Language of document : ECLI:EU:C:2011:619

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Συμπράξεις – Άρθρα 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Ευρωπαϊκή αγορά του μονοχλωροξικού οξέος – Κανόνες για τον καταλογισμό στη μητρική εταιρία των πρακτικών της θυγατρικής οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό – Τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση C‑520/09 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2009,

Arkema SA, με έδρα το Colombes (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον M. Debroux, avocat,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouquet και F. Castillo de la Torre, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, A. Rosas, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και P. Lindh, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Νοεμβρίου 2010,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Arkema SA (πρώην Elf Atochem SA, που μετονομάστηκε σε Atofina SA, στο εξής: Arkema) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑168/05, Arkema κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της με κύριο αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως E(2004) 4876 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E-1/37.773 – MCAA) (στο εξής: επίδικη απόφαση), και επικουρικό αίτημα τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε.

 Ιστορικό της διαφοράς και επίδικη απόφαση

2        Για τους σκοπούς της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση, όπως προκύπτουν από τις σκέψεις 2 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως.

3        Με την επίδικη απόφαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μεταξύ άλλων, η αναιρεσείουσα και η μητρική της εταιρία Elf Aquitaine SA (στο εξής: Elf Aquitaine) παρέβησαν τα άρθρα 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), διότι η αναιρεσείουσα συμμετείχε σε παράνομη σύμπραξη σχετικά με την αγορά του μονοχλωροξικού οξέος (στο εξής: MCAA).

4        Η Επιτροπή καταλόγισε παράβαση στην Elf Aquitaine και στην αναιρεσείουσα για το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1984 έως 7 Μαΐου 1999. Απορρίπτοντας τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα που προέβαλε η Elf Aquitaine, η Επιτροπή δέχθηκε ότι το γεγονός ότι η Elf Aquitaine κατείχε το 98 % των μετοχών της Atofina SA αρκούσε ώστε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πράξεις της θυγατρικής της. Ακόμη, εκτίμησε ότι το γεγονός ότι η Elf Aquitaine δεν είχε συμμετοχή στην παραγωγή και την πώληση MCAA δεν εμπόδιζε να θεωρηθεί αυτή ως ενιαία οικονομική οντότητα με τις επιχειρησιακές μονάδες του ομίλου.

5        Η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των προστίμων κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντηρίων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998), καθώς και της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας).

6        Η Επιτροπή, επισημαίνοντας ότι στην Elf Atochem SA είχε απευθυνθεί και η απόφαση 94/599/EK της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 239, σ. 14), έκρινε ότι έπρεπε να επιβληθεί προσαύξηση λόγω υποτροπής στην αναιρεσείουσα και μόνο και όχι στην Elf Aquitaine, διότι η τελευταία δεν ήλεγχε την αναιρεσείουσα κατά τον χρόνο της πρώτης παραβάσεως.

7        Κατά συνέπεια καταλόγισε, εκτός από το πρόστιμο των 45 εκατομμυρίων ευρώ που επέβαλε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην Elf Aquitaine και στην αναιρεσείουσα, χωριστό πρόστιμο 13,5 εκατομμυρίων ευρώ στην αναιρεσείουσα και μόνο, προκειμένου να συνυπολογισθεί το γεγονός ότι είχε τελέσει την παράβαση καθ’ υποτροπήν.

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8        Όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την προσφυγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρεσείουσα κατ’ ουσίαν ζητούσε την ακύρωση του διατακτικού της επίδικης αποφάσεως ως προς την Elf Aquitaine και, επικουρικώς, τη μείωση του ύψους των προστίμων που επιβλήθηκαν στην Elf Aquitaine και στην ίδια.

9        Από τις σκέψεις 40 έως 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε, κυρίως, οκτώ λόγους προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε μεταξύ άλλων, ως πρώτο λόγο ακυρώσεως, παράβαση των κανόνων που διέπουν τον καταλογισμό στη μητρική εταιρία των πρακτικών της θυγατρικής της και δυσμενή διάκριση εις βάρος του ομίλου Elf Aquitaine, ως δεύτερο λόγο ακυρώσεως παραβίαση της αρχής της νομικής και εμπορικής αυτοτέλειας της θυγατρικής και ως πέμπτο λόγο ακυρώσεως πλημμελή αιτιολογία. Η αναιρεσείουσα προέβαλε επίσης επικουρικώς, ως ένατο λόγο, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό του συντελεστή πολλαπλασιασμού που αποσκοπεί στην αποτροπή, δεδομένου ότι η Επιτροπή έλαβε δύο φορές υπόψη τον κύκλο εργασιών της Arkema.

