Language of document : ECLI:EU:C:2004:605

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2004 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 1, 6 και 7 της οδηγίας 98/59/ΕΚ – Έννοια της “ομαδικής απολύσεως” – Καθεστώς των κατ’ εξομοίωση απολύσεων – Ελλιπής μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη»

Στην υπόθεση C-55/02,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως,

ασκηθείσα στις 22 Φεβρουαρίου 2002 ,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Sack και M. França, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Πορτογαλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τους L. Fernandes και F. Ribeiro Lopes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, F. Macken, N. Colneric (εισηγήτρια) και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαρτίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, περιορίζοντας την έννοια των ομαδικών απολύσεων στις απολύσεις για διαρθρωτικούς, τεχνολογικούς ή συγκυριακούς λόγους και μη διευρύνοντας την έννοια αυτή ώστε να περιλαμβάνει απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται άμεσα με τον ίδιο τον εργαζόμενο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της Συνθήκης ΕΚ και των άρθρων 1, 6 και 7 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ L 225, σ. 16).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

2       Η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου (ΕΕ L 245, σ. 3), καταργήθηκε, προκειμένου να κωδικοποιηθεί με την οδηγία 98/59 (στο εξής: οδηγία). Κατά την κωδικοποίηση δεν προβλέφθηκε νέα προθεσμία μεταφοράς στις εσωτερικές νομοθεσίες.

3       Κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, «επιβάλλεται η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας».

4       Στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διαπιστώνεται «ότι, παρά τη συγκλίνουσα εξέλιξη, εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των διατάξεων που ισχύουν στα κράτη μέλη της Κοινότητας, όσον αφορά τους όρους και τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τα μέτρα που είναι πρόσφορα για την άμβλυνση των συνεπειών εκ των απολύσεων αυτών για τους εργαζομένους».

5       Κατά την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας «οι διαφορές αυτές δύνανται να έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της κοινής αγοράς».

6       Στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας γίνεται η διαπίστωση «ότι […] είναι αναγκαίο να προωθηθεί η προσέγγιση αυτή με στόχο την πρόοδο κατά την έννοια του άρθρου 117 της Συνθήκης».

7       Στην όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας τονίζεται «ότι, για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπεται στον ορισμό των ομαδικών απολύσεων κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, πρέπει να εξομοιώνονται προς τις απολύσεις και άλλες μορφές λήξης της σύμβασης εργασίας που πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία του εργοδότη, εφόσον οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε».

8       Κατά την όγδοη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία «εφαρμόζεται καταρχήν και στις ομαδικές απολύσεις που προκύπτουν από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης κατόπιν δικαστικής αποφάσεως».

9       Το άρθρο 1 της οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α)      ως «ομαδικές απολύσεις» νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:

i)      είτε για περίοδο 30 ημερών:

–       τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους,

–       τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους,

–       τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους,

ii)      είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές·

β)      ως «εκπρόσωποι των εργαζομένων» νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών.

Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.

2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)      επί ομαδικών απολύσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν για ορισμένο χρόνο ή για ορισμένη εργασία εκτός αν οι απολύσεις αυτές γίνουν προ της λήξεως ή εκτελέσεως, των συμβάσεων αυτών·

[…]».

10     Το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει μια διαδικασία διαβουλεύσεως και ενημερώσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

11     Το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ορίζει ότι:

«Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, δια της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.»

12     Τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας θέτουν τους κανόνες διέπουν την διαδικασία ομαδικής απολύσεως.

13     Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι:

«Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της.

Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.»

14     Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας:

«1. Οι ομαδικές απολύσεις το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή, ισχύουν το ενωρίτερο 30 ημέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν τα κατά περίπτωση δικαιώματα ως προς την προθεσμία προειδοποιήσεως.

Τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στην αρμόδια αρχή την ευχέρεια συντομεύσεως της αναφερόμενης στο προηγούμενο εδάφιο προθεσμίας.

2.      Η αρμόδια δημόσια αρχή χρησιμοποιεί την προθεσμία, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για να εξεύρει λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.

[…]

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το παρόν άρθρο επί των ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.»

15     Το άρθρο 6 της οδηγίας διευκρινίζει ότι:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.»

