Language of document : ECLI:EU:T:2021:588

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ατομικές ενισχύσεις υπέρ της εκμετάλλευσης υπεράκτιων αιολικών πάρκων – Υποχρέωση αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή υψηλότερη από την αγοραία τιμή – Προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως – Απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους – Αλιευτικές επιχειρήσεις – Εγκατάσταση των πάρκων σε αλιευτικές ζώνες – Σχέση ανταγωνισμού – Δεν υφίσταται – Κίνδυνος να επηρεαστούν τα συμφέροντα των αλιευτικών επιχειρήσεων από τη χορήγηση των επίδικων ενισχύσεων – Δεν υφίσταται – Η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά άμεσα και ατομικά τους προσφεύγοντες – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑777/19,

Coopérative des artisans pêcheurs associés (CAPA) Sarl, με έδρα το Le Tréport (Γαλλία), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τον M. Le Berre, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

υποστηριζόμενοι από

την Comité régional des pêches maritimes et des élevages marins des HautsdeFrance (CRPMEM), με έδρα τη Boulogne-sur-Mer (Γαλλία),

το Fonds régional d’organisation du marché du poisson (FROM NORD), με έδρα τη Boulogne-sur-Mer,

την Organisation de producteurs CME Manche-Mer du Nord (OP CME Manche-Mer du Nord), με έδρα το Portel (Γαλλία),

εκπροσωπούμενοι από την A. Durand, δικηγόρο,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Stromsky και Α. Μπουχάγιαρ,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την E. de Moustier, τον P. Dodeller και τον T. Stehelin,

από

την Ailes Marines SAS, με έδρα το Puteaux (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον M. Petite και την A. Lavenir, δικηγόρους,

από

τις Éoliennes Offshore des Hautes Falaises SAS, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

τις Éoliennes Offshore du Calvados SAS, με έδρα το Παρίσι,

το Parc du Banc de Guérande SAS, με έδρα το Παρίσι,

εκπροσωπούμενες από τους J. Derenne και Δ. Βάλληνδα, δικηγόρους,

και από τις

Éoliennes en Mer Dieppe Le Tréport SAS, με έδρα την Dieppe (Γαλλία),

Éoliennes en Mer Îles d’Yeu et de Noirmoutier SAS, με έδρα τη Νάντη (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες από τον C. Lemaire και την A. Azzi, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2019) 5498 τελικό της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2019, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις SA.45274 (2016/NN), SA.45275 (2016/NN), SA.45276 (2016/NN), SA.47246 (2017/NN), SA.47247 (2017/NN) και SA.48007 (2017/NN), τις οποίες έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλική Δημοκρατία υπέρ έξι υπεράκτιων αιολικών πάρκων (Courseulles-sur-Mer, Fécamp, Saint-Nazaire, Îles d’Yeu και de Noirmoutier, Dieppe και Le Tréport, Saint-Brieuc),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, M. J. Costeira, Δ. Γρατσία (εισηγητή), M. Kancheva και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την παρούσα

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Πραγματικό πλαίσιο

1        Η πρώτη προσφεύγουσα, η Coopérative des artisans pêcheurs associés (CAPA) Sarl, συστάθηκε από τους αλιείς του Le Tréport (Γαλλία) και των παρακείμενων λιμένων προκειμένου να ομαδοποιηθούν η αγορά και μεταπώληση καυσίμων, λιπαντικών και λιπαρών ουσιών. Οι δεύτερος έως ενδέκατος προσφεύγοντες (στο εξής: προσφεύγοντες αλιείς) είναι αλιευτικές επιχειρήσεις ή κυβερνήτες αλιευτικών σκαφών εγκατεστημένοι, μεταξύ άλλων, στο Le Tréport, στο Erquy (Γαλλία) και στο Noirmoutier (Γαλλία), οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες αλιείας μικρής κλίμακας στα ανοικτά των γαλλικών ακτών της Μάγχης ή του Ατλαντικού.

2        Οι Ailes Marines SAS (στο εξής: AM), Éoliennes Offshore des Hautes Falaises SAS (στο εξής: EOHF), Éoliennes Offshore du Calvados SAS (στο εξής: EOC), Parc du Banc de Guérande SAS (στο εξής: PBG), Éoliennes en Mer Dieppe Le Tréport SAS (στο εξής: EMDT) και Éoliennes en Mer Îles d’Yeu et de Noirmoutier SAS (στο εξής: EMYN), παρεμβαίνουσες υπέρ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής: δικαιούχοι των επίδικων ενισχύσεων), αποτελούν εταιρίες που ιδρύθηκαν για την εκμετάλλευση των υπεράκτιων αιολικών πάρκων, αντιστοίχως, στο Saint-Brieuc (Γαλλία, στο εξής: έργο του Saint-Brieuc), στο Fécamp (Γαλλία, στο εξής: έργο του Fécamp), στο Courseulles-sur-Mer (Γαλλία, στο εξής: έργο του Courseulles-sur-Mer), στο Saint-Nazaire (Γαλλία, στο εξής: έργο του Saint-Nazaire), στην Dieppe (Γαλλία) και στο Le Tréport (στο εξής: έργο των Dieppe/Le Tréport) και στις νήσους Yeu και Noirmoutier (Γαλλία, στο εξής: έργο των Îles d’Yeu/Noirmoutier).

3        Κατόπιν πρώτου διαγωνισμού το 2011, οι γαλλικές αρχές επέλεξαν, αφενός, την προσφορά της εταιρίας Éolien Maritime France (EMF) για τμήμα που περιλαμβάνει τα έργα του Saint-Nazaire, του Fécamp και του Courseulles‑sur‑Mer και, αφετέρου, την προσφορά της ΑΜ για το έργο του Saint‑Brieuc. H άδεια για τη λειτουργία των έργων αυτών χορηγήθηκε με απόφαση της 18ης Απριλίου 2012.

4        Κατόπιν δεύτερου διαγωνισμού το 2013, οι γαλλικές αρχές έκαναν δεκτή την κοινή προσφορά της κοινοπραξίας των εταιριών ENGIE, EDP Renewables και Neoen Marine για τα έργα των Îles d’Yeu/Noirmoutier και των Dieppe/Le Tréport. H άδεια για τη λειτουργία των έργων αυτών χορηγήθηκε με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014.

5        Τα έξι επίμαχα έργα θα δημιουργούσαν τα πρώτα υπεράκτια αιολικά πάρκα που θα λειτουργούσαν στη Γαλλία. Τα εν λόγω πάρκα θα παρείχαν συνολικά 10,8 TWh ετησίως, ήτοι περίπου 2 % της συνολικής ετήσιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία. Η προβλεπόμενη διάρκεια λειτουργίας τους ανέρχεται σε 25 έτη από τη θέση τους σε λειτουργία. Η θέση των έξι εν λόγω έργων βρίσκεται εντός θαλάσσιων ζωνών στις οποίες ασκείται αλιεία, μεταξύ άλλων από τους προσφεύγοντες αλιείς.

6        Κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης C(2019) 5498 τελικό της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2019, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις SA.45274 (2016/NN), SA.45275 (2016/NN), SA.45276 (2016/NN), SA.47246 (2017/NN), SA.47247 (2017/NN) και SA.48007 (2017/NN), τις οποίες έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλική Δημοκρατία υπέρ έξι υπεράκτιων αιολικών πάρκων (Courseulles-sur-Mer, Fécamp, Saint-Nazaire, Îles d’Yeu και de Noirmoutier, Dieppe και Le Tréport, Saint‑Brieuc) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η κατασκευή των εν λόγω πάρκων δεν είχε αρχίσει, λόγω, μεταξύ άλλων, προσφυγών ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων. Η θέση τους σε λειτουργία προβλέπεται για το διάστημα μεταξύ 2022 και 2024, ανάλογα με την περάτωση των δικών αυτών.

7        Τα επίδικα έργα επιδοτούνται με ενισχύσεις λειτουργίας, υπό τη μορφή της υποχρέωσης αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή υψηλότερη από την αγοραία τιμή, οι οποίες βαρύνουν την εταιρία EDF Obligation d’achat (EDF-OA), ενώ το επιπλέον κόστος αντισταθμίζεται πλήρως από το κράτος (στο εξής: επίδικες ενισχύσεις). Ο μηχανισμός αυτός βασίζεται στις διατάξεις των άρθρων L. 121-7, L. 311-10 και L. 311-12 του code de l’énergie français (γαλλικού Ενεργειακού Κώδικα).

 Διοικητική διαδικασία

8        Οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις επίδικες ενισχύσεις αντιστοίχως, στις 29 Απριλίου 2016, όσον αφορά τα έργα του Courseulles‑sur‑Mer, του Fécamp και του Saint-Nazaire, στις 6 Ιανουαρίου 2017, όσον αφορά τα έργα των Îles d’Yeu/Noirmoutier και των Dieppe/Le Tréport, και στις 12 Απριλίου 2017, όσον αφορά το έργο του Saint-Brieuc.

