Language of document :

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-236/01, T-239/01, T-244/01 έως T-246/01, T-251/01 και T-252/01

Tokai Carbon Co. Ltd κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Σύμπραξη – Αγορά των ηλεκτροδίων γραφίτη – Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών – Υπολογισμός του ποσού των προστίμων – Σώρευση των κυρώσεων – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων – Εφαρμογή – Βαρύτητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Ικανότητα πληρωμής του προστίμου – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Όροι πληρωμής»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Υποχρέωση παροχής προσβάσεως στο σύνολο του φακέλου – Όρια – Έγγραφα που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα και εσωτερικά έγγραφα – Εξαίρεση – Κοινοποίηση εσωτερικών εγγράφων υπό εξαιρετικές συνθήκες

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ανακοίνωση αιτιάσεων – Προσκόμιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ακροάσεις – Υποχρέωση του συμβούλου ακροάσεων να συντάξει τελική έκθεση σχετικά με τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως – Περιεχόμενο

(Απόφαση 2001/462 της Επιτροπής, άρθρα 15 και 16)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ισχυρισμοί – Αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη με απόφαση επιβάλλουσα κυρώσεις λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού – Παραδεκτό – Προϋπόθεση – Δεν συντρέχει αναγνώριση του υποστατού αυτού κατά τη διοικητική διαδικασία

(Άρθρο 230 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Μείωση του ποσού ως ανταμοιβή για τη συνεργασία που συνίσταται στην έλλειψη αμφισβητήσεως του υποστατού ορισμένων γεγονότων – Αμφισβήτηση των εν λόγω γεγονότων ενώπιον του Πρωτοδικείου – Δυνατότητα του Πρωτοδικείου, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, να αυξήσει το ποσό του προστίμου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κοινοτικές κυρώσεις και κυρώσεις επιβληθείσες σε κράτος μέλος ή τρίτο κράτος για παράβαση της εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού – Παραβίαση της αρχής «ne bis in idem» – Δεν συντρέχει – Σώρευση – Επιτρέπεται – Υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, την επιβληθείσα για τους ίδιους λόγους κύρωση σε κράτος μέλος – Υποχρέωση που δεν ισχύει στην περίπτωση κυρώσεως επιβληθείσας εντός τρίτου κράτους

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, άρθρο 50· πρωτόκολλο αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρο 4· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δυνατότητα αυξήσεως του ποσού των προστίμων για την ενίσχυση του αποτρεπτικού τους χαρακτήρα – Υποχρέωση συνυπολογισμού, στο πλαίσιο αυτό, των προστίμων που έχουν ήδη επιβληθεί εντός τρίτου κράτους – Δεν ισχύει

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

8.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Διασφαλίσεις προερχόμενες από τον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού γενικό διευθυντή ως προς τον καθορισμό του ύψους του προστίμου – Δεν γίνονται δεκτές λόγω της αποκλειστικής αρμοδιότητας του σώματος των επιτρόπων

(Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής, άρθρο 1)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου – Δυνατότητα, στο πλαίσιο αυτό, συνυπολογισμού πρόσθετων στοιχείων που δεν αναφέρονται στην απόφαση με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 17)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Νομικό πλαίσιο – Άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 – Θέσπιση από την Επιτροπή νέων κατευθυντήριων γραμμών σε σχέση με την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων – Παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας και της ασφάλειας δικαίου – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

11.    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αύξηση του γενικού ύψους των προστίμων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 §§ 1 και 2)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κύκλος εργασιών που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής, τηρουμένου του ορίου που θέτει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15, § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνυπολογισμός του παγκόσμιου κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τα εμπορεύματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της παραβάσεως – Επιτρέπεται – Όρια

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως βάσει των συνεπειών της – Συνυπολογισμός των αποτελεσμάτων του συνόλου της παραβάσεως και όχι της ατομικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων που μετέχουν στην κυρωθείσα σύμπραξη

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατανομή του συνολικού ποσού μεταξύ διαφόρων ομίλων επιχειρήσεων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού οριζόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές που θέσπισε η Επιτροπή – Απόφαση της Επιτροπής να συμμορφωθεί με αυτές σε συγκεκριμένη περίπτωση – Συνέπειες – Υποχρέωση αιτιολογήσεως οποιασδήποτε παρεκκλίσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως βάσει των οποίων η Επιτροπή αξιολόγησε τη σοβαρότητα της παραβάσεως – Ανεπαρκής μνεία

