Language of document : ECLI:EU:T:2015:864

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2015 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων συμπιεστών καταγωγής Κίνας – Μερική άρνηση επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής – Αφαίρεση δασμών αντιντάμπινγκ – Καθορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως»

Στην υπόθεση T‑74/12,

Mecafer, με έδρα το Valence (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους R. MacLean, solicitor, και A. Bochon, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις A. Stobiecka‑Kuik, K. Talabér-Ritz και τον T. Maxian Rusche,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2011) 8804 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με αιτήσεις επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ για εισαγωγές ορισμένων συμπιεστών καταγωγής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την εν λόγω απόφαση, αίτημα διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων της εν λόγω αποφάσεως έως ότου η Επιτροπή λάβει τα αναγκαία μέτρα προς συμμόρφωση με την προς έκδοση απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: I. Dragan, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Mecafer, εισάγει συμπιεστές αέρος, με προορισμό την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατασκευής της Nu Air (Shanghai) Compressors and Tools Co. Ltd (στο εξής: Nu Air Shanghai ή παραγωγός-εξαγωγέας), εταιρίας εγκατεστημένης στην Κίνα. Επιπλέον, διανέμει και πωλεί συμπιεστές αέρος κατασκευής της Nu Air Compressors and Tools SpA, ιταλικής εταιρίας η οποία είναι επικεφαλής του ομίλου Nu Air, στον οποίο ανήκει ο παραγωγός‑εξαγωγέας. Κατά τον χρόνο των κρίσιμων για την υπό εξέταση υπόθεση περιστατικών, η προσφεύγουσα αποτελούσε μέλος του ομίλου Nu Air, οπότε ήταν συνδεδεμένη με τον παραγωγό-εξαγωγέα.

2        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 261/2008, της 17ης Μαρτίου 2008, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συμπιεστών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 81, σ. 1). Στους κατασκευαζόμενους από τη Nu Air Shanghai συμπιεστές, τους οποίους αφορά ο κανονισμός 261/2008 (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν), επιβλήθηκε δασμός αντιντάμπινγκ της τάξεως του 13,7 %.

3        Μεταξύ Ιουνίου 2009 και Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός), πέντε αιτήσεις για την επιστροφή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ επιβληθέντων με τον κανονισμό 261/2008, τους οποίους είχε καταβάλει για τις εισαγωγές συμπιεστών κατασκευής της Nu Air Shanghai, συνολικού ποσού 576 474,76 ευρώ. Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή διά των αρμοδίων εθνικών αρχών της Γαλλίας.

4        Η Επιτροπή κίνησε έρευνα όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 2008 και 31ης Δεκεμβρίου 2009 (στο εξής: περίοδος έρευνας για την επιστροφή).

5        Στις 6 Απριλίου 2011, η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα πληροφοριακό έγγραφο όπου εξέθετε τα πραγματικά περιστατικά και τις κύριες εκτιμήσεις βάσει των οποίων πρότεινε τον καθορισμό του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ για τη Nu Air Shanghai σε 11,2 % και τη μερική επιστροφή δασμών στην προσφεύγουσα.

6        Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο στον όμιλο Nu Air Shanghai επεξηγώντας τη μέθοδο υπολογισμού προκειμένου να καθορισθεί το αναθεωρημένο περιθώριο ντάμπινγκ για τη Nu Air Shanghai.

7        Στις 26 Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί της χρησιμοποιηθείσας μεθόδου για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Ειδικότερα, αμφισβήτησε την αφαίρεση δασμών αντιντάμπινγκ από τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής επικαλούμενη τις ευνοϊκές διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Τέλος, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να εκθέσει τις απόψεις της επί των ζητημάτων αυτών σε επίσημη ακρόαση.

8        Η ακρόαση αυτή έλαβε χώρα στις 31 Μαΐου 2011.

9        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Ιουλίου 2011, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της γνωστοποιήσει τους υπολογισμούς επί των οποίων είχε στηριχθεί προκειμένου να αφαιρέσει τους δασμούς αντιντάμπινγκ από την τιμή εξαγωγής, η οποία είχε κατασκευασθεί βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή απέστειλε αυθημερόν τους υπολογισμούς αυτούς στην προσφεύγουσα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

10      Στις 28 Ιουλίου 2011, η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ζητώντας επεξηγήσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή είχε ερμηνεύσει τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων υπολογισμών, επί του οποίου η Επιτροπή απάντησε αυθημερόν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

11      Στις 17 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το τελικό πληροφοριακό έγγραφο, όπου εξέθετε τα πραγματικά περιστατικά και τις κύριες εκτιμήσεις βάσει των οποίων προτίθετο να αναθεωρήσει το προς επιβολή περιθώριο ντάμπινγκ στο υπό εξέταση προϊόν και να της επιστρέψει μέρος των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ.

12      Με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 20 και 21 Οκτωβρίου 2011, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή συμπληρωματικές διευκρινίσεις επί της μεθόδου που χρησιμοποίησε προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ επηρέασαν τις τιμές μεταπωλήσεως του υπό εξέταση προϊόντος στον πρώτο ανεξάρτητο εγκατεστημένο στην Ένωση αγοραστή. Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αυτό και παρέπεμψε την προσφεύγουσα στις επεξηγήσεις οι οποίες περιλαμβάνονταν στο μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 28ης Ιουλίου 2011.

13      Στις 31 Οκτωβρίου 2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του τελικού πληροφοριακού εγγράφου.

14      Στις 6 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2011) 8804 τελικό (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία, αφενός, καθόρισε το αναθεωρημένο περιθώριο ντάμπινγκ της Nu Air Shanghai σε 10,7 % και, αφετέρου, επέστρεψε μερικώς στην προσφεύγουσα αχρεωστήτως καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ βάσει της διαφοράς μεταξύ του αρχικού περιθωρίου ντάμπινγκ (13,7 %) και του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ (10,7 %).

15      Για τον υπολογισμό του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ, η κανονική αξία του υπό εξέταση προϊόντος υπολογίσθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

16      Εξάλλου, για τις εξαγωγικές πωλήσεις προς την Ένωση οι οποίες πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους αγοραστές ή μέσω συνδεδεμένης εταιρίας εγκατεστημένης εκτός της Ένωσης, η τιμή εξαγωγής καθορίσθηκε βάσει της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής του υπό εξέταση προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού.

17      Για τις εξαγωγικές πωλήσεις προς την Ένωση που πραγματοποιήθηκαν μέσω συνδεδεμένων εταιριών εγκατεστημένων εντός της Ένωσης, οι οποίες διεκπεραίωσαν όλες τις ενέργειες για την εισαγωγή του υπό εξέταση προϊόντος, όπως ο συνδεδεμένος εισαγωγέας με τον παραγωγό-εξαγωγέα, η τιμή εξαγωγής καθορίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, με γνώμονα τις τιμές με τις οποίες τα εισαχθέντα προϊόντα μεταπωλήθηκαν για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή εγκατεστημένο εντός της Ένωσης. Για τον καθορισμό αξιόπιστης τιμής εξαγωγής, έγιναν προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη όλα τα έξοδα που ανέκυψαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπωλήσεως, καθώς και τα κέρδη.

18      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, οι καταβληθέντες δασμοί αντιντάμπινγκ αφαιρέθηκαν από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής, με το σκεπτικό ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι οι δασμοί αυτοί αντανακλώνται δεόντως σε όλες τις τιμές μεταπωλήσεως. Επιπλέον, απορρίφθηκε το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο ο συνολικός κύκλος εργασιών ο οποίος αφορούσε τη μεταπώληση του υπό εξέταση προϊόντος είχε σημειώσει αύξηση μεγαλύτερη του συνολικού ποσού των καταβληθέντων εισαγωγικών δασμών του υπό εξέταση προϊόντος, διότι δεν αναιρούσε το συμπέρασμα ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ δεν αντανακλάτο δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως ενός μεγάλου αριθμού τύπων του υπό εξέταση προϊόντος και, ως εκ τούτου, ότι η πολιτική τιμών δεν είχε τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε να αντανακλά τους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ.

