό έλεγχο δύο άλλων έργων του έκτου προγράμματος‑πλαισίου, ήτοι των έργων Agamemnon και Aubade.

9        Με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενάγουσα την τελική έκθεση ελέγχου. Στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή απαρίθμησε όλα τα έργα για τα οποία υπήρχε η εκτίμηση ότι οι δαπάνες που δηλώνονταν από την ενάγουσα στις οικονομικές καταστάσεις μάλλον παρουσίαζαν τις ίδιες παρατυπίες συστηματικής φύσεως. Το έργο Doc@Hand ήταν ένα εκ των εννέα έργων που συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από την ενάγουσα να υποβάλει αναθεωρημένες οικονομικές καταστάσεις στην περίπτωση που αναγνώριζε ότι ως προς τις δαπάνες που δηλώνονταν για τα έργα αυτά προέκυπταν παρατυπίες συστηματικής φύσεως, και να προσαρμόσει στα πορίσματα του ως άνω ελέγχου όλες τις μελλοντικές οικονομικές καταστάσεις που θα υποβάλλονταν από την ενάγουσα στο πλαίσιο των έργων του έκτου προγράμματος‑πλαισίου.

10      Στις 24 Φεβρουαρίου 2009, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στις Βρυξέλλες μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών της Επιτροπής και της ενάγουσας.

11      Με επιστολή της 3ης Μαρτίου 2009, η ενάγουσα ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη αρκετών λαθών όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των δαπανών που δηλώνονταν για πολλά μέλη του υψηλόβαθμου προσωπικού για τα έργα Agamemnon και Aubade. Η ενάγουσα μετέβαλε, συνεπώς, διάφορες πτυχές της μεθοδολογίας της ως προς τις δαπάνες που δηλώθηκαν για αυτά τα δύο έργα.

12      Την 1η Ιουνίου 2009, η ενάγουσα υπέβαλε αναθεωρημένη οικονομική κατάσταση για την περίοδο P 3 του έργου Doc@Hand. Η ενάγουσα δήλωσε συνολικές δαπάνες ύψους 589 692,66 ευρώ και ζήτησε 297 383,33 ευρώ ως ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Ένωσης, δηλαδή ποσό μικρότερο κατά 54 125,02 ευρώ σε σύγκριση με τις αρχικές οικονομικές καταστάσεις.

13      Με έγγραφο της 22ας Απριλίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, μετά την προαναφερθείσα προσαρμογή της οικονομικής καταστάσεως για την περίοδο P3 του έργου Doc@Hand, οι συνολικές δαπάνες που προηγουμένως είχαν δηλωθεί ήταν υπέρτερες κατά 104 247,46 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε οικονομική συμμετοχή της Ένωσης ποσού 54 125,02 ευρώ. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι σκόπευε να κινήσει διαδικασία ανακτήσεως για το επίμαχο ποσό ύψους 54 125,02 ευρώ και ότι, ως εκ τούτου, η ενάγουσα θα λάμβανε χρεωστικό σημείωμα.

14      Στις 10 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε στην ενάγουσα χρεωστικό σημείωμα για ποσό 54 125,02 ευρώ στο πλαίσιο της εφαρμογής των πορισμάτων του ελέγχου όσον αφορά τη συμμετοχή της ενάγουσας στο έργο Doc@Hand. Η προθεσμία που ορίστηκε για την επιστροφή του ποσού ήταν η 26η Ιουλίου 2010.

15      Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2010, η ενάγουσα ενημερώθηκε ότι, δεδομένου ότι δεν κατέβαλε το ποσό που της ζητήθηκε, η Επιτροπή είχε πλήρως συμψηφίσει το ποσό των 54 125,02 ευρώ, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας 206,86 ευρώ, με άλλη απαίτηση της ενάγουσας κατά της Επιτροπής από άλλο έργο, ήτοι την περίοδο αναφοράς P 1 του έργου Pocemon.

16      Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα για την απόφασή της να διενεργήσει έλεγχο για τρία έργα του έκτου προγράμματος-πλαισίου, ήτοι τα έργα Persona, Terregov και Doc@Hand.

