Language of document : ECLI:EU:T:2011:291

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 20ής Ιουνίου 2011

Υπόθεση T‑256/10 P

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναίρεσης – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Μετακόμιση οικοσκευής – Σιωπηρή και ρητή απόρριψη των αιτημάτων του αναιρεσείοντος – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αίτηση αναίρεσης εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναίρεσης κατά της διάταξης του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 25ης Μαρτίου 2010, F‑102/08, Marcuccio κατά Επιτροπής, .

Απόφαση:      Η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται. Ο Luigi Marcuccio φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία – Παραδεκτό – Έκταση της υποχρέωσης αιτιολόγησης – Έκταση του ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Προδήλως απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

4.      Προσφυγή ακύρωσης – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αίτημα να απευθυνθεί διαταγή προς θεσμικό όργανο – Αίτημα έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης – Απαράδεκτο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

1.      Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας απόφασης του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα, οπότε επιτρέπεται να προβληθεί στο πλαίσιο της αίτησης αναίρεσης.

Συναφώς, το ζήτημα της τήρησης της υποχρέωσης αιτιολόγησης, που προβλέπεται στο άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου για διάταξη με την οποία απορρίπτεται προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη ή ως στερούμενη νομικού ερείσματος, πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της σχετικής διάταξης. Πράγματι, αφενός, η αιτιολογία μιας απόφασης συνίσταται στη ρητή διατύπωση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν οι λόγοι αυτοί ενέχουν πλημμέλειες, οι πλημμέλειες αυτές πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της απόφασης, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής μολονότι εκθέτει εσφαλμένους λόγους. Αφετέρου, το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε, επί της ουσίας, σε διαφορετικό συμπέρασμα από τον αναιρεσείοντα δεν καθιστά, αφεαυτού, ελλιπή την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

(βλ. σκέψεις 23, 25 και 26)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 11 Ιανουαρίου 2007, C‑404/04 P, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 10 Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψη 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 20 Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-4469, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΓΔΕΕ, 18 Οκτωβρίου 2010, T‑516/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 53 και 54

2.      Η αίτηση αναίρεσης μπορεί να βασίζεται μόνο σε λόγους που αφορούν την παράβαση κανόνων δικαίου, ενώ αποκλείεται κάθε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και της αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμόρφωσης του περιεχομένου αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει αν είναι αναγκαία η συμπλήρωση των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί.

Εντούτοις, όταν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει, δυνάμει του άρθρου 257 ΣΛΕΕ, τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Επομένως, η εξουσία του Γενικού Δικαστηρίου να ελέγχει τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ως προς τα πραγματικά περιστατικά καλύπτει, μεταξύ άλλων, το ζήτημα αν από τη δικογραφία προκύπτει ότι το περιεχόμενο των διαπιστώσεων αυτών είναι ανακριβές, το ζήτημα αν έχει παραμορφωθεί το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων, τον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω στοιχείων και το ζήτημα αν έχουν τηρηθεί οι κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος απόδειξης.

(βλ. σκέψεις 33, 35, 36 και 38)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 10 Ιουλίου 2001, C‑315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 2001, σ. I‑5281, σκέψη 19· 11 Νοεμβρίου 2003, C‑488/01 P, Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑13355, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 25 Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΓΔΕΕ, 20 Οκτωβρίου 2008, T‑278/07 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σκέψη 20· 8 Ιουλίου 2010, T‑166/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Από το άρθρο 11 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της απόφασης της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων συγκεκριμένα στηρίζεται η αίτηση αυτή. Επομένως, πρέπει να απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης που δεν περιλαμβάνει καμία νομική επιχειρηματολογία με την οποία να επιδιώκεται να αποδειχθεί σε ποιο σημείο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αλλά περιορίζεται στην επανάληψη του λόγου ακύρωσης ή του ισχυρισμού που προβλήθηκε πρωτοδίκως ενώπιον του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου, χωρίς να τον διασαφηνίζει περαιτέρω. Ο ισχυρισμός αυτός όμως συνίσταται απλώς στο αίτημα επανεξέτασης της πρωτόδικης προσφυγής, κατά παράβαση των επιταγών τόσο του Οργανισμού του Δικαστηρίου όσο και του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 51 έως 53)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 13 Σεπτεμβρίου 2007, C‑234/06 P, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I-7333, σκέψεις 45 και 46· ΓΔΕΕ, 19 Μαρτίου 2010, T‑338/07 P, Bianchi κατά ETF, σκέψη  59· 16 Δεκεμβρίου 2010, T‑52/10 P, Lebedef κατά Επιτροπής, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας, να εκδίδει αναγνωριστικές αποφάσεις ή διαταγές, όποια και αν είναι η φύση ή το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Το επιχείρημα ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει τη δυνατότητα να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες το θεσμικό όργανο έχει εξουσία λήψης αποφάσεων δεν κλονίζει συνεπώς την ορθότητα του ανωτέρω συμπεράσματος.

(βλ. σκέψεις 27 και 66)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 22 Ιανουαρίου 2004, C‑353/01 P, Mattila κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑1073, σκέψη 15· ΓΔΕΕ, 4 Φεβρουαρίου 2009, T‑145/06, Omya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑145, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία