Language of document : ECLI:EU:C:2011:816

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων – Πρόστιμα – Συνεκτιμώμενα στοιχεία, όπως το μέγεθος της αγοράς, η διάρκεια της παραβάσεως και η συνεργασία – Αποτελεσματική ένδικη προσφυγή»

Στην υπόθεση C‑389/10 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 28 Ιουλίου 2010,

KME Germany AG, πρώην KM Europa Metal AG, με έδρα το Osnabrück (Γερμανία),

KME France SAS, πρώην Tréfimétaux SA, με έδρα το Courbevoie (Γαλλία),

KME Italy SpA, πρώην Europa Metalli SpA, με έδρα τη Φλωρεντία (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους M. Siragusa, avvocato, A. Winckler, avocat, G. C. Rizza, avvocato, T. Graf, advokat, και M. Piergiovanni, avvocato,

αναιρεσείουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους E. Gippini Fournier και S. Noë, επικουρούμενους από τον C. Thomas, solicitor, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, A. Rosas (εισηγητή), A. Ó Caoimh A. και Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαΐου 2011,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι KME Germany AG, πρώην KM Europa Metal AG (στο εξής: ΚΜΕ Germany), KME France SAS, πρώην Tréfimétaux SA (στο εξής: KME France), KME Italy SpA, πρώην Europa Metalli SpA (στο εξής: KME Italy) (στο εξής, από κοινού: όμιλος ΚΜΕ), ζητούν να αναιρεθεί η απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Μαΐου 2010, στην υπόθεση Τ‑25/05, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που άσκησαν οι νυν αναιρεσείουσες με αίτημα τη μείωση του ποσού των προστίμων που τους επιβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 2, στοιχεία ζ΄ έως θ΄, της αποφάσεως C(2004) 2826 της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία του άρθρου [81 ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/E-1/38.069 – Χαλκοσωλήνες υδραυλικών εγκαταστάσεων) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), προέβλεπε τα εξής:

«Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που [πραγματοποιήθηκε] κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81] παράγραφος 1, [ΕΚ] ή του άρθρου [82 ΕΚ], ή

β)      παραβαίνουν υποχρέωση επιβεβλημένη δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1.

Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.»

3        Ο κανονισμός 17 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ο οποίος εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2004.

4        Το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 έχει ως ακολούθως:

«2.      Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της συνθήκης, [...]

[...]

Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

[...]

3. Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.»

5        Το άρθρο 31 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.»

6        Το προοίμιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX» (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), η οποία είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορίζει τα κατωτέρω:

«Σκοπός των αρχών που διέπουν τις […] κατευθυντήριες γραμμές είναι να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, τόσο έναντι των επιχειρήσεων, όσο και έναντι του Δικαστηρίου, και παράλληλα να κατοχυρωθεί η διακριτική ευχέρεια που ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει στην Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, με ανώτατο όριο το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας θα πρέπει, ωστόσο, να εντάσσεται σε μια συνεκτική και απαλλαγμένη από αυθαίρετες διακρίσεις πολιτική, η οποία να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στους στόχους της καταστολής των παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού.

Η νέα μέθοδος η οποία θα εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων θα πρέπει στο εξής να ακολουθεί το ακόλουθο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στον προσδιορισμό ενός βασικού ποσού επί του οποίου εφαρμόζονται προσαυξήσεις, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, και μειώσεις, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.»

7        Το σημείο 1 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι «το βασικό αυτό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, που είναι τα μόνα κριτήρια τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17».

8        Όσον αφορά τη σοβαρότητα, το σημείο 1, Α, των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι, για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς. Οι παραβάσεις ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες, τις ελαφρές παραβάσεις, τις σοβαρές παραβάσεις και τις πολύ σοβαρές παραβάσεις.

9        Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, στις πολύ σοβαρές παραβάσεις καταλέγονται, μεταξύ άλλων, οριζόντιοι περιορισμοί, για παράδειγμα συνασπισμοί επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών ή τον επιμερισμό των αγορών βάσει ποσοστώσεων. Το προβλεπόμενο βασικό ποσό είναι «άνω των 20 εκατομμυρίων [ευρώ]». Οι κατευθυντήριες γραμμές επισημαίνουν την ανάγκη διαφοροποίησης του βασικού ποσού προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η φύση της διαπραχθείσας παραβάσεως, η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου καθώς και οι γνώσεις και τα νομικοοικονομικά μέσα που χρειάζονται οι επιχειρήσεις για να μπορούν να αξιολογήσουν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους. Διευκρινίζεται επίσης ότι, οσάκις πρόκειται για παραβάσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις, θα είναι ενδεχομένως σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και, κατ’ επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς της στον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παραβάσεως.

10      Όσον αφορά τη διάρκεια των παραβάσεων, οι κατευθυντήριες γραμμές διακρίνουν τις παραβάσεις σε παραβάσεις σύντομης διάρκειας, κατά κανόνα βραχύτερης του ενός έτους, μέσης διάρκειας, κατά κανόνα από ένα έως πέντε έτη, και μεγάλης διάρκειας, κατά κανόνα μεγαλύτερης των πέντε ετών. Όσον αφορά τις τελευταίες, προβλέπεται ποσό προσαύξησης του προστίμου, που για κάθε έτος μπορεί να ισούται με το 10 % του ποσού που έχει καθορισθεί με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν επίσης αισθητά μεγαλύτερες προσαυξήσεις για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας, προκειμένου να επιβληθούν ουσιαστικές κυρώσεις για περιορισμούς οι οποίοι παρήγαγαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα τις επιβλαβείς τους συνέπειες έναντι των καταναλωτών και να δημιουργήσουν κίνητρο για την καταγγελία των παραβάσεων και τη συνεργασία με την Επιτροπή.

11      Δυνάμει του σημείου 2 των κατευθυντηρίων γραμμών, το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να προσαυξάνεται εάν συντρέχουν ειδικές επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως, μεταξύ άλλων, όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει ή έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση. Κατά το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών, το βασικό ποσό ελαττώνεται εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις όπως όταν η επιχείρηση έχει παίξει αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη διάπραξη της παραβάσεως ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων, όταν δεν εφάρμοσε στην πράξη τις παράνομες συμφωνίες ή πρακτικές ή, τέλος, όταν η επιχείρηση συνεργάστηκε έμπρακτα στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως της 18ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση για τη συνεργασία).

12      Οι κατευθυντήριες γραμμές αντικαταστάθηκαν, από 1ης Σεπτεμβρίου 2006, από τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).

13      Η ανακοίνωση για τη συνεργασία καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας που διεξάγει για μια σύμπραξη θα μπορούν να τύχουν απαλλαγής από τα πρόστιμα ή μείωσης του ποσού του προστίμου που θα όφειλαν να καταβάλουν. Κατά τον τίτλο Β της εν λόγω ανακοινώσεως, επωφελείται από μείωση κατά τουλάχιστον 75 % του προστίμου ή ακόμα και από πλήρη απαλλαγή από την επιβολή προστίμου ειδικά η εταιρία η οποία γνωστοποιεί στην Επιτροπή τη μυστική σύμπραξη πριν αυτή προβεί σε έλεγχο, και χωρίς το όργανο αυτό να διαθέτει ήδη επαρκείς πληροφορίες για να αποδείξει την ύπαρξη της καταγγελλόμενης σύμπραξης. Κατά τον τίτλο Δ της ίδιας ανακοινώσεως, μια επιχείρηση μπορεί να τύχει μείωσης κατά 10 % έως 50 % του ύψους του προστίμου, μεταξύ άλλων, όταν, πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση έχει παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της διαπραχθείσας παραβάσεως.

14      Η ανακοίνωση για τη συνεργασία αντικαταστάθηκε, από 14ης Φεβρουαρίου 2002, από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3). Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή εφάρμοσε την ανακοίνωση για τη συνεργασία, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους με το θεσμικό αυτό όργανο, έλαβαν υπόψη την τελευταία αυτή ανακοίνωση.

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Οι αναιρεσείουσες, από κοινού με λοιπές επιχειρήσεις παραγωγής ημικατεργασμένων προϊόντων από χαλκό και από ορείχαλκο, μετείχαν σε σύμπραξη με σκοπό τον καθορισμό τιμών, την κατανομή μεριδίων αγοράς και την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την αγορά χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων.

16      Στις 3 Σεπτεμβρίου 2004, κατόπιν ελέγχων και ερευνών, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, περίληψη της οποίας δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ L 192, σ. 21).