19      Τέλος, το περιθώριο ντάμπινγκ της τάξεως του 10,70 % είχε υπολογισθεί κατόπιν συγκρίσεως της μέσης κανονικής αξίας ανά τύπο προϊόντος προς τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής του τύπου που αντιστοιχεί στο υπό εξέταση προϊόν.

20      Εν κατακλείδι, με την απόφαση C(2011) 8804 τελικό, η Επιτροπή δέχθηκε την αίτηση της προσφεύγουσας για επιστροφή ποσού ύψους 126 235,35 ευρώ και την απέρριψε κατά τα λοιπά, ήτοι για επιστροφή ποσού ύψους 450 239,41 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

22      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, έθεσε εγγράφως ερωτήματα στους διαδίκους και τους κάλεσε να υποβάλουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως προς τα ανωτέρω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

23      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2014, η υπό κρίση υπόθεση ενώθηκε προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας με τις υποθέσεις Nu Air Polska κατά Επιτροπής (T‑75/12) και Nu Air Compressors and Tools κατά Επιτροπής (T‑76/12), σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

24      Με επιστολή της 27ης Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα, αφενός, ζήτησε να της επιτραπεί η χρήση ορισμένων τεχνικών μέσων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, αφετέρου, προσκόμισε νέα αποδεικτικά στοιχεία. Η επιστολή της 27ης Νοεμβρίου 2014 και τα νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επισυνάπτονταν σε αυτήν περιλήφθηκαν στη δικογραφία με απόφαση του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2014.

25      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2014.

26      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως στον βαθμό που δέχεται μερική μόνον επιστροφή καταβληθέντων από αυτήν δασμών αντιντάμπινγκ·

–        να διατάξει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως έως τη λήψη από την Επιτροπή των αναγκαίων μέτρων προς συμμόρφωση με την προς έκδοση απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

 Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισε η προσφεύγουσα στις 27 Νοεμβρίου 2014

28      Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991:

«Οι διάδικοι μπορούν προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους να προτείνουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα. Οι διάδικοι αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων.»

29      Το άρθρο αυτό επιτρέπει την πρόταση αποδεικτικών μέσων πέραν, μεταξύ άλλων, της προβλεπόμενης στο άρθρο 46, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 περιπτώσεως. Κατ’ αναλογίαν, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται ότι η πρόταση αποδεικτικών μέσων μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως είναι δυνατή σε περίπτωση κατά την οποία ο προτείνων διάδικος δεν μπορούσε, πριν από την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να έχει στη διάθεσή του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή αν η εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων δικαιολογεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας κατά τρόπο διασφαλίζοντα την τήρηση της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως της υποθέσεως (απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, C‑243/04 P, EU:C:2005:238, σκέψη 32).

30      Προκειμένου περί εξαιρέσεως από τους κανόνες που διέπουν την πρόταση αποδεικτικών μέσων, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 υποχρεώνει τους διαδίκους να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών τους μέσων. Μια τέτοια υποχρέωση συνεπάγεται ότι ο δικαστής έχει την εξουσία να ελέγχει το βάσιμο της αιτιολογίας της καθυστερημένης προτάσεως των αποδεικτικών μέσων και, αναλόγως της περιπτώσεως, το περιεχόμενο της εν λόγω προτάσεως αυτής, καθώς και, σε περίπτωση κατά την οποία το αίτημα δεν κρίνεται επαρκώς βάσιμο από νομικής απόψεως, την εξουσία να μην τη λαμβάνει υπόψη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις προτάσεις αποδεικτικών μέσων μετά την υποβολή του υπομνήματος ανταπαντήσεως (απόφαση Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, σκέψη 41 ανωτέρω, EU:C:2005:238, σκέψη 33).

31      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσκόμισε, ως παράρτημα της επιστολής της 27ης Νοεμβρίου 2014, εννέα αποφάσεις της Επιτροπής εκδοθείσες στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, οκτώ εκ των οποίων λήφθηκαν πριν από την περάτωση της γραπτής διαδικασίας, η δε τελευταία λήφθηκε μετά το πέρας αυτής. Προκειμένου να δικαιολογήσει την καθυστερημένη προσκόμιση αυτών των αποδεικτικών μέσων η προσφεύγουσα επισήμανε ειδικότερα ότι οι προαναφερθείσες αποφάσεις δεν είχαν δημοσιευθεί, οπότε χρειάσθηκε να υποβάλει στην Επιτροπή σειρά αιτήσεων για απόκτηση προσβάσεως σε αυτά τα έγγραφα, οι οποίες έγιναν δεκτές σε χρόνο μεταγενέστερο της καταθέσεως του υπομνήματος απαντήσεως.

32      Η Επιτροπή δεν διατύπωσε αντιρρήσεις ως προς το ζήτημα αυτό.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κηρυχθούν παραδεκτά τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παράρτημα της επιστολής της 27ης Νοεμβρίου 2014.

 Επί του παραδεκτού της παρουσιάσεως «power point» στην οποία προέβη η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τόσο υπό την ηλεκτρονική μορφή της όσο και υπό τη μορφή εγγράφου

34      Με την επιστολή της 27ης Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε επιπλέον από το Γενικό Δικαστήριο να της επιτραπεί η χρήση παρουσιάσεως «power point» κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρινίζοντας ότι η παρουσίαση αυτή θα περιοριζόταν σε περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος.

35      Κατόπιν αποδοχής της εν λόγω αιτήσεως από το Γενικό Δικαστήριο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα, αφενός, προέβη στην παρουσίαση «power point» που μνημονεύεται στη σκέψη 34 ανωτέρω και, αφετέρου, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, διαβίβασε έγγραφο αντίτυπο της εν λόγω παρουσιάσεως.

36      Η Επιτροπή διατύπωσε αντιρρήσεις ως προς την παρουσίαση «power point» της προσφεύγουσας διότι, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενό της έβαινε πέραν μιας απλής περιγραφής του υπό εξέταση προϊόντος και, ως εκ τούτου, δεν αντιστοιχούσε προς την αίτηση την οποία αυτή απηύθυνε στο Γενικό Δικαστήριο με την επιστολή της 27ης Νοεμβρίου 2014 προκειμένου να της επιτραπεί η εν λόγω παρουσίαση.

37      Διαπιστώνεται συναφώς ότι οι επικρίσεις της Επιτροπής αφορούν αποκλειστικώς τις δύο τελευταίες διαφάνειες της παρουσιάσεως «power point» της προσφεύγουσας. Παρά ταύτα, οι προαναφερθείσες διαφάνειες περιορίζονται στην υπόμνηση των επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα με τα υπομνήματά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή στην αναπαραγωγή αποσπασμάτων πινάκων που είχε ήδη προσκομίσει ως παράρτημα C.12 του υπομνήματος απαντήσεως.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρουσίαση «power point» της προσφεύγουσας, η οποία δεν συνιστά εκπροθέσμως προτεινόμενο αποδεικτικό μέσο, είναι παραδεκτή τόσο υπό την ηλεκτρονική όσο και υπό την έγγραφη μορφή της.

 Επί του παραδεκτού του προσκομισθέντος από την Επιτροπή εγγράφου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

39      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προσκόμισε δύο διαφάνειες από εσωτερική παρουσίαση «power point» των υπηρεσιών της αφορώσες την υπό κρίση υπόθεση. Κατά την άποψή της, η κατάθεση του εν λόγω εγγράφου δικαιολογείται κατ’ ουσίαν από την ανάγκη απαντήσεως στην παρουσίαση «power point» της προσφεύγουσας, το περιεχόμενο της οποίας έβαινε πέραν της απλής περιγραφής του υπό εξέταση προϊόντος και, ως εκ τούτου, από την ανάγκη διασφαλίσεως της αρχής της ισότητας των όπλων των διαδίκων.

