Language of document : ECLI:EU:T:2022:781

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Εξουσίες της ΕΚΤ – Εξουσίες έρευνας – Επιτόπιες επιθεωρήσεις – Άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Απόφαση της ΕΚΤ για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις ενός λιγότερο σημαντικού πιστωτικού ιδρύματος – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Παραδεκτό – Αρμοδιότητα της ΕΚΤ – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν μια επιθεώρηση – Άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας – Αναιτιολόγητη αίτηση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως»

Στην υπόθεση T‑275/19,

PNB Banka AS, με έδρα τη Ρίγα (Λεττονία), εκπροσωπούμενη από τον O. Behrends, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από την C. Hernández Saseta, τον F. Bonnard και τον V. Hümpfner,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, τον A. Nijenhuis και την A. Steiblytė,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise, P. Nihoul, R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, η προσφεύγουσα, PNB Banka AS, ζητεί την ακύρωση της κοινοποιηθείσας με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) περί διενέργειας επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις της.

I.      Νομοθετικό πλαίσιο

2        Ο κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), περιλαμβάνει κεφάλαιο III, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσίες της ΕΚΤ». Το τμήμα 1 του κεφαλαίου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Εξουσίες έρευνας», περιλαμβάνει το άρθρο 12, με τίτλο «Επιτόπιες επιθεωρήσεις», το οποίο προβλέπει εξής:

«1.      Για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, και με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο, η ΕΚΤ μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 13 και υπό την προϋπόθεση ότι θα ενημερωθεί προηγουμένως η οικεία εθνική αρμόδια αρχή, να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η ΕΚΤ είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ). Η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς να ειδοποιούνται προηγουμένως τα εν λόγω νομικά πρόσωπα, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων.

2.      Οι υπάλληλοι και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και οικόπεδα των νομικών προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα κατόπιν απόφασης για επιθεώρηση που εκδόθηκε από την ΕΚΤ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.

3.      Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 υπόκεινται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις βάσει απόφασης της ΕΚΤ.

4.      Οι υπάλληλοι και άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ή διορίζονται από την εθνική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση επικουρούν, υπό την εποπτεία και το συντονισμό της ΕΚΤ, ενεργά τους υπαλλήλους και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΚΤ. Για τον σκοπό αυτόν, διαθέτουν τις εξουσίες που ορίζονται στην παράγραφο 2. Οι υπάλληλοι της εθνικής αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου συμμετέχοντος κράτους μέλους έχουν επίσης το δικαίωμα να συμμετέχουν στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

5.      Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι και τα άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα, που έχουν εξουσιοδοτηθεί ή διοριστεί από την ΕΚΤ, διαπιστώνουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτάσσεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η εθνική αρμόδια αρχή του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Στη συνδρομή περιλαμβάνεται η δυνατότητα να σφραγίζονται οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την επιθεώρηση. Οσάκις η οικεία εθνική αρμόδια αρχή δεν διαθέτει αυτή την εξουσία, κάνει χρήση των εξουσιών της για να ζητήσει την αναγκαία συνδρομή άλλων εθνικών αρχών.»

3        Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Άδεια δικαστικής αρχής», ορίζει τα εξής:

«1.      Εάν, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 5, ζητείται η άδεια αυτή.

2.      Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΚΤ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα αναγκαστικά μέτρα δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο της επιθεώρησης. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω αναγκαστικών μέτρων, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως τους λόγους που έχει η ΕΚΤ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3, και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης, καθώς και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα αναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή του κράτους μέλους δεν μπορεί να επανεξετάσει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της επιθεώρησης, ούτε να ζητήσει να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΚΤ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΚΤ υπόκειται σε επανεξέταση αποκλειστικά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

4        Ο κανονισμός (ΕΕ) 468/2014 της ΕΚΤ, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1), περιλαμβάνει μέρος XI, το οποίο επιγράφεται «Πρόσβαση σε πληροφορίες, εκθέσεις, έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις», του οποίου ο τίτλος 5, ο οποίος περιλαμβάνει τα άρθρα 143 έως 146, αφορά τις επιτόπιες επιθεωρήσεις. Το άρθρο 143, με τίτλο «Απόφαση της ΕΚΤ για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης κατά το άρθρο 12 του κανονισμού [1024/2013]», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:

«Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 142 και σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 του κανονισμού [1024/2013], οι επιτόπιες επιθεωρήσεις διεξάγονται με απόφαση της ΕΚΤ η οποία προβλέπει κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:

α)      το αντικείμενο και τον σκοπό της επιτόπιας επιθεώρησης και

β)      ότι τυχόν παρακώλυση της επιτόπιας επιθεώρησης από το νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά συνιστά παράβαση απόφασης της ΕΚΤ κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 7 του κανονισμού [1024/2013], υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, όπως ορίζει το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού [1024/2013].»

5        Το άρθρο 145 του κανονισμού 468/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία και κοινοποίηση επιτόπιας επιθεώρησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της επιτόπιας επιθεώρησης η ΕΚΤ κοινοποιεί στο νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε αυτή την απόφασή της κατά το άρθρο 143 παράγραφος 2 και την ταυτότητα των μελών της ομάδας επιτόπιας επιθεώρησης. Τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν ενημερώσει το νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε επιτόπια επιθεώρηση η ΕΚΤ ενημερώνει σχετικά την ΕΑΑ του κράτους μέλους στο οποίο αυτή πρόκειται να διεξαχθεί.

2.      Εφόσον απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα της επιθεώρησης, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει την οικεία εποπτευόμενη οντότητα. Η ΕΑΑ ενημερώνεται το συντομότερο δυνατό πριν από την έναρξη της επιτόπιας επιθεώρησης.»

II.    Ιστορικό της διαφοράς

6        Κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα ήταν λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013 (στο εξής: λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα) με έδρα τη Λεττονία. Ως εκ τούτου, τελούσε υπό την άμεση προληπτική εποπτεία της Finanšu un kapitāla tirgus komisija (επιτροπής χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς, Λεττονία, στο εξής: FKTK).

7        Το επιχειρησιακό μοντέλο της προσφεύγουσας ήταν αυτό της τράπεζας γενικών εργασιών η οποία ασκεί σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων της με κατοίκους αλλοδαπής. Τα σημαντικότερα ανοίγματα σε κινδύνους αφορούσαν αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους στη Ρωσία, την Ουκρανία και άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών.

8        Ο CR, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, ήταν ο κύριος μέτοχος της προσφεύγουσας.

9        Τον Φεβρουάριο του 2016, η FKTK επέβαλε στην προσφεύγουσα πρόσθετες προβλέψεις για την κάλυψη ζημιών από δάνεια, καθώς και περιορισμούς σε συναλλαγές. Της ζήτησε επίσης, αφενός, να αντιμετωπίσει τις παραβάσεις σχετικά με τα όρια για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και, αφετέρου, να ενισχύσει τα ίδια κεφάλαιά της καθώς και να διαβιβάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση σχετικά με τη ρευστότητα.

10      Στις 25 Αυγούστου 2017, κατά την προσφεύγουσα, η ίδια από κοινού με τον CR και άλλα μέλη της οικογένειάς του οι οποίοι ήταν μέτοχοι της προσφεύγουσας, «γνωστοποίησαν» στη Δημοκρατία της Λεττονίας ένδικη διαφορά με αντικείμενο την προστασία των επενδύσεών τους. Ισχυρίστηκαν ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που επέβαλε η FKTK στην προσφεύγουσα ήταν αδικαιολόγητες και υπερβολικές.

11      Κατά την προσφεύγουσα, τον Αύγουστο του 2017, ο CR υπέβαλε καταγγελία στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με πράξεις διαφθοράς για τις οποίες είχε κριθεί ένοχος ο A, διοικητής της Latvijas Banka (Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας). Οι καταγγελλόμενες πράξεις διαφθοράς συνίσταντο στις προσπάθειες του A, λόγω της επιρροής του στην FKTK, να δωροδοκηθεί από τον CR.

12      Στις 31 Αυγούστου 2017, η FKTK κοινοποίησε στην προσφεύγουσα απόφαση με την οποία της επέβαλε πρόσθετες προβλέψεις για την κάλυψη ζημιών από δάνεια, καθόσον διαπίστωσε, κατόπιν επιτόπιας επιθεώρησης, συνεχιζόμενη παραβίαση των ορίων για τα μεγάλα ανοίγματα.

13      Τον Σεπτέμβριο του 2017, η προσφεύγουσα χαρακτηρίστηκε ως «λιγότερο σημαντικό ίδρυμα σε κατάσταση κρίσης» κατά την έννοια του πλαισίου συνεργασίας για τη διαχείριση κρίσεων όσον αφορά τις λιγότερο σημαντικές οντότητες, γεγονός που είχε ως συνέπεια να τεθεί η προσφεύγουσα σε καθεστώς ειδικής εποπτείας υπό ομάδα διαχείρισης κρίσεων αποτελούμενη από την FKTK και την ΕΚΤ.

14      Στις 12 Δεκεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα, ο CR και άλλα μέλη της οικογενείας του, μέτοχοι της προσφεύγουσας, κίνησαν διαιτητική διαδικασία κατά της Δημοκρατίας της Λεττονίας ενώπιον του Διεθνούς Κέντρου Διακανονισμού Διαφορών από Επενδύσεις (ICSID), βάσει της συνθήκης της 24ης Ιανουαρίου 1994 για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας (στο εξής: διαιτητική διαδικασία). Υποστήριξαν ότι, από τα τέλη του 2015, η FKTK ασκούσε προληπτική εποπτεία επί της προσφεύγουσας κατά τρόπο υπερβολικό και αυθαίρετο γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια αυξήσεις των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων και περιορισμούς στις συναλλαγές. Ανέφεραν ότι η άσκηση της προληπτικής εποπτείας κατ’ αυτόν τον υπερβολικό και αυθαίρετο τρόπο οφειλόταν στην επιρροή που ασκούσε ο Α στην FKTK με σκοπό να δωροδοκηθεί ο Α από την προσφεύγουσα και τον CR.

15      Τον Δεκέμβριο του 2017, κατά την προσφεύγουσα, ο CR κατήγγειλε στις λεττονικές αρχές τις πράξεις διαφθοράς που αναφέρονται στη σκέψη 11 ανωτέρω.

16      Στις 17 Φεβρουαρίου 2018, ο A συνελήφθη κατόπιν ενάρξεως, στις 15 Φεβρουαρίου 2018, προκαταρκτικής ποινικής έρευνας την οποία διεξήγαγε το Korupcijas novēršanas un apkarošanas birojs (Γραφείο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, Λεττονία, στο εξής: KNAB). Αντικείμενο της εν λόγω έρευνας ήταν κατηγορίες για διαφθορά σε σχέση με τη διεξαγωγή εποπτικής διαδικασίας κατά λεττονικής τράπεζας, διαφορετικής από την προσφεύγουσα. Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2018, αφού ο A αφέθηκε ελεύθερος, το KNAB του επέβαλε ορισμένα μέτρα ασφαλείας, μεταξύ των οποίων την απαγόρευση ασκήσεως των καθηκόντων του ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.

17      Στις 28 Ιουνίου 2018 απαγγέλθηκαν κατά του A κατηγορίες από την εισαγγελέα που είχε επιληφθεί της μνημονευόμενης στη σκέψη 16 ανωτέρω έρευνας. Το κατηγορητήριο, το οποίο συμπληρώθηκε στις 24 Μαΐου 2019, περιλάμβανε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε την αποδοχή, το 2010, πρότασης δωροδοκίας που του έγινε από τον πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου λεττονικής τράπεζας διαφορετικής από την προσφεύγουσα και δωροληψία, σε αντάλλαγμα της οποίας ο Α θα παρέσχε συμβουλές προκειμένου η εν λόγω τράπεζα να αποφύγει την εποπτεία της FKTK και δεν θα μετέσχε στις συνεδριάσεις της FKTK στο πλαίσιο των οποίων συζητήθηκαν τα ζητήματα που αφορούσαν την εποπτεία της τράπεζας αυτής. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε, αφενός, την αποδοχή, μετά τις 23 Αυγούστου 2012, πρότασης δωροδοκίας από τον αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ίδιας τράπεζας, σε αντάλλαγμα της οποίας ο Α θα παρέσχε συμβουλές προκειμένου να επιτευχθεί η άρση των περιορισμών που είχε επιβάλει η FKTK στις συναλλαγές και να αποτραπεί η επιβολή άλλων περιορισμών και, αφετέρου, δωροληψία εκ μέρους του A του ημίσεος του ποσού της δωροδοκίας αυτής. Η τρίτη κατηγορία αφορούσε τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με σκοπό την απόκρυψη της προέλευσης, των μεταφορών και της κυριότητας κεφαλαίων που είχαν καταβληθεί στον Α και αντιστοιχούσαν στο ποσό της δωροληψίας στο πλαίσιο της δεύτερης κατηγορίας.

18      Με επιστολές της 5ης Ιουλίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα και ο CR επισήμαναν στην πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ ότι η έρευνα σχετικά με τα περιστατικά δωροδοκίας που αναφέρονται στη σκέψη 11 ανωτέρω ήταν σε εξέλιξη. Επισήμαναν ότι, μετά τη σύλληψή του τον Φεβρουάριο του 2018, ο Α προέβη σε εχθρικές και εσφαλμένες δημόσιες δηλώσεις εναντίον τους, ισχυριζόμενος ότι η εξαγορά της προσφεύγουσας από τον CR είχε δόλιο χαρακτήρα. Θεώρησαν ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της FKTK όσον αφορά την προσφεύγουσα ήταν υπερβολικές και μεροληπτικές. Ζήτησαν από την ΕΚΤ να παρέμβει διενεργώντας έρευνα και λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα, όπως σχετικές αλλαγές στο προσωπικό που ήταν επιφορτισμένο με την προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής έγραψαν τα εξής: «Ο [Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμό (ΕΕΜ)] στηρίζεται και στο σκεπτικό ότι η ΕΚΤ μπορεί να διασφαλίσει πιο αντικειμενική και αμερόληπτη εποπτεία από ό,τι οι τοπικές εποπτικές αρχές. Η [προσφεύγουσα] και ο [CR] προσβλέπουν στη συνεργασία με την ΕΚΤ για τον σκοπό αυτό» (επιστολή της 5ης Ιουλίου 2018, σ. 13).

19      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, το ICSID εξέδωσε προσωρινά μέτρα με τα οποία συνέστησε στη Δημοκρατία της Λεττονίας να μη λάβει μέτρα για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της προσφεύγουσας παραπέμποντας σε εικαζόμενη μη συμμόρφωση προς μία από τις κανονιστικές απαιτήσεις για τις οποίες η τελική προθεσμία είχε ορισθεί σε απόφαση της FKTK της 27ης Φεβρουαρίου 2018 (στο εξής: σύσταση του ICSID).

20      Στις 8 Οκτωβρίου 2018, η πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ ανέφερε στην προσφεύγουσα και στον CR, απαντώντας στις επιστολές τους της 5ης Ιουλίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, ότι, στο πλαίσιο του καθήκοντος που υπέχει ως προς την εποπτεία της λειτουργίας του ΕΕΜ, η ΕΚΤ συμμεριζόταν την άποψη της FKTK ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια απαιτούσε ειδική εποπτεία. Ανέφερε ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει κατ’ επανάληψη παρατάσεις των προθεσμιών προκειμένου να λάβει μέτρα σχετικά με τα ίδια κεφάλαια και ότι, παρά το ότι τα προβλήματα αυτά εξακολουθούσαν να υφίστανται, δεν είχαν επιβληθεί στην προσφεύγουσα από την FKTK άλλα αυστηρά εποπτικά μέτρα πλην αιτημάτων για ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων, μέτρων ανάκτησης και προσθέτων προβλέψεων. Έκρινε ότι επί πολλά έτη η προσφεύγουσα δεν τηρούσε το όριο για τα μεγάλα ανοίγματα σε σχέση με τρίτο πρόσωπο και ότι είχε λάβει επανειλημμένως παρατάσεις της προθεσμίας για να το αντιμετωπίσει. Θεώρησε ότι δεν είχε καμία ένδειξη ότι τα μέτρα εποπτείας που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα ήταν υπερβολικά ή δυσανάλογα. Κατέληξε ανακοινώνοντας ότι η πρόθεση της ήταν να ασκήσει το εποπτικό της καθήκον δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα μέτρα που θα λάμβανε η προσφεύγουσα για να άρει τις παραβάσεις των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.

21      Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, η FKTK ζήτησε από την ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας.