10      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε όλους τους λόγους που προβλήθηκαν τόσο κυρίως όσο και επικουρικώς και καταδίκασε την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

11      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρεσείουσα έβαλλε μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, κατά του καταλογισμού της παραβάσεώς της στην Elf Aquitaine, μητρική εταιρία της κατά τον χρόνο της παραβάσεως, ισχυριζόμενη ότι δεν ακολούθησε πολιτική χαρασσόμενη από την Elf Aquitaine.

12      Συναφώς, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε τα ακόλουθα:

«Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της που υπέπεσε σε παραβατική συμπεριφορά, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της [...] και ότι αποτελούν κατά συνέπεια ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ [...]. Εναπόκειται, επομένως, στη μητρική εταιρία που προσβάλλει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή απόφαση της Επιτροπής με την οποία της επιβάλλεται πρόστιμο για ενέργειες της θυγατρικής της να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αυτοτέλεια της θυγατρικής [...]. Σε περίπτωση που το τεκμήριο δεν ανατραπεί, η Επιτροπή θα μπορέσει στη συνέχεια να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου.»

13      Στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, κατά το μέτρο που η Elf Aquitaine κατείχε, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της αναιρεσείουσας, ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε τεκμήριο περί μη αυτοτέλειας της αναιρεσείουσας έναντι της μητρικής της εταιρίας και ορθώς θεώρησε ότι εναπόκειτο στη μητρική εταιρία να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η θυγατρική της χάρασσε αυτοτελώς την πολιτική της στην αγορά.

14      Όσον αφορά τη δέσμη ενδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη της αυτοτέλειάς της, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει κατ’ αρχάς, στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή παραθέτει, στη διακοσιοστή πεντηκοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Elf Aquitaine στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Εν συνεχεία επισημαίνει, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προς απόδειξη της αυτοτέλειάς της προβλήθηκαν και από τη μητρική της εταιρία, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, με σκοπό να αποδειχθεί ότι δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της».

15      Το Πρωτοδικείο αναφέρει συναφώς, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αντικρούοντας τα επιχειρήματα της μητρικής εταιρίας, η Επιτροπή απάντησε συνολικά και στις δύο εταιρίες και εξέτασε, σύμφωνα με τη νομολογία, αν η μητρική εταιρία είχε προσκομίσει, προς ανατροπή του τεκμηρίου, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η θυγατρική της χάρασσε αυτοτελώς την πολιτική της στην αγορά.

16      Στις σκέψεις 76 έως 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο συνεχίζει τον συλλογισμό του ως εξής:

«76      Προκειμένου περί του βασίμου των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα για να αποδείξει την αυτοτέλειά της, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η Elf Aquitaine είναι μη επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία επεμβαίνει ελάχιστα στη διαχείριση των θυγατρικών της, δεν μπορεί να επαρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, ιδίως μέσω του συντονισμού των οικονομικών επενδύσεων στο πλαίσιο του ομίλου Elf Aquitaine. Ειδικότερα, στο πλαίσιο ενός ομίλου εταιριών, η εταιρία χαρτοφυλακίου που συντονίζει μεταξύ άλλων τις οικονομικές επενδύσεις εντός του ομίλου έχει ως αποστολή να συγκεντρώσει τις συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες προκειμένου να διασφαλισθεί ενιαία διεύθυνση, ιδίως μέσω του ως άνω ελέγχου του προϋπολογισμού.

77      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει την απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρεία ενός ομίλου δεν είναι ότι η μητρική παρακίνησε τη θυγατρική να διαπράξει την παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της μητρικής στην εν λόγω παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αποτελούν ενιαία επιχείρηση.

78      Όσον αφορά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε εφάρμοσε, υπέρ της Elf Aquitaine, ειδική πολιτική ενημερώσεως στην αγορά του MCAA, η μη ενημέρωση, έστω και αν αποδεικνύεται, δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι η προσφεύγουσα διέθετε αυτοτέλεια έναντι της μητρικής της εταιρίας.

79      Τα ίδια ισχύουν και για το επιχείρημα ότι η σχετική με το MCAA δραστηριότητα είναι ήσσονος σημασίας στο πλαίσιο του ομίλου Elf Aquitaine, δεδομένου ότι δεν είναι ικανό να αποδείξει την αυτοτέλεια [της Arkema] έναντι της μητρικής της εταιρίας.

80      Δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα ούτε από το γεγονός ότι οι δύο εταιρίες ασκούσαν δραστηριότητα σε διαφορετικές αγορές και δεν είχαν σχέσεις προμηθευτών προς πελάτες. Ειδικότερα, όπως επισήμανε ορθώς η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 261 της [επίδικης] αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε έναν όμιλο όπως η Elf Aquitaine, η κατανομή των καθηκόντων αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο που δεν ανατρέπει το τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο η Elf Aquitaine και η Atofina [SA] αποτελούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.»