16     Το άρθρο 7 της οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που έχουν ήδη θεσπίσει ή που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.»

 Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

17     Το άρθρο 53 του πορτογαλικού Συντάγματος ορίζει ότι:

«Διασφαλίζεται η σταθερότητα των σχέσεων εργασίας. Οι απολύσεις άνευ ευλόγου αιτίας ή για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς απαγορεύονται.»

18     Η οδηγία μεταφέρθηκε στην πορτογαλική έννομη τάξη με το νομοθετικό διάταγμα 64‑A/89, της 27ης Φεβρουαρίου 1989, περί λήξεως ατομικής σχέσεως εργασίας και συνάψεως και εκπνοής συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου (Diário da República I, σειρά I, αριθ. 48, της 27ης Φεβρουαρίου 1989, στο εξής: LCCT). Με τον νόμο 32/99, της 18ης Μαΐου 1999 (Diário da República I, σειρά I‑A, αριθ. 115, της 18ης Μαΐου 1999), τροποποιήθηκε το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων, όπως αυτό προέκυπτε από τις ρυθμίσεις περί λήξεως ατομικής σχέσεως εργασίας και συνάψεως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχαν θεσπιστεί με το προαναφερθέν νομοθετικό διάταγμα.

19     Το άρθρο 3 του LCCT, υπό τον τίτλο «Τρόποι λήξεως της συμβάσεως εργασίας», περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Ι του εν λόγω νόμου, τιτλοφορούμενο «Γενικές αρχές». Το άρθρο αυτό ορίζει ότι:

«1. Απαγορεύονται οι απολύσεις άνευ ευλόγου αιτίας.

2. Η σύμβαση εργασίας μπορεί να λήξει διά:

α)      εκπνοής·

β)      καταγγελίας κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων·

γ)      απολύσεως κατόπιν αποφάσεως του εργοδότη·

δ)      καταγγελίας, στηριζόμενης ή μη σε πρωτοβουλία του εργαζομένου·

ε)      καταγγελίας ενός των συμβαλλομένων κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου·

στ)      κατάργηση των θέσεων απασχολήσεως για διαρθρωτικής, τεχνολογικής ή συγκυριακής φύσεως λόγους που αφορούν την επιχείρηση».

20     Το άρθρο 4 του LCCT, υπό τον τίτλο «Αιτίες λήξεως», περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II του εν λόγω νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η λήξη της σχέσεως εργασίας». Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι:

«Η λήξη της συμβάσεως εργασίας επέρχεται κατά τις γενικές διατάξεις του δικαίου, ιδίως:

[…]

β) Σε περίπτωση απόλυτης και οριστικής αδυναμίας, επελθούσας μετά τη σύναψη της συμβάσεως, για μεν τον εργαζόμενο να προσφέρει την εργασία του, για δε τον εργοδότη να την αποδεχθεί».

21     Το άρθρο 6 του LCCT, το οποίο ρυθμίζει την περίπτωση θανάτου του εργοδότη ή διαλύσεως του συλλογικού φορέα που ενεργεί ως εργοδότης, το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στο κεφάλαιο ΙΙ του νόμου, ορίζει ότι:

«1. Ο θάνατος του εργοδότη συνεπάγεται λήξη της σχέσεως εργασίας, εκτός αν οι κληρονόμοι του θανόντος συνεχίζουν τη δραστηριότητα για την οποία προσελήφθη ο εργαζόμενος ή αν η επιχείρηση εκχωρηθεί, οπόταν έχει εφαρμογή το άρθρο 37 των ρυθμίσεων περί ατομικής συμβάσεως εργασίας, όπως αυτό θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 49408, της 24ης Νοεμβρίου 1969.

2. Σε περίπτωση λήξεως της συμβάσεως εργασίας δυνάμει των διατάξεων του σημείου 1 του εν λόγω άρθρου, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημιώσεως ίσης προς ένα μηνιαίο μισθό για κάθε έτος εργασίας ή κλάσμα έτους εργασίας, καταβαλλομένης εκ των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως.

3. Η λύση του συλλογικού φορέα που ενεργεί ως εργοδότης, ελλείψει εκχωρήσεως της επιχειρήσεως, συνεπάγεται τη λήξη των συμβάσεων εργασίας κατά τους προβλεπομένους ανωτέρω όρους.»