9        Δεδομένου ότι δεν είχε αρχίσει ακόμη η κατασκευή των επίμαχων υπεράκτιων αιολικών πάρκων, οι γαλλικές αρχές αποφάσισαν να επαναδιαπραγματευθούν τις τιμές αγοράς που παραχωρήθηκαν αρχικά.

10      Στις 9 Ιουνίου 2018, δύο από τους προσφεύγοντες αλιείς υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με την ενίσχυση για το έργο του Saint-Brieuc.

11      Στις 29 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή υπέβαλε αίτημα για την παροχή συμπληρωματικών στοιχείων σχετικά με την κατάσταση της επαναδιαπραγμάτευσης των τιμών αγοράς. Στις 6 Δεκεμβρίου 2018, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για το αποτέλεσμα της τελευταίας, που κατέληξε σε μείωση των εν λόγω τιμών.

12      Στις 18 Δεκεμβρίου 2018, ορισμένοι εκ των προσφευγόντων αλιέων υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με τις επίδικες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για τα έργα των Dieppe/LeTréport, του Fécamp και του Courseulles-sur-Mer.

13      Στις 23 Ιανουαρίου 2019, η Επιτροπή ενημέρωσε τα πρόσωπα που υπέβαλαν τις μνημονευόμενες στις σκέψεις 10 έως 12 ανωτέρω καταγγελίες ότι δεν τα θεωρούσε ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, το αίτημα των προσώπων αυτών δεν μπορούσε να εξεταστεί ως «επίσημη καταγγελία κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, [του εν λόγω κανονισμού]». Με επιστολές της 21ης Φεβρουαρίου 2019, τα πρόσωπα αυτά αμφισβήτησαν την ορθότητα της άποψης της Επιτροπής.

14      Στις 28 Μαρτίου 2019, πολλά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ένας εκ των προσφευγόντων αλιέων, υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με τις επίδικες ενισχύσεις για τα έργα του Saint-Nazaire και των Îles d’Yeu/Noirmoutier.

15      Στις 3 Απριλίου 2019, η Επιτροπή απέρριψε την μνημονευόμενη στην προηγούμενη σκέψη καταγγελία για λόγους παρόμοιους με τους παρατιθέμενους στην επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2019. Με επιστολή της 12ης Απριλίου 2019, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αμφισβήτησαν την ορθότητα της άποψης της Επιτροπής.

16      Στις 26 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

17      Κατά πρώτον, η Επιτροπή, αφού περιέγραψε τις επίδικες ενισχύσεις (σημεία 9 έως 60 της προσβαλλόμενης απόφασης), διαπίστωσε ότι αυτές συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, πρώτον, επισήμανε ότι, λόγω του μηχανισμού των τιμών αγοράς που περιγράφεται στη σκέψη 7 ανωτέρω, η χρηματοδότηση των μέτρων αυτών εδραζόταν σε κρατικούς πόρους και τα μέτρα ήταν καταλογιστέα στο κράτος. Δεύτερον, επισήμανε ότι τα μέτρα παρείχαν επιλεκτικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από υπεράκτια αιολική ενέργεια στις οικείες ζώνες. Τρίτον, επισήμανε ότι, λαμβανομένων υπόψη των διασυνδέσεων του γαλλικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας με εκείνο πολλών άλλων κρατών μελών, τα εν λόγω μέτρα ήταν ικανά να νοθεύσουν το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της Γαλλίας και των εν λόγω κρατών (σημεία 61 έως 70 της προσβαλλόμενης απόφασης).

18      Κατά δεύτερον, αφότου διαπίστωσε ότι οι επίδικες ενισχύσεις ήταν παράνομες, καθώς δεν είχαν κοινοποιηθεί εκ των προτέρων, η Επιτροπή εκτίμησε τη συμβατότητα των εν λόγω ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και των ενοτήτων 3.1.6.2 (ενισχύσεις στη λειτουργία για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) και 3.2 (λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου και αναγκαιότητα της ενίσχυσης) των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος της 1ης Απριλίου 2008 (ΕΕ 2008, C 82, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2008), ιδιαίτερα του σημείου 109 αυτών (σημεία 71 έως 76 της προσβαλλόμενης απόφασης).

19      Συναφώς, πρώτον, επισήμανε ότι οι επίδικες ενισχύσεις συνέβαλλαν στην τήρηση των στόχων που θέτουν οι εθνικοί κανόνες και το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας στη Γαλλία και, κατά συνέπεια, στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής (σημεία 77 έως 79 της προσβαλλόμενης απόφασης).

20      Δεύτερον, έκρινε ότι οι επίδικες ενισχύσεις ήταν αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί μια αδυναμία της αγοράς. Συνακόλουθα, εκτίμησε ότι οι γαλλικές αρχές είχαν αποδείξει ότι τα αντίστοιχα κόστη παραγωγής στο πλαίσιο των επίμαχων έργων («levelised costs of electricity», LCOE) ήταν σαφώς υψηλότερα των αγοραίων τιμών και ότι, ως εκ τούτου, λόγω της αρνητικής αποδοτικότητας των έργων, οι τιμές αγοράς που προκρίθηκαν από τις γαλλικές αρχές ήταν αναγκαίες για να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να τα υλοποιήσουν (σημεία 80 έως 86 της προσβαλλόμενης απόφασης).

21      Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίδικες ενισχύσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις ώστε να είναι σύμφωνες προς την απαίτηση αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, επισήμανε ότι ο μηχανισμός των επίδικων ενισχύσεων διασφάλιζε την παροχή αντισταθμίσματος για τη διαφορά μεταξύ του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας και της τιμής βάσης της ηλεκτρικής ενέργειας. Εν συνεχεία, διαπίστωσε ότι η διαδικασία επιλογής των φορέων εκμετάλλευσης διεξήχθη κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις, διαφανή και ανοικτό. Τέλος, ενόψει της αναμενόμενης απόδοσης καθενός από τα επίμαχα έργα, η οποία αντικατόπτριζε το σύνηθες επίπεδο κερδοφορίας που μπορεί να αναμένεται από παρόμοια επένδυση, και των δεσμεύσεων για την παρακολούθηση της εξέλιξης του κόστους τις οποίες ανέλαβαν οι γαλλικές αρχές, έκρινε ότι οι επίδικες ενισχύσεις περιορίζονταν στο ελάχιστο και ότι τα μέτρα που προβλέπονταν από τις γαλλικές αρχές ήταν κατάλληλα για την πρόληψη τυχόν υπεραντιστάθμισης (σημεία 87 έως 106 της προσβαλλόμενης απόφασης).

22      Τέταρτον, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένης της συνολικής δυναμικότητας των επίμαχων έργων και του παραγόμενου όγκου ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με το μέγεθος της γαλλικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι επίδικες ενισχύσεις έχουν περιορισμένη μόνον επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (σημεία 107 και 108 της προσβαλλόμενης απόφασης).

23      Βάσει της ανάλυσης που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 19 έως 22 ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι θετικές συνέπειες στο περιβάλλον καθεμιάς εκ των επίδικων ενισχύσεων υπερίσχυαν ενδεχόμενων αρνητικών συνεπειών στρεβλώσεως του ανταγωνισμού. Προσέτι, επισήμανε ότι, στο μέτρο που η χρηματοδότηση των ενισχύσεων ερειδόταν σε φόρο που δεν επιβάρυνε την ηλεκτρική ενέργεια, δεν υφίστατο κίνδυνος διάκρισης, σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή έκρινε ως εκ τούτου ότι οι ενισχύσεις ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και αποφάσισε, για τον λόγο αυτό, να μη διατυπώσει αντιρρήσεις (σημεία 109 έως 117 της προσβαλλόμενης απόφασης).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Νοεμβρίου 2019, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

25      Στις 13 Φεβρουαρίου 2020, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

26      Στις 9 Μαρτίου 2020, η ΑΜ υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της Επιτροπής. Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως αυτής στις 31 Μαρτίου 2020.

27      Στις 13 Μαρτίου 2020, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της Επιτροπής.

28      Στις 17 Μαρτίου 2020, οι EOHF, EOC, PBG, EMDT και EMYN υπέβαλαν, καθεμία στο μέτρο που τις αφορούσε, αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της Επιτροπής.