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

18.    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Νομικό πρόσωπο υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

19.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα των παραβάσεων – Αντίστοιχος ρόλος των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

20.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα των παραβάσεων – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παθητικός ή μιμητικός ρόλος της επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

21.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα των παραβάσεων – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Υποχρέωση της Επιτροπής να τηρήσει την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων – Δεν συντρέχει – Εφαρμογή εκ μέρους επιχειρήσεως προγράμματος συμμορφώσεως των πρακτικών της με τους κανόνες του ανταγωνισμού – Κακή οικονομική κατάσταση του τομέα δραστηριότητας της επιχειρήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

22.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Όριο προβλεπόμενο από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 – Λεπτομέρειες εφαρμογής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

23.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως – Συνεκτίμηση – Υποχρέωση της Επιτροπής να τηρήσει την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

24.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Αίτηση παροχής πληροφοριών – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα απόλυτης σιωπής – Δεν ισχύει – Δικαίωμα αρνήσεως παροχής απαντήσεως που να συνεπάγεται αναγνώριση της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 5)

25.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του ποσού του προστίμου ως ανταμοιβή για τη συνεργασία της εμπλεκομένης επιχειρήσεως – Συνεργασία εντασσόμενη στο πλαίσιο απαντήσεως σε αίτηση παροχής πληροφοριών – Συνεκτίμηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

26.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του ποσού του προστίμου ως ανταμοιβή για τη συνεργασία της εμπλεκομένης επιχειρήσεως – Έννοια των «αποδεικτικών στοιχείων»

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

27.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του ποσού του προστίμου ως ανταμοιβή για τη συνεργασία της εμπλεκομένης επιχειρήσεως – Πληροφορίες ως προς την ύπαρξη υπαλλήλου της Επιτροπής που δεν τηρεί το καθήκον πίστης – Συνεκτίμηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

28.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Περιεχόμενο – Εξουσία καθορισμού των λεπτομερειών πληρωμής των προστίμων – Επιβολή τόκων υπερημερίας

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

1.      Η Επιτροπή υποχρεούται, προκειμένου να παράσχει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αμυνθούν αποτελεσματικά κατά των αιτιάσεων που διατυπώνονται κατ’ αυτών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, να τους παρέχει πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής.

Όσον αφορά τα εσωτερικά έγγραφα, ο περιορισμός προσβάσεως σε αυτά δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας της Επιτροπής στον τομέα της πατάξεως των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης· η πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφα είναι δυνατή μόνον εφόσον απαιτείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, βάσει σοβαρών ενδείξεων τις οποίες οφείλει να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος, τόσο ενώπιον του κοινοτικού δικαστή όσο και στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που διεξάγει η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 38, 40)

2.      Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται πράγματι τις ενέργειες που τους προσάπτει η Επιτροπή, προϋπόθεση που πληρούται όταν η οριστική απόφαση δεν αποδίδει στους ενδιαφερομένους παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και εφόσον λαμβάνει υπόψη μόνον πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις. Εντούτοις, καμία διάταξη δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, νέα έγγραφα τα οποία θεωρεί ότι υποστηρίζουν την άποψή της, υπό τον όρο ότι παρέχεται στις επιχειρήσεις ο αναγκαίος χρόνος προκειμένου να διατυπώσουν συναφώς τη γνώμη τους.

(βλ. σκέψεις 45, 47)

3.      Δυνάμει των άρθρων 15 και 16, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2001/462, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού, ο σύμβουλος ακροάσεων συντάσσει τελική έκθεση σχετικά με τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως, η οποία εξετάζει επίσης αν το σχέδιο της αποφάσεως ασχολείται μόνο με τις αιτιάσεις ως προς τις οποίες έχει δοθεί στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους και επισυνάπτεται στο σχέδιο αποφάσεως που υποβάλλεται στην Επιτροπή, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της, έχοντας λάβει πλήρη γνώση «όλων των σημαντικών πληροφοριών» που αφορούν την πορεία της διαδικασίας και τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως.