22     Το κεφάλαιο V του LCCT αφορά τη λήξη συμβάσεων εργασίας λόγω καταργήσεως των θέσεων απασχολήσεως για αντικειμενικούς λόγους διαρθρωτικής, τεχνολογικής ή συγκυριακής φύσεως που αφορούν την επιχείρηση. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει δύο τμήματα υπό τους τίτλους «Ομαδική απόλυση» για το τμήμα Ι και «Λήξη σχέσεως εργασίας, λόγω καταργήσεως θέσεων απασχολήσεως, μη περιλαμβανομένων σε ομαδική απόλυση» για το τμήμα II.

23     Το άρθρο 16 του LCCT, υπό τον τίτλο «Έννοια», που είναι το πρώτο άρθρο του εν λόγω τμήματος I, προβλέπει ότι:

«Ως ομαδική απόλυση νοείται η λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας, κατόπιν πρωτοβουλίας του εργοδότη, που αφορούν ταυτόχρονα ή διαδοχικά, εντός τριμήνου περιόδου, τουλάχιστον 2 ή 5 εργαζομένους, αναλόγως του αν πρόκειται για επιχείρηση 2 έως 50 εργαζομένων ή για επιχείρηση πλέον των 50 εργαζομένων, εφόσον η λήξη αυτή οφείλεται σε οριστικό κλείσιμο της επιχειρήσεως, ή ενός ή περισσοτέρων τμημάτων ή σε περιορισμό του προσωπικού για λόγους διαρθρωτικής, τεχνολογικής ή συγκυριακής φύσεως.»

24     Επιπροσθέτως, το τμήμα I του κεφαλαίου V του LCCT προβλέπει, μεταξύ άλλων, τις ανακοινώσεις και διαβουλεύσεις στις οποίες οφείλει να προβεί ο εργοδότης, στα άρθρα 17 και 18, την παρέμβαση της αρμόδιας δημόσιας αρχής, στο άρθρο 1, τα δικαιώματα των εργαζομένων, στο άρθρο 23, και τις συνέπειες εκ του παρανόμου χαρακτήρα των απολύσεων, στο άρθρο 24.

25     Το τμήμα ΙΙ του κεφαλαίου V του LCCT αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στους λόγους καταργήσεως θέσεων απασχολήσεως, στο άρθρο 26, στους όρους λήξεως της συμβάσεως εργασίας, στο άρθρο 27, στις ανακοινώσεις στις οποίες οφείλει να προβεί ο εργοδότης, στο άρθρο 28, στην ακολουθητέα διαδικασία, στο άρθρο 29, στη λήξη της συμβάσεως εργασίας, στο άρθρο 30, και στα δικαιώματα των εργαζομένων, στο άρθρο 32.

26     Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του LCCT, η λήξη της συμβάσεως εργασίας εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την προϋπόθεση ότι είναι στην πράξη αδύνατη η διατήρηση της σχέσεως εργασίας και ότι δεν είναι δυνατή η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στην καταργηθείσα θέση εργασίας.

27     Στο κεφάλαιο VIII του LCCT, υπό τον τίτλο «Ειδικές περιπτώσεις λήξεως συμβάσεως εργασίας», το άρθρο 56, περί πτωχεύσεως ή αφερεγγυότητας του εργοδότη, ορίζει ότι:

«1.      Η κατόπιν δικαστικής αποφάσεως κήρυξη της πτωχεύσεως ή της αφερεγγυότητας του εργοδότη δεν συνεπάγεται λήξη των συμβάσεων εργασίας, ο δε σύνδικος της πτωχεύσεως οφείλει να συνεχίσει να ανταποκρίνεται πλήρως στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προαναφερθείσες συμβάσεις για τους εργαζομένους, εφόσον δεν έχει οριστικώς κλείσει η επιχείρηση.

2.      Εντούτοις, προ του οριστικού κλεισίματος της επιχειρήσεως, ο σύνδικος της πτωχεύσεως έχει τη δυνατότητα να προβεί σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εκείνων των εργαζομένων των οποίων η παρουσία δεν είναι αναγκαία για τη λειτουργία της επιχειρήσεως, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπουν τα άρθρα 16 έως 25.»

