Language of document : ECLI:EU:C:2024:131

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 8ης Φεβρουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C425/22

MOL Magyar Olaj- és Gázipari Nyrt.

κατά

Mercedes-Benz Group AG

[αίτηση του Kúria
(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία σε ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας – Αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού – Ζημία που υπέστησαν θυγατρικές εταιρίες – Τόπος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος – Έδρα της μητρικής εταιρίας – Οικονομική ενότητα»






I.      Εισαγωγή

1.        Το 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία διαπίστωσε ότι διάφορες επιχειρήσεις –μεταξύ των οποίων και η Mercedes-Benz Group AG (στο εξής: αναιρεσίβλητη)– είχαν παραβιάσει την απαγόρευση η οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, πραγματοποιώντας εναρμόνιση των μεικτών τιμών καταλόγου των μεσαίων φορτηγών και των βαρέων φορτηγών (2). Η εν λόγω απόφαση πυροδότησε την άσκηση σειράς αγωγών αποζημιώσεως, ορισμένες εκ των οποίων οδήγησαν σε προδικαστικές παραπομπές με τις οποίες το Δικαστήριο κλήθηκε να διευκρινίσει την ορθή ερμηνεία των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (3), προκειμένου να καθορίσει ποια δικαστήρια θα μπορούσαν να επιληφθούν των εν λόγω αγωγών (4).

2.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ανέκυψε σε παρόμοιο πλαίσιο και αποβλέπει στην ερμηνεία του ως άνω κανονισμού όσον αφορά το ζήτημα αν, κατ’ ουσίαν, μητρική εταιρία μπορεί να επικαλεστεί την έννοια της οικονομικής ενότητας που υπάρχει στο δίκαιο του ανταγωνισμού προκειμένου να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τόπου της έδρας της να επιληφθούν της αγωγής της με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν θυγατρικές της.

3.        Πιο συγκεκριμένα, η εταιρία MOL Magyar Olaj- és Gázipari Nyrt. (στο εξής: αναιρεσείουσα), εγκατεστημένη στην Ουγγαρία, έχει ελέγχουσα συμμετοχή στις εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο MOL οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη. Οι εν λόγω θυγατρικές αγόρασαν φορτηγά έμμεσα από την αναιρεσίβλητη σε τιμές οι οποίες προβάλλεται ότι στρεβλώθηκαν λόγω της παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού που διαπιστώθηκε με την προμνημονευθείσα απόφαση της Επιτροπής. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αναιρεσείουσα ζητεί από τα ουγγρικά δικαστήρια να υποχρεώσουν την αναιρεσίβλητη, με έδρα τη Γερμανία, να της καταβάλει αποζημίωση όσον αφορά το υπερβάλλον ποσό που καταβλήθηκε λόγω της παραβιάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

4.        Δυνάμει του κανονισμού 1215/2012, ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας διέπεται από τον γενικό κανόνα της κατοικίας του εναγομένου (5). Ο εν λόγω κανόνας γνωρίζει διάφορες εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων η εφαρμοστέα στις αγωγές αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας (όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης), ως προς τις οποίες διεθνή δικαιοδοσία μπορούν επίσης να έχουν, μεταξύ άλλων, τα δικαστήρια του τόπου επελεύσεως της προβαλλόμενης ζημίας (6).

5.        Εντούτοις, τόσο τα πρωτοβάθμια όσο και τα δευτεροβάθμια δικαστήρια έκριναν ότι ο εν λόγω κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην υπόθεση της κύριας δίκης και ότι, ως εκ τούτου, τα ουγγρικά δικαστήρια δεν είχαν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της αγωγής της αναιρεσείουσας. Εν ολίγοις, τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι τα επίμαχα φορτηγά δεν είχαν αγοραστεί από την αναιρεσείουσα, αλλά από τις θυγατρικές της (οι οποίες, τελικά, ήταν οι οντότητες που είχαν υποστεί ζημία υπό τη μορφή τεχνητά αυξημένων τιμών). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο, Ουγγαρία) ζητεί με την παρούσα αίτηση να διευκρινισθεί αν μπορεί η εν λόγω βάση διεθνούς δικαιοδοσίας να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι η έδρα της αναιρεσείουσας βρίσκεται στην Ουγγαρία. Ερωτά επίσης αν ασκεί επιρροή στην εν λόγω εκτίμηση το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της αγοράς των επίμαχων φορτηγών, ορισμένες από τις οικείες θυγατρικές δεν ανήκαν ακόμη στον όμιλο της αναιρεσείουσας.

6.        Η αμφιβολία του αιτούντος δικαστηρίου φαίνεται να στηρίζεται στον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η έδρα της βρίσκεται στον τόπο στον οποίο εν τέλει επήλθε η ζημία, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα και οι θιγόμενες θυγατρικές ανήκουν στην ίδια οικονομική ενότητα.

7.        Όπως θα εξηγήσω πιο διεξοδικά στις παρούσες προτάσεις, η έννοια αυτή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού και εφαρμόστηκε, μεταξύ άλλων, για την ενίσχυση της επιβολής των κανόνων του εν λόγω δικαίου. Ειδικότερα, η έννοια αυτή έχει αξιοποιηθεί για τον σκοπό του καταλογισμού σε εναγόμενο της ευθύνης για παράβαση η οποία, στην πραγματικότητα, έχει διαπραχθεί από άλλο (νομικό) πρόσωπο, υπό την προϋπόθεση ότι αμφότερες οι εν λόγω εταιρίες ανήκουν στην ίδια οικονομική ενότητα. Στο πλαίσιο αυτό, το βασικό ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η εν λόγω έννοια μπορεί επίσης να αξιοποιηθεί για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως, ανεξαρτήτως του αν ο ενάγων είναι το (νομικό) πρόσωπο που υπέστη αρχικώς την οικεία ζημία.

II.    Το νομικό πλαίσιο

8.        Στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1215/2012 επισημαίνεται ότι «[ο]ι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου [...]».

9.        Η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1215/2012 διαλαμβάνει ότι «[η] δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει [...]».

10.      Το κεφάλαιο II του κανονισμού 1215/2012 περιέχει κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Το τμήμα 1 του εν λόγω κεφαλαίου θεσπίζει γενικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 4, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».

11.      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, το οποίο αποτελεί μέρος του ίδιου τμήματος: «Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του [κεφαλαίου II]».

12.      Το τμήμα 2 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012 αφορά τις «ειδικές δικαιοδοσίες». Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 7, παράγραφος 2, σύμφωνα με το οποίο, πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, «ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.      Με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αναιρεσίβλητη, με έδρα τη Γερμανία, είχε μετάσχει μαζί με άλλες εταιρίες, κατά το διάστημα από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011, σε σύμπραξη για την εναρμόνιση των μεικτών τιμών καταλόγου των μεσαίων και βαρέων φορτηγών στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), συμπεριφορά η οποία συνιστούσε διαρκή παράβαση των απαγορεύσεων που θεσπίζονται στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (7). Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράβαση αφορούσε ολόκληρο τον ΕΟΧ.

14.      Η αναιρεσείουσα είναι εταιρία εγκατεστημένη στην Ουγγαρία. Έχει ελέγχουσα συμμετοχή σε εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο MOL. Η αναιρεσείουσα είναι πλειοψηφικός μέτοχος ή ασκεί άλλως αποκλειστικό έλεγχο επί διαφόρων εταιριών, όπως η MOLTRANS, με έδρα την Ουγγαρία· η INA, με έδρα την Κροατία· οι Panta και Nelsa, με έδρα την Ιταλία· η ROTH, με έδρα την Αυστρία, και η SLOVNAFT, με έδρα τη Σλοβακία. Κατά το διάστημα της παράβασης που διαπιστώθηκε με την απόφαση της Επιτροπής, οι ως άνω θυγατρικές απέκτησαν εμμέσως, κατά κυριότητα ή στο πλαίσιο χρηματοδοτικής μίσθωσης, 71 φορτηγά από την αναιρεσίβλητη σε διάφορα κράτη μέλη.

15.      Με την αγωγή της ενώπιον του Fővárosi Törvényszék (δικαστηρίου περιφέρειας Βουδαπέστης, Ουγγαρία) (στο εξής: πρωτοβάθμιο δικαστήριο), η νυν αναιρεσείουσα ζήτησε από το δικαστήριο να διατάξει τη νυν αναιρεσίβλητη να της καταβάλει το ποσό των 530 851 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, υποστηρίζοντας ότι αυτό ήταν το υπερβάλλον ποσό που είχαν καταβάλει στην αναιρεσίβλητη οι θυγατρικές για τα διάφορα φορτηγά συνεπεία της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς που διαπιστώθηκε με την απόφαση της Επιτροπής. Επικαλούμενη την έννοια της οικονομικής ενότητας, προέβαλε η ίδια τις αξιώσεις αποζημιώσεως των θυγατρικών κατά της αναιρεσίβλητης. Για τον σκοπό αυτόν, επιδίωξε να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία των ουγγρικών δικαστηρίων βασιζόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, προβάλλοντας ότι ο τόπος της έδρας της, ως το επίκεντρο των οικονομικών και περιουσιακών συμφερόντων του ομίλου, αποτελούσε τον τόπο όπου συνέβη τελικώς το ζημιογόνο γεγονός, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

16.      Η αναιρεσίβλητη προέβαλε ένσταση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ουγγρικών δικαστηρίων.

17.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την εν λόγω ένσταση επισημαίνοντας ότι ο κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνεύεται στενά, μπορεί δε να εφαρμοσθεί μόνον σε περίπτωση ύπαρξης ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ του επιληφθέντος δικαστηρίου και του αντικειμένου της διαφοράς. Έκρινε ότι οι τεχνητά αυξημένες τιμές δεν είχαν καταβληθεί από την αναιρεσείουσα , αλλά τις θυγατρικές της (οι οποίες, ως εκ τούτου, εθίγησαν από την επίμαχη στρέβλωση του ανταγωνισμού). Αντιθέτως, η ζημία που υπέστη η αναιρεσείουσα ήταν αμιγώς περιουσιακού χαρακτήρα, γεγονός που δεν δικαιολογεί το να θεωρηθεί η έδρα της ως ο τόπος στον οποίο επήλθε η ζημία κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του ουγγρικού δικαστηρίου.

18.      Η ως άνω κρίση επικυρώθηκε κατ’ έφεση με διάταξη του Fővárosi Ítélőtábla (περιφερειακού εφετείου Βουδαπέστης-Πρωτευούσης, Ουγγαρία) (στο εξής: δευτεροβάθμιο δικαστήριο). Το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η θεωρία της οικονομικής ενότητας εφαρμόζεται μόνον προκειμένου να διαπιστωθεί η ευθύνη λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι, κατ’ ουσίαν, δεν τυγχάνει εφαρμογής προκειμένου να αξιοποιηθεί από τον ζημιωθέντα για λόγους θεμελιώσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου CDC Hydrogen Peroxide (8), πρόσθεσε ότι η διεθνής δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να προσδιορίζεται βάσει της καταστατικής έδρας της εταιρίας που υπέστη τη ζημία και όχι βάσει της καταστατικής έδρας της μητρικής της εταιρίας.