Συνεπώς, ο σύμβουλος ακροάσεων δεν έχει καθήκον να συγκεντρώνει όλες τις διαδικαστικής φύσεως αιτιάσεις που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. Οφείλει να ανακοινώνει στο σώμα των Επιτρόπων μόνον τις αιτιάσεις που ασκούν επιρροή για την εκτίμηση της νομιμότητας της διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 52-53)

4.      Ελλείψει ρητής αναγνωρίσεως εκ μέρους της εμπλεκομένης σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού επιχειρήσεως, η Επιτροπή εξακολουθεί να βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, ενώ η επιχείρηση παραμένει ελεύθερη να αναπτύξει, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, όποιον αμυντικό ισχυρισμό κρίνει σκόπιμο. Αντιθέτως, τούτο δεν συμβαίνει εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναγνωρίσει κατά τρόπο ρητό, σαφή και συγκεκριμένο τα πραγματικά περιστατικά: όταν η επιχείρηση έχει ρητώς δεχθεί, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, το υποστατό των γεγονότων που της προσάφθηκαν από την Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων, τα πραγματικά αυτά περιστατικά πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν ως δεδομένα, εφόσον η επιχείρηση δεν μπορεί κατ’ αρχήν, να τα αμφισβητήσει πλέον στο πλαίσιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 108)

5.      Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απαγορευτεί στο Πρωτοδικείο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, να αυξήσει το ποσό του προστίμου που έχει επιβληθεί σε μια επιχείρηση, η οποία αφού έτυχε μειώσεως του προστίμου για τον λόγο ότι δεν είχε αμφισβητήσει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, αμφισβητεί το υποστατό των ίδιων γεγονότων το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψη 113)

6.      Η αρχή ne bis in idem, η οποία διατυπώνεται και στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ, αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, την τήρηση της οποίας εξασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής. Στον τομέα του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, βάσει της αρχής αυτής απαγορεύεται να καταδικαστεί ή να διωχθεί εκ νέου μια επιχείρηση για συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό για την οποία της είχε ήδη επιβληθεί κύρωση ή για την οποία είχε κριθεί ως μη έχουσα ευθύνη με προγενέστερη απόφαση της Επιτροπής η οποία δεν είναι πλέον δεκτική προσφυγής.

Γίνεται, πάντως δεκτή η δυνατότητα σωρεύσεως των κυρώσεων, μιας κοινοτικής και άλλης εθνικής, λόγω της υπάρξεως δύο παραλλήλων διαδικασιών, που εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, των οποίων το επιτρεπτό προκύπτει από το ιδιάζον σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών στον τομέα των συμπράξεων. Ωστόσο, η γενική απαίτηση επιεικείας συνεπάγεται ότι, καθορίζοντας το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη τις κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση για το ίδιο πραγματικό περιστατικό, όταν πρόκειται για κυρώσεις επιβαλλόμενες για παραβάσεις του δικαίου των συμπράξεων ενός κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, διαπραχθείσες στο κοινοτικό έδαφος.

Αυτή η δυνατότητα σωρεύσεως των κυρώσεων δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι εν λόγω διαδικασίες εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρχή ne bis in idem δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση διαδικασιών και κυρώσεων που έχουν επιβάλει, αφενός, η Επιτροπή και, αφετέρου, οι αρχές τρίτων κρατών, καθότι είναι προφανές ότι δεν εξυπηρετούν τους ίδιους σκοπούς. Αν, στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για τη διασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η επιδιωκόμενη προστασία αφορά, στη δεύτερη περίπτωση, την αγορά τρίτου κράτους. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem δεν προϋποθέτει μόνον την ταυτότητα των γεγονότων που συνιστούν παράβαση και των προσώπων στα οποία επιβάλλεται η κύρωση, αλλά και την ενότητα του προστατευομένου εννόμου αγαθού.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το περιεχόμενο της αρχής περί απαγορεύσεως σωρεύσεως των κυρώσεων, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου. Από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι η αρχή αυτή έχει μόνον ως αποτέλεσμα ότι κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικαστεί ποινικά από δικαστήριο κράτους για παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε στο ίδιο αυτό κράτος. Αντιθέτως, η αρχή ne bis in idem δεν απαγορεύει ένα πρόσωπο να ενάγεται ή να καταδικάζεται ποινικώς πέραν της μιας φοράς για το ίδιο γεγονός σε δύο διαφορετικά κράτη, ή σε περισσότερα.

Αληθεύει μεν ότι το άρθρο 50 του προαναφερθέντος Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προβλέπει ότι κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο. Εντούτοις, το κείμενο αυτό έχει εφαρμογή μόνο στο έδαφος της Ενώσεως και περιορίζει ρητώς το περιεχόμενο του καθοριζομένου στο άρθρο 50 δικαιώματος στις περιπτώσεις που η επίδικη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε εντός του εδάφους αυτού.