29      Στις 18 Μαρτίου 2020, η Comité régional des pêches maritimes et des élevages marins des Hauts-de-France (CRPMEM), η ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα Fonds régional d’organisation du marché du poisson (FROM NORD) και η ανώνυμη ναυτική συνεταιριστική εταιρία μεταβλητού κεφαλαίου Organisation de producteurs CME Manche-Mer du Nord (CME), οργανώσεις επαγγελματιών αλιέων που δραστηριοποιούνται στις αλιευτικές ζώνες της Ανατολικής Μάγχης (στο εξής, από κοινού: CRPMEM κ.λπ.), στις οποίες ανήκουν ορισμένοι εκ των προσφευγόντων αλιέων, υπέβαλαν κοινή αίτηση παρεμβάσεως υπέρ των πρσφευγόντων. Την ίδια ημέρα υποβλήθηκαν δύο άλλες αιτήσεις παρεμβάσεως υπέρ των τελευταίων, αφενός, από την κοινότητα του Erquy και, αφετέρου, από κοινού, από τις κοινότητες του Le Tréport και του Mers-les-Bains (Γαλλία).

30      Στις 19 Μαΐου 2020, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν το υπόμνημα απαντήσεως.

31      Στις 20 Μαΐου 2020, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν παρατηρήσεις επί των μνημονευόμενων στις σκέψεις 27 έως 29 ανωτέρω αιτήσεων παρεμβάσεως. Η Επιτροπή υπέβαλε παρατηρήσεις επί των μνημονευόμενων στη σκέψη 29 ανωτέρω αιτήσεων παρεμβάσεως και αμφισβήτησε το παραδεκτό τους.

32      Με διάταξη της 24ης Ιουλίου 2020, η πρόεδρος του ενάτου τμήματος έκανε δεκτές τις αιτήσεις παρεμβάσεως των AM, EOHF, EOC, PBG, EMDT και EMYN. Με απόφαση της ίδιας ημέρας, έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

33      Στις 25 Αυγούστου 2020, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

34      Με διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2020, CAPA κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-777/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:452), η πρόεδρος του ενάτου τμήματος, αφενός, έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως των CRPMEM κ.λπ. και, αφετέρου, απέρριψε εκείνη της κοινότητας του Erquy καθώς και εκείνη των κοινοτήτων του Le Tréport και του Mers-les-Bains.

35      Στις 6 Οκτωβρίου 2020, η AM κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως. Η Γαλλική Δημοκρατία, οι ΕOHF, EOC, PBG, EMDT και ΕΜΥΝ κατέθεσαν τα δικά τους υπομνήματα παρεμβάσεως στις 7 Οκτωβρίου 2020. Στις 26 Νοεμβρίου 2020, οι προσφεύγοντες και η Επιτροπή υπέβαλαν τις αντίστοιχες παρατηρήσεις τους επί των διαφόρων αυτών υπομνημάτων.

36      Στις 3 Δεκεμβρίου 2020, οι CRPMEM κ.λπ. κατέθεσαν το υπόμνημα παρεμβάσεως. Οι προσφεύγοντες και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού, αντιστοίχως, στις 20 και 21 Ιανουαρίου 2021.

37      Στις 12 Φεβρουαρίου 2021, οι προσφεύγοντες ζήτησαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

38      Στις 16 Απριλίου 2021, κατόπιν προτάσεως του ενάτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

39      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 3ης Μαΐου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους προσφεύγοντες να υποβάλουν γραπτώς ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με πραγματικά περιστατικά, οι δε προσφεύγοντες απάντησαν στο αίτημα αυτό στις 31 Μαΐου 2021.

40      Στις 4 Ιουνίου 2021, οι έκτος έως ενδέκατος προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και τη λήψη άλλων προσωρινών μέτρων για την αναστολή, κατ’ ουσίαν, της εφαρμογής της απόφασης αυτής.

41      Στις 7 Ιουνίου 2021, λόγω κωλύματος ενός εκ των μελών του δικαστικού σχηματισμού, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε εαυτόν για τη συμπλήρωση του εν λόγω σχηματισμού. Την ίδια ημέρα διεξήχθη η επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

42      Με διάταξη της 2ας Ιουλίου 2021, Bourel κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-777/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:407), ο Αντιπρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε τη μνημονευόμενη στη σκέψη 40 ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

43      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

–        να υποχρεώσει τις παρεμβαίνουσες υπέρ της Επιτροπής να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

44      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα·

–        να υποχρεώσει τους CRPMEM κ.λπ. να φέρουν τα δικαστικά έξοδα της παρεμβάσεώς τους.

45      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

46      Οι AM, EOHF, EOC, PBG, EMDT και EMYN ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

47      Οι CRPMEM κ.λπ. ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

48      Χωρίς να προτείνει, τύποις, ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά κύριο λόγο, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

49      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγοντες δεν αποτελούν ενδιαφερόμενους κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι οποίοι μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή προκειμένου να διαφυλάξουν τα διαδικαστικά δικαιώματά τους και ότι, κατά μείζονα λόγο, δεν αποδεικνύουν ότι έχουν ιδιαίτερο καθεστώς κατά την έννοια της απόφασης της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17), το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το βάσιμο της απόφασης περί εκτίμησης των επίδικων ενισχύσεων.

50      Αφενός, όσον αφορά την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, η Επιτροπή ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι οι εκτιμήσεις της απόφασης της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341), δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγοντες εν προκειμένω, σε αντίθεση με τους προσφεύγοντες στην εν λόγω υπόθεση, δεν βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με τους δικαιούχους των επίδικων ενισχύσεων. Αφετέρου, όσον αφορά το κατά πόσον οι προσφεύγοντες επηρεάζονται άμεσα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες αλιείς επηρεάζονται κυρίως από τις κανονιστικές επιλογές των γαλλικών αρχών να αφιερώσουν ορισμένες ζώνες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενδεχομένως και να τους απαγορεύσουν την πρόσβαση στις ζώνες αυτές. Αντιθέτως, η χορήγηση των επίδικων ενισχύσεων και η προσβαλλόμενη απόφαση έχουν έμμεση μόνον επίδραση επί της πραγματικής τους κατάστασης. Προσέτι, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εγκατάσταση των επίμαχων υπεράκτιων αιολικών πάρκων έχει μικρότερη επίπτωση επί της πραγματικής κατάστασης των προσφευγόντων αλιέων από όσο οι ίδιοι ισχυρίζονται. Τέλος, όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, η Επιτροπή προβάλλει ότι αυτή ότι δεν ασκεί αλιευτική δραστηριότητα.

51      Από μέρους τους, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι αποτελούν ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, βασιζόμενοι, ιδίως, στις σκέψεις 63 έως 65 της απόφασης της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341).

52      Οι προσφεύγοντες αλιείς, πρώτον, υποστηρίζουν ότι η αλιευτική τους δραστηριότητα υπόκειται σε γεωγραφική οριοθέτηση, η οποία εξαρτάται τόσο από τους αλιευτικούς πόρους, από τις μετεωρολογικές μεταβολές και από το άνοιγμα, με κανονιστική ρύθμιση, των διαφόρων τομέων των αλιευτικών ζωνών, όσο και από την κανονιστική ρύθμιση που εφαρμόζεται στους τύπους σκαφών που χρησιμοποιούν και στις αντίστοιχες άδειες ναυσιπλοΐας. Συνεπώς, ο θαλάσσιος χώρος στον οποίο δύνανται να ασκούν τις δραστηριότητές τους καθορίζεται ή δύναται να καθοριστεί βάσει του λιμένα βάσης τους ή του λιμένα που χρησιμοποιούν σποραδικά. Εντούτοις, οι ζώνες τις οποίες αφορούν τα επίμαχα έργα καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος του χώρου αυτού και χρησιμοποιούνται, ενίοτε προνομιακά, για τις δραστηριότητές τους.

53      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες αλιείς υποστηρίζουν ότι τα επίμαχα έργα θα έχουν προβλέψιμη επίδραση επί των δραστηριοτήτων τους, λόγω, αφενός, των σχεδιαζόμενων κανονιστικών περιορισμών στη ναυσιπλοΐα στις ζώνες που αφορούν τα έργα αυτά και της αβέβαιης δυνατότητας διεξαγωγής της στις εν λόγω ζώνες και πλησίον αυτών και, αφετέρου, της δυνητικώς αρνητικής επίδρασης των εν λόγω έργων επί του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των αλιευτικών πόρων.

54      Τρίτον, οι προσφεύγοντες αλιείς τονίζουν, κατ’ αναλογίαν προς την απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341), ότι η πρόσβαση και η χρήση των ζωνών του θαλάσσιου χώρου που ταυτίζονται με τις τοποθεσίες των επίμαχων έργων πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν «πρώτη ύλη» κατά την έννοια της εν λόγω απόφασης, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να βρίσκονται, ως εκ τούτου, σε σχέση ανταγωνισμού με τους φορείς εκμετάλλευσης των έργων. Στο υπόμνημα απαντήσεως, προσθέτουν ότι ο ορισμός της έννοιας του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 δεν θέτει ως αυστηρή προϋπόθεση τη σχέση ανταγωνισμού.