17      Προκειμένου να αξιολογήσει τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την ίδια τη φύση της παραβάσεως, τον πραγματικό αντίκτυπό της στην αγορά, την έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς καθώς και το μέγεθος της εν λόγω αγοράς. Ισχυρίστηκε ότι οι πρακτικές κατανομής των αγορών και καθορισμού των τιμών όπως οι επίμαχες εν προκειμένω συνιστούσαν, ως εκ της φύσεώς τους, πολύ σοβαρή παράβαση και έκρινε ότι η γεωγραφική αγορά την οποία επηρέαζε η σύμπραξη αντιστοιχούσε στο έδαφος του Ενιαίου Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη της το ότι η αγορά των χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων αποτελούσε πολύ σημαντικό βιομηχανικό τομέα. Όσον αφορά τον πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά, η Επιτροπή επισήμανε ότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να αποδειχθεί ότι η σύμπραξη παρήγαγε, εν γένει, αποτελέσματα στην οικεία αγορά. Από όλα τα ανωτέρω, η Επιτροπή συνήγαγε ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις διέπραξαν πολύ σοβαρή παράβαση.

18      Η Επιτροπή προσδιόρισε με την προσβαλλομένη απόφαση τέσσερις ομάδες τις οποίες θεωρούσε αντιπροσωπευτικές του σχετικού μεγέθους των επιχειρήσεων που μετείχαν στην επίμαχη παράβαση. Ο όμιλος KME θεωρήθηκε ως ο κύριος επιχειρηματίας της οικείας αγοράς και κατετάγη στην πρώτη κατηγορία.

19      Τα μερίδια αγοράς καθορίστηκαν με βάση τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε έκαστη από τις μετέχουσες επιχειρήσεις στην παράβαση, ο οποίος προερχόταν σωρευτικά από την αγορά χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων χωρίς μόνωση και από την αγορά χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων με πλαστική επίστρωση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό των προστίμων σε 70 εκατομμύρια ευρώ για τον όμιλο KME.

20      Λαμβανομένου υπόψη του ότι, μέχρι τον Ιούνιο του 1995, η KME France και η KME Italy αποτελούσαν από κοινού επιχείρηση χωριστή από την KME Germany, το αρχικό ποσό των 70 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε συνολικά ως πρόστιμο στον όμιλο ΚΜΕ επιμερίζεται ως εξής: 35 εκατομμύρια ευρώ για τον όμιλο KME, 17,5 εκατομμύρια ευρώ για την KME Germany, και 17,5 εκατομμύρια ευρώ για την KME Italy και την KME France από κοινού και εις ολόκληρον.

21      Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή προσαύξησε τα αρχικά ποσά των προστίμων κατά 10 % ανά πλήρες έτος παραβάσεως και κατά 5 % για κάθε επιπλέον διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, αλλά βραχύτερο του ενός έτους. Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι:

–        δεδομένου ότι ο όμιλος KME είχε μετάσχει στη σύμπραξη επί πέντε έτη και επτά μήνες, έπρεπε να του επιβληθεί προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου, ύψους 35 εκατομμυρίων ευρώ, κατά 55 %,

–        δεδομένου ότι η KME Germany είχε μετάσχει στη σύμπραξη επί επτά έτη και δύο μήνες, έπρεπε να της επιβληθεί προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου, ύψους 17,5 εκατομμυρίων ευρώ, κατά 70 %,

–        δεδομένου ότι η KME France και η KME Italy είχαν μετάσχει στη σύμπραξη επί πέντε έτη και δέκα μήνες, έπρεπε να τους επιβληθεί προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου, ύψους 17,5 εκατομμυρίων ευρώ, κατά 55 %.

22      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 719 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά τον υπολογισμό της αντίστοιχης προσαύξησης λόγω διάρκειας συμμετοχής στην παράβαση, τα αρχικά ποσά των επιβαλλόμενων στις αναιρεσείουσες προστίμων διαμορφώθηκαν ως εξής:

–        όμιλος KME: 54,25 εκατομμύρια ευρώ,

–        KME Germany: 29,75 εκατομμύρια ευρώ, και

–        KME France και KME Italy (από κοινού και εις ολόκληρον): 27,13 εκατομμύρια ευρώ.

23      Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 758 και 759 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο όμιλος KME και ο όμιλος που συνιστούσαν οι εταιρίες Outokumpu Oyj και Outokumpu Copper Products Oy (στο εξής, από κοινού: όμιλος Outokumpu), της είχαν παράσχει πληροφορίες, στο πλαίσιο της αντίστοιχης συνεργασίας τους με το θεσμικό αυτό όργανο, μη εμπίπτουσες στην ανακοίνωση για τη συνεργασία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μείωσε το βασικό ποσό του επιβληθέντος στον όμιλο Outokumpu προστίμου κατά 40,17 εκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο πρόστιμο που θα του είχε επιβληθεί για το διάστημα παραβάσεως μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 1989 και του Ιουλίου του 1997, η απόδειξη του οποίου κατέστη δυνατή με βάση τα στοιχεία τα οποία ο όμιλος αυτός παρέσχε στην Επιτροπή. Όσον αφορά δε τον όμιλο KME, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 760 και 761 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το βασικό ποσό του προστίμου το οποίο του επιβλήθηκε μειώθηκε κατά 7,93 εκατομμύρια ευρώ λόγω της συνεργασίας του, χάρις την οποία η Επιτροπή μπόρεσε να αποδείξει ότι η επίμαχη παράβαση περιλάμβανε τους χαλκοσωλήνες υδραυλικών εγκαταστάσεων με πλαστική επίστρωση.

24      Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή καθόρισε τα ποσά των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν στις αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχειρήσεις ως εξής:

–        όμιλος KME: 32,75 εκατομμύρια ευρώ,

–        KME Germany: 17,96 εκατομμύρια ευρώ, και

–        KME France και KME Italy (από κοινού και εις ολόκληρον): 16,37 εκατομμύρια ευρώ.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

25      Οι νυν αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν επτά λόγους ακυρώσεως, που όλοι αφορούν τον καθορισμό του ύψους του επιβληθέντος σ’ αυτές προστίμου. Οι λόγοι αυτοί αντλούνταν, αντιστοίχως, από μη δέουσα συνεκτίμηση του συγκεκριμένου αντίκτυπου της σύμπραξης προς υπολογισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, από εσφαλμένη αξιολόγηση του μεγέθους του τομέα της αγοράς που επηρεάσθηκε από τη σύμπραξη, από εσφαλμένη εκτίμηση της σπουδαιότητας του ομίλου ΚΜΕ στην αγορά χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων, από εσφαλμένη προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, από παράλειψη συνεκτίμησης ελαφρυντικών περιστάσεων, από εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοίνωσης για τη συνεργασία και από παράλειψη συνεκτίμησης της επισφαλούς οικονομικής κατάστασης του ομίλου ΚΜΕ.

26      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες καθώς και την προσφυγή στο σύνολό της.

27      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης το αντίθετο αίτημα της Επιτροπής περί αυξήσεως του ποσού των προστίμων.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28      Ο όμιλος KME ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        κατά το μέτρο του δυνατού, και βάσει των υποβαλλομένων στην κρίση του Δικαστηρίου πραγματικών περιστατικών, να ακυρώσει μερικώς την προσβαλλόμενη απόφαση και να μειώσει το ύψος του επιβληθέντος σε αυτόν προστίμου,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθώς και στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ή

–        επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει την ΚΜΕ στα δικαστικά έξοδα.

30      Κατά τη συνεδρίαση της διοικητικής ολομέλειας του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων και η συζήτησή της την ίδια ημέρα με τη συζήτηση της υποθέσεως C‑386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, που αφορούσε την ίδια σύμπραξη. Παρά ταύτα, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν διάφορους λόγους παρόμοιους με εκείνους που είχαν προβληθεί στην υπόθεση C-272/09 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, που είχε συζητηθεί προγενέστερα και στο πλαίσιο της οποίας οι ίδιες αναιρεσείουσες είχαν στραφεί επίσης κατά της Επιτροπής όσον αφορά μια πρώτη απόφαση με την οποία το θεσμικό αυτό όργανο επέβαλε κυρώσεις λόγω παράλληλης σύμπραξης στην αγορά χαλκοσωλήνων για βιομηχανική χρήση, οι διάδικοι κλήθηκαν να λάβουν υπόψη, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις προτάσεις που είχε αναπτύξει στις 10 Φεβρουαρίου 2011 η γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston στην υπόθεση εκείνη.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

31      Ο όμιλος KME προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως, αντλούμενους, αντιστοίχως, από πλάνες περί το δίκαιο σχετικές με τον αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά και με τη συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών και της διάρκειας της παραβάσεως, από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών καθώς και από παραβίαση των αρχών της επιείκειας και της ίσης μεταχειρίσεως κατά το μέτρο που δεν ελήφθησαν υπόψη ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις, από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών και από εσφαλμένη αιτιολογία καθώς και, τέλος, από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από πλάνες περί το δίκαιο σχετικές με τον αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλουν βάλλει κατά των σκέψεων 81 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Των σκέψεων αυτών προηγείται συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων και της θέσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί του παραδεκτού ορισμένων επιχειρημάτων καθώς και δύο νέων οικονομικών εκθέσεων που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες για να αποδείξουν ότι η παράβαση δεν είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά, με το Γενικό Δικαστήριο να καταλήγει, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πρέπει να κριθούν παραδεκτά τόσο τα εν λόγω επιχειρήματα όσο και οι οικονομικές εκθέσεις.

33      Οι σκέψεις 81 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«81      Ομοίως, ως προς την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η σύμπραξη είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο επί της αγοράς, τούτο δεν θα ασκούσε επιρροή στον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως “πολύ σοβαρής” και, επομένως, στο ποσό του προστίμου.

82      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το σύστημα κυρώσεων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, όπως έχει καθιερωθεί με τους κανονισμούς 17 και 1/2003 και ερμηνευθεί από τη νομολογία, προκύπτει ότι οι συμπράξεις, λόγω της ίδιας τους της φύσης, είναι ορθό να συνεπάγονται την επιβολή των αυστηρότερων προστίμων. Ο ενδεχόμενος συγκεκριμένος αντίκτυπός τους επί της αγοράς, ειδικότερα δε το ερώτημα σε ποιο μέτρο ο περιορισμός του ανταγωνισμού κατέληξε σε αγοραία τιμή υψηλότερη από εκείνη που θα είχε επικρατήσει σε περίπτωση που δεν υπήρχε η σύμπραξη, δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψεις 120 και 129, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψεις 68 έως 77· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑283/98 P, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9858, σκέψεις 95 έως 101).

83      Πρέπει να προστεθεί ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι οι συμφωνίες ή οι εναρμονισμένες πρακτικές που αποβλέπουν ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό των τιμών και στην κατανομή της πελατείας μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται “πολύ σοβαρές”, χωρίς να απαιτείται να έχουν κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή η επιρροή τους να έχει συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι ενώ, σύμφωνα με την περιγραφή των “σοβαρών” παραβάσεων, προβλέπεται ρητώς ο αντίκτυπος στην αγορά και η παραγωγή αποτελεσμάτων σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, αντιθέτως, σύμφωνα με την περιγραφή των “πολύ σοβαρών παραβάσεων”, δεν απαιτείται η επέλευση κάποιας συγκεκριμένης συνέπειας στην αγορά ή η παραγωγή αποτελέσματος σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (απόφαση του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 150).

84      Επιπροσθέτως, [και ως εκ περισσού], το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η σύμπραξη είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο επί της οικείας αγοράς.

85      Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι η νομολογία έχει απορρίψει την παραδοχή των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή, στην περίπτωση που επικαλείται ότι η σύμπραξη έχει συγκεκριμένο αντίκτυπο προκειμένου να καθορίσει το ποσό του προστίμου, οφείλει να αποδείξει επιστημονικώς την ύπαρξη απτού οικονομικού αποτελέσματος επί της αγοράς καθώς και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του αντίκτυπου και της παραβάσεως.

86      Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι ο πραγματικός αντίκτυπος μιας σύμπραξης στην αγορά πρέπει να θεωρείται ότι έχει επαρκώς αποδειχθεί αν η Επιτροπή είναι σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και αξιόπιστες ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει, με εύλογη πιθανότητα, ότι η σύμπραξη είχε αντίκτυπο στην αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου [της 18ης Ιουλίου 2005, Τ–241/01], Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής, σκέψη 122· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3627, σκέψεις 159 έως 161, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 153 έως 155, T‑329/01, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3255, σκέψεις 176 έως 178, και T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψεις 73 έως 75).

87      Συναφώς, παρατηρείται ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε η Επιτροπή για να καταλήξει ότι η σύμπραξη είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο επί της αγοράς συνίστανται στην εφαρμογή ενός συστήματος ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων και το ύψος των τιμών, στην ύπαρξη εγγράφων συνταχθέντων στο πλαίσιο των συναντήσεων της συμπράξεως από τα οποία προέκυπταν αυξήσεις τιμών κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων της συμπράξεως καθώς και ότι η σύμπραξη είχε παράσχει τη δυνατότητα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να επιτύχουν τις επιδιωκόμενες τιμές, στο σημαντικό μερίδιο αγοράς που είχαν συνολικά οι μετέχοντες στην επίμαχη σύμπραξη καθώς και στο γεγονός ότι τα αντίστοιχα μερίδια της αγοράς των εν λόγω μετεχόντων παρέμειναν σχετικά σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής […].

88      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή της συμπράξεως ήταν περιορισμένης έκτασης και ότι τα λοιπά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή δεν είναι πρόσφορα να αποδείξουν ότι η επίμαχη παράβαση είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά.

89      Από τη νομολογία όμως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεμιτώς συνάγει, βάσει των ενδείξεων της ανωτέρω σκέψης 87, ότι η επίμαχη παράβαση είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά (βλ., συναφώς, [προπαρατεθείσες] αποφάσεις Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 159, Roquette Frères κατά Επιτροπής, σκέψη 78, Τ-59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 165, T‑329/01, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 181, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 285 έως 287).

90      Επιπλέον, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αρχική έκθεση δεν παρείχε τη δυνατότητα αντίκρουσης των συμπερασμάτων της σχετικά με τα πραγματικά αποτελέσματα της παραβάσεως επί της αγοράς. Συγκεκριμένα, η αρχική έκθεση εξετάζει μόνον τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τις προσφεύγουσες. Από πάγια όμως νομολογία προκύπτει ότι η πραγματική συμπεριφορά την οποία ισχυρίζεται ότι ακολούθησε μια επιχείρηση δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του αντίκτυπου μιας σύμπραξης στην αγορά, λαμβάνονται δε υπόψη μόνον τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την όλη παράβαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C–49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I–4125, σκέψεις 150 και 152· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 342, και της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 167).

91      Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

92      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο κρίνει, στο πλαίσιο της […] πλήρους δικαιοδοσίας [του] και υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες λόγω της σοβαρότητας, και το οποίο υπολογίζεται από την Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 693 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως, δεν πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση.»

34      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε μη λογική και ανεπαρκή αιτιολογία και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε, για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου που τους επέβαλε λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως, να συνεκτιμήσει τον αντίκτυπο της συμπράξεως στην οικεία αγορά χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει ότι οι συμφωνίες είχαν όντως τέτοιο αντίκτυπο και, εν πάση περιπτώσει, συνάγοντας τον αντίκτυπο αυτό από απλές ενδείξεις. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι συμφωνίες είχαν αντίκτυπο στην αγορά, παραμόρφωσε προδήλως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία οικονομικής φύσεως που ο όμιλος ΚΜΕ προσκόμισε ενώπιόν του.

35      Η Επιτροπή υποστηρίζει, καταρχάς, ότι ο πρώτος λόγος είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, ο λόγος αυτός αγνοεί το γεγονός ότι, με τη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία του για να επιβεβαιώσει το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στον όμιλο ΚΜΕ, το οποίο καθορίστηκε σε ύψος ανάλογο της σοβαρότητας της παραβάσεως με την αιτιολογική σκέψη 693 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

36      Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο βασίμως συμπέρανε ότι οι διαπιστώσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά δεν ήταν καθοριστικές και ότι, εν πάση περιπτώσει, εφάρμοσε τα ενδεδειγμένα νομικά κριτήρια κατά την εξέταση του αντίκτυπου αυτού. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο πρώτος λόγος είναι απαράδεκτος καθόσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων και ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο είναι επαρκώς αιτιολογημένες, ειδικότερα δε η σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα αποτελέσματα της παραβάσεως στο σύνολό της, πράγμα το οποίο εξηγεί τον λόγο για τον οποίο δεν δέχτηκε τις οικονομετρικές μελέτες που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες και οι οποίες τις αφορούσαν.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37      Οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την κατάταξη της παραβάσεως στην κατηγορία των «πολύ σοβαρών παραβάσεων» κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, αλλά εκείνες που αφορούν τον πραγματικό αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά ως στοιχείο που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

38      Κατά το σημείο 1, Α, των κατευθυντηρίων γραμμών, για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί.

39      Ο καθορισμός του πραγματικού αντίκτυπου μιας συμπράξεως στην αγορά προϋποθέτει στην πράξη αντιπαραβολή της καταστάσεως της αγοράς που προκύπτει από τη σύμπραξη με εκείνη που θα επικρατούσε αν ίσχυαν συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Η αντιπαραβολή αυτή συνεπάγεται αναγκαστικά την προσφυγή σε υποθέσεις, δεδομένου του πλήθους των μεταβλητών που δύνανται να έχουν αντίκτυπο στην αγορά.

40      Με την αιτιολογική σκέψη 629 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε την αδυναμία της να καθορίσει τον τρόπο κατά τον οποίο θα είχαν εξελιχθεί οι τιμές ελλείψει της συμπράξεως, κατά την περίοδο που διήρκεσε η παράβαση. Το θεσμικό αυτό όργανο, αφού απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς οι αναιρεσείουσες, προσκόμισε ενδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 673 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό καθεστώς παρήγαγε στο σύνολό του αποτελέσματα στην αγορά, έστω και αν ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς το μέγεθός τους.

