Language of document : ECLI:EU:T:2010:390

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων ψυγειοκαταψυκτών καταγωγής Νότιας Κορέας – Ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος – Δικαιώματα άμυνας – Συμβουλευτική επιτροπή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Επιλογή της μεθόδου ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος – Άρθρο 15, παράγραφος 2, και άρθρο 20, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 [νυν άρθρο 15, παράγραφος 2, και άρθρο 20, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009]»

Στην υπόθεση T‑314/06,

Whirlpool Europe Srl, με έδρα το Comerio (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Bronckers και F. Louis, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. Albenzio, avvocato dello Stato,

και από

το Conseil européen de la construction d’appareils domestiques (CECED), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενο από τους Y. Desmedt και A. Verheyden, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενο από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και T. Scharf,

και από

την LG Electronics, Inc., με έδρα τη Σεούλ (Νότια Κορέα), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους L. Ruessmann και P. Hecker, στη συνέχεια, από τους Ruessmann και A. Willems, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα περί μερικής ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1289/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Αυγούστου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων ψυγείων με δύο εξωτερικές πόρτες (side-by-side), καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ L 236, σ. 11),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij (εισηγητή), πρόεδρο, V. Vadapalas και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Νοεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Η βασική νομοθεσία αντιντάμπινγκ συνίσταται στον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996 L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22)]. 

2        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1225/2009) ορίζει:

«1. Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία.

[…]

4. Για τους σκοπούς της εφαρμογής τους παρόντος κανονισμού, ως “ομοειδές προϊόν” νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.»

3        Το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 15 του κανονισμού 1225/2009) προβλέπει:

«1. Οι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία εκπροσώπου της Επιτροπής. Διαβουλεύσεις διεξάγονται αμέσως, είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής και σε κάθε περίπτωση εντός χρονικού πλαισίου το οποίο να επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2. Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση, όλες τις σχετικές πληροφορίες.

3. Όταν είναι αναγκαίο, οι διαβουλεύσεις είναι δυνατό να διεξάγονται μόνο γραπτώς· στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν τις απόψεις τους ή να ζητούν τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων και προφορικώς· ο πρόεδρος φροντίζει για τη διεξαγωγή προφορικών διαβουλεύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν εντός χρονικού πλαισίου που να επιτρέπει την τήρηση των προβλεπόμενων από τον παρόντα κανονισμό προθεσμιών.

4. Οι διαβουλεύσεις καλύπτουν ιδίως:

[…]

δ) τα μέτρα τα οποία, υπό τις δεδομένες συνθήκες, προσφέρονται για την αποτροπή ή την αποκατάσταση της ζημίας που έχει προκληθεί από το ντάμπινγκ, καθώς και τις λεπτομέρειες θέσης σε εφαρμογή των μέτρων αυτών.»

4        Η προθεσμία των δέκα εργάσιμων ημερών, την οποία το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009) τάσσει στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής προκειμένου να γνωστοποιήσει στα κράτη μέλη όλες τις σχετικές πληροφορίες, προστέθηκε στον βασικό κανονισμό με τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 77, σ. 12), του οποίου η αιτιολογική σκέψη 17 ορίζει:

«Τα στοιχεία που χορηγούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής έχουν συνήθως ιδιαίτερα τεχνικό χαρακτήρα και απαιτούν μια πολυσύνθετη οικονομική και νομική ανάλυση. Για να χορηγηθεί στα κράτη μέλη αρκετός χρόνος για να τα εξετάσουν, αυτά τα στοιχεία πρέπει να αποστέλλονται κανονικά το αργότερο δέκα ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης που καθορίζει ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής.»

5        Το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 20 του κανονισμού 1225/2009) ορίζει:

«1. Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης.

2. Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

[…]

4. Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς· λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5. Τυχόν [παρατηρήσεις] των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος.»

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Αγορά υποκείμενη στην έρευνα

6        Η αγορά των συνδυασμών ψυγειοκαταψυκτών, που αποτέλεσε το αντικείμενο της έρευνας κατά τη λήξη της οποίας ελήφθησαν τα επίδικα μέτρα αντιντάμπινγκ, περιλαμβάνει τρία τμήματα:

–        το τμήμα των συνδυασμών «bottom-mount», στους οποίους ο θάλαμος συντήρησης νωπών τροφίμων είναι τοποθετημένος πάνω από τον θάλαμο κατάψυξης·

–        το τμήμα των συνδυασμών «top-mount», στους οποίους ο θάλαμος κατάψυξης είναι τοποθετημένος πάνω από τον θάλαμο συντήρησης νωπών τροφίμων·

–        το τμήμα των συνδυασμών «side-by-side», οι οποίοι διαθέτουν δύο εξωτερικές πόρτες που ανοίγουν η μία στον θάλαμο κατάψυξης και η άλλη στον θάλαμο συντήρησης νωπών τροφίμων.

7        Προσφάτως εμφανίστηκε στην αγορά ένας νέος τύπος ψυγειοκαταψύκτη, με τρεις πόρτες, στον οποίο ο θάλαμος συντήρησης νωπών τροφίμων είναι καθ’ ολοκληρίαν τοποθετημένος πάνω από τον θάλαμο κατάψυξης. Ο θάλαμος κατάψυξης διαθέτει μία πόρτα, ενώ δύο πόρτες τοποθετημένες πλάι-πλάι ανοίγουν στον θάλαμο συντήρησης νωπών τροφίμων.

2.     Αρχικό στάδιο της διαδικασίας έρευνας

8        Στις 18 Απριλίου 2005, η προσφεύγουσα, Whirlpool Europe Srl, υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του βασικού κανονισμού, καταγγελία όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων ψυγείων καταγωγής Νότιας Κορέας.

9        Στις 2 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων ψυγείων με δύο εξωτερικές πόρτες (side-by-side) καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ C 135, σ. 4). Το προϊόν που κατά την ανακοίνωση αποτελούσε αντικείμενο ντάμπινγκ ήταν οι ψυγειοκαταψύκτες με χωρητικότητα πάνω από 400 λίτρα, που διαθέτουν τουλάχιστον δύο χωριστές εξωτερικές πόρτες, τοποθετημένες πλάι-πλάι.

10      Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε όλα τα γνωστά ως ενδιαφερόμενα μέρη.

11      Η κορεατική εταιρία LG Electronics, Inc. (στο εξής: LG) υποστήριξε ότι στον ορισμό του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας έπρεπε να συμπεριληφθούν όλα τα μεγάλα ψυγεία, εφόσον εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη συντήρηση τροφίμων και ποτών, και καθόσον τα περισσότερα από αυτά έχουν ένα χώρο συντήρησης και ένα χώρο κατάψυξης.

12      Επιπλέον, η ίδια εταιρία ισχυρίστηκε ότι η περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας ήταν εσφαλμένη. Σύμφωνα με την εταιρία αυτή, ο βιομηχανικός κλάδος θεωρεί ως ψυγεία «side-by-side» τα ψυγεία με ένα χώρο συντήρησης και ένα χώρο κατάψυξης που είναι τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο και με χωριστές εξωτερικές πόρτες για κάθε χώρο. Η εταιρία ισχυρίστηκε ότι εάν διατηρηθεί ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος ως έχει στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, ορισμένοι συνδυασμοί με τον καταψύκτη στο κάτω μέρος, δηλαδή οι συνδυασμοί ψυγειοκαταψυκτών με δύο πόρτες στον χώρο του ψυγείου στο επάνω μέρος και μία πόρτα στον χώρο του καταψύκτη στο κάτω μέρος, πρέπει να συμπεριληφθούν στην έρευνα, ενώ αποκλείονται τα συγκρίσιμα μοντέλα με μία πόρτα σε κάθε χώρο. Στο πλαίσιο αυτό, η LG ζήτησε είτε να αποκλειστούν από τη διαδικασία όλοι οι συνδυασμοί ψυγειοκαταψυκτών με τρεις ή περισσότερες πόρτες είτε να διευρυνθεί το πεδίο της έρευνας για να συμπεριλάβει όλους τους συνδυασμούς ψυγειοκαταψυκτών.