22      Στις 10 Ιανουαρίου 2019, το εποπτικό συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο απόφασης για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Το εν λόγω σχέδιο υποβλήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση στο πλαίσιο της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων. Δεδομένου ότι το διοικητικό συμβούλιο δεν διατύπωσε αντιρρήσεις, το σχέδιο απόφασης θεωρήθηκε εγκριθέν στις 21 Ιανουαρίου 2019 (στο εξής: σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο ή προσβαλλομένη απόφαση).

23      Όσον αφορά την αιτιολογία για τη διεξαγωγή της επιθεώρησης, το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο αναφέρει, αφενός, ότι, τα προηγούμενα έτη, εντοπίστηκαν πολλές ελλείψεις και παραβάσεις των εφαρμοστέων διατάξεων και δεν ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα. Πρώτον, από το 2016, η προσφεύγουσα δεν τηρούσε τα όρια για τα μεγάλα ανοίγματα τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 395 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1). Δεύτερον, από τον Φεβρουάριο του 2018, η προσφεύγουσα δεν τηρούσε τα όρια στις συναλλαγές συνδεδεμένων μερών που προβλέπονται από τη λεττονική νομοθεσία, λόγω των ανοιγμάτων που είχε έναντι του κυρίου μετόχου της. Τρίτον, από το 2012, η FKTK υποχρεούτο να λαμβάνει τακτικά μέτρα έναντι της προσφεύγουσας όσον αφορά την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Παρά το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την FKTK τον Ιούλιο του 2017, η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να παραβιάζει τις απαιτήσεις σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τέλος, τέταρτον, η εξέλιξη των δεικτών ιδίων κεφαλαίων κατά τα τρία τελευταία έτη αποδεικνύει ότι, επανειλημμένως, η προσφεύγουσα οριακά δεν παραβίαζε τις ελάχιστες απαιτήσεις που αφορούν τα ίδια κεφάλαια του πρώτου πυλώνα στο επίπεδο του ομίλου. Από το 2018, η προσφεύγουσα παραβίαζε περιοδικά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του δευτέρου πυλώνα. Ο ορκωτός ελεγκτής, το 2015, δεν διατύπωσε γνώμη επισημαίνοντας ζητήματα αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων, ενώ ο νεοδιορισθείς ελεγκτής, το 2016 και το 2017, διατύπωσε γνώμη υπό επιφύλαξη επισημαίνοντας και αυτός ζητήματα αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων.

24      Αφετέρου, το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο αναφέρει ότι λόγω της σύστασης του ICSID η FKTK κωλύεται να εφαρμόσει έναντι της προσφεύγουσας όλα τα μέτρα εποπτείας. Σημειώνει ότι, κατόπιν αιτήματος της FKTK, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας. Τονίζει ότι η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης θα παράσχει στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τη δική της ανάλυση της κατάστασης της προσφεύγουσας και διευκρινίζει ότι η εν λόγω επιτόπια επιθεώρηση μπορεί να διεξαχθεί ανεξάρτητα από την ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας από την ΕΚΤ. Αναφέρει ότι, παράλληλα με την ανάληψη της άμεσης εποπτείας, η ΕΚΤ θα είναι τότε σε θέση να λάβει τα απαραίτητα εποπτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι η προσφεύγουσα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

25      Όσον αφορά το αντικείμενο και το χρονοδιάγραμμα της επιθεώρησης, το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο αναφέρει ότι προβλέπεται ότι η ΕΚΤ θα διεξαγάγει επιτόπια επιθεώρηση με σκοπό τη διεξοδική έρευνα των κινδύνων, του ελέγχου των κινδύνων και της διακυβέρνησης της προσφεύγουσας, έτσι ώστε να αξιολογήσει, μεταξύ άλλων, τις διαδικασίες και τα συστήματά της καθώς και την ποιότητα της διοίκησής της. Αναφέρει ότι αυτή η επιτόπια επιθεώρηση θα επικεντρωθεί κυρίως στον πιστωτικό κίνδυνο.

26      Το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο αναφέρει επίσης ότι, με βάση τα αποτελέσματα της επιτόπιας επιθεώρησης καθώς και των πιο πρόσφατων εποπτικών ελέγχων της FKTK, θα καταρτιστεί σχέδιο δράσης με αρκετά σύντομη καταληκτική ημερομηνία. Στο εν λόγω σχέδιο διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση που οι παρατυπίες που θα διαπιστωθούν κατά την επιτόπια επιθεώρηση είναι τόσο σοβαρές και συστηματικές ώστε κανένα μέτρο προληπτικής εποπτείας να μην μπορεί να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τους κανόνες για εύλογο χρονικό διάστημα, η ΕΚΤ θα κινήσει τη διαδικασία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

27      Το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο περιλαμβάνει και παράρτημα με τίτλο «Επισκόπηση του πρόσφατου εποπτικού ιστορικού [της προσφεύγουσας], όπως κοινοποιήθηκε στην ΕΚΤ».

28      Με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019, ο γενικός διευθυντής της γενικής διευθύνσεως μικροπροληπτικής εποπτείας III (στο εξής: γενικός διευθυντής) ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού και τα άρθρα 143 έως 146 του κανονισμού 468/2014, και σύμφωνα με απόφαση του εποπτικού συμβουλίου της 10ης Ιανουαρίου 2019, επρόκειτο να διεξαχθεί επιτόπια επιθεώρηση εντός του ομίλου με σκοπό την εξέταση του πιστωτικού κινδύνου. Διευκρίνισε ότι το αντικείμενο του ελέγχου αυτού θα μπορούσε να διευρυνθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας, αν παρίστατο ανάγκη, και ότι, στην περίπτωση αυτή, η προσφεύγουσα θα ενημερωνόταν από τον αρχηγό της αποστολής εκ μέρους της ΕΚΤ.

29      Στην εν λόγω επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019, ο γενικός διευθυντής σημείωσε ότι η επιτόπια επιθεώρηση είχε προγραμματιστεί για τον Μάρτιο του 2019 και ανέφερε το όνομα του επικεφαλής της αποστολής επιθεώρησης. Επισήμανε ότι ο τελευταίος θα ενημέρωνε την προσφεύγουσα, εξ ονόματος της ΕΚΤ, για τα μέλη της ομάδας επιθεώρησης και ότι θα επικοινωνούσε μαζί της εντός των επόμενων ημερών προκειμένου να οργανωθεί μια πρώτη συνάντηση.

30      Με την εν λόγω επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019, ο γενικός διευθυντής ζήτησε από την προσφεύγουσα να διασφαλίσει ότι οι οικείες οντότητες θα ενημερώνονταν σχετικά με το περιεχόμενο της επιστολής αυτής και τυχόν μεταγενέστερες αλλαγές. Ζήτησε από την προσφεύγουσα να συνεργαστεί πλήρως κατά τη διεξαγωγή της επιθεώρησης και της υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 143, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 468/2014, τυχόν παρακώλυση της επιτόπιας επιθεώρησης από το νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά συνιστά παράβαση απόφασης της ΕΚΤ κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 7, του κανονισμού 1024/2013, υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, όπως ορίζει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

31      Με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας (C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139), το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του KNAB της 19ης Φεβρουαρίου 2018 κατά το μέρος που απαγόρευε στον A να ασκεί τα καθήκοντά του ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν απέδειξε ότι η απαλλαγή του Α από τα καθήκοντά του ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών ενδείξεων περί διάπραξης, εκ μέρους του, βαρέος παραπτώματος κατά την έννοια του άρθρου 14.2, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ.

32      Με επιστολή της 1ης Μαρτίου 2019, η ΕΚΤ γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι αποφάσισε να την χαρακτηρίσει ως σημαντική οντότητα υποκείμενη στην άμεση προληπτική εποπτεία της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 και του άρθρου 39, παράγραφος 5, του κανονισμού 468/2014. Η απόφαση αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 4 Απριλίου 2019.

33      Στις 5 Μαρτίου 2019, ο επικεφαλής της αποστολής επιθεώρησης συναντήθηκε με τη διοίκηση της προσφεύγουσας σε μια πρώτη συνάντηση, καλούμενη «εναρκτήρια συνάντηση». Με έγγραφο που δόθηκε στην προσφεύγουσα, παρουσίασε το πεδίο του αντικειμένου της αποστολής, το οποίο έφερε τον τίτλο «πιστωτικός κίνδυνος και διακυβέρνηση», και περιλάμβανε συγκεκριμένα την ταξινόμηση και τις προβλέψεις, τις εγγραφές στο βιβλίο απογραφής (κατασχεθέντων στοιχείων ενεργητικού που πωλήθηκαν), την αποτίμηση των εξασφαλίσεων και των κεφαλαίων (στοιχείων ενεργητικού που κατέχονται προς πώληση), την ποιότητα των δεδομένων και τη διακυβέρνηση, καθώς και το επιχειρηματικό μοντέλο. Παρουσίασε τα μέλη της ομάδας επιθεώρησης για κάθε σκέλος του αντικειμένου της αποστολής. Έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με τα έγγραφα που ζήτησε από την προσφεύγουσα, ιδίως τους φακέλους δανείων και τα γενικά έγγραφα, και παρουσίασε τη μέθοδο ανταλλαγής πληροφοριών μέσω ασφαλούς πλατφόρμας. Ανέφερε τις συναντήσεις που έπρεπε να προγραμματιστούν σχετικά με τα θέματα της επιτόπιας επιθεώρησης. Έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την οργάνωση της επιτόπιας επιθεώρησης, ιδίως τις εξουσίες της ομάδας επιθεώρησης (πρόσβαση στις εγκαταστάσεις, αίτηση παροχής πληροφοριών ή εγγράφων τα οποία εμπίπτουν στο αντικείμενο της επιθεώρησης, πρόσβαση σε όλα τα σχετικά συστήματα πληροφόρησης μόνο για ανάγνωση, συνεντεύξεις με οποιοδήποτε πρόσωπο, ανταλλαγή πληροφοριών με τους ορκωτούς ελεγκτές) και το χρονοδιάγραμμα της επιθεώρησης. Το χρονοδιάγραμμα αυτό ανέφερε την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 του γενικού διευθυντή, μια πρώτη αίτηση παροχής πληροφοριών της 26ης Φεβρουαρίου 2019, την εναρκτήρια συνάντηση, την επιτόπου εργασία από τις 11 Μαρτίου έως τις 10 Μαΐου 2019, τη διαβίβαση σχεδίου έκθεσης στις 12 Ιουλίου 2019, μια «συνάντηση εξόδου» στις 19 Ιουλίου 2019, μια τελική έκθεση, μια «τελική συνάντηση» και, τέλος, την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης της προσφεύγουσας.

34      Η επιθεώρηση ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου 2019.

35      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Απριλίου 2019, η προσφεύγουσα, ο CR και ο CT άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

III. Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής

36      Στις 14 Μαΐου 2019, η FKTK επέβαλε στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 4 260 ευρώ για παραβάσεις των διατάξεων του Kredītiestāžu likums (νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, Latvijas Vēstnesis, 1995, αριθ. 163) οι οποίες επιβάλλουν την υποχρέωση υποβολής και δημοσίευσης των ετήσιων λογαριασμών και των ετήσιων ενοποιημένων λογαριασμών μαζί με την έκθεση ορκωτού ελεγκτή.

37      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 2019 (υπόθεση T‑301/19), η προσφεύγουσα, ο CR και ο CT ζήτησαν την ακύρωση της κοινοποιηθείσας με επιστολή της 1ης Μαρτίου 2019 αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με την οποία χαρακτηρίστηκε η προσφεύγουσα ως σημαντική οντότητα υποκείμενη στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω).

38      Στις 12 Αυγούστου 2019, ολοκληρώθηκε η επιτόπια επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας.

39      Στις 15 Αυγούστου 2019, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1). Την ίδια ημέρα, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) αποφάσισε να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά την προσφεύγουσα.

40      Στις 22 Αυγούστου 2019 η FKTK ζήτησε από το Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa (δικαστήριο του διαμερίσματος Vidzeme της πόλης της Ρίγας, Λεττονία) να κηρύξει την προσφεύγουσα αφερέγγυα.

41      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2019 το Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa (δικαστήριο του διαμερίσματος Vidzeme της πόλης της Ρίγας) κήρυξε την προσφεύγουσα αφερέγγυα. Διόρισε δικαστικό διαχειριστή αρμόδιο για τη διαδικασία αφερεγγυότητας (στο εξής: δικαστικός διαχειριστής) και του μεταβίβασε όλες τις εξουσίες της προσφεύγουσας και του διοικητικού συμβουλίου της. Απέρριψε την αίτηση του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας για διατήρηση του δικαιώματός του να την εκπροσωπήσει στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της εκτίμησης της ΕΚΤ της 15ης Αυγούστου 2019, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, κατά της απόφασης του ΕΣΕ, της ίδιας ημέρας, να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης για την προσφεύγουσα και κατά της απόφασης της FKTK να κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας. Το εν λόγω δικαστήριο πρόσθεσε ότι η απόρριψη της αίτησης αυτής δεν αποκλείει τη δυνατότητα που έχει το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας να υποβάλει στον δικαστικό διαχειριστή χωριστό αίτημα όσον αφορά το δικαίωμα εκπροσώπησης στο πλαίσιο συγκεκριμένων καθηκόντων.

42      Επίσης, στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, η FKTK ζήτησε από την ΕΚΤ να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της προσφεύγουσας.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 2019 (υπόθεση T‑732/19), η προσφεύγουσα καθώς και άλλοι μέτοχοι ή δυνητικοί μέτοχοι της προσφεύγουσας ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης του ΕΣΕ της 15ης Αυγούστου 2019 να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης όσον αφορά την προσφεύγουσα.

44      Στις 21 Δεκεμβρίου 2019, ο Α έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του ως διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.

45      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2020 (υπόθεση T‑50/20), η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της ΕΚΤ της 19ης Νοεμβρίου 2019, με την οποία η ΕΚΤ αρνήθηκε να δώσει εντολή στον δικαστικό διαχειριστή να παράσχει στον δικηγόρο που εξουσιοδοτήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στις πληροφορίες που κατέχει, στο προσωπικό της και στους πόρους της.

46      Στις 17 Φεβρουαρίου 2020, η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της προσφεύγουσας. Η ανάκληση αυτή τέθηκε σε ισχύ την επόμενη ημέρα.

47      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 2020 (υπόθεση T‑230/20), η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

IV.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

48      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της ΕΚΤ. Με διάταξη της 28ης Αυγούστου 2019, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Επιτροπής.

49      Στις 16 Ιουλίου 2019, η ΕΚΤ κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

50      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2019, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα παρεμβάσεως.

51      Στις 19 Δεκεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από την ΕΚΤ να προσκομίσει το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο.

52      Στις 10 Ιανουαρίου 2020, η ΕΚΤ προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο το πλήρες εμπιστευτικό κείμενο του ζητηθέντος εγγράφου (παράρτημα D.1), καθώς και μη εμπιστευτικό κείμενο του εγγράφου αυτού. Στις 29 Ιανουαρίου 2020, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος αποφάσισε να μην περιλάβει στη δικογραφία το εν λόγω έγγραφο στην εμπιστευτική του μορφή.

53      Στις 28 Απριλίου 2020, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑50/20. Με διάταξη της 12ης Μαρτίου 2021, PNB Banka κατά ΕΚΤ (T‑50/20, EU:T:2021:141), το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στην εν λόγω υπόθεση και η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση συνεχίστηκε από την ημερομηνία αυτή.

54      Στις 28 Απριλίου 2021 και στη συνέχεια στις 28 Ιουνίου 2021, η προσφεύγουσα, ο CR και ο CT ζήτησαν αναστολή της διαδικασίας έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί στην υπόθεση C‑321/21 P, που αφορά την αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της διατάξεως της 12ης Μαρτίου 2021, PNB Banka κατά ΕΚΤ (T‑50/20, EU:T:2021:141). Στις 20 Μαΐου 2021 και στη συνέχεια στις 6 Αυγούστου 2021, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος, αφού άκουσε την ΕΚΤ, αποφάσισε να μην αναστείλει τη διαδικασία.

55      Με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2021, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εκπροσωπούσε πλέον τον CR και τον CT. Με διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), βάσει του άρθρου 131 παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, απεφάνθη ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί της υπό κρίση προσφυγής στο μέτρο που είχε ασκηθεί από τον CR και τον CT.