28     Το άρθρο 172 του πορτογαλικού κώδικα περί ειδικών διαδικασιών δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχεύσεως, το οποίο θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 132/93, της 23ης avril 1993 (Diário da República I, σειρά I-A, αριθ. 95, της 23ης Απριλίου 1993), και τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 315/98, της 20ής Οκτωβρίου 1998 (Diário da República I, σειρά I-A, αριθ. 242, της 20ής Οκτωβρίου 1998), προβλέπει:

«Οι εργαζόμενοι της υπό πτώχευση επιχειρήσεως εμπίπτουν, όσον αφορά τη διατήρηση των συμβάσεών τους εργασίας μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως, στο γενικό καθεστώς λήξεως συμβάσεων εργασίας, υπό την επιφύλαξη της εκχωρήσεως συμβάσεων εργασίας λόγω πωλήσεως βιομηχανικών ή εμπορικών εγκαταστάσεων.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

29     Κρίνοντας ότι το LCCT ήταν εν μέρει ασυμβίβαστο με τις διατάξεις της οδηγίας, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως. Αφού έταξε προθεσμία στην Πορτογαλική Δημοκρατία μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου 2000 προκειμένου αυτή να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης γνώμης.

30     Κρίνοντας ότι από τα πληροφοριακά στοιχεία που της κοινοποίησαν οι πορτογαλικές αρχές προέκυπτε ότι η παράβαση στην οποία αναφερόταν η αιτιολογημένη γνώμη εξακολουθεί να υφίσταται, η Επιτροπή αποφάσισε την άσκηση της παρούσας προσφυγής.

 Επί της προσφυγής

31     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κατά το πορτογαλικό δίκαιο έννοια της ομαδικής απολύσεως δεν περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων στις οποίες αναφέρεται η οδηγία. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της πορτογαλικής νομοθεσίας έχουν ένα στενότερο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με εκείνο της οδηγίας.

32     Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο κατά το άρθρο 16 του LCCT ορισμός της έννοιας της «ομαδικής απολύσεως», δεν περιλαμβάνει, π.χ., τις περιπτώσεις απολύσεων στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης για λόγους μη συνδεόμενους με τον εργαζόμενο σε περίπτωση κηρύξεως πτωχεύσεως, επί διαδικασιών εκκαθαρίσεως αναλόγων προς εκείνη της πτωχεύσεως, σε περίπτωση απαλλοτριώσεως, πυρκαγιάς ή άλλης ανωτέρας βίας, καθώς και σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως λόγω θανάτου του επιχειρηματία.

33     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσφυγή της Επιτροπής δεν ευσταθεί, πλην του κεφαλαίου αυτής που αφορά τη λήξη συμβάσεων εργασίας στο τελικό στάδιο της εκκαθαρίσεως των περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση πτωχεύσεως, οφειλόμενη στο οριστικό κλείσιμο εγκαταστάσεων οι οποίες δεν έχουν εξ ολοκλήρου πωληθεί. Πράγματι, οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή, υπό ορισμένους όρους, δεν καλύπτονται από την κατά την οδηγία έννοια της ομαδικής απολύσεως, σε ορισμένες δε περιπτώσεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις περί ομαδικής απολύσεως που προβλέπει η πορτογαλική νομοθεσία.

 Η κατά την οδηγία έννοια της «ομαδικής απολύσεως»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στην οδηγία δεν περιέχεται ο ορισμός της έννοιας της «απολύσεως», διότι οι περισσότερες έννομες τάξεις των κρατών μελών υιοθετούν την κοινή έννοια της εκούσιας πράξεως του εργοδότη να θέσει τέρμα στη σχέση εργασίας, την οποία αυτός κοινοποιεί στον εργαζόμενο.

35     Η οδηγία δεν προβλέπει ότι όλες οι περιπτώσεις λήξεως της σχέσεως εργασίας για λόγους που δεν συνδέονται με τον εργαζόμενο πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «απόλυση».

36     Εξάλλου, θα ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί το σύνολο των ρυθμίσεων που προβλέπει η οδηγία επί περιπτώσεων λήξεως συμβάσεων εργασίας λόγω οριστικής διακοπής της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, η οποία δεν εξαρτάται από τη βούληση του εργοδότη. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω καταστάσεις δεν χαρακτηρίζονται ομαδική απόλυση. Η οδηγία δεν αποσκοπεί σε ρύθμιση αυτών των περιπτώσεων.

37     Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση ανακύπτει το δίλημμα είτε της πλήρους εφαρμογής της οδηγίας είτε του αποκλεισμού εφαρμογής της. Δεδομένου ότι πολλές και σημαντικές από τις υποχρεώσεις που προβλέπει η οδηγία είναι ανεφάρμοστες σε ορισμένες περιπτώσεις οριστικής διακοπής της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, ανεξάρτητες της βουλήσεως του εργοδότη, υποχρεωτικώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι η οδηγία, συνολικώς, δεν έχει εφαρμογή επ’ αυτών των περιπτώσεων.

38     Η Επιτροπή δέχεται ότι η οδηγία δεν δίδει ορισμό της έννοιας της «απολύσεως». Κατά την άποψή της, πάντως, η απουσία ορισμού δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καταστάσεις όπως αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του πορτογαλικού δικαίου περί λήξεως των συμβάσεων εργασίας.

39     Κατά την Επιτροπή, η Πορτογαλική Κυβέρνηση αντιμετώπισε κατά προφανή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου το προβαλλόμενο «δίλημμα» επιλογής είτε της «πλήρους εφαρμογής της οδηγίας ή του αποκλεισμού εφαρμογής της», επιλέγοντας τη μη εφαρμογή της οδηγίας.

40     Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, αναφορικά με τις περιπτώσεις απαλλοτριώσεως, πυρκαγιάς ή άλλων περιπτώσεων ανωτέρας βίας, η Πορτογαλική Κυβέρνηση έχει πεπλανημένως κατανοήσει το καθεστώς προστασίας που θεσπίζει η οδηγία, προφανώς λόγω επιλεκτικής αναγνώσεως των τμημάτων II, «Ενημέρωση και διαβούλευση», και III, «Διαδικασία ομαδικής απολύσεως», της οδηγίας.

41     Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι είναι απολύτως συνεπές η διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων να αφορά την εξεύρεση τρόπων για τον περιορισμό των συνεπειών των απολύσεων, διά της μελέτης συνοδευτικών κοινωνικών μέτρων προς διευκόλυνση, ιδίως, της επανεντάξεως ή του επαναπροσανατολισμού των απολυομένων εργαζομένων, έστω και αν είναι αδύνατη η αποτροπή της οριστικής διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως και επομένως της λήξεως των συμβάσεων εργασίας.

42     Κατά την Επιτροπή, η Πορτογαλική Κυβέρνηση προβάλλει μία ερμηνεία της διαδικασίας ομαδικής απολύσεως η οποία καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις διάφορες διατάξεις της οδηγίας. Τούτο ισχύει, ιδίως, ως προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας υποχρέωση του εργοδότη να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή οποιοδήποτε σχέδιο ομαδικής απολύσεως. Τόσο ο εργοδότης του οποίου η επιχείρηση κατεστράφη από πυρκαγιά όσο και οι κληρονόμοι αποθανόντος επιχειρηματία μπορούν να ανταποκριθούν σε μια τέτοια υποχρέωση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43     Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, στο πλαίσιο εφαρμογής της, νοούνται ως «ομαδικές απολύσεις» οι απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν συνδέονται με τον εργαζόμενο, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ποσοτικής/χρονικής φύσεως.

44     Η οδηγία δεν ορίζει ρητώς την έννοια της «απολύσεως». Εντούτοις, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς τους σκοπούς της οδηγίας.

45     Πράγματι, τόσο από την επιταγή ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όσο και από την αρχή της ισότητας προκύπτει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της, πρέπει, κατά κανόνα, να δίδεται, σε όλη την Κοινότητα, αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τα συμφραζόμενα της διατάξεως και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση (αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-287/98, Linster, Συλλογή 2000, σ. I-6917, σκέψη 43, και της 11ης Μαρτίου 2003, C‑40/01, Ansul, Συλλογή 2003, σ. Ι‑2439, σκέψη 26).

46     Εν προκειμένω, αντιθέτως προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας, το οποίο ρητώς ορίζει ότι ως «εκπρόσωποι των εργαζομένων» νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ιδίας οδηγίας δεν παραπέμπει ρητώς στη νομοθεσία των κρατών μελών, όσον αφορά τον ορισμό της απολύσεως.