13      Τέλος, η LG προέβαλε ότι το σημαντικότερο στοιχείο δεν είναι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και, συγκεκριμένα, οι πόρτες των μοντέλων, αλλά η εσωτερική διάταξη. Ειδικότερα, η LG ισχυρίστηκε ότι η κατά σειρά παράταξη του θαλάμου συντήρησης νωπών τροφίμων και της κατάψυξης συνιστούσε το βασικό διακριτικό γνώρισμα ενός ψυγείου «side-by-side».

14      Στις 14 Νοεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή στοιχεία δημοσιευθέντα σε περιοδικά ενημέρωσης των καταναλωτών σύμφωνα με τα οποία στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος έπρεπε να συμπεριληφθούν τα ψυγεία με τρεις πόρτες.

15      Στις 17 Νοεμβρίου 2005, κατά τη συνάντηση με την Επιτροπή, η προσφεύγουσα έλαβε γνώση των επιχειρημάτων της LG όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος. Απάντησε γραπτώς στις 13 Δεκεμβρίου 2005. Με έγγραφα της 17ης και της 25ης Ιανουαρίου 2006, η LG κατέθεσε περαιτέρω παρατηρήσεις στις οποίες η προσφεύγουσα απάντησε στις 31 Ιανουαρίου 2006. Στις 2 Φεβρουαρίου 2006, η προσφεύγουσα έγινε εκ νέου δεκτή σε ακρόαση από την Επιτροπή. Στις 6, 7 και 15 Φεβρουαρίου 2006, η LG υπέβαλε στην Επιτροπή νέες παρατηρήσεις σχετικά με τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

3.     Προσωρινός κανονισμός

16      Στις 28 Φεβρουαρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 355/2006, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ψυγείων με δύο εξωτερικές πόρτες (side-by-side) καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ L 59, σ. 12, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

17      Με τον προσωρινό κανονισμό, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα της LG ότι όλα τα μεγάλα ψυγεία εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, με την αιτιολογία ότι η αγορά ψυγείων «side-by-side» είναι «σαφώς ένα χωριστό και διαφορετικό τμήμα της αγοράς». Τα ειδικά φυσικά χαρακτηριστικά των ψυγείων «side-by-side», ιδίως οι δύο μεγάλες πόρτες που είναι τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη, δίνουν στο ψυγείο αυτό «συγκεκριμένη θέση» στην αγορά συνδυασμών ψυγειοκαταψυκτών.

18      Η Επιτροπή απέρριψε ομοίως το επιχείρημα της LG περί αποκλεισμού από τη διαδικασία όλων των συνδυασμών ψυγειοκαταψυκτών με τρεις ή περισσότερες πόρτες, με την αιτιολογία ότι από την έρευνα προέκυψε ότι δεν υπάρχει «κοινά αποδεκτός ορισμός» των ψυγείων «side-by-side». Αντιθέτως, οι συνδυασμοί με τρεις πόρτες, στους οποίους αναφέρεται η LG, απαντούν στην αγορά παράλληλα με όλα τα λοιπά μοντέλα ψυγείων «side-by-side».

19      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συνήγαγε προσωρινά ότι, παρόλο που υπάρχουν διαφορές όγκου, προαιρετικών στοιχείων και υλικών που χρησιμοποιούνται, όλοι οι τύποι ψυγείων «side-by-side», συμπεριλαμβανομένων των συνδυασμών με τρεις πόρτες με τον καταψύκτη στο κάτω μέρος, έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιούνται βασικά για τους ίδιους σκοπούς.

20      Η Επιτροπή κατέληξε, επομένως, ότι τα ψυγεία «side-by-side» που παράγονται και πωλούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την κοινοτική βιομηχανία, αφενός, και αυτά που παράγονται και πωλούνται στη Νότια Κορέα, αφετέρου, έχουν ουσιαστικά τα ίδια φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και τις ίδιες βασικές χρήσεις και, κατ’ ακολουθία, τα θεώρησε προσωρινά ως ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

21      Κατ’ ακολουθία, ο προσωρινός κανονισμός ορίζει στο άρθρο 1:

«Επιβάλλεται προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στα ψυγεία “side-by-side” με δύο εξωτερικές πόρτες, δηλαδή στους συνδυασμούς ψυγείων και καταψυκτών-διατηρητών, χωρητικότητας που υπερβαίνει τα 400 λίτρα, που έχουν τουλάχιστον δύο χωριστές εξωτερικές πόρτες, συναρμολογημένες [η μία δίπλα στην άλλη], που υπάγονται επί του παρόντος στον κωδικό ΣΟ ex 84181020 (κωδικός TARIC 8418102091), καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας.»

4.     Μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας έρευνας

22      Μετά την κοινοποίηση του προσωρινού πορίσματος της Επιτροπής, η προσφεύγουσα και η LG υπέβαλαν περαιτέρω παρατηρήσεις όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος. Η LG απέστειλε, επίσης, στην Επιτροπή έκθεση πραγματογνωμοσύνης σχετικά με σχέδιο που αφορούσε την ταξινόμηση των ψυγείων. Στο πλαίσιο ανταλλαγής αλληλογραφίας, η προσφεύγουσα και η LG ανέπτυξαν τις απόψεις τους όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

5.     Έγγραφο τελικής ενημέρωσης

23       Στις 30 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή συνέταξε το έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Με αυτό υπενθύμισε ότι αποτελεί πάγια πρακτική των οργάνων της Ενώσεως, κατά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, να εξετάζουν πρωταρχικά τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του προϊόντος και ότι τα μοντέλα που κατατάσσονται σε διαφορετικά τμήματα αγοράς του προϊόντος συνήθως θεωρείται ότι αποτελούν ένα και το αυτό προϊόν, εκτός εάν υπάρχουν «σαφείς διαχωριστικές γραμμές» μεταξύ των διαφόρων τμημάτων.

24      Κατά την Επιτροπή, από την έρευνα προέκυψε ότι η παραδοσιακή διαίρεση σε τρία τμήματα της αγοράς των συνδυασμών ψυγειοκαταψυκτών μεγάλης χωρητικότητας δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση και ήταν οικεία σε όλους τους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα, με συνέπεια ότι στον ορισμό του οικείου προϊόντος δεν ήταν εύλογο να συμπεριληφθούν όλοι οι συνδυασμοί ψυγειοκαταψυκτών, όπως ζητούσε η LG.

25      Εν συνεχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι ούτε τα φυσικά χαρακτηριστικά (οι δύο μεγάλες πόρτες που είναι τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη και το πλάτος της συσκευής) ούτε λόγοι σχετικοί με την εμπορία και την αντίληψη των καταναλωτών δικαιολογούσαν τον αποκλεισμό του μοντέλου με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το «μοντέλο side-by-side με τρεις πόρτες» έπρεπε να συμπεριληφθεί στον ορισμό αυτόν.

6.     Αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης

26      Στους ενδιαφερομένους τάχθηκε προθεσμία λήγουσα στις 11 Ιουλίου 2006, προκειμένου να υποβάλουν τα σχόλιά τους επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

27      Στις 5 και 6 Ιουλίου 2006, ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής κοινοποίησε στα κράτη μέλη τα έγγραφα σχετικά με τα οριστικά μέτρα που η Επιτροπή προτίθετο να προτείνει.

28      Στις 11 Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα και η LG υπέβαλαν τα σχόλιά τους επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Η προσφεύγουσα επανέλαβε ότι συμφωνεί με τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος που διατύπωσε η Επιτροπή, ενώ η LG αμφισβήτησε εκ νέου το σκεπτικό και το πόρισμα στο οποίο κατέληξε συναφώς η Επιτροπή.

29      Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή ενημέρωσε τα κράτη μέλη ότι είχε μεταβάλει άποψη όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, από τον οποίο αποκλείονταν στο εξής τα ψυγεία με τρεις πόρτες.