17      Μεταξύ της 31ης Οκτωβρίου και της 3ης Νοεμβρίου 2011, ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρία, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της Επιτροπής, διενήργησε οικονομικό έλεγχο.

18      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 18ης Απριλίου 2012, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενάγουσα την προσωρινή έκθεση ελέγχου.

19      Με έγγραφο της 15ης Ιουνίου 2012, η ενάγουσα απάντησε στην προσωρινή έκθεση ελέγχου διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις της επί των πορισμάτων των ελεγκτών.

20      Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενάγουσα την τελική έκθεση ελέγχου. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή, αφενός, ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, κατόπιν των παρατηρήσεών της επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου, είχαν γίνει προσαρμογές στην έκθεση ελέγχου, όπου αυτό ήταν αναγκαίο. Αφετέρου, επιβεβαίωσε τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και ενημέρωσε την ενάγουσα για τα επόμενα στάδια της διαδικασίας, ήτοι την εφαρμογή των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου. Η Επιτροπή έκρινε ότι τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου όπως εκτίθεντο στη, συνημμένη στο ως άνω έγγραφο, τελική έκθεση ελέγχου ήταν επαρκή και θεώρησε ότι ο οικονομικός έλεγχος είχε περατωθεί. Από την έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι οι ελεγκτές κατέληξαν στο γενικό συμπέρασμα ότι «η οικονομική διαχείριση του έργου δεν έγινε κατά τρόπο αποδεκτό και κατ’ εφαρμογήν των όρων των συμβάσεων». Επίσης κατά τη γνώμη τους «η δικαιούχος [είχε] παραβεί σημαντικές και ουσιώδεις συμβατικές υποχρεώσεις και, ιδίως, τις προβλεπόμενες στο άρθρο II.29 [των γενικών όρων]».

21      Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2012 (στο εξής: προ-ενημερωτικό έγγραφο), η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι σκόπευε να ζητήσει την επιστροφή του ποσού των 296 149,77 ευρώ, κατ’ εφαρμογήν του σημείου ΙΙ.31 των γενικών όρων, και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός 30 ημερών από την παραλαβή του εγγράφου, επισημαίνοντας ότι σε ενάντια περίπτωση θα συνεχιζόταν η διαδικασία ανακτήσεως. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών που ήταν κατά την Επιτροπή αποδεκτές για τη συνολική διάρκεια του έργου ήταν μόνο 2 467,13 ευρώ, ποσό στο οποίο αντιστοιχούσε ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Ένωσης 1 233,57 ευρώ. Λαμβανομένων δε υπόψη της συμμετοχής ποσού 351 508,36 ευρώ την οποία η Επιτροπή είχε προηγουμένως καταβάλει στην ενάγουσα και του χρεωστικού σημειώματος που εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2010 για ποσό 54 125,02 ευρώ, παρέμενε υπερβάλλουσα πληρωμή ποσού 296 147,77 ευρώ. Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο υπολογισμός της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως θα γινόταν επί του οφειλόμενου ποσού, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.30 των γενικών όρων και ότι θα αποστελλόταν χωριστό έγγραφο για το ζήτημα αυτό.

22      Με επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2012, η ενάγουσα απάντησε αρνούμενη τα πορίσματα του ελέγχου και την επιστροφή των επίμαχων ποσών και ζήτησε να ανασταλεί η διαδικασία ανακτήσεως που είχε κινήσει η Επιτροπή ως προς τις δαπάνες για το έργο Doc@Hand.

 Ρήτρα διαιτησίας και εφαρμοστέο δίκαιο

23      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1513/2002 ορίζει ότι «[ο]ι λεπτομερείς όροι της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας διέπονται από τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως συμπληρώνονται με το παράρτημα ΙΙΙ».

24      Το άρθρο 13 της συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας υπό την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατ’ αναίρεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των δικαιούχων σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της επίμαχης συμβάσεως.

25      Δυνάμει του άρθρου 12 της συμβάσεως, αυτή διέπεται από το βελγικό δίκαιο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Φεβρουαρίου 2013, η ενάγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, την υπό κρίση αγωγή.

