Language of document : ECLI:EU:T:2014:630

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των κηρών παραφίνης — Αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης (gatsch) — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων — Διάρκεια της παραβάσεως — Ίση μεταχείριση — Αναλογικότητα — Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑540/08,

Esso Société anonyme française, με έδρα το Courbevoie (Γαλλία),

Esso Deutschland GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA, με έδρα την