56      Η προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου 2021. Η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

57      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της ΕΚΤ, «της 14ης Φεβρουαρίου 2019», για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις της και στις εταιρίες του ομίλου της·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

58      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

V.      Σκεπτικό

Α.      Επί της ύπαρξης εντολής προς τον εκπρόσωπο που άσκησε την προσφυγή στο όνομα της προσφεύγουσας

59      Σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις εκπροσωπούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, οι δικηγόροι οφείλουν να καταθέσουν στη γραμματεία εντολή του εν λόγω νομικού προσώπου.

60      Στη δικογραφία περιλαμβάνεται εντολή που δόθηκε από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας στις 5 Μαρτίου 2019 (παράρτημα A.2).

61      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο δικαστικός διαχειριστής αρνήθηκε να παράσχει στον δικηγόρο που διόρισε για να την εκπροσωπήσει πρόσβαση στα έγγραφά της, στις εγκαταστάσεις της, στο προσωπικό της και στους πόρους της. Στο πλαίσιο της απάντησης της 13ης Μαρτίου 2020 σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, προσκόμισε έγγραφο του δικαστικού διαχειριστή της 16ης Σεπτεμβρίου 2019, το οποίο ανέφερε ότι ο δικηγόρος της έπρεπε, πρώτον, «να υποβάλει στον [δικαστικό] διαχειριστή γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο της συμφωνίας [που αφορά την παροχή νομικών υπηρεσιών], σημειώνοντας λεπτομερώς τις οδηγίες που είχε λάβει από [την προσφεύγουσα], τις εργασίες που είχε εκτελέσει [ο δικηγόρος] και αν όντως υπάρχουν εργασίες σε εξέλιξη», δεύτερον, «να ενημερώσει τον [δικαστικό] διαχειριστή για τις πληρωμές […]», τρίτον «να απόσχει από οποιαδήποτε πράξη στο όνομα [της προσφεύγουσας] χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τον [δικαστικό] διαχειριστή, ιδίως να παύσει να παρέχει στην [προσφεύγουσα] χρεώσιμες υπηρεσίες».

62      Πέραν του εν λόγω εγγράφου του δικαστικού διαχειριστή της 16ης Σεπτεμβρίου 2019, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει και δεν προβάλλεται ούτε από την προσφεύγουσα ούτε από την ΕΚΤ ότι ο δικαστικός διαχειριστής ανακάλεσε την εντολή που είχε δοθεί από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας στις 5 Μαρτίου 2019. Το εν λόγω έγγραφο δεν περιλαμβάνει τέτοια ανάκληση, αν και επισημαίνεται ότι ο διορισθείς από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου δικηγόρος οφείλει να απόσχει από οποιαδήποτε πράξη στο όνομα της προσφεύγουσας χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τον δικαστικό διαχειριστή.

63      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα κατέθεσε εντολή με την οποία εξουσιοδοτείται ο δικηγόρος της να ασκήσει προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Β.      Επί των αιτήσεων αναστολής της διαδικασίας που υποβλήθηκαν στις 28 Απριλίου 2021 και στη συνέχεια στις 28 Ιουνίου 2021

64      Στις 28 Απριλίου 2021 και στη συνέχεια στις 28 Ιουνίου 2021, η προσφεύγουσα ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας. Προς στήριξη των αιτήσεών της περί αναστολής, πρόβαλε ότι έπρεπε να αποκτήσει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στους φακέλους της και στους οικονομικούς της πόρους και ότι ο δικαστικός διαχειριστής δεν συνεργαζόταν προς διασφάλιση της πραγματικής εκπροσώπησής της, παρά την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923).

65      Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του για αναστολή ή μη της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο γʹ ή δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, εντούτοις θεωρεί σκόπιμο, κατ’ εξαίρεση, να σημειώσει τα ακόλουθα.

66      Η απόφαση για την αναστολή ή μη μιας διαδικασίας βάσει του άρθρου 69, στοιχείο γʹ ή δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. διατάξεις της 20ής Οκτωβρίου 2011, DTL κατά ΓΕΕΑ, C‑67/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:683, σκέψεις 32 και 33, της 15ης Οκτωβρίου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑554/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:629, σκέψη 37, και της 17ης Ιανουαρίου 2018, Jose κατά EUIPO, C‑536/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:14, σκέψη 5).

67      Εν προκειμένω, στις 28 Απριλίου 2020, η διαδικασία ανεστάλη μέχρι την έκδοση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑50/20, στην οποία η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της ΕΚΤ της 19ης Νοεμβρίου 2019 με την οποία η ΕΚΤ αρνήθηκε να δώσει εντολή στον δικαστικό διαχειριστή να παράσχει στον εξουσιοδοτημένο από το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας δικηγόρο πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στις πληροφορίες που κατέχει, στο προσωπικό της και στους πόρους της

68      Με τη διάταξη της 12ης Μαρτίου 2021, PNB Banka κατά ΕΚΤ (T‑50/20, EU:T:2021:141), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, έκρινε ότι η ΕΚΤ ήταν προδήλως αναρμόδια να ικανοποιήσει το αίτημα του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας να δώσει εντολή στον δικαστικό διαχειριστή να παράσχει στον εξουσιοδοτημένο από το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο δικηγόρο πρόσβαση στις εγκαταστάσεις, στις πληροφορίες, στο προσωπικό και στους πόρους της προσφεύγουσας (σκέψη 73). Έκρινε επίσης ότι στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, όπως αυτή που εκκρεμεί κατά της προσφεύγουσας, οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές επί ενδεχόμενου αιτήματος πρόσβασης στα έγγραφα, στις εγκαταστάσεις, στο προσωπικό ή στους πόρους του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος υπόκεινται, καταρχήν, στον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία μπορούν, κατά περίπτωση, να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (σκέψη 72).

69      Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, παρά την αναστολή της διαδικασίας από τις 28 Απριλίου 2020 έως τις 12 Μαρτίου 2021, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ούτε καν ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων ούτε με την αίτηση αναστολής της διαδικασίας της 28ης Ιουνίου 2021, ότι κίνησε ένδικη διαδικασία κατά του δικαστικού διαχειριστή, στον οποίο ωστόσο προσάπτει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι στερεί από τον εξουσιοδοτημένο από το διοικητικό της συμβούλιο δικηγόρο την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στις πληροφορίες της, στο προσωπικό της και στους πόρους της από τα τέλη του 2019.

70      Μετά την ανταλλαγή με τον δικαστικό διαχειριστή επιστολών και μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 12 και 16 Σεπτεμβρίου 2019 καθώς και τον Νοέμβριο του 2019, η προσφεύγουσα, στην αίτηση της περί αναστολής της διαδικασίας που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2021, ισχυρίστηκε απλώς ότι «εντείνει τις προσπάθειές της» έναντι του δικαστικού διαχειριστή και των λεττονικών δικαστηρίων, χωρίς να παράσχει λεπτομέρειες ως προς τη φύση των προσπαθειών αυτών.

71      Επιπροσθέτως, από την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019 του Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa (δικαστηρίου της περιφέρειας Vidzeme της πόλης της Ρίγας), η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 41 ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα κωλύεται να προσφύγει στα λεττονικά δικαστήρια στο πλαίσιο ενδεχόμενης διαφοράς με τον δικαστικό διαχειριστή. Η απόφαση αυτή όχι μόνον δεν αναφέρει ότι δεν αποκλείεται το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας να υποβάλει χωριστή αίτηση στον δικαστικό διαχειριστή όσον αφορά το δικαίωμα εκπροσώπησης στο πλαίσιο ειδικών καθηκόντων, αλλά και ότι η απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη του ισχυρισμού ότι ο δικαστικός διαχειριστής δεν συνεργάζεται με ικανοποιητικό τρόπο προς διασφάλιση της πραγματικής εκπροσώπησής της, είναι μεταγενέστερη της εν λόγω αποφάσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η προσφεύγουσα μπορούσε a priori να επικαλεστεί την απόφαση αυτή ως νέο στοιχείο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

72      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να αναστείλει εκ νέου τη διαδικασία.

Γ.      Επί της προφορικής διαδικασίας

73      Κατά το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας:

«1.      Η προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνει επ’ ακροατηρίου συζήτηση που οργανώνεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου.

2.      Η αίτηση κύριου διαδίκου για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο διάδικος επιθυμεί να ακουστεί. […]

3.      Εν απουσία αιτήσεως κατά την παράγραφο 2, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση. […]»

74      Συνεπώς, από το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, ελλείψει αιτήσεως για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο κύριος διάδικος επιθυμεί να ακουστεί, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί, να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

75      Επιπροσθέτως, η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του Κανονισμού Διαδικασίας της 14ης Μαρτίου 2014, η οποία είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβεβαιώνει ότι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των επιταγών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της δίκης, «το Γενικό Δικαστήριο επιθυμεί να διαθέτει τη δυνατότητα να μην οργανώνει επ’ ακροατηρίου συζήτηση οσάκις δεν το κρίνει απαραίτητο, εκτός εάν ένας από τους κύριους διαδίκους το ζητήσει αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να ακουστεί».

76      Οι διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του κανονισμού διαδικασίας (στο εξής: ΔΠΖ) ορίζουν, στο σημείο 142, ότι ο κύριος διάδικος που επιθυμεί να ακουστεί σε επ’ ακροατηρίου συζήτηση πρέπει, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την επίδοση στους διαδίκους του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να υποβάλει σχετική αιτιολογημένη αίτηση. Διευκρινίζει ότι η αιτιολογημένη αυτή αίτηση πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένη εκτίμηση της χρησιμότητας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως για τον αιτούντα διάδικο και να προσδιορίζει τα στοιχεία της δικογραφίας «ή» της επιχειρηματολογίας τα οποία ο διάδικος αυτός θεωρεί απαραίτητο να αναπτύξει «ή» να αντικρούσει εκτενέστερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επισημαίνει ότι, για την προσήκουσα οριοθέτηση της ανταλλαγής επιχειρημάτων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση είναι «σημαντικό» η αιτιολογία να μην είναι γενικής φύσεως περιοριζόμενη απλώς, για παράδειγμα, σε επίκληση της σπουδαιότητας της υποθέσεως. Το σημείο 143 των ΔΠΖ προβλέπει ότι, αν δεν υποβληθεί αιτιολογημένη αίτηση από κύριο διάδικο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς προφορική διαδικασία.

77      Επομένως, από το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας και τα σημεία 142 και 143 των ΔΠΖ προκύπτει ότι, αν δεν υποβληθεί αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ή αν υποβληθεί αναιτιολόγητη αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας.

78      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2021, έλαβε θέση ως προς τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως:

«1. Δηλώνω ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν διεξοδικά, δεν υπάρχει πραγματική εκπροσώπηση της [προσφεύγουσας]. Με μοναδικό σκοπό την τήρηση της ισχύουσας προθεσμίας, με την παρούσα αίτηση αιτούμαι τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ωστόσο, θα πρέπει καταρχάς να αποκατασταθεί η πραγματική εκπροσώπηση [της προσφεύγουσας].

2. Υπό τις παρούσες περιστάσεις, δεν είναι δυνατό να γίνει προετοιμασία για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ή παράσταση.»

79      Από την εν λόγω επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2021 προκύπτει ότι η αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα η αίτηση αυτή δεν αναφέρει κανένα λόγο για τον οποίο η προσφεύγουσα επιθυμεί να ακουστεί.

80      Επιπλέον, με την επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 2021 με την οποία ενημέρωσε τους κύριους διαδίκους για την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπενθύμισε τις διατάξεις του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας καθώς και τις διατάξεις του σημείου 142 των ΔΠΖ και επέστησε την προσοχή των κυρίων διαδίκων στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης, η αιτιολογία θα έπρεπε να πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω σημείου 142 των ΔΠΖ.

81      Είναι αλήθεια ότι, στην αίτηση της για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι θεωρούσε ότι στερείται πραγματικής εκπροσώπησης.

82      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με τον τρόπο αυτό, η προσφεύγουσα επιχειρεί να δικαιολογήσει σιωπηρά την έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την αίτησή της για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, πράγμα το οποίο ωστόσο δεν προκύπτει από την εν λόγω αίτηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιχειρηματολογία της σχετικά με το ότι στερείται πραγματικής εκπροσώπησης δεν δικαιολογεί την έλλειψη αιτιολογίας ως προς την αίτηση αυτή. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα στερείται πραγματικής εκπροσώπησης, υπό την έννοια που εκτίθεται από την ίδια, δεν την εμπόδιζε να προσκομίσει εμπεριστατωμένα στοιχεία προς στήριξη αιτήσεως για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

83      Επομένως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα στην αίτησή της για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν παρέθεσε αιτιολογία, και, επιπροσθέτως, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου της υπενθύμισε ρητώς την υποχρέωση αιτιολόγησης της αίτησης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως αντιβαίνει στο άρθρο 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

84      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφασίζει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Δ.      Επί του αντικειμένου της προσφυγής

85      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης ΕΚΤ «της 14ης Φεβρουαρίου 2019» για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις της και στις εταιρίες του ομίλου της. Αναφέρει ότι η επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 του γενικού διευθυντή παραπέμπει στην απόφαση του εποπτικού συμβουλίου της 10ης Ιανουαρίου 2019, πλην όμως η τελευταία αυτή απόφαση δεν της γνωστοποιήθηκε. Διευκρινίζει ότι ζητεί την ακύρωση της απόφασης για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης περί της οποίας ενημερώθηκε από την ΕΚΤ με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 «ανεξαρτήτως της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης αυτής εντός της ΕΚΤ».

86      Από την εν λόγω επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019, από το υπόμνημα αντικρούσεως και από την απάντηση της ΕΚΤ στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 19ης Δεκεμβρίου 2019 προκύπτει ότι το σχέδιο απόφασης για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, το οποίο εγκρίθηκε από το εποπτικό συμβούλιο στις 10 Ιανουαρίου 2019, θεωρήθηκε ότι εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο στις 21 Ιανουαρίου 2019, στο πλαίσιο της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων του άρθρου 26, παράγραφος 8, του κανονισμού 1024/2013.

87      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο στις 21 Ιανουαρίου 2019, του οποίου η κύρια αιτιολογία υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 23 έως 27 ανωτέρω, αποτελεί τυπικά την απόφαση για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας που εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, διευκρινίζεται δε ότι η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, σε κείμενο στο οποίο είχαν παραλειφθεί ορισμένες πληροφορίες, μόνο κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 2019.

88      Η απόφαση για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων περί τηρήσεως της εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις διασκέψεις του διοικητικού συμβουλίου, κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με επιστολή του γενικού διευθυντή της 14ης Φεβρουαρίου 2019, ως προς το βασικό περιεχόμενό της, το οποίο συνοψίζεται στις σκέψεις 28 έως 30 ανωτέρω.

89      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την προσφυγή ζητείται η ακύρωση της απόφασης για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης που εκδόθηκε από την ΕΚΤ στις 21 Ιανουαρίου 2019 και κοινοποιήθηκε, ως προς το βασικό περιεχόμενό της, με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019.

Ε.      Επί της ενστάσεως απαραδέκτου με την οποία η Επιτροπή προβάλλει ότι η απόφαση για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση του προσώπου που αφορά η έρευνα

90      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι επιθεωρήσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελούν μέσο με το οποίο η αρμόδια αρχή διασφαλίζει τη συνεχή εποπτεία, δηλαδή συγκεντρώνει πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων θα λάβει στη συνέχεια, ενδεχομένως, μέτρα εκδίδοντας απόφαση, η οποία θα αποτελεί ασφαλώς πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα όσον αφορά το πρόσωπο που ελέγχθηκε. Το μέτρο της επιθεώρησης δεν περατώνει καμία διαδικασία και δεν καθορίζει τη θέση που θα λάβει η επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή. Πρόκειται για στάδιο σε μια διαδικασία που περιλαμβάνει ενδεχομένως περισσότερα στάδια, η οποία μπορεί να αμφισβητηθεί με προσφυγή κατά της τελικής απόφασης. Η ίδια η απόφαση για τη διεξαγωγή επιθεώρησης δεν μεταβάλλει, αυτή καθαυτή, τη νομική κατάσταση του προσώπου το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας. Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

91      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

92      Όσον αφορά το αν η Επιτροπή νομιμοποιείται να προβάλει αυτήν την ένσταση απαραδέκτου, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρέμβαση μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων ενός εκ των κυρίων διαδίκων. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 142, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρέμβασής του.

