Language of document : ECLI:EU:C:2024:301

Υπόθεση C316/22

Gabel Industria Tessile SpA
και
Canavesi SpA

κατά

A 2A Energia SpA
και
Energit SpA
και
Agenzia delle Dogane e dei Monopoli

[αίτηση του Tribunale di Como (πρωτοδικείου Κόμο, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2008/118/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης – Ηλεκτρική ενέργεια – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει προσαύξηση επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας – Απουσία ειδικού σκοπού – Προσαύξηση η οποία, κατά την κρίση των εθνικών δικαστηρίων, αντιβαίνει στην οδηγία 2008/118/ΕΚ – Αξίωση για επιστροφή της αχρεωστήτως καταβληθείσας προσαύξησης την οποία ο τελικός καταναλωτής έχει αποκλειστικά κατά του παρόχου – Άρθρο 288 ΣΛΕΕ – Άμεσο αποτέλεσμα – Αρχή της αποτελεσματικότητας»

1.        Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Άμεσο αποτέλεσμα – Όρια – Υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αφήσει ανεφάρμοστη, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, διάταξη του εθνικού δικαίου για την επιβολή έμμεσου φόρου που αντιβαίνει σε οδηγία – Δεν υφίσταται – Όρια

(Άρθρο 288, εδ. 3, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 23-27, διατακτ. 1)

2.        Δίκαιο της Ένωσης – Άμεσο αποτέλεσμα – Εθνικές φορολογικές επιβαρύνσεις ασύμβατες με το δίκαιο της Ένωσης – Επιστροφή – Σχετικοί κανόνες – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου – Όρια – Τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας – Μετακύλιση στον τελικό καταναλωτή φόρου τον οποίο ο πάροχος κατέβαλε αχρεωστήτως – Νομική αδυναμία άσκησης της αξίωσης επιστροφής κατά του παρόχου λόγω της έλλειψης άμεσου οριζόντιου αποτελέσματος της οδηγίας που προβλέπει τον εν λόγω φόρο – Εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή την αναζήτηση του ποσού αυτού απευθείας από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, αλλά μόνο την άσκηση αστικής αγωγής κατά του παρόχου προς αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού – Δεν επιτρέπεται


(βλ. σκέψεις 32-34, 36-34, 38, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς σχετικά με την επιστροφή σε τελικούς καταναλωτές ποσών τα οποία κατέβαλαν για αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης προσαύξηση ειδικού φόρου κατανάλωσης, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει τη νομολογία του σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και της αρχής της αποτελεσματικότητας.

Η Gabel Industria Tessile και η Canavesi είναι δύο ιταλικές εταιρίες οι οποίες είχαν συνάψει με την A 2A Energia και την Energit, αντιστοίχως, συμβάσεις για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στις μονάδες παραγωγής τους.

Στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών, η Gabel Industria Tessile και η Canavesi κατέβαλλαν στους παρόχους τους, για το 2010 και το 2011, την προσαύξηση επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας την οποία προέβλεπε τότε η ιταλική νομοθεσία.

Το 2020 οι εν λόγω εταιρίες, θεωρώντας ότι η ως άνω προσαύξηση αντέβαινε στο δίκαιο της Ένωσης, άσκησαν αγωγές ενώπιον του Tribunale di Como (πρωτοδικείου Κόμο, Ιταλία) και ζήτησαν την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει για την προσαύξηση αυτή.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) έκρινε ότι η προσαύξηση αντέβαινε στην οδηγία 2008/118 (1) και διερωτάται επί των συνεπειών που έχει το παράνομο της προσαύξησης ως προς την τύχη των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, λόγω της έλλειψης οριζοντίου αποτελέσματος των οδηγιών, λαμβανομένης επίσης υπόψη και της εφαρμογής της αρχής της αποτελεσματικότητας.

Στο ως άνω πλαίσιο, υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα, ζητώντας να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή από εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία θεσπίζει φόρο που αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο.

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή να ζητήσει απευθείας από το κράτος μέλος την επιστροφή καταβληθέντος στον πάροχο φόρου ο οποίος αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο, ενώ συγχρόνως ο τελικός καταναλωτής, λόγω της έλλειψης οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών, αδυνατεί να επικαλεστεί το παράνομο του φόρου έναντι του παρόχου, ο οποίος τον εξόφλησε, και, συνεπώς, να επιτύχει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως στον πάροχο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν χωρεί επίκληση μιας οδηγίας αυτής καθεαυτήν έναντι ιδιώτη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

Το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί συνεπώς να αφήσει ανεφάρμοστη, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, διάταξη του εθνικού δικαίου για την επιβολή έμμεσου φόρου που αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο.

Εντούτοις, παρέκκλιση από την αρχή αυτή είναι δυνατή σε δύο περιπτώσεις.

Αφενός, το εσωτερικό δίκαιο μπορεί να ορίζει άλλως. Ειδικότερα, ένα κράτος μέλος μπορεί να παράσχει στα εθνικά δικαστήρια την εξουσία να μην εφαρμόζουν, βάσει του εσωτερικού δικαίου, κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα. Επομένως, παρά την έλλειψη οριζόντιου αποτελέσματος μιας οδηγίας, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την επίκληση, εκ μέρους ιδιώτη, του παράνομου χαρακτήρα ενός φόρου τον οποίο μετακύλισε σε αυτόν ο πωλητής, εφόσον η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία.

Αφετέρου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις ανεπιφύλακτες και αρκούντως σαφείς διατάξεις των οδηγιών έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή τον έλεγχο του κράτους ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες. Συνεπώς, ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί την αντίθεση έμμεσου φόρου προς το δίκαιο της Ένωσης έναντι φορέα που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο κρίνει ότι παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας μια εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή να ζητήσει απευθείας από το κράτος μέλος την επιστροφή φόρου που αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο.

Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, όταν ο υπόχρεος στην καταβολή του παράνομου φόρου πάροχος έχει μετακυλίσει απευθείας τον φόρο σε τελικό καταναλωτή ο οποίος υπέστη εν τέλει την πρόσθετη αυτή οικονομική επιβάρυνση αδικαιολογήτως, ο τελικός καταναλωτής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αξιώσει την επιστροφή της επιβάρυνσης από τον πάροχο και, αν η επιστροφή αποδεικνύεται αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής, θα πρέπει να είναι σε θέση να στρέψει την αξίωσή του ευθέως κατά του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Εν προκειμένω, η άσκηση της αξίωσης επιστροφής του φόρου κατά του παρόχου αποδεικνύεται στην πράξη νομικώς αδύνατη, δεδομένου ότι, λόγω της έλλειψης οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας 2008/118, ο τελικός καταναλωτής εμποδίζεται να επικαλεστεί την αντίθεση του φόρου προς τις διατάξεις της οδηγίας στο πλαίσιο αγωγής κατά του παρόχου με αίτημα την επιστροφή του φόρου. Πλην όμως, η εθνική νομοθεσία επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή να ασκήσει αγωγή προς αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού μόνο κατά του παρόχου, χωρίς να προβλέπει δυνατότητά του να στραφεί απευθείας κατά του συγκεκριμένου κράτους μέλους, πράγμα που αντιβαίνει συνεπώς στην αρχή της αποτελεσματικότητας.


1      Οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12).