30      Με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2006 που απηύθυνε στο αρμόδιο για το εμπόριο μέλος της Επιτροπής, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε αυτή τη μεταβολή απόψεως την οποία πληροφορήθηκε τυχαίως.

31      Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή απέστειλε το αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης στην προσφεύγουσα ενημερώνοντάς τη για τη μεταβολή αυτή. Με το εν λόγω έγγραφο η Επιτροπή επισήμανε:

«Ο προαναφερόμενος εξαγωγέας προσκόμισε συμπληρωματικές αποδείξεις για να υποστηρίξει ότι το τμήμα αγοράς ψυγείων “side-by-side” ορίζεται με βάση τη διάταξη των θαλάμων στο εσωτερικό και όχι τη θέση των πορτών. Ύστερα από τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, με βάση περαιτέρω αποδείξεις που προσκόμισε ο ίδιος εξαγωγέας, οι θέσεις που διατύπωσαν ορισμένα κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα και οργανισμοί ταξινόμησης, από τα οποία τα περισσότερα ταξινομούν τα ψυγεία “side-by-side” με βάση την εσωτερική τους διάταξη και όχι τη θέση των πορτών, επαναξιολογήθηκαν. Η επαναξιολόγηση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, από τη σκοπιά των φυσικών χαρακτηριστικών, το τρίπορτο μοντέλο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στο τμήμα αγοράς ψυγείων “side-by-side” […]. Όσο για την αντίληψη του καταναλωτή, τόσο ο εξαγωγέας όσο και η κοινοτική βιομηχανία υπέβαλαν έρευνες καταναλωτών που υποστηρίζουν τις αντίστοιχες απόψεις τους και αντικρούουν ο ένας τον άλλο. Ως προς αυτό, επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί σαφές συμπέρασμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το τρίπορτο μοντέλο θα πρέπει να θεωρείται ότι ανήκει στο τμήμα αγοράς των συνδυασμών με τον καταψύκτη στο κάτω μέρος [“bottom-mount”] και όχι στο τμήμα αγοράς των ψυγείων “side-by-side”. […]

Ως αποτέλεσμα, κρίθηκε σκόπιμο να αναθεωρηθεί ο ορισμός του πεδίου κάλυψης του προϊόντος, όπως καθορίζεται στον προσωρινό κανονισμό. Γι’ αυτό, το υπό εξέταση προϊόν ορίζεται οριστικά ως συνδυασμός ψυγειοκαταψύκτη όγκου άνω των 400 λίτρων, με τους θαλάμους κατάψυξης και συντήρησης τοποθετημένους πλάι-πλάι, καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας, υπαγόμενο σήμερα στον κωδικό ΣΟ ex 84181020.»

32      Στην προσφεύγουσα και στους λοιπούς ενδιαφερόμενους τάχθηκε προθεσμία λήγουσα στις 31 Ιουλίου 2006, στις 10 π.μ., προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

33      Στις 19 και 20 Ιουλίου 2006, η συμβουλευτική επιτροπή συνεδρίασε και εξέτασε τα οριστικά μέτρα που η Επιτροπή προτίθετο να προτείνει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του νέου ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος, από τον οποίο αποκλείονταν οι συνδυασμοί ψυγειοκαταψυκτών με τρεις πόρτες.

34      Με έγγραφα της 28ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα και το Conseil européen de la construction d’appareils domestiques [ευρωπαϊκό συμβούλιο κατασκευαστών ηλεκτρικών οικιακών συσκευών] (CECED) επέκριναν την περιεχόμενη στο αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης τροποποίηση του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος.

35      Στις 31 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την πρόταση κανονισμού COM(2006) 436 τελικό, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων ψυγείων με δύο εξωτερικές πόρτες («side-by-side») καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας.

36      Με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2006, η Επιτροπή απάντησε στις από 28 Ιουλίου 2006 παρατηρήσεις της προσφεύγουσας.

7.     Προσβαλλόμενος κανονισμός

37      Στις 25 Αυγούστου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1289/2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων ψυγείων με δύο εξωτερικές πόρτες (side-by-side), καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ L 236, σ. 11, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

38      Στο άρθρο 1, ο προσβαλλόμενος κανονισμός ορίζει:

«Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ [στις εισαγωγές] ψυγεί[ων] με δύο εξωτερικές πόρτες (“side-by-side”), δηλαδή στους συνδυασμούς ψυγειοκαταψυκτών όγκου άνω των 400 λίτρων, με τους θαλάμους κατάψυξης και συντήρησης τοποθετημένους δίπλα-δίπλα, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 84181020 (κωδικός Taric 8418102091), καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

39      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 17 Νοεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

40      Η ανακοίνωση περί της ασκήσεως της προσφυγής δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στις 30 Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ C 326, σ. 67).

41      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιανουαρίου και στις 14 Φεβρουαρίου 2007, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η LG ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου.

42      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Φεβρουαρίου 2007, το CECED και η Electrolux ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της προσφεύγουσας.

43      Με διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2007, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση της Επιτροπής.

44      Με διάταξη της 10ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση του CECED και της LG.

45      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Ιουνίου 2007, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της προσφεύγουσας.

46      Με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2007, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση της Ιταλικής Δημοκρατίας.

47      Δεδομένου ότι μεταβλήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο επομένως ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

48      Με διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 2008, το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) απέρριψε την αίτηση παρεμβάσεως της Electrolux.

49      Με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2009, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος έκανε δεκτή την αίτηση της προσφεύγουσας περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων εγγράφων της έναντι του CECED και της LG, με εξαίρεση ένα από τα οικεία έγγραφα, ως προς το οποίο η αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι της LG απορρίφθηκε. Κατ’ ακολουθία, το πλήρες κείμενο του εν λόγω εγγράφου κοινοποιήθηκε στην LG.

50      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε διάφορες ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

51      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στα ερωτήματα του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Νοεμβρίου 2009.

52      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία και το CECED, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, στο μέτρο που ο περιεχόμενος σε αυτόν και προκριθείς από το Συμβούλιο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος δεν περιλαμβάνει όλους τους μεγάλους ψυγειοκαταψύκτες με τουλάχιστον δύο εξωτερικές πόρτες, τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

53      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και την LG, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

54      Λόγω κωλύματος του δικαστή T. Tchipev να μετάσχει στην εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως μετά την περάτωση της προφορικής διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση στον πρόεδρο του τμήματος A. W. H. Meij ως εισηγητή δικαστή και όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τον δικαστή V. Vadapalas για τη συμπλήρωση του τμήματος.

55      Με διάταξη της 5ης Ιουλίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), υπό τη νέα του σύνθεση, προχώρησε στην επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και ενημέρωσε τους διαδίκους για το δικαίωμά τους ακροάσεως στο πλαίσιο νέας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, στις 8 Σεπτεμβρίου 2010.

56      Με έγγραφα, αντίστοιχα, της 9ης, 12ης, 14ης, 15ης και 16ης Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο, η Επιτροπή, το CECED, η LG και η Ιταλική Δημοκρατία απάντησαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτούνταν από το δικαίωμα εκ νέου ακροάσεως.

57      Κατά συνέπεια, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος αποφάσισε να περατώσει την προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

1.     Επί της προβαλλομένης παραβάσεως του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας

58      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορούσε, με την αίτηση παρεμβάσεως, να αναπτύξει παρατηρήσεις επί της ουσίας της διαφοράς, τις οποίες θα μπορούσε να υποβάλει μόνον κατά την προφορική διαδικασία.

59      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, παρεμβαίνων ο οποίος, όπως η Ιταλική Δημοκρατία, κατέθεσε την αίτησή του παρεμβάσεως μετά τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 115, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοινώσεως περί της ασκήσεως της προσφυγής, νομιμοποιείται απλώς και μόνον να συμμετάσχει στην προφορική διαδικασία, να λάβει γνώση της εκθέσεως ακροατηρίου και να υποβάλει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τις παρατηρήσεις του με βάση την έκθεση αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2009, C‑113/07 P, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2207, σκέψη 36).