(βλ. σκέψεις 130-135, 137)

7.      Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ, συνιστά ένα από τα μέσα που έχουν δοθεί στην Επιτροπή για να μπορεί να εκπληρώνει την αποστολή επιβλέψεως που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο. Η αποστολή αυτή περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με στόχο την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση.

Επομένως, η Επιτροπή έχει την εξουσία να αποφασίζει για το ύψος του ποσού των προστίμων προκειμένου να ενισχύσει το προληπτικό τους αποτέλεσμα όταν οι παραβάσεις συγκεκριμένου είδους εμφανίζονται σχετικώς συχνά, αν και το γεγονός ότι είναι παράνομες έχει αναγνωριστεί από την έναρξη της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, λόγω του κέρδους που ορισμένες από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις αποκομίζουν από αυτές.

Ο σκοπός της αποτροπής που δικαιούται να επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου σκοπεί να διασφαλίσει την τήρηση εκ μέρους των επιχειρήσεων των κανόνων του ανταγωνισμού που καθορίζονται στη Συνθήκη για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων τους εντός της Κοινότητας ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Συνεπώς, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να καθορίζεται ούτε σε σχέση, μόνο, με την ιδιαίτερη κατάσταση της καταδικασθείσας επιχειρήσεως ούτε σε σχέση με το αν η επιχείρηση αυτή τήρησε τους κανόνες ανταγωνισμού που έχουν τεθεί σε τρίτα κράτη εκτός ΕΟΧ.

Επομένως, νομίμως η Επιτροπή επέβαλε σε επιχείρηση πρόστιμο επαρκώς αποτρεπτικό, εντός των ορίων που θέτει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, χωρίς να οφείλει να λάβει υπόψη τις κυρώσεις που της είχαν επιβάλει τρίτα κράτη για τον καθορισμό των ορίων αυτών.

(βλ. σκέψεις 144-145, 147-148)

8.      Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε μια κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το κοινοτικό όργανο του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, διευκρινίζεται όμως ότι ουδείς μπορεί να επικαλεσθεί προσβολή της αρχής αυτής όταν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διασφαλίσεις εκ μέρους του οργάνου, προερχόμενες από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές.

Συναφώς, μια επιχείρηση δεν μπορεί ευλόγως να προσδοκά ότι απόφαση εκδοθείσα από το σώμα των Επιτρόπων, σύμφωνα με την αρχή της συλλογικότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 1 του Εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2000, με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο για την κύρωση της συμμετοχής της σε ενεργή σύμπραξη παγκόσμιας κλίμακας, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανάθεσης εξουσιών στον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού γενικό διευθυντή, ως μέτρο διαχειρίσεως ή διοικήσεως υπό την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, ένας γενικός διευθυντής σαφώς και δεν μπορούσε να παράσχει σε επιχείρηση «συγκεκριμένες διασφαλίσεις προερχόμενες από εξουσιοδοτημένη και αξιόπιστη πηγή» όσον αφορά τον συνυπολογισμό των κυρώσεων που της είχαν επιβληθεί σε τρίτο κράτος, καθότι η αρμοδιότητά του περιοριζόταν στην υποβολή προτάσεων στο σώμα των Επιτρόπων που ήταν ελεύθερο να τις δεχτεί ή να τις απορρίψει.

(βλ. σκέψη 152-153)

9.      Ναι μεν η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού των εκάστοτε προστίμων, χωρίς να οφείλει να εφαρμόζει συγκεκριμένη μαθηματική μέθοδο, το Πρωτοδικείο ωστόσο αποφαίνεται, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 17, με πλήρη δικαιοδοσία υπό την έννοια του άρθρου 229 ΕΚ επί των προσφυγών που ασκούνται κατά αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο και μπορεί, κατά συνέπεια, να καταργήσει, να μειώσει ή να αυξήσει το επιβληθέν πρόστιμο. Στο πλαίσιο αυτό, η εκτίμηση του αν το ποσό του προστίμου είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας μπορεί, ανεξαρτήτως ενδεχομένων πρόδηλων σφαλμάτων εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, να δικαιολογήσει την προσκόμιση και τον συνυπολογισμό πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψη 165)

