Language of document : ECLI:EU:T:2009:492

Υπόθεση T-27/09

Stella Kunststofftechnik GmbH

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία εκπτώσεως – Λεκτικό κοινοτικό σήμα Stella – Προγενέστερη διαδικασία ανακοπής, η οποία έχει στηριχθεί στο εν λόγω σήμα – Παραδεκτό – Άρθρο 50, παράγραφος 1, και άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρα 51, παράγραφος 1, και 56, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 207/2009]»

Περίληψη της αποφάσεως

Κοινοτικό σήμα – Παραίτηση, έκπτωση και ακυρότητα – Αίτηση εκπτώσεως – Προγενέστερη διαδικασία ανακοπής, η οποία έχει στηριχθεί στο ίδιο σήμα – Παραδεκτό

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα. 42, 43 § 2, 50 § 1, στοιχείο α΄, και 55 § 1, στοιχείο α΄, κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 18)

Δεν συνάγεται από το γράμμα των άρθρων 50, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 55, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα ότι είναι δυνατό μια διαδικασία ανακοπής κατ’ επίκληση δικαιωμάτων επί σήματος, η οποία εξακολουθεί να είναι εκκρεμής, να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ως προς το παραδεκτό ή ακόμη τη διεξαγωγή της διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του οικείου σήματος. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού 2868/95 περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα καθώς και οι διατάξεις των εγκυκλίων του γραφείου εναρμόνισης στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), ως είχαν τον Νοέμβριο του 2007, σχετικά με τις διαδικασίες κηρύξεως εκπτώσεως ή ακυρότητας καθώς και την απόδειξη της χρήσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής θα μπορούσαν να επιβάλλουν πρόσθετες προϋποθέσεις σε σχέση με τις οριζόμενες στον κανονισμό 40/94, δεν προβλέπουν ότι αίτηση εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί σήματος είναι απαράδεκτη λόγω του ότι εκκρεμεί διαδικασία επί ανακοπής κινηθείσα κατ’ επίκληση του εν λόγω σήματος.

Εξάλλου, από τον κανονισμό 40/94 προκύπτει ότι οι διαδικασίες ανακοπής και κηρύξεως εκπτώσεως είναι δύο διαδικασίες ειδικές και αυτοτελείς, καθεμία από τις οποίες έχει τα αποτελέσματα που της προσιδιάζουν, και ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να επιληφθεί και να αποφανθεί επί αιτήσεως εκπτώσεως, ανεξαρτήτως της προγενέστερης ασκήσεως ανακοπής η οποία εκκρεμεί και στηρίζεται στο σήμα που αφορά η διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως. Συναφώς, οι επίμαχες διαδικασίες προβλέπονται από δύο διαφορετικούς τίτλους του κανονισμού 40/94. Η ανακοπή διέπεται από τον τίτλο IV, τέταρτο τμήμα αυτού, ενώ η διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως ρυθμίζεται από τον τίτλο VI, δεύτερο και τέταρτο τμήμα, του ίδιου κανονισμού. Η καθεμία από τις δύο διαδικασίες έχει αντικείμενο και αποτελέσματα που της προσιδιάζουν. Σκοπός της ανακοπής είναι να καταστήσει ανίσχυρη, υπό ορισμένους όρους, αίτηση καταχωρίσεως σήματος λόγω της υπάρξεως προγενέστερου σήματος και η απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως δεν συνεπάγεται έκπτωση από το σήμα αυτό. Έκπτωση μπορεί να επέλθει μόνο κατόπιν κινήσεως διαδικασίας έχουσας ειδικώς τέτοιο αντικείμενο. Η διαφορά αυτή αντικειμένου και αποτελεσμάτων δικαιολογεί την ύπαρξη διαφορετικών κανόνων, ειδικών για κάθε διαδικασία. Έτσι, καίτοι μεταξύ των προϋποθέσεων του παραδεκτού της ανακοπής που θέτουν το άρθρο 42 του κανονισμού 40/94 και ο κανόνας 18 του κανονισμού 40/94 καταλέγονται το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος και η προθεσμία τριών μηνών για την άσκηση ανακοπής, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως δεν περιέχει μνεία σε οποιοδήποτε έννομο συμφέρον. Ομοίως, καμία προθεσμία δεν προβλέπεται για την κίνηση διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως, πλην του ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η έκπτωση από δικαίωμα επί σήματος, ο αιτών πρέπει να είναι σε θέση να επικαλεστεί, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/49, και όπως προβλέπεται από το άρθρο 43, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, ότι επί διάστημα πέντε συναπτών ετών δεν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί και ότι δεν υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση.

Κατά τον τρόπο αυτό, η δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να υποβάλει αίτηση εκπτώσεως από δικαίωμα επί σήματος λόγω μη χρήσεως είναι τελείως ανεξάρτητη από τυχόν παράλληλες διαδικασίες ανακοπής που αφορούν το κοινοτικό σήμα κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση εκπτώσεως.

Είναι πάντως δυνατό η κίνηση διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως μετά την άσκηση ανακοπής να επιφέρει αναστολή της διαδικασίας ανακοπής. Πράγματι, σε περίπτωση κηρύξεως εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του προγενέστερου σήματος, η διαδικασία ανακοπής στερείται αντικειμένου. Αντιθέτως, η συνέχιση της διαδικασίας ανακοπής, πριν την περάτωση της διαδικασίας κηρύξεως εκπτώσεως, δεν θα συνεπαγόταν κανένα όφελος υπέρ του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής και κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση εκπτώσεως. Πράγματι, ακόμη και αν η διαδικασία ανακοπής κατέληγε στην απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, τίποτε δεν θα εμπόδιζε την εκ νέου υποβολή της ίδιας αιτήσεως, άπαξ και ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος κηρυσσόταν έκπτωτος από τα δικαιώματά του επ’ αυτού.

(βλ. σκέψεις 24, 26-27, 32-39)