27      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει ως αχρεωστήτως καταβληθέν το ποσό που η Επιτροπή της κατέβαλε για το έργο Doc@Hand·

–        να αναγνωρίσει ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για το εν λόγω έργο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την υπό κρίση αγωγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την υπό κρίση αγωγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

 Σκεπτικό

29      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή δεν προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Εν πάση περιπτώσει, κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως, όπως η έλλειψη εννόμου συμφέροντος (διάταξη της 27ης Μαρτίου 2003, Linea GIG κατά Επιτροπής, T‑398/02 R, Συλλογή, EU:T:2003:86, σκέψη 45). Η απόφαση αυτή λαμβάνεται σύμφωνα µε τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του ιδίου Κανονισμού Διαδικασίας.

31      Βάσει της γενικώς αναγνωρισμένης δικαιικής αρχής κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, η αρμοδιότητα καθώς και το παραδεκτό των αιτημάτων —ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αιτήματα του ενάγοντος ή του εναγομένου— εκτιμώνται βάσει και μόνον του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, Συλλογή, EU:C:1986:501, σκέψη 10, και της 8ης Απριλίου 1992, Επιτροπή κατά Feilhauer, C‑209/90, Συλλογή, EU:C:1992:172, σκέψη 13).

32      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν απαιτείται η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

 Επί του αιτήματος να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει ως αχρεωστήτως καταβληθέν το ποσό που η Επιτροπή της κατέβαλε για το έργο Doc@Hand

33      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν έχει υποχρέωση, βάσει της συμβάσεως Doc@Hand, να επιστρέψει τα ποσά που ζητεί η Επιτροπή.

34      Η αγωγή της ενάγουσας ασκήθηκε μετά από το προ-ενημερωτικό έγγραφο (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) με το οποίο η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα πορίσματα της εκθέσεως του οικονομικού ελέγχου και δήλωσε στην ενάγουσα ότι σκόπευε να ζητήσει την επιστροφή μεγάλου μέρους των προκαταβολών που της είχαν χορηγηθεί βάσει της επίμαχης συμβάσεως, αλλά πριν από την έκδοση εντάλματος εισπράξεως ή χρεωστικού σημειώματος.

35      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πρώτο αίτημα της αγωγής είναι προδήλως απαράδεκτο, επειδή κατά την άποψή της η ενάγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον το οποίο να χρήζει δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής εκ μέρους της ενάγουσας η υπό κρίση διαφορά βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της ανταλλαγής απόψεων και οι υπηρεσίες δημοσιονομικής διαχειρίσεως (ο διατάκτης) δεν είχαν λάβει καμία οριστική θέση.

36      Η ενάγουσα αντιτείνει ότι η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή είχε επανειλημμένα αμφισβητήσει την επιλεξιμότητα των δαπανών της ενάγουσας και αμφότερα τα μέρη είχαν εκθέσει τις θέσεις τους επί του ζητήματος αυτού. Το γεγονός ότι ο διατάκτης δεν έχει ακόμη λάβει θέση δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η αγωγή της αποτελεί κατ’ ουσίαν «αρνητική αναγνωριστική αγωγή» την οποία επιτρέπει το δίκαιο της Ένωσης. Προς στήριξη του επιχειρήματός της, επικαλείται τις αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2005, GEF κατά Επιτροπής (T‑29/02, Συλλογή, EU:T:2005:99, σκέψη 70), και της 8ης Μαΐου 2007, Citymo κατά Επιτροπής (T‑271/04, Συλλογή, EU:T:2007:128, σκέψεις 44 και 45). Κατά την ενάγουσα δεν είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, να έχει εκδοθεί ένταλμα εισπράξεως ή χρεωστικό σημείωμα προκειμένου να αμφισβητηθούν τα πορίσματα της Επιτροπής, αντιθέτως προς όσα αυτή υποστηρίζει. Προβάλλει ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής της η διαφορά ήταν υπαρκτή και πραγματική. Διευκρινίζει ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, είχε πλήρη εικόνα για τις θέσεις της Επιτροπής ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών της ενάγουσας για το έργο Doc@Hand και ως προς το ότι η Επιτροπή δεν αποδεχόταν τις διευκρινίσεις και τα υποστηρικτικά στοιχεία που της είχε παράσχει. Εξάλλου, η νομολογία σχετικά με τις προσφυγές ακυρώσεως (βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ) δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