19.      Η αναιρεσείουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Ζήτησε την αναίρεση της διατάξεως που εξέδωσε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων που είχαν προηγουμένως επιληφθεί της υποθέσεως. Η αναιρεσείουσα υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η θεωρία της οικονομικής ενότητας είναι κρίσιμη για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας εν προκειμένω, καθώς και ότι η ίδια, ως η μοναδική ελέγχουσα εταιρία του ομίλου εταιριών, επηρεάζεται άμεσα από την κερδοφόρα ή μη λειτουργία των εταιριών που απαρτίζουν τον όμιλο.

20.      Με το υπόμνημα αντικρούσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσίβλητη προέβαλε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αγοράσει η ίδια κάποιο από τα φορτηγά που αποτελούσαν το αντικείμενο της συμπράξεως και, ως εκ τούτου, δεν υπέστη καμία ζημία. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η θεωρία της οικονομικής ενότητας δεν εφαρμόζεται για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας και ότι η εν λόγω προσέγγιση δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου.

21.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Όταν μητρική εταιρία ασκεί αγωγή αποζημιώσεως λόγω αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς άλλης εταιρίας και ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την εν λόγω συμπεριφορά αποκλειστικά και μόνον οι θυγατρικές της, μπορεί να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου με βάση το κριτήριο της έδρας της μητρικής εταιρίας, ως τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του [κανονισμού 1215/2012];

2.      Ασκεί επιρροή, για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 7, σημείο 2, του [κανονισμού 1215/2012], το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο των διαφόρων αποκτήσεων που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς, δεν ανήκαν όλες οι θυγατρικές στον όμιλο εταιριών της μητρικής εταιρίας;»

22.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η αναιρεσείουσα, η αναιρεσίβλητη, η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

23.      Με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, αφενός, να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που μητρική εταιρία ασκεί αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι θυγατρικές της και μόνον, λόγω συμφωνίας συμπαιγνιακού χαρακτήρα για τον καθορισμό και την αύξηση τιμών (ήτοι, κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ) (9), η διεθνής δικαιοδοσία μπορεί να θεμελιωθεί με βάση το γεγονός ότι η έδρα της μητρικής εταιρίας είναι ο τόπος όπου «συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012. Αφετέρου, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται επίσης αν η απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα επηρεάζεται από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της αγοράς των επίμαχων αγαθών από τις θυγατρικές, ορισμένες από αυτές δεν ανήκαν ακόμη στον όμιλο εταιριών της αναιρεσείουσας.

24.      Προτού εξετάσω τα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα (υπό Γ), θα διατυπώσω προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τον επίμαχο κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας και, ειδικότερα, σχετικά με τη φύση της ζημίας που μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή του (υπό Α). Θα υπενθυμίσω επίσης τη διευκρίνιση στην οποία έχει προβεί το Δικαστήριο όσον αφορά τα συνδετικά στοιχεία βάσει των οποίων καθορίζεται ποιο δικαστήριο πρέπει να επιλαμβάνεται στο ειδικό πλαίσιο των αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου) (υπό Β).

Α.      Επί του επίμαχου κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας και της φύσεως της ζημίας

25.      Εντός του πλαισίου της έννομης τάξεως της Ένωσης, το ζήτημα ποιο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει υπόθεση που ενέχει διασυνοριακό στοιχείο επιλύεται σύμφωνα με τους κανόνες του κανονισμού 1215/2012. Όπως σημειώθηκε ήδη εν συντομία, ο γενικός κανόνας που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός είναι ο κανόνας της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου (10).

26.      Ο κανόνας αυτός γνωρίζει διάφορες εξαιρέσεις υπό τη μορφή κανόνων ειδικής και αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιγράφουν τις περιπτώσεις στις οποίες ο εναγόμενος μπορεί ή πρέπει να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους.

27.      Η υπό κρίση υπόθεση αφορά έναν από τους κανόνες ειδικής δικαιοδοσίας, ήτοι τον κανόνα που θεσπίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2015, ο οποίος απονέμει (επικουρική, προαιρετική) δικαιοδοσία, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, στα «δικαστήρια του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».

28.      Αρχής γενομένης με την απόφαση Bier και κατόπιν σε όλη τη μεταγενέστερη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τον «τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» υπό την έννοια ότι καλύπτει δύο κατηγορίες: πρώτον, τον τόπο του σχετικού γενεσιουργού γεγονότος (τον τόπο επέλευσης του γεγονότος που προκάλεσε τη ζημία)· και, δεύτερον, τον τόπο επέλευσης της ζημίας (τον τόπο όπου εκδηλώθηκε η ζημία αυτή καθεαυτήν) (11). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε από τους δύο αυτούς τόπους, ανάλογα με το ποιον επιλέγει ο ενάγων (12).

29.      Ο εν λόγω κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που καλείται να την εκδικάσει, «ιδίως για λόγους εγγύτητας με τη διαφορά και εύκολης διεξαγωγής των αποδείξεων» (13), δεδομένης της σημασίας που έχει, στο πλαίσιο αγωγής εξ αδικοπραξίας, η απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της αιτίας της (14).

30.      Συγχρόνως, ο εν λόγω κανόνας συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (15).

31.      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι ο «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» μπορεί να περιλαμβάνει και τον τόπο όπου το ζημιογόνο (γενεσιουργό της ζημίας) γεγονός είχε απτές συνέπειες (βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων), εντούτοις, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ορισμένο δικαστήριο θα έχει διεθνή δικαιοδοσία μόνον εκ του λόγου ότι ο ζημιωθείς, ευρισκόμενος εντός της δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, υφίσταται τις επιζήμιες συνέπειες γεγονότος από το οποίο έχει ήδη επέλθει ζημία σε άλλον τόπο (16).

32.      Πράγματι, δεδομένου ότι οι εν λόγω επιζήμιες συνέπειες θα γίνουν, αναπόφευκτα, αισθητές εν τέλει στον τόπο της κατοικίας του ενάγοντος, η αντίθετη λύση θα προσέκρουε στην απαίτηση περί στενού συνδέσμου μεταξύ του επιληφθέντος δικαστηρίου και του αντικειμένου της διαφοράς, διότι δεν υφίσταται εγγενής λόγος να υποτεθεί ότι η κατοικία του ενάγοντος αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, τον πλέον κατάλληλο τόπο για τη διευκόλυνση της ένδικης διαδικασίας για τον λόγο ότι η απόδειξη της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας είναι ευχερώς διαθέσιμη στον τόπο αυτόν. Επιπλέον, τούτο θα παρείχε, σε πολλές περιπτώσεις, τη δυνατότητα στον ενάγοντα να ενάγει τον εναγόμενο ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της δικής του κατοικίας, ανατρέποντας, κατ’ ουσίαν, τον γενικό κανόνα της κατοικίας του εναγομένου, κατά το δοκούν (17).

33.      Για τους ίδιους λόγους (που επιβάλλουν, κατ’ ουσίαν, το επιληφθέν δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 να είναι το δικαστήριο του τόπου επελεύσεως της αρχικής ζημίας), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, δεν καλύπτει τον τόπο όπου υπέστησαν βλάβη τα περιουσιακά στοιχεία του εμμέσως ζημιωθέντος (18).

34.      Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό σε υπόθεση στην οποία δύο γαλλικές εταιρίες, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), ίδρυσαν θυγατρικές στη Γερμανία προκειμένου να υλοποιήσουν ένα κατασκευαστικό έργο. Ωστόσο, οι γερμανικές τράπεζες απέσυραν τη χρηματοδότησή τους, γεγονός που προκάλεσε την αφερεγγυότητα των εν λόγω θυγατρικών. Οι γαλλικές μητρικές εταιρίες επιδίωξαν να εναγάγουν τις γερμανικές τράπεζες στο Παρίσι, ισχυριζόμενες ότι επρόκειτο για τον τόπο όπου υπέστησαν την εκ του ανωτέρω γεγονότος προκύψασα οικονομική ζημία.

35.      Η απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο με την ως άνω απόφαση ασκεί, κατά τη γνώμη μου, άμεση επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Όπως ακριβώς προκύπτει και από τα επίμαχα στην απόφαση Dumez  πραγματικά περιστατικά, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ζημία που προβάλει η αναιρεσείουσα δεν έθιξε την ίδια άμεσα, αλλά αντιθέτως πρόκειται για ζημία που υπέστησαν αρχικά οι θυγατρικές της, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την ίδια μόνον «εξ αντανακλάσεως» (19). Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η αναιρεσείουσα δεν έχει προμηθευθεί (άμεσα ή έμμεσα) φορτηγά από την αναιρεσίβλητη, ούτε έχει υποκατασταθεί στα δικαιώματα των θιγόμενων θυγατρικών, είτε βάσει εκχωρήσεως των σχετικών αξιώσεων είτε με άλλον τρόπο (20).

36.      Είναι αληθές, όπως επισημαίνει η αναιρεσείουσα, ότι, στην απόφαση Tibor-Trans (η οποία αφορούσε συμπεριφορά συμπαιγνιακού χαρακτήρα ίδια με εκείνη που διαπιστώθηκε στην επίμαχη εν προκειμένω απόφαση της Επιτροπής), το Δικαστήριο πραγματοποίησε διάκριση της εν λόγω υποθέσεως από την περίπτωση που είχε αποτελέσει το αντικείμενο της αποφάσεως Dumez. Η ιδιαιτερότητα των πραγματικών περιστατικών στην απόφαση Tibor-Trans ήταν ότι η ενάγουσα της εν λόγω υποθέσεως, τελικός χρήστης των φορτηγών, δεν προμηθεύθηκε φορτηγά απευθείας από την εναγομένη, αλλά μέσω εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να καταλήξει ότι η αξίωση της ενάγουσας στην υπόθεση εκείνη αφορούσε άμεση ζημία, καθόσον διαπιστώθηκε ότι η ζημία αυτή αποτελούσε την άμεση συνέπεια παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η επιπλέον επιβάρυνση που προήλθε από τη συμφωνία συμπαιγνιακού χαρακτήρα μετακυλίστηκε στην εν λόγω ενάγουσα από τους αντιπροσώπους (21).

37.      Η εν λόγω μετακύλιση μπορεί να επέλθει στο πλαίσιο αλυσιδωτών παραδόσεων όταν ο φερόμενος ως ζημιωθείς αποκτά τα αγαθά (ή τις υπηρεσίες) που αποτέλεσαν αντικείμενο συμπράξεως (22). Τούτο, ωστόσο, δεν προβάλλεται ότι συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα φαίνεται να παρουσιάζει την αρχική ζημία που υπέστησαν οι θυγατρικές της ως δική της ζημία.

38.      Από τις ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι, όπως προανέφερα, η αναιρεσείουσα ενεργεί ως έμμεση ζημιωθείσα. Ζητεί την αποκατάσταση ζημίας την οποία έχει υποστεί ήδη, και κατά κύριο λόγο, ένα διαφορετικό νομικό πρόσωπο. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, αντιλαμβάνομαι ότι με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ζητείται να διευκρινιστεί κατά πόσον είναι δυνατόν, παρά το γεγονός αυτό, να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία βάσει του συνδετικού στοιχείου της έδρας της αναιρεσείουσας, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα και οι θιγόμενες θυγατρικές απαρτίζουν οικονομική ενότητα.