60      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε η Ιταλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι παρατηρήσεις που αυτή υπέβαλε με την αίτησή της παρεμβάσεως συνιστούσαν απλώς ανάπτυξη των λόγων που επικαλέστηκε προς στήριξη της αιτήσεώς της και, επομένως, δεν αφορούσαν το βάσιμο της προσφυγής.

61      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν συντρέχει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

2.     Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού αποκλειστικά καθό μέρος ο ορισμός του υπό εξέταση και του ομοειδούς προϊόντος που το Συμβούλιο προέκρινε με τον οικείο κανονισμό δεν περιλαμβάνει όλους τους μεγάλους ψυγειοκαταψύκτες με τουλάχιστον δύο εξωτερικές πόρτες, τοποθετημένες πλάι-πλάι. Το Συμβούλιο επικαλείται συναφώς τη νομολογία κατά την οποία η μερική ακύρωση πράξεως της Ενώσεως είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη.

63      Το Συμβούλιο αμφισβητεί επίσης το προβληθέν με το υπόμνημα απαντήσεως της προσφεύγουσας αίτημα με το οποίο διώκεται όπως η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού ή του άρθρου του 1 συνοδεύεται από τη διατήρηση ως έχει της προσβαλλομένης πράξεως, έως ότου τα αρμόδια όργανα της Ενώσεως λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, το αίτημα αυτό ισοδυναμεί με τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς κατά τη διάρκεια της δίκης, γεγονός που θα σήμαινε ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο ακύρωνε στο σύνολό του τον προσβαλλόμενο κανονισμό ή το άρθρο του 1, θα αποφαινόταν ultra petita.

64      Τέλος, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να διορθώσει ένα λάθος των θεσμικών οργάνων της Ενώσεως απορρίπτοντας τον «αποκλεισμό της τελευταίας στιγμής» των ψυγείων με τρεις πόρτες από το πεδίο εφαρμογής των επίδικων μέτρων αντιντάμπινγκ.

65      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο προς στήριξη του απαραδέκτου της προσφυγής.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

66      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, δεν παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που προέβαλε το Συμβούλιο προς στήριξη του απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής, εφόσον τα περί ακυρώσεως αιτήματα της προσφεύγουσας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν επί της ουσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2004, C‑233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2759, σκέψη 26).

 Επί της ουσίας

67      Η προσφεύγουσα επικαλείται τέσσερις λόγους προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως. Πρώτον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν σεβάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας όσον αφορά τον «αποκλεισμό της τελευταίας στιγμής» των ψυγείων με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος. Δεύτερον, τα θεσμικά όργανα δεν πραγματοποίησαν διαβουλεύσεις «εντός εύλογου χρόνου» με τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, σχετικά με τον αποκλεισμό αυτόν, κατά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Τρίτον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιέχει ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά τον επίδικο αποκλεισμό. Τέταρτον και τελευταίο, τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την επιλογή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας όσον αφορά τον «αποκλεισμό της τελευταίας στιγμής» των ψυγείων με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εξέδωσε το αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης στις 19 Ιουλίου 2006 και ότι, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 20, παράγραφος 5, του κανονισμού 1225/2009), όφειλε να παράσχει στους ενδιαφερομένους προθεσμία τουλάχιστον δέκα ημερών, προκειμένου αυτοί να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Όμως, η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο την πρόταση οριστικών μέτρων στις 31 Ιουλίου 2006 ήτοι «μερικές ώρες» μετά τη λήξη της ταχθείσας στα ενδιαφερόμενα μέρη προθεσμίας προς υποβολή των παρατηρήσεών τους (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω).

69      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η τροποποίηση του ορισμού του ομοειδούς προϊόντος αφορά ένα «ουσιώδες στοιχείο» της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και ότι είναι εξαιρετικώς ασυνήθης σε προχωρημένο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας. Η προσφεύγουσα είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή παρατηρήσεις 30 σελίδων, συνοδευόμενες από 13 νέα παραρτήματα, στοιχεία στα οποία ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν πραγματοποιεί καμία αναφορά. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός παραθέτει μόνον τις σκέψεις που περιλαμβάνονταν, στο εξής, στο αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης το οποίο κοινοποιήθηκε στις 19 Ιουλίου 2006.

70      Η προσφεύγουσα παρατηρεί, επίσης, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή ανέμεινε μέχρι τις 9 Αυγούστου 2006 για να απαντήσει στις παρατηρήσεις της και ότι απάντησε αναλυτικώς αποδεικνύει ότι οι παρατηρήσεις της ήσαν κρίσιμες και απαιτούσαν διεξοδική εξέταση, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε πριν η Επιτροπή τροποποιήσει και διαβιβάσει στο Συμβούλιο την τελική πρότασή της, στις 31 Ιουλίου 2006. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αφιέρωσε αρκετό χρόνο στην εξέταση των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας, στέρησε από την πρακτική τους αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα άμυνας της δεύτερης.

71      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προθεσμία δεν συνιστά απλή διατύπωση της οποίας η τήρηση επιβάλλεται, αλλά σκοπεί να εγγυηθεί το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να εκφράσουν λυσιτελώς τις απόψεις τους.

72      Δεύτερον, η προσφεύγουσα, με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζει ότι, με εξαίρεση δύο έγγραφα και ένα σημείωμα της αμερικανικής διοικήσεως τα οποία το Συμβούλιο προσάρτησε σε παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως προς απόδειξη του «lobbying» που ασκήθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, κανένα από τα έγγραφα και τα σχετικά με τις τηλεφωνικές συζητήσεις σημειώματα που άσκησαν επιρροή στην τελική κρίση της Επιτροπής δεν προσαρτήθηκε στη μη εμπιστευτική μορφή του φακέλου της υποθέσεώς της, ώστε να περιέλθει σε γνώση των ενδιαφερομένων. Με τον τρόπο αυτόν, το Συμβούλιο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας. Το Συμβούλιο παραβίασε, επίσης, την αρχή της ευθυδικίας και της ισότητας των όπλων, καθόσον δεν δημοσιοποίησε όλα τα έγγραφα που αφορούσαν τις δραστηριότητες «lobbying» οι οποίες ασκήθηκαν έναντι τις Επιτροπής.

73      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο του υπό εξέταση λόγου καθώς και το παραδεκτό των επιχειρημάτων που η προσφεύγουσα προέβαλε στο στάδιο της απαντήσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

74      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ενώσεως, δυνάμει της οποίας οι εμπλεκόμενες σε διαδικασία έρευνας περατούμενης με την έκδοση κανονισμού αντιντάμπινγκ επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, επί του υποστατού και της συνάφειας των προβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψεις 288 και 289 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75      Η απαίτηση αυτή υλοποιείται στο άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει, στην παράγραφο 4 (νυν άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009), ότι η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Κατά τη διάταξη αυτή, σε περίπτωση που η τελικώς λαμβανόμενη απόφαση στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό από αυτά που γνωστοποιήθηκαν κατά την τελική αποκάλυψη στοιχείων, αυτά «πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν». Το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού διευκρινίζει ότι «τυχόν [παρατηρήσεις] των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος».

76      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης στις 19 Ιουλίου 2006 και έταξε σ’ αυτή προθεσμία λήγουσα στις 31 Ιουλίου 2006 για την υποβολή των παρατηρήσεών της. Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 28 Ιουλίου 2006, τις παρατηρήσεις της επί του αναθεωρημένου εγγράφου τελικής ενημέρωσης και ότι η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την πρόταση οριστικού κανονισμού στις 31 Ιουλίου 2006, ήτοι δώδεκα ημέρες μετά την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα του αναθεωρημένου εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή είχε λάβει τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας πριν τη λήξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεκαήμερης προθεσμίας και ότι ανέμεινε την τελευταία αυτή ημερομηνία για να διαβιβάσει την πρόταση οριστικού κανονισμού στο Συμβούλιο.

77      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι το διαβιβασθέν στο Συμβούλιο σχέδιο προτάσεως οριστικού κανονισμού κυκλοφορεί στο εσωτερικό της Επιτροπής γραπτώς, προκειμένου να λάβει την έγκριση των μελών του θεσμικού οργάνου, δεν θίγει τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να εκφράσει λυσιτελώς τις απόψεις της, καθόσον η Επιτροπή δύναται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να παύσει την εν λόγω γραπτή διαδικασία ή ακόμη και να τροποποιήσει το σχέδιο προτάσεώς της σε συνέχεια των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι.

78      Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Επομένως, δεν διαπιστώνεται καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

79      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα δικαιώματά της άμυνας και το δικαίωμά της πληροφόρησης παραβιάστηκαν, καθόσον ορισμένες επιστολές και υπηρεσιακά σημειώματα που αφορούσαν τηλεφωνικές συζητήσεις δεν της γνωστοποιήθηκαν, κατά παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού.

80      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα συνάγει την ύπαρξη πρόσθετων, μη κοινοποιηθέντων σ’ αυτή, εγγράφων από τα έγγραφα που προσκόμισε το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης, ήτοι από δύο επιστολές των αμερικανικών αρχών προς την Επιτροπή και από την εσωτερική αλληλογραφία των υπηρεσιών της Επιτροπής στην οποία γίνεται λόγος περί τηλεφωνικής συζητήσεως με τις αμερικανικές αρχές.

81      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα περιορίζεται σε υποθέσεις, χωρίς καμία απόδειξη, σχετικά με την ύπαρξη πρόσθετων εγγράφων τα οποία άσκησαν επιρροή επί της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής.

82      Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει τη μη κοινοποίηση των εγγράφων αυτών προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που προβάλλει.

83      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από την έλλειψη διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη «εντός ευλόγου χρόνου», στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, όσον αφορά τον αποκλεισμό των ψυγείων με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1225/2009), ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής οφείλει να παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση της επιτροπής, όλες τις σχετικές πληροφορίες.

85      Η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εν προκειμένω, διότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν μπόρεσε να διατυπώσει άποψη έχοντας πλήρη γνώση των στοιχείων της υποθέσεως, ελλείψει κοινοποιήσεως στα μέλη της όλων των σχετικών πληροφοριών εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση της 19ης και της 20ής Ιουλίου 2006, δεδομένου ότι τα μέλη της πληροφορήθηκαν την απόφαση της Επιτροπής περί αποκλεισμού των ψυγείων με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος μόλις στις 14 Ιουλίου 2006.

86      Αυτή η δικονομική προθεσμία των δέκα εργασίμων ημερών περιελήφθη στον βασικό κανονισμό προς διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και της ασφάλειας δικαίου. Η υποχρέωση να ζητείται από τα κράτη μέλη να εκφράσουν λυσιτελώς τις απόψεις τους, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, συνιστά ουσιώδη διατύπωση, δεδομένου ότι δύναται να έχει συνέπειες επί του περιεχομένου της εκδιδομένης τελικής πράξεως. Συγκεκριμένα, η διαβούλευση με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής θα μπορούσε να οδηγήσει την Επιτροπή να μεταβάλει τη θέση της.

87      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η μεταστροφή της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος προκάλεσε «εντελώς νέα συζήτηση», για τη διεξαγωγή της οποίας τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής χρειάζονταν χρόνο προκειμένου να προετοιμαστούν.

88      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

89      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τη συνεδρίαση της 19ης και της 20ής Ιουλίου 2006, η συμβουλευτική επιτροπή διατύπωσε άποψη επί της προτάσεως της Επιτροπής περί οριστικών μέτρων, με βάση πληροφορίες που είχαν κοινοποιηθεί πλήρως στα κράτη μέλη μόλις στις 14 Ιουλίου του ιδίου έτους.

90      Επομένως, αντίθετα προς τις επιταγές του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, στα κράτη μέλη δεν κοινοποιήθηκαν, δέκα εργάσιμες ημέρες πριν τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής, όλες οι σχετικές πληροφορίες προκειμένου αυτά να λάβουν θέση επί της αποφάσεως της Επιτροπής για τον αποκλεισμό των ψυγείων με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

91      Εντούτοις, η μη τήρηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προθεσμίας δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ικανή να καταστήσει παράνομη τη διαδικασία διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής και, κατ’ ακολουθία, τον περιλαμβανόμενο στον προσβαλλόμενο κανονισμό ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

92      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 461/2004, ο οποίος τροποποίησε συναφώς τον βασικό κανονισμό, τα στοιχεία που κοινοποιούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής «[θα] πρέπει» να αποστέλλονται κανονικά το αργότερο δέκα ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης που καθορίζει ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής, προκειμένου «να χορηγηθεί στα κράτη μέλη αρκετός χρόνος για να τα εξετάσουν».

93      Από το γράμμα της αιτιολογικής αυτής σκέψεως και, ιδίως, από τη χρήση της ευκτικής («[θα] πρέπει»), προκύπτει ότι η τήρηση της επίμαχης προθεσμίας δεν επιβάλλεται επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, αλλά, αντιθέτως, ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού είναι δυνατόν να πληρούνται σε περίπτωση που τα κράτη μέλη διαθέτουν στην πράξη αρκετό χρόνο για να εξετάσουν τα στοιχεία που τους κοινοποίησε ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2004, T‑317/02, FICF κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑4325, σκέψη 188 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94      Πάντως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα κράτη μέλη είχαν στερηθεί τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου να λάβουν λυσιτελώς γνώση των στοιχείων που αφορούσαν τον νέο ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος που διατύπωσε η Επιτροπή και ότι, εξ αυτού του λόγου, η συμβουλευτική επιτροπή δεν είχε μπορέσει να διατυπώσει άποψη έχοντας πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων.

95      Αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ζήτημα του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος είχε συζητηθεί διεξοδικώς από τους εκπροσώπους των κρατών μελών στη διάρκεια των διαφόρων συνεδριάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και ότι ο ορισμός αυτός είχε ιδίως αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας στα σχετικά με τα οριστικά μέτρα έγγραφα που η Επιτροπή διαβίβασε στα κράτη μέλη στις 5 Ιουλίου 2006.

96      Επομένως, συνάγεται ότι η μη τήρηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προθεσμίας ουδεμία επίδραση άσκησε ως προς την έκβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεων ούτε, κατ’ ακολουθία, ως προς τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος που έγινε οριστικώς δεκτός με τον προσβαλλόμενο κανονισμό (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1991, T‑69/89, RTE κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑485, σκέψη 27, και της 27ης Νοεμβρίου 1997, T‑290/94, Kaysersberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2137, σκέψη 88).

97      Κατ’ ακολουθία, αλυσιτελώς η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η μη τήρηση της επίμαχης προθεσμίας είχε στερήσει από τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν λυσιτελώς τη μεταβολή του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος.

98      Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το Συμβούλιο διευκρίνισε χωρίς να αντικρουστεί, ότι, μολονότι ορισμένα κράτη μέλη ζήτησαν και έλαβαν, κατά τη διάρκεια αυτής της συνεδριάσεως, πρόσθετη προθεσμία λήγουσα στις 27 Ιουλίου 2006, προκειμένου να διατυπώσουν γραπτώς τη γνώμη τους επί της προτάσεως της Επιτροπής περί οριστικών μέτρων, εντούτοις, κανένα από τα εν λόγω δεν υποστήριξε ότι η προθεσμία αυτή ήταν ανεπαρκής, ούτε ζήτησε περαιτέρω πρόσθετη προθεσμία προκειμένου να διατυπώσει τη γνώμη του.