93      Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο παρεμβαίνων σε δίκη προς υποστήριξη του καθού δεν νομιμοποιείται να προβάλει ένσταση απαραδέκτου η οποία δεν διατυπώνεται με τα υπομνήματα του καθού (πρβλ απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν νομιμοποιείται να προβάλει την εν λόγω ένσταση απαραδέκτου, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει συγκεκριμένα ως προς αυτήν επί της ουσίας.

95      Ωστόσο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 129 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους κύριους διαδίκους, να εξετάσει τους λόγους απαράδεκτου δημοσίας τάξεως, πρέπει, εν προκειμένω, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να εξεταστεί αυτός ο λόγος απαραδέκτου δημοσίας τάξεως [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής C‑313/90, EU:C:1993:111, σκέψη 23, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, HH Ferries κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑68/15, EU:T:2018:563, σκέψη 41 (μη δημοσιευθείσα)].

96      Όταν η προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως θεσμικού οργάνου ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η προσφυγή αυτή είναι δυνατή μόνον αν η πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 37).

97      Από καμία διάταξη ή αρχή δεν προκύπτει ότι για κάθε επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις επιχείρησης πρέπει, ανεξαρτήτως της φύσης της, να έχει εκδοθεί διοικητική απόφαση που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, ή, a fortiori, σε έγκριση από δικαστική αρχή.

98      Συγκεκριμένα, μολονότι, «σε ορισμένες περιπτώσεις», τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με βάση το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο αφορά την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, μπορούν να έχουν την έννοια, όσον αφορά εταιρία, ότι περιλαμβάνουν το δικαίωμα σεβασμού της έδρας της, των υποκαταστημάτων της ή των επαγγελματικών εγκαταστάσεών της (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Απριλίου 2002, Société Colas Est κ.λπ. κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2002:0416JUD003797197, § 41), εντούτοις σκοποί γενικού συμφέροντος, όπως η ασφάλεια, η υγεία, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων ή του κοινού που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις της εταιρίας αυτής, η δημόσια οικονομική τάξη ή ακόμη και η ορθή χρήση των δημόσιων πόρων μπορούν να δικαιολογήσουν την πραγματοποίηση επιθεωρήσεων που προβλέπονται από τον νομοθέτη. Από την άποψη αυτή, ο νομοθέτης έχει ευρύτερο περιθώριο εκτίμησης όταν το μέτρο απευθύνεται σε νομικά πρόσωπα και όχι σε ιδιώτες (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Οκτωβρίου 2014, Delta Pekárny a.s. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, CE:ECHR:2014:1002JUD000009711, § 82).

99      Όταν ο νομοθέτης προβλέπει ότι η διοίκηση πραγματοποιεί επιθεωρήσεις στις εγκαταστάσεις μιας επιχείρησης, εναπόκειται στον νομοθέτη να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον επιδιωκόμενο σκοπό καθώς και τη φύση της δραστηριότητας και των επίμαχων εγκαταστάσεων, τις εξουσίες που παρέχονται στους επιφορτισμένους με την επιθεώρηση υπαλλήλους, καθώς και τις σχετικές εγγυήσεις, ιδίως τις δικαστικές, έτσι ώστε τυχόν περιορισμός του δικαιώματος της εταιρίας για σεβασμό των εγκαταστάσεών της που προκαλείται λόγω της επιθεώρησης να είναι αναγκαίος και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας.

100    Μολονότι για ορισμένους ελέγχους, όπως οι έλεγχοι στον τομέα του ανταγωνισμού που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), απαιτείται η έκδοση απόφασης δυνάμενης να προσβληθεί με ένδικη προσφυγή, εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο για άλλα είδη ελέγχων, ιδίως όταν η διοίκηση δεν διαθέτει την εξουσία να επιβάλει αναγκαστικά τη διενέργεια του ελέγχου, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση που ο έλεγχος είναι υποχρεωτικός και η επιχείρηση υπόκειται σε διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις εάν εναντιωθεί στη διενέργεια ελέγχου.

101    Για παράδειγμα, οι έλεγχοι στον τομέα του ανταγωνισμού που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 809/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 227, σ. 69), και οι έλεγχοι που διενεργούνται στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 12 της σύμβασης αριθ. 81 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, της 11ης Ιουλίου 1947, σχετικά με την επιθεώρηση εργασίας, δεν απαιτούν την έκδοση δικαστικής απόφασης που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

102    Εν προκειμένω, ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013, αποφάσισε ωστόσο, όπως είχε την ευχέρεια να το πράξει, ότι οι επιθεωρήσεις στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ιδίως στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, πρέπει να πραγματοποιούνται από την ΕΚΤ βάσει απόφασης.

103    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της.

104    Επομένως, προβλέποντας ότι ένα νομικό πρόσωπο υπόκειται στην επιθεώρηση του άρθρου 12 του κανονισμού 1024/2013 βάσει απόφασης, ο νομοθέτης της Ένωσης προσέδωσε στην πράξη που προβλέπει την επιθεώρηση αυτή δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

105    Επιπλέον, το άρθρο 143, παράγραφος 2, του κανονισμού 468/2014 ορίζει τα ελάχιστα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην απόφαση για τη διεξαγωγή επιθεώρησης, δηλαδή το αντικείμενο και τον σκοπό της επιτόπιας επιθεώρηση καθώς και ότι τυχόν παρακώλυση της επιτόπιας επιθεώρησης από το νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά συνιστά παράβαση απόφασης της ΕΚΤ κατά την έννοια της νομοθεσίας της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας. Το άρθρο 145, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι η απόφαση κοινοποιείται στο πρόσωπο που υπόκειται στην επιτόπια επιθεώρηση.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης που εκδίδεται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1024/2013 παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κοινοποιείται, υποβάλλεται δε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα σε επιθεώρηση της οποίας το αντικείμενο και τον σκοπό καθορίζει η απόφαση αυτή.

107    Βέβαια, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 21 του κανονισμού 1/2003, που αφορά τον «[έ]λεγχ[ο] άλλων χώρων» ο οποίος προβλέπεται για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, το άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει ότι οι επιτόπιες επιθεωρήσεις πραγματοποιούνται στις «επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων» που αφορούν και όχι σε «οποιοδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο, […] συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών των επιχειρηματιών, διευθυνόντων συμβούλων και λοιπών μελών του προσωπικού των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων». Από την άποψη αυτή, οι επιτόπιες επιθεωρήσεις στα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι ικανές να θίξουν το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής με τον ίδιο τρόπο όπως οι προβλεπόμενοι για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού έλεγχοι άλλων χώρων.

108    Είναι επίσης αληθές ότι, μολονότι μια απόφαση της ΕΚΤ που εκδίδεται με βάση το άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013 έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα για το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο κοινοποιείται, εντούτοις η δυνατότητα προσφυγής σε αναγκαστικά μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω απόφασης υπόκειται, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, στην έγκριση εθνικής δικαστικής αρχής.

109    Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, ομοίως σε αντίθεση με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, το άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013 δεν αναφέρει ότι μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά απόφασης της ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Μόνον οι διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού, που αφορούν την άδεια εθνικής δικαστικής αρχής, προβλέπουν ότι η νομιμότητα της απόφασης της ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιθεώρησης υπόκειται σε επανεξέταση αποκλειστικά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

110    Ωστόσο, από τις διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1024/2013 προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι, τουλάχιστον όταν η ΕΚΤ ζητεί άδεια από δικαστική αρχή μετά την έκδοση απόφασης για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης, η απόφαση αυτή υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

111    Εξάλλου, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε, σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 20, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 1/2003, να προσδώσει σε όλες τις πράξεις που παρέχουν στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να πραγματοποιεί επιτόπιες επιθεωρήσεις στα πιστωτικά ιδρύματα τον χαρακτήρα αποφάσεων, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του καθεστώτος δικαστικού ελέγχου και των εν λόγω πράξεων ανάλογα με το αν υποβάλλεται ή δεν υποβάλλεται από την ΕΚΤ αίτημα για τη χορήγηση άδειας από δικαστική αρχή. Συγκεκριμένα, αφενός, η δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά πράξης θεσμικού οργάνου δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ρητής σχετικής μνείας στη νομοθεσία. Αφετέρου, αντίθετη λύση θα μπορούσε να θίξει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι η δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά απόφασης της ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης θα εξαρτιόταν στην περίπτωση αυτή από την επιλογή του εν λόγω θεσμικού οργάνου να ζητήσει ή να μην ζητήσει, μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, την άδεια εθνικής δικαστικής αρχής που προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού 1024/2013.

112    Τέλος, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τα ενδιάμεσα μέτρα σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής απόφασης δεν συνιστούν, καταρχήν, πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10).

113    Πάντως, οι ενδιάμεσες αυτές πράξεις είναι, καταρχάς, πράξεις οι οποίες εκφράζουν προσωρινή άποψη του θεσμικού οργάνου (βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), πράγμα το οποίο δεν ισχύει για τις αποφάσεις της ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιθεώρησης.

114    Επιπλέον, προσφυγή ακυρώσεως της απόφασης με την οποία η ΕΚΤ αποφασίζει να πραγματοποιήσει επιτόπια επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις πιστωτικού ιδρύματος δεν ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει σύγχυση μεταξύ των διαφορετικών φάσεων της διαδικασίας, της διοικητικής και της δικαστικής. Συγκεκριμένα, μια τέτοια προσφυγή δεν πρέπει να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της υπάρξεως παραβάσεως των κανόνων περί προληπτικής εποπτείας εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 20).

115    Συνεπώς, δεδομένου ότι ο νομοθέτης, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει, αποφάσισε να χαρακτηρίσει τις πράξεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1024/2013 ως αποφάσεις ανεξάρτητα από την ύπαρξη άδειας χορηγηθείσας από εθνική δικαστική αρχή και να αναφέρει στο άρθρο 13 του κανονισμού αυτού ότι η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων υπόκειται σε επανεξέταση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις της ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιτόπιων επιθεωρήσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενδιάμεσα μέτρα τα οποία δεν υπόκεινται σε μέσα ένδικης προστασίας.

116    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι απόφαση για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης που εκδίδεται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1024/2013, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντα του νομικού προσώπου στο οποίο κοινοποιείται, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση και, ως εκ τούτου, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως από το εν λόγω πρόσωπο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητούν οι κύριοι διάδικοι.

117    Επομένως, η προσφυγή είναι παραδεκτή.

ΣΤ.    Επί της ουσίας

118    Η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, προβάλλει δέκα λόγους ακυρώσεως: με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι η ΕΚΤ δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαία κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως· με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση της ίδιας διατάξεως, καθόσον η ΕΚΤ δεν άσκησε δεόντως τη διακριτική της ευχέρεια που διαθέτει· με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας· με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας· με τον έκτο λόγο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει η ΕΚΤ να εξετάζει και να εκτιμά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως· με τον έβδομο λόγο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογήσεως· με τον όγδοο λόγο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου· με τον ένατο λόγο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων· με τον δέκατο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 19 και της αιτιολογικής σκέψεως 75 του κανονισμού 1024/2013, καθώς και κατάχρηση εξουσίας.

119    Οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν την τυπική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξεταστούν πριν από τους λόγους ακυρώσεως που αφορούν το βάσιμό της.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ

120    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν ήταν η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις μόνο σε σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, το λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε άμεση εποπτεία της εθνικής αρμόδιας αρχής, εκτός εάν η ΕΚΤ αποφασίσει να αναλάβει την άμεση εποπτεία θεωρώντας το πιστωτικό ίδρυμα ως σημαντικό.

121    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

122    Από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 προκύπτει ότι η ΕΚΤ διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί τα καθήκοντα που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη όσον αφορά «όλα» τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψεις 37 και 38).

123    Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο του ΕΕΜ, ο οποίος περιλαμβάνει την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές, και είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden‑Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 39).

124    Οι αρμόδιες εθνικές αρχές επικουρούν την ΕΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό 1024/2013, μέσω της αποκεντρωμένης άσκησης ορισμένων από αυτά τα καθήκοντα όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 41).

125    Το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013 ορίζει ότι, όσον αφορά τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, δηλαδή τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, η ΕΚΤ μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει χρήση των εξουσιών έρευνας που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού αυτού, συγκεκριμένα να απευθύνει αιτήματα για παροχή πληροφοριών, να διεξάγει γενικές έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις.

126    Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο του κανονισμού 1024/2013, οι αρμόδιες εθνικές αρχές εκτελούν, κατά τρόπο αποκεντρωμένο και υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ, ορισμένα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, δεν θίγει την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να ασκεί τις εξουσίες έρευνας που διαθέτει έναντι των ιδρυμάτων αυτών, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις, κατά το ίδιο το γράμμα τους, ισχύουν «με την επιφύλαξη» της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, οι σχετικές διατάξεις του οποίου υπομνήσθηκαν στη σκέψη 125 ανωτέρω. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, η αρμοδιότητα που διαθέτουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους στα εν λόγω ιδρύματα σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, ισχύει και αυτή «με την επιφύλαξη» των άρθρων 10 έως 13 του οικείου κανονισμού, τα οποία αφορούν τις εξουσίες έρευνας που διαθέτει η ΕΚΤ.

127    Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις σε λιγότερα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα επιβεβαιώνεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό ορίζει ότι η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις στις εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το δε στοιχείο αʹ του εν λόγω άρθρου αναφέρεται στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων.

128    Η περίσταση, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει ότι η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις και σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η ΕΚΤ είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού, δεν αλλάζει το συμπέρασμα αυτό, καθόσον το εν λόγω άρθρο 12 απλώς προσθέτει στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού άλλες οντότητες στις οποίες η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει επιτόπια επιθεώρηση.

129    Το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, στο μέτρο που παρέχει στην ΕΚΤ την εξουσία να διεξάγει επιτόπια επιθεώρηση σε λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα, συνάδει και με την αιτιολογική σκέψη 16 του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με την οποία η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί εποπτεία επί «όλων» των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και με την αιτιολογική σκέψη 47 του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ πρέπει να μπορεί να διενεργεί επιτόπιες επιθεωρήσεις, «ενδεχομένως» σε συνεργασία με εθνικές αρμόδιες αρχές.

130    Συνεπώς, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του κανονισμού 1024/2013 προκύπτει ότι η ΕΚΤ είναι αρμόδια να ασκεί, έναντι λιγότερο σημαντικού πιστωτικού ιδρύματος, τις εξουσίες έρευνας που προβλέπονται στα άρθρα 10 έως 13 του εν λόγω κανονισμού, μεταξύ άλλων, την εξουσία να διεξάγει επιτόπια επιθεώρηση.

131    Ρητή υπόμνηση της δυνατότητας της ΕΚΤ να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα γίνεται, επίσης, στο άρθρο 138, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 468/2014.

132    Επιπλέον, η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα δεν αναιρείται λόγω ορισμένων δημοσιεύσεων του θεσμικού αυτού οργάνου, όπως ο οδηγός τραπεζικής εποπτείας που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2014, ο οδηγός της ΕΚΤ σχετικά με τις επιτόπιες επιθεωρήσεις και τις διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 ή η δημόσια διαβούλευση που διεξήγαγε η ΕΚΤ πριν από την έκδοση του τελευταίου οδηγού. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω δημοσιεύσεις, οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές, όπως σημειώνεται σε καθεμία από αυτές, δεν μπορούν να περιορίσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ από τον νομοθέτη της Ένωσης. Επιπλέον, καμία από τις δημοσιεύσεις αυτές δεν αποκλείει τη δυνατότητα της ΕΚΤ να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα. Αντιθέτως, η δυνατότητα αυτή υπενθυμίζεται στον οδηγό τραπεζικής εποπτείας (σημείο 75) και στο έγγραφο με τίτλο «Εποπτεία των λιγότερο σημαντικών οντοτήτων στο πλαίσιο του ΕΕΜ» που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2017 (σελίδες 3 και 10).

133    Τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

134    Πρώτον, αβασίμως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, προκειμένου να αποδείξει ότι η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα συνιστά «προβληματική κατάσταση» στο πλαίσιο του ΕΕΜ, ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να επιβάλει υποχρεώσεις στις οικείες οντότητες για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν κατά τις επιθεωρήσεις.

135    Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα που έχει αναθέσει στην ΕΚΤ ο νομοθέτης της Ένωσης για τη διενέργεια επιτόπιων επιθεωρήσεων στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα είναι συνεπής με τη δημιουργία του ΕΕΜ, ο οποίος απαρτίζεται από την ίδια και τις εθνικές αρμόδιες αρχές, και υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ επί της άσκησης από τις εθνικές αρμόδιες αρχές, έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων λιγότερο σημαντικών, ορισμένων καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού 1024/2013, τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, αλλά για τα οποία το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει την αποκεντρωμένη άσκηση (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 49).