47     Εξάλλου, από τον τίτλο, καθώς και από την τρίτη, τέταρτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, προκύπτει ότι σκοπός της είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τις ομαδικές απολύσεις

48     Με την εναρμόνιση των κανόνων περί ομαδικών απολύσεων, ο κοινοτικός νομοθέτης επιδίωξε τόσο τη διασφάλιση ισοδύναμης προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων στα διάφορα κράτη μέλη όσο και την εξομοίωση των επιβαρύνσεων που συνεπάγονται οι προστατευτικοί αυτοί κανόνες για τις επιχειρήσεις της Κοινότητας (απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, C‑383/92, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1994, σ. Ι‑2479, σκέψη 16).

49     Συνεπώς, η έννοια της «απολύσεως», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, δεν μπορεί να οριστεί διά παραπομπής στις νομοθεσίες των κρατών μελών, αλλά έχει κοινοτικό περιεχόμενο.

50     Η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα οποιαδήποτε περίπτωση λήξεως της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου και, επομένως, παρά τη συναίνεσή του. Δεν απαιτεί οι αιτίες που την επιβάλλουν να ανταποκρίνονται στη βούληση του εργοδότη.

51     Η ερμηνεία αυτή της έννοιας της «απολύσεως», στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας, προκύπτει από τον επιδιωκόμενο με την οδηγία σκοπό και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη διάταξη.

52     Όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, σκοπός της είναι η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων. Κατά την τρίτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο της προσεγγίσεως των νομοθεσιών αποτελούν ιδίως οι διαφορές που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ των ισχυουσών στα κράτη μέλη ρυθμίσεων όσον αφορά τα μέτρα που μπορούν να συμβάλουν στην άμβλυνση των συνεπειών των ομαδικών απολύσεων.

53     Οι σκοποί της οδηγίας θα επιτυγχάνοντο μερικώς μόνον αν αποκλειόταν από το πεδίο εφαρμογής της η μη εξαρτώμενη από τη βούληση του εργοδότη λήξη της συμβάσεως εργασίας.

54     Όσον αφορά το πλαίσιο της συγκεκριμένης διατάξεως, από την ένατη αιτιολογική σκέψη και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας, προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, αυτή καταλαμβάνει επίσης τις ομαδικές απολύσεις που αποτελούν συνέπεια της διακοπής της δραστηριότητας της επιχειρήσεως κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, η λήξη των συμβάσεων εργασίας οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του εργοδότη.

55     Επιβάλλεται, σχετικώς, η υπόμνηση ότι η οδηγία, στην αρχική της διατύπωση, δηλαδή την προκύπτουσα από την οδηγία 75/129, προέβλεπε, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, ότι δεν εφαρμόζεται επί εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Το άρθρο αυτό προέβλεπε παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ιδίας οδηγίας, το οποίο προέβλεπε, με διατύπωση ταυτόσημη εκείνης της αντίστοιχης διατάξεως της οδηγίας 98/59, ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής αυτής της οδηγίας, νοούνται ως «ομαδικές απολύσεις» οι απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους, που δεν συνδέονται με τον εργαζόμενο. Μια τέτοια παρέκκλιση δεν θα ήταν αναγκαία αν η έννοια της «απολύσεως» σήμαινε «εκούσια πράξη του εργοδότη».

56     Όπως ορθώς υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 46 έως 47 των προτάσεών του, οι απολύσεις διακρίνονται από τις περιπτώσεις λήξεως συμβάσεως εργασίας, οι οποίες, υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας, εξομοιώνονται προς απολύσεις παρά τη συναίνεση του εργαζομένου.

57     Δεν μπορεί να αντιταχθεί στην ερμηνεία που δίδεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως ότι δεν είναι δυνατή η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας, π.χ. σε ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες η οριστική παύση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως δεν εξαρτάται από τη βούληση του εργοδότη. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποκλειστεί στο σύνολό της η εφαρμογή της οδηγίας στις περιπτώσεις αυτές.