99      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από την ανεπάρκεια της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά τον περιλαμβανόμενο τελικώς σ’ αυτόν ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος δεν της παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει ούτε να αμφισβητήσει το βάσιμο των τελικών συμπερασμάτων στα οποία κατέληξαν ως προς το ζήτημα αυτό το Συμβούλιο και η Επιτροπή και δεν επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει συναφώς τον δικαστικό του έλεγχο.

101    Λαμβανομένου υπόψη ότι η μεταστροφή της Επιτροπής σε σχέση με τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, αφενός, είναι θεμελιώδους σημασίας και, αφετέρου, εκδηλώθηκε με καθυστέρηση, η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι ανεπαρκής για την κατανόηση του συλλογισμού που ακολουθήθηκε κατά την απάντηση στα διεξοδικώς αναπτυχθέντα επιχειρήματα και στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν, σχετικά με την έννοια αυτή, για διάστημα άνω του έτους.

102    Τα οικεία όργανα, αντί να περιοριστούν σε απλή παράθεση του νέου ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος, θα έπρεπε, στηριζόμενα παράλληλα στα πραγματικά περιστατικά και στα στοιχεία που είχαν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, να εξηγήσουν τον λόγο για τον οποίο το κριτήριο της εσωτερικής διατάξεως των μεγάλων συνδυασμών, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικώς στα φυσικά χαρακτηριστικά τους, έπρεπε να αντικαταστήσει το κριτήριο των εξωτερικών χαρακτηριστικών, συγκεκριμένα την παρουσία δύο τουλάχιστον εξωτερικών πορτών, τοποθετημένων πλάι-πλάι, το οποίο, μάλιστα, είχε θεωρηθεί ενδεδειγμένο μέχρι τότε, τόσο λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών όσο και της αντίληψης του καταναλωτή.

103    Τα θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να απορρίψουν συνοπτικώς το τελευταίο αυτό κριτήριο, ενώ αυτό είχε αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής ανάλυσης εκ μέρους των ενδιαφερομένων και της Επιτροπής και είχε θεωρηθεί ως το βασικό στοιχείο επί του οποίου στηρίχθηκε ο αρχικός ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος. Η εκτίμηση ότι η αντίληψη του καταναλωτή δεν ήταν πλέον καθοριστική δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς. Στις περιπτώσεις που τα όργανα της Ενώσεως απορρίπτουν, όπως εν προκειμένω, αντιφατικές έρευνες καταναλωτών, οφείλουν να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους μια τέτοια αντίφαση δημιουργεί ιδιαίτερες δυσχέρειες.

104    Στις αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται ότι τα όργανα της Ενώσεως κατέληξαν στον αποκλεισμό του μοντέλου με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, κατόπιν διεξοδικότερης εξέτασης των θέσεων που διατύπωσαν ορισμένα ερευνητικά ιδρύματα και οργανισμοί ταξινόμησης, υπό το πρίσμα των πρόσθετων αποδείξεων που η LG είχε προσκομίσει μετά την κοινοποίηση του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

105    Όμως, αφενός, η LG δεν προσκόμισε κανένα πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά απλώς περιορίστηκε να επαναλάβει ότι η εσωτερική διάταξη του προϊόντος ήταν σημαντικότερη από τα εξωτερικά φυσικά χαρακτηριστικά του και να υποβάλει το από 10 Ιουλίου 2006 έγγραφο κάποιου ιδρύματος το οποίο επαναλάμβανε τη γνώμη που το εν λόγω ίδρυμα είχε υποβάλει προς την Επιτροπή τον Απρίλιο του 2006 και προσήπτε στην Επιτροπή ότι, με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης, δεν συμφώνησε με την ως άνω γνώμη.

106    Αφετέρου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους οι θέσεις που διατύπωσαν ορισμένα ερευνητικά ιδρύματα και οργανισμοί ταξινόμησης, η πλειονότητα των οποίων κατατάσσει τους συνδυασμούς «side-by-side» με βάση την εσωτερική τους διάταξη και όχι σε συνάρτηση με τη θέση των πορτών, οδήγησαν τα οικεία όργανα στο συμπέρασμα ότι, από τη σκοπιά των φυσικών χαρακτηριστικών, το τρίπορτο μοντέλο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στο τμήμα αγοράς ψυγείων «side-by-side». Επιπλέον, δεν εξέτασαν το κύρος των ιδρυμάτων αυτών, τα οποία χαρακτηρίζουν ως «κορυφαία».

107    Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έπρεπε να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους δεν έκριναν ως πειστικά, στο πλαίσιο της έρευνας, ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβανόμενα στον φάκελο της υποθέσεως ήδη από τον Οκτώβριο του 2005, καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβαν υπόψη άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως δημοσιεύσεις προερχόμενες από ανεξάρτητες ενώσεις καταναλωτών, ορισμένες από τις οποίες αφορούσαν ρητώς τους συνδυασμούς με τρεις πόρτες.

108    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι αποτελεί πάγια πρακτική των θεσμικών οργάνων να μην εισάγουν διακρίσεις στο πλαίσιο του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος, εκτός εάν υπάρχουν «σαφείς διαχωριστικές γραμμές» μεταξύ των διάφορων τμημάτων. Όμως, εν προκειμένω, δεν υπάρχουν «σαφείς διαχωριστικές γραμμές» μεταξύ των συνδυασμών «side-by-side» με δύο πόρτες και των συνδυασμών με τρεις πόρτες. Τα θεσμικά όργανα δεν εξήγησαν γιατί, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν «σαφείς διαχωριστικές γραμμές», θεώρησαν ότι έχουν την υποχρέωση να προβούν στη δική τους διάκριση.

109    Τέλος, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η «απότομη» μεταστροφή των θεσμικών οργάνων ήταν αποτέλεσμα «“lobbying” της τελευταίας στιγμής», του οποίου τα στοιχεία, εντούτοις, δεν προκύπτουν από την αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού.

110    Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

111    Πρέπει να υπομνησθεί ότι από την αιτιολογία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ενώσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και να μπορούν να υπερασπίζουν τα δικαιώματά τους, το δε δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑134/03 και T‑135/03, Common Market Fertilizers κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3923, σκέψη 156 ).

112    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63).

113    Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως είναι επαρκής πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου της καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψη 86, και απόφαση Kaysersberg κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 150).

114    Όταν κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται, όπως εν προκειμένω, οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εμπίπτει στο πλαίσιο ενός συστήματος μέτρων, δεν απαιτείται η αιτιολογία να εξειδικεύει τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία, ενίοτε πολυάριθμα και περίπλοκα, που αποτελούν το αντικείμενό του, ούτε τα θεσμικά όργανα να λαμβάνουν θέση επί όλων των επιχειρημάτων που επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι. Αντιθέτως, αρκεί το όργανο που εκδίδει την πράξη να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία του προσβαλλόμενου κανονισμού.

115    Ασφαλώς, η αιτιολογία κανονισμού με τον οποίο επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους από τα όργανα της Ενώσεως και των παρατηρήσεων που αυτοί υπέβαλαν κατά τη διαδικασία έρευνας. Πάντως, τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να αιτιολογήσουν ειδικώς τη μη λήψη υπόψη των διαφόρων επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί ο κανονισμός να περιέχει σαφή αιτιολογία των κύριων στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη κατά την ανάλυση της καταστάσεως των ενδιαφερομένων, εφόσον η αιτιολογία αυτή είναι σε θέση να καταστήσει σαφείς τους λόγους για τους οποίους τα οικεία όργανα δεν έλαβαν υπόψη τους τα σχετικά επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι διάδικοι κατά τη διοικητική διαδικασία.

