Language of document : ECLI:EU:T:2007:250

Υπόθεση T-35/06

Honig-Verband eV

κατά

Επιτροπήςτων Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 1854/2005 — Προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη — “Miel de Provence” — Πράξη γενικής ισχύος — Μη αφορώσα προσφεύγοντα ατομικά — Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά

(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ και 249, εδ. 2, ΕΚ· κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου, άρθρο 7· κανονισμός 1854/2005 της Επιτροπής)

Είναι απαράδεκτη η προσφυγή που ασκείται από εγκατεστημένη στη Γερμανία ένωση παραγωγών μελιού με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 1854/2005, για τη συμπλήρωση του παραρτήματος του κανονισμού 2400/96, όσον αφορά την καταχώριση μιας ονομασίας στο προβλεπόμενο από τον κανονισμό 2081/92 «Μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων», κατά το μέρος που αφορά την καταχώριση της ονομασίας «Miel de Provence» ως προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως.

Συγκεκριμένα, αφενός, ο κανονισμός αυτός αποτελεί πράξη γενικής ισχύος, κατά την έννοια του άρθρου 249, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, διότι, αναγνωρίζοντας υπέρ όλων των επιχειρήσεων των οποίων τα προϊόντα πληρούν τις συγκεκριμένες γεωγραφικές και ποιοτικές προδιαγραφές το δικαίωμα να διαθέτουν τα προϊόντα αυτά με την εν λόγω ονομασία και στερώντας το δικαίωμα αυτό από εκείνες των οποίων τα προϊόντα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, που είναι κοινές για όλες τις επιχειρήσεις, εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων, λαμβανομένων γενικώς και αφηρημένως.

Αφετέρου, αν και δεν αποκλείεται μια διάταξη, η οποία λόγω της φύσεως και του περιεχομένου της έχει κανονιστικό χαρακτήρα, να αφορά ατομικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όταν το πρόσωπο αυτό θίγεται λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων του ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και ως εκ τούτου το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον του αποδέκτη μιας αποφάσεως, εντούτοις δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εν προκειμένω.

Πρώτον, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στους ιδιώτες στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 2081/92 διαδικασίας ενστάσεως τηρούνται με αποκλειστική ευθύνη των κρατών μελών και δεν ισχύουν έναντι της Επιτροπής· ο κανονισμός αυτός, δηλαδή, δεν παρέχει συγκεκριμένες διαδικαστικές εγγυήσεις, σε κοινοτικό επίπεδο, υπέρ των ιδιωτών και, επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τις εγγυήσεις αυτές.

Δεύτερον, το γεγονός ότι μια κοινοτική πράξη γενικής ισχύος μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται δεν αρκεί για να τα εξατομικεύσει σε σχέση με τους λοιπούς εμπλεκόμενους παράγοντες, εφόσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η πράξη αυτή εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένης καταστάσεως.

Τρίτον, το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως κανονισμού περί καταχωρίσεως ονομασίας προελεύσεως, η προσφεύγουσα βρίσκεται σε κατάσταση τέτοια που να υποχρεούται να προβεί σε προσαρμογές στη διάρθρωση της παραγωγής της, προκειμένου να πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού αυτού, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός την αφορά ατομικά κατά τρόπο ανάλογο μ’ εκείνον του αποδέκτη μιας πράξεως.

(βλ. σκέψεις 39, 41-43, 47, 53-54, 57, 61-62)