136    Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 5, του κανονισμού, 1024/2013, εκτός από τη δυνατότητα να υποβάλλει στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, ανά πάσα στιγμή, αιτήματα για παροχή πληροφοριών και να διεξάγει γενικές έρευνες ή επιτόπιες επιθεωρήσεις, η ΕΚΤ έχει ορισμένα προνόμια σχετικά με την προληπτική εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων, όπως για παράδειγμα την εξουσία να απαιτεί σε ad hoc και σε διαρκή βάση πληροφορίες από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή ακόμη όταν απαιτείται για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων, την εξουσία να αποφασίσει, ανά πάσα στιγμή, να ασκήσει η ίδια άμεσα τις σχετικές εξουσίες για ένα ή περισσότερα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι, μολονότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξακολουθούν να έχουν την εξουσία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να λαμβάνουν πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα και να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις στις εγκαταστάσεις των λιγότερο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων, εντούτοις ενημερώνουν την ΕΚΤ ως προς τα μέτρα που λαμβάνουν και συντονίζουν «στενά» τα μέτρα αυτά με την ΕΚΤ.

137    Δεύτερον, δεν έχει βάση ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η ΕΚΤ αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, «εν μέρει για τον λόγο αυτό», αποφάσισε, με απόφαση που κοινοποιήθηκε με επιστολή της 1ης Μαρτίου 2019, να χαρακτηρίσει την προσφεύγουσα ως σημαντική οντότητα. Πράγματι, δεν υπάρχει διάταξη ή αρχή που να απαγορεύει στην ΕΚΤ να διεξάγει επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις μιας λιγότερο σημαντικής οντότητας και να την χαρακτηρίζει ταυτόχρονα ή στη συνέχεια ως σημαντική οντότητα. Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η ΕΚΤ αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν αρμόδια προσκρούει στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αναφέρει δύο φορές ότι η ΕΚΤ είναι αρμόδια να εκδώσει απόφαση για τη διεξαγωγή επιθεώρησης όσον αφορά λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα (βλ. σελίδες 1 και 4 της απόφασης αυτής).

138    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.      Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως που αφορά έλλειψη αιτιολόγησης

139    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, καθώς η επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 ουδόλως εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η ΕΚΤ αποφάσισε να διεξαγάγει επιτόπια επιθεώρηση.

140    Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

141    Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142    Η απαίτηση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα και ατομικά η πράξη αυτή. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

143    Η υποχρέωση αιτιολόγησης των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

144    Όσον αφορά τις αποφάσεις για τη διεξαγωγή επιθεώρησης που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 του κανονισμού 2014/2013, το άρθρο 143, παράγραφος 2, του κανονισμού 468/2014 ορίζει:

«Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 142 [του κανονισμού 468/2014] και σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 του κανονισμού [1024/2013], οι επιτόπιες επιθεωρήσεις διεξάγονται με απόφαση της ΕΚΤ η οποία προβλέπει κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:

α)      το αντικείμενο και τον σκοπό της επιτόπιας επιθεώρησης και

β)      ότι τυχόν παρακώλυση της επιτόπιας επιθεώρησης από το νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά συνιστά παράβαση απόφασης της ΕΚΤ κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 7 του κανονισμού [1024/2013], υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, όπως ορίζει το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού [1024/2013].»

145    Εν προκειμένω, στην επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 με την οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι θα διενεργηθεί επιθεώρηση βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1024/2013 και των άρθρων 143 έως 146 του κανονισμού 468/2014, σύμφωνα με απόφαση του εποπτικού συμβουλίου της 10ης Ιανουαρίου 2019. Η εν λόγω επιστολή αναφέρει ότι σκοπός της επιθεώρησης αυτής είναι ο πιστωτικός κίνδυνος και ότι αφορά την προσφεύγουσα και τις εταιρίες του ομίλου της. Σημειώνει ότι η επιθεώρηση αυτή έχει προγραμματιστεί για τον Μαρτίου του 2019 και ότι ο επικεφαλής της αποστολής για τη διεξαγωγή της επιθεώρησης θα έλθει σε επαφή με την προσφεύγουσα προκειμένου να οργανωθεί μια πρώτη συνάντηση.

146    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο μέτρο που η εν λόγω επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 διευκρινίζει ότι ο σκοπός της επιτόπιας επιθεώρησης είναι ο πιστωτικός κίνδυνος, αναφέρει κατά τρόπο ομολογουμένως συνοπτικό αλλά επαρκώς σαφή, σύμφωνα με το άρθρο 143, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 468/2014, τόσο το αντικείμενο της επιθεώρησης, δηλαδή τον πιστωτικό κίνδυνο, όσο και τον σκοπό του, δηλαδή την ανάλυση του κινδύνου αυτού από την ΕΚΤ. Συναφώς, η ΕΚΤ δεν είχε υποχρέωση να αναφέρει στην επιστολή αυτή υπόνοια παραβάσεως, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν ισχυρίζεται η προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 188 και 226 κατωτέρω).

147    Η έννοια του πιστωτικού κινδύνου αποτελεί θεμελιώδη και άνευ αμφισημίας έννοια στον τραπεζικό τομέα και σημαίνει κατ’ ουσίαν τον κίνδυνο να μην αποπληρώσει ο δανειολήπτης την πίστωσή του. Αναφέρεται στο άρθρο 1 του κανονισμού 575/2013, στο άρθρο 79 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), και, επιπλέον, αποτελεί το αντικείμενο της αρχής 17 των βασικών αρχών για την αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού τομέα που εκπόνησε η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία και δημοσιεύθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2012 (στο εξής: βασικές αρχές για την αποτελεσματική τραπεζική εποπτεία), οι οποίες δεν έχουν μεν υποχρεωτικό χαρακτήρα, αποτελούν όμως, σύμφωνα με το γράμμα τους, τους «ελάχιστους de facto κανόνες στον τομέα των ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας και ελέγχου των τραπεζών και των τραπεζικών συστημάτων».

148    Επισημαίνεται επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαρτίου 2019, δηλαδή αρκετές ημέρες πριν από την έναρξη της επιθεώρησης, ο επικεφαλής της αποστολής για τη διεξαγωγή της επιθεώρησης παρέσχε διευκρινίσεις σχετικά με την επίμαχη επιθεώρηση, με έγγραφο που παραδόθηκε στην προσφεύγουσα. Ειδικότερα, στο έγγραφο αυτό διευκρίνισε το πεδίο τους αντικειμένου της αποστολής, με τίτλο «πιστωτικός κίνδυνος και διακυβέρνηση», εκθέτοντας λεπτομερώς το περιεχόμενο της επιθεώρησης όσον αφορά την ταξινόμηση και τις προβλέψεις, τις εγγραφές στο βιβλίο απογραφής (κατασχεθέντα στοιχεία ενεργητικού που πωλήθηκαν), την αποτίμηση των εξασφαλίσεων και των κεφαλαίων (στοιχείων ενεργητικού που κατέχονται προς πώληση), την ποιότητα των δεδομένων, τη διακυβέρνηση, και το επιχειρηματικό μοντέλο (βλ. σελίδα 2 του εγγράφου αυτού).

149    Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη σε πλαίσιο γνωστό στην προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα είχε τακτικές επαφές με την FKTK, η οποία, επί σειρά ετών, παρακολουθούσε με προσοχή τους κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένη η προσφεύγουσα στον τομέα των πιστώσεων και είχε εκδώσει εις βάρος της αποφάσεις προληπτικής εποπτείας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, και τους κινδύνους αυτούς το 2016 και το 2017, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 9 και 12 ανωτέρω. Η προσφεύγουσα είχε άμεση επαφή με την ΕΚΤ, δεδομένου ότι της είχε απευθύνει έγγραφο στις 5 Ιουλίου και στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 ζητώντας την παρέμβασή της στην προληπτική εποπτεία της και η πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ, με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2018, της είχε απαντήσει ότι συμμεριζόταν την άποψη της FKTK σύμφωνα με την οποία η περίπτωσή της απαιτούσε ειδική προληπτική εποπτεία. Η προσφεύγουσα γνώριζε όλες τις πτυχές της διαιτητικής διαδικασίας, την οποία είχε κινήσει η ίδια. Τέλος, είχε ενημερωθεί για τη διαδικασία ανάληψης από την ΕΚΤ της άμεσης προληπτικής εποπτείας της, καθόσον το σχετικό σχέδιο απόφασης κοινοποιήθηκε σ’ αυτήν με έγγραφο της ΕΚΤ της 11ης Φεβρουαρίου 2019.

150    Συνεπώς, ακόμη και αν η προσφεύγουσα, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής της, δεν είχε στη διάθεσή της το σχέδιο της απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είχε εμπιστευτικό χαρακτήρα με βάση το άρθρο 10, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ [πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, ΕΚΤ κατά Espírito Santo Financial (Πορτογαλία), C‑442/18 P, EU:C:2019:1117, σκέψεις 43 έως 46], ωστόσο γνώριζε επαρκώς την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως για την εκτίμηση της βασιμότητάς της.

151    Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα ένα μη εμπιστευτικό κείμενο του σχεδίου της απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο. Στο σχέδιο αυτό, του οποίου η αιτιολογία εκτέθηκε στις σκέψεις 23 έως 27 ανωτέρω, υπενθυμίζεται το πρόσφατο εποπτικό ιστορικό της προσφεύγουσας και αναφέρεται ότι, κατά τα προηγούμενα έτη, διαπιστώθηκαν ελλείψεις και παραβάσεις των εφαρμοστέων διατάξεων οι οποίες εκτίθενται λεπτομερώς, και ότι δεν ελήφθησαν από την προσφεύγουσα τα κατάλληλα μέτρα. Αναφέρεται ότι η σύσταση του ICSID εμποδίζει την FKTK να εφαρμόσει το σύνολο των εποπτικών μέτρων έναντι της προσφεύγουσας, ότι η ΕΚΤ προετοιμάζει την ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας της προσφεύγουσας και ότι η επιτόπια επιθεώρηση θα παράσχει στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να διενεργήσει τη δική της ανάλυση όσον αφορά την κατάσταση της προσφεύγουσας. Το εν λόγω σχέδιο προσθέτει ότι, παράλληλα με την προβλεπόμενη ανάληψη της άμεσης εποπτείας της προσφεύγουσας, η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να λάβει τα αναγκαία εποπτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι η προσφεύγουσα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

152    Επομένως, η εν λόγω κοινοποίηση παρέσχε στην προσφεύγουσα διευκρινίσεις όσον αφορά την αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επί της οποίας η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις κατά το στάδιο της κατάθεσης του υπομνήματος απαντήσεως.

153    Κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας

154    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως καθόσον δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της επί της σχεδιαζόμενης επιτόπιας επιθεώρησης πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

155    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

156    Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, η προσφεύγουσα αναφέρει απλώς συνοπτικά ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της επί της σχεδιαζόμενης επιτόπιας επιθεώρησης πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

157    Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

158    Στην προκειμένη περίπτωση, καμία διάταξη του κανονισμού 1024/2013 ή του κανονισμού 468/2014 δεν προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει τη δυνατότητα να ακουστεί πριν από την έκδοση απόφασης για τη διεξαγωγή επιθεώρησης. Ωστόσο, το γεγονός αυτό καθαυτό δεν απαλλάσσει την ΕΚΤ από την υποχρέωσή της να ακούσει την οντότητα στην οποία απευθύνεται απόφαση για τη διεξαγωγή επιθεώρησης πριν από την έκδοση της απόφασης αυτής. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα ακροάσεως, θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στον Χάρτη, επιβάλλεται στην ΕΚΤ, δεν απαιτείται δε τούτο να προβλέπεται ρητώς σε άλλο νομοθέτημα.

159    Εντούτοις, πρώτον, μολονότι το άρθρο 22 του κανονισμού 1024/2013, με τίτλο «Τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων για την έκδοση εποπτικών αποφάσεων», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι η ΕΚΤ παρέχει στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία τη δυνατότητα ακρόασης σύμφωνα με το άρθρο 4 και το τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ, με τίτλο «Ειδικές εποπτικές εξουσίες», του εν λόγω κανονισμού, εντούτοις το άρθρο 22 δεν αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 1 του εν λόγω κεφαλαίου, με τίτλο «Εξουσίες έρευνας».

160    Επιπλέον, το άρθρο 145 του κανονισμού 468/2014, με τίτλο «Διαδικασία και κοινοποίηση επιτόπιας επιθεώρησης», προβλέπει στην πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 ότι η ΕΚΤ κοινοποιεί στο νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε επιθεώρηση την απόφαση της ΕΚΤ και την ταυτότητα των μελών της ομάδας επιτόπιας επιθεώρησης τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της επιθεώρησης αυτής, αλλά δεν μνημονεύει αναφέρει ότι το οικείο πρόσωπο έχει δικαίωμα ακροάσεως.

161    Κυρίως, το άρθρο 31 του κανονισμού 468/2014, με τίτλο «Δικαίωμα ακρόασης», στην τελευταία περίοδο της παραγράφου 1, ορίζει ρητώς ότι στις ρυθμίσεις του τμήματος 1 του κεφαλαίου III του κανονισμού 1024/2013 δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου.

162    Ως εκ τούτου, η εφαρμοστέα ρύθμιση προβλέπει ότι τα νομικά πρόσωπα που υπόκεινται σε ένα από τα μέτρα έρευνας που προβλέπονται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου III του κανονισμού 1024/2013, μεταξύ των οποίων και η επιτόπια επιθεώρηση, δεν απολαύουν του δικαιώματος ακροάσεως πριν από τη λήψη του εν λόγω μέτρου.

163    Προβλέποντας ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν ακούγονται πριν από τη λήψη μέτρου έρευνας, η εφαρμοστέα νομοθεσία είναι συνεπής με τη φύση ενός τέτοιου μέτρου, το οποίο έχει ως μόνο σκοπό τη συλλογή πληροφοριών (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Ιουνίου 1980, National Panasonic κατά Επιτροπής, 136/79, EU:C:1980:169, σκέψη 21, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση Italmobiliare κατά Επιτροπής, C‑268/14 P, μη δημοσιευθείσες, EU:C:2015:697, σημείο 119).

164    Επίσης, από το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 προκύπτει ότι οι αποφάσεις με τις οποίες η ΕΚΤ επιβάλλει, κατά περίπτωση, προληπτικά μέτρα με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα πρέπει να αποτελούν μέρος διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως των οικείων προσώπων.

165    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι μια διαδικασία επιθεώρησης που διαρκεί αρκετούς μήνες, συνεπάγεται επιτόπιους ελέγχους και ακρόαση της οικείας επιχείρησης της οποίας οι δηλώσεις κατατίθενται στον φάκελο της υποθέσεως, δύναται να αποτελέσει τεκμήριο ως προς το ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, έχοντας πλήρη γνώση της υποθέσεως, άσκησε το δικαίωμά της ακροάσεως κατά τη διάρκεια του ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Sopropé, C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψεις 45 και 46).

166    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την παρουσίαση που έκανε ο επικεφαλής της αποστολής επιθεώρησης στις 5 Μαρτίου 2019, επρόκειτο να προγραμματιστούν πολλές συναντήσεις μεταξύ των μελών της ομάδας επιθεώρησης και των υπευθύνων της προσφεύγουσας για τα σχετικά θέματα (βλ. σ. 5 της παρουσίασης αυτής). Από την παρουσίαση προκύπτει επίσης ότι επρόκειτο να αποσταλεί σχέδιο της έκθεσης επιθεώρησης και να πραγματοποιηθεί συνάντηση «εξόδου» πριν από την αποστολή της τελικής έκθεσης και την «τελική» συνάντηση (βλ. σ. 7 της παρουσίασης αυτής).

167    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση της ΕΚΤ να διενεργήσει επιτόπια επιθεώρηση σε πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013 δεν εξαρτάται από την άσκηση από την ενδιαφερόμενη οντότητα του δικαιώματός της ακροάσεως πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

168    Μόνον μετά την απόφαση για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης και πριν από την τυχόν έκδοση αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 4 και το τμήμα 2 του κεφαλαίου III του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ υποχρεούται να δώσει στα πρόσωπα που αφορά η απόφαση τη δυνατότητα ακροάσεως.

169    Επαλλήλως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΕΚΤ όφειλε να ακούσει την προσφεύγουσα πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως, συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν είχε υπάρξει η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΤΕπ, C‑558/17 P, EU:C:2019:289, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

170    Εν προκειμένω, όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι, εάν η προσφεύγουσα είχε τύχει ακροάσεως πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η διαδικασία θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε πλαίσιο γνωστό σε αυτήν, όπως σημειώνεται στη σκέψη 149 ανωτέρω.

171    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαία κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, και επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

172    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1024/2013, η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης πρέπει να είναι αναγκαία. Η επιτόπια, όμως, επιθεώρηση στην οποία υποβλήθηκε ήταν μέτρο αντιποίνων με το οποίο η ΕΚΤ ήθελε να δείξει ότι δεν ανεχόταν την άσκηση κριτικής. Στην επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019, η ΕΚΤ δεν προσδιόρισε με σαφήνεια το αντικείμενο και τον σκοπό της επιτόπιας επιθεώρησης. Δεν εξήγησε για ποιόν λόγο ήταν αναγκαία η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης για την ανάλυση του πιστωτικού κινδύνου. Ο κίνδυνος αυτός ωστόσο, επί πολλά έτη, αποτελούσε αντικείμενο προσεκτικής παρακολούθησης εκ μέρους της FKTK. Όλες οι αποφάσεις της προσφεύγουσας στον τομέα των πιστώσεων παρακολουθούνταν από την FKTK και όλες οι αποφάσεις που αφορούσαν ποσό άνω των 50 000 ευρώ υπόκεινταν στην έγκρισή της. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ουδεμία αλλαγή είχε γίνει στο χαρτοφυλάκιο πιστώσεων της προσφεύγουσας χωρίς την έγκριση της FKTK.

173    Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Η ΕΚΤ όφειλε να χρησιμοποιήσει το λιγότερο παρεμβατικό μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Η προσφεύγουσα ήταν πάντοτε πρόθυμη να παράσχει στην ΕΚΤ και στην FKTK κάθε αναγκαία πληροφορία. Δεν αποδείχθηκε ότι η επιτόπια επιθεώρηση, ιδίως από την ΕΚΤ, δεν μπορούσε να αποφευχθεί μέσω άλλων κατάλληλων μέτρων έρευνας. Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις που διεξάγει η ΕΚΤ είναι πιο επαχθείς από εκείνες που διεξάγουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές, ιδίως επειδή διενεργούνται από υπαλλήλους που δεν ομιλούν τη γλώσσα της οικείας χώρας. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για τη Λεττονία, της οποίας η γλώσσα δεν ομιλείται ευρέως εκτός των συνόρων της. Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα της επιθεώρησης ήταν καταχρηστικό, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο διεξαγωγής της επιθεώρησης, τρίτη επιχείρηση διενεργούσε τον ετήσιο έλεγχο της προσφεύγουσας και η ΕΚΤ αρνήθηκε να αναβάλει την επιθεώρηση κατά ένα μήνα. Η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει εγκαίρως τον ετήσιο έλεγχό της και η FKTK της επέβαλε πρόστιμο για τον λόγο αυτό.

174    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

175    Λαμβανομένης υπόψη της σχέσης που υφίσταται μεταξύ του δευτέρου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, οι δύο αυτοί λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

176    Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των ιδρυμάτων που υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

177    Ο προσδιορισμός «αναγκαίες» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, εφόσον υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους σκοπούς (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 206).

178    Κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας ενός μέτρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που ενδεχομένως αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά τη θέσπισή του (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η ΕΚΤ διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν εκδίδει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πράξη σχετική με την προληπτική εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 86).

179    Σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 177 ανωτέρω, η αναγκαιότητα και ο αναλογικός χαρακτήρας επιτόπιας επιθεώρησης πρέπει να εκτιμώνται λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκόμενων από τη νομοθεσία σκοπών.

180    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι η κατοχύρωση της ασφάλειας και της ευρωστίας των ιδρυμάτων αυτών, η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και η προστασία των καταθετών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 30 και 65 του κανονισμού 1024/2013).

181    Η ορθή διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου από τα πιστωτικά ιδρύματα αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 575/2013, το άρθρο 79 της οδηγίας 2013/36 και, κατά τα λοιπά, την αρχή 17 των βασικών αρχών για την αποτελεσματική τραπεζική εποπτεία.

182    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι κάθε πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε «συνεχή» προληπτική εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές (βλ. αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού 1024/2013, αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2013/36 και αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού 575/2013).

183    Οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 1024/2013 και το άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36, διαθέτουν εξουσίες που τους επιτρέπουν να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος η οποία απαιτείται για την άσκηση των δραστηριοτήτων του, να αντιταχθούν στην απόκτηση συμμετοχής στο εν λόγω ίδρυμα και να επιβάλουν εποπτικά μέτρα, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση της διακυβέρνησής του, τη βελτίωση της κεφαλαιακής του θέσης ή της ρευστότητάς του, τον περιορισμό στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, την αφαίρεση δραστηριοτήτων ή την απομάκρυνση μελών του διοικητικού οργάνου από τα καθήκοντά τους.

184    Σύμφωνα με τα άρθρα 9 έως 13 του κανονισμού 1024/2013 και το άρθρο 65, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/36, οι αρμόδιες αρχές έχουν επίσης, εξουσίες για τη διεξαγωγή ερευνών που τους επιτρέπουν να απαιτούν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να ασκούν τα καθήκοντα τους, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς, να διεξάγουν έρευνες και να διενεργούν επιτόπιες επιθεωρήσεις. Η αιτιολογική σκέψη 47 του κανονισμού 1024/2013 ορίζει ότι η ΕΚΤ πρέπει να μπορεί να απαιτεί όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις «προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της».

185    Οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 99 της οδηγίας 2013/36, διενεργούν εποπτικό έλεγχο και αξιολόγηση. Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τη συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ιδρύματα που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης. Το πρόγραμμα αυτό, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο για τις επιτόπιες επιθεωρήσεις, καλύπτει τα ιδρύματα για τα οποία τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ή το αποτέλεσμα της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης δείχνουν την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων για τη συνεχή χρηματοοικονομική τους αρτιότητα ή μη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις, τα ιδρύματα που ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοοικονομικό σύστημα και οποιαδήποτε άλλα ιδρύματα για τα οποία οι αρμόδιες αρχές το θεωρούν αναγκαίο. Οι αρμόδιες αρχές, όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με το άρθρο 97, μπορούν να λάβουν μέτρα όπως αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπου επιθεωρήσεων του ιδρύματος ή μόνιμη παρουσία της αρμόδιας αρχής στο ίδρυμα.

186    Οι αρχές 9 και 10 των βασικών αρχών για την αποτελεσματική τραπεζική εποπτεία προβλέπουν, επιπλέον, ότι η εποπτική αρχή χρησιμοποιεί τους πόρους της κατ’ αναλογίαν προς το προφίλ κινδύνου και τη συστημική σημασία της τράπεζας. Αναφέρουν ότι η εν λόγω αρχή χρησιμοποιεί μεθόδους που συνδυάζουν κατάλληλα ελέγχους επιτόπου και ελέγχους βάσει εγγράφων. Αφενός, η εποπτική αρχή αναλύει τις καταστάσεις από εποπτική άποψη και τις στατιστικές πληροφορίες που παρέχουν οι τράπεζες. Αφετέρου, επαληθεύει τις εκθέσεις που υποβάλλουν οι τράπεζες, κατόπιν αιτήματος και ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με πλήρη ανεξαρτησία, διενεργώντας επιτόπιους ελέγχους ή προσφεύγοντας σε εξωτερικούς ελεγκτές. Βρίσκεται σε τακτική επαφή με το διοικητικό συμβούλιο, τους εξωτερικούς διοικητικούς υπαλλήλους, τη διεύθυνση και τα στελέχη. Συναντάται τακτικά με τη διοίκηση και το διοικητικό συμβούλιο. Μπορεί να απευθύνεται σε ανεξάρτητους τρίτους, αλλά δεν μπορεί να αναθέτει σε τρίτους τις εποπτικές της αρμοδιότητες.

187    Από τις αιτιολογικές σκέψεις, τις διατάξεις και τις αρχές που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 182 έως 186 ανωτέρω προκύπτει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε «συνεχή» προληπτική εποπτεία, η οποία βασίζεται σε συνδυασμό ελέγχων βάσει εγγράφων, οι οποίοι διενεργούνται με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται τακτικά στις αρμόδιες αρχές, και επιτόπιων ελέγχων, οι οποίοι επιτρέπουν την επαλήθευση των παρασχεθεισών πληροφοριών. Οι έλεγχοι εγγράφων δεν μπορούν, καταρχήν, να υποκαταστήσουν τις επιτόπιες επιθεωρήσεις, οι οποίες, μεταξύ άλλων, παρέχουν στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να επαληθεύσει κατά τρόπο ανεξάρτητο τις παρασχεθείσες από τα ιδρύματα αυτά πληροφορίες.

188    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σε αντίθεση με τις επιθεωρήσεις που διενεργεί η Επιτροπή βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, οι οποίες αποσκοπούν στη διαπίστωση παραβάσεων των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι επιτόπιες επιθεωρήσεις που διενεργεί η ΕΚΤ αποσκοπούν στην εξακρίβωση, στο πλαίσιο της συνεχούς εποπτείας που συνδυάζει ελέγχους βάσει εγγράφων και επιτόπιους ελέγχους, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα εξασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους και ότι οι παρασχεθείσες πληροφορίες είναι αξιόπιστες, με αποτέλεσμα η διεξαγωγή των επιθεωρήσεων αυτών να μην εξαρτάται από την ύπαρξη υπόνοιας περί παραβάσεων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο.

189    Το συμπέρασμα που παρατίθεται στη σκέψη 188 ανωτέρω δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013, σύμφωνα με το οποίο, κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω αναγκαστικών μέτρων, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως τους λόγους που έχει η ΕΚΤ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού και τη σοβαρότητα της εικαζομένης παράβασης, καθώς και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα αναγκαστικά μέτρα.

190    Συγκεκριμένα, το άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013 δεν αφορά την αναγκαιότητα της διεξαγωγής επιτόπιας επιθεώρησης, αλλά τον έλεγχο της αναλογικότητας των σχεδιαζόμενων αναγκαστικών μέτρων, ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι κάποιο πρόσωπο αντιτάσσεται σε επιθεώρηση.

191    Τέλος, από τις διατάξεις, τις αιτιολογικές σκέψεις και τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 182 έως 186 ανωτέρω προκύπτει ότι η συχνότητα και η ένταση των επιθεωρήσεων καθορίζονται λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας.

192    Εν προκειμένω, πρώτον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η FKTK διαπίστωσε ελλείψεις και παραβάσεις των εφαρμοστέων διατάξεων κατά τα έτη που προηγήθηκαν της επιθεώρησης και ότι η προσφεύγουσα δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει τους λόγους ανησυχίας από απόψεως προληπτικής εποπτείας που προέκυψαν από τις διαπιστώσεις αυτές.

193    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, προς στήριξη του δευτέρου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει επιχείρημα προς αμφισβήτηση του υποστατού των ελλείψεων και των παραβάσεων των εφαρμοστέων διατάξεων που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, δεν ισχυρίζεται ότι αμφισβήτησε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τις αποφάσεις της FKTK που εκδόθηκαν τον Φεβρουάριο του 2016 και τον Αύγουστο του 2017, ούτε αναφέρει την έκβαση τυχόν ένδικων διαδικασιών. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει τους οικείους λόγους ανησυχίας από απόψεως προληπτικής εποπτείας.

194    Δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ήταν διατεθειμένη να παράσχει στην ΕΚΤ κάθε αναγκαία πληροφορία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι μια τέτοια γνωστοποίηση δεν ήταν ισοδύναμη με τη δυνατότητα της ΕΚΤ να επαληθεύσει επιτόπου την ακεραιότητα και την αξιοπιστία των πληροφοριών που διαβιβάστηκαν και να πραγματοποιήσει συναντήσεις για διάφορα θέματα με τους εκπροσώπους της προσφεύγουσας.

195    Τρίτον, το γεγονός ότι ο πιστωτικός κίνδυνος στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η προσφεύγουσα παρακολουθείτο στενά από την FKTK επί πολλά έτη, πράγμα που σημαίνει ειδικότερα ότι όλες οι αποφάσεις της προσφεύγουσας για ποσό άνω των 50 000 ευρώ είχαν υποβληθεί προς έγκριση στην FKTK, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα της επιτόπιας επιθεώρησης. Η παρακολούθηση αυτή επιβεβαιώνει την προσοχή που απέδιδε η FKTK στον πιστωτικό κίνδυνο και δεν αντιφάσκει προς την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία η προσφεύγουσα δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις και παραβάσεις των εφαρμοστέων διατάξεων που είχαν ήδη διαπιστωθεί.

196    Τέταρτον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά μέτρο αντιποίνων σε βάρος της. Συναφώς, οι δηλώσεις ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης της ΕΚΤ, οι οποίες διατυπώθηκαν σε συνέδριο της 21ης Νοεμβρίου 2017, σύμφωνα με τις οποίες, σε περίπτωση που κινηθεί από πιστωτικό ίδρυμα τυπική διαδικασία σε βάρος του, η αρμόδια αρχή θα μπορούσε να αντιδράσει ενισχύοντας την εποπτεία της, δεν αποτελούν στοιχείο που αποδεικνύει επαρκώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί μέτρο αντιποίνων, δεδομένου ότι οι σύντομες αυτές δηλώσεις εξέφραζαν «προσωπικές απόψεις», ότι δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκη την ύπαρξη αντιποίνων και ότι δεν είναι εμπεριστατωμένες.

197    Πέμπτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι, η επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 του γενικού διευθυντή, η ΕΚΤ δεν καθόρισε με σαφήνεια το αντικείμενο και τον σκοπό της επιτόπιας επιθεώρησης και δεν εξήγησε για ποιόν λόγο ήταν αναγκαία η διεξαγωγή επιθεώρησης για την ανάλυση του πιστωτικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αν η εν λόγω επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 είναι επαρκώς αιτιολογημένη εξετάστηκε στις σκέψεις 145 έως 150 ανωτέρω και αφορά, εν πάση περιπτώσει, διαδικαστική προϋπόθεση κοινοποίησης που προβλέπεται από το άρθρο 145 του κανονισμού 468/2014, η οποία πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον το ζήτημα αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 143 ανωτέρω.

198    Έκτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι επιθεωρήσεις της ΕΚΤ είναι πιο επαχθείς από εκείνες που διεξάγουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

199    Συγκεκριμένα, αφενός, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, οι επιθεωρήσεις που διεξάγονται από την ίδια και οι επιθεωρήσεις που διεξάγονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές στηρίζονται στους ίδιους κανόνες. Η προσφεύγουσα εξάλλου δεν το αμφισβητεί. Αφετέρου, όπως υποστηρίζει και η ΕΚΤ, η χρήση της αγγλικής γλώσσας από τους υπαλλήλους της ομάδας επιθεώρησης δεν μπορεί να θεωρηθεί εν προκειμένω ως σημαντικός περιορισμός, δεδομένου ότι οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας δεν ήταν υποχρεωμένοι να επικοινωνούν στη γλώσσα αυτή με τους υπαλλήλους της ομάδας επιθεώρησης, και, επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα επέλεξε μεταγενέστερα την αγγλική ως μοναδική γλώσσα επικοινωνίας με την ΕΚΤ.

200    Επιπλέον, το γεγονός ότι οι επιθεωρήσεις που διεξάγει η ΕΚΤ είναι πιο επαχθείς από εκείνες που διεξάγουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν αποδεικνύει, σε κάθε περίπτωση, ότι οι εν λόγω επιθεωρήσεις είναι δυσανάλογες.