10.    H μεταβολή που συνεπάγονται οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σε σχέση προς την προγενέστερη διοικητική πρακτική της Επιτροπής δεν συνιστά αλλοίωση του νομικού πλαισίου καθορισμού του ποσού των προστίμων που είναι δυνατόν να επιβληθούν, αντίθετη προς τη γενική αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων ή την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Συγκεκριμένα, αφενός η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών δεν χρησιμεύει η ίδια ως νομικό πλαίσιο των προστίμων που επιβάλλονται στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το νομικό αυτό πλαίσιο καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τον κανονισμό 17. Αφετέρου, βάσει του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζει ο κανονισμός 17 στην Επιτροπή, η καθιέρωση από την τελευταία μιας νέας μεθόδου υπολογισμού του ποσού των προστίμων, η οποία ενδεχομένως συνεπάγεται αύξηση του γενικού ύψους των προστίμων αλλά δεν βαίνει πέραν του νομικού πλαισίου των κυρώσεων που καθορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναδρομική επίταση των προστίμων, όπως αυτά προβλέπονται από την ως άνω διάταξη.

(βλ. σκέψεις 190-191)

11.    Το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ενός ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που αναφέρει ο κανονισμός 17, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού και για να ενισχυθεί το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

(βλ. σκέψεις 192, 216)

12.    Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων στις υποθέσεις ανταγωνισμού, η μοναδική ρητή παραπομπή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 στον κύκλο εργασιών αφορά το όριο που δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό ενός προστίμου, όριο που θεωρείται σχετικό με τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών. Εντός του ορίου που θέτει η ως άνω διάταξη, η Επιτροπή μπορεί κατ’ αρχήν να καθορίσει το πρόστιμο βάσει του κύκλου εργασιών της επιλογής της, όσον αφορά τη γεωγραφική ζώνη και τα οικεία προϊόντα, χωρίς να υποχρεούται να λάβει συγκεκριμένα υπόψη της τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε στην οικεία γεωγραφική αγορά ή στην αγορά των εν λόγω προϊόντων. Τέλος, ναι μεν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεν προβλέπουν τον υπολογισμό των προστίμων ανάλογα με συγκεκριμένο κύκλο εργασιών, δεν απαγορεύουν ωστόσο τον συνυπολογισμό ενός τέτοιου κύκλου εργασιών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή της Επιτροπής δεν πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψη 195)

13.    Το γεγονός ότι η Επιτροπή διέθετε περιορισμένη μόνον αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων στο έδαφος του ΕΟΧ λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν απαγορεύει το να λάβει υπόψη της τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών που αντλείται από την πώληση του εν λόγω προϊόντος, προκειμένου να αξιολογήσει την οικονομική ικανότητα των μερών της συμπράξεως να προκαλέσουν ζημία στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ, δεδομένου ότι ανεξαρτήτως του κύκλου εργασιών που λαμβάνεται υπόψη, δεν πρέπει να του προσδίδεται δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 200-201)

14.    Οσάκις η Επιτροπή στηρίζεται στις επιπτώσεις της παραβάσεως προκειμένου να αξιολογήσει τη βαρύτητά της, σύμφωνα με το σημείο 1 Α, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τα αποτελέσματα που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι εκείνα που απορρέουν από την όλη παράβαση στην οποία μετείχαν όλες οι επιχειρήσεις, οπότε δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή η εξέταση της ατομικής συμπεριφοράς ή των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψη 203)

15.    Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η προσέγγιση της Επιτροπής, η οποία συνίσταται στην ταξινόμηση των μερών μιας συμπράξεως σε διάφορες κατηγορίες, με συνέπεια τον κατ’ αποκοπή καθορισμό του αρχικού ποσού που ορίστηκε για τις επιχειρήσεις που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, μολονότι έχει ως αποτέλεσμα να μην λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να επικριθεί. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων θα αντικατοπτρίζουν οιαδήποτε διαφορά μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους.

Ωστόσο, μια τέτοια ταξινόμηση σε κατηγορίες πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Περαιτέρω, το ποσό των προστίμων πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να εκτιμηθεί η βαρύτητα της παραβάσεως.

Κατά συνέπεια, όταν η Επιτροπή ταξινομεί τις οικείες επιχειρήσεις σε κατηγορίες για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, ο καθορισμός των ορίων εκκινήσεως, για καθεμία από τις κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενες κατηγορίες πρέπει να είναι συνεπής και αντικειμενικώς δικαιολογημένος.