116    Εξάλλου, κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ μετά την περάτωση διαδικασίας έρευνας πρέπει να περιλαμβάνει αιτιολογία μόνο σε σχέση με το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που έχουν σημασία για την εκτίμηση στην οποία ο οικείος κανονισμός προβαίνει. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας τέτοιας πράξεως δεν έχει ως αντικείμενο να εξηγεί την εξέλιξη της θέσεως του οικείου κοινοτικού οργάνου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και, επομένως, δεν προορίζεται προς δικαιολόγηση της ενδεχόμενης αποκλίσεως της λύσεως που επελέγη με την τελική πράξη σε σχέση με την προσωρινή θέση η οποία περιλαμβανόταν στα έγγραφα τα οποία είχαν γνωστοποιηθεί στους ενδιαφερομένους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό το οικείο κοινοτικό όργανο δεν υποχρεούται ούτε να εξηγήσει γιατί ήταν αβάσιμη μια άποψή την οποία αυτό είχε σε κάποιο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας.

117    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος στηρίζεται σε δύο στοιχεία, ήτοι στην παραδοσιακή διαίρεση της αγοράς των μεγάλων συνδυασμών ψυγειοκαταψυκτών σε τρία τμήματα (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω) και σε μια «σαφή διαχωριστική γραμμή» μεταξύ των τριών αυτών τμημάτων.

118    Προκειμένου να προσδιορίσει αν οι μεγάλοι συνδυασμοί με τρεις πόρτες εμπίπτουν στο τμήμα των συνδυασμών «bottom mount» ή στο τμήμα των συνδυασμών «side-by-side», η Επιτροπή, αρχικώς, με την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, όρισε το υπό εξέταση προϊόν με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του, ήτοι την παρουσία δύο τουλάχιστον εξωτερικών πορτών, τοποθετημένων πλάι-πλάι, στηριζόμενη τόσο στα φυσικά χαρακτηριστικά του προϊόντος όσο και στην αντίληψη του καταναλωτή, καθόσον η προσφεύγουσα είχε προσδιορίσει και διαφημίσει το μοντέλο με τρεις πόρτες ως ψυγείο «side-by-side».

119    Στην ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο της έρευνας, η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι το γεγονός ότι οι εσωτερικοί θάλαμοι συντήρησης και κατάψυξης ήταν διαφορετικά τοποθετημένοι στον συνδυασμό «side-by-side» σε σχέση με το τρίπορτο μοντέλο συνιστούσε κριτήριο διάκρισης καθοριστικό για να αποκλεισθούν τα μοντέλα με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, καθόσον καμία πειστική απόδειξη δεν είχε υποβληθεί σχετικά και δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός των συνδυασμών «side-by-side».

120    Πάντως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά την έρευνα του ζητήματος, έπρεπε να προβεί σε επαναξιολόγηση των θέσεων που είχαν διατυπώσει ορισμένα κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα και οργανισμοί ταξινόμησης, από τα οποία τα περισσότερα ταξινομούν τους συνδυασμούς «side-by-side» με βάση την εσωτερική τους διάταξη και όχι τη θέση των πορτών.

121    Στην ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή οδηγήθηκε, έτσι, σε τροποποίηση του περιληφθέντος στον προσωρινό κανονισμό ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος και σε αποκλεισμό, οριστικώς, με βάση τα φυσικά χαρακτηριστικά, του μοντέλου με τρεις πόρτες από το τμήμα αγοράς των συνδυασμών «side-by-side», όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

122    Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 14 του προσβαλλόμενου κανονισμού, διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή απέρριψε το κριτήριο της αντίληψης του καταναλωτή, καθόσον αυτό ήταν ακατάλληλο για τη συναγωγή σαφούς συμπεράσματος υπέρ ή κατά του να συμπεριληφθούν τα ψυγεία με τρεις πόρτες στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, ενόψει των αντιφατικών συμπερασμάτων στα οποία καταλήγουν οι έρευνες καταναλωτών που η προσφεύγουσα και η κοινοτική βιομηχανία υπέβαλαν προς στήριξη των αντίστοιχων απόψεών τους.

123    Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 15 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα οικεία όργανα έκριναν ότι το μοντέλο με τρεις πόρτες θα πρέπει να θεωρείται ότι ανήκει στο τμήμα αγοράς των συνδυασμών «bottom-mount» [με τον καταψύκτη στο κάτω μέρος] και όχι στο τμήμα αγοράς των συνδυασμών «side-by-side».

124    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα οικεία όργανα αιτιολόγησαν επαρκώς την απόφασή τους περί αποκλεισμού των συνδυασμών με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος υποστηρίζοντας ότι οι έρευνες καταναλωτών ήταν αντιφατικές , δεδομένου ότι από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει ότι, λόγω των αντιφάσεων αυτών, από τις εν λόγω έρευνες δεν ήταν δυνατό να συναχθεί κανένα αναμφισβήτητο συμπέρασμα όσον αφορά το κριτήριο που στηρίζεται στην αντίληψη του καταναλωτή.

125    Μετά τη διαπίστωση της αδυναμίας ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος με βάση το κριτήριο της αντίληψης του καταναλωτή, τα οικεία όργανα αποφάνθηκαν στηριζόμενα στις θέσεις που διατύπωσαν κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα και οργανισμοί ταξινόμησης, από τα οποία τα περισσότερα ταξινομούν τους συνδυασμούς «side-by-side» με βάση την εσωτερική τους διάταξη και όχι τη θέση των πορτών.

126    Η ως άνω αναφορά αιτιολογεί επαρκώς τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος που περιλαμβάνεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

127    Επομένως, μη ορθώς η προσφεύγουσα προσάπτει στα οικεία όργανα ότι δεν εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους, παρά την έλλειψη «σαφών διαχωριστικών γραμμών» μεταξύ των συνδυασμών «side-by-side» με δύο πόρτες και αυτών με τρεις πόρτες, θεώρησαν ότι είχαν υποχρέωση να προβούν στη δική τους διάκριση: συγκεκριμένα, υποστηρίζοντας ότι το κύριο χαρακτηριστικό των συνδυασμών «side-by-side» έγκειται στην εσωτερική διάταξη των θαλάμων, τα οικεία όργανα ανήγαγαν το κριτήριο αυτό σε διαχωριστική γραμμή μεταξύ των συνδυασμών «side-by-side» και των συνδυασμών με τρεις πόρτες, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω ανάπτυξη συναφώς.

128    Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση ουσιώδους τύπου, ο οποίος διαφέρει, αυτός καθαυτόν, από τον λόγο που στηρίζεται στην ανακρίβεια της αιτιολογίας της αποφάσεως, ο έλεγχος της οποίας εμπίπτει στην εξέταση του βασίμου της αποφάσεως αυτής (απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, προπαρατεθείσα, σκέψη 67· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 2009, T‑48/04, Qualcomm κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑2029, σκέψη 179).

129    Επομένως, προς τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αρκούσε τα οικεία όργανα να εκθέτουν, όπως και έπραξαν, τους λόγους τους οποίους δέχθηκαν, προκειμένου να αποκλείσουν οριστικώς τους συνδυασμούς με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, αντίθετα προς ό,τι είχαν δεχθεί στο πλαίσιο του αρχικού ορισμού του οποίου, εξάλλου, τον προσωρινό χαρακτήρα επισήμαινε ο προσωρινός κανονισμός με την αιτιολογική σκέψη 17, και τούτο χωρίς να έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν, προκειμένου να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό αυτό, όλα τα πραγματικά και τα νομικά ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία.

130    Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος επέτρεψε στην προσφεύγουσα, η οποία, εξάλλου, μετέσχε σε μεγάλο βαθμό στη διοικητική διαδικασία και για τον λόγο αυτόν ήταν εξοικειωμένη με το πρόβλημα του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος, να κατανοήσει και να αμφισβητήσει το βάσιμο της λύσεως που προκρίθηκε οριστικώς και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο συναφώς, όπως προκύπτει, εξάλλου, από την εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

131    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η μεταβολή του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος ήταν αποτέλεσμα «“lobbying” της τελευταίας στιγμής», περί του οποίου ουδέν διαλαμβάνει η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να προβληθεί λυσιτελώς, δεδομένου ότι από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκθέτει επαρκώς κατά νόμον τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν σημασία για την εκτίμηση στην οποία προβαίνει.