201    Τέλος, έβδομον, δεν αποδείχθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας του χρονοδιαγράμματος της επιθεώρησης. Επ’ αυτού, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η επιθεώρηση άρχισε τρεις και πλέον εβδομάδες μετά την παραλαβή της επιστολής της 14ης Φεβρουαρίου 2019 και ότι προηγήθηκε εναρκτήρια συνάντηση κατά την οποία παρασχέθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με τη διεξαγωγή της, γεγονός που επέτρεψε στην προσφεύγουσα να λάβει μέτρα οργανώσεως πριν από την έναρξη της επιθεώρησης. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα διενήργησε τον ετήσιο έλεγχο των λογαριασμών της κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης δεν επαρκεί για να αποδειχθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας του χρονοδιαγράμματος αυτού. Αφενός, το να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να αναβάλει μια επιθεώρηση για τον λόγο και μόνον ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να πραγματοποιήσει τον ετήσιο έλεγχο των λογαριασμών του ενέχει τον κίνδυνο να θίξει τον σκοπό της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει, αντιθέτως, ότι η ΕΚΤ μπορεί να ασκεί «ανά πάσα στιγμή» την εξουσία της να διεξάγει επιτόπια επιθεώρηση. Αφετέρου, δεν αποδείχθηκε ότι η επιθεώρηση εμπόδισε την προσφεύγουσα να ολοκληρώσει εγκαίρως τον ετήσιο έλεγχο των λογαριασμών της. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, κατά πρώτον, εναπόκειται στα πιστωτικά ιδρύματα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να τηρήσουν τις νόμιμες προθεσμίες για την κατάθεση των ελεγμένων λογαριασμών τους, κατά δεύτερον, σύμφωνα με την απόφαση της FKTK της 14ης Μαΐου 2019 περί επιβολής κυρώσεως στην προσφεύγουσα, η τελευταία είχε ήδη καθυστερήσει την κατάθεση των λογαριασμών της το 2017 και, κατά τρίτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα καθυστέρησε να καταθέσει τους ετήσιους ελεγμένους λογαριασμούς της μπορεί, ενδεχομένως, να εξηγηθεί και από το ότι δεν υπήρχαν τα μέσα για την ολοκλήρωση του ελέγχου από την ομάδα ελέγχου.

202    Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΚΤ είχε το δικαίωμα να θεωρήσει, κατά την άσκηση του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας ήταν αναγκαία, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, προκειμένου να εξεταστεί ο πιστωτικός κίνδυνος στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η προσφεύγουσα και, γενικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευρωστία του ιδρύματος αυτού, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η προστασία των καταθετών. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να καταφύγει σε μέτρο λιγότερο επαχθές από την επιτόπια επιθεώρηση που διεξήγαγε, ούτε ότι τα μειονεκτήματα που προκλήθηκαν από το μέτρο αυτό ήταν υπέρμετρα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

203    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

5.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η ΕΚΤ δεν άσκησε δεόντως τη διακριτική της ευχέρεια, και επί του έκτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρέωσης που υπέχει η ΕΚΤ να εξετάζει και να εκτιμά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης

204    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας κατά τη λήψη απόφασης περί διεξαγωγής επιτόπιας επιθεώρησης. Δεν αποδείχθηκε ότι η ΕΚΤ άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ήταν σκόπιμη. Η απουσία οποιουδήποτε «σχετικού» σκεπτικού προκύπτει από τον εξαιρετικά ασυνήθιστο χαρακτήρα της απόφασης της ΕΚΤ να διενεργήσει επιτόπια επιθεώρηση σε ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα.

205    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωση που υπέχει, σύμφωνα με τη νομολογία, να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα «κρίσιμα» στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη το πλήθος των σχετικών πληροφοριών τις οποίες διέθετε η FKTK και αφορούσαν κάθε πιστωτικό κίνδυνο που ενδεχομένως διέτρεχε.

206    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ισχυρίζεται ότι ο τρίτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

207    Προκαταρκτικώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η ΕΚΤ δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας προκειμένου να αποφασίσει αν η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ήταν σκόπιμη, όπως τούτο απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, γεγονός το οποίο προκύπτει ειδικότερα από το ότι η επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 του γενικού διευθυντή ουδεμία «κρίσιμη» περίσταση αναφέρει.

208    Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει εκ νέου λόγο που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλείψεως επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης των «κρίσιμων» στοιχείων της υπόθεσης.

209    Οι δύο αυτοί λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού, δεδομένου ότι και με τους δύο λόγους προσάπτεται στην ΕΚΤ ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον παρέλειψε να εξετάσει ή να εκτιμήσει τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης.

210    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όταν ο προσφεύγων προβάλλει λόγους που αφορούν πλάνη περί το δίκαιο τέτοιας φύσεως, σε αυτόν εναπόκειται να προσκομίσει τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι υφίσταται τέτοια πλάνη.

211    Όμως, προς στήριξη αυτών των λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, συνοπτικά, ότι η επιστολή του γενικού διευθυντή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 δεν περιλαμβάνει «οποιαδήποτε σχετική εκτίμηση». Υπογραμμίζει ότι δεν είναι σύνηθες να διεξάγεται από την ΕΚΤ επιτόπια επιθεώρηση σε λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα και ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη το πλήθος των πληροφοριών που διέθετε η FKTK όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη.

212    Ωστόσο, από το σχέδιο απόφασης που θεωρήθηκε εγκριθέν από το διοικητικό συμβούλιο, και ιδίως από το παράρτημά του, προκύπτει ότι η ΕΚΤ έλαβε υπόψη της τις πληροφορίες που διέθετε η FKTK όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η προσφεύγουσα. Από αυτό προκύπτει επίσης ότι η ΕΚΤ έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα, καθόσον δύο φορές έκρινε ότι τούτο δεν εμπόδιζε τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 137 ανωτέρω. Εξ αυτού προκύπτει, τέλος, ότι η ΕΚΤ αξιολόγησε δεόντως αν η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ήταν σκόπιμη και κατέληξε σε καταφατική κρίση, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ελλείψεων και των παραβάσεων των εφαρμοστέων διατάξεων οι οποίες είχαν διαπιστωθεί κατά τα προηγούμενα έτη και του ότι η προσφεύγουσα δεν είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

213    Από τα προεκτεθέντα, όπως και από την απάντηση στον δεύτερο και στον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η ΕΚΤ δεν εξέτασε τις κρίσιμες περιστάσεις όσον αφορά την κατάστασή της ή ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις αυτές, δεν αξιολόγησε αν η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ήταν αναγκαία.

214    Επομένως, ο τρίτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

6.      Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

215    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, διότι το αντικείμενο και ο σκοπός της δεν είναι σαφή. Δεδομένου ότι η επιστολή του γενικού διευθυντή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 αναφέρει μόνον τον πιστωτικό κίνδυνο, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει την εμβέλεια της δεσμευτικής ισχύος της ούτε σε ποιο βαθμό η μη συμμόρφωση σε αίτημα των επιφορτισμένων με την επιθεώρηση υπαλλήλων μπορούσε να θεωρηθεί ως παρακώλυση. Η επιστολή αυτή ανέφερε μάλιστα ότι το αντικείμενο της επιθεώρησης μπορούσε να διευρυνθεί απεριόριστα κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης. Ωστόσο, στον οδηγό για την εποπτεία των τραπεζών σημειώνεται ότι το αντικείμενο επιτόπιας επιθεώρησης πρέπει να έχει καθοριστεί εκ των προτέρων. Οι ερωτήσεις που έθεσαν οι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση υπάλληλοι κάλυπταν πολλούς τομείς οι οποίοι δεν είχαν σχέση με την ανάλυση του πιστωτικού κινδύνου. Ορισμένες ερωτήσεις δεν ενέπιπταν σε συγκεκριμένο σκοπό προληπτικής εποπτείας, αλλά αφορούσαν μάλλον ενδελεχή έρευνα στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τομέα στον οποίο η ΕΚΤ δεν είναι η αρμόδια αρχή, ακόμη και όσον αφορά τα σημαντικά ιδρύματα. Επιπλέον, ακόμη και στο πλαίσιο έρευνας στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το αίτημα προς την προσφεύγουσα να παράσχει πληροφορίες σχετικά με όλες τις εισερχόμενες και εξερχόμενες πληρωμές για όλους τους πελάτες της κατά τα τελευταία δύο έτη ήταν δυσανάλογο.

216    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

217    Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει, μεταξύ άλλων, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις [βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου), C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

218    Το δικαίωμα επίκλησης της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το οποίο αποτελεί απόρροια της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αναγνωρίζεται σε κάθε ιδιώτη ευρισκόμενο σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται. Αντιθέτως, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εάν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις [απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου), C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 112].

219    Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι σκοπός της επιθεώρησης είναι η ενδελεχής έρευνα σχετικά με τους κινδύνους, τον έλεγχο των κινδύνων και τη διακυβέρνηση της προσφεύγουσας προκειμένου να αξιολογηθούν, μεταξύ άλλων, οι διαδικασίες της, τα συστήματα της και η ποιότητα της διοίκησής της και ότι η επιθεώρηση αυτή θα επικεντρωθεί κυρίως στον πιστωτικό κίνδυνο.

220    Το γεγονός ότι η επιστολή του γενικού διευθυντή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 ανέφερε ότι σκοπός της επιτόπιας επιθεώρησης ήταν ο πιστωτικός κίνδυνος δεν θίγει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

221    Συγκεκριμένα, ο πιστωτικός κίνδυνος αποτελεί θεμελιώδη έννοια της τραπεζικής δραστηριότητας, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 147 ανωτέρω, η οποία είναι κατανοητή από όσους εμπλέκονται στον τομέα αυτόν. Επίσης, κατά τη συνάντηση της 5ης Μαρτίου 2019, αρκετές ημέρες πριν από την έναρξη της επιθεώρησης, παρασχέθηκαν συγκεκριμένες διευκρινίσεις σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης. Όπως σημειώθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, ο επικεφαλής της αποστολής επιθεώρησης διευκρίνισε, με έγγραφο που δόθηκε στην προσφεύγουσα, το πεδίο του αντικειμένου της αποστολής, με τίτλο «πιστωτικός κίνδυνος και διακυβέρνηση», και περιλάμβανε συγκεκριμένα την ταξινόμηση και τις προβλέψεις, τις εγγραφές στο βιβλίο απογραφής (κατασχεθέντα στοιχεία ενεργητικού που πωλήθηκαν), την αποτίμηση των εξασφαλίσεων και των κεφαλαίων (στοιχείων ενεργητικού που κατέχονται προς πώληση), την ποιότητα των δεδομένων, τη διακυβέρνηση, και το επιχειρηματικό μοντέλο.

222    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η εν λόγω επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019, στο μέτρο που αναφερόταν στον πιστωτικό κίνδυνο, δεν ήταν σαφής και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να γνωρίζει σε ποιο βαθμό η μη συμμόρφωση σε αίτημα των επιφορτισμένων με την επιθεώρηση υπαλλήλων θα μπορούσε να θεωρηθεί παρακώλυση όσον αφορά την επιθεώρηση.

223    Επιπλέον, το γεγονός ότι η επιστολή του γενικού διευθυντή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 ανέφερε ότι το αντικείμενο της επιθεώρησης μπορούσε να διευρυνθεί κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και ότι, στην περίπτωση αυτή, η προσφεύγουσα θα ενημερωνόταν σχετικά από τον επικεφαλής της αποστολής εκ μέρους της ΕΚΤ, δεν παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

224    Πράγματι, στην εν λόγω επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 αναφερόταν ότι η προσφεύγουσα θα ενημερωνόταν προηγουμένως σε περίπτωση τέτοιας διεύρυνσης του αντικειμένου της επιθεώρησης. Επομένως, από την επιστολή αυτή προκύπτει ότι, ελλείψει τέτοιας ενημέρωσης, το αντικείμενο της επιθεώρησης περιοριζόταν στον πιστωτικό κίνδυνο.

225    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το σημείο 69 του οδηγού τραπεζικής εποπτείας αναφέρει ότι το αντικείμενο των επιτόπιων επιθεωρήσεων πρέπει να έχει καθοριστεί εκ των προτέρων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τούτο πράγματι συνέβη στην επίμαχη επιθεώρηση, καθόσον η εν λόγω επιθεώρηση επικεντρωνόταν σε συγκεκριμένο κίνδυνο.

226    Εξάλλου, σύμφωνα με το σημείο 73 του οδηγού τραπεζικής εποπτείας, οι επιτόπιες επιθεωρήσεις μπορούν να είναι «γενικές», δηλαδή να καλύπτουν ευρύ φάσμα κινδύνων και δραστηριοτήτων προκειμένου να σχηματιστεί μια συνολική εικόνα του πιστωτικού ιδρύματος, «στοχευμένες», δηλαδή να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένο τμήμα της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος, σε συγκεκριμένο πρόβλημα ή κίνδυνο, ή «θεματικές», δηλαδή να επικεντρώνονται σε ένα ζήτημα (παραδείγματος χάριν, στον τομέα δραστηριότητας ή στο είδος των συναλλαγών) όσον αφορά ομάδα αντίστοιχων πιστωτικών ιδρυμάτων. Διευκρινίζει ότι οι κοινές ομάδες εποπτείας, στις οποίες συμμετέχει προσωπικό της ΕΚΤ και προσωπικό των εθνικών αρμόδιων αρχών, μπορούν να ζητούν θεματική εξέταση του ελέγχου συγκεκριμένου κινδύνου ή της διαδικασίας διακυβέρνησης σε όλα τα ιδρύματα. Αναφέρει ότι μπορούν επίσης να γίνονται εξετάσεις ανά θέμα βάσει μακροπροληπτικών και τομεακών αναλύσεων οι οποίες εντοπίζουν απειλές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω της αποδυνάμωσης οικονομικών τομέων ή της εξάπλωσης πρακτικών που ενέχουν κινδύνους στον τραπεζικό τομέα.

227    Η αιτίαση που στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι, κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης, οι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση υπάλληλοι ζήτησαν να τους παρασχεθούν πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούσαν τον πιστωτικό κίνδυνο πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

228    Συγκεκριμένα, οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση απόφασης ελέγχου βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1024/2013 δεν ασκούν, αυτές καθαυτές, επιρροή στη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης, δεδομένου ότι αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της εκδόσεως της εν λόγω απόφασης (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής, C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, η νομιμότητα μιας τέτοιας απόφασης δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση υπάλληλοι διασφαλίζουν την εκτέλεσή της.

229    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σε περίπτωση που ζητηθεί να παρασχεθούν πληροφορίες πέραν του αντικειμένου της επιθεώρησης, η οικεία οντότητα έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες αυτές, εκτός αν η ΕΚΤ προχωρήσει, με αναγκαστικά μέτρα, στην αναγκαστική εκτέλεση της οικείας αποφάσεως.

230    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΕΚΤ αποφασίσει να εκδώσει απόφαση περί επιβολής κυρώσεως σε νομικό πρόσωπο για παρακώλυση της διεξαγωγής επιθεώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 7, του κανονισμού 1024/2013, η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής, το οικείο νομικό πρόσωπο μπορεί να ισχυριστεί, εφόσον πιστεύει ότι έχει λόγους να το πράξει, ότι οι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση υπάλληλοι ζήτησαν να παρασχεθούν πληροφορίες οι οποίες ήταν πέραν του αντικειμένου της επιθεώρησης.

231    Η οικεία οντότητα μπορεί επίσης, χωρίς να απορρίψει αίτημα περί παροχής πληροφοριών στο πλαίσιο επιθεώρησης, να αντιταχθεί στην παροχή των πληροφοριών αυτών και να ζητήσει από την ΕΚΤ να μην χρησιμοποιήσει τις επίμαχες πληροφορίες με την αιτιολογία ότι δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της επιθεώρησης. Η άρνηση της ΕΚΤ να ικανοποιήσει τα νόμιμα αιτήματα του οικείου νομικού προσώπου μπορεί να στοιχειοθετήσει ευθύνη της ΕΚΤ και, ενδεχομένως, να καταστήσει παράνομες τις πράξεις που θα εκδώσει στη συνέχεια.

232    Εν πάση περιπτώσει, προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι οι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση υπάλληλοι ζήτησαν να τους παρασχεθούν πληροφορίες που δεν αφορούσαν τον πιστωτικό κίνδυνο, η προσφεύγουσα παραπέμπει, αρχικώς, κατά τρόπο γενικό, στο παράρτημα A.12, το οποίο περιλαμβάνει αιτήσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες απηύθυναν εγγράφως στην προσφεύγουσα οι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση υπάλληλοι τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2019. Η προσφεύγουσα καθόσον προβάλλει απλώς ότι το παράρτημα αυτό, δέκα περίπου σελίδων, περιέχει παραδείγματα ερωτήσεων που δεν έχουν σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο, χωρίς όμως να προσδιορίζει τις σχετικές ερωτήσεις και χωρίς να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους οι ερωτήσεις αυτές δεν έχουν σημασία για την ανάλυση του πιστωτικού κινδύνου, δεν παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το βάσιμο του επιχειρήματός της (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Versalis κατά Επιτροπής, C‑511/11 P, EU:C:2013:386, σκέψη 115).