37      Μολονότι, ομολογουμένως, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τη ρήτρα διαιτησίας την οποία προβλέπουν οι συμβάσεις του έκτου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006), το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων, εντούτοις η ενάγουσα νομιμοποιείται μόνον αν έχει έννομο συμφέρον. Κατά συνέπεια, όπως και για τις προσφυγές που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η ενάγουσα πρέπει, εν προκειμένω, να αποδείξει την ύπαρξη γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος.

38      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οποιοσδήποτε προσφεύγει ενώπιον δικαστηρίου πρέπει να έχει ενεστώς και γεγενημένο έννομο συμφέρον (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Lior κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Lior, T‑192/01 και T‑245/04, EU:T:2009:365, σκέψη 247· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 2005, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑28/02, Συλλογή, EU:T:2005:357, σκέψη 42). Το συμφέρον αυτό εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής ή προσφυγής (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑136/05, Συλλογή, EU:T:2007:295, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Υπενθυμίζεται, επιπλέον, ότι, αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η επί τα χείρω μεταβολή της καταστάσεως αυτής έχει ήδη καταστεί αναπότρεπτη (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, NBV και NVB κατά Επιτροπής, T‑138/89, Συλλογή, EU:T:1992:95, σκέψη 33· της 14ης Απριλίου 2005, Sniace κατά Επιτροπής, T‑141/03, Συλλογή, EU:T:2005:129, σκέψη 26, και διάταξη First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, EU:T:2005:357, σκέψη 43). Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν δύναται να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις προκειμένου να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον του για την άσκηση προσφυγής ή αγωγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση NBV και NVB κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:1992:95, σκέψη 33).

40      Πρέπει να εξεταστεί, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, αν η ενάγουσα απέδειξε ότι η υπό κρίση αγωγή στηριζόταν κατά την ημερομηνία ασκήσεώς της σε ενεστώς και γεγενημένο συμφέρον το οποίο έχρηζε έννομης προστασίας.

41      Εν προκειμένω, οι διάδικοι ερίζουν ως προς το κατά πόσον η ύπαρξη εντάλματος εισπράξεως ή χρεωστικού σημειώματος είναι προϋπόθεση του παραδεκτού αγωγής ασκούμενης βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

42      Επισημαίνεται συναφώς ότι το πρώτο εδάφιο του σημείου II.31 των γενικών όρων, το οποίο τιτλοφορείται «Επιστροφή ποσών στην Επιτροπή και εντάλματα είσπραξης» ορίζει ότι, εάν οιοδήποτε ποσό καταβληθεί αχρεωστήτως στον αντισυμβαλλόμενο ή εάν η ανάκτηση είναι δικαιολογημένη βάσει των διατάξεων της συμβάσεως, ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται να επιστρέψει στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό υπό τους όρους και εντός της χρονικής προθεσμίας που καθορίζει η Επιτροπή. Σύμφωνα με το σημείο II.31, παράγραφος 2, των γενικών όρων, εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό εντός της προθεσμίας που έχει καθορίσει η Επιτροπή, στο ποσό αυτό επιβάλλονται τόκοι με βάση το επιτόκιο που ορίζεται στο σημείο II.28 των γενικών όρων. Κατά το σημείο II.31, παράγραφος 3, των γενικών όρων, η ανάκτηση ποσών οφειλόμενων στην Επιτροπή δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω συμψηφισμού με ποσά οφειλόμενα στον αντισυμβαλλόμενο, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης του αντισυμβαλλομένου, ή με την εκτέλεση εγγυήσεως.

43      Κατά το σημείο II.29, παράγραφος 1, των γενικών όρων, είναι δυνατή η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο II.31 των γενικών όρων ανάκτηση των ποσών που οφείλονται στην Επιτροπή βάσει των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου.