17      Στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απαντά στο επιχείρημα της αναιρεσείουσας περί αδυναμίας να προσκομίσει άμεσα και αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την αυτοτελή συμπεριφορά της στην αγορά και ότι μια τέτοια απόδειξη πρέπει επομένως να χαρακτηρίζεται ως «probatio diabolica». Η σκέψη 82 έχει ως εξής:

«[...] δεν αξιώνεται από τους ενδιαφερομένους να προσκομίσουν άμεσα και αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την αυτοτελή συμπεριφορά της θυγατρικής στην αγορά, αλλά μόνο να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ως άνω αυτοτέλεια [...]. Ακόμη, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εν προκειμένω δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο περί μη αυτοτέλειας δεν σημαίνει ότι το εν λόγω τεκμήριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ανατραπεί. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν είναι βάσιμο.»

18      Tο Πρωτοδικείο απορρίπτει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνοντας, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει ότι η Elf Aquitaine και η Arkema αποτελούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και ότι επομένως επιτρεπόταν να θεωρηθούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες για τη συμπεριφορά που τους προσήφθη, οπότε οι πράξεις της Arkema μπορούν να καταλογισθούν στην Elf Aquitaine, με αποτέλεσμα να λογίζεται ότι τελέσθηκαν από την τελευταία».

19      Με την απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της νομικής και εμπορικής αυτοτέλειας της θυγατρικής λόγω του τεκμηρίου περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία στη θυγατρική της, το Πρωτοδικείο κρίνει ιδίως, στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «έστω και αν από την κατοχή ολόκληρου ή σχεδόν ολόκληρου του κεφαλαίου μπορεί να συναχθεί τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της και, κατά συνέπεια, ότι ανήκουν σε ενιαία επιχείρηση, το τεκμήριο αυτό περί μη αυτοτέλειας της θυγατρικής είναι δυνατόν να ανατραπεί από τον ενδιαφερόμενο, στον οποίο εναπόκειται να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις [...]. Κατά συνέπεια, το εν λόγω τεκμήριο, όπως εφαρμόζεται εν προκειμένω, ουδόλως αναιρεί την εμπορική αυτοτέλεια της θυγατρικής».

20      Στο πλαίσιο της απορρίψεως του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλούνταν από πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή απάντησε στα κύρια σημεία των επιχειρημάτων της Elf Aquitaine. Στη σκέψη 127 της ως άνω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρει τα ακόλουθα:

«[...] η Επιτροπή δεν όφειλε να απαντήσει σε όλες τις ενστάσεις της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, αφενός, στο μέτρο που η απάντηση της Επιτροπής στα κύρια σημεία των επιχειρημάτων της Elf Aquitaine [...] δεν θα μπορούσε να διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για τη μητρική εταιρία ή τη θυγατρική της, η Επιτροπή δεν όφειλε να απαντήσει χωριστά στα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα (βλ., ανωτέρω, σκέψη 75). [...]»

21      Στη σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο της απορρίψεως του ενάτου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρει τα ακόλουθα:

«Πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή προέβη σε διπλό υπολογισμό του κύκλου εργασιών της Arkema για να προσαυξήσει τα πρόστιμα για λόγους αποτροπής. Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το πρόστιμο [των 13,5 εκατομμυρίων ευρώ] που επιβλήθηκε στην Arkema δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, της επίδικης αποφάσεως αντιστοιχεί μόνο στην προσαύξηση λόγω υποτροπής που εφαρμόστηκε στο υποθετικό βασικό ποσό και την οποία μείωσε η Επιτροπή κατά 40 % λόγω συνεργασίας. Έτσι η Επιτροπή μπορούσε μόνο, εφόσον δεν ήθελε να παρεκκλίνει από τη μέθοδο υπολογισμού των κατευθυντηρίων γραμμών [του 1998], να υπολογίσει ξανά ένα υποθετικό βασικό ποσό εφόσον η Arkema και μόνο είχε θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση.»

 Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση εκ μέρους του Πρωτοδικείου των κανόνων που διέπουν τον καταλογισμό στη μητρική εταιρία των πρακτικών της θυγατρικής οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε αντίφαση υπενθυμίζοντας, αφενός, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τεκμήριο περί αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας στη θυγατρική της είναι «μαχητό» και μπορεί να ανατραπεί αν η μητρική εταιρία και/ή η θυγατρική παράσχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την αυτοτελή συμπεριφορά της θυγατρικής και διαβεβαιώνοντας, αφετέρου, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αποστολή όλων των εταιριών χαρτοφυλακίου είναι να διασφαλίζουν την ενιαία διεύθυνση των θυγατρικών εντός ενός ομίλου εταιριών.

25      Εξ αυτού συνάγεται, κατά την Arkema, ότι το τεκμήριο περί αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας είναι στην πραγματικότητα αμάχητο. Το Πρωτοδικείο, αξιώνοντας από την αναιρεσείουσα να προσκομίσει αποδείξεις για τις οποίες το ίδιο δηλώνει ότι είναι νομικώς αδύνατο να παρασχεθούν, της επέβαλε probatio diabolica.