41      Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν, στο πλαίσιο υπολογισμού του προστίμου, να λάβει υπόψη της το προαιρετικό αυτό στοιχείο του συγκεκριμένου αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά, δεδομένου ότι ο αντίκτυπος αυτός δεν μπορούσε να μετρηθεί. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή.

42      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, με τις σκέψεις 86 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία σχετικά με τις απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούν τα στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται ο πραγματικός αντίκτυπος μιας συμπράξεως στην αγορά. Επιπλέον, με τις σκέψεις 87 έως 90 της αποφάσεως αυτής, εξακρίβωσε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη πραγματικού αντίκτυπου της συμπράξεως επί της οικείας αγοράς. Εντούτοις, προέβη στον έλεγχο αυτό ως εκ περισσού, όπως επισήμανε με τη σκέψη 84 της εν λόγω αποφάσεως, και αφού ορθώς υπενθύμισε, με τη σκέψη 82 της ίδιας αποφάσεως, ότι ο συγκεκριμένος αντίκτυπος των συμπράξεων στην αγορά δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων. Επομένως, κρίθηκε αλυσιτελής ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον οι αναιρεσείουσες στρέφονταν κατά της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας του Γενικού Δικαστηρίου.

43      Εν πάση περιπτώσει, η επιχειρηματολογία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίζονται όσον αφορά τον αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά απαντούν στο επιχείρημα των αναιρεσειουσών, που εκτίθεται με τις σκέψεις 58 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή δεν παρέθεσε τέτοια αποδεικτικά στοιχεία με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε μεν ότι υπήρχαν στοιχεία τα οποία ήταν πρόσφορα να αποδείξουν τον εν λόγω πραγματικό αντίκτυπο, δεν αμφισβήτησε όμως την αδυναμία επακριβούς μετρήσεως του αντίκτυπου αυτού.

44      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν αντιφάσκει όταν, αφενός μεν, υπενθυμίζει την αρχή κατά την οποία ο συγκεκριμένος αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, αφετέρου δε, εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιου αντίκτυπου.

45      Ως εκ τούτου, από τον έλεγχο που πραγματοποίησε το Γενικό Δικαστήριο κακώς συμπεραίνουν οι αναιρεσείουσες, όπως προκύπτει από το γράμμα του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ότι ο συγκεκριμένος αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του αρχικού ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη.

46      Όσον αφορά την αιτίαση που αφορά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παραμόρφωση των οικονομικών στοιχείων που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες ενώπιόν του, επισημαίνεται ότι στο Γενικό Δικαστήριο δεν προσάπτεται ότι προέβη σε ερμηνεία των εν λόγω οικονομετρικών μελετών που είναι προδήλως αντίθετη προς το γράμμα τους [βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C‑260/09 P, Activision Blizzard Germany (πρώην CD-Contact Data) κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57], αλλά μάλλον ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το περιεχόμενο των εν λόγω μελετών. Εν πάση περιπτώσει, οι αναιρεσείουσες δεν προσδιορίζουν επακριβώς τα χωρία των μελετών αυτών το σαφές και ακριβές νόημα των οποίων φέρεται ότι παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο.

47      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από πλάνες περί το δίκαιο σχετικές με τη συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά κατ’ ουσίαν τις σκέψεις 97 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

«97      Διαπιστώνεται ότι κανένας βάσιμος λόγος δεν επιβάλλει ο υπολογισμός του κύκλου εργασιών της οικείας αγοράς να πραγματοποιείται αφού εξαιρεθούν από αυτόν ορισμένες δαπάνες παραγωγής. Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας υπάρχουν δαπάνες που είναι σύμφυτες με το τελικό προϊόν και που ο κατασκευαστής αδυνατεί να ελέγξει, αλλά που συνιστούν παρά ταύτα ουσιώδες στοιχείο του συνόλου των δραστηριοτήτων του και που, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποκλειστούν από τον κύκλο εργασιών κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 5030 και 5031). Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η τιμή του χαλκού συνιστά σημαντικό τμήμα της τελικής τιμής των σωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων ούτε από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διακυμάνσεων των τιμών του χαλκού είναι πολύ αυξημένος σε σχέση με άλλες πρώτες ύλες.

98      Όσον αφορά διάφορες αιτιάσεις των προσφευγουσών με τις οποίες ισχυρίζονται ότι, αντί να χρησιμοποιηθεί το κριτήριο του κύκλου εργασιών της σχετικής αγοράς, θα ήταν μάλλον σκόπιμο, λαμβανομένου υπόψη του αποτρεπτικού σκοπού των προστίμων και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το ύψος των προστίμων αυτών να καθοριστεί βάσει της απόδοσης του επηρεασθέντος τομέα ή της προστιθέμενης αξίας που αναφέρεται στον τομέα αυτόν, διαπιστώνεται ότι οι αιτιάσεις αυτές στερούνται λυσιτέλειας.

99      Συναφώς, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι η σοβαρότητα της παραβάσεως καθορίζεται με αναφορά σε πολλούς παράγοντες, σχετικά με τους οποίους η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 65), χωρίς να πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται υπόψη κάποιος υφιστάμενος δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 129), και δεν απόκειται στον δικαστή αλλά στην Επιτροπή να επιλέγει, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει και εντός των ορίων που απορρέουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και τους κανονισμούς 17 και 1/2003, τους παράγοντες και τα αριθμητικά δεδομένα που θα λάβει υπόψη προκειμένου να εφαρμόσει μια πολιτική που εξασφαλίζει την τήρηση των απαγορεύσεων του άρθρου 81 ΕΚ.

100      Εν συνεχεία, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο κύκλος εργασιών μιας επιχειρήσεως ή μιας αγοράς είναι αναγκαστικά, ως κριτήριο αξιολόγησης της σοβαρότητας της παραβάσεως, αόριστο και ατελές. Δεν διακρίνει ούτε μεταξύ τομέων με μεγάλη και με μικρή προστιθέμενη αξία ούτε μεταξύ κερδοφόρων και λιγότερο κερδοφόρων επιχειρήσεων. Ωστόσο, παρά το γεγονός της κατά προσέγγιση αξιολόγησης, ο κύκλος εργασιών θεωρείται σήμερα, τόσο από τον νομοθέτη όσο και από την Επιτροπή και το Δικαστήριο, ως κατάλληλο κριτήριο, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, για την εκτίμηση του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων [βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, […] σκέψη 121· άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, αιτιολογική σκέψη 10 και άρθρα 14 και 15 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1)].

101      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη την τιμή του χαλκού για τον καθορισμό του μεγέθους της σχετικής αγοράς.»

49      Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το δίκαιο της Ένωσης και αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεχόμενο την αναγωγή που έκανε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του μεγέθους της επηρεασθείσας από την παράβαση αγοράς για τον καθορισμό του στοιχείου της σοβαρότητας του επιβληθέντος προστίμου, σε μία αξία της αγοράς η οποία κακώς περιλάμβανε τα έσοδα από πωλήσεις πραγματοποιούμενες σε αγορά προηγούμενου σταδίου διακρινόμενη σαφώς από την «αγορά της συμπράξεως», παρά το γεγονός ότι τα μέλη της συμπράξεως δεν ήταν κάθετα οργανωμένα στην αγορά προηγουμένου σταδίου.

50      Οι αναιρεσείουσες εκθέτουν ότι η επεξεργασία του χαλκού παρουσιάζει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, ο καθοριστικός παράγοντας για τον χρόνο αγοράς του χαλκού στο London Metal Exchange (Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου), και, ως εκ τούτου, για την τιμή του, είναι ο πελάτης. Ακόμα και αν αυτή η τιμή χρεώνεται από τον παραγωγό των σωλήνων στον πελάτη με το περιθώριο μεταποίησης, η συνεκτίμησή της για τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως συνεπάγεται παραγνώριση της οικονομικής πραγματικότητας της αγοράς, που χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από το σημαντικό τμήμα που αντιπροσωπεύει η πρώτη ύλη του προϊόντος και από τις πολύ σημαντικές διακυμάνσεις της τιμής της εν λόγω πρώτης ύλης. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τα πραγματικά αυτά περιστατικά.

51      Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον δεν έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και την πρακτική που ακολουθεί κατά τη λήψη των αποφάσεών της, σύμφωνα με τις οποίες, όταν το θεσμικό αυτό όργανο υπολογίζει το αρχικό ποσό του προστίμου και/ή όταν εφαρμόζει το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών, υποχρεούται να συνεκτιμά τα χαρακτηριστικά της οικείας αγοράς.

52      Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον δεν διέκρινε μεταξύ των αναιρεσειουσών και λοιπών επιχειρήσεων ο κύκλος εργασιών των οποίων δεν επηρεάζεται σε τέτοιο βαθμό από την τιμή της πρώτης ύλης, παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, που επιβάλλει τη διαφορετική μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων.