40      Υπενθυμίζεται ότι, στην παρουσίαση «power point» στην οποία προέβη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δεν παρουσίασε απλώς το υπό εξέταση προϊόν και τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προέβη σε ταξινόμησή του στους διάφορους αριθμούς ελέγχου των προϊόντων (στο εξής: NCP), αλλά περαιτέρω επεξήγησε κατ’ ουσίαν τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή προκειμένου να εξακριβώσει αν η προσφεύγουσα και οι άλλες συνδεδεμένες με τον παραγωγό-εξαγωγέα εισαγωγικές εταιρίες, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ένωση (στο εξής, από κοινού: συνδεδεμένοι εισαγωγείς), είχαν προβεί σε αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές μεταπωλήσεως του υπό εξέταση προϊόντος στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή που είναι εγκατεστημένος εντός της Ένωσης, έθιγε τον ενιαίο χαρακτήρα του υπό εξέταση προϊόντος και συνεπαγόταν, εν προκειμένω, εσφαλμένο αναθεωρημένο περιθώριο ντάμπινγκ.

41      Επισημαίνεται συναφώς, αφενός, ότι τα προαναφερθέντα επιχειρήματα δεν ήταν νέα, καθώς είχαν ήδη προβληθεί από την προσφεύγουσα τόσο με το δικόγραφο της προσφυγής όσο και με το υπόμνημα απαντήσεως (σκέψη 37 ανωτέρω) και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να απαντήσει σε αυτά και να προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά μέσα στο πλαίσιο της γραπτής διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

42      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν δύναται να επικαλείται την αρχή της τηρήσεως της ισότητας των όπλων προκειμένου να δικαιολογήσει την προσκόμιση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, των δύο διαφανειών που αναφέρονται στην σκέψη 39 ανωτέρω, οι οποίες συνιστούν εκπροθέσμως προτεινόμενο αποδεικτικό μέσο.

43      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε στο Γενικό Δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει το προαναφερθέν αποδεικτικό μέσο πριν από την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, με τη διευκρίνιση συναφώς ότι το αποδεικτικό μέσο συνίστατο σε ένα γράφημα και σε έναν πίνακα που καταρτίσθηκαν βάσει στοιχείων των οποίων η Επιτροπή είχε λάβει γνώση ήδη κατά την έρευνα για την επιστροφή.

44      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, κατ’ εφαρμογήν της προμνησθείσας νομολογίας στις σκέψεις 29 και 30, επιβάλλεται να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αποδεικτικό μέσο το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Επί της ουσίας

45      Η προσφεύγουσα ζητεί, αφενός, τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων της εν λόγω αποφάσεως βάσει του άρθρου 264 ΣΛΕΕ.

 Επί του πρώτου των αιτημάτων περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

46      Στο πλαίσιο του πρώτου των αιτημάτων, η προσφεύγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον η Επιτροπή δέχθηκε μόνον εν μέρει τις αιτήσεις της περί επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ και, ως εκ τούτου, δεν της επέστρεψε ποσά πέραν των μνημονευομένων στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως.

47      Προς στήριξη του πρώτου των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την επιλογή του περιθωρίου κέρδους το οποίο αφαιρέθηκε από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και ότι παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 9, και το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, προσάπτει στην Επιτροπή ότι κατ’ ουσίαν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αφαιρώντας το ποσό των δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλαν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής και, ως εκ τούτου, ότι απέτυχε να καθορίσει αξιόπιστη τιμή εξαγωγής και αξιόπιστο περιθώριο ντάμπινγκ, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 11, και του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

48      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει αρχικώς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη του πρώτου των αιτημάτων, πριν από την εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου.

49      Προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε σκέλη, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, το πρώτο εξ αυτών, πλάνη της Επιτροπής κατά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, καθόσον έκρινε ότι η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ έπρεπε να διαπιστωθεί για κάθε τύπο συμπιεστή αέρος, το δεύτερο, τον επιζήμιο χαρακτήρα της προσεγγίσεως αυτής για τους σκοπούς του καθορισμού αξιόπιστης τιμής εξαγωγής και αξιόπιστου μέσου σταθμισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ, το τρίτο, παραβίαση της νομολογίας του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και του Δικαστηρίου, το τέταρτο, την υπέρ το δέον σημασία που αποδόθηκε στην προσέγγιση αυτή κατά την ανάλυση των τιμών μεταπωλήσεως και, τέλος, το πέμπτο, τον αυθαίρετο χαρακτήρα αυτής.

50      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, εν συνεχεία δε, κατά σειρά, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το δεύτερο σκέλος.

–       Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

51      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, προκειμένου να εκτιμήσει αν οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώντο στις τιμές μεταπωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο και εγκατεστημένο εντός της Ένωσης αγοραστή, εφήρμοσε μέθοδο αναλύσεως NCP προς NCP (στο εξής: μέθοδος NCP προς NCP), η οποία δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον βασικό κανονισμό ούτε στη νομολογία. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η μέθοδος αυτή ήταν αντίθετη προς τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τους ίδιους κανόνες και μεθόδους με τους προβλεπόμενους στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, όπου παραπέμπει ρητώς το άρθρο 11, παράγραφος 10, του εν λόγω κανονισμού και, ως εκ τούτου, κατά τρόπο συνολικό, δηλαδή για το οικείο προϊόν και όχι για κάθε NCP που το απαρτίζει. Προσθέτει ότι η μέθοδος NCP προς NCP συνιστά πρόσθετο εμπόδιο στη μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ κατά τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής και, κατά συνέπεια, είναι αντίθετη προς το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 9.3.3 της συμφωνίας εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) (ΕΕ L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ) η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1A της Συμφωνίας για την Ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3), την οποία μεταφέρει στην έννομη τάξη της Ένωσης.

52      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

53      Προκαταρκτικώς, αφενός, από τη νομολογία απορρέει ότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή (στο εξής, από κοινού: θεσμικά όργανα) διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν (αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1998, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, T‑118/96, Συλλογή, EU:T:1998:184, σκέψη 32, και της 25ης Οκτωβρίου 2011, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑190/08, EU:T:2011:618, σκέψη 38). Επομένως, ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης στις εκτιμήσεις των θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, της αλήθειας των περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 1990, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑156/87, Συλλογή, EU:C:1990:116, σκέψη 63 Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, EU:T:1998:184, σκέψη 33, και της 7ης Φεβρουαρίου 2013, EuroChem MCC κατά Συμβουλίου, T‑84/07, EU:T:2013:64, σκέψη 32).

54      Αφετέρου, πρώτον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι τιμή εξαγωγής είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή στην Ένωση. Πάντως, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση (απόφαση CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2011:618, σκέψη 25).

55      Συνεπώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα μπορούν να θεωρήσουν ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη σε δύο περιπτώσεις, ήτοι όταν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή λόγω συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, όταν υφίσταται τιμή εξαγωγής, να προσδιορίζουν το ντάμπινγκ βάσει της τιμής αυτής (απόφαση CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2011:618, σκέψη 26).

56      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, όταν η τιμή εξαγωγής καθορίζεται βάσει της τιμής μεταπωλήσεως των εισαγόμενων προϊόντων στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή ή επί άλλης εύλογης βάσεως, πραγματοποιούνται προσαρμογές ώστε να συνυπολογιστούν όλες οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και φόρων, καθώς και το περιθώριο κέρδους, προκειμένου να προσδιοριστεί αξιόπιστη τιμή εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Ένωσης. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή περιλαμβάνουν εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πωλήσεως, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος (απόφαση CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2011:618, σκέψη 27).

57      Πρέπει να προστεθεί ότι οι προσαρμογές που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού διενεργούνται αυτεπαγγέλτως από τα θεσμικά όργανα (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, 255/84, Συλλογή, EU:C:1987:203, σκέψη 33, Minebea κατά Συμβουλίου, 260/84, Συλλογή, EU:C:1987:206, σκέψη 43, και της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, Descom Scales κατά Συμβουλίου, T‑171/94, Συλλογή, EU:T:1995:164, σκέψη 66).

58      Τρίτον, από το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξετάσεως ή επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, όταν αποφασίζεται η κατασκευή της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση.