44      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, από το προ‑ενημερωτικό έγγραφο προκύπτει ότι, βάσει των πραγματικών περιστατικών και των σχετικών όρων της συμβάσεως για το έργο Doc@Hand, η Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, απλώς ενημέρωσε την ενάγουσα ότι σκόπευε να ζητήσει την επιστροφή μεγάλου μέρους των προκαταβληθέντων σε αυτή ποσών στο πλαίσιο του επίμαχου έργου, ήτοι ποσού 296 149,77 ευρώ, επειδή οι δαπάνες που είχαν δηλωθεί από την ενάγουσα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επιλέξιμες. Επιπλέον, σαφώς προκύπτει από το έγγραφο αυτό ότι η Επιτροπή κάλεσε την ενάγουσα να διατυπώσει τις τυχόν παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή του εγγράφου αυτού, επισημαίνοντας ότι σε ενάντια περίπτωση θα συνεχιζόταν η διαδικασία ανακτήσεως.

45      Με επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2012, η ενάγουσα αρνήθηκε τα πορίσματα του ελέγχου και την επιστροφή των επίμαχων ποσών και ζήτησε να ανασταλεί η διαδικασία ανακτήσεως που είχε κινήσει η Επιτροπή ως προς τις δαπάνες για το έργο Doc@Hand (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Η ενάγουσα, χωρίς να αναμείνει τη συνέχεια της διαδικασίας ανακτήσεως, άσκησε στις 4 Φεβρουαρίου 2013, την υπό κρίση αγωγή.

46      Εντούτοις, κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή πρέπει να βεβαιώνεται με ένταλμα εισπράξεως εγχειριζόμενο στον υπόλογο, ακολουθούμενο από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη, τα οποία εκδίδονται και τα δύο από τον αρμόδιο διατάκτη.

47      Σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 357, σ. 1) (στο εξής: κανόνες εφαρμογής), η βεβαίωση απαιτήσεως από τον διατάκτη είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των Κοινοτήτων έναντι ενός οφειλέτη και η κατάρτιση του τίτλου με τον οποίο μπορεί να απαιτηθεί από αυτόν τον οφειλέτη η καταβολή της οφειλής του. Εξάλλου, το ένταλμα εισπράξεως είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης δίνει εντολή στον υπόλογο να εισπράξει τη βεβαιωθείσα απαίτηση. Τέλος, ο διατάκτης με το χρεωστικό σημείωμα, που αποστέλλει στον οφειλέτη, τον ενημερώνει ότι η Ένωση βεβαίωσε την απαίτηση, ότι εάν η καταβολή οφειλής πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας δεν οφείλεται τόκος υπερημερίας και ότι, σε περίπτωση μη καταβολής της οφειλής κατά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, το θεσμικό όργανο θα προβεί στην είσπραξη της οφειλής είτε με συμψηφισμό είτε με κατάπτωση τυχόν προϋπάρχουσας εγγυήσεως.

48      Σύμφωνα με το άρθρο 79 των κανόνων εφαρμογής, ο αρμόδιος διατάκτης προκειμένου να βεβαιώσει απαίτηση, διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, τον βέβαιο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να εξαρτάται από όρους, τον εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαιτήσεως, το ποσό της οποίας πρέπει να είναι προσδιορισμένο σε χρήμα και με ακρίβεια, και τον ληξιπρόθεσμο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία.

49      Επομένως, η είσπραξη απαιτήσεως που έχει προσδιορισθεί ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή, αφού βεβαιωθεί από τον αρμόδιο διατάκτη, προϋποθέτει, αφενός, ένταλμα εισπράξεως που εκδίδεται από αυτόν και απευθύνεται στον υπόλογο και, αφετέρου, χρεωστικό σημείωμα απευθυνόμενο προς τον οφειλέτη.

50      Εν προκειμένω, όμως, από το προ‑ενημερωτικό έγγραφο προκύπτει (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) ότι η Επιτροπή είχε ενημερώσει την ενάγουσα, αφενός, ότι σκόπευε να εκδώσει χρεωστικό σημείωμα και, αφετέρου, ότι δεν είχε καθορίσει τους όρους πληρωμής της απαιτήσεως ούτε είχε τάξει προθεσμία μετά από την παρέλευση της οποίας θα οφείλονταν τόκοι.