53      Τέλος, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τη νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, και η οποία βασίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή. Θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσον τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να αποδείξει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ήταν εν προκειμένω λυσιτελή και κατάλληλα.

54      Η Επιτροπή προβάλλει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας υπάρχουν δαπάνες που είναι σύμφυτες με το τελικό προϊόν και που ο κατασκευαστής αδυνατεί να ελέγξει, αλλά που συνιστούν παρά ταύτα ουσιώδες στοιχείο του συνόλου των δραστηριοτήτων του και που, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποκλειστούν από τον κύκλο εργασιών κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου.

55      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, κατά το μέτρο που οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση από εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αν ο τομέας των σωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων είναι μοναδικός.

56      Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε αντικειμενική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών και όχι τα αμφιλεγόμενα δεδομένα στα οποία θα είχε οδηγήσει η εξαίρεση δαπανών που ο κατασκευαστής «αδυνατεί να ελέγξει». Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

57      Τέλος, η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού των τιμών στην οικεία αγορά. Είναι λάθος να γίνεται διάκριση μεταξύ αγοράς σε προηγούμενο στάδιο και αγοράς που επηρεάζεται από τη σύμπραξη. Υπάρχει μία μόνον αγορά, αυτή των χαλκοσωλήνων, και ο χαλκός δεν αντιπροσωπεύει παρά απλώς μία δαπάνη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

58      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα μιας παραβάσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλά στοιχεία, ο χαρακτήρας και η σπουδαιότητα των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τη μορφή της παραβάσεως και τις ειδικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτή έλαβε χώρα. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται ο όγκος και η αξία των προϊόντων που αποτέλεσαν αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως και, κατά συνέπεια, η επιρροή που ήταν σε θέση να ασκεί στην αγορά (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 120).

59      Μολονότι το Δικαστήριο κατέληξε ότι είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι ενδεικτικό της έκτασής της, εντούτοις, αναγνώρισε ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών μιας επιχειρήσεως αποτελεί μια κατά προσέγγιση και ατελή ένδειξη του μεγέθους της εν λόγω επιχειρήσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 121· αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 139, της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑5425, σκέψη 243, της 18ης Μαΐου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 100, καθώς και της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 74).

60      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι δεν πρέπει να αποδίδεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα αριθμητικά αυτά στοιχεία δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα άλλα στοιχεία στα οποία βασίζεται η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 121, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 243, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 100, καθώς και Archer Daniels Midland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 74).

61      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και, ειδικότερα, δεν παραβίασε ούτε την αρχή της αναλογικότητας ούτε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όταν υπενθύμισε, με τη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κύκλος εργασιών, καίτοι ασαφής και ατελής, εξακολουθεί να αποτελεί κατάλληλο κριτήριο για την εκτίμηση του μεγέθους της οικονομικής ισχύος των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων.

62      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επίσης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, με τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κανένας βάσιμος λόγος δεν επιβάλλει ο υπολογισμός του κύκλου εργασιών της οικείας αγοράς να πραγματοποιείται αφού εξαιρεθούν από αυτόν ορισμένες δαπάνες παραγωγής. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε την ίδια ημέρα στην υπόθεση C–272/02 P με διαδίκους τις ίδιες αναιρεσείουσες και την Επιτροπή, αν γινόταν δεκτή η συνεκτίμηση του ακαθάριστου κύκλου εργασιών σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά όχι σε άλλες, θα έπρεπε αναγκαστικά να καθοριστεί ένα όριο, η εφαρμογή του οποίου θα ήταν δυσχερής και θα έδινε λαβή για ατέρμονες και δυσεπίλυτες αντιδικίες, που θα περιλάμβαναν τη διατύπωση καταγγελιών άνισης μεταχειρίσεως.

63      Όσον αφορά την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσον ήταν εν προκειμένω λυσιτελή και κατάλληλα τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να αποδείξει τη σοβαρότητα της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλείται λόγους που είναι πρόσφοροι να οδηγήσουν στην ακύρωση της αποφάσεως αυτής και όχι στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την ορθότητα της σταθμίσεως των διαφορετικών στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προκειμένου να καθορίσει το ύψος του προστίμου.

64      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στον έλεγχο τον οποίο ήταν υποχρεωμένο να πραγματοποιήσει. Απάντησε στον λόγο που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες και δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη την τιμή του χαλκού για τον καθορισμό του μεγέθους της σχετικής αγοράς.

65      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από πλάνες περί το δίκαιο σχετικές με τη συνεκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 111 έως 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το δίκαιο της Ένωσης και παρέθεσε ασαφή, μη λογική και ανεπαρκή αιτιολογία κρίνοντας νόμιμο το σχετικό χωρίο της προσβαλλομένης αποφάσεως σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή, καθόσον επέβαλε την ανώτατη επιτρεπόμενη προσαύξηση επί του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες λόγω διάρκειας της παραβάσεως, εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο τις κατευθυντήριες γραμμές και παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

67      Κατά τις αναιρεσείουσες, από το σημείο 1, Β, των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι σκοπός της προσαύξησης του προστίμου λόγω διάρκειας της παραβάσεως είναι «να επιβληθούν ουσιαστικές κυρώσεις για περιορισμούς οι οποίοι παρήγαγαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα τις [επιβλαβείς] τους συνέπειες έναντι των καταναλωτών». Η σχέση που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της διάρκειας της παραβάσεως και του επιζήμιου αποτελέσματος της παραβάσεως αυτής προκύπτει και από τη νομολογία. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει αν η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, απέδωσε δέουσα σημασία στο γεγονός ότι η σύμπραξη παρουσίαζε συν τω χρόνω μεταβολές στην ένταση και στην αποτελεσματικότητά της. Κατά συνέπεια, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν προδήλως δυσανάλογη η προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου κατά 125 %.

68      Επιπλέον, η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να αναγνωρίσει το γεγονός ότι ο όμιλος ΚΜΕ βρισκόταν σε κατάσταση που παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με εκείνη των προσφευγουσών επιχειρήσεων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Μαΐου 2010, T‑18/05, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), καθώς και να προβεί σε νέο καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, αντιθέτως προς ό,τι έπραξε με την προπαρατεθείσα απόφαση, συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση του ομίλου ΚΜΕ σε σχέση με τις επιχειρήσεις αυτές, μεταχείριση η οποία είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

69      Η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι αναιρεσείουσες δεν αντέκρουσαν τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 111 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το θεσμικό αυτό όργανο προσθέτει ότι το ίδιο το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 καθιερώνει διάκριση μεταξύ της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της, και ότι η συνεκτίμηση της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τη διάρκεια της παραβάσεως καθιστά αναγκαία την εξέταση της διάρκειας αυτής καθαυτής και όχι των στοιχείων που αφορούν τη σοβαρότητα της παραβάσεως, όπως είναι η ένταση της συμπράξεως και τα αποτελέσματά της.

70      Όσον αφορά τις προσφεύγουσες επιχειρήσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι επιχειρήσεις αυτές διέπραξαν παράβαση για περίοδο δεκαέξι μηνών. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω επιχειρήσεις βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη των αναιρεσειουσών.

71      Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ζημία που προκαλεί μια σύμπραξη, οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προβλέπουν την προσαύξηση του προστίμου κατά 100 % ανά έτος διάρκειας της συμπράξεως. Η κατά 10 % προσαύξηση για κάθε επιπλέον έτος που εφαρμόστηκε εν προκειμένω είναι στην πράξη πολύ μικρή ενώ δεν αντιβαίνει προδήλως προς την αρχή της αναλογικότητας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

72      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τόσο την αρχή της προσαύξησης του προστίμου προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως όσο και το αποτέλεσμα που συνεπάγεται η εφαρμογή της αρχής αυτής, δηλαδή την κατά 125 % προσαύξηση του αρχικού ποσού του επιβληθέντος προστίμου των 70 εκατομμυρίων ώστε να συνεκτιμηθεί η συνολική διάρκεια της παράβασης των 12 ετών και 9 μηνών, εξυπακουομένου ότι κάθε έτος αναλογεί σε 10 ποσοστιαίες μονάδες αύξησης. Σύμφωνα με τα αριθμητικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 719 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία παρατίθενται με τη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τη μέθοδο αυτή το συνολικό αρχικό ποσό για τον όμιλο ΚΜΕ ανήλθε στα 111,13 εκατομμύρια ευρώ.

73      Εντούτοις, η αιτίαση ως προς το αποτέλεσμα στηρίζεται στην εσφαλμένη προκείμενη ότι ο συντελεστής προσαύξησης είναι 125 %, όταν στην πραγματικότητα είναι μόνον 58,75 % (111,13/70 = 1,5875).

74      Όσον αφορά την αρχή της προσαύξησης του προστίμου προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί συγκεκριμένα η ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ της διάρκειας αυτής και της σοβαρής διακινδυνεύσεως των σκοπών που επιδιώκουν οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης.