59      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι εκτίμησε την επήρεια των δασμών αντιντάμπινγκ βάσει μεθόδου NCP προς NCP και όχι κατά τρόπο συνολικό, ήτοι λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του κύκλου εργασιών για τις πωλήσεις του συνόλου των μοντέλων του υπό εξέταση προϊόντος από τους συνδεδεμένους εισαγωγείς, η οποία διαπιστώθηκε μεταξύ της περιόδου της αρχικής έρευνας και της περιόδου της έρευνας για την επιστροφή. Κατά την προσφεύγουσα, εάν η Επιτροπή είχε προβεί σε τέτοια ανάλυση, θα είχε διαπιστώσει ότι ο κύκλος εργασιών, όπως προσδιορίσθηκε ανωτέρω, είχε αυξηθεί κατά ποσό μεγαλύτερο εκείνου των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος, εκφραζόμενο ως ποσοστό επί της αξίας της αποτελούμενης από το κόστος, την ασφάλιση και τα μεταφορικά των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας για την επιστροφή.

60      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών επιβάλλεται να εξετασθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου.

61      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει επιχείρημα αντλούμενο από το γράμμα της σχετικής διατάξεως προς στήριξη της περιγραφόμενης στην ανωτέρω σκέψη 59 μεθόδου, σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, από την έκφραση «αντανακλάται δεόντως», η οποία απαντάται στο άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, απορρέει ότι η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με ό,τι απαιτείται ή ό,τι είναι κατάλληλο, ήτοι, κατά την άποψή της, εφαρμόζοντας τους κανόνες και τις μεθόδους που μνημονεύονται στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, που αποβλέπουν στον καθορισμό ατομικού και μοναδικού περιθωρίου ντάμπινγκ για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή όχι περισσότερων μοντέλων του υπό εξέταση προϊόντος.

62      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

63      Αφενός, επισημαίνεται συναφώς ότι, παρά το ότι το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού παραπέμπει δύο φορές στο άρθρο 2 του ιδίου κανονισμού, το επίρρημα «δεόντως» δεν αναφέρεται σε μέθοδο εξετάσεως ή σε κανόνα προβλεπόμενο στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, αλλά στην αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές μεταπωλήσεως που εφαρμόζουν οι συνδεδεμένες με τον παραγωγό-εξαγωγέα εταιρίες στον πρώτο ανεξάρτητο και εγκατεστημένο στην Ένωση αγοραστή, είτε με τροποποίηση της συμπεριφοράς των εν λόγω εταιριών κατόπιν της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ είτε, in fine, με εξάλειψη του αρχικώς διαπιστωθέντος περιθωρίου ντάμπινγκ (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Ιουνίου 1996, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑162/94, Συλλογή, EU:T:1996:71, σκέψεις 76 έως 81).

64      Αφετέρου, το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού δεν καθορίζει μέθοδο προκειμένου να εκτιμηθεί αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι εισαγωγείς οι οποίοι ζητούν την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ είναι «πειστικά» και αν ο δασμός αντιντάμπινγκ αντανακλάται δεόντως στις τιμές πωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης.

65      Επομένως, γίνεται δεκτό ότι δεν υφίσταται μία αλλά περισσότερες μέθοδοι βάσει των οποίων είναι δυνατό να εξετασθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

66      Επομένως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η επιλογή μεταξύ διαφόρων μεθόδων υπολογισμού προϋποθέτει την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων, πράγμα που περιορίζει αντιστοίχως τον έλεγχο που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί της εκτιμήσεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 240/84, Συλλογή, EU:C:1987:202, σκέψη 19, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, σκέψη 57 ανωτέρω, EU:C:1987:203, σκέψη 21, και NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, EU:T:1996:71, σκέψη 72).

67      Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν επιλέγει τη μέθοδο βάσει της οποίας δύναται να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, οπότε το Γενικό Δικαστήριο καλείται, στον τομέα αυτό, να ασκήσει περιορισμένο δικαστικό έλεγχο (σκέψη 53 ανωτέρω).

68      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να συναχθεί από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, ότι η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ έπρεπε να εκτιμηθεί κατά τρόπο συνολικό.

69      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της προσφεύγουσας.

70      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η μέθοδος εξετάσεως η οποία στηρίζεται στη συνολική αύξηση του κύκλου εργασιών δικαιολογείται από το γεγονός ότι υφίσταται μόνον ένα υπό εξέταση προϊόν, το οποίο πρέπει να εκληφθεί ως ένα σύνολο. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, παρά την ύπαρξη περισσοτέρων μοντέλων συμπιεστή αέρος υποκείμενων στον ισχύοντα δασμό αντιντάμπινγκ, η αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 261/2008 προβλέπει ρητώς ότι τα μοντέλα αυτά συνιστούν ένα και το αυτό προϊόν για τους σκοπούς της αρχικής έρευνας αντιντάμπινγκ. Ο ενιαίος χαρακτήρας του υπό εξέταση προϊόντος επιβεβαιώνεται εξάλλου, κατά την άποψή της, από την αιτιολογική σκέψη 20 του βασικού κανονισμού καθώς και από την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Marine Harvest Norway και Alsaker Fjordbruk κατά Συμβουλίου (T‑113/06, EU:T:2012:135).

71      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού.

72      Καταρχάς, επισημαίνεται συναφώς ότι η εκτίμηση της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ βάσει της μεθόδου NCP προς NCP δεν θίγει τον ενιαίο χαρακτήρα του υπό εξέταση προϊόντος, καθόσον η Επιτροπή δεν καθόρισε περιθώριο ντάμπινγκ ανά NCP, αλλά ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για το υπό εξέταση προϊόν.

73      Ακολούθως, γίνεται δεκτό ότι, εν προκειμένω, το υπό εξέταση προϊόν είναι ένα περίπλοκο προϊόν, τα διαφορετικά μοντέλα του οποίου εμφανίζουν διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά και τιμές οι οποίες δύναται να κυμαίνονται αισθητά. Επομένως, η μέθοδος NCP προς NCP, με την οποία συγκρίνονται οι NCP, τα χαρακτηριστικά και οι τιμές μεταπωλήσεως των οποίων είναι παρόμοια, διαφαίνεται ως καταλληλότερη για την εξέταση της εξελίξεως της τιμής μεταπωλήσεως του υπό εξέταση προϊόντος μεταξύ της περιόδου της αρχικής έρευνας και της περιόδου της έρευνας για την επιστροφή, όπερ εξάλλου αναγνώρισε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της έρευνας για την επιστροφή, με την επιστολή την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή στις 29 Ιουλίου 2011.

74      Επιπλέον, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε με την πώληση όλων των μοντέλων του υπό εξέταση προϊόντος δεν παρέχει ακριβείς διευκρινίσεις για την ενιαία τιμή μεταπωλήσεως των διαφορετικών μοντέλων του εν λόγω προϊόντος. Επομένως, επισημαίνεται ότι η μέθοδος εξετάσεως η στηριζόμενη στη συνολική αύξηση του κύκλου εργασιών δεν καθιστά δυνατό να διαπιστωθεί αν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς πράγματι μετέβαλαν τη συμπεριφορά τους στην αγορά ή αν, αντιθέτως, εφήρμοσαν πολιτική τιμών η οποία τους επέτρεψε να αντισταθμίσουν τα μοντέλα με τις λιγότερες πωλήσεις με άλλα με τις περισσότερες πωλήσεις, παρεμβαίνοντας με τον τρόπο αυτό στα επιτευχθέντα περιθώρια.

75      Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 20 του βασικού κανονισμού προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, «σε περίπτωση επανυπολογισμού του ντάμπινγκ, για τον οποίον απαιτείται η ανακατασκευή των τιμών εξαγωγής, οι δασμοί [αντιντάμπινγκ] δεν αντιμετωπίζονται ως δαπάνη προκύψασα μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκάστοτε δασμός αντανακλάται στις τιμές των προϊόντων που υπόκεινται σε μέτρα στην [Ένωση]».

76      Αντιθέτως, όμως, προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, δεν μπορεί να συναχθεί από την έκφραση «προϊόντ[α] που υπόκεινται σε μέτρα», η οποία απαντάται στην αιτιολογική σκέψη 20 του βασικού κανονισμού, ότι η αντανάκλαση δασμών αντιντάμπινγκ πρέπει να εκτιμάται για το υπό εξέταση προϊόν θεωρούμενο ως ένα σύνολο. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 20 του βασικού κανονισμού όπως και το άρθρο 11, παράγραφος 10, του εν λόγω κανονισμού αναφέρονται σε «τιμές μεταπώλησης», σε «μεταγενέστερες τιμές πώλησης» και σε «τιμές προϊόντων που υπόκεινται σε μέτρα στην [Ένωση]» στον πληθυντικό αριθμό. Έτσι, σύμφωνα με γραμματική ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων, επιβάλλεται να εξετασθεί η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ για κάθε τιμή πωλήσεως και, ως εκ τούτου, κατά βάση σύμφωνα με μέθοδο συναλλαγή προς συναλλαγή ήτοι, εφόσον απαιτείται, σύμφωνα με μέθοδο μοντέλο προς μοντέλο ή μέθοδο NCP προς NCP.