55      Όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, της οποίας η πελατεία αποτελείται από αλιείς του Le Tréport και των γειτονικών λιμένων, τα έργα των Dieppe/Le Tréport, του Fécamp και του Coursuelles-sur-Mer επηρεάζουν άμεσα τη δραστηριότητά της, η οποία δεν δύναται να διαφοροποιηθεί πέραν της εν λόγω πελατείας και της εν λόγω τοποθεσίας.

56      Προς στήριξη του λόγου απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία, οι AM, EOHF, EOC, PBG, EMDT και EMYN αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, ανάλογη επιχιρηματολογία. Στις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως των εν λόγω παρεμβαινουσών, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την ορθότητα της επιχειρηματολογίας αυτής.

57      Οι CRPMEM κ.λπ. αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, επιχειρηματολογία ανάλογη με εκείνη των προσφευγόντων. Στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως των CRPMEM κ.λπ., η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας αυτής.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

58      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, αν η Επιτροπή κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κινεί αμελλητί την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου 2, αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερόμενους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση που χορηγείται δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει ότι το οικείο κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

59      Εντούτοις, το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει προκαταρκτική φάση εξέτασης των μέτρων ενισχύσεως που αποσκοπεί στην παροχή στην Επιτροπή της δυνατότητας να διαμορφώσει μια πρώτη γνώμη περί της συμβατότητας της επίμαχης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά.

60      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, εκδίδει απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων. Μια τέτοια απόφαση συνιστά σιωπηρή άρνηση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 45).

61      Αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, υποχρεούται να εκδώσει απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, μια τέτοια απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας.

62      Προκύπτει συνεπώς από τις διατάξεις αυτές ότι η απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589. Συγκεκριμένα, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού μπορούν να διασφαλίσουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την εν λόγω απόφαση ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, ως ενδιαφερόμενο μέρος νοείται ειδικότερα κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, ήτοι ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις. Πρόκειται, δηλαδή, για απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Προσέτι, προκειμένου πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων να χαρακτηριστεί ενδιαφερόμενο μέρος, πρέπει να καταδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς του (απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Αντιθέτως, αν ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο της ίδιας της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, τότε, να αποδείξει ότι έχει ένα ιδιαίτερο καθεστώς κατά την έννοια της απόφασης της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17). Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται αισθητά από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης αποφάσεως (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, C-78/03 P, EU:C:2005:761, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Τούτου δοθέντος, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, βάλλει κυρίως κατά του γεγονότος ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας, με τον τρόπο αυτόν, τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιονδήποτε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα αυτή συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59).

67      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά απόφαση για μη διατύπωση αντιρρήσεων. Συνεπώς, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αρνήθηκε, σιωπηρώς πλην κατά λογική αναγκαιότητα, την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Εντούτοις, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι έχουν την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους και προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, ο μεν ένας, από προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους, ο δε άλλος, από έλλειψη αιτιολογίας. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, εκθέτουν τους λόγους για τους οποίους, κατά τους ίδιους, οι περιστάσεις της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και το περιεχόμενο της απόφασης αυτής αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες οι οποίες θα έπρεπε να οδηγήσουν στην κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, αναφέρονται σε ορισμένα τμήματα της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά των οποίων βάλλουν ήδη στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να ισχυριστούν ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμησή της σχετικά με τη συμβατότητα των επίδικων ενισχύσεων, ώστε να παράσχει σε ενδιαφερόμενους τρίτους τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες.

68      Υπό το πρίσμα της μνημονευόμενης στις σκέψεις 62 έως 66 ανωτέρω νομολογίας, αρκεί επομένως να αποδείξουν οι προσφεύγοντες ότι έχουν, εν προκειμένω, την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, τούτο πρέπει δε να εξετασθεί κατωτέρω. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ της κατάστασης των προσφευγόντων αλιέων, αφενός, και εκείνης της πρώτης προσφεύγουσας, αφετέρου.

 Επί της ιδιότητας των προσφευγόντων αλιέων ως ενδιαφερόμενων μερών

69      Η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων αλιέων προς στήριξη της ιδιότητάς τους ως ενδιαφερόμενων μερών ερείδεται σε δύο βάσεις, ήτοι, αφενός, στην ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ των δραστηριοτήτων τους και εκείνων των δικαιούχων των επίδικων ενισχύσεων και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, στον κίνδυνο οι εν λόγω ενισχύσεις να έχουν συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους. Οι δύο αυτές βάσεις πρέπει να εξεταστούν χωριστά.

 Επί της ύπαρξης σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ των προσφευγόντων αλιέων και των δικαιούχων των επίδικων ενισχύσεων

70      Η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων αλιέων εγείρει το ζήτημα αν μπορούν να θεωρηθούν ως ευρισκόμενοι σε σχέση ανταγωνισμού με τους δικαιούχους των επίδικων ενισχύσεων, για τον λόγο ότι, όπως ισχυρίζονται, κατ’ αναλογίαν με την κατάσταση που εξέτασε το Δικαστήριο στην απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 67), χρησιμοποιούν την ίδια «πρώτη ύλη».

71      Επισημαίνεται, εξαρχής, ότι οι προσφεύγοντες αλιείς δεν υποστηρίζουν, με την επιχειρηματολογία αυτή, ότι αποτελούν άμεσους ανταγωνιστές των δικαιούχων των επίδικων ενισχύσεων, ότι τους ανταγωνίζονται δηλαδή στις αγορές στις οποίες αυτοί δραστηριοποιούνται, ήτοι στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Εξάλλου, είναι προφανές ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, καθώς οι προσφεύγοντες αλιείς δραστηριοποιούνται μόνο στον τομέα της αλιείας μικρής κλίμακας. Τούτου δοθέντος, η ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, δεν περιορίζεται στους άμεσους ανταγωνιστές των δικαιούχων των οικείων ενισχύσεων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 70, και της 10ης Δεκεμβρίου 2008, Kronoply και Kronotex κατά Επιτροπής, T-388/02, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:556, σκέψη 73).

72      Είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, όπως αυτό ερμηνεύεται από τη νομολογία, ο όρος «ανταγωνιστικές επιχειρήσεις», που περιλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη, προσδιορίζει μόνον τις επιχειρήσεις που είναι άμεσα ανταγωνιστικές του δικαιούχου της οικείας ενίσχυσης. Από το γράμμα της, και ιδιαίτερα από το επίρρημα «ιδίως», το οποίο προηγείται, μεταξύ άλλων, του όρου «ανταγωνιστικές επιχειρήσεις», μπορεί να συναχθεί ότι οι άμεσοι ανταγωνιστές περιλαμβάνονται αναμφίβολα στους «ενδιαφερόμενους», κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 63 και 64, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Σε αντίθεση με μια τέτοια σχέση άμεσου ανταγωνισμού με τον δικαιούχο της επίμαχης ενίσχυσης, μια σχέση έμμεσου ανταγωνισμού, όπως αυτή που επικαλούνται οι προσφεύγοντες αλιείς, δεν δύναται αντιθέτως να προσδώσει, αυτοδικαίως, την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 65 της απόφασης της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341), μια τέτοια σχέση έμμεσου ανταγωνισμού δεν απαλλάσσει όσους την επικαλούνται από την υποχρέωση να καταδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, ότι υπάρχει κίνδυνος η επίμαχη ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους.

74      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου την οποία εξέτασε, κατ’ αναίρεση, το Δικαστήριο στην απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341), οι προσφεύγουσες, επιχειρήσεις οι οποίες παράγουν πλάκες από ίνες καθώς και πλάκες από προσανατολισμένα σωματίδια ξύλου, και η δικαιούχος της οικείας ενίσχυσης, παρασκευάστρια χαρτοπολτού, χρησιμοποιούσαν στη διαδικασία παραγωγής την ίδια πρώτη ύλη, ήτοι ακατέργαστη ξυλεία. Για τον λόγο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονταν σε σχέση ανταγωνισμού υπό την ιδιότητά τους ως αγοραστών ξυλείας, συμπέρασμα το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ενείχε πλάνη περί το δίκαιο (πρβλ. σκέψεις 9, 10, 67 και 70 της απόφασης του Δικαστηρίου).

75      Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες αλιείς δραστηριοποιούνται στον τομέα της παράκτιας αλιείας μικρής κλίμακας, ενώ οι δικαιούχοι των επίδικων ενισχύσεων εκμεταλλεύονται υπεράκτια αιολικά πάρκα με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που πωλείται στην αγορά χονδρικής.