39.      Προτού εξετάσω το εν λόγω ζήτημα, είναι σκόπιμο να εξηγήσω, κατ’ αρχάς, τους λόγους για τους οποίους γίνεται επίκληση της καταστατικής έδρας της αναιρεσείουσας ως του συνδετικού στοιχείου που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Τούτο, με τη σειρά του, απαιτεί να διευκρινιστεί ποια είναι τα συνδετικά στοιχεία που το Δικαστήριο έχει κρίνει αποφασιστικά για την εφαρμογή του επίμαχου κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας, στο ειδικό πλαίσιο των αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Β.      Τα συνδετικά στοιχεία στο πλαίσιο αξιώσεων αποζημιώσεως λόγω παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

40.      Στην παρούσα ενότητα, θα ξεκινήσω με την ανάλυση της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου (1) και, εν συνεχεία, θα εξετάσω το αίτημα της Επιτροπής να διευκρινιστεί από το Δικαστήριο μια συγκεκριμένη πτυχή της (2).

1.      Η συναφής νομολογία

41.      Επιστρέφοντας στις δύο κατηγορίες τόπων που μπορεί να αποτελούν τον «τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, όπως περιγράφεται ανωτέρω στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όσον αφορά την πρώτη κατηγορία (γενεσιουργό της ζημίας γεγονός),  δικαιοδοσία έχει, κατ’ ουσίαν, το δικαστήριο του τόπου στον οποίο συνήφθη οριστικώς η οικεία σύμπραξη (23).

42.      Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία, ήτοι τον τόπο επελεύσεως (εκδηλώσεως) της ζημίας, ο κανόνας που τη διέπει είναι πιο περίπλοκος.

43.      Το Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς, με την απόφαση CDC Hydrogen Peroxide, ότι ο εν λόγω τόπος είναι ο τόπος της έδρας του ζημιωθέντος. Δικαιολόγησε την προσέγγιση αυτή υπογραμμίζοντας ότι η σχετική εκτίμηση εξαρτάται από στοιχεία που σχετίζονται ειδικώς με την κατάσταση του ενάγοντος (του φερομένου ως ζημιωθέντος) (24).

44.      Ως προς τη λύση αυτήν, έχουν διατυπωθεί κάποιες επικρίσεις. Πρώτον, τονίστηκε ότι το Δικαστήριο φαίνεται να δέχθηκε ότι ο τόπος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας αποτελεί το έγκυρο συνδετικό στοιχείο (25). Δεύτερον, υπογραμμίστηκε ότι το να αναδεικνύεται σε συνδετικό στοιχείο η καταστατική έδρα του ζημιωθέντος ενδέχεται να μην ανταποκρίνεται στην απαίτηση εγγύτητας μεταξύ του επιληφθέντος δικαστηρίου και του αντικειμένου της διαφοράς. Επισημάνθηκε, ειδικότερα, ότι, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είναι διαθέσιμα ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία στον τόπο της καταστατικής έδρας των ζημιωθέντων, η ζημία που επήλθε στο συγκεκριμένο πλαίσιο θα αποδειχθεί γενικώς διά της συγκρίσεως των τιμών της συμπράξεως με τις υποθετικές τιμές της αγοράς, οι οποίες μπορούν κατά κανόνα να διαπιστωθούν βάσει οικονομικών δεδομένων σχετικών με τη θιγόμενη αγορά (26).

45.      Εν πάση περιπτώσει, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει εξελιχθεί. Αναπτύσσοντας τη νομολογία του, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σχέση μεταξύ της αγοράς που θίγεται από την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά και του τόπου στον οποίο ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι υπέστησαν ζημία. Η εν λόγω εξέλιξη αναλύθηκε διεξοδικά ιδίως από τον γενικό εισαγγελέα J. Richard de la Tour στις προτάσεις του στην υπόθεση Volvo (27). Για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως, αρκεί η επισήμανση ότι, αφενός, η απόφαση Tibor-Trans άφησε αναμφίβολα να εννοηθεί ότι ο τόπος στον οποίο επήλθε η ζημία είναι η αγορά που θίγεται από την επίμαχη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά (χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση) (28). Αφετέρου, το Δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφαση Volvo (η οποία αποτελεί την πλέον πρόσφατη εξέλιξη της νομολογίας) ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως απορρέουσας από συμφωνία για τον καθορισμό και την αύξηση των τιμών, ο «τόπος επέλευσης της ζημίας» είναι ο τόπος, εντός της θιγόμενης αγοράς, αποκτήσεως των αγαθών που αποτελούν αντικείμενο της συμπράξεως (29). Επομένως, το εν λόγω συνδετικό στοιχείο φαίνεται να προσδιορίζει τον τόπο ο οποίος προβάλλεται από τον ενάγοντα ως ο τόπος στον οποίο υπέστη τη συγκεκριμένη ζημία, εντός του ευρύτερου εδάφους που επηρεάζεται από την επίμαχη στρέβλωση του ανταγωνισμού (30).

46.      Συγχρόνως, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την ίδια απόφαση, ότι η έδρα του φερομένου ως ζημιωθέντος εξακολουθεί να είναι κρίσιμη, σε περιπτώσεις πραγματοποιήσεως πολλαπλών αγορών σε διαφορετικούς τόπους (31). Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το συνδετικό στοιχείο της έδρας του ζημιωθέντος πρέπει να εφαρμόζεται επικουρικώς, όταν η πολλαπλότητα των αγορών που πραγματοποιήθηκαν σε περισσότερους τόπους δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία με βάση το κύριο συνδετικό στοιχείο του (μοναδικού) τόπου της αγοράς ή των αγορών (32).

47.      Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι, μολονότι ο τόπος της έδρας μπορεί να βρίσκεται εντός της θιγόμενης αγοράς (όπως στην υπόθεση Volvo), η υφιστάμενη νομολογία δεν δίνει σαφή απάντηση στο ερώτημα αν το εν λόγω συνδετικό στοιχείο μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση που η έδρα του ζημιωθέντος βρίσκεται εκτός της θιγόμενης αγοράς. Κατά τη γνώμη της, κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στις αρχές της εγγύτητας, της προβλεψιμότητας του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, καθώς και της συνοχής μεταξύ του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία και του εφαρμοστέου δικαίου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να αποκλείσει μια τέτοια περίπτωση και να επιβεβαιώσει ότι το κύριο συνδετικό στοιχείο είναι, όπως αντιλαμβάνομαι το επιχείρημα, εκείνο της θιγόμενης αγοράς.

48.      Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό στη συνέχεια.

2.      Η έδρα του φερομένου ως ζημιωθέντος και η θιγόμενη αγορά

49.      Πρώτον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, το Δικαστήριο διευκρίνισε με την απόφαση Volvo ότι η θιγόμενη αγορά δεν συνιστά κατ’ ανάγκην αρκούντως συγκεκριμένο συνδετικό στοιχείο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας. Πράγματι, όταν η συμφωνία συμπαιγνιακού χαρακτήρα έχει επιπτώσεις σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 δεν παρέχει τη δυνατότητα να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως απλώς οπουδήποτε εντός της Ένωσης (33). Πράγματι, το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να προσδιοριστεί με βάση έναν πιο συγκεκριμένο σύνδεσμο (κυρίως τον τόπο της αγοράς).

50.      Δεύτερον, στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της αποφάσεως Volvo, τόσο ο τόπος των αγορών όσο και η έδρα του ζημιωθέντος βρίσκονταν όχι μόνον εντός ενός κράτους μέλους, αλλά και στον ίδιο τόπο εντός του οικείου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, η έδρα του ζημιωθέντος βρισκόταν στην Κόρδοβα (Ισπανία), η οποία ήταν επίσης ο τόπος όπου αγόρασε τα φορτηγά που αποτελούσαν αντικείμενο της συμπράξεως. Επιπλέον, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, η Ισπανία βρισκόταν (κατ’ ανάγκην) εντός της (ευρύτερης) θιγόμενης αγοράς (που κάλυπτε το σύνολο του ΕΟΧ), όπως οριζόταν στην οικεία απόφαση της Επιτροπής (34).

51.      Με άλλα λόγια, τα δύο είδη ειδικών συνδετικών στοιχείων (τόπος αγοράς και έδρα του ζημιωθέντος) αφορούσαν, εν πάση περιπτώσει, την ίδια θιγόμενη αγορά (και το ίδιο τοπικό και εθνικό τμήμα αυτής). Συναφώς, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου φαίνεται (ή τουλάχιστον μπορεί να θεωρηθεί) ότι στηρίζεται στη βασική παραδοχή ότι αμφότερες οι κατηγορίες συνδετικών στοιχείων ελήφθησαν υπόψη υπό το πρίσμα του εν λόγω πραγματικού πλαισίου (35).

52.      Με το ως άνω συμπέρασμα δεν διευκρινίζεται αν θα μπορούσε να γίνει δεκτή η αντίθετη λύση σε διαφορετικό πραγματικό πλαίσιο, όπου η έδρα του ενάγοντος βρίσκεται εκτός της θιγόμενης αγοράς (36) (και όπου η εν λόγω αγορά δεν εκτείνεται στο σύνολο της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

53.      Εκ πρώτης όψεως, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι, αν ένα δικαστήριο εκτός της αγοράς που θίγεται από συγκεκριμένη συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά αξίωση αποζημιώσεως λόγω ζημίας που προβάλλεται ότι προκλήθηκε από την εν λόγω συμπεριφορά, τούτο δεν θα συμβιβαζόταν με τις εξελίξεις της νομολογίας που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο έχει αρχίσει να υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ της θιγόμενης αγοράς και του προβαλλόμενου τόπου της ζημίας. Στο ίδιο πνεύμα, με τις προτάσεις του στην υπόθεση flyLAL, ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek θεώρησε «αδύνατο να υποστηριχθεί ότι μπορεί, υπό το πρίσμα του [επίμαχου κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας] και της έννοιας του “τόπου όπου επήλθε η ζημία”, να αναγνωριστεί διεθνής δικαιοδοσία σε δικαστήρια που έχουν την έδρα τους εκτός των θιγόμενων από την παράβαση αγορών» (37).

54.      Κατόπιν των ανωτέρω, και απαντώντας στο αίτημα της Επιτροπής, φρονώ ότι το να αποκλείεται απολύτως η κρισιμότητα συγκεκριμένου στοιχείου, ενώ δεν υφίσταται συγκεκριμένο σύνολο πραγματικών περιστάσεων, αποτελεί εξαιρετικά λεπτό εγχείρημα το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, πολλώ δε μάλλον υπό το πρίσμα της πλέον πρόσφατης νομολογίας.

55.      Η περίπτωση την οποία επιδιώκει να αποκλείσει η Επιτροπή μπορεί, κατά τη γνώμη μου και μετά την απόφαση Volvo, να ανακύψει σε περίπτωση πολλαπλών αγορών που πραγματοποιούνται σε διάφορους τόπους, εντός του κράτους μέλους Α, από ενάγοντα ο οποίος έχει την έδρα του στο κράτος μέλος Β, όπου το κράτος μέλος Β βρίσκεται εκτός της θιγόμενης αγοράς από την οικεία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά. Προς αποφυγή του εν λόγω αποτελέσματος, θα πρέπει να αποκλειστεί η εφαρμογή της λύσεως που δόθηκε με την απόφαση Volvo σε ένα τέτοιο διασυνοριακό πλαίσιο (38).