75      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας είναι άνευ σημασίας όταν είναι προφανές ότι η συμφωνία αυτή έχει ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363). Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όπως εν προκειμένω, σε περιπτώσεις συμφωνιών συνεπαγόμενων κατάφωρους περιορισμούς του ανταγωνισμού, όπως είναι ο καθορισμός των τιμών και η κατανομή της αγοράς. Αν μια σύμπραξη καθορίζει το καθεστώς της αγοράς κατά τον χρόνο που τίθεται σε εφαρμογή, η μακρά της διάρκεια ενδέχεται να καταστήσει ανελαστική τη διάρθρωση της αγοράς αυτής, μειώνοντας τα κίνητρα προς τους μετέχοντες στη σύμπραξη για καινοτομία και ανάπτυξη. Όσο μεγαλύτερη είναι η ίδια η διάρκεια της παραβάσεως τόσο πιο δυσχερής και χρονοβόρα θα αποβεί και η επιστροφή στο καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού.

76      Μολονότι η ένταση και η αποτελεσματικότητα της συμπράξεως ποικίλλουν αναλόγως των χρονικών περιόδων, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω σύμπραξη εξακολουθεί να λειτουργεί και, ως εκ τούτου, να καθιστά ολοένα και λιγότερο ελαστική τη διάρθρωση της αγοράς.

77      Όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία μια συμφωνία παραμένει εντελώς ανεφάρμοστη, υπενθυμίζεται ότι το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι η μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίσταση συνεπαγόμενη μείωση του αρχικού ποσού του προστίμου. Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι τούτο ισχύει εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες αμφισβήτησαν όχι την εφαρμογή της συμπράξεως από τις ίδιες, αλλά τη μη συνεκτίμηση της κυμαινόμενης έντασης της εφαρμογής αυτής και του συγκεκριμένου και αντικειμενικού αντίκτυπου που είχε η εν λόγω σύμπραξη στους καταναλωτές.

78      Επιπλέον, ο ποσοτικός προσδιορισμός μιας πραγματικής ζημίας για τον καταναλωτή μπορεί να είναι δυσχερής, δεδομένου του πλήθους των μεταβλητών που επηρεάζουν, μεταξύ άλλων, τη διαμόρφωση των τιμών ενός βιομηχανικού προϊόντος.

79      Εν πάση περιπτώσει, ο νομοθέτης της Ένωσης μνημονεύει τη διάρκεια της παραβάσεως ως στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται μεμονωμένα υπόψη για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων.

80      Δεδομένων των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ορθώς απέρριψε ως αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε την προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως.

81      Όσον αφορά τις προσφεύγουσες επιχειρήσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, όπως προκύπτει από τη σκέψη 96 της αποφάσεως εκείνης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε επέλθει διακοπή της παραβάσεως για χρονικό διάστημα που διήρκεσε λίγο περισσότερο από δεκαέξι μήνες. Επομένως, η κατάσταση των επιχειρήσεων αυτών ήταν αρκετά διαφορετική από εκείνη των αναιρεσειουσών, οι οποίες ουδέποτε υποστήριξαν ότι διέκοψαν την παράβαση, αλλά απλώς επικαλέστηκαν διακυμάνσεις στην έντασή της. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιφυλάσσοντας διαφορετική μεταχείριση στις αναιρεσείουσες σε σχέση με τις εν λόγω επιχειρήσεις.

82      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από παραβίαση των κατευθυντηρίων γραμμών καθώς και από παραβίαση των αρχών της επιείκειας και της ίσης μεταχειρίσεως κατά το μέτρο που δεν ελήφθησαν υπόψη ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις

 Επιχειρήματα των διαδίκων

83      Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 125 έως 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζουν συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το δίκαιο της Ένωσης απορρίπτοντας τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως και επιβεβαιώνοντας το σχετικό χωρίο της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή, ενεργούσα αντιθέτως προς τις κατευθυντήριες γραμμές και αντιθέτως προς τις αρχές της επιείκειας και της ίσης μεταχειρίσεως, αρνήθηκε να τους χορηγήσει μείωση του προστίμου λόγω, πρώτον, της περιορισμένης εφαρμογής των συμφωνιών, δεύτερον, της κρίσης του τομέα των σωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων και, τρίτον, της συνεργασίας τους πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία.

84      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρέβλεψε εντελώς το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές αποφάσισαν να μην εκτελέσουν τις συμφωνίες και ότι υιοθέτησαν συμπεριφορά σύμφωνη με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αμφισβητούν συναφώς το κριτήριο που επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και το οποίο εφάρμοσε για την εκτίμηση του ζητήματος αν οι αναιρεσείουσες πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους για την υπέρ αυτών αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως, δηλαδή το αν παρέβησαν σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξουν τη λειτουργία της συμπράξεως αυτής. Κατά τις αναιρεσείουσες, το κριτήριο αυτό είναι αυστηρότερο από το εφαρμοζόμενο για τον καθορισμό του χρονικού σημείου παύσεως μιας παραβάσεως, ήτοι τη δημόσια αποστασιοποίηση από την παράνομη συνεννόηση, πράγμα που είναι λογικώς ανακόλουθο.

85      Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διότι όφειλε να έχει θεωρήσει ότι η δυσχερής κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η βιομηχανία των σωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων συνιστά ελαφρυντική περίσταση.

86      Τρίτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το δίκαιο της Ένωσης επιβεβαιώνοντας το χωρίο της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε να τους χορηγήσει μείωση του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία. Οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι μείωση του προστίμου ή μερική απαλλαγή από το πρόστιμο έπρεπε να έχει χορηγηθεί αποκλειστικά και μόνο σε αυτές, για τον λόγο ότι προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως, κατ’ αντιδιαστολή προς τον όμιλο Outokumpu, ο οποίος παρέσχε μία μόνον πληροφορία σχετική με τη συνολική διάρκεια της παραβάσεως.

87      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία κατά την οποία είναι δυνατή η χορήγηση μειώσεως του προστίμου λόγω μη εκτελέσεως των συμφωνιών της συμπράξεως.

88      Το θεσμικό αυτό όργανο υπενθυμίζει επίσης ότι οι αποφάσεις που αφορούν άλλες συμπράξεις δεν μπορούν να θεμελιώνουν λόγο ακυρώσεως ή αναιρέσεως αντλούμενο από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Εν πάση περιπρώσει, η δυσχερής κατάσταση στην οποία περιήλθε ο οικείος κλάδος είναι μεταγενέστερη της συμπράξεως.

89      Τέλος, όσον αφορά τη συνεργασία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που ο όμιλος ΚΜΕ ζητεί από το Δικαστήριο να υποκαταστήσει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου με τη δική του, ο τέταρτος λόγος πρέπει να κριθεί απαράδεκτος.

90      Εξάλλου, ο τέταρτος λόγος είναι επιπλέον αβάσιμος. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε σαφή και λογική αιτιολογία για την εξέταση στην οποία προέβη όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται να χορηγηθεί μερική απαλλαγή, απαντώντας σε όλα τα νομικά επιχειρήματα που προέβαλε ο όμιλος ΚΜΕ.

91      Ο λόγος για τον οποίο ο όμιλος Outokumpu έτυχε μειώσεως του προστίμου έγκειται στο ότι οι πληροφορίες που παρέσχε κατέστησαν δυνατό στην Επιτροπή να διεξαγάγει έρευνες και να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία. Οι αναιρεσείουσες διευκόλυναν μεν το καθήκον της Επιτροπής με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, αλλά η συμβολή τους περιορίστηκε απλώς σε αυτό. Αντιθέτως προς όσα συνάγονται από το δικόγραφο της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, ούτε οι αναιρεσείουσες θα μπορούσαν να έχουν τύχει μερικής απαλλαγής κατά τα προβλεπόμενα στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ), δεδομένου ότι η απαλλαγή αυτή αφορά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με «πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή», πράγμα που δεν ισχύει για τη συνολική διάρκεια της συμπράξεως.

92      Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η χορήγηση μερικής απαλλαγής στην περίπτωση που αναφέρουν οι αναιρεσείουσες θα συνιστούσε παράβαση του τίτλου Δ της ανακοινώσεως για τη συνεργασία που προβλέπει ούτως ή άλλως μείωση του προστίμου όταν η επιχείρηση παρέχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παράβασης.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

93      Το πρώτο επιχείρημα βάλλει κατά της σκέψεως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στη νομολογία του σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να αναγνωριστεί στις παραβαίνουσες επιχειρήσεις το προνόμιο του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά που υιοθέτησαν στην αγορά είναι σύμφωνη με τον ανταγωνισμό ή, τουλάχιστον, ότι παρέβησαν σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της συμπράξεως μέχρι σημείου ώστε να διαταράξουν την ίδια τη λειτουργία της και ότι δεν προσχώρησαν φαινομενικά στη συμφωνία και, ως εκ τούτου, παρακίνησαν άλλες επιχειρήσεις να θέσουν την εν λόγω σύμπραξη σε εφαρμογή (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψη 292, και της 15ης Μαρτίου 2006, T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 113).