26      Ακόμη, η Arkema θεωρεί ότι, απαιτώντας από την ίδια να προσκομίσει τέτοιες αποδείξεις, το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματά της σε δίκαιη δίκη, την οποία εγγυάται το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

27      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον δεν αμφισβητεί τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 78 έως 80 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

28      Ακόμη, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Arkema περί προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει σε τι συνίσταται η προσβολή αυτή.

29      Εν πάση περιπτώσει, από το γράμμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τεκμήριο περί αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας στη θυγατρική της δεν είναι αμάχητο. Κατά την Επιτροπή, η αναιρεσείουσα στην πραγματικότητα επιζητεί να μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό ισχυριζόμενη απλώς ότι η μητρική της εταιρία Elf Aquitaine ήταν «μη επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου». Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, αν το γεγονός και μόνον ότι επικεφαλής ενός ομίλου είναι μια «μη επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου» αρκούσε για την ανατροπή του τεκμηρίου, αυτό θα έχανε την αποτελεσματικότητά του. Επιπλέον, το γεγονός ότι ένα τεκμήριο είναι μαχητό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι ευχερής η ανατροπή του.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30      Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που παρατέθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι στην πραγματικότητα η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

31      Το αλυσιτελές όμως του προβαλλόμενου λόγου αφορά τη δυνατότητα του λόγου αυτού να στηρίξει την αίτηση αναιρέσεως και δεν επηρεάζει το παραδεκτό του (βλ. αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑76/01 P, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10091, σκέψη 52, καθώς και της 6ης Νοεμβρίου 2008, C‑203/07 P, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑8161, σκέψεις 42 και 43). Ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου που παρατέθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

32      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν βάλλει ρητώς κατά των σκέψεων 78 έως 80 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που αφορούν τον καταλογισμό στη μητρική εταιρία των πρακτικών της θυγατρικής της και οι οποίες αρκούν από μόνες τους για να στηρίξουν τα συμπεράσματα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

33      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

34      Ειδικότερα, από τα δικόγραφα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της Arkema είναι κατ’ ουσίαν ότι το Πρωτοδικείο, συγκεκριμένα στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε αντίφαση, δεχόμενο μεν την κατ’ αρχήν ύπαρξη μαχητού τεκμηρίου κατά το οποίο η μητρική εταιρία που κατέχει σχεδόν ολόκληρο το κεφάλαιο της θυγατρικής ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της τελευταίας, αλλά στερώντας ταυτοχρόνως οριστικά την Arkema από τη δυνατότητα αντίθετης αποδείξεως. Αν η επιχειρηματολογία αυτή γινόταν δεκτή, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς άλλωστε και οι διαπιστώσεις που περιέχονται στις εν λόγω σκέψεις 78 έως 80 και 82 θα έπασχαν από την πλάνη περί το δίκαιο που επικαλείται η Arkema.

35      Εξάλλου, από μια υποσημείωση του δικογράφου της αναιρέσεως της Arkema προκύπτει ότι αυτή προέβαλε ρητώς αντιρρήσεις κατά της σκέψεως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

36      Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

37      Έπειτα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε, αφενός, ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο ως άνω πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, αφετέρου, ότι, στην περίπτωση που μια τέτοια οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, βάσει της αρχής της ατομικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ. αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑90/09 P, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 34 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 29ης Μαρτίου 2011, C‑201/09 P και C‑216/09 P, ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 95).

38      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά κύριο λόγο τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 58, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 37).

39      Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και συνιστούν έτσι ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59, και General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

40      Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της, η οποία παρέβη τους περί ανταγωνισμού κανόνες της Ενώσεως, αφενός, η ως άνω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι τέτοια επιρροή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 50, προπαρατεθείσες αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39, και ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., σκέψη 97).

41      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής ώστε να τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η ως άνω μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 29, προπαρατεθείσες αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 40, και ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., σκέψη 98).

42      Εν προκειμένω, η Arkema δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα του τεκμηρίου περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής που εκτέθηκε στις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως. Δεν έχει αντιρρήσεις ούτε κατά της εφαρμογής, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ενός τέτοιου τεκμηρίου στην περίπτωση που η μητρική εταιρία κατέχει το 98 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της.

43      Εντούτοις, η Arkema υποστηρίζει ότι η συλλογιστική της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι σύμφωνη με τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 38 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον καθιστά αμάχητο το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία στη θυγατρική της.