56.      Ένα άλλο παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι η περίπτωση των έμμεσων αγοραστών που ισχυρίζονται ότι τους μετακυλίστηκε η επιπλέον επιβάρυνση που προέκυψε από συμφωνία συμπαιγνιακού χαρακτήρα. Όπως προανέφερα, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Tibor-Trans ότι η εν λόγω ζημία θεωρείται άμεση, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 (39). Υπό το πρίσμα αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ότι το κρίσιμο συνδετικό στοιχείο μπορεί, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις μιας σύνθετης αλυσίδας εφοδιασμού, να παραπέμπει σε περιοχή εκτός της αγοράς που θίγεται από την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά που προβάλλεται ότι προκάλεσε τη ζημία (40).

57.      Εν πάση περιπτώσει, όπως δέχεται και η Επιτροπή, το εν λόγω ζήτημα δεν τίθεται, αυτό καθεαυτό, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Μολονότι τα ως άνω επιχειρήματα εξηγούν, σε ορισμένο βαθμό, τους λόγους για τους οποίους η αναιρεσείουσα επικαλείται την έδρα της για να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία των ουγγρικών δικαστηρίων, εντούτοις, η εν λόγω επίκληση γίνεται από την αναιρεσείουσα σε πλαίσιο το οποίο διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από τα επίμαχα στις προμνημονευθείσες αποφάσεις. Η αναιρεσείουσα επιδιώκει να επεκτείνει την εφαρμογή του εν λόγω συνδετικού στοιχείου για να θεμελιώσει διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά την αξίωσή της για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν αποκλειστικά άλλα μέλη της οικονομικής της ενότητας.

58.      Υπό το πρίσμα αυτό, υπενθυμίζω ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η έννοια της οικονομικής ενότητας μπορεί να εφαρμοστεί για σκοπό διαφορετικό από τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο εναγόμενο (ο οποίος αποτελεί την κλασική μέχρι σήμερα εφαρμογή της, όπως θα διευκρινίσω στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων), ήτοι για τον σκοπό της θεμελιώσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του (νομικού) προσώπου που υπέστη αρχικώς την προβαλλόμενη ζημία.

59.      Θα εξετάσω το εν λόγω ζήτημα στη συνέχεια.

Γ.      Ζημία την οποία υπέστη θυγατρική: μπορεί η έδρα της μητρικής εταιρίας να είναι ο «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός»;

60.      Προκειμένου να δώσω απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, θα εξετάσω πρώτα την έννοια της οικονομικής ενότητας (1) και θα εξηγήσω γιατί πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα (2). Μολονότι η προτεινόμενη απάντηση καθιστά περιττή την απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, εντούτοις, χάριν πληρότητας, θα εξετάσω εν συντομία το ερώτημα αυτό (3).

1.      Η έννοια της οικονομικής ενότητας

61.      Η έννοια της οικονομικής ενότητας (ή της μίας και μόνης οικονομικής ενότητας) διαμορφώθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου για να περιγράψει, κατ’ ουσίαν, τον όρο «επιχείρηση» ο οποίος απαντά στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Ο εν λόγω όρος είναι «κρίσιμος» (41) στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, διότι το δίκαιο αυτό δεν διέπει νομικά και φυσικά πρόσωπα, αλλά «επιχειρήσεις» (42). Στο πλαίσιο αυτό, μια επιχείρηση μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αντιστοιχεί σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αλλά, σε άλλες, μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα τέτοια πρόσωπα (43).

62.      Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, θεωρείται γενικώς ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν οικονομική ενότητα όταν, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική υπόκειται στην καθοριστική επιρροή της πρώτης και δεν ενεργεί αυτοτελώς (44). Στην περίπτωση αυτή, ο όμιλος συνολικά θα θεωρείται ως «επιχείρηση» υποκείμενη στους κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού, με τους οποίους οι εν λόγω εταιρίες οφείλουν, συνολικά, να συμμορφώνονται, υπέχοντας αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη (45).

63.      Το γεγονός αυτό έχει σημαντικές συνέπειες για την εφαρμογή ορισμένων ουσιαστικών κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού και επηρεάζει τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού.

64.      Όσον αφορά, πρώτον, την πτυχή του ουσιαστικού δικαίου, αναφέρω ως παράδειγμα τις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ προσώπων που αποτελούν μέρος μιας οικονομικής ενότητας οι οποίες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ (46), διότι, κατ’ ουσίαν, ο συντονισμός εντός του ομίλου δεν μπορεί να επηρεάσει τον ανταγωνισμό, εφόσον, αν μη τι άλλο, δεν υφίσταται ανταγωνισμός εντός της ενότητας.

65.      Δεύτερον, όσον αφορά την επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της οικονομικής ενότητας επηρεάζει ουσιωδώς τη λογική του καταλογισμού της ευθύνης λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού. Πρωτίστως, παρέχει στην Επιτροπή (ή σε εθνική αρχή ανταγωνισμού) τη δυνατότητα να καταλογίσει, κατ’ αρχήν, στη μητρική εταιρία την ευθύνη για μια τέτοια παραβίαση, μολονότι η εν λόγω παραβίαση έχει στην πραγματικότητα διαπραχθεί από θυγατρική της (47). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, όταν μια μητρική εταιρία και η θυγατρική της συναπαρτίζουν οικονομική ενότητα αλλά μόνον η μητρική εταιρία μνημονεύεται στην απόφαση της Επιτροπής και υπόκειται σε κυρώσεις για πρακτική αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως κατά της μίας ή της άλλης από αυτές, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (48). Το Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι η έννοια της «επιχειρήσεως», κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να προσλαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με το αν γίνεται επίκλησή της στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού από τις δημόσιες αρχές (δημόσια επιβολή) ή στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως των κανόνων αυτών (ιδιωτική επιβολή) (49).

66.      Υπό το πρίσμα αυτό, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού γεννά εις ολόκληρον ευθύνη της οικονομικής ενότητας συνολικά, όπερ σημαίνει ότι ένα μέλος αυτής μπορεί να θεωρείται υπεύθυνο για τις πράξεις άλλου μέλους, η αντεστραμμένη (ή αντίστροφη) όψη της ίδιας αρχής πρέπει να εφαρμόζεται, αν αντιλαμβάνομαι ορθώς το επιχείρημα, και στην προβολή των αξιώσεων που προκύπτουν από την παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού η οποία θίγει ένα μέλος της οικονομικής ενότητας. Κατά τη φρασεολογία που χρησιμοποίησε η αναιρεσείουσα (η οποία φαίνεται να έχει αντλήσει έμπνευση από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου που μνημονεύονται στο προηγούμενο σημείο, αλλά αποτελεί παράφραση αυτών), ο όρος «οικονομική ενότητα» δεν πρέπει να προσλαμβάνει διαφορετική έννοια ανάλογα με το αν η συγκεκριμένη επιχείρηση ενεργεί ως ενάγουσα ή εναγομένη. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η εν λόγω θέση συνεπάγεται ότι η μητρική εταιρία μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεως που εκκρεμεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τη ζημία υπέστησαν οι θυγατρικές της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα πάντοτε με την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, ο τόπος της έδρας της μητρικής εταιρίας πρέπει να θεωρηθεί ως ο «τόπος επελεύσεως της ζημίας» για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012.

67.      Φρονώ ότι, σε γενικότερο επίπεδο (που δεν αφορά ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας), το Δικαστήριο έχει απορρίψει την ιδέα της «αντίστροφης εφαρμογής» της έννοιας της οικονομικής ενότητας, αποφαινόμενο ότι η εν λόγω έννοια δεν εφαρμόζεται στο (προφανώς διαφορετικό) πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, με την απόφαση Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, απέρριψε το αίτημα αποζημιώσεως μητρικής εταιρίας για διαφυγόντα κέρδη που είχε υποστεί λόγω της καταβολής προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή το οποίο, στη συνέχεια, ακυρώθηκε εν μέρει, ενώ, στην πραγματικότητα, με την καταβολή του προστίμου είχαν επιβαρυνθεί οι θυγατρικές της. Κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο επικύρωσε την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο της «αντίστροφης» αντιλήψεως της έννοιας της οικονομικής ενότητας και διευκρίνισε ότι αγωγή με την οποία προβάλλεται η εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης «[διέπεται] από γενικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι [...] είναι ανεξάρτητοι από τη λογική της ευθύνης βάσει του δικαίου των συμπράξεων» (50).

68.      Ανεξαρτήτως του αν θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετική λύση επί της ουσίας στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως από ιδιώτη (51), επισημαίνω ότι προσφάτως ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar απέρριψε παρόμοια επιχειρηματολογία διευκρινίζοντας, πειστικά, ότι η έννοια της οικονομικής ενότητας δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία των κανόνων που διέπουν την επίδοση νομικών εγγράφων εντός της Ένωσης (52) και δεν επιτρέπει να επιδοθεί νομίμως σε θυγατρική εταιρία μια αγωγή αποζημιώσεως η οποία στρέφεται κατά της μητρικής της(53).

69.      Υπό το πρίσμα των γενικότερων αυτών εξελίξεων, απομένει να εξεταστεί αν η έννοια της οικονομικής ενότητας μπορεί να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο της λειτουργίας του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ώστε, κατ’ ουσίαν, να αναγνωριστεί forum actoris στον φερόμενο ως άμεσα ζημιωθέντα από συμπεριφορά η οποία συνιστά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

2.      Μπορεί η έννοια της οικονομικής ενότητας να επηρεάσει το περιεχόμενο της έννοιας του τόπου επελεύσεως της ζημίας;

70.      Συντασσόμενος με τις θέσεις που διατύπωσαν η αναιρεσίβλητη, η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, φρονώ ότι στο εν λόγω ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

71.      Πρώτον, από τις προηγούμενες ενότητες των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η αντίθετη άποψη της αναιρεσείουσας απλώς δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου.

72.      Δεύτερον, η αποδοχή της ως άνω απόψεως θα αντέβαινε στις αρχές στις οποίες στηρίζεται ο επίμαχος κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας. Θα έθιγε τη λογική της εγγύτητας που τον διαπνέει καθώς και τη συναφή απαίτηση για χωριστή εκτίμηση των συνδετικών στοιχείων (υπό α). Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, τούτο επιπλέον θα αντέβαινε προς την απαίτηση της προβλεψιμότητας όσον αφορά το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία και θα υπονόμευε τον σκοπό της συνοχής μεταξύ του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία και του εφαρμοστέου δικαίου (υπό β).

73.      Τέλος, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των προβληματισμών που διατυπώνει η αναιρεσείουσα, θα εξηγήσω ότι το εν λόγω συμπέρασμα δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής επιδίωξης των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού (υπό γ).