77      Τέλος, η παραπομπή της προσφεύγουσας στην απόφαση Marine Harvest Norway και Alsaker Fjordbruk κατά Συμβουλίου, στη σκέψη 70 ανωτέρω (EU:T:2012:135), είναι εν προκειμένω αλυσιτελής, διότι η εκκρεμούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφορά στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή δεν αφορούσε τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής.

78      Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι, εν προκειμένω, ήταν καταλληλότερο να διεξαχθεί εξέταση της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ βάσει μεθόδου NCP προς NCP και όχι βάσει συνολικής μεθόδου στηριζόμενης στην αύξηση του κύκλου εργασιών στο διάστημα μεταξύ της αρχικής έρευνας και της έρευνας για την επιστροφή.

79      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

80      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η μέθοδος NCP προς NCP την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή είναι αντίθετη προς τον σκοπό του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 9.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

81      Προκαταρκτικώς, από τη νομολογία απορρέει ότι οι διατάξεις του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα των αντίστοιχων διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, Συλλογή, EU:C:2003:4, σκέψη 57, και της 22ας Μαΐου 2014, Guangdong Kito Ceramics κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑633/11, EU:T:2014:271, σκέψη 38).

82      Συγκεκριμένα, η Ένωση εξέδωσε τον βασικό κανονισμό για να εκπληρώσει τις διεθνείς υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ (απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 81 ανωτέρω, EU:C:2003:4, σκέψη 56). Περαιτέρω, με το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, η Ένωση θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 9.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Επομένως, επιβάλλεται να ερμηνευθεί το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής.

83      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 9.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ ορίζει ότι, «[γ]ια να αποφασισθεί εάν και σε ποια έκταση είναι σκόπιμη η επιστροφή κάποιου ποσού σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η τιμή εξαγωγής έχει κατασκευασθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, [της συμφωνίας αντιντάμπινγκ], οι αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη ενδεχόμενες αυξομειώσεις της κανονικής αξίας, ενδεχόμενες μεταβολές των δαπανών που προκύπτουν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, καθώς και τις τυχόν αυξομειώσεις της τιμής μεταπώλησης, οι οποίες έχουν την αναμενόμενη επίδραση επί των κατοπινών τιμών πώλησης· επίσης, οφείλουν να υπολογίζουν την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρούν το ποσό που αντιστοιχεί στους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ, εφόσον έχουν προσκομιστεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία για το θέμα αυτό».

84      Επιπλέον, κατά το άρθρο 2.3. της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, «[σ]ε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή οι αρμόδιες αρχές έχουν ενδείξεις ότι η τιμή εξαγωγής δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση λόγω της ύπαρξης κάποιας σύνδεσης ή κάποιας αντισταθμιστικής συμφωνίας μεταξύ του εκάστοτε εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλούνται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, σε περίπτωση που τα προϊόντα δεν μεταπωλούνται προς κάποιον ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλούνται στην κατάσταση που είχαν κατά την εισαγωγή τους, με βάση οποιανδήποτε εύλογη μέθοδο που δύναται να καθορίζουν οι αρχές».

85      Τέλος, το άρθρο 2.4, τέταρτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι, «[σ]τις περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 3, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα που ανακύπτουν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης (συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων) και τα αντίστοιχα πραγματοποιούμενα κέρδη […]».

86      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 2.4, τέταρτη περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ καθιερώνει, όπως και το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, την αρχή του «εξομοιούμενου προς δαπάνη δασμού», κατά την οποία οι δασμοί και φόροι που ανακύπτουν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, είναι έξοδα τα οποία πρέπει να αφαιρούνται κατά την κατασκευή της τιμής εξαγωγής (απόφαση NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, EU:T:1996:71, σκέψη 104).

87      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα του «εξομοιούμενου προς δαπάνη δασμού», του άρθρου 2.4, τέταρτη περίοδος, της εν λόγω συμφωνίας. Ομοίως, η μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα του «εξομοιούμενου προς δαπάνη δασμού», του άρθρου 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

88      Όπως, όμως, κάθε εξαίρεση από γενικό κανόνα, η μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, Συλλογή, EU:T:2009:72, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι με βάση τη στηριζόμενη στην αύξηση του κύκλου εργασιών μέθοδο, υπέρ της οποίας τάσσεται η προσφεύγουσα, προκύπτει συνολική αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ στους πελάτες των συνδεδεμένων εισαγωγέων. Παρά ταύτα, κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου NCP προς NCP, η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποδείξει ότι αυτή η αντανάκλαση δεν έλαβε χώρα για πλήθος μοντέλων του υπό εξέταση προϊόντος.

90      Επομένως, η μέθοδος NCP προς NCP, με την οποία, σε περίπτωση όπως η επίμαχη, εκτιμάται κατά τρόπο αυστηρότερο η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ, συνάδει περισσότερο προς τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, πρέπει να προτιμάται έναντι της προσεγγίσεως που στηρίζεται στη συνολική αύξηση του κύκλου εργασιών μεταξύ της περιόδου της αρχικής έρευνας και της περιόδου της έρευνας για την επιστροφή.

91      Τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να αναιρέσουν το συμπέρασμα αυτό.

92      Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη χρησιμοποίηση [στη γαλλική έκδοση] του ενικού αριθμού στην έκφραση «tout mouvement du prix de revente», που απαντάται στο άρθρο 9.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, συνάγεται ότι η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ πρέπει να εξετάζεται συνολικώς.

93      Όμως, η έκφραση «tout mouvement du prix de revente» ακολουθείται αμέσως μετά τη χρησιμοποίηση του πληθυντικού αριθμού στην έκφραση «οι οποίες έχουν την αναμενόμενη επίδραση επί των κατοπινών τιμών πώλησης». Επιπλέον, οι εκφράσεις «ενδεχόμενες μεταβολές» και «τυχόν αυξομειώσεις», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 9.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, είναι εξ ορισμού αόριστες.

94      Ακολούθως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η μέθοδος NCP προς NCP είναι αντίθετη προς τον σκοπό του άρθρου 9.3.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, ήτοι τον περιορισμό των εμποδίων από τη μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, η μέθοδος αυτή ενισχύει το εμπόδιο «double jump», δυνάμει του οποίου ο συνδεδεμένος εισαγωγέας μπορεί να τύχει ολικής επιστροφής των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ μόνον αν αποδείξει ότι αύξησε τις τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης κατά ποσό ίσο προς το διπλάσιο του περιθωρίου ντάμπινγκ, ή ακόμη τείνει να νομιμοποιήσει ένα νέο εμπόδιο, το «triple jump».

95      Αφενός, προκύπτει συναφώς από τις σκέψεις 86 έως 88 ανωτέρω ότι, όσον αφορά τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τον ενδιάμεσο συνδεδεμένο εισαγωγέα, η τιμή εξαγωγής πρέπει να υπολογίζεται αφαιρουμένων των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με τον κανόνα του «εξομοιούμενου προς δαπάνη δασμού». Επιπλέον, η μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ, η οποία προβλέπεται στο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα και πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (σκέψη 88 ανωτέρω). Επομένως το εμπόδιο του «double jump», που επικαλείται η προσφεύγουσα, αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της μη πληρώσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, της εφαρμογής του κανόνα του «εξομοιούμενου προς δαπάνη δασμού».

96      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η προσφυγή στη μέθοδο NCP προς NCP, στο μέτρο που εφαρμόζεται κατά τρόπο συνεκτικό σε όλα τα στάδια της εξετάσεως της αιτήσεως για επιστροφή, δεν συνεπάγεται πρόσθετες προϋποθέσεις για την ολική επιστροφή των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, αλλά μόνον ότι η τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού επαληθεύεται στο επίπεδο των επιμέρους NCP, και όχι στο επίπεδο του υπό εξέταση προϊόντος στο σύνολό του.