44      Στο πλαίσιο αυτό, η Arkema θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι το Πρωτοδικείο, καθόσον διαπίστωσε, στη δεύτερη περίοδο της σκέψεως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μια εταιρία χαρτοφυλακίου έχει «ως αποστολή» να διασφαλίσει «ενιαία διεύθυνση» των θυγατρικών, κατέστησε νομικώς αμάχητο το τεκμήριο της αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, διότι κάθε προσπάθεια να αποδειχθεί η αυτοτελής συμπεριφορά της θυγατρικής στην αγορά θα ήταν αντίθετη προς την ίδια την αποστολή που το Πρωτοδικείο αναγνώρισε στις εταιρίες χαρτοφυλακίου και, κατά συνέπεια, καταδικασμένη σε αποτυχία.

45      Είναι μεν αληθές ότι η εν λόγω σκέψη 76 είναι διατυπωμένη κατά τρόπο ώστε δύσκολα να συμβιβάζεται με τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 38 έως 41 της παρούσας αποφάσεως.

46      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας που παρατέθηκε στις σκέψεις 43 και 44 της παρούσας αποφάσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη συνολική κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

47      Ειδικότερα, κατά την πρώτη περίοδό της, η εν λόγω σκέψη 76 αφορά το «[βάσιμο] των στοιχείων που προσκόμισε η [αναιρεσείουσα] για να αποδείξει την αυτοτέλειά της» έναντι της μητρικής της εταιρίας και ιδίως «το γεγονός ότι η Elf Aquitaine είναι μη επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία επεμβαίνει ελάχιστα στη διαχείριση των θυγατρικών της». Από τα στοιχεία της δικογραφίας που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου προκύπτει ακόμη ότι η Arkema ισχυρίστηκε συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι διέθετε «οικονομική αυτοτέλεια, δεδομένου ότι ο ασκούμενος από την Elf Aquitaine έλεγχος περιοριζόταν στις επενδύσεις και στις αποεπενδύσεις της Arkema που είχαν αντίκτυπο στα πάγια στοιχεία του ενεργητικού και στο μακροπρόθεσμο χρέος της», οι οποίες ουδέποτε αφορούσαν τη σχετική με το MCAA δραστηριότητα.

48      Ειδικότερα, στο αμφισβητούμενο χωρίο της ως άνω σκέψεως 76, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει απλώς ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μια «μη επιχειρησιακή» εταιρία χαρτοφυλακίου, έστω και αν δεν επεμβαίνει άμεσα στην αγορά, να ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική των θυγατρικών της, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της ιδιαίτερης αποστολής της που είναι ο συντονισμός και η οικονομική διεύθυνση και ότι, επομένως, είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι η μητρική εταιρία πράγματι ασκεί τέτοια επιρροή όταν κατέχει ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το κεφάλαιο της θυγατρικής. Για τον λόγο αυτό, κατά το πνεύμα της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου, δεν αρκεί να προβληθεί η μη επιχειρησιακή φύση της μητρικής εταιρίας ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στην εμπορική πολιτική των θυγατρικών, το οποίο παραμένει μαχητό τεκμήριο.

49      Συναφώς, από πολλές σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περιλαμβανομένων των σκέψεων 67 και 82, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εκτιμούσε ότι το επίμαχο τεκμήριο μπορούσε να ανατραπεί.

50      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση των κανόνων που διέπουν τον καταλογισμό στη μητρική εταιρία των πρακτικών της θυγατρικής της, καθόσον το Πρωτοδικείο δέχθηκε αμάχητο χαρακτήρα του τεκμηρίου που στηρίζεται στην κατοχή από τη μητρική εταιρία ολόκληρου του κεφαλαίου της θυγατρικής της, δεν είναι βάσιμη, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

51      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το επιχείρημα που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη το οποίο απορρέει από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, από τη στιγμή που στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

52      Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Κατά την αναιρεσείουσα, η επιβεβαίωση από το Πρωτοδικείο του αμάχητου χαρακτήρα του τεκμηρίου περί αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας στη θυγατρική της συνεπάγεται επίσης παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ των μετεχόντων σε μία σύμπραξη, αναλόγως του αν ανήκουν ή όχι σε όμιλο εταιριών.

54      Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι ακατανόητος και δεν αναφέρεται σε καμία αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει και αυτός να απορριφθεί, ως στηριζόμενος στην ίδια εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και του δικαιώματος της αναιρεσείουσας σε δίκαιη δίκη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο απάντησε στον πέμπτο λόγο ακυρώσεως εξετάζοντας μόνο τα επιχειρήματα που είχε προβάλει ενώπιόν του η Elf Aquitaine, και όχι αυτά που είχε προβάλει η ίδια, «παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη».

57      Η Επιτροπή κατ’ αρχάς προβληματίζεται για τη σαφήνεια της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει η αναιρεσείουσα προς στήριξη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως. Ακόμη, κατά την Επιτροπή, η αναιρεσείουσα δεν επέκρινε πρωτοδίκως το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση απάντησε κυρίως στα επιχειρήματα της Elf Aquitaine. Υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αποτελεί έτσι νέο λόγο ο οποίος απαραδέκτως προβάλλεται κατά το στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας.