α)      Η απαίτηση περί εγγύτητας και χωριστής εκτιμήσεως

74.      Όπως εξήγησα ανωτέρω, τα δικαστήρια των οποίων η διεθνής δικαιοδοσία μπορεί να θεμελιωθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 θεωρείται ότι βρίσκονται στην καλύτερη θέση «ιδίως για λόγους εγγύτητας με τη διαφορά και εύκολης διεξαγωγής των αποδείξεων» (54).

75.      Από την άποψη αυτή, αναγνωρίζω ασφαλώς την πολυπλοκότητα της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων στις διασυνοριακές αγωγές αποζημιώσεως (55), καθώς και στο πλαίσιο ισχυρισμών (ή ενστάσεων) με τους οποίους προβάλλονται επιχειρήματα περί μετακυλίσεως της επιπλέον επιβαρύνσεως που προκαλείται από συμφωνία συμπαιγνιακού χαρακτήρα (56).

76.      Ωστόσο, ο τόπος της έδρας της μητρικής εταιρίας δεν παρουσιάζει άμεσα κάποιον αξιόλογο σύνδεσμο από τον οποίο να προκύπτει για ποιον λόγο θα ήταν πιο κατάλληλος για τον σκοπό αυτόν σε σύγκριση (ιδίως) με τον τόπο της αγοράς (57).

77.      Συναφώς, η λύση που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα δεν συμβιβάζεται με την απαίτηση σύμφωνα με την οποία τα συνδετικά στοιχεία πρέπει να εκτιμώνται χωριστά για κάθε ζημιωθέντα. Τούτο διατυπώθηκε με σαφήνεια στην απόφαση CDC Hydrogen Peroxide, η οποία αφορούσε αγωγή που περιλάμβανε πολλαπλές αξιώσεις που είχαν εκχωρηθεί σε μία μόνον εταιρία (58).

78.      Πράγματι, όπως επισημαίνει η αναιρεσείουσα, στην απόφαση Volvo, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί τον όρο «επιχείρηση» για να προσδιορίσει τον ενάγοντα της εν λόγω υποθέσεως, ο οποίος ήταν ο φερόμενος ως ζημιωθείς από τις επίμαχες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές. Εντούτοις, φρονώ ότι η χρήση του εν λόγω όρου δεν έγινε στο πλαίσιο της συμπληρώσεως των εξελίξεων της νομολογίας που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, με τις οποίες το Δικαστήριο τροποποίησε τον ορισμό του «τόπου επελεύσεως της ζημίας» ώστε να συμπεριλάβει την ιδιαιτερότητα των ένδικων διαφορών του τομέα του ανταγωνισμού (προσθέτοντας στο πλαίσιο αυτό περιεχόμενο στον ορισμό του «ενάγοντος»).

79.      Πρώτον, η χρήση από το Δικαστήριο του όρου «επιχείρηση», όπως αναλύεται ανωτέρω, εμφανίζεται ήδη στην απόφαση CDC Hydrogen Peroxide, η οποία είναι προγενέστερη των εν λόγω εξελίξεων. Πρωτίστως, όπως παρατηρούν η Επιτροπή και η Τσεχική Δημοκρατία, από μια πιο προσεκτική ανάγνωση τόσο της αποφάσεως CDC Hydrogen Peroxide όσο και της αποφάσεως Volvo προκύπτει ότι ο όρος επιχείρηση δεν χρησιμοποιείται υπό την ειδική έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, αλλά υπό την κοινή του έννοια και ως συνώνυμο της «εταιρίας» ή του «νομικού προσώπου» (59). Επιπλέον, η συναγωγή διαφορετικού συμπεράσματος θα προσέκρουε ευθέως στην ανάγκη πραγματοποιήσεως χωριστής εκτιμήσεως, η οποία ήταν μία από τις κύριες διαπιστώσεις της αποφάσεως CDC Hydrogen Peroxide και, εν συνεχεία, αξιοποιήθηκε και στην απόφαση Volvo (60).

80.      Εξάλλου, όπως επισημαίνουν η αναιρεσείουσα, η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η ίδια «χωριστή προσέγγιση» όσον αφορά τον ορισμό του φερομένου ως ζημιωθέντος από αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/104 (61). Η θέσπιση της εν λόγω πράξεως θεωρήθηκε, κατ’ ουσίαν, ορόσημο για τη συμβολή στην αποτελεσματική ιδιωτική επιβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού (62). Προς τούτο, η εν λόγω οδηγία θεσπίζει κανόνες για τον συντονισμό, μεταξύ άλλων, της επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού στις αγωγές αποζημιώσεως, προκειμένου οιοσδήποτε υπέστη ζημία προκληθείσα από παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα για αξίωση πλήρους αποζημιώσεως από την υπεύθυνη επιχείρηση (63).

81.      Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έκρινε σκόπιμο να ορίσει ευρύτερα την έννοια του «ζημιωθέντος» (64), ώστε να περιλάβει σε αυτήν όχι μόνον τους άμεσους, αλλά και τους έμμεσους ζημιωθέντες, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό (65). Εφόσον τούτο δεν κρίθηκε αναγκαίο στο πλαίσιο πράξεως η οποία σχεδιάστηκε ειδικά για την ενίσχυση της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, δεν βλέπω κανέναν λόγο να υιοθετηθεί μια τέτοια προσέγγιση στο πλαίσιο του κανονισμού 1215/2012, ο οποίος, όπως κατ’ ουσίαν επισημαίνει η ίδια η αναιρεσείουσα, αποτελεί πράξη γενικής εφαρμογής που διέπει κάθε είδος διαφοράς που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του (ιδίως όταν μια τέτοια προσέγγιση θα έθιγε τις πτυχές της λειτουργίας του επίμαχου κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που μόλις ανέφερα, όπως και εκείνες που θα εξετάσω στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων).

β)      Ο σκοπός της συνοχής μεταξύ του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία και του εφαρμοστέου δικαίου και η απαίτηση περί υψηλού βαθμού προβλεψιμότητας του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία

82.      Με την ανωτέρω μνημονευθείσα νομολογία, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία της συνοχής μεταξύ του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία και του εφαρμοστέου δικαίου, αφενός, και της απαιτήσεως περί προβλεψιμότητας του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, αφετέρου.

83.      Όσον αφορά το πρώτο σημείο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσδιορισμός του τόπου επελεύσεως της ζημίας ως ευρισκομένου εντός της θιγόμενης αγοράς ανταποκρίνεται στον σκοπό της συνοχής μεταξύ του εφαρμοστέου δικαίου και του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, ο οποίος διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, δεδομένου ότι, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, εφαρμοστέο δίκαιο στις αγωγές αποζημιώσεως που απορρέουν από παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού είναι το δίκαιο της χώρας της οποίας η αγορά θίγεται ή είναι πιθανό να θιγεί (66).

84.      Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, το Δικαστήριο δικαιολόγησε, στην απόφαση Volvo, το (επικουρικό) συνδετικό στοιχείο της έδρας του ζημιωθέντος, επισημαίνοντας το γεγονός ότι «οι εναγόμενοι, μέλη της σύμπραξης, δεν μπορούν να αγνοήσουν το γεγονός ότι οι αγοραστές των επίμαχων αγαθών είναι εγκατεστημένοι στην αγορά που θίγεται από τις αθέμιτες πρακτικές» (67).

85.      Εκτός από τα ζητήματα που τέθηκαν στην προηγούμενη υποενότητα όσον αφορά την εγγύτητα και τη χωριστή εκτίμηση, η επίκληση της έδρας της μητρικής εταιρίας υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως φαίνεται ανεπαρκής και από τις δύο αυτές απόψεις.

86.      Είναι αληθές ότι η έδρα της αναιρεσείουσας βρίσκεται εντός της θιγόμενης αγοράς, όπως αυτή ορίζεται από την απόφαση της Επιτροπής (γεγονός το οποίο αποτελεί τη φυσική συνέπεια της πανευρωπαϊκής εμβέλειας της επίμαχης συμπράξεως). Ωστόσο, έχω ήδη διευκρινίσει ότι, σύμφωνα με την απόφαση Volvo, θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα ειδικότερο στοιχείο, όπως είναι ο τόπος της αγοράς ή η έδρα του άμεσου ζημιωθέντος.

87.       Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι διαφορετικές θυγατρικές πραγματοποίησαν τις σχετικές αγορές σε διάφορα κράτη μέλη (στα οποία συγκαταλέγεται η Ουγγαρία) (68), η νομοθεσία των οποίων, ως εκ τούτου, καθίσταται εφαρμοστέα δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός της διασφαλίσεως συνοχής προς το εφαρμοστέο δίκαιο (αν τα ουγγρικά δικαστήρια πρέπει να επιληφθούν των αξιώσεων που αφορούν ζημία η οποία επήλθε εκτός της Ουγγαρίας).

88.      Όσον αφορά την προβλεψιμότητα του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας με κριτήριο τον τόπο της έδρας της μητρικής εταιρίας θα ενείχε τον κίνδυνο να μετατραπεί το οικείο δικαστήριο σε κινητό στόχο. Πράγματι, κάθε φορά που προκύπτει πράξη με την οποία μεταβάλλεται το πρόσωπο που ασκεί έλεγχο επί ορισμένης θυγατρικής, θα μεταβαλλόταν και το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία στο παρόν πλαίσιο, αναλόγως της έδρας της νέας μητρικής εταιρίας (69). Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα καταδεικνύει σαφέστατα τον εν λόγω κίνδυνο, καθόσον αποκαλύπτει ότι ορισμένες από τις θιγόμενες θυγατρικές δεν ανήκαν, κατά τον χρόνο πραγματοποιήσεως των αγορών, στον όμιλο της αναιρεσείουσας. Συναφώς, μολονότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, όσον αφορά τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου τόπου «επελεύσεως της ζημίας», η επιδίωξη της προβλεψιμότητας του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία καθίσταται σε ορισμένο βαθμό μάταια (στο πλαίσιο μιας συμπράξεως πανευρωπαϊκής εμβέλειας), εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την πλήρη εγκατάλειψη της εν λόγω επιδιώξεως, ούτε και την προσθήκη ενός επιπλέον βαθμού αβεβαιότητας όσον αφορά ζήτημα αυτό.

89.      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, απομένει να εξετάσω το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι ο αποκλεισμός της εφαρμογής της έννοιας της οικονομικής ενότητας υπό τις παρούσες περιστάσεις θίγει σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα των ζημιωθέντων από αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές να επιτύχουν τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων τους.