97      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα εσφαλμένως προβάλλει ότι η μέθοδος NCP προς NCP ενισχύει το εμπόδιο του «double jump», πολλώ δε μάλλον ότι τείνει να νομιμοποιήσει ένα νέο εμπόδιο στη μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ.

98      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η μέθοδος NCP προς NCP δεν είναι αντίθετη προς τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

99      Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

100    Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε εν προκειμένω σε πλάνη, αφενός, κρίνοντας ότι με τη στηριζόμενη στη συνολική αύξηση του κύκλου εργασιών μέθοδο, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν μπορούσε να αποδειχθεί με πειστικά μέσα ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώντο δεόντως από τους συνδεδεμένους εισαγωγείς στους πελάτες τους που ήταν εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης και, αφετέρου, εκτιμώντας ότι η μέθοδος NCP προς NCP ήταν η πλέον κατάλληλη δεδομένων των επίμαχων περιστάσεων και, ειδικότερα, της περίπλοκης φύσεως του υπό εξέταση προϊόντος.

101    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

102    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εξέταση της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ NCP προς NCP προσομοιάζει ιδιαιτέρως με την πρακτική του «μηδενισμού» και, ως εκ τούτου, είναι αντίθετη προς την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανιών κρεβατιού από την Ινδία» (WT/DS141/AB/R), που εκδόθηκε την 1η Μαρτίου 2001, και προς την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale (C‑351/04, Συλλογή, EU:C:2007:547).

103    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

104    Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι η πρακτική του «μηδενισμού», η οποία επιτιμάται από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ και από το Δικαστήριο, είχε εφαρμοσθεί από την Επιτροπή αποκλειστικώς για τον υπολογισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ. Η πρακτική αυτή συνίστατο κατ’ ουσίαν, στην περίπτωση που το υπό εξέταση προϊόν περιλάμβανε περισσότερα του ενός μοντέλα, αφενός, στην άθροιση αποκλειστικώς του ποσού του ντάμπινγκ για όλα τα μοντέλα ως προς τα οποία είχε αποδειχθεί η ύπαρξη θετικού περιθωρίου ντάμπινγκ και, αφετέρου, στην εκμηδένιση όλων των αρνητικών προϋποθέσεων ντάμπινγκ. Κατόπιν, η κατά τον τρόπο αυτό προκύψασα συνολική αξία ντάμπινγκ εκφράστηκε ως ποσοστό επί της συνολικής αξίας όλων των εξαγωγικών πράξεων για όλα τα μοντέλα, ανεξαρτήτως του αν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ.

105    Επισημαίνεται συναφώς, αφενός, ότι εν προκειμένω η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη μέθοδο υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, αλλά τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να εξακριβώσει αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της μη αφαιρέσεως των δασμών αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Εντούτοις, η μέθοδος NCP προς NCP, την οποία αμφισβητεί η προσφεύγουσα, χρησιμοποιείται σε στάδιο προγενέστερο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και επιδιώκει διαφορετικό σκοπό.

106    Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του επιχειρήματός της που αντλείται από την ομοιότητα μεταξύ της πρακτικής του «μηδενισμού» και της μεθόδου NCP προς NCP.

107    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ της πρακτικής του «μηδενισμού» και της μεθόδου NCP προς NCP.

108    Τέλος, απαντώντας σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε την επιχειρηματολογία της επισημαίνοντας κατ’ ουσίαν ότι το αποτέλεσμα της πρακτικής του «μηδενισμού», ήτοι η μεταβολή της τιμής εξαγωγής και, ως εκ τούτου, του περιθωρίου ντάμπινγκ, είναι, κατά την άποψή της, πανομοιότυπο με αυτό της μεθόδου NCP προς NCP.

109    Ήδη επισημάνθηκε, όμως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας την αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τη μέθοδο NCP προς NCP, βάσει της οποίας, δεδομένων των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, ήταν δυνατή η ακριβέστερη εξέταση της πληρώσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού (σκέψεις 73, 89 και 90 ανωτέρω).

110    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι η μέθοδος NCP προς NCP την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή είχε ως αποτέλεσμα τη νόθευση των τιμών εξαγωγής και, εντέλει, του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ της Nu Air Shanghai.

111    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο.

–       Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

112    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η χρησιμοποίηση της αναλύσεως NCP προς NCP δεν έχει νόμιμο έρεισμα.

113    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού.

114    Το γεγονός ότι η προσέγγιση NCP προς NCP δεν μνημονεύεται σε κανένα σημείο του βασικού κανονισμού δεν σημαίνει ότι η προσέγγιση αυτή είναι παράνομη ή προδήλως εσφαλμένη.

115    Σημειώνεται συναφώς ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η ίδια η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι η ανάλυση NCP προς NCP είναι διοικητική τεχνική η οποία δικαιολογείται στο πλαίσιο του υπολογισμού του μέσου σταθμισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 12, του βασικού κανονισμού, καθόσον διασφαλίζει τη δίκαιη σύγκριση μεταξύ των διαφόρων μοντέλων ή τύπων των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο έρευνας και παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά.

116    Παραλείπει, πάντως, η προσφεύγουσα να επεξηγήσει γιατί η προσέγγιση NCP προς NCP ή μοντέλο προς μοντέλο είναι κατάλληλη για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και όχι για την εξέταση της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ.

117    Σε κάθε περίπτωση, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, στην πράξη, η χρησιμοποίηση της προαναφερθείσας μεθόδου από τα θεσμικά όργανα δεν περιορίζεται στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει δεχθεί τη μέθοδο μοντέλο προς μοντέλο για τον υπολογισμό του ορίου ασήμαντου όγκου πωλήσεων ομοειδούς προϊόντος το οποίο προορίζεται για κατανάλωση στην εσωτερική αγορά της εξάγουσας χώρας (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Canon κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 277/85 και 300/85, Συλλογή, EU:C:1988:467, σκέψη 14).

118    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο.

–       Επί του πέμπτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

119    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η μέθοδος NCP προς NCP την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή είναι αυθαίρετη, καθόσον, σε άλλες υποθέσεις, είχε θεωρήσει ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού πληρούνταν δεχόμενη να λάβει υπόψη τις μέσες σταθμισμένες τιμές μεταπωλήσεως εντός της Ένωσης, δηλαδή αναγνωρίζοντας αποδείξεις λιγότερο ισχυρές από τις απαιτηθείσες στην επίμαχη περίπτωση.

120    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού.

121    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να εξετάσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μη αφαιρέσεως των δασμών αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής (σκέψη 67 ανωτέρω). Η εξουσία αυτή εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση και λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:C:1990:116, σκέψη 43).

122    Δεύτερον, οι προϋποθέσεις για τη μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ από τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα, αφενός, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι εισαγωγείς οι οποίοι ζητούν τη μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, τις πραγματικές περιστάσεις κάθε υποθέσεως.

123    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αφορά τον αυθαίρετο χαρακτήρα της προσεγγίσεως που υιοθέτησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση έναντι της προγενέστερης ή μεταγενέστερης πρακτικής της δεν μπορεί να γίνει δεκτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1991, Nakajima κατά Συμβουλίου, C‑69/89, Συλλογή, EU:C:1991:186, σκέψη 119· της 17ης Δεκεμβρίου 2010, EWRIA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑369/08, EU:T:2010:549, σκέψη 93, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, Ningbo Yonghong Fasteners κατά Συμβουλίου, T‑150/09, EU:T:2012:529, σκέψεις 119 και 120).

124    Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι επίμαχες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση ήταν πανομοιότυπες με τις επίμαχες στις άλλες διαδικασίες επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ ή επανεξετάσεως τις οποίες επικαλέσθηκε προς στήριξη του σχετικού με τον αυθαίρετο χαρακτήρα της μεθόδου NCP προς NCP επιχειρήματος.