58      Επί της ουσίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως μόνον υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων της Elf Aquitaine δεν θίγει την αναιρεσείουσα. Εφόσον τα επιχειρήματα της Arkema έπρεπε εν πάση περιπτώσει να απορριφθούν, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59      Κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπον συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, C‑407/08 P, Knauf Gips κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εν προκειμένω, η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπει μεν τον προσδιορισμό του επικρινόμενου σημείου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τις σκέψεις 121 έως 129 αυτής.

61      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία προς θεμελίωση του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως δεν είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας. Ειδικότερα, τα ουσιώδη στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται ο υπό κρίση λόγος δεν προκύπτουν κατά τρόπο επαρκώς συγκροτημένο και κατανοητό από το κείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως, της οποίας η διατύπωση είναι ως προς το σημείο αυτό διφορούμενη και ασαφής. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας, διότι διαφορετικά δικάζει ultra petita (βλ. μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 106, της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑6767, σκέψη 83· της 14ης Ιανουαρίου 2010, C‑343/08, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, Συλλογή 2010, σ. I‑275, σκέψη 26, και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑67/09 P, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 48 και 49).

62      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με αυτόν προβάλλεται παράλειψη του Πρωτοδικείου να συναγάγει τις επιβαλλόμενες συνέπειες ως προς το ακυρωτικό αίτημα από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η νυν αναιρεσείουσα, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση αυτή συνιστά νέο λόγο ικανό να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης.

63      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα δεν επέκρινε πρωτοδίκως το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση απάντησε κυρίως στα επιχειρήματα της Elf Aquitaine.

64      Κατά το άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Έτσι, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται πράγματι στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Κατά συνέπεια, ο διάδικος δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της εν λόγω δίκης προβάλλοντας για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που μπορούσε να είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αλλά δεν τον προέβαλε, εφόσον αυτό θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ’ ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 59, της 30ής Μαρτίου 2000, C‑266/97 P, VBA κατά VGB κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑2135, σκέψη 79, και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑280/08 P, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 34). Συνεπώς, ένας τέτοιος ισχυρισμός πρέπει να θεωρείται ότι απαραδέκτως προβάλλεται κατά το στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας.

65      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο παρέβη την αρχή της αναλογικότητας επικυρώνοντας τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει τη συνιστώσα της χρηματικής ποινής που αφορά την υποτροπή της Arkema. Η μέθοδος αυτή συνεπάγεται ότι ο κύκλος εργασιών της Arkema λαμβάνεται δύο φορές υπόψη για τον υπολογισμό των αντιστοίχων βάσεων στις οποίες εφαρμόζονται οι συντελεστές πολλαπλασιασμού που έγιναν δεκτοί για την Elf Aquitaine και την Arkema προς εξασφάλιση αποτρεπτικού αποτελέσματος. Το Πρωτοδικείο δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη αυτού του διπλού υπολογισμού, αλλά τη δικαιολόγησε με βάση την απαίτηση της Επιτροπής να μην παρεκκλίνει από τη μέθοδο υπολογισμού των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, αναγνωρίζοντας, κατά συνέπεια, στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές «απόλυτη δεσμευτική ισχύ» την οποία δεν έχουν.

67      Κατά την Επιτροπή, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως οφείλεται σε παρανόηση της επίδικης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68      Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στη αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να επιβάλει κυρώσεις για τον απαγορευμένο «διπλό υπολογισμό» του κύκλου εργασιών της Arkema στην επίδικη απόφαση.

69      Εντούτοις, η αιτίαση αυτή βασίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση τόσο της επίδικης όσο και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

70      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι έπρεπε να επιβάλει κυρώσεις λόγω υποτροπής μόνο στην αναιρεσείουσα και όχι στη μητρική της εταιρία Elf Aquitaine, διότι η τελευταία δεν ήλεγχε την αναιρεσείουσα κατά τον χρόνο της πρώτης παραβάσεως. Κατά συνέπεια καταλόγισε, εκτός από το πρόστιμο των 45 εκατομμυρίων ευρώ που επέβαλε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην Elf Aquitaine και στην αναιρεσείουσα, χωριστό πρόστιμο 13,5 εκατομμυρίων ευρώ στην αναιρεσείουσα και μόνο, προκειμένου να συνυπολογίσει το γεγονός ότι είχε τελέσει την παράβαση καθ’ υποτροπήν.

71      Όπως προκύπτει ιδίως από τη σκέψη 204 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την επιμέτρηση του δεύτερου αυτού προστίμου, η Επιτροπή ακολούθησε μέθοδο που βασιζόταν σε εκείνη των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998.