γ)      Αποτελεσματικότητα της δικαστικής επιδίωξης των δικαιωμάτων

90.      Η αναιρεσείουσα εξηγεί διεξοδικά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, κατά τη γνώμη της, ο ζημιωθείς από συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού όσον αφορά τη διασυνοριακή δικαστική επιδίωξη των συναφών δικαιωμάτων. Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι παραβάτες παρεμποδίζουν συστηματικά την εν λόγω επιδίωξη προβάλλοντας ιδίως ενστάσεις ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία των επιλαμβανόμενων δικαστηρίων. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι εν λόγω δυσκολίες μπορούν να αποφευχθούν (στη συγκεκριμένη περίπτωση της συμπράξεως για τα επίμαχα φορτηγά) αν η διεθνής δικαιοδοσία όσον αφορά το σύνολο των ζημιών που υπέστησαν σε διαφορετικούς τόπους τα διάφορα μέλη μιας οικονομικής ενότητας συγκεντρωθεί σε έναν τόπο και αν η συγκεντρωτική αυτή διεθνής δικαιοδοσία καθοριστεί με κριτήριο την έδρα της μητρικής εταιρίας. Κατά γνώμη της, η ισχύουσα κατάσταση θίγει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής επιδίωξης των οικείων δικαιωμάτων, διότι ζημιωθείς ο οποίος δραστηριοποιείται σε διαφορετικά κράτη μέλη (όπως είναι η ίδια, αν αντιλαμβάνομαι ορθά το επιχείρημα) πρέπει να κινήσει ένδικες διαδικασίες σε πέντε διαφορετικά κράτη μέλη, για τον λόγο και μόνον ότι τα φορτηγά αποκτήθηκαν από τις θυγατρικές του. Επιπλέον, τονίζει τις αυξημένες δαπάνες που συνεπάγεται ο εν λόγω κατακερματισμός της αντιδικίας και επισημαίνει ότι, λόγω του ότι η πλειονότητα των παραβατών είναι εγκατεστημένοι σε ιδρυτικά κράτη μέλη (ή σε εκείνα που προσχώρησαν «πρώτα»), σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες οι ζημιωθέντες οφείλουν να κινήσουν την ένδικη διαδικασία στα εν λόγω κράτη μέλη, μολονότι οι ίδιοι ενδέχεται να είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη.

91.      Απαντώντας, πρώτον, στην τελευταία αυτή επισήμανση, φρονώ ότι η αναιρεσείουσα επικρίνει, κατ’ ουσίαν, αν αντιλαμβάνομαι το εν λόγω επιχείρημα σωστά, τον βασικό κανόνα της κατοικίας του εναγομένου ο οποίος διέπει τον κανονισμό 1215/2012. Πράγματι, ο εν λόγω κανόνας περιάγει τους ενάγοντες σε δυσμενή θέση (τον οποιονδήποτε μάλιστα ενάγοντα), διότι εκείνος που οφείλει να «μεταβεί» στον τόπο της κατοικίας του εναγομένου και να τηρήσει τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες είναι ο ενάγων (και όχι το αντίστροφο). Ωστόσο, ο κανονισμός 1215/2012 έχει συνταχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο (ήτοι, σύμφωνα με έναν κανόνα που ισχύει από μακρού στα εθνικά νομικά συστήματα) (70).

92.      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο ως άνω κανονισμός αντιστρέφει τον εν λόγω γενικό κανόνα όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες εναγόντων οι οποίοι θεωρούνται ως ασθενέστεροι διάδικοι, παρέχοντάς τους ενισχυμένη προστασία υπό τη μορφή της δυνατότητας να ενάγουν στον τόπο της κατοικίας τους (ή της εργασίας τους) (71). Οι φερόμενοι ως ζημιωθέντες από συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν συγκαταλέγονται, αυτοί καθεαυτούς, στις εν λόγω κατηγορίες (εκτός αν ενεργούν, στο πλαίσιο συγκεκριμένης περιπτώσεως, ως καταναλωτές). Το εν λόγω status quo είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι υφίσταται δημόσιο συμφέρον για τη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι, για την προαγωγή του εν λόγω συμφέροντος, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να θεσπίσει ορισμένους κοινούς κανόνες στον τομέα της ιδιωτικής επιβολής του εν λόγω δικαίου (72). Αυτό που έχει σημασία για την υπό κρίση υπόθεση είναι ότι τέτοια επιλογή δεν αποτυπώνεται σε κάποιον από τους «προστατευτικού χαρακτήρα» κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 1215/2012, υπό την τρέχουσα μορφή τους.

93.      Τρίτον, αντιθέτως προς τους εν λόγω προστατευτικού χαρακτήρα κανόνες, ο επίμαχος κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας στηρίζεται σε εντελώς διαφορετική λογική, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω. Επομένως, τα εκατέρωθεν συμφέροντα εναγόντων και εναγομένων πρέπει να θεωρηθούν ισοδύναμα. Επιπλέον, καθόσον αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα, ο εν λόγω κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

94.      Τέταρτον, στην απόφαση CDC Hydrogen Peroxide, το Δικαστήριο, παρά ταύτα, έφτασε μέχρι του σημείου να δημιουργήσει ένα forum actoris για τον (άμεσο) ζημιωθέντα από σύμπραξη σε θέματα τιμών και το εν λόγω forum actoris επιβεβαιώθηκε, επικουρικώς, με την απόφαση Volvo. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο έκρινε επίσης, στην απόφαση CDC Hydrogen Peroxide, ότι το δικαστήριο του τόπου της έδρας του ζημιωθέντος μπορεί να αποφανθεί επί του συνόλου της προβαλλόμενης ζημίας (73) (γεγονός το οποίο φαίνεται να αποτελεί τη λογική συνέπεια της επιλογής της έδρας του ζημιωθέντος ως συνδετικού στοιχείου).

95.      Πέμπτον, όπως έχει ήδη διευκρινισθεί και επισημαίνεται και από την Επιτροπή, ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει αγωγή όχι μόνον κατά της μητρικής εταιρίας που είναι ο αποδέκτης της οικείας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, αλλά και κατά θυγατρικής εταιρίας εντός της οικονομικής ενότητας της εν λόγω μητρικής εταιρίας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (74). Αυτό δημιουργεί τη δυνατότητα θεμελίωσης πρόσθετης δωσιδικίας (ανάλογα με τον τόπο εγκαταστάσεως της θυγατρικής) και, ως εκ τούτου, μπορεί να διευκολύνει περαιτέρω τη δικαστική επιδίωξη.

96.      Τέλος, ακόμη και αν συγκεκριμένος ενάγων έχει ως πρώτη του προτεραιότητα τη συγκέντρωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, και πάλι δεν παύει να ισχύει η γενική δωσιδικία των δικαστηρίων της έδρας του εναγομένου. Η εν λόγω επιλογή ασφαλώς ενέχει τα μειονεκτήματα που συνδέονται με τη «μετάβαση», αλλά δεν μπορεί να επικριθεί επειδή οδηγεί στον κατακερματισμό της αντιδικίας.

97.      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αντιλαμβάνομαι με ποιον τρόπο οι ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας εμποδίζουν ουσιωδώς τους ζημιωθέντες από αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, ούτε διακρίνω ελάττωμα του ισχύοντος συστήματος του κανονισμού 1215/2012 το οποίο να καθιστά αναγκαία την εφαρμογή της «αντίστροφης» έννοιας της οικονομικής ενότητας ώστε να διευρυνθεί το περιεχόμενο της έννοιας του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 (και, πιο συγκεκριμένα, της έννοιας του τόπου επελεύσεως της ζημίας κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω).

98.      Υπό το φως των ανωτέρω εκτιμήσεων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η φράση «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, δεν καλύπτει τον τόπο της έδρας της μητρικής εταιρίας η οποία ασκεί αγωγή για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε αποκλειστικά σε θυγατρικές της ως άνω μητρικής εταιρίας λόγω της αντίθετης προς τους κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού συμπεριφοράς τρίτου, τούτο μάλιστα ισχύει και στις περιπτώσεις στις οποίες προβάλλεται ότι η μητρική εταιρία και οι θυγατρικές αποτελούν μέρος της ίδιας οικονομικής ενότητας.

3.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος: η κρισιμότητα του χρόνου των αγορών (και του χρόνου αποκτήσεως των θυγατρικών)

99.      Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξα ανωτέρω, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η δυνατότητα μητρικής εταιρίας να επικαλεστεί την έδρα της –και την έννοια της οικονομικής ενότητας– για να θεμελιώσει διεθνή δικαιοδοσία επηρεάζεται από το γεγονός ότι ορισμένες από τις θιγόμενες θυγατρικές αποκτήθηκαν από την αναιρεσείουσα αφού είχαν καταβάλει τα τεχνητά αυξημένα τιμήματα και είχαν υποστεί την αντίστοιχη ζημία.

100. Ωστόσο, η ουσία του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εξεταστεί αρκετά γρήγορα. Συναφώς, συμμερίζομαι την άποψη της αναιρεσείουσας ότι το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα αποτελεί ζήτημα ουσίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι κρίσιμο στο στάδιο του καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας (75).

101. Πράγματι, εάν γίνει δεκτό ότι η έννοια της οικονομικής ενότητας μετατρέπει την έδρα του ενάγοντος στο εφαρμοστέο συνδετικό στοιχείο για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ζήτημα που εγείρεται με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά την έκταση της αποζημιώσεως που μπορεί να διεκδικήσει η αναιρεσείουσα (ήτοι, εάν μπορεί να διεκδικήσει με επιτυχία και την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι θυγατρικές πριν από την απόκτησή τους από την αναιρεσείουσα). Επομένως, η πτυχή αυτή αφορά την ουσία της υπόθεσης και όχι το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας.

V.      Πρόταση

102. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία) ως εξής:

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,

έχει την έννοια ότι:

η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν καλύπτει την έδρα της μητρικής εταιρίας η οποία ασκεί αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν αποκλειστικά και μόνον οι θυγατρικές της ως άνω μητρικής εταιρίας λόγω της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς τρίτου, τούτο μάλιστα ισχύει και στις περιπτώσεις στις οποίες προβάλλεται ότι η μητρική εταιρία και οι θυγατρικές αποτελούν μέρος της ίδιας οικονομικής ενότητας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39824 – Φορτηγά) [C(2016) 4673 τελικό] (ΕΕ 2017, C 108, σ. 6, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής).


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).


4      Αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Volvo κ.λπ. (C‑30/20, EU:C:2021:604, στο εξής: απόφαση Volvo), και της 29ης Ιουλίου 2019, Tibor-Trans (C‑451/18, EU:C:2019:635, στο εξής: απόφαση Tibor-Trans).


5      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».


6      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, «ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Βλ. επίσης, επί παραδείγματι, απόφαση Volvo (σκέψη 29).


7      Επισημαίνω ότι η εν λόγω απόφαση απευθυνόταν, μεταξύ άλλων, στην Daimler AG, η οποία φαίνεται να είναι η επωνυμία με την οποία η αναιρεσίβλητη ήταν προηγουμένως γνωστή, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η αναιρεσείουσα.


8      Απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide (C‑352/13, EU:C:2015:335, στο εξής: απόφαση CDC Hydrogen Peroxide).


9      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει ως ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, μεταξύ άλλων, τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής (C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 97).


10      Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων και αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1215/2012.


11      Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, Bier (21/76, EU:C:1976:166, στο εξής: απόφαση Bier). Τα σκέλη του «τύπου της αποφάσεως Bier» παρουσιάζονται συνήθως με αντίστροφη σειρά· ωστόσο, για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων, είναι προτιμότερο να παρατεθούν με τη σειρά που χρησιμοποιείται στην απόφαση αυτή. Η απόφαση Bier αφορούσε τον ισοδύναμο κανόνα της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), η οποία αντικαταστάθηκε μεταγενέστερα από τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1). Κατά πάγια νομολογία, «καθόσον [ο κανονισμός 1215/2012] καταργεί και αντικαθιστά τον κανονισμό 44/2001, ο οποίος αντικατέστησε με τη σειρά του τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968, η διατυπωθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία των διατάξεων των τελευταίων ως άνω νομοθετημάτων ισχύει και για τον κανονισμό 1215/2012, εφόσον οι διατάξεις αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως “ισοδύναμες”». Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, BMA Nederland (C‑498/20, EU:C:2022:173, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, στο εξής: απόφαση BMA Nederland).


