Language of document :

Αγωγή της 9ης Νοεμβρίου 2006 - Επιτροπή κατά Premium

(Υπόθεση T-316/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Ενάγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: E. Montaguti, επικουρούμενη από τους δικηγόρους J.-L. Fagnart και F. Longfils)

Εναγόμενη: Premium SA

Αιτήματα της ενάγουσας

Η ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κηρύξει παραδεκτή και βάσιμη την παρούσα αγωγή και κατά συνέπεια:

να υποχρεώσει την Premium SA να καταβάλει κεφάλαιο 88.594,48 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 57.605,74 ευρώ για τη σύμβαση ISAR A 2052 και σε 30.988,74 ευρώ για τη σύμβαση KAVAS-2 A2019·

να υποχρεώσει την Premium SA να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του κεφαλαίου των 57.605,74 ευρώ για τη σύμβαση ISAR (με το επιτόκιο που προβλέπουν οι εφαρμοστέες στη σύμβαση διατάξεις του γαλλικού δικαίου)·

να υποχρεώσει την Premium SA να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του κεφαλαίου των 30.988,74 ευρώ για τη σύμβαση KAVAS-2 (με το επιτόκιο που προβλέπουν οι εφαρμοστέες στη σύμβαση διατάξεις του δανικού δικαίου)·

να καταδικάσει την Premium SA στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνήψε στις 11 Μαρτίου 1992 και στις 29 Δεκεμβρίου 1993, με μια κοινοπραξία στην οποία μετείχε μια εταιρία με την οποία συνεργαζόμενος ανάδοχος ήταν η εναγόμενη, δύο συμβάσεις σχετικά με τα έργα KAVAS-2, Α2019 ("Knowledge acquisition visualization and assessment system") και ISAR-AIM, A2052 (" Integration System Architecture"), τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος τεχνολογικής έρευνας και αναπτύξεως στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας (1990-1994) το οποίο καθιέρωσε η απόφαση 91/394/ΕΚ του Συμβουλίου 1.

Οι συμβάσεις προέβλεπαν τα ποσά των επιλέξιμων δαπανών για τα έργα, βάσει των οποίων υπολογίστηκε η χρηματοδοτική συμβολή της Κοινότητας. Κατά τους όρους των συμβάσεων, όλες οι καταβολές που έγιναν από την Επιτροπή έπρεπε να θεωρηθούν προκαταβολές μέχρι την έγκριση της τελικής εκθέσεως. Για την περίπτωση που το σύνολο της καταβλητέας από την Επιτροπή χρηματοδοτικής συμβολής αποδειχθεί μικρότερο των ήδη γενομένων καταβολών, οι αντισυμβαλλόμενοι ανέλαβαν τη δέσμευση να αποδώσουν αμέσως τη διαφορά στην Επιτροπή. Οι συμβάσεις προέβλεπαν επί πλέον ότι οι αντισυμβαλλόμενοι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για κάθε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, εκτός αν ένας από αυτούς δεν δώσει οικονομικές πληροφορίες ή δώσει ψευδείς ή ελλιπείς οικονομικές πληροφορίες. Στην τελευταία περίπτωση, ευθύνη έχει μόνον ο αντισυμβαλλόμενος αυτός.

Βάσει των όρων των συμβάσεων, η κοινοπραξία όφειλε να υποβάλλει περιοδικές καταστάσεις εξόδων καθώς και περιοδικές εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο των εργασιών.

Από τον οικονομικό έλεγχο που η Επιτροπή πραγματοποίησε το 1996 προέκυψαν διάφορες μη επιλέξιμες δαπάνες οι οποίες είχαν τιμολογηθεί από την Premium SA. Στα σχόλιά της επί της εκθέσεως του πιο πάνω οικονομικού ελέγχου, η εναγόμενη ανέφερε ότι δεν μπορεί να δεχθεί ότι η έκθεση απορρίπτει διάφορες δαπάνες. Μετά από αλληλογραφία μεταξύ της εναγόμενης και της Επιτροπής, η τελευταία εξέδωσε χρεωστικά σημειώματα εις βάρος της Premium SA, η οποία τα αμφισβήτησε. Δεδομένου ότι ορισμένες προκαταβολές που η Επιτροπή έλαβε υπόψη στα πρώτα χρεωστικά σημειώματά της δεν είχαν διαβιβαστεί από τον συντονιστή στην Premium SA, η Επιτροπή, διατηρώντας τις διαπιστώσεις της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου που αφορούσαν τις μη επιλέξιμες δαπάνες οι οποίες είχαν τιμολογηθεί από την εναγόμενη, εξέδωσε νέα χρεωστικά σημειώματα για τα ποσά που όντως είχαν καταβληθεί επί πλέον. Η Premium SA αμφισβήτησε τα χρεωστικά αυτά σημειώματα.

Η Επιτροπή απηύθυνε κατ' επανάληψη αιτήσεις πληρωμής, στις οποίες η εναγόμενη δεν έδωσε συνέχεια. Κατά συνέπεια, βάσει των ρητρών διαιτησίας που έχουν οι συμβάσεις, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα αγωγή για να υποχρεωθεί η Premium SA να αποδώσει μέρος της γενομένης από την Κοινότητα προκαταβολής πλέον τόκων υπερημερίας, δεδομένου ότι η εναγόμενη δεν προέβαλε κανένα λυσιτελή ισχυρισμό για να αμφισβητήσει το βάσιμο της απόψεως της Επιτροπής σχετικά με τις δαπάνες που η έκθεση οικονομικού ελέγχου έκρινε μη επιλέξιμες.

____________

1 - ΕΕ 1991, L 218, σ. 22.