132    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από πλάνη περί το δίκαιο κατά την επιλογή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

133    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος αντιβαίνει στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη την αντίληψη του καταναλωτή.

134    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά των εν λόγω ψυγείων είναι τόσο μικρές, ώστε δεν ασκούν επιρροή στην τελική χρήση των εν λόγω προϊόντων. Πάντως, οι διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά δεν δικαιολογούν διάκριση των προϊόντων, εκτός αν οι διαφορές αυτές έχουν σημασία για τους καταναλωτές. Επομένως, καθόσον οι διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά των ψυγείων δεν ασκούν επιρροή στην τελική χρήση τους, τα οικεία όργανα όφειλαν να λάβουν υπόψη την περιορισμένη σημασία τους επί της αντίληψης του καταναλωτή. Κατ’ ακολουθία, το Συμβούλιο, καθόσον δεν έλαβε υπόψη, εν προκειμένω, τα σχετικά με την αντίληψη των καταναλωτών αποδεικτικά στοιχεία, υπέπεσε σε πλάνη.

135    Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή, με τον κανονισμό 1418/88, της 17ης Μαΐου 1988, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκίδων καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 130, σ. 12), έκρινε ότι ασήμαντες διαφορές ως προς τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά των προϊόντων δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιτρέπεται ο προσδιορισμός των προϊόντων ως ομοειδών, εκτός αν οι διαφορές αυτές συμβάλλουν στο να αλλάζουν ριζικά η εφαρμογή, η χρήση ή η αντίληψη των πελατών ως προς τα εν λόγω προϊόντα (αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 1418/88). Στο μέτρο που τα οικεία όργανα της Ενώσεως θεώρησαν τα σχετικά με την αντίληψη των καταναλωτών αποδεικτικά στοιχεία ως μη επαρκή, όφειλαν να προκρίνουν έναν ευρύτερο ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, ο οποίος να περιλαμβάνει τα ψυγεία με τρεις πόρτες.

136    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητεί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Συμβούλιο προκειμένου να καταλήξει σε ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και ότι απλώς επικαλείται πλάνη περί το δίκαιο κατά την επιλογή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

137    Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

138    Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ αποσκοπεί στο να διευκολυνθεί η κατάρτιση του καταλόγου των προϊόντων ενόψει της ενδεχόμενης επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, τα οικεία όργανα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους πολλές παραμέτρους, όπως είναι τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, η χρήση τους, η εναλλαξιμότητά τους, η αντίληψη που σχηματίζει γι’ αυτά ο καταναλωτής, οι δίαυλοι διανομής, η διαδικασία κατασκευής, το κόστος παραγωγής και η ποιότητα.

139    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Συμβούλιο, με την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, επισήμανε ότι, από την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή προσδιόρισε το υπό εξέταση προϊόν με βάση τόσο τα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του όσο και την αντίληψη που έχει ο καταναλωτής γι’ αυτό. Με την αιτιολογική σκέψη 14 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο, αφού εξέτασε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και τις θέσεις που διατύπωσαν ορισμένα κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα και οργανισμοί ταξινόμησης, με τις οποίες υποστηρίζουν ότι ο ορισμός του τμήματος αγοράς των ψυγείων «side-by-side» γίνεται με βάση την εσωτερική τους διάταξη και όχι τη θέση των πορτών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από τη σκοπιά των φυσικών χαρακτηριστικών, το μοντέλο με τρεις πόρτες δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανήκει στο τμήμα αγοράς συνδυασμών «side-by-side». Εν συνεχεία, το Συμβούλιο, αφού εξέτασε την αντίληψη του καταναλωτή, έκρινε ότι τόσο η προσφεύγουσα όσο και η κοινοτική βιομηχανία υπέβαλαν συναφώς αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν τις αντίστοιχες απόψεις τους και «αντικρούουν ο ένας τον άλλο» με συνέπεια να μη μπορεί να συναχθεί σαφές συμπέρασμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

140    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο εξέτασε τα σχετικά με την αντίληψη του καταναλωτή αποδεικτικά στοιχεία, καταλήγοντας, εντούτοις, στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν αντιφατικά και ότι, επομένως, δεν ήταν πειστικά όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη την αντίληψη του καταναλωτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

141    Όσον αφορά την άποψη της προσφεύγουσας ότι οι διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά δικαιολογούν διάκριση των προϊόντων αποκλειστικώς στην περίπτωση που οι εν λόγω διαφορές έχουν σημασία για τους καταναλωτές, πρέπει να υπομνησθεί ότι η άποψη αυτή δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον βασικό κανονισμό ούτε στη νομολογία. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 138 ανωτέρω, τα όργανα της Ενώσεως μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους πολλές παραμέτρους, προκειμένου να διατυπώσουν τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, μεταξύ των οποίων τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων κατέχουν, ασφαλώς, σημαντική θέση, χωρίς εντούτοις να υπερισχύουν, κατ’ ανάγκην, άλλων στοιχείων. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διαφορές ως προς τα φυσικά ή τεχνικά χαρακτηριστικά έχουν σημασία αποκλειστικώς στην περίπτωση που οι εν λόγω διαφορές θεωρούνται κρίσιμες κατά την αντίληψη του καταναλωτή.

142    Εν συνεχεία, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι οι διαφορές ως προς τα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά των ψυγείων είναι περιορισμένες ή ασήμαντες, αρκεί να υπομνησθεί ότι η εν λόγω ουσιαστική εκτίμηση δεν περιέχεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό. Αντιθέτως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι, προβαίνοντας σε εκτίμηση των φυσικών χαρακτηριστικών των ψυγείων, το Συμβούλιο απέδωσε μεγαλύτερη σημασία στην εσωτερική τους διάταξη απ’ ότι στη θέση των πορτών και, κατόπιν τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διαπιστωθείσες αυτές διαφορές δικαιολογούσαν τον αποκλεισμό του μοντέλου με τρεις πόρτες από το τμήμα της αγοράς των συνδυασμών «side-by-side». Πάντως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ουσιαστική εκτίμηση στην οποία προέβη το Συμβούλιο.

143    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η προκείμενη επί της οποίας στηρίζεται το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι από τα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά των εξεταζόμενων προϊόντων προκύπτουν ασήμαντες μόνο διαφορές στηρίζεται σε έναν απλό ισχυρισμό προς στήριξη του οποίου δεν υποβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο με το οποίο να επιδιώκεται η επίρρωση του υποστατού του εν λόγω ισχυρισμού.

144    Για τον λόγο αυτόν, επιβάλλεται να απορριφθεί ο ισχυρισμός κατά τον οποίο ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος έπρεπε να συμπεριλάβει τα ψυγεία με τρεις πόρτες, καθόσον τα σχετικά με την αντίληψη του καταναλωτή αποδεικτικά στοιχεία δεν είχαν κριθεί ως πειστικά.

145    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

146    Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

147    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

148    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα και στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου και της LG, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

149    Το CECED φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

150    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

151    Επομένως, η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Whirlpool Europe Srl φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η LG Electronics, Inc.

3)      Η Ιταλική Δημοκρατία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Conseil européen de la construction d’appareils domestiques (CECED) φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Meij

Vadapalas

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

1.  Αγορά υποκείμενη στην έρευνα

2.  Αρχικό στάδιο της διαδικασίας έρευνας

3.  Προσωρινός κανονισμός

4.  Μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας έρευνας

5.  Έγγραφο τελικής ενημέρωσης

6.  Αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης

7.  Προσβαλλόμενος κανονισμός

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί της προβαλλομένης παραβάσεως του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας

2.  Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας όσον αφορά τον «αποκλεισμό της τελευταίας στιγμής» των ψυγείων με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από την έλλειψη διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη «εντός ευλόγου χρόνου», στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, όσον αφορά τον αποκλεισμό των ψυγείων με τρεις πόρτες από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από την ανεπάρκεια της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από πλάνη περί το δίκαιο κατά την επιλογή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.