12      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 38) και Volvo (σκέψη 29) ή απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal (C‑882/19, EU:C:2021:800, στο εξής: απόφαση Sumal, σκέψη 65).


13      Απόφαση BMA Nederland (σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Όπως εξήγησε το Δικαστήριο στην απόφαση Bier (σκέψη 17, σε συνδυασμό με τις σκέψεις 15 και 16).


15      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) ή απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑27/17, EU:C:2018:533, στο εξής: απόφαση FlyLAL, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Marinari (C‑364/93, EU:C:1995:289, σκέψεις 14 και 15), και της 10ης Ιουνίου 2004, Kronhofer (C‑168/02, EU:C:2004:364, σκέψεις 19 έως 21), ή απόφαση Tibor-Trans (σκέψεις 28 και 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Αντιθέτως, «η διεθνής δικαιοδοσία αυτή δικαιολογείται στο μέτρο κατά το οποίο η κατοικία του ενάγοντος αποτελεί όντως τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός ή τον τόπο επελεύσεως της ζημίας». Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, Löber (C‑304/17, EU:C:2018:701, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.


18      Απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1990, Dumez France και Tracoba (C‑220/88, EU:C:1990:8, στο εξής: απόφαση Dumez, σκέψεις 20 και 22).


19      Όρος που χρησιμοποιήθηκε στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Darmon στην υπόθεση Dumez France και Tracoba (C‑220/88, EU:C:1989:595, επί παραδείγματι, σημεία 14 ή 31 έως 47). Βλ. απόφαση BMA Nederland (σκέψη 35), στην οποία η απόφαση Dumez εφαρμόστηκε κατ’ αναλογίαν, ή αποφάσεις Tibor-Trans (σκέψεις 29 έως 31) και της 9ης Ιουλίου 2020, Verein für Konsumenteninformation (C‑343/19, EU:C:2020:534, σκέψεις 27 έως 31), όπου οι επίμαχες στις εν λόγω υποθέσεις καταστάσεις διέφεραν από την επίμαχη στην υπόθεση Dumez.


20      Βλ., επίσης, την ανάλυση στο σημείο 14 των παρουσών προτάσεων. Υπενθυμίζω ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη ζημία που υπέστησαν μόνον οι θυγατρικές της αναιρεσείουσας. Όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η Τσεχική Κυβέρνηση, η αναιρεσείουσα δεν ζητεί αποζημίωση λόγω της ιδιότητάς της ως μετόχου των θιγόμενων θυγατρικών (ή για άλλο λόγο) και, επομένως, η αξίωσή της αντιστοιχεί, όπως αντιλαμβάνομαι, στις αξιώσεις που θα μπορούσαν να προβληθούν από τις θιγόμενες θυγατρικές.


21      Απόφαση Tibor-Trans (σκέψεις 12 έως 15 και 29 έως 31).


22      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 41 και άρθρο 12 της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 349, σ. 1).


23      Απόφαση CDC Hydrogen Peroxide (σκέψεις 44 και 56) ή flyLAL (σκέψη 49). Όταν ο εν λόγω τόπος δεν μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά «η σύναψη κάποιας ειδικής συμφωνίας μεταξύ αυτών που, στο σύνολό τους, αποτελούν την επίμαχη παράνομη σύμπραξη συνιστά αποκλειστικώς το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας που διατείνεται ότι υπέστη αγοραστής», «το δικαστήριο στην περιφέρεια δικαιοδοσίας του οποίου συνάφθηκε η επίμαχη συμφωνία θα έχει, επομένως, διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της ζημίας που υπέστη εξ αυτού του λόγου ο συγκεκριμένος αγοραστής». Απόφαση CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 46).


24      Απόφαση CDC Hydrogen Peroxide (σκέψεις 52 και 53).


25      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑27/17, EU:C:2018:136, στο εξής: προτάσεις στην υπόθεση flyLAL, σημείο 75) στις οποίες ο γενικός εισαγγελέας διατηρεί «σοβαρές επιφυλάξεις ως προς αυτή την ειδικότερη πτυχή της αποφάσεως στην υπόθεση [CDC Hydrogen Peroxide]» και εκτιμά ότι «το Δικαστήριο μπορεί να κληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο να επανεξετάσει το ζήτημα». Βλ., επίσης, υποσημείωση 44 των εν λόγω προτάσεων.


26      Βλ. Wurmnest, W., «International jurisdiction in competition damages cases under the Brussels I Regulation: CDC Hydrogen Peroxide – Case C‑352/13, Cartel Damage Claims (CDC) Hydrogen Peroxide SA v. Akzo Nobel NV, Solvay SA/NV, Kemira Oyj, FMC Foret SA, Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 21 May 2015, EU:C:2015:335.», Common Market Law Review, τ. 53, Kluwer Law International, 2016, αριθ. 1, σ. 225 έως 248, σ. 243· Hartley, T.C., «Jurisdiction in tort claims for non-physical harm under Brussels 2012, Article 7(2)», International and Comparative Law Quarterly, τ. 67, αριθ. 4, Cambridge University Press, 2018, σ. 987 έως 1003, σ. 996· Nourissat, C., «Action indemnitaire en droit de la concurrence: quand la Cour de justice instaure un nouveau forum actoris au bénéfice des victimes», Procédures, αριθ. 7, 2015, σ. 19 και 20.


27      Προτάσεις στην υπόθεση Volvo κ.λπ. (C‑30/20, EU:C:2021:322, στο εξής: προτάσεις στην υπόθεση Volvo). Οι εν λόγω εξελίξεις ξεκίνησαν με την απόφαση flyLAL (σκέψη 40) και συνεχίστηκαν με τις αποφάσεις Tibor-Trans (σκέψη 33) και της 24ης Νοεμβρίου 2020, Wikingerhof (C‑59/19, EU:C:2020:950, σκέψη 37).


28      Απόφαση Tibor-Trans (σκέψεις 32 και 33), η οποία παραπέμπει στην απόφαση flyLAL, στην οποία, ωστόσο, θιγόμενη αγορά ήταν η λιθουανική αγορά [και ειδικότερα η αγορά των πτήσεων από και προς τον αερολιμένα του Βίλνιους (απόφαση flyLAL, σκέψεις 38 έως 40)]. Βλ. προτάσεις στην υπόθεση Volvo (σημεία 77 και 78). Βλ., επίσης, Nuyts A., «Droit international privé européen», Journal de droit européen, 2021, σ. 74 έως 95, σ. 80, σημείο 10.


29      Απόφαση Volvo (σκέψεις 39 έως 40 και 43).


30      Σχετικά με τη διάκριση μεταξύ της γενικής ζημίας και της ειδικής ζημίας ως βάσης για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, βλ. προτάσεις στην υπόθεση flyLAL (σημεία 31 έως 35).


31      Απόφαση Volvo (σκέψεις 41 έως 43).


32      Απόφαση Volvo (σκέψεις 40 και 43).


33      Βλ., επίσης, προτάσεις στην υπόθεση flyLAL (σημεία 54 και 55), στις οποίες επισημαίνεται ότι μια τέτοια λύση δύσκολα συμβιβάζεται με το γεγονός ότι ο επίμαχος κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά.


34      Πρόκειται και πάλι για την ίδια απόφαση με την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση. Απόφαση Volvo (σκέψη 31).


35      Απόφαση Volvo (σκέψεις 27 και 43).


36      Όπως επισημαίνεται επίσης από τον T. Lutzi, «Art. 7 Nr. 2 EuGVVO als Regelung der internationalen und örtlichen Zuständigkeit für Kartellschadensersatzklagen: zu EuGH, 15.7.2021, Rs. C‑30/20, RH./. AB Volvo ua», Praxis des internationalen Privat- und Verfahrensrechts, 2023, τ. 20, αριθ. 1, σ. 20 έως 24, σ. 20.


37      Προτάσεις στην υπόθεση flyLAL (σημείο 51). Ωστόσο, όπως σημειώνεται στις εν λόγω προτάσεις, η υπόθεση αυτή αφορούσε περιορισμό του ανταγωνισμού που είχε «χαρακτήρα αποκλεισμού (απώλεια πωλήσεων και περιθωριοποίηση στην αγορά) και όχι χαρακτήρα εκμετάλλευσης (χρέωση των διογκωμένων τιμών της συμπράξεως στους καταναλωτές)». Όπ.π. (σημείο 76). Η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει διότι αφορά την τελευταία αυτή περίπτωση.


38      Για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως, δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω το ζήτημα αν η διατήρηση του συνδετικού στοιχείου της έδρας του ζημιωθέντος είναι, έστω επικουρικώς, απολύτως πειστική. Πράγματι, η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της λύσεως που δόθηκε με την απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Color Drack (C‑386/05, EU:C:2007:262, σκέψεις 40 έως 42), θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί στο πλαίσιο της πολλαπλότητας των τόπων εκπληρώσεως συμβατικής υποχρεώσεως (παράδοση εμπορευμάτων) εντός ενός κράτους μέλους. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου της κύριας παραδόσεως ή, ελλείψει τέτοιας κύριας παραδόσεως, το δικαστήριο του τόπου της επιλογής του ενάγοντος (από τους αντίστοιχους τόπους παραδόσεως). Πρβλ. Lehmann, M., «Jurisdiction in suits for cartel damages: the CJEU draws a new distinction. Case Comment», European Competition Law Review, τ. 43, 2022, αριθ. 3, σ. 150 και 151, σ. 151. Επισημαίνω ωστόσο ότι, στα σημεία 98 έως 110 των προτάσεών του στην υπόθεση Volvo, ο γενικός εισαγγελέας J. Richard de la Tour προβάλλει επιχειρήματα υπέρ της επανεξετάσεως του συνδετικού στοιχείου της έδρας του ζημιωθέντος.


39      Απόφαση Tibor-Trans (σκέψεις 30 και 31). Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.


40      Η εν λόγω αλυσίδα εφοδιασμού θα μπορούσε όχι μόνον να οδηγήσει σε ένα «απλό» σενάριο («παραβάτης-ενδιάμεσος-άμεσος αγοραστής»), αλλά και σε πιο περίπλοκα σενάρια στα οποία εμπλέκονται και άλλοι έμμεσοι αγοραστές στις αγορές επόμενου σταδίου. Βλ. παράδειγμα από την πολωνική εθνική πρακτική που διαλαμβάνεται στη μελέτη με τίτλο Study to support the preparation of a report on the application of Regulation (EU) No 1215/2012 on jurisdiction and the recognition and enforcement of judgments in civil and commercial matters (Brussels Ia Regulation), Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2023, σ. 434.