72      Κατά τη μέθοδο αυτή, τα στοιχεία του προστίμου που έχουν σχέση με επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι η υποτροπή, υπολογίζονται επί ενός «βασικού ποσού» το οποίο με τη σειρά του υπολογίζεται με βάση ένα «αρχικό ποσό», που προσαυξάνεται με συντελεστή πολλαπλασιασμού ο οποίος αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως.

73      Κατ’ ουσίαν, το ως άνω αρχικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τον πραγματικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό της παραβατικής συμπεριφοράς της οικείας οντότητας. Λαμβάνοντας υπόψη ενδεχομένως τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της εν λόγω οντότητας, το ποσό αυτό δύναται να αναπροσαρμοστεί ώστε να εξασφαλισθεί αρκούντως αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου.

74      Από τη σκέψη 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι, για την επιμέτρηση του προστίμου που επέβαλε στην αναιρεσείουσα και μόνο, η Επιτροπή φρόντισε να μη ληφθεί υπόψη για την αναπροσαρμογή, για λόγους αποτροπής, του αρχικού ποσού που αποτέλεσε τη βάση του ως άνω προστίμου, συντελεστής ο οποίος δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της αναιρεσείουσας θεωρούμενης χωριστά από τη μητρική της εταιρία Elf Aquitaine.

75      Έτσι, στην υποσημείωση υπ’ αριθ. 222 της επίδικης αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας επαναλαμβάνεται στην εν λόγω σκέψη 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρονται τα εξής:

«[...] Ο συντελεστής πολλαπλασιασμού που εφαρμόζεται στην Elf [Aquitaine], ήτοι 2,5, δεν περιλαμβάνεται στον υπολογισμό. Αντίθετα, για τον υπολογισμό της υποτροπής θα χρησιμοποιηθεί συντελεστής της τάξεως του 1,5, ο οποίος θα είχε εφαρμοστεί εάν η [Arkema] ήταν ο μοναδικός αποδέκτης της αποφάσεως (λόγω του παγκοσμίου κύκλου εργασιών της που ανέρχεται σε 17,8 δις ευρώ). [...]»

76      Με άλλα λόγια, για να καθορίσει το αρχικό ποσό για την επιμέτρηση του προστίμου που θα επέβαλλε στην εταιρία Arkema και μόνο, η Επιτροπή χρησιμοποίησε υποθετικό συντελεστή πολλαπλασιασμού της τάξεως του 1,5 –διαφορετικό από τον συντελεστή του 2,5 που χρησιμοποίησε για την επιμέτρηση του προστίμου που επέβαλε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην Elf Aquitaine και στην Arkema–, προκειμένου να λάβει υπόψη τις μικρότερες οικονομικές δυνατότητες της τελευταίας αυτής οντότητας θεωρούμενης μεμονωμένα και χωριστά από τη μητρική της εταιρία.

77      Εν συνεχεία, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τις σκέψεις 9, 16 έως 21 και 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε τον υποθετικό αυτό συντελεστή πολλαπλασιασμού της τάξεως του 1,5, τον οποίο αποκαλούσε, στο εν λόγω σημείο 203, «συντελεστή πολλαπλασιασμού για λόγους αποτροπής», σε ένα αρχικό ποσό –επίσης υποθετικό στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου που επέβαλε στην εταιρία Arkema και μόνο– ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο καθόρισε σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως και τη σχετική βαρύτητα της Arkema σε σύγκριση με τους λοιπούς μετέχοντες στην εν λόγω παράβαση. Το γινόμενο των δύο αυτών αριθμών (18 εκατομμύρια ευρώ) προσαυξήθηκε εν συνεχεία κατά 150 %, λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, η οποία, στην περίπτωση της αναιρεσείουσας, θεωρήθηκε ότι ήταν από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 7 Μαΐου 1999.

78      Το «βασικό ποσό» που προκύπτει από τις πράξεις που περιγράφηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ήτοι 45 εκατομμύρια ευρώ, είναι, όπως επισημαίνει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποθετικό. Χρησιμεύει αποκλειστικά για την επιμέτρηση του προστίμου που επιβάλλεται, λόγω υποτροπής, στην εταιρία Arkema και μόνο.

79      Εξάλλου, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι αυτό το υποθετικό βασικό ποσό ισούται με το τελικό ποσό του χωριστού προστίμου που επέβαλε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην αναιρεσείουσα και στην Elf Aquitaine αποτελεί απλή σύμπτωση.

80      Μόνο με βάση αυτό το υποθετικό βασικό ποσό υπολόγισε η Επιτροπή το ποσό που οφειλόταν λόγω υποτροπής της αναιρεσείουσας και μόνο, θεωρούμενης ανεξάρτητα από τη μητρική της εταιρία.