125    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι οι επίμαχες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση διαφέρουν από τις επίμαχες στις υποθέσεις με αφορμή τις οποίες εκδόθηκε ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 60/2012 του Συμβουλίου, της 16ης Ιανουαρίου 2012, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου προέλευσης, μεταξύ άλλων, Ρωσίας (ΕΕ L 22, σ. 1), τον οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παράρτημα της προσφυγής, και από τις αποφάσεις της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2012, σχετικά με αιτήσεις επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ καταβληθέντων για τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου προελεύσεως Ρωσίας, τις οποίες προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παράρτημα της επιστολής της 24ης Νοεμβρίου 2014 (στο εξής: υποθέσεις σιδηροπυριτίου προελεύσεως Ρωσίας). Συγκεκριμένα, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφενός, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, στις υποθέσεις σιδηροπυριτίου προελεύσεως Ρωσίας, είχε ομαδοποιήσει το υπό εξέταση προϊόν σε τέσσερις NCP και, ως εκ τούτου, είχε εξετάσει αν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού πληρούνταν για κάθε έναν από τους NCP. Αφετέρου, είχε διαπιστώσει ότι η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ είχε πράγματι λάβει χώρα για έναν από τους τέσσερις NCP, ο οποίος αντιπροσώπευε περισσότερο από το 80 % των οικείων συναλλαγών, γεγονός επαρκές, κατά την άποψή της, ώστε να γίνει δεκτή η αίτηση μη αφαιρέσεως των δασμών αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

126    Αντιθέτως, γίνεται δεκτό ότι για πέντε από τους δέκα NCP με τις περισσότερες πωλήσεις, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι υπήρξε αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ στους πελάτες των συνδεδεμένων εισαγωγέων.

127    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα δεν δύναται να προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν υιοθέτησε, σε κάθε περίπτωση, λύση ίδια με εκείνη στις καλούμενες υποθέσεις «σιδηροπυριτίου προελεύσεως Ρωσίας».

128    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

129    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η συνολική αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ από τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής ήταν δυσανάλογη καθόσον περιλάμβανε τους καταβληθέντες δασμούς για μοντέλα ή NCP για τα οποία υπήρξε αντανάκλαση στις μεταγενέστερες τιμές μεταπωλήσεως. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να καθορίσει αξιόπιστη τιμή εξαγωγής και αξιόπιστο μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ.

130    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

131    Προκαταρκτικώς, αφενός, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα του «εξομοιούμενου προς δαπάνη δασμού», τον οποίο προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού. Η δυνατότητα να μην αφαιρεθούν οι δασμοί αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής πρέπει, επομένως, να ερμηνευθεί συσταλτικώς (σκέψεις 87 και 88 ανωτέρω).

132    Αφετέρου, κατόπιν της εξετάσεως της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ NCP προς NCP, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, για μεγάλο αριθμό NCP, δεν είχε αποδειχθεί ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώντο στις τιμές μεταπωλήσεως και στις τιμές πωλήσεως εντός της Ένωσης.

133    Πάντως, από την ανάλυση NCP προς NCP την οποία διεξήγαγε η Επιτροπή προέκυψε επίσης ότι για πέντε από τους δέκα NCP με τις περισσότερες πωλήσεις, οι τιμές μεταπωλήσεως τις οποίες εφήρμοσαν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς στους ανεξάρτητους αγοραστές που ήταν εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης αντανακλούσαν τους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ. Όπως, όμως, προκύπτει από το φύλλο υπολογισμού που συνέταξε η Επιτροπή, το οποίο επισυνάφθηκε στο μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Ιουλίου 2011 και προσκομίσθηκε από την προσφεύγουσα ως παράρτημα A. 14 της προσφυγής, οι πέντε προαναφερθέντες NCP αντιστοιχούν, αφενός, σε 119 523 πωληθέντες συμπιεστές αέρος έναντι συνολικά 229 239 συμπιεστών αέρος πωληθέντων κατά την περίοδο της έρευνας για την επιστροφή από τους συνδεδεμένους εισαγωγείς και, αφετέρου, σε περισσότερο από το 50 % της συνολικής αξίας της αποτελούμενης από το κόστος, την ασφάλιση και τα μεταφορικά των εν λόγω πωλήσεων.

134    Υπό το πρίσμα αυτών των υπομνήσεων και διευκρινίσεων επιβάλλεται να εξετασθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, ως εκ τούτου, αν παρέβη το άρθρο 2, παράγραφοι 9 και 11, και το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, αφαιρώντας τους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής, ενώ η αντανάκλαση αυτή είχε πράγματι λάβει χώρα όσον αφορά ορισμένους NCP.

135    Επισημαίνεται προκαταρκτικώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι υπάρχει άρρηκτος δεσμός μεταξύ του άρθρου 2, παράγραφος 9, και του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

136    Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού περιλαμβάνει ρητή διπλή παραπομπή στο άρθρο 2 και στο άρθρο 2, παράγραφος 9, του ιδίου κανονισμού.

137    Αφετέρου, στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως ή επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, η εξέταση της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ στους πελάτες του συνδεδεμένου εισαγωγέα, όπως προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, αποτελεί στάδιο υπολογισμού της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής επί τη βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, αναλόγως του αποτελέσματος που προκύπτει από την εξέταση αυτή, οι δασμοί αντιντάμπινγκ αφαιρούνται από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής και, ως εκ τούτου, ασκούν άμεση επιρροή στο ύψος αυτής, στον βαθμό που είναι κατ’ ανάγκην χαμηλότερο απ’ ό,τι αν οι δασμοί δεν είχαν αφαιρεθεί.

138    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όσο μικρότερη είναι η τιμή εξαγωγής τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά έναντι της κανονικής αξίας και αυξημένο το αναθεωρημένο περιθώριο ντάμπινγκ.

139    Το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού συμβάλλει, επομένως, στην κατασκευή της τιμής εξαγωγής και, εμμέσως, στον υπολογισμό του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ.

140    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να υιοθετεί συνεκτικές μεθόδους για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 11, και του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

141    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, για τους σκοπούς του υπολογισμού της τιμής εξαγωγής, καθόσον το υπό εξέταση προϊόν είχε πωληθεί εντός της Ένωσης μέσω συνδεδεμένων εισαγωγέων, η Επιτροπή έκρινε καταλληλότερο, δεδομένης της φύσεως του υπό εξέταση προϊόντος, να εξακριβώσει αν η αντανάκλαση των δασμών αντιντάμπινγκ είχε λάβει χώρα για έκαστο των NCP.

142    Επιπλέον, η Επιτροπή προέβη σε αυτήν την ανάλυση NCP προς NCP, αφενός, υπολογίζοντας μια ενιαία σταθμισμένη τιμή εξαγωγής και μια ενιαία μέση σταθμισμένη κανονική αξία για κάθε NCP και, αφετέρου, υπολογίζοντας ένα περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε NCP προ του υπολογισμού του ενιαίου περιθωρίου ντάμπινγκ για το υπό εξέταση προϊόν.

143    Πάντως, η Επιτροπή δεν άντλησε όλες τις συνέπειες από τη μέθοδο NCP προς NCP την οποία η ίδια αποφάσισε να εφαρμόσει, διότι αρνήθηκε τη μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ από τις τιμές εξαγωγής των NCP για τους οποίους οι δασμοί αντιντάμπινγκ παρά ταύτα αντανακλώντο στις τιμές μεταπωλήσεως και στις τιμές μεταγενεστέρων πωλήσεων εντός της Ένωσης. Κατά συνέπεια, αφαίρεσε το σύνολο των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, μειώνοντας με τεχνητό τρόπο την ενιαία σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής ανά NCP και, κατά συνέπεια, αυξάνοντας τον συντελεστή του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ της Nu Air Shanghai.

144    Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, κρίνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η οποία ασκεί επιρροή στον συντελεστή του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ και, ως εκ τούτου, στο ποσό των δασμών αντιντάμπινγκ που πρέπει να επιστραφεί στην προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται δε ότι το ποσό αυτό προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του αρχικού περιθωρίου ντάμπινγκ και του αναθεωρημένου περιθωρίου ντάμπινγκ (σκέψη 14 ανωτέρω).

145    Τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα δεν δύνανται να αναιρέσουν το προαναφερθέν συμπέρασμα.