58     Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, σκοπός των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων δεν είναι μόνον ο περιορισμός ή η αποτροπή των ομαδικών απολύσεων, αλλ’ αντικείμενό τους αποτελούν, μεταξύ άλλων, και η διερεύνηση των δυνατοτήτων αμβλύνσεως των συνεπειών αυτών των απολύσεων διά της λήψεως συνοδευτικών κοινωνικών μέτρων για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων. Θα αντέβαινε προς τον σκοπό της οδηγίας ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής αυτής της διατάξεως μέσω της συσταλτικής ερμηνείας της έννοιας της «απολύσεως».

59     Ανάλογες είναι οι σκέψεις που μπορούν να διατυπωθούν αναφορικά με την υποχρέωση κοινοποιήσεως στην αρμόδια δημόσια αρχή, που επιβάλλει το άρθρο 3 της οδηγίας. Η υποχρέωση αυτή, ενδεχομένως τροποποιημένη σύμφωνα με τη δυνατότητα που παρέχει στα κράτη μέλη η παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου, μπορεί όντως να εκπληρωθεί από τον εργοδότη στις περιπτώσεις στις οποίες η λήξη των συμβάσεων εργασίας επιβάλλεται από λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεώς του. Ενδεχόμενη αντίθετη ερμηνεία θα στερούσε τους εργαζόμενους από την προστασία που τους παρέχει η διάταξη αυτή καθώς και το άρθρο 4 της οδηγίας.

60     Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η λήξη της συμβάσεως εργασίας δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας απλώς και μόνον επειδή οφείλεται σε περιστάσεις ανεξάρτητες της βουλήσεως του εργοδότη.

 Η νομική εκτίμηση της πορτογαλικής νομοθετικής ρυθμίσεως

61     Όλες οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, για τις οποίες η Πορτογαλική Κυβέρνηση δέχθηκε ότι στην πορτογαλική έννομη τάξη χαρακτηρίζονται ως «εκπνοή της συμβάσεως», εμπίπτουν στην οδηγία, καθόσον περιλαμβάνονται στον κατά την έννοια αυτής της οδηγίας ορισμό της «απολύσεως».

62     Δεν έχει σημασία το αν οι καταστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται, κατά το πορτογαλικό δίκαιο, όχι ως απόλυση, αλλά ως αυτοδίκαιη εκπνοή της συμβάσεως εργασίας. Πράγματι, πρόκειται για λήξη της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου, επομένως για απόλυση κατά την έννοια της οδηγίας.

63     Συνεπώς, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη της το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

64     Ομοίως βάσιμη είναι η αιτίαση η αντλούμενη από αθέτηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 6 της οδηγίας. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, καίτοι επέλεξε περισσότερο συσταλτική ερμηνεία της έννοιας της «απολύσεως» από την αντίστοιχη έννοια της εν λόγω οδηγίας, μερίμνησε να θέσει στη διάθεση των εργαζομένων, σε όλες τις περιπτώσεις ομαδικής απολύσεως που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, διοικητικές και/ή δικαστικές διαδικασίες που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να απαιτήσουν εφαρμογή των υποχρεώσεων που η οδηγία επιβάλλει.

65     Κατά το μέτρο που η προσφυγή αφορά το άρθρο 7 της οδηγίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε σε τι συνίσταται η εκ μέρους της Πορτογαλικής Δημοκρατίας παράβαση αυτής της διατάξεως.

66     Συνεπώς, επιβάλλεται, αφενός, η διαπίστωση ότι, η Πορτογαλική Δημοκρατία, περιορίζοντας την έννοια των ομαδικών απολύσεων στις απολύσεις για διαρθρωτικής, τεχνολογικής ή συγκυριακής φύσεως λόγους και μη διευρύνοντας την έννοια αυτή ώστε να περιλαμβάνει τις απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται με τον ίδιο τον εργαζόμενο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1 και 6 της οδηγίας και, αφετέρου, να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, αυτή δε ηττήθηκε ως προς τους κύριους ισχυρισμούς της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Πορτογαλική Δημοκρατία, περιορίζοντας την έννοια των ομαδικών απολύσεων στις απολύσεις για διαρθρωτικής, τεχνολογικής ή συγκυριακής φύσεως λόγους και μη διευρύνοντας την έννοια αυτή ώστε να περιλαμβάνει τις απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται με τον ίδιο τον εργαζόμενο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1 και 6 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Υπογραφές.


* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.