Language of document : ECLI:EU:T:2007:129

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Μαΐου 2007

Υπόθεση T-255/04

Monique Negenman

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Άδεια μητρότητας – Αναρρωτική άδεια – Πιθανή ημερομηνία τοκετού – Έναρξη της αδείας μητρότητας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καθορίστηκαν οι ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της αδείας μητρότητας δυνάμει του άρθρου 58 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής της 23ης Οκτωβρίου 2003, με την οποία καθορίστηκαν οι ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της αδείας μητρότητας της προσφεύγουσας-ενάγουσας ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Άδεια μητρότητας – Διάρκεια – Σημείο ενάρξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 58 και 59)

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) προβλέπει ένα σαφές και μη επιδεχόμενο αμφιβολία σύστημα υπολογισμού της αδείας μητρότητας, το οποίο αποσκοπεί, σύμφωνα με την αρχή της ασφαλείας δικαίου, στον εκ των προτέρων και με βεβαιότητα προσδιορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της αδείας, ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στην εγκυμονούσα να γνωρίζει την διοικητική της κατάσταση πριν λάβει άδεια μητρότητας. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) δεν έχει καμία ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως και λήξεως της αδείας μητρότητας. Έτσι, ναι μεν η αρχή αυτή υποχρεούται, ασφαλώς, να λαμβάνει υπόψη την πραγματική ημερομηνία του τοκετού για να ορίζει την ημερομηνία επιστροφής της υπαλλήλου στην εργασία της, δεν πρέπει όμως να λαμβάνει υπόψη παρά μόνον την πιθανή ημερομηνία τοκετού, όπως αυτή προσδιορίζεται με ιατρική γνωμάτευση, προκειμένου να καθορίζει την έναρξη της αδείας μητρότητας και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να την καθορίζει a posteriori, σε συνάρτηση με την πραγματική ημερομηνία του τοκετού. Επομένως, όταν η πραγματική ημερομηνία του τοκετού είναι προγενέστερη της προβλεφθείσας, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι το χρονικό σημείο ενάρξεως της αδείας μητρότητας παραμένει αμετάβλητο και ότι η ενδιαφερόμενη υπάλληλος πρέπει να λάβει, μετά τον τοκετό, το υπόλοιπο της αδείας που απαιτείται ώστε να της χορηγηθεί το ελάχιστο όριο ημερών που της εγγυάται ο ΚΥΚ, ήτοι άδεια μητρότητας συνολικής διάρκειας δεκαέξι εβδομάδων.

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται στην περίπτωση στην οποία η εγκυμονούσα βρίσκεται ήδη, προ της ενάρξεως της αδείας μητρότητας, σε αναρρωτική άδεια για λόγους συνδεόμενους με την εγκυμοσύνη της, διότι το άρθρο 58 του ΚΥΚ δεν διακρίνει συναφώς. Η εφαρμογή μιας μεθόδου εφαρμογής της διατάξεως αυτής η οποία προσδιορίζει a posteriori, σε μια τέτοια περίπτωση, το σημείο ενάρξεως της αδείας μητρότητας σε συνάρτηση με την πραγματική ημερομηνία του τοκετού, με μετατροπή σε ημέρες αδείας μητρότητας των προ της ημερομηνίας αυτής ημερών αναρρωτικής αδείας που περιλαμβάνονται στο χρονικό διάστημα των δεκαέξι εβδομάδων συνιστά παράβαση των άρθρων 58 και 59 του ΚΥΚ. Πράγματι, η εγκυμοσύνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ασθένεια, ενώ καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη μετατροπή των δύο αυτών ειδών αδείας οι οποίες, δεδομένου ότι έχουν διαφορετικό σκοπό, είναι διαφορετικής φύσεως. Επιπλέον, μια τέτοια μέθοδος θα δημιουργούσε δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των εγκύων γυναικών με εγκυμοσύνη χωρίς επιπλοκές, η οποία συνεπώς δεν θα απαιτεί αναρρωτική άδεια, και, αφετέρου, εκείνων που υποχρεώνονται να λάβουν αναρρωτική άδεια πριν από την άδεια μητρότητας διότι βρίσκονται σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία.

(βλ. σκέψεις 50 έως 56 και 58 έως 61)