76      Κατά συνέπεια, όπως τονίζουν η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες υπέρ αυτής, αφενός, οι αγορές στις οποίες πωλούν τα αντίστοιχα προϊόντα τους οι προσφεύγοντες αλιείς και οι δικαιούχοι των επίδικων ενισχύσεων είναι πλήρως διακριτές και, αφετέρου, η αντίστοιχη διαδικασία παραγωγής τους δεν προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση της ίδιας «πρώτης ύλης». Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή πτυχή, ειδικότερα, όπως επισημαίνουν οι EMDT και EMYN, ενώ οι προσφεύγοντες αλιείς εκμεταλλεύονται τους αλιευτικούς πόρους, οι φορείς εκμετάλλευσης των υπεράκτιων αιολικών πάρκων χρησιμοποιούν την κινητική ενέργεια του ανέμου.

77      H διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από τον ισχυρισμό των προσφευγόντων αλιέων ότι η πρόσβαση στις ζώνες εγκατάστασης των επίμαχων έργων και η χρήση τους θα έπρεπε να θεωρηθούν ως «πρώτη ύλη» κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341).

78      Συγκεκριμένα, κατά την τρέχουσα έννοια του όρου «πρώτη ύλη», ο οποίος χρησιμοποιείται στην απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341), ο όρος αυτός προσδιορίζει φυσικό πόρο ή προϊόν, μη επεξεργασμένο, που χρησιμοποιείται ως στοιχείο στη διαδικασία κατασκευής εμπορεύματος. Συνεπώς, όπως τονίζει η ΑΜ, οι προσφεύγοντες αλιείς εσφαλμένως ισχυρίζονται, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι η προαναφερθείσα απόφαση αφορά σχέση ανταγωνισμού για τη χρήση κοινής ζώνης εφοδιασμού σε ξυλεία. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εξακρίβωσε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των προσφευγόντων στην εν λόγω υπόθεση και του δικαιούχου της οικείας ενίσχυσης ως αγοραστών στην αγορά της ακατέργαστης ξυλείας. Ομοίως, εν προκειμένω, δεν είναι η χρησιμοποιούμενη τόσο από τους προσφεύγοντες αλιείς όσο και από τους δικαιούχους των επίδικων ενισχύσεων ζώνη του θαλάσσιου δημόσιου χώρου, αυτή καθεαυτήν, που αποτελεί την «πρώτη ύλη» της αντίστοιχης οικονομικής τους δραστηριότητας, αλλά οι φυσικοί πόροι που βρίσκονται σε αυτήν. Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 76 ανωτέρω, οι πόροι αυτοί είναι διακριτοί και οι οικείες επιχειρήσεις δεν βρίσκονται, συνεπώς, σε κατάσταση ανταγωνισμού για την εκμετάλλευσή τους.

79      Σε κάθε περίπτωση, εν προκειμένω, όπως παραθέτουν, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες υπέρ αυτής, η διαφορά μεταξύ των προσφευγόντων αλιέων και των δικαιούχων των επίδικων ενισχύσεων που αφορά την πρόσβαση στις ζώνες που έχουν προβλεφθεί για τη λειτουργία των επίμαχων αιολικών πάρκων και τη χρήση τους απορρέει από κανονιστικές αποφάσεις των γαλλικών αρχών σχετικά με τον έλεγχο και τη διαχείριση των διαφόρων χρήσεων του θαλάσσιου δημόσιου χώρου. Αντιθέτως, η διαφορά αυτή δεν είναι απόρροια του γεγονότος ότι οι γαλλικές αρχές προκάλεσαν «ανταγωνισμό» σχετικά με την εν λόγω πρόσβαση και την εν λόγω χρήση.

80      Συναφώς, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις, ιδίως, της Γαλλικής Δημοκρατίας, η άδεια που χορηγήθηκε στους εν λόγω δικαιούχους για τη λειτουργία των πάρκων αυτών στις προαναφερθείσες ζώνες δεν αποκλείει άλλες χρήσεις των τελευταίων, και ιδιαίτερα την αλιεία, καθώς οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την αρχή της συνύπαρξης των διαφόρων αυτών χρήσεων. Καίτοι, στην πράξη, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που κατατέθηκαν στη δικογραφία, οι αλιευτικές δραστηριότητες δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο περιορισμών στις ζώνες αυτές, από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι οι ανωτέρω περιορισμοί αντιστοιχούν σε επιδιωκόμενους από τις αρχές σκοπούς ασφάλειας και πρόληψης των κινδύνων και όχι στην άσκηση από τους δικαιούχους των επίδικων ενισχύσεων αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης που τους έχει παραχωρηθεί από τις ίδιες αρχές. Οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των περιορισμών αυτών στην οικονομική δραστηριότητα των προσφευγόντων αλιέων είναι επομένως συμφυείς με την κανονιστική ρύθμιση του θαλάσσιου δημόσιου χώρου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχουν πλεονέκτημα στους φορείς εκμετάλλευσης των επίμαχων αιολικών πάρκων σε σχέση με τις αλιευτικές επιχειρήσεις που κάνουν χρήση των ίδιων ζωνών (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C-379/98, EU:C:2001:160, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Προσέτι, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι οι προσφεύγοντες αλιείς και όπως τονίζει, κατ’ ουσίαν, η Γαλλική Δημοκρατία, η πρόσβαση στις αλιευτικές ζώνες και η χρήση τους υπόκεινται σε αυστηρές ρυθμίσεις οι οποίες δύνανται, εν ανάγκη, να τις αποκλείσουν από τις αλιευτικές δραστηριότητες, υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, σκοπών διαχείρισης των αλιευτικών πόρων. Οι προσφεύγοντες αλιείς δεν διαθέτουν επομένως απεριόριστο δικαίωμα εκμετάλλευσης των ζωνών αυτών που θα τους έθετε «σε ανταγωνισμό» με τις επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σε τοποθεσίες ευρισκόμενες εντός των εν λόγω ζωνών προς τον σκοπό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

82      Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες αλιείς δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς την υπό κρίση προσφυγή επί τη βάσει προβαλλόμενης σχέσης έμμεσου ανταγωνισμού με τους δικαιούχους των επίδικων ενισχύσεων.

 Επί της ύπαρξης κινδύνου να έχουν οι επίδικες ενισχύσεις συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασης των προσφευγόντων αλιέων

83      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες αλιείς στο υπόμνημα απαντήσεως, ο χαρακτηρισμός του ενδιαφερόμενου μέρους δεν προϋποθέτει αυστηρά την ύπαρξη σχέσης, άμεσου ή έμμεσου, ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 63 ανωτέρω, η έννοια αυτή αφορά απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών.

84      Συναφώς, είναι αληθές ότι η νομολογία παρέχει αρκετά παραδείγματα καταστάσεων στις οποίες τόσο το Γενικό Δικαστήριο όσο και το Δικαστήριο αναγνώρισαν την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους σε πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα μπορούσαν να επηρεαστούν από τη χορήγηση ενισχύσεων, χωρίς να ερευνήσουν αν τα πρόσωπα αυτά βρίσκονταν σε σχέση, έστω έμμεσου, ανταγωνισμού, με τους δικαιούχους των ενισχύσεων.

85      Συνακόλουθα, παραδείγματος χάριν, στην απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, Waterleiding Maatschappij κατά Επιτροπής (T-188/95, EU:T:1998:217, σκέψεις 79 έως 81, 85 και 86), το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε σε εταιρία διανομής ύδατος την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους σε διαδικασία που αφορούσε ενισχύσεις που αποσκοπούσαν στην ενθάρρυνση της αυτοτροφοδότησης των επιχειρήσεων σε ύδωρ, ενώ δικαιούχοι των εν λόγω ενισχύσεων ήταν δυνητικοί πελάτες της ανωτέρω εταιρίας.

86      Ομοίως, στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής (C-319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψεις 45 έως 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα, η γενική συνομοσπονδία των εργαζομένων Δανίας, μπορούσε λυσιτελώς να υποστηρίξει, προκειμένου να αποδείξει την ιδιότητά της ως ενδιαφερόμενου μέρους, ότι οι οικείες ενισχύσεις, φορολογικές απαλλαγές υπέρ ημεδαπών και αλλοδαπών ναυτικών που απασχολούνται από δανούς εφοπλιστές, οι οποίες ωφελούσαν τελικά τους τελευταίους, επηρέαζαν την «ανταγωνιστική θέση» της έναντι άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης συλλογικών συμβάσεων που ισχύουν για ναυτικούς.