(βλ. σκέψεις 217, 219-220)

16.    Οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να εφαρμόσει, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν σε επιχειρήσεις που παρέβησαν του κανόνες του ανταγωνισμού, τη μέθοδο της διαφοροποιήσεως που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές που θέσπισε για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος, 2 του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οφείλει να συμμορφώνεται προς αυτήν, εκτός αν διευκρινίσει ειδικά τους λόγους για τους οποίους είναι εύλογο, ενδεχομένως, να παρεκκλίνει επί συγκεκριμένου σημείου. Επομένως, ναι μεν η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη της πλείονα στοιχεία για να καθορίσει το τελικό ποσό του προστίμου και δεν υποχρεούται να εφαρμόσει προς τούτο αριθμητικούς τύπους, πλην όμως οφείλει, εφόσον έκρινε σκόπιμο και δίκαιο να προσφύγει, σε ένα ορισμένο στάδιο της διαδικασίας καθορισμού, σε αριθμητικά στοιχεία υπολογισμού, να εφαρμόσει τη μέθοδό της κατά τρόπο ορθό, συνεπή και, ειδικότερα, μη εισάγοντα διακρίσεις. Άπαξ και επέλεξε οικειοθελώς να εφαρμόσει αυτού του είδους την αριθμητική μέθοδο, δεσμεύεται από τους κανόνες της, εκτός αν δικαιολογήσει ρητά την απόκλιση έναντι όλων των μερών της ίδιας συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 231-232, 352)

17.    Από την αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.

Συναφώς, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον αναφέρει, σε απόφαση περί κυρώσεως παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, τα στοιχεία εκτιμήσεως που της επέτρεψαν να εκτιμήσει τη βαρύτητα της διαπραχθείσας παραβάσεως, χωρίς να οφείλει να παραθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 250, 252)

18.    Ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο, για τη παράβαση ευθύνεται, κατ’ αρχήν, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, έστω και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της περί διαπιστώσεως της παραβάσεως αποφάσεως, η εκμετάλλευση της επιχειρήσεως τελούσε υπό την ευθύνη άλλου προσώπου, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι μια επιχείρηση –ήτοι μια οικονομική ενότητα προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων–, διευθύνεται από τα όργανα που προβλέπει το καταστατικό της και κάθε επιβάλλουσα πρόστιμο απόφαση μπορεί να απευθύνεται στην εκ του καταστατικού διεύθυνση της επιχειρήσεως (διοικητικό συμβούλιο, διοικούσα επιτροπή, πρόεδρος, διαχειριστής κ.λπ.), παρόλο που, τελικά, τις χρηματοοικονομικές συνέπειες φέρουν οι ιδιοκτήτες της επιχειρήσεως. Ο κανόνας αυτός δεν θα εφαρμοζόταν αν απαιτούνταν από την Επιτροπή να εντοπίζει πάντοτε, όταν αντιμετωπίζει τη συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά επιχειρήσεως, τον κύριο της επιχειρήσεως ασκώντας αποφασιστική επιρροή στην επιχείρηση, προκειμένου να μπορέσει να τιμωρήσει αυτόν και μόνο.

(βλ. σκέψεις 280-281)

19.    Άπαξ μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων πρέπει να προσδιορίζονται οι αντίστοιχοι ρόλοι τους στην παράβαση καθ’ όσον χρόνο συμμετείχαν σ’ αυτήν. Προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ρόλος του «επικεφαλής» που έχουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις στο πλαίσιο μιας συμπράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, στο μέτρο που οι επιχειρήσεις που είχαν αυτόν τον ρόλο αυτό πρέπει, λόγω αυτού, να φέρουν ειδική ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψη 301)

20.    Κατά το σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το γεγονός ότι η επιχείρηση «έχει παίξει αποκλειστικά παθητικό ρόλο ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων» στη διάπραξη της παράβασης μπορεί, εφόσον αποδειχθεί, να συνιστά ελαφρυντική περίσταση.