233    Μολονότι στη συνέχεια η προσφεύγουσα προβάλλει συγκεκριμένα ότι η ΕΚΤ της ζήτησε να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τις εισερχόμενες και εξερχόμενες πληρωμές των πελατών της τράπεζας κατά τα δύο τελευταία έτη, γεγονός το οποίο όντως προκύπτει από το παράρτημα A.12, εντούτοις δεν αναφέρει ότι αντιτάχθηκε στο εν λόγω έγγραφο αίτημα των επιφορτισμένων με την επιθεώρηση υπαλλήλων. Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το εν λόγω αίτημα ήταν πέραν του αντικειμένου της επιθεώρησης ή ότι ήταν δυσανάλογο, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των ζητούμενων πληροφοριών, το αίτημα αυτό δεν αποδεικνύει ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είναι σαφής, παραβιάζει τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

234    Επομένως, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

7.      Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων

235    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις σε λιγότερα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ σπάνιες και η ΕΚΤ δεν εξήγησε για ποιόν λόγο έλαβε στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το μη σύνηθες μέτρο. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ΕΚΤ απέφυγε να απαντήσει στις ερωτήσεις που έθεσε η προσφεύγουσα με τις επιστολές της 5ης Ιουλίου και 12ης Σεπτεμβρίου 2018 όσον αφορά τα ζητήματα διαφθοράς και τα εχθρικά σχόλια που διατυπώθηκαν δημοσίως από Λεττονούς αξιωματούχους. Η ΕΚΤ δεν απέδειξε ότι διεξήγαγε έρευνα επί του θέματος αυτού και δεν αναγνώρισε ότι οι δημόσιες απειλές εκ μέρους του A ήταν ανεπίτρεπτες. Η απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας (C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139), δεν επέλυσε το ζήτημα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ακύρωσε τους όρους που επιβλήθηκαν στον A από τη Δημοκρατία της Λεττονίας διότι η τελευταία δεν προσκόμισε εγκαίρως τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις πράξεις διαφθοράς. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ενώ υπήρχαν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία τεκμηρίωναν τις αιτιάσεις περί διαφθοράς και παράνομης συμπεριφοράς και η ΕΚΤ αρνούνταν να διερευνήσει και να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή. Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι, ελλείψει οποιασδήποτε δικαιολογίας, η μη συνήθης μεταχείριση της οποίας έτυχε πρέπει να ερμηνευθεί ως πράξη εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις, διευκρινιζομένου ότι, εν τω μεταξύ, ο A επανήλθε στη θέση του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.

236    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

237    Η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, C‑264/18, P.M. κ.λπ., EU:C:2019:472, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

238    Η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω διαφορετικής μεταχείρισης προϋποθέτει ότι οι σχετικές καταστάσεις είναι παρόμοιες λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 25).

239    Πρώτον, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει ποια ιδρύματα βρίσκονταν σε κατάσταση παρόμοια με τη δική της και δεν είχαν ίδια μεταχείριση.

240    Δεύτερον, ακόμη και αν η προσφεύγουσα παραπονείται για διακριτική μεταχείριση σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν διενεργήθηκε επιθεώρηση από την ίδια την ΕΚΤ, υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ όχι μόνο έχει την εξουσία να διενεργεί επιθεωρήσεις στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ότι έχει πράγματι διενεργήσει τέτοιες επιθεωρήσεις σε άλλα ιδρύματα εκτός από την προσφεύγουσα, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ και όπως εξάλλου αναγνωρίζει και η προσφεύγουσα.

241    Μολονότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι επιθεωρήσεις που διενεργεί η ίδια η ΕΚΤ στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα είναι πράγματι πολύ λιγότερο συχνές από εκείνες που διενεργεί η ΕΚΤ σε ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά, εντούτοις διαπιστώνεται ότι οι λόγοι της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως ο λόγος που αφορά το ότι η σύσταση του ICSID εμπόδιζε την FKTK να εφαρμόσει έναντι της προσφεύγουσας το σύνολο των εποπτικών μέτρων, μπορούν να εξηγήσουν γιατί η κατάσταση της προσφεύγουσας ήταν ιδιαίτερη, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν παρόμοια με τις καταστάσεις άλλων λιγότερο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία δεν διενεργήθηκε επιτόπια επιθεώρηση από την ΕΚΤ, και, επομένως, για ποιoν λόγο η ΕΚΤ αποφάσισε να διενεργήσει η ίδια μια τέτοια επιθεώρηση στη συγκεκριμένη περίπτωση.

242    Αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα παραπονείται για συμπεριφορά ενέχουσα δυσμενή διάκριση σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα στα οποία, αντιθέτως με ό,τι συνέβη στην προσφεύγουσα, ο βασικός μέτοχος δεν κατήγγειλε πράξεις διαφθοράς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η απόφαση δεν στηρίζεται στην ύπαρξη τέτοιας καταγγελίας.

243    Επιπλέον, κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι, αφενός, η ποινική έρευνα που οδήγησε στην παραπομπή του Α δεν αφορά την προσφεύγουσα, αλλά τρίτη λεττονική τράπεζα, και, αφετέρου, όσον αφορά τις πράξεις διαφθοράς που κατήγγειλε ο CR, η προσφεύγουσα επισημαίνει, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.

244    Κατά δεύτερον, μολονότι η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ΕΚΤ είχε υποχρέωση να διενεργήσει έρευνα όσον αφορά τις πράξεις διαφθοράς που κατήγγειλε ο CR, εντούτοις η ΕΚΤ ορθώς υποστηρίζει ότι δεν είναι αρμόδια να προβεί η ίδια σε έρευνα σχετικά με τέτοιου είδους πράξεις και ότι συνεργάζεται επ’ αυτού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

245    Επιπροσθέτως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε σφάλμα παραλείποντας να διενεργήσει έρευνα όσον αφορά τις πράξεις διαφθοράς που κατήγγειλε ο CR ή όσον αφορά τις δηλώσεις του A σχετικά με την προσφεύγουσα, δεν αποδείχθηκε ωστόσο ότι το σφάλμα αυτό ήταν ικανό να καταστήσει παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν αφορά τη σκοπιμότητα διεξαγωγής τέτοιας έρευνας, αλλά τη σκοπιμότητα διεξαγωγής επιτόπιας επιθεώρησης.

246    Κατά τρίτον, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση φαίνεται να ανταποκρίνεται εν μέρει θετικά στα αιτήματα της προσφεύγουσας, τα οποία διατυπώνονται στις μνημονευόμενες στη σκέψη 18 ανωτέρω επιστολές της 5ης Ιουλίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, καθόσον η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω παρέμβαση της ΕΚΤ στην προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας.

247    Συνεπώς, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

8.      Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 19 και της αιτιολογικής σκέψης 75 του κανονισμού 1024/2013, καθώς και κατάχρηση εξουσίας

248    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 19 και η αιτιολογική σκέψη 75 του κανονισμού 1024/2013 επιβάλλουν στην ΕΚΤ την υποχρέωση να εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με πλήρη ανεξαρτησία από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από εκτιμήσεις άλλες πέραν των εκτιμήσεων περί της προληπτικής εποπτείας.

249    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί μέτρο αντιποίνων το οποίο ελήφθη επειδή η ίδια και οι μέτοχοί της κατήγγειλαν την παράνομη συμπεριφορά μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Τούτο προκύπτει από την απόφαση με την οποία η ΕΚΤ αποφάσισε να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας, ο μόνος δε λόγος για την ανάληψη αυτή είναι η κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας από την προσφεύγουσα, δηλαδή η νόμιμη άσκηση μέσου ένδικης προστασίας. Τούτο προκύπτει επίσης από την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2019 του γενικού διευθυντή, η οποία ουδόλως αιτιολογεί τη μη συνήθη απόφαση για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης σε ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα.

250    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν απάντησε στις προσπάθειές της να ξεκινήσουν διάλογο όσον αφορά τα προβλήματα διαφθοράς, την αθέμιτη κανονιστική μεταχείριση της οποίας έτυχε και τα εχθρικά και ανάρμοστα σχόλια που διατυπώθηκαν δημοσίως από Λεττονούς αξιωματούχους, ιδίως την απειλή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της από τον Α. Τα εν λόγω προβλήματα διαφθοράς έχουν αναγνωρισθεί ευρύτερα, μεταξύ άλλων από τις λεττονικές αρχές, τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Τον Φεβρουάριο του 2018, τα εν λόγω προβλήματα διαφθοράς οδήγησαν στην κράτηση του Α καθώς και στην επιβολή μέτρων ασφαλείας, τα οποία στην πράξη τον εμπόδισαν να ασκήσει τα καθήκοντά του ως διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Η μόνη αντίδραση της ΕΚΤ ήταν η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C‑238/18) προκειμένου να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της έναντι υποτιθέμενης παρέμβασης την οποία φέρεται ότι διέπραξε η Δημοκρατία της Λεττονίας. Η ΕΚΤ δεν προέβη σε καμία ενέργεια για να ερευνήσει και να αντιμετωπίσει τα επίμαχα προβλήματα προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην κανονιστική διαδικασία. Απαντώντας στην εν λόγω προσφυγή της ΕΚΤ, η Δημοκρατία της Λεττονίας επιβεβαίωσε ότι υπήρχαν στοιχεία που αποδείκνυαν τις πράξεις διαφθοράς τις οποίες διέπραξε ο Α, δεν προσκόμισε όμως τα στοιχεία αυτά. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, εν προκειμένω, εναπόκειται στην ΕΚΤ, και όχι στην προσφεύγουσα, να αποδείξει ότι η προληπτική εποπτεία ασκείται κανονικά.

251    Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ΕΚΤ δεν ερεύνησε σοβαρά προβλήματα που αφορούσαν την ποιότητα της προληπτικής εποπτείας, αλλά έλαβε τη μη συνήθη απόφαση να διενεργήσει επιτόπια επιθεώρηση σε ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα χωρίς ουδόλως να αιτιολογήσει την πράξη της. Η πράξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως έκφραση του μηνύματος ότι η κριτική που ασκείται κατά ρυθμιστικών αρχών οδηγεί σε σοβαρά αντίποινα.

252    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ΕΚΤ και τη Δημοκρατία της Λεττονίας να δημοσιοποιήσουν όλη τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ της ΕΚΤ και της FKTK προκειμένου να διαπιστωθεί το πραγματικό σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

253    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

254    Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό αυτόν, η ΕΚΤ και οι αρμόδιες εθνικές αρχές εντός του EEM ενεργούν ανεξάρτητα. Τα μέλη του τραπεζικού εποπτικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

255    Η αιτιολογική σκέψη 75 του εν λόγω κανονισμού αναφέρει ότι, για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα εποπτικά καθήκοντα της με πλήρη ανεξαρτησία, ιδίως από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και από παρεμβάσεις του οικείου κλάδου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιχειρησιακή της ανεξαρτησία.

256    Μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τον επιδιωκόμενο με την παροχή της συγκεκριμένης εξουσίας ή με σκοπό την παράκαμψη μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη ΛΕΕ για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Swedish Match, C‑210/03, EU:C:2004:802, σκέψη 75, και της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑620/18, EU:C:2020:1001, σκέψη 82).

257    Πρώτον, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί μέτρο αντιποίνων το οποίο ελήφθη επειδή η ίδια και οι μέτοχοί της κατήγγειλαν την παράνομη συμπεριφορά μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, η προσφεύγουσα επικαλείται το σκεπτικό της απόφασης που κοινοποιήθηκε με επιστολή της 1ης Μαρτίου 2019, με την οποία η ΕΚΤ χαρακτήρισε την προσφεύγουσα ως σημαντικό ίδρυμα υποκείμενo στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ.

258    Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι η εν λόγω απόφαση της ΕΚΤ είναι παράνομη, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν στηρίζεται στην απόφαση την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα.

259    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η απόφαση της ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας δεν ελήφθη λόγω του ότι η προσφεύγουσα κίνησε τη διαιτητική διαδικασία. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή, η ΕΚΤ δεν στηρίχθηκε στην κίνηση της διαδικασίας αυτής καθεαυτήν, αλλά επί της ουσίας στο ότι, κατόπιν της συστάσεως του ICSID που διατυπώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η FKTK θεώρησε ότι η ίδια δεν έχει τη δυνατότητα να ασκεί εποπτεία υψηλού επιπέδου όσον αφορά την προσφεύγουσα και ζήτησε από την ΕΚΤ να αναλάβει την προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας.

260    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η απόφαση της ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της στηρίζεται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα άσκησε νομίμως ένδικο μέσο, δηλαδή την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας, ούτε, εν πάση περιπτώσει, ότι το σκεπτικό της απόφασης αυτής καταδεικνύει τη βούληση της ΕΚΤ να λάβει αντίποινα κατά της προσφεύγουσας επειδή κίνησε τη διαδικασία αυτή.

261    Δεύτερον, στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η ΕΚΤ αποφάσισε να διεξάγει επιτόπια επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας.

262    Από τους λόγους αυτούς προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε για σκοπό σύμφωνο με τη νομοθεσία που αφορά την προληπτική εποπτεία. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ελλείψεις και παραβάσεις που αφορούν απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη, είναι συνεπής με τον σκοπό της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Στο μέτρο που η ΕΚΤ έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η σύσταση του ICSID εμπόδιζε την FKTK να εφαρμόσει το σύνολο των εποπτικών μέτρων έναντι της προσφεύγουσας και αποφάσισε να διεξάγει η ίδια επιτόπια επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, επιδίωξε στόχο ο οποίος είναι συμφυής με το καθήκον της για άσκηση προληπτικής εποπτείας, και, λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω σύσταση, εφάρμοσε απλώς μέθοδο προληπτικής εποπτείας που προβλέπεται ρητά στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013.

263    Επιπλέον, από την απάντηση στον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι η ΕΚΤ δεν παραβίασε το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεώς που διαθέτει κρίνοντας ότι η διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ήταν αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, γεγονός το οποίο αποτελεί πρόσθετο στοιχείο προς στήριξη της διαπίστωσης ότι η ΕΚΤ δεν εξέδωσε την απόφασή της κατά κατάχρηση εξουσίας.

264    Τρίτον, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτίθενται στις σκέψεις 243 έως 245 ανωτέρω, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ΕΚΤ δεν κίνησε έρευνα σχετικά με τις πράξεις διαφθοράς που κατήγγειλε ο CR ή σχετικά με τις δηλώσεις που έκανε ο Α μετά από τη σύλληψή του δεν αποτελεί στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η ΕΚΤ, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε σκοπό να λάβει μέτρο αντιποίνων κατά της προσφεύγουσας σε σχέση με την καταγγελία των εν λόγω πράξεων διαφθοράς.

265    Τέταρτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη άνιση κανονιστική μεταχείριση που συνδέεται με τις καταγγελλόμενες πράξεις διαφθοράς, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει επακριβώς ποιες διοικητικές πράξεις είναι, κατά την άποψή της, παράνομες, ούτε, εν πάση περιπτώσει, με ποιον τρόπο η παρανομία των πράξεων αυτών, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, είναι ικανή να καταστήσει παράνομη την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση.

266    Πέμπτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται μεν ότι ο Α ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, η προσβαλλόμενη απόφαση όμως εκδόθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία, κατά την προσφεύγουσα, τα μέτρα ασφαλείας που είχε λάβει το KNAB στις 19 Φεβρουαρίου 2018 εμπόδιζαν τον Α να ασκήσει στην πράξη τα καθήκοντά του ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ και να συμμετάσχει στο όργανο αυτό.

267    Τέλος, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 257 έως 266 ανωτέρω, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ΕΚΤ και τη Δημοκρατία της Λεττονίας να δημοσιοποιήσουν «όλη τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ της ΕΚΤ και της FKTK που αφορά την προσφεύγουσα προκειμένου να διαπιστωθεί το πραγματικό σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως».

268    Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει τα στοιχεία που του επιτρέπουν να επιλύσει την υπό κρίση διαφορά και κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει από την απόφαση αυτή.

269    Συνεπώς, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1024/2013. Ούτε προκύπτει, με βάση δέσμη αντικειμενικών, κρισίμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με σκοπό την άσκηση αντιποίνων έναντι της προσφεύγουσας σε σχέση με την καταγγελία της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς του Α και ότι, για τον λόγο αυτό, ενέχει κατάχρηση εξουσίας.

270    Επομένως, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

271    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

VI.    Επί των δικαστικών εξόδων

272    Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της ΕΚΤ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΚΤ.

273    Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η PNB Banka AS φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 7 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.