81      Όπως υπενθυμίζει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τα σημεία 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, η Επιτροπή, αφού καθορίσει το βασικό ποσό του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, προβαίνει, ενδεχομένως, σε προσαύξηση και σε μείωση του εν λόγω ποσού λόγω επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων.

82      Εν προκειμένω, όπως διαπιστώνει κατ’ ουσίαν το Πρωτοδικείο στη σκέψη 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε πράγματι συντελεστή 50 %, λόγω υποτροπής της αναιρεσείουσας, στο εν λόγω υποθετικό βασικό ποσό των 45 εκατομμυρίων ευρώ.

83      Από τον πολλαπλασιασμό αυτό προέκυψε ποσό 22,5 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο θεμελιωνόταν στην καθ’ υποτροπή τέλεση της παραβάσεως από την αναιρεσείουσα και μόνο, θεωρούμενη ανεξάρτητα από την Elf Aquitaine.

84      Όπως προκύπτει όμως από τις σκέψεις 26 έως 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η αναιρεσείουσα μπορούσε να τύχει σημαντικής μειώσεως του προστίμου της, κατ’ εφαρμογήν του σημείου D 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, της χορήγησε μείωση κατά 40 % του προστίμου που θα της είχε επιβληθεί αν δεν είχε συνεργασθεί με τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

85      Λαμβάνοντας ως αφετηρία το ποσό των 22,5 εκατομμυρίων ευρώ, το πρόστιμο που επιβλήθηκε τελικά στην Arkema, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, της επίδικης αποφάσεως, ανέρχεται στα 13,5 εκατομμύρια ευρώ.

86      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, καθόσον ο κύκλος εργασιών της Arkema ελήφθη υπόψη, αφενός, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού επί του οποίου καθορίστηκε το πρόστιμο που επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην Elf Aquitaine και στην αναιρεσείουσα, και, αφετέρου, για την επιμέτρηση του προστίμου που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα και μόνο λόγω της υποτροπής της, η Επιτροπή, παρά τα όσα προβάλλει η αναιρεσείουσα, δεν προέβη σε «διπλό υπολογισμό» ο οποίος αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και του οποίου τις συνέπειες ως προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα όφειλε να είχε λάβει υπόψη του το Πρωτοδικείο.

87      Η αναιρεσείουσα προσάπτει εξάλλου στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στη σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον ερμήνευσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 ως έχουσες απόλυτη δεσμευτική ισχύ.

88      Από τη νομολογία προκύπτει μεν, όπως επισημαίνει η Arkema, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 περιέχουν απλώς κανόνες συμπεριφοράς που υποδεικνύουν την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 209 και 210).

89      Εντούτοις, παρά τα όσα προβάλλει η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο ουδόλως προσέδωσε, στη σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αντίθετη προς το νόμο «απόλυτη δεσμευτική ισχύ» στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

90      Στην πραγματικότητα, η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε επιλεκτική, αν όχι εσφαλμένη, κατανόηση της εν λόγω σκέψεως 205.

91      Ειδικότερα, από το περιεχόμενο της εν λόγω σκέψεως 205, που παρατέθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο κατ’ ουσίαν επισημαίνει απλώς ότι «εφόσον δεν ήθελε να παρεκκλίνει από τη μέθοδο υπολογισμού των κατευθυντηρίων γραμμών [του 1998]», η Επιτροπή υποχρεούτο να ακολουθήσει τη μεθοδολογία που εκτέθηκε ανωτέρω, υπολογίζοντας εκ νέου «ένα υποθετικό βασικό ποσό».

92      Έτσι, το Πρωτοδικείο ουδόλως απέκλεισε το ενδεχόμενο να ακολουθήσει η Επιτροπή, όπου απαιτείται, τηρώντας το δίκαιο της Ενώσεως και με κατάλληλη αιτιολογία, διαφορετική μεθοδολογία για την επιμέτρηση των προστίμων στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού της Ενώσεως.

93      Εξάλλου, στη σκέψη 207 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούτο να εφαρμόσει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο και διέθετε εξουσία εκτιμήσεως κατά την επιμέτρηση του προστίμου, έλαβε υπόψη τη διαφορά των οικονομικών δυνατοτήτων εφαρμόζοντας συντελεστή πολλαπλασιασμού 1,5 για την Arkema και 2,5 για ολόκληρο τον όμιλο Elf Aquitaine, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας.

94      Όσον αφορά την επιλογή αυτών των συντελεστών πολλαπλασιασμού της τάξεως του 1,5 και του 2,5, η αναιρεσείουσα δεν έχει αντιρρήσεις για τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκαν, ούτε για το ύψος τους, υποστηρίζοντας απλώς ότι η εφαρμογή τους οδήγησε σε απαγορευμένο διπλό υπολογισμό του κύκλου εργασιών της.

95      Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

96      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

97      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα και η Arkema ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Arkema SA στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.