87      Τέλος, στην απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2021, Braesch κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-161/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:102), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες, κάτοχοι ομολόγων εξαρτώμενων από μετοχές του τραπεζικού ιδρύματος το οποίο αποτελεί τον δικαιούχο χορηγούμενων από την Ιταλική Δημοκρατία ενισχύσεων στο πλαίσιο σχεδίου αναδιάρθρωσης, είχαν καταδείξει ότι η χορήγηση του συνόλου των ενισχύσεων αυτών ήταν ενδεχόμενο να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εν λόγω ενισχύσεις και οι δεσμεύσεις του κράτους μέλους αυτού, οι οποίες περιλάμβαναν μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων που ενείχαν τον κίνδυνο να προξενήσουν σημαντικές οικονομικές απώλειες εις βάρος των προσφευγόντων, συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους, καθόσον οι δεσμεύσεις αποτελούσαν προϋπόθεση για την κήρυξη της συμβατότητας των ενισχύσεων και η απόφαση με την οποία επετράπησαν οι ενισχύσεις καθιστούσε ταυτόχρονα υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις (πρβλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2021, Braesch κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑161/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:102, σκέψεις 39 και 40).

88      Εντούτοις, στην προγενέστερη νομολογία, ιδίως στις μνημονευόμενες στις σκέψεις 85 έως 87 ανωτέρω αποφάσεις, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν απεφάνθησαν επί σύγκρουσης, όπως εν προκειμένω, μεταξύ δύο διαφορετικών οικονομικών δραστηριοτήτων για τη χρησιμοποίηση της ίδιας ζώνης ενόψει της εκμετάλλευσης διακριτών πόρων και επί των προβαλλόμενων αρνητικών συνεπειών επί της μίας εκ των δραστηριοτήτων αυτών οι οποίες απορρέουν από την επιλογή των εθνικών αρχών να χορηγήσουν ενίσχυση υπέρ της δεύτερης εκ των δραστηριοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, η υπό κρίση υπόθεση εγείρει το ζήτημα αν η φερόμενη αρνητική επίδραση της λειτουργίας των αιολικών πάρκων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο των επίδικων ενισχύσεων στο περιβάλλον τους, ιδιαίτερα στις συνυπάρχουσες αλιευτικές δραστηριότητες, στο θαλάσσιο περιβάλλον και στους αλιευτικούς πόρους, μπορεί να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη επίπτωση της χορήγησης των ενισχύσεων επί της κατάστασης των οικείων αλιευτικών επιχειρήσεων.

89      Συναφώς, μολονότι δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια ενίσχυση να επηρεάζει με συγκεκριμένο τρόπο τα συμφέροντα τρίτων λόγω της επίδρασης που προξενεί η επιδοτούμενη εγκατάσταση στο περιβάλλον της και, ιδίως, στις άλλες δραστηριότητες που ασκούνται πλησίον αυτής, από τις σκέψεις 64 και 73 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη νομολογία, οι εν λόγω τρίτοι, προκειμένου να χαρακτηριστούν ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να καταδεικνύουν, επαρκώς κατά νόμον, τον κίνδυνο μιας τέτοιας συγκεκριμένης επίπτωσης. Προσέτι, δεν αρκεί, για τον σκοπό αυτό, να καταδειχθεί η ύπαρξη της εν λόγω επίδρασης, αλλά πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί ότι η επίδραση αυτή απορρέει από την ίδια την ενίσχυση. Στην αντίθετη περίπτωση, κάθε ιδιώτης ή κάθε επιχείρηση των οποίων τα συμφέροντα είναι πιθανό, λόγω του τόπου της εγκατάστασής τους, να επηρεαστούν από την εν λόγω επίδραση, θα μπορούσε να επικαλεστεί δυνητικώς την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, όπερ θα ήταν προδήλως ασύμβατο με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-812/14 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:885, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Εν προκειμένω, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως ισχυρίζονται η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες υπέρ αυτής, ο κίνδυνος της προβαλλόμενης επίδρασης των επίμαχων έργων επί των αλιευτικών δραστηριοτήτων στις οικίες ζώνες απορρέει, αφενός, από τις αποφάσεις των γαλλικών αρχών να εγκαταστήσουν τα έργα σε τοποθεσίες όπου ασκούνται οι δραστηριότητες αυτές και, αφετέρου, από τις αποφάσεις που ενδέχεται να λάβουν οι εν λόγω αρχές για τη ρύθμιση της ναυσιπλοΐας και της αλιείας στις ως άνω τοποθεσίες και γύρω από αυτές. Όπως τονίζει η Γαλλική Δημοκρατία, οι αποφάσεις αυτές υλοποιούνται αντιστοίχως μέσω αδειών λειτουργίας και αποφάσεων περί καταλήψεως και διαχειρίσεως δημοσίου χώρου, αλλά όχι μέσω της χορήγησης των επίδικων ενισχύσεων.

91      Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις περί χορήγησης των επίδικων ενισχύσεων δεν δύνανται να επηρεάσουν την εγκατάσταση των επίμαχων έργων ή τον έλεγχο και τον περιορισμό των αλιευτικών δραστηριοτήτων στις ζώνες που αφορά η εν λόγω εγκατάσταση.

92      Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και από το δικόγραφο της προσφυγής και όπως επιβεβαιώνουν τα έγγραφα σχετικά με τους διαγωνισμούς του 2011 και του 2013 σχετικά με τα επίμαχα έργα, τα οποία μνημονεύει η εν λόγω απόφαση, η ακριβής χωροθέτηση των τοποθεσιών των έργων είχε ήδη αποφασιστεί κατά τον χρόνο των εν λόγω διαγωνισμών και αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των όρων τους.

93      Ακολούθως, η απόφαση περί χορήγησης των ενισχύσεων εκδόθηκε το πρώτον μετά την προκήρυξη των εν λόγω διαγωνισμών, κατά την αποδοχή των προσφορών των προκριθέντων υποψηφίων (βλ. σκέψη 71 της προσβαλλόμενης απόφασης). Δεν προκύπτει, άλλωστε, από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι ότι η επαναδιαπραγμάτευση το 2018 των εν λόγω ενισχύσεων, η οποία αφορούσε μόνον τη μείωση του ποσού τους, υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των τεχνολογικών και νομικών εξελίξεων σχετικά με παρόμοια έργα, είχε αυτή καθεαυτήν επίπτωση στους όρους της εγκατάστασης των έργων.

94      Τέλος, η καταβολή των επίδικων ενισχύσεων συνδέεται με τη δέσμευση των γαλλικών αρχών να προβούν σε επανεξέταση των ενισχύσεων σε περίπτωση μεταγενέστερης μεταβολής των τεχνικών χαρακτηριστικών των επίμαχων έργων (σημείο 105 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εξάλλου, οι όροι χορήγησης των ενισχύσεων προβλέπουν μείωση του ποσού τους κατά τη λήξη της σύμβασης με τον αγοραστή ηλεκτρικής ενέργειας και περιορισμό της διάρκειας των εν λόγω ενισχύσεων σε 20 έτη, περίοδο μετά το πέρας της οποίας δεν θα επιδοτείται πλέον η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (σημεία 23 και 24 της προσβαλλόμενης απόφασης). Διαπιστώνεται ωστόσο ότι ο μηχανισμός αυτός φθίνουσας καταβολής των ενισχύσεων είναι εντελώς ανεξάρτητος από τους κινδύνους της προβαλλόμενης επίδρασης των επίμαχων έργων επί των δραστηριοτήτων των προσφευγόντων αλιέων και δεν δύναται να τις επηρεάσει, δεδομένου ότι η επίδραση αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από ενδεχόμενα τεχνικά και κανονιστικά μέτρα για τον περιορισμό των ανωτέρω δραστηριοτήτων ή, αντιθέτως, για τη διευκόλυνση της συνύπαρξής τους με τα έργα. Συνεπώς, ακόμη και μετά την παύση της καταβολής των επίδικων ενισχύσεων, οι εν λόγω προβαλλόμενες επιπτώσεις είναι πιθανό να εξακολουθήσουν να υφίστανται ανεξάρτητα από την καταβολή αυτή.

95      Κατά τρίτον, οι επίδικες ενισχύσεις, που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του ύψους των τιμών αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τις εγκαταστάσεις που αποτελούν το αντικείμενο των επίμαχων έργων και της αγοραίας τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, δύνανται να έχουν επίπτωση μόνον επί των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι δικαιούχοι, ήτοι, σε επόμενο στάδιο, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και, ενδεχομένως, σε προγενέστερο στάδιο, στις αγορές εφοδίων που είναι αναγκαία για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων. Δεν δύνανται, αφ’ εαυτές, να έχουν επίπτωση σε αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται οι ίδιοι οι αλιείς, ούτε, εξάλλου, οι αλιείς προβάλλουν τέτοιον ισχυρισμό.