41      Whish, R., Bailey, D., Competition Law, Οξφόρδη, Oxford University Press, 10η έκδ., 2021, 1184, σ. 84· Van Bael & Bellis, Competition Law of the European Union, Wolters Kluwer, 6η έκδ., lv-1771, 2021, σ. 25· Urraca Caviedes, C., «Concept of Undertaking and Allocation of Liability for Antitrust Fines», σε Dekeyser, K., Gauer, C., Laitenberger, J., Wahl, N., Wils, W., Prete, L., Regulation 1/2003 and EU Antitrust Enforcement. A systematic Guide, Wolters Kluwer, lxiii-1060, 2023, σ. 539 έως 546, σ. 540.


42      Πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, στο εξής: απόφαση Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Βλ., επίσης, απόφαση Sumal (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) ή απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ. (C‑724/17, EU:C:2019:204, στο εξής: απόφαση Skanska, σκέψη 37).


44      Αναφορικά με την εν λόγω κατάσταση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «[η θυγατρική,] μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τον τρόπο κατά τον οποίο ενεργεί στην αγορά αλλά εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λόγω, πιο συγκεκριμένα, των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων που συνδέουν τις δύο αυτές νομικές οντότητες». Απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑516/15 P, EU:C:2017:314, στο εξής: απόφαση Akzo Nobel, σκέψεις 52 και 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, πλέον προσφάτως, απόφαση Sumal (σκέψη 43).


45      Απόφαση Sumal (σκέψεις 39 έως 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, Specializuotas transportas (C‑531/16, EU:C:2018:324, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Απόφαση Akzo Nobel (σκέψεις 52 και 53).


48      Απόφαση Sumal (σκέψεις 48 και 51).


49      Αποφάσεις Sumal (σκέψη 38) και Skanska (σκέψη 47).


50      Αποφάσεις Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe (σκέψη 106) και της 7ης Ιουνίου 2017, Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑673/15, EU:T:2017:377, σκέψεις 99 έως 103 και 153).


51      Υπενθυμίζω ότι όσον αφορά συγκεκριμένα της διάταξη που προηγήθηκε του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012], το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, «κατά το στάδιο ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, το επιληφθέν δικαστήριο δεν εκτιμά ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο της αγωγής βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, αλλά εντοπίζει μόνον τα συνδετικά στοιχεία με το κράτος στο οποίο εδρεύει που δικαιολογούν τη δικαιοδοσία του δυνάμει της διατάξεως αυτής». Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Universal Music International Holding (C‑12/15, EU:C:2016:449, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση AB και AB-CD (Έγγραφο που πιστοποιεί την κυριότητα επί έργων τέχνης) (C‑265/21, EU:C:2022:476, σημεία 78 και 80).


52      Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ 2007, L 324, σ. 79).


53      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση Volvo (Επίδοση στην έδρα θυγατρικής εταιρίας της εναγομένης) (C‑632/22, EU:C:2024:31, ιδίως σημεία 50, 51 και 60). Η εν λόγω υπόθεση, η οποία εξακολουθεί να είναι εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, αφορά αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα στο πλαίσιο της ίδιας, επίμαχης εν προκειμένω, συμπράξεως με αντικείμενο φορτηγά.


54      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


55      Βλ., σχετικά με την πολυπλοκότητα και τα όρια της αξιολόγησης, Ανακοίνωση της Επιτροπής για την ποσοτικοποίηση της ζημίας σε αγωγές αποζημίωσης που στηρίζονται σε παράβαση των άρθρων 101 ή 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, C 167, σ. 19), σημείο 9· Επιτροπή, Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής – Πρακτικός οδηγός για την ποσοτικοποίηση της βλάβης σε αγωγές αποζημίωσης που στηρίζονται σε παράβαση των άρθρων 101 ή 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [SWD(2013) 205], 11.6.2013, σημεία 16 έως 20.


56      Όπως αυτό αποδεικνύεται από τις περιλαμβάνουσες 193 σημεία κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες απευθύνονται στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με το εν λόγω ζήτημα: Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση από τα εθνικά δικαστήρια του μεριδίου της επιπλέον επιβάρυνσης που μετακυλίεται στους έμμεσους αγοραστές (ΕΕ 2019, C 267, σ. 4). Η πτυχή αυτή μπορεί πράγματι να χρησιμοποιηθεί ως «μέσο διεκδίκησης» και ως «μέσο υπεράσπισης» (όπ.π., παράγραφος 4, και παράγραφοι 17 έως 19). Τούτο σημαίνει ότι, αφενός, ο ενάγων πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ζημία όταν προβάλλει ότι, μολονότι δεν ενεργεί ως άμεσος αγοραστής, η προκύπτουσα επιπλέον επιβάρυνση έχει μετακυλιστεί σε αυτόν. Αφετέρου, ο εναγόμενος μπορεί να αντικρούσει τον ως άνω ισχυρισμό αποδεικνύοντας ότι ο ενάγων μετακύλισε την εν λόγω επιπλέον επιβάρυνση σε τρίτο. Βλ. κεφάλαιο IV της οδηγίας 2014/104, σχετικά με τη «Μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης».


57      Τούτο, βεβαίως, ισχύει υπό την επιφύλαξη του ρόλου του τόπου της κατοικίας του εναγομένου, πράγμα, ωστόσο, το οποίο δεν αποτελεί ενδεχόμενο που συζητείται εν προκειμένω. Βλ. τις διατάξεις που διέπουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων οι οποίες διαλαμβάνονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2014/104. Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16.


58      Απόφαση CDC Hydrogen Peroxide (σκέψεις 52 και 55).


59      Βλ. απόφαση CDC Hydrogen Peroxide [επί παραδείγματι στις σκέψεις 35 ή 53 έως 55 (ή στις σκέψεις 9 και 10 όσον αφορά τον καθορισμό της εταιρίας CDC, ως ενάγουσας, ως προς την οποία οι όροι «εταιρία» και «επιχείρηση» χρησιμοποιούνται αδιακρίτως)]. Επισημαίνω ότι η γαλλική έκδοση της απόφασης αυτής χρησιμοποιεί τον όρο που αντιστοιχεί στον όρο εταιρία (société), στις σκέψεις 9 και 10. Βλ., επίσης, απόφαση Volvo (σκέψη 42).


60      Αποφάσεις CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 52) και Volvo (σκέψη 41).


61      Βλ. υποσημείωση 22 των παρουσών προτάσεων.


62      Βλ., επί παραδείγματι, Biondi, A., Muscolo, G., Nazzini, R., After the Damages Directive: Policy and Practice in the EU Member States and the United Kingdom, Alphen aan den Rijn, Wolters Kluwer Law International, 2022, xl-626, σ. 6· Kirst, P., The impact of the damages directive on the enforcement of EU competition law: a law and economics analysis, Cheltenham, Northampton: Edward Elgar Publishing, 2021, 416, σ. 31· Rodger, B., Sousa Ferro, M., Marcos, F., The EU Antitrust Damages Directive: Transposition in the Member States, Οξφόρδη, Oxford University Press, 2018, 560, σ. 55.


63      Βλ., αντιστοίχως, άρθρο 1, δεύτερο και πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/104.


64      Ο οποίος ορίζεται ως «οποιοδήποτε πρόσωπο έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού» στο άρθρο 2, σημείο 6, της οδηγίας 2014/104. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, «παραβάτης» είναι «η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που τέλεσε την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού». Επίσης, το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού μπορεί να αξιώσει και να επιτύχει πλήρη αποζημίωση για την εν λόγω ζημία». Η υπογράμμιση δική μου. Στο ίδιο πνεύμα, η αιτιολογική σκέψη 13 διαλαμβάνει ότι «[τ]ο δικαίωμα αυτό για αποζημίωση αναγνωρίζεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο –στους καταναλωτές, στις επιχειρήσεις και στις δημόσιες αρχές [...]». Και στην περίπτωση αυτή, ο όρος «επιχειρήσεις» περιγράφει τα νομικά πρόσωπα ως κάτι διαφορετικό από τις δημόσιες αρχές.


65      Με την επιφύλαξη της περιπτώσεως των έμμεσων αγοραστών στους οποίους μετακυλίεται μια επιπλέον επιβάρυνση. Βλ. κεφάλαιο IV της οδηγίας 2014/104 και σημεία 36 και 37 των παρουσών προτάσεων.


66      Άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40) (στο εξής: κανονισμός Ρώμη ΙΙ). Στην αιτιολογική σκέψη 7 του εν λόγω κανονισμού επισημαίνεται ότι «[τ]ο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν προς τον κανονισμό [1215/2012] [...]». Βλ. αποφάσεις flyLAL (σκέψη 41), Tibor-Trans (σκέψη 35) και Volvo (σκέψη 32).


67      Απόφαση Volvo (σκέψη 42)· βλ., επίσης, αποφάσεις FlyLAL (σκέψη 40) και Tibor-Trans (σκέψη 34).


68      Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι οι εν λόγω αγορές πραγματοποιήθηκαν στην Ουγγαρία, την Κροατία, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Σλοβακία.


69      Επιπλέον, όπως προβάλλει η αναιρεσίβλητη, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, εν αναμονή μελλοντικής ένδικης διαφοράς, ο μελλοντικός ενάγων θα μπορούσε να συστήσει μια νέα εταιρία χαρτοφυλακίου σε άλλο κράτος μέλος, επιλέγοντας, κατ’ ουσίαν με τον τρόπο αυτόν, το δικαστήριο που θα έχει διεθνή δικαιοδοσία για να επιληφθεί της αγωγής του.


70      Επί παραδείγματι, Lazić, V., Mankowski, P., The Brussels I-bis regulation: a handbook and practical guide, Edward Elgar Publishing, Northampton, 2023, σ. 602, βλ. σημείο 1.187 με περαιτέρω παραπομπές.


71      Τούτο ισχύει όσον αφορά τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται στα τμήματα 3 έως 5 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, οι οποίοι αφορούν τους ασφαλισμένους, τους καταναλωτές και τους εργαζομένους και παρέχουν στους εν λόγω διαδίκους τη δυνατότητα να ενάγουν στον τόπο της κατοικίας τους ή στον τόπο όπου παρέχουν, κατ’ ουσίαν, την εργασία τους. Αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2012, Folien Fischer και Fofitec (C‑133/11, EU:C:2012:664, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan (C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 39).


72      Υπενθυμίζω ότι το εν λόγω καθεστώς εφαρμόζεται όχι μόνον στις παρεπόμενες αγωγές (ή «αγωγές follow-on»), όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση (οι οποίες στηρίζονται σε προγενέστερη διοικητική απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση), αλλά και στις αυτοτελείς αγωγές (ή «αγωγές stand-alone»), όταν πρέπει να αποδειχθεί μια τέτοια παράβαση.


73      Απόφαση CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 54). Βλ., ως προς το σημείο αυτό, Hartley, T.C., όπ.π., που μνημονεύεται στην υποσημείωση 26 των παρουσών προτάσεων, σ. 997, και Wurmnest, W., όπ.π., που μνημονεύεται στην υποσημείωση 26 των παρουσών προτάσεων, σ. 242. Βλ., επίσης, προτάσεις στην υπόθεση Volvo (σημείο 101 και υποσημείωση 118).


74      Βλ. σημείο 65 των παρουσών προτάσεων.


75      Βλ. παραπομπές στην υποσημείωση 51 των παρουσών προτάσεων.