Συναφώς, μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να αποκαλύψουν τον παθητικό ρόλο μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο συμπράξεως μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικός χαρακτήρας των συμμετοχών της σε συναντήσεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της συμπράξεως, καθώς και η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων εκ μέρους των εκπροσώπων τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των συναφών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 330-331)

21.    Όταν η Επιτροπή καλείται να καθορίσει το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στα μέλη συμπράξεως αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, δεν οφείλει όσον αφορά τον συνυπολογισμό των ελαφρυντικών περιστάσεων, να τηρήσει την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων. Επομένως, δεν οφείλει, ακόμη και αν το έπραξε στο παρελθόν, να λάβει συναφώς υπόψη την εκ μέρους επιχειρήσεως εφαρμογή προγράμματος συμμορφώσεως των πρακτικών της με τους κανόνες του ανταγωνισμού ή την κακή οικονομική κατάσταση του τομέα στον οποίο ανήκει η επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 343, 345)

22.    Tο προβλεπόμενο στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 όριο του 10 %, μέχρι το οποίο μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, αναφέρεται στον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, καθότι μόνον αυτός ο κύκλος εργασιών συνιστά ένδειξη για τη σημασία και την επιρροή της επιχειρήσεως αυτής στην αγορά. Είναι το μοναδικό από τα τελικώς επιβληθέντα πρόστιμα που πρέπει να μειωθεί μέχρι του προαναφερθέντος ορίου σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 15· η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να ορίσει, κατά τον υπολογισμό της, ενδιάμεσο ποσό υπερβαίνον το εν λόγω όριο, εφόσον το ύψος του προστίμου που τελικά επιβάλλεται δεν υπερβαίνει το όριο αυτό.

(βλ. σκέψη 367)

23.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα ισοδυναμούσε με την παροχή αδικαιολόγητου από απόψεως ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στις συνθήκες της αγοράς. Το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε κατά την προηγούμενη πρακτική ως προς τη λήψη των αποφάσεών της ότι έπρεπε να λάβει υπόψη της τις χρηματοοικονομικές δυσχέρειες συγκεκριμένης επιχειρήσεως δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της.

Περαιτέρω, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει αυτό καθ’ εαυτό το μέτρο κοινοτικής αρχής που οδηγεί σε πτώχευση ή εκκαθάριση συγκεκριμένης επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 370, 372, 484)

24.    Δεν μπορεί να αναγνωριστεί δικαίωμα απόλυτης σιωπής σε επιχείρηση στην οποία αποστέλλεται αίτηση παροχής πληροφοριών υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17. Συγκεκριμένα, η αναγνώριση αυτού του δικαιώματος υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο για την προάσπιση των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων και συνιστά αδικαιολόγητο εμπόδιο στην εκπλήρωση της αποστολής της Επιτροπής να μεριμνά για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Το δικαίωμα σιωπής αναγνωρίζεται μόνο στο μέτρο που η οικεία επιχείρηση υποχρεούται να παράσχει απαντήσεις με τις οποίες θα οδηγούνταν στο σημείο να παραδεχθεί την ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η Επιτροπή.

Η Επιτροπή δικαιούται, για να διαφυλάξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11 του κανονισμού 17, να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων έχει λάβει γνώση και να της προσκομίζουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχουν, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί συμπεριφορά που προσβάλλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η εξουσία της Επιτροπής να απαιτεί την παροχή πληροφοριών δεν απαγορεύεται ούτε από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ο αποδέκτης της αιτήσεως παροχής πληροφοριών οφείλει να απαντήσει στα ερωτήματα της Επιτροπής σχετικά με αμιγώς πραγματικά γεγονότα και να προσκομίσει τα ζητούμενα προϋπάρχοντα έγγραφα δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας ή του δικαιώματος για μια δίκαιη δίκη, που παρέχουν, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, προστασία ισοδύναμη με αυτή που εγγυάται το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συγκεκριμένα, ο αποδέκτης της αιτήσεως παροχής πληροφοριών έχει κάθε δικαίωμα να αποδείξει αργότερα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, ότι τα γεγονότα που εξέθεσε στις απαντήσεις του ή τα έγγραφα που κοινοποίησε έχουν διαφορετικό νόημα από αυτό που δέχθηκε η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 402-404, 406)

25.    Το γεγονός ότι είχε απευθυνθεί σε επιχείρηση αίτηση παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, δεν είναι καθοριστικό για να ελαχιστοποιηθεί η σπουδαιότητα της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση αυτή, δυνάμει του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

(βλ. σκέψη 410)

26.    Μπορούν να αποτελέσουν έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία κατά την έννοια του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, τα προφορικά στοιχεία που παρέχει μια επιχείρηση στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως «αποδεικτικά στοιχεία» που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της υπάρξεως της διαπραχθείσας παραβάσεως όχι μόνον «έγγραφα» αλλά και «πληροφορίες». Συνεπώς, οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να παρέχονται γραπτώς. Αφετέρου, η πρακτική χρησιμότητα μιας αμιγώς προφορικής πληροφορίας δεν αμφισβητείται εφόσον παρέχει, παραδείγματος χάρη, στην Επιτροπή άμεσες αποδείξεις της παραβάσεως ή εφόσον, λόγω της ακρίβειάς της, ενθαρρύνει την Επιτροπή να συνεχίσει μια έρευνα την οποία θα είχε εγκαταλείψει χωρίς την πληροφορία αυτή, καθότι δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες εκείνη τη χρονική στιγμή.