51      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απαίτησε ρητώς και οριστικώς την εξόφληση εκ μέρους της ενάγουσας απαιτήσεως την οποία έχει βεβαιώσει και θεωρεί ότι έχει έναντί της και η οποία συνίσταται στα καταβληθέντα ποσά τα οποία αντιστοιχούν σε δαπάνες τις οποίες έκρινε μη επιλέξιμες βάσει της επίμαχης συμβάσεως, προσδιορίζοντας συνάμα τους όρους καταβολής και τάσσοντας προθεσμία μετά από την παρέλευση της οποίας θα οφείλονταν τόκοι. Η ως άνω βεβαίωση γνωστοποιείται σαφώς και οριστικώς στον οφειλέτη μόνο με χρεωστικό σημείωμα.

52      Εξάλλου, οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν την έκδοση χρεωστικού σημειώματος μετά από την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2003, IDATE κατά Επιτροπής, T‑171/01, Συλλογή, EU:T:2003:8, σκέψη 28).

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα της ενάγουσας είναι πρόωρο. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απαίτηση επιστροφής των επίδικων δαπανών είναι απλώς ενδεχόμενη και υποθετική.

54      Ως εκ τούτου, το πρώτο αίτημα της αγωγής είναι απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για το έργο Doc@Hand

55      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο αίτημα της αγωγής είναι προδήλως απαράδεκτο, επειδή κατά την άποψή της η ενάγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον το οποίο να χρήζει δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη ζητήσει εν προκειμένω την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Επισημαίνει συναφώς ότι στο προ-ενημερωτικό έγγραφο και στο έγγραφο υπομνήσεως εκφράζεται απλώς η πρόθεσή της να αντιμετωπίσει το ζήτημα της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως σε μεταγενέστερο στάδιο.

56      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή το δικόγραφο της αγωγής είναι ιδιαιτέρως συνοπτικό, αν δεν σιωπά πλήρως, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα.

57      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του σημείου II.30, πρώτο εδάφιο, των γενικών όρων, στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή εκτιμά ότι ορισμένος δικαιούχος έχει λάβει αδικαιολόγητα οικονομική συμμετοχή, δύναται να απαιτήσει από αυτόν την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Στην παράγραφο 2 του ίδιου σημείου προβλέπεται ότι η Επιτροπή οφείλει να αποστείλει έγγραφο για το ζήτημα αυτό στον συγκεκριμένο δικαιούχο, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να εκθέσει τα επιχειρήματά του εντός προθεσμίας 30 ημερών.

58      Επισημαίνεται συναφώς ότι η Επιτροπή ανέφερε στο προ‑ενημερωτικό έγγραφο (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) ότι ο υπολογισμός της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως θα γινόταν επί του οφειλόμενου ποσού, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.30 των γενικών όρων και ότι θα αποστελλόταν χωριστό έγγραφο για το ζήτημα αυτό.

59      Διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, με το έγγραφο αυτό δεν ζητείται η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως και ότι με αυτό απλώς ανακοινώνεται ότι η καταβολή αυτή ενδέχεται να ζητηθεί στο μέλλον με χωριστό έγγραφο.

60      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη απαιτήσει ρητώς και οριστικώς την εξόφληση εκ μέρους της ενάγουσας απαιτήσεως την οποία έχει βεβαιώσει και θεωρεί ότι έχει έναντί της (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Ο υπολογισμός της ενδεχομένως οφειλόμενης βάσει του σημείου II.30 των γενικών όρων κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως πρέπει να γίνει βάσει των ποσών που έχει καταβάλει η Επιτροπή και αντιστοιχούν στις δαπάνες που έχουν κριθεί μη επιλέξιμες στο πλαίσιο του έργου Doc@Hand.

61      Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, η εκ μέρους της Επιτροπής απαίτηση καταβολής κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως είναι απλώς ενδεχόμενη και υποθετική.

62      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα της αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου λόγω τυπικών ελαττωμάτων του δικογράφου της αγωγής.

63      Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι η αγωγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.


Για τους λόγους αυτούς,


ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)


διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 6 Νοεμβρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Prek


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.