94      Με τη σκέψη 491 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, μεταξύ άλλων, το Γενικό Δικαστήριο αποσαφήνισε τη νομολογία αυτή υπενθυμίζοντας ότι μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια κατά το μάλλον ή ήττον ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της. Αν αναγνωρίζονταν ελαφρυντικές περιστάσεις σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν υπερβολικά ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν βαρύ πρόστιμο, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να επωφελούνται από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν στη συνέχεια μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ η στάση τους παρότρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο επιβλαβέστερο για τον ανταγωνισμό (βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψεις 277 και 278).

95      Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις αναιρεσείουσες, η επιχείρηση που παύει να συμμετέχει σε σύμπραξη δεν βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη της επιχειρήσεως που προσχωρεί μεν στη σύμπραξη αλλά δεν τη θέτει σε εφαρμογή ή, τουλάχιστον, παύει να τη θέτει σε εφαρμογή. Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η επιχείρηση εξακολουθεί να βλάπτει τον ανταγωνισμό τόσο λόγω της συμμετοχής της στις ενδεχόμενες συζητήσεις όσο και λόγω του ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, η συμμετοχή της στη σύμπραξη ενδέχεται να παρακινήσει και άλλες επιχειρήσεις να υιοθετήσουν βλαπτική για τον ανταγωνισμό συμπεριφορά.

96      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας στενά τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών. Όπως όμως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν υποστήριξαν ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις αυτές. Ως εκ τούτου, το πρώτο επιχείρημα είναι αβάσιμο.

97      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά γενικό κανόνα, οι συμπράξεις δημιουργούνται όταν ένας οικονομικός τομέας αντιμετωπίζει δυσχέρειες και ότι οι δυσχέρειες αυτές δεν μπορούν, καταρχήν, να συνιστούν ελαφρυντικές περιστάσεις.

98      Εξάλλου, η δυσκολία να συγκριθεί το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν σε επιχειρήσεις που μετείχαν σε διάφορες συμφωνίες, σχετικές με διαφορετικές αγορές, σε περιόδους που χρονικά απέχουν ενίοτε πολύ μεταξύ τους, μπορεί να είναι απόρροια των αναγκαίων προϋποθέσεων για την εφαρμογή αποτελεσματικής πολιτικής ανταγωνισμού (απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11005, σκέψη 81). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων κρίνοντας, με τη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, σε προηγούμενες υποθέσεις, την οικονομική κατάσταση του τομέα ως ελαφρυντική περίσταση δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να εξακολουθήσει να εφαρμόζει την εν λόγω πρακτική.

99      Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζουν και να αιτιολογούν την αιτίασή τους ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με τη συλλογιστική που ανέπτυξε με τις σκέψεις 136 έως 140 της εν λόγω αποφάσεως και χωρίς να εξηγούν για ποιο λόγο η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με πραγματικά περιστατικά γνωστά στην Επιτροπή δικαιολογεί την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι η εκ των προτέρων παροχή νέας πληροφορίας στην Επιτροπή. Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο, καθόσον είναι πολύ ασαφές.

100    Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από παραβίαση των κατευθυντηρίων γραμμών και από εσφαλμένη αιτιολογία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

101    Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 163 έως 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέθεσε μη λογική και ανεπαρκή αιτιολογία για την απόρριψη του έβδομου λόγου ακυρώσεως και την επιβεβαίωση της άρνησης της Επιτροπής να τους χορηγήσει μείωση του προστίμου λόγω της αδυναμίας τους να πληρώσουν, ειδικότερα μετά το οικονομικό βάρος που τους είχε ήδη επιβληθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως των σωλήνων για βιομηχανική χρήση. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το ενδεδειγμένο κριτήριο, κατά το οποίο η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αρκεί μόνο να αποδείξει ότι η επιβολή βαριάς κυρώσεως θα της επιφέρει πολύ σοβαρή οικονομική ζημία. Προβάλλουν ακόμα ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του δεύτερου σκέλους του κριτηρίου που προβλέπει το σημείο 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών, καθόσον έκρινε ότι ουδόλως συνέτρεχαν εν προκειμένω «συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες» κατά την έννοια του σημείου αυτού οι οποίες να δικαιολογούν μείωση του προστίμου. Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ήρε την παράνομη διακριτική μεταχείριση που επιφύλαξε η Επιτροπή εις βάρος τους σε σχέση με την εταιρία SGL Carbon AG στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑5977), και της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑3921).

102    Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι το πρώτο επιχείρημα των αναιρεσειουσών δεν αφορά πλάνη περί το δίκαιο εντοπιζόμενη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της έννοιας της εκφράσεως «ανικανότητα πληρωμής». Προσθέτει δε ότι το ζήτημα των «συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών» δεν υποβλήθηκε καν στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών είναι ασαφή και αφορούν εκτιμήσεις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, πράγμα που τα καθιστά απαράδεκτα στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειουσών το σχετικό με τη διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση, για τον λόγο ότι η προγενέστερη πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει ως νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό των προστίμων. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η SGL Carbon AG ήταν διαφορετική.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

103    Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν υπενθύμισε, με τη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να παράσχει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι οι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (βλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, IAZ International Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3369, σκέψεις 54 και 55, και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 327, της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 105, καθώς και της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 100).

104    Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη φερόμενη αδυναμία πληρωμών οφειλόμενη σε χρηματοοικονομική κύρωση επιβληθείσα λόγω άλλης παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού κατά μείζονα λόγο καθόσον η οικεία επιχείρηση φέρει το κύριο μερίδιο ευθύνης για μια κατάσταση την οποία η ίδια προκάλεσε με παράνομη συμπεριφορά.

105    Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε και με τη σκέψη 98 της παρούσας αποφάσεως, η δυσκολία να συγκριθεί το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν σε επιχειρήσεις που μετείχαν σε διάφορες συμφωνίες, σχετικές με διαφορετικές αγορές, σε περιόδους που χρονικά απέχουν ενίοτε πολύ μεταξύ τους, μπορεί να είναι απόρροια των αναγκαίων προϋποθέσεων για την εφαρμογή αποτελεσματικής πολιτικής ανταγωνισμού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων κρίνοντας, με τη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, σε προηγούμενες υποθέσεις, τη δύσκολη οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως δεν σημαίνει ότι πρέπει να προβεί στην ίδια εκτίμηση στο πλαίσιο μεταγενέστερης υποθέσεως.

106    Τέλος, ο πέμπτος λόγος είναι, κατά τα λοιπά, πολύ αόριστος, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες αρκούνται να υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζουν σε τι ακριβώς συνίσταται η πλάνη αυτή. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάζει τις εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο περί τα πραγματικά περιστατικά, εκτιμήσεις όπως εκείνες που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 169 και 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

107    Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

108    Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το δίκαιο της Ένωσης και προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμά τους για πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία παραλείποντας να εξετάσει ενδελεχώς και λεπτομερώς τα επιχειρήματά τους και επιδεικνύοντας υπερβολική και μη εύλογη προκατάληψη υπέρ της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τον τρόπο κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως τον σχετικό με το μέγεθος της αγοράς, τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως τον σχετικό με τη διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως τον σχετικό με τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Κατά τις αναιρεσείουσες, η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει ενδελεχώς και λεπτομερώς τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν με το δικόγραφο της προσφυγής τους ισοδυναμεί με προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός τους για πλήρη, αποτελεσματικό και δίκαιο έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως από αμερόληπτο και ανεξάρτητο δικαστήριο.

109    Οι αναιρεσείουσες εκθέτουν ότι η θεωρία του «περιθωρίου εκτιμήσεως» και του «σεβασμού» δεν έχει πλέον λόγο εφαρμογής, δεδομένου ότι σήμερα το δίκαιο της Ένωσης χαρακτηρίζεται από τα τεράστια πρόστιμα που επιβάλλει η Επιτροπή, μια εξέλιξη που συχνά αποκαλείται de facto «ποινικοποίηση» του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

110    Επιπλέον, η άμεση εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1/2003, σε αντικατάσταση του προγενέστερου καθεστώτος εγκρίσεως, αποκλείει, εξ ορισμού, οποιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, επιβάλλει πολύ περιορισμένο βαθμό σεβασμού των εξουσιών της Επιτροπής εκ μέρους των δικαστηρίων, τα οποία εξετάζουν κατά πόσον το θεσμικό αυτό όργανο εφαρμόζει ορθά τους εν λόγω κανόνες στις επιμέρους περιπτώσεις.

111    Εκτός αυτού, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής δεν πρέπει να δικαιολογείται από μια υποτιθέμενη καταλληλότητα της Επιτροπής να αξιολογεί πολύπλοκα πραγματικά και οικονομικά ζητήματα. Επισημαίνουν συναφώς ότι τόσο το Γενικό Δικαστήριο όσο και το Δικαστήριο έχουν επιδοθεί επιτυχώς σε ιδιαιτέρως διεξοδική εξέταση περίπλοκων υποθέσεων.