(βλ. σκέψεις 430-431)

27.    Μπορεί να ανταμειφθεί με μείωση του προστίμου κάθε συνεργασία που διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της. Ναι μεν αληθεύει ότι η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων προβλέπει, στο σημείο της Α, παράγραφος 3, μόνον τη μείωση «του προστίμου που [οι συνεργαζόμενες με την Επιτροπή επιχειρήσεις] θα όφειλαν άλλως να καταβάλουν», η διάταξη αυτή όμως δεν απαιτεί να συσχετίζεται κάθε ατομική πληροφορία με παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δυνάμενη να κυρωθεί χωριστά. Για να μπορέσει να εφαρμοστεί η εν λόγω ανακοίνωση σε μια επιχείρηση, αρκεί η διατεθειμένη να συνεργαστεί επιχείρηση να εκτεθεί στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων, με την αποκάλυψη της εμπλοκής της σε παράβαση, ενώ η συνεκτίμηση των διαφόρων πληροφοριών, με σκοπό την ενδεχόμενη μείωση του προστίμου, εξαρτάται από τη χρησιμότητά τους για την εκ μέρους της Επιτροπής εκπλήρωση του καθήκοντός της να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως και να θέσει τέρμα σε αυτή.

Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, όταν ένας υπάλληλος της Επιτροπής που δεν τηρεί το καθήκον πίστης είναι σε θέση να υπονομεύσει το έργο του θεσμικού οργάνου στο οποίο ανήκει, υποστηρίζοντας τα μέλη ενός παράνομου καρτέλ και μπορεί, ως εκ τούτου, να περιπλέξει σημαντικά την έρευνα του οργάνου, παραδείγματος χάρη καταστρέφοντας ή νοθεύοντας αποδεικτικά στοιχεία, ενημερώνοντας τα μέλη του καρτέλ για επικείμενο αιφνιδιαστικό έλεγχο και αποκαλύπτοντας όλη τη στρατηγική έρευνας της Επιτροπής, η πληροφορία περί υπάρξεως τέτοιου υπαλλήλου πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ικανή να διευκολύνει το καθήκον της Επιτροπής που συνίσταται στην απόδειξη και τον τερματισμό της παραβάσεως. Η χρησιμότητα μιας τέτοιας πληροφορίας είναι ιδιαιτέρως σημαντική όταν παρέχεται στο αρχικό στάδιο έρευνας που διεξάγει η Επιτροπή σχετικά με ενδεχόμενες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες.

(βλ. σκέψεις 435-436)

28.    Στην εξουσία που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 περιλαμβάνεται η δυνατότητα να ορίζει την ημερομηνία κατά την οποία καθίστανται απαιτητά τα πρόστιμα καθώς και την ημερομηνία ύστερα από την οποία αρχίζουν να οφείλονται τόκοι υπερημερίας, να καθορίζει το επιτόκιο και να προσδιορίζει σχετικές με την εκτέλεση της αποφάσεως λεπτομέρειες, απαιτώντας, ενδεχομένως, τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως καλύπτουσας το κεφάλαιο και τους τόκους των επιβληθέντων προστίμων. Ελλείψει τέτοιας εξουσίας, το πλεονέκτημα που θα ήταν δυνατόν να αντλούν οι επιχειρήσεις από την εκπρόθεσμη πληρωμή προστίμων θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των κυρώσεων που επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του καθήκοντός της να μεριμνά για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υποχρέωση πληρωμής τόκων λόγω μη έγκαιρης καταβολής των προστίμων δικαιολογείται από τον σκοπό να αποφεύγεται η καταστρατήγηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της Συνθήκης από πρακτικές ακολουθούμενες μονομερώς από επιχειρήσεις που καθυστερούν να πληρώνουν τα επιβαλλόμενα σ’ αυτές πρόστιμα και για να αποφεύγεται ότι οι τελευταίες αυτές επιχειρήσεις ευνοούνται σε σχέση με αυτές που πληρώνουν τα πρόστιμά τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

(βλ. σκέψεις 475-476)