96      Κατά τέταρτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη επίδραση των επίμαχων έργων επί των αλιευτικών πόρων και επί του θαλάσσιου περιβάλλοντος, αρκεί να επισημανθεί ότι, κατ’ ανάλογο τρόπο με την επίδραση των εν λόγω έργων επί της άσκησης της αλιείας στις οικείες ζώνες, η προαναφερθείσα επίδραση εξαρτάται αποκλειστικά από τις αποφάσεις των γαλλικών αρχών περί εγκατάστασης των έργων και από τα τεχνικά και κανονιστικά μέτρα που εφαρμόζονται σε αυτά και δύνανται να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά την ως άνω επίδραση. Συναφώς, δεν προκύπτει ούτε από τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων αλιέων και των παρεμβαινόντων υπέρ αυτών ούτε από τα στοιχεία που προσκόμισαν προς στήριξη των ισχυρισμών αυτών ότι η καταβολή των επίδικων ενισχύσεων συνδέεται με την εν λόγω επίδραση επί των αλιευτικών πόρων και του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής και των παρεμβαινουσών υπέρ αυτής σχετικά με την έλλειψη απόδειξης παρόμοιας επίδρασης, η εν λόγω επίδραση δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, να προσδώσει στους προσφεύγοντες αλιείς την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους.

97      Από τα προκτεθέντα προκύπτει ότι ο μηχανισμός χορήγησης των επίδικων ενισχύσεων δεν συνδέεται με την προβαλλόμενη επίδραση των επίμαχων έργων επί των δραστηριοτήτων των προσφευγόντων αλιέων. Συγκεκριμένα, η επίδραση αυτή συνδέεται, αφενός, με τις αποφάσεις των γαλλικών αρχών περί εγκατάστασης των έργων στις οικίες ζώνες στο πλαίσιο της πολιτικής τους για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και, αφετέρου, με τη ρύθμιση του θαλάσσιου δημόσιου χώρου και με τα τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται στα εν λόγω έργα. Αντιθέτως, μολονότι η απόφαση των γαλλικών αρχών να χορηγήσουν στους φορείς εκμετάλλευσης των έργων ενισχύσεις υπό τη μορφή της υποχρέωσης αγοράς εκ μέρους του κράτους τούς προσδίδει πλεονέκτημα σε σχέση με τους παραγωγούς μη επιδοτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας, δεν ασκεί, αυτή καθεαυτήν, επιρροή στα οικονομικά αποτελέσματα των προσφευγόντων αλιέων. Οι επίδικες ενισχύσεις δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι μπορούν να έχουν, αυτές καθεαυτές, συγκεκριμένες επιπτώσεις επί της κατάστασής τους, κατά την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 64 ανωτέρω νομολογίας.

98      Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από τα διάφορα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγοντες αλιείς αποσκοπούν να αποδείξουν ότι οι επίδικες ενισχύσεις συνδέονται με την προβαλλόμενη επίδραση των επίμαχων έργων επί της κατάστασής τους.

99      Πρώτον, οι προσφεύγοντες αλιείς ισχυρίζονται στο υπόμνημα απαντήσεως και στις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων των παρεμβαινουσών υπέρ της Επιτροπής ότι η καταβολή των ενισχύσεων είναι αναγκαία για την υλοποίηση των επίμαχων έργων και για τη λειτουργία τους.

100    Συναφώς, αφενός, όπως προκύπτει από την ενότητα 3.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 (λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου και αναγκαιότητα της ενίσχυσης), στην οποία βασίστηκε η Επιτροπή στα σημεία 81 έως 86 της προσβαλλόμενης απόφασης, και από τα ίδια τα σημεία αυτά, η αναγκαιότητα των ενισχύσεων προς τον σκοπό της υλοποίησης και της εκμετάλλευσης έργων που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος, όπως τα επίμαχα έργα, αποτελεί ακριβώς προϋπόθεση της συμβατότητάς τους. Συγκεκριμένα, κατά το σημείο 146, στοιχείο γʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2008, για να αποδείξει τη λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να αποδείξει ότι η επένδυση δεν θα ήταν επαρκώς προσοδοφόρα χωρίς την ενίσχυση. Κατά συνέπεια, η παραδοχή, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ότι ο κίνδυνος οι επίδικες ενισχύσεις να έχουν συγκεκριμένη επίπτωση επί των δραστηριοτήτων τους αποδεικνύεται λόγω της αναγκαιότητας και μόνον της ενίσχυσης για την ύπαρξη των εν λόγω έργων ισοδυναμεί με το να θεωρείται δυνητικώς ως ενδιαφερόμενο μέρος κάθε επιχείρηση ή κάθε ιδιώτης επί των συμφερόντων των οποίων ενδέχεται να έχουν επίδραση τα εν λόγω έργα, όπερ, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Προσέτι, επισημαίνεται ότι μια τέτοια αντίληψη ως προς την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους θα επέτρεπε, στην πράξη, τη συστηματική προσβολή των αποφάσεων για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος από τέτοιες επιχειρήσεις ή τέτοιους ιδιώτες, καθόσον η αναγκαιότητα των εν λόγω ενισχύσεων θα συνιστούσε αυτομάτως απόδειξη του κινδύνου συγκεκριμένης επίπτωσης επί της κατάστασής τους.

101    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων αλιέων αφορά εν προκειμένω, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από το υπόμνημα απαντήσεως, όχι τις επιπτώσεις των επίδικων ενισχύσεων αυτών καθεαυτών, αλλά τις επιπτώσεις των αποφάσεων περί εγκατάστασης των υπεράκτιων αιολικών πάρκων που αφορούν τα επίμαχα έργα, οι οποίες συνεπάγονται, κατά τους ίδιους, μεταξύ άλλων, μερική ή πλήρη απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων καθώς και τεχνικούς περιορισμούς που καθιστούν δυσχερή την άσκησή τους στις οικείες ζώνες. Συνεπώς, όπως αναφέρουν οι παρεμβαίνουσες υπέρ της Επιτροπής, η προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, παρά προέκταση των προσφυγών που άσκησαν, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, οι προσφεύγοντες αλιείς κατά των αποφάσεων των γαλλικών δημοσίων αρχών σχετικά με τα εν λόγω έργα. Προκύπτει, εντούτοις, από το άρθρο 194, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ότι οι Συνθήκες δεν επηρεάζουν το δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν τους όρους εκμετάλλευσης των ενεργειακών τους πόρων, την επιλογή τους μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού τους εφοδιασμού (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C-594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 48).

102    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν οι προσφεύγοντες αλιείς ενδέχεται να έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τις αποφάσεις και τις επιλογές των γαλλικών αρχών σχετικά με την εκμετάλλευση της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, λόγω των δυνητικών επιπτώσεων της εν λόγω εκμετάλλευσης επί της κατάστασής τους, το γεγονός αυτό δεν αρκεί, ωστόσο, για να τους προσδώσει την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με την καταβολή κρατικών ενισχύσεων στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην εφαρμογή των εν λόγω αποφάσεων και των εν λόγω επιλογών.

103    Δεύτερον, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες αλιείς ασκούν, όπως επικαλούνται, δραστηριότητα γενικού συμφέροντος, με ιδιαίτερη σημασία και ιδιαίτερο καθεστώς δυνάμει του άρθρου 39 ΣΛΕΕ, δεν δύναται, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν, να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω.

104    Συναφώς, κατ’ αρχάς, πρέπει, βεβαίως, να υπομνησθεί ότι, όπως προβάλλουν και οι προσφεύγοντες αλιείς, οι σκοποί που καθορίζονται στο άρθρο 39 ΣΛΕΕ, οι οποίοι μπορούν να εφαρμοστούν στην κοινή αλιευτική πολιτική δυνάμει του άρθρου 38, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση δίκαιου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό και η εφαρμογή τους πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της γεωργικής δραστηριότητας, που απορρέει από την κοινωνική δομή της γεωργίας και τις διαρθρωτικές και φυσικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων γεωργικών περιοχών.

105    Εντούτοις, εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά τα σημεία 74 έως 79 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι επίδικες ενισχύσεις αποσκοπούν στην ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εν όψει, ιδίως, της συμβολής στον στόχο της Γαλλικής Δημοκρατίας για αύξηση του μεριδίου των εν λόγω πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Εντούτοις, οι στόχοι αυτοί είναι τελείως άσχετοι με τους σκοπούς της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όπως καθορίζονται στο άρθρο 39 ΣΛΕΕ.