112    Ομοίως, λαμβανομένης υπόψη της πλήρους δικαιοδοσίας που απονέμουν στο Γενικό Δικαστήριο τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 31 του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να αναγνωρίζει στην Επιτροπή κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, όχι μόνον όσον αφορά την εκτίμηση του κατάλληλου και ανάλογου χαρακτήρα ενός προστίμου, αλλά και όσον αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποιεί η τελευταία για να προβεί στους υπολογισμούς της. Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει, σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, κατά πόσον η Επιτροπή αξιολόγησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια ορισμένης παράνομης συμπεριφοράς, δυνάμενο κατά συνέπεια να υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του, ακυρώνοντας, μειώνοντας ή αυξάνοντας το επιβληθέν πρόστιμο.

113    Κατά τις αναιρεσείουσες, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής θα πρέπει να εντάσσεται σε μια συνεκτική και απαλλαγμένη από αυθαίρετες διακρίσεις πολιτική σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το θεσμικό αυτό όργανο καθορίζει το ποσό χρηματικής κύρωσης λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Τούτο συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο επιχειρήσεις που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις στο πλαίσιο χωριστών παραβάσεων, που έχουν διαπιστωθεί με χωριστές αποφάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής θα οδηγούσε σε αμιγώς αυθαίρετη συμπεριφορά, δεδομένου ότι θα αναγνωριζόταν στο θεσμικό αυτό όργανο η δυνατότητα να μεταβάλλει κατά το δοκούν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πολιτική του στον τομέα των προστίμων.

114    Οι αναιρεσείουσες υπενθυμίζουν επίσης ότι, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η εφαρμογή του διοικητικού δικαίου μέσω εκδόσεως διοικητικών αποφάσεων και επιβολής προστίμων δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Παρά ταύτα, η εφαρμογή αυτή πρέπει να διέπεται από επαρκώς αυστηρές δικονομικές εγγυήσεις και να συνοδεύεται από καθεστώς αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, που να περιλαμβάνει την εκ μέρους του δικαστηρίου πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των διοικητικών αποφάσεων. Το δικαίωμα «πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου» κατοχυρώνεται επίσης από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

115    Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι αναιρεσείουσες στήριξαν την προσφυγή τους, με την οποία ζήτησαν μείωση του προστίμου, στο άρθρο 230 ΕΚ και όχι στην πλήρη δικαιοδοσία που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003.

116    Όσον αφορά την απάντηση στον δεύτερο, στον τέταρτο και στον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι υπενθύμισε τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, εντούτοις διενήργησε αποτελεσματικό και ενδελεχή έλεγχο του τρόπου υπολογισμού του προστίμου που επιβλήθηκε στον όμιλο ΚΜΕ και κατέληξε στο δικό του κατηγορηματικό συμπέρασμα ότι οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι.

117    Τέλος, κατά την Επιτροπή, ο όμιλος ΚΜΕ αρκείται να προβάλλει υπαινιγμούς σχετικά με «ποινικές κατηγορίες» και να επικαλείται το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, χωρίς όμως να αναλύει τα συνεπαγόμενα έννομα αποτελέσματα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

118    Οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τόσο τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής όσο και τον τρόπο με τον οποίο έλεγξε στην πράξη την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι αναιρεσείουσες επικαλούνται συναφώς το άρθρο 6 ΕΣΔΑ καθώς και τον Χάρτη.

119    Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται σήμερα με το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 30 και 31, και διάταξη της 1ης Μαρτίου 2011, C‑457/09, Chartry, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25, καθώς και απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, C-69/10, Samba Diouf, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 49).

120    Ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων ρυθμίστηκε από τις ιδρυτικές Συνθήκες. Εκτός από τον έλεγχο της νομιμότητας, που κατοχυρώνεται σήμερα στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, προβλέπεται και έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλουν οι κανονισμοί.

121    Όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να απέχει από τον έλεγχο της εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνείας στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C‑12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I‑987, σκέψη 39, καθώς και της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-525/04 P, Ισπανία κατά Lensing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψεις 56 και 57).

122    Όσον αφορά τις κυρώσεις λόγω παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, το άρθρο 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 17, προβλέπει ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της. Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 έχει πανομοιότυπη διατύπωση.

123    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορά η σύμπραξη, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις τέτοιου είδους για τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Musique Diffusion française, σκέψη 129, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 242, καθώς και απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 96).

124    Το Δικαστήριο έχει επισημάνει επίσης ότι αντικειμενικά στοιχεία όπως το περιεχόμενο των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η επιδείνωση που υπέστη η δημόσια οικονομική τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Στην ανάλυση πρέπει επίσης να συνεκτιμώνται το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν, καθώς και η τυχόν καθ’ υποτροπή υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 91).

125    Ο μεγάλος αυτός αριθμών των συνεκτιμώμενων στοιχείων επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβαίνει σε διεξοδικό έλεγχο των περιστάσεων της παραβάσεως.

126    Για λόγους διαφάνειας, η Επιτροπή εξέδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές, με τις οποίες γνωστοποιεί υπό ποιες συνθήκες θα λαμβάνει υπόψη τις διάφορες περιστάσεις της παραβάσεως, καθώς και τις συνέπειες που τούτο μπορεί να έχει για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου.

127    Οι κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει λόγους που να συνάδουν με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 91), αρκούνται στην περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να ελέγξει την παράβαση και των κριτηρίων που το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου.

128    Επιβάλλεται να υπομνησθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων της Ένωσης. Εν προκειμένω, η υποχρέωση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η Επιτροπή οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις της και, μεταξύ άλλων, να διευκρινίζει τον τρόπο κατά τον οποίο στάθμισε και αξιολόγησε τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 87). Ο δικαστής πρέπει να εξακριβώνει αυτεπαγγέλτως ότι η απόφαση της Επιτροπής παραθέτει αιτιολογία.

129    Επιπλέον, στον δικαστή της Ένωσης απόκειται να προβαίνει στον έλεγχο της νομιμότητας που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του και ο οποίος διενεργείται βάσει των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που προβάλλει. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο δικαστής δεν μπορεί να στηρίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή των συνεκτιμώμενων στοιχείων κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές ή την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών προκειμένου να αρνηθεί τη διενέργεια διεξοδικού ελέγχου των νομικών και των πραγματικών ζητημάτων.

130    Ο έλεγχος της νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωριζόταν στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 17 του κανονισμού 17 και που σήμερα εξασφαλίζεται από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 692).

131    Παρά ταύτα, τονίζεται ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλία. Με την εξαίρεση των λόγων δημοσίας τάξεως που ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η απουσία αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών.

132    Η κατά τα ανωτέρω δικονομικής φύσεως απαίτηση δεν προσκρούει στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, όσον αφορά τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίσει τα στοιχεία που μπορούν να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη των περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Αυτό που ουσιαστικά ζητείται από τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο δικαστικής προσφυγής είναι να προσδιορίσει τα αμφισβητούμενα στοιχεία της επίδικης αποφάσεως, να διατυπώσει τις σχετικές αιτιάσεις και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να συνίστανται σε σοβαρές ενδείξεις, πρόσφορες να αποδείξουν το βάσιμο των αιτιάσεων.

133    Επομένως, ο έλεγχος που προβλέπουν οι Συνθήκες συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης διενεργεί έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την επίδικη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ότι ο έλεγχος νομιμότητας του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που συμπληρώνεται από την κατά το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά το ποσό του προστίμου, είναι αντίθετος προς τις απαιτήσεις που επιβάλλει η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 47 του Χάρτη αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

134    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως, στο μέτρο που αφορά τους κανόνες του δικαστικού ελέγχου υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αβάσιμος.

135    Όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο άσκησε τον έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο του δεύτερου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής, ο παρών λόγος αναιρέσεως συγχέεται με τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως και, επομένως, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο εξετάσεως από το Δικαστήριο.

136    Επισημαίνεται συναφώς ότι, παρά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, ειδικότερα με τις σκέψεις 52 έως 54, 99, 114, 136 και 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέπεμψε επανειλημμένως στη «διακριτική ευχέρεια», στο «σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως» ή στο «ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως» που διαθέτει η Επιτροπή, εντούτοις, οι παραπομπές αυτές δεν το εμπόδισαν να ασκήσει τον πλήρη και ολοκληρωμένο έλεγχο που οφείλει να διενεργεί.

137    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

138    Κατά συνέπεια, κανένας από τους λόγους που επικαλέστηκε ο όμιλος ΚΜΕ προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός, οπότε η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας που έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως βάσει του άρθρου 118 του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του ομίλου ΚΜΕ στα δικαστικά έξοδα και ο τελευταίος ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τις KME Germany AG, KME France SAS και KME Italy SpA στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.