146    Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, βάσει συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, δεν είναι δυνατή η αφαίρεση των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ αποκλειστικώς για ορισμένες συναλλαγές, μοντέλα ή NCP και όχι για άλλες, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν δύναται να αποτραπεί ο κίνδυνος της παρακάμψεως του νόμου και της χειραγωγήσεως των τιμών, όπερ θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό του άρθρου 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας στρεβλώσεως των τιμών μεταπωλήσεως και των τιμών μεταγενεστέρων πωλήσεων που απορρέει από πρακτική ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, αν γίνει δεκτή η μη αφαίρεση μέρους των δασμών αντιντάμπινγκ, ο συνδεδεμένος εισαγωγέας είναι σε θέση να εισάγει εσωτερικούς αντισταθμιστικούς μηχανισμούς, για παράδειγμα, αντανακλώντας τους δασμούς αντιντάμπινγκ στην τιμή των NCP για τους οποίους η ζήτηση δεν είναι ιδιαίτερα ελαστική, αλλά όχι στην τιμή άλλων NCP για τους οποίους η ζήτηση είναι πολύ ελαστική.

147    Υπενθυμίζεται συναφώς, πρώτον, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού δεν καθιερώνει μέθοδο προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται δεόντως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις τιμές μεταγενεστέρων πωλήσεων εντός της Ένωσης και, ως εκ τούτου, ότι η Επιτροπή διαθέτει στον τομέα αυτό ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (σκέψεις 64 έως 67 ανωτέρω). Ομοίως, αντιθέτως προς τα κατ’ ουσίαν υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού δεν της επιβάλλει την υποχρέωση να αφαιρεί συστηματικώς το σύνολο των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, όπου από την εξέταση της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ βάσει μεθόδου NCP προς NCP δεν προέκυψε ότι η αντανάκλαση αυτή έλαβε χώρα για όλους τους NCP, αλλά μόνο για ορισμένους εξ αυτών.

148    Αφετέρου, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι εν προκειμένω ο συνδεδεμένος εισαγωγέας είχε παρακάμψει τον νόμο εισάγοντας αντισταθμιστικούς μηχανισμούς μεταξύ των NCP με τις μεγαλύτερες πωλήσεις και των NCP με τις μικρότερες πωλήσεις, ή μεταξύ των NCP για τους οποίους η ζήτηση δεν ήταν ιδιαιτέρως ελαστική και εκείνων για τους οποίους η ζήτηση ήταν πολύ ελαστική.

149    Επομένως, το άνω επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

150    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μη αφαίρεση μέρους των δασμών αντιντάμπινγκ έπρεπε να αποκλεισθεί, διότι θα ήταν στην πράξη ανεφάρμοστη όσον αφορά τα νέα προϊόντα. Συγκεκριμένα, ελλείψει συγκρίσιμων προϊόντων πωλούμενων κατά την αρχική έρευνα, ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί αν οι τιμές τους μεταπωλήσεως είχαν αυξηθεί σε βαθμό ικανό να αντανακλά τους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ.

151    Πάντως, η μόνη προϋπόθεση την οποία τάσσει το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού είναι να υποβάλει ο συνδεδεμένος εισαγωγέας πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ αντανακλώνται στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση.

152    Στο πλαίσιο αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι είναι «πειστική», η απόδειξη της αντανακλάσεως των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση μπορεί να πραγματοποιείται με κάθε μέσο και όχι μόνο με τη σύγκριση μεταξύ των εφαρμοζόμενων τιμών πωλήσεως προ και μετά την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ.

153    Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

154    Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί την αιτίαση της προσφεύγουσας κατά την οποία, εάν οι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν είχαν αφαιρεθεί από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής για τους πέντε NCP για τους οποίους η μέθοδος NCP προς NCP είχε επιτρέψει να διαπιστωθεί η ύπαρξη αντανακλάσεως στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως, το αναθεωρημένο περιθώριο ντάμπινγκ θα ήταν της τάξεως του 4,28 % αντί του 10,7 %. Παρατηρεί συναφώς ότι το περιθώριο ντάμπινγκ το οποίο υπολογίσθηκε για δύο από τους πέντε προαναφερθέντες NCP ήταν, στην πραγματικότητα, υψηλότερο από το καθορισθέν συνολικό περιθώριο ντάμπινγκ, τόσο κατά την αρχική έρευνα όσο και κατά την έρευνα για την επιστροφή. Επομένως, εκτιμά ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένο να ευνοηθούν οι πωλήσεις αυτές, οι οποίες έχουν ντάμπινγκ υψηλότερο από το μέσο, από τη μη αφαίρεση των δασμών αντιντάμπινγκ.

155    Πάντως, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, ακριβώς επειδή οι δασμοί αντιντάμπινγκ αφαιρέθηκαν από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής για τις συναλλαγές που αφορούσαν τους δύο NCP που μνημονεύονται στη σκέψη 154 ανωτέρω το περιθώριο ντάμπινγκ των εν λόγω NCP ήταν υψηλότερο από τον μέσο όρο.

156    Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

157    Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αφαιρώντας συνολικά τους δασμούς αντιντάμπινγκ και όχι μόνον από τις τιμές εξαγωγής των NCP για τους οποίους είχε διαπιστώσει, βάσει αναλύσεως NCP προς NCP, ότι οι δασμοί δεν αντανακλώντο στις τιμές μεταπωλήσεως και στις μεταγενέστερες τιμές πωλήσεως στην Ένωση και, ως εκ τούτου, παρέβη το άρθρο 2, παράγραφοι 9 και 11, και το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

158    Δεν αμφισβητείται, επομένως, ότι, ελλείψει πλάνης της Επιτροπής, το ύψος των δασμών αντιντάμπινγκ το οποίο θα έπρεπε να επιστραφεί στην προσφεύγουσα ήταν μεγαλύτερο από το μνημονευόμενο στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

159    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, το πρώτο των αιτημάτων, με εν μέρει ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν επέστρεψε στην προσφεύγουσα αχρεωστήτως καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ πέραν των μνημονευόμενων στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, οπότε παρέλκει η εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου των αιτημάτων.

 Επί του δεύτερου των αιτημάτων, το οποίο αφορά την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει του άρθρου 264 ΣΛΕΕ

160    Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, στην περίπτωση που δεχθεί το πρώτο των αιτημάτων, να ασκήσει τις εξουσίες που του απονέμει το άρθρο 264 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, να διατάξει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως έως τη λήψη από την Επιτροπή των αναγκαίων μέτρων προς συμμόρφωση με την προς έκδοση απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποχρεούται να καταβάλει εκ νέου στις αρμόδιες αρχές το συνολικό ποσό που της είχε επιστραφεί βάσει της εν λόγω αποφάσεως. Δεύτερον, διευκρινίζει ότι ζητεί αποκλειστικώς τη διόρθωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι την ακύρωσή της ως προς όλα τα σημεία της, διότι με την απόφαση αυτή, εν μέρει, ικανοποιούνται τα αιτήματά της.

161    Η Επιτροπή δεν αντιτίθεται στο δεύτερο των αιτημάτων.

162    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στον βαθμό που η Επιτροπή δεν ενέκρινε εν μέρει τις αιτήσεις επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ που υπέβαλε η προσφεύγουσα και, ως εκ τούτου, δεν της επέστρεψε ποσά πέραν των μνημονευόμενων στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, απόκειται δε στην Επιτροπή να υπολογίσει το ακριβές ύψος των προς επιστροφή ποσών.

163    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνεπάγεται υποχρέωση της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ νέου στις αρμόδιες αρχές τα ποσά που της έχουν επιστραφεί δυνάμει της εν λόγω αποφάσεως.

164    Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η απόρριψη της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας ως αλυσιτελούς και, ως εκ τούτου, η απόρριψη του δευτέρου των αιτημάτων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

165    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως C(2011) 8804 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με αιτήσεις επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ για εισαγωγές ορισμένων συμπιεστών καταγωγής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, καθόσον δεν επιστρέφει στη Mecafer δασμούς αντιντάμπινγκ αχρεωστήτως καταβληθέντες πέραν των ποσών που μνημονεύονται σε αυτή.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Νοεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.