106    Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τη χορήγηση ενισχύσεων όπως οι επίδικες, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η κρατική ενίσχυση πρέπει να πληροί δύο προϋποθέσεις, η πρώτη εκ των οποίων έγκειται στο ότι η ενίσχυση πρέπει να έχει ως σκοπό την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, ενώ η δεύτερη, η οποία έχει αρνητική διατύπωση, συνίσταται στο ότι η ενίσχυση δεν πρέπει να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο στο κοινό συμφέρον. Η διάταξη αυτή δεν εξαρτά, επομένως, τον συμβατό χαρακτήρα ενισχύσεως από την προϋπόθεση ότι με αυτήν επιδιώκεται σκοπός κοινού συμφέροντος, τούτο δε με την επιφύλαξη του ότι οι αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή βάσει της ως άνω διατάξεως πρέπει να διασφαλίζουν την τήρηση του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C-594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψεις 19 και 20).

107    Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες αλιείς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης των επίδικων ενισχύσεων οι σκοποί κοινού συμφέροντος του άρθρου 39 ΣΛΕΕ δεν ασκεί επιρροή υπό το πρίσμα των προβλεπόμενων στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ προϋποθέσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 106 ανωτέρω. Το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η ιδιότητά τους ως ενδιαφερόμενων μερών. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα ενδιαφερόμενου μέρους να υποβάλει παρατηρήσεις στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας και, συνεπώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, να προσβάλει απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, η οποία συνιστά σιωπηρή άρνηση κίνησης της διαδικασίας αυτής, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται, ιδίως, στην παροχή στην Επιτροπή της δυνατότητας να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες εφόσον η πρώτη εξέταση της ενίσχυσης δεν της επέτρεψε να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που συνδέονται με την εξακρίβωση της συμβατότητας της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

108    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, ο κίνδυνος της προβαλλόμενης επίδρασης των επίμαχων έργων επί της άσκησης της αλιείας στις οικείες ζώνες καθώς και επί των αλιευτικών πόρων και του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν δύναται, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμος, να συνιστά απόδειξη ότι οι επίδικες ενισχύσεις αντιβαίνουν στους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 39 ΣΛΕΕ.

109    Αφενός, λόγω του πολύ γενικού χαρακτήρα τους, οι σκοποί που ορίζονται στο άρθρο 39 ΣΛΕΕ δεν δύνανται να τεθούν υπό αμφισβήτηση λόγω ενδεχόμενης αρνητικής επίδρασης των εν λόγω έργων επί των δραστηριοτήτων των προσφευγόντων αλιέων.

110    Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 81 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες αλιείς δεν διαθέτουν απεριόριστο δικαίωμα χρήσης του θαλάσσιου δημόσιου χώρου που καλύπτεται από τις αλιευτικές τους ζώνες, οι δε δραστηριότητές τους, όπως αναφέρουν οι ίδιοι, υπόκεινται ήδη σε περιορισμούς λόγω της κανονιστικής ρύθμισης που τις διέπει. Εξάλλου, όπως προκύπτει, ιδίως, από τους χάρτες σχετικά με τις αλιευτικές τους δραστηριότητες, οι οποίοι επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής, οι τοποθεσίες εγκατάστασης των επίμαχων έργων καλύπτουν μέρος μόνον των ζωνών αυτών και δεν υποστηρίζεται ούτε αποδεικνύεται ότι τα έργα αυτά είναι ικανά να θέσουν σε κίνδυνο το βιοτικό τους επίπεδο ή την κοινωνική δομή της αλιείας μικρής κλίμακας στις ζώνες αυτές. Προσέτι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω, σε αντίθεση με όσα φαίνεται να υπαινίσσονται οι προσφεύγοντες αλιείς, τα έγγραφα που προσκόμισε η Γαλλική Δημοκρατία δείχνουν τη βούληση των γαλλικών αρχών να επιτρέψουν τη συνύπαρξη των αλιευτικών δραστηριοτήτων και των οικείων υπεράκτων αιολικών πάρκων.

111    Τρίτον, οι προσφεύγοντες αλιείς ισχυρίζονται, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω των προσφυγών που άσκησαν ορισμένοι εξ αυτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά των αδειών λειτουργίας δύο εκ των επίμαχων έργων.

112    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον και η ενεργητική νομιμοποίηση αποτελούν δύο διαφορετικές προϋποθέσεις του παραδεκτού τις οποίες πρέπει να πληροί σωρευτικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο προκειμένου να ασκήσει παραδεκτώς την προσφυγή ακυρώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο, ακόμη και αν οι προσφεύγοντες αλιείς είχαν, λόγω των διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έννομο συμφέρον να προσφύγουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη μνημονευόμενη στη σκέψη 62 ανωτέρω νομολογία, το ζήτημα αν ο προσφεύγων είναι ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 και μπορεί, ως εκ τούτου, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή κατά απόφασης για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων συνδέεται με την ενεργητική νομιμοποίηση του εν λόγω προσφεύγοντος.

113    Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες αλιείς δεν καταδεικνύουν, επαρκώς κατά νόμον, τον κίνδυνο οι επίδικες ενισχύσεις να έχουν συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους. Η προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που τους αφορά, πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί της ιδιότητας της πρώτης προσφεύγουσας ως ενδιαφερόμενου μέρους

114    Όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, συνεταιριστική εταιρία που συστάθηκε από τους αλιείς του Le Tréport και των γειτονικών λιμένων προκειμένου να ομαδοποιηθούν η αγορά και η μεταπώληση καυσίμων, λιπαντικών και λιπαρών ουσιών (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), πρέπει να επισημανθεί ότι η δραστηριότητά της εξαρτάται από τις οικονομικές αποφάσεις της πελατείας της και όχι από την καταβολή των επίδικων ενισχύσεων. Δεν υφίσταται, επομένως, εν πάση περιπτώσει, σύνδεσμος μεταξύ της καταβολής των ενισχύσεων και της εξέλιξης της ως άνω δραστηριότητας, κατά μείζονα λόγο καθώς, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα συναφώς παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, η πελατεία αυτή δεν περιορίζεται στους προσφεύγοντες αλιείς αλλά περιλαμβάνει περίπου 70 επαγγελματίες εγγεγραμμένους στα μητρώα των Hauts-de-France, της Νορμανδίας και της Βρετάνης. Προσέτι, οι χάρτες πυκνότητας της δραστηριότητας των σκαφών που αποτελούν πελάτες της πρώτης προσφεύγουσας, οι οποίοι έχουν επίσης κατατεθεί στη δικογραφία, υποδεικνύουν περίμετρο δραστηριότητας ευρύτερη από εκείνη των προσφευγόντων αλιέων. Έπεται ότι ο κίνδυνος οι επίδικες ενισχύσεις να έχουν συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασης της πρώτης προσφεύγουσας, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδείχθηκε και ότι η εν λόγω προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφερόμενο μέρος. Ως εκ τούτου, η προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει, κατά το μέρος που την αφορά, να απορριφθεί επίσης ως απαράδεκτη.

115    Υπό το πρίσμα όλων των προεκτεθέντων, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία οι προσφεύγοντες δεν έχουν ιδιαίτερο καθεστώς κατά την έννοια της απόφασης της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17), και, ιδίως, σύμφωνα με την οποία η θέση τους στην αγορά δεν επηρεάζεται ουσιωδώς από τις επίδικες ενισχύσεις, πρέπει να κριθεί ότι ουδείς εκ των προσφευγόντων μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

116    Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

117    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

118    Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

119    Δεδομένου ότι ο Αντιπρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, με τη διάταξη της 2ας Ιουλίου 2021, Bourel κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-777/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:407), επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί των εν λόγω δικαστικών εξόδων. Συναφώς, δεδομένου ότι οι έκτος έως ενδέκατος προσφεύγοντες ηττήθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

120    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

121    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

122    Εν προκειμένω, οι λοιποί, πλην της Γαλλικής Δημοκρατίας, προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Coopérative des artisans pêcheurs associés (CAPA) Sarl και τους λοιπούς προσφεύγοντες, των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, στα δικαστικά έξοδα.

3)      Καταδικάζει τον David Bourel και τους λοιπούς αιτούντες στην υπόθεση T-777/19 R, των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

4)      Η Γαλλική Δημοκρατία, η comité régional des pêches maritimes et des élevages marins des Hauts de France (CRPMEM), το Fonds régional d’organisation du marché du poisson (FROM NORD), η Organisation de producteurs CME Manche Mer du Nord (OP CME Manche Mer du Nord), οι Ailes Marines SAS, Éoliennes Offshore des Hautes Falaises SAS, Éoliennes Offshore du Calvados SAS, Parc du Banc de Guérande SAS, Éoliennes en Mer Dieppe Le Tréport SAS και Éoliennes en Mer Îles d’Yeu et de Noirmoutier SAS φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Van der Woude

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

 

      Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. Van der Woude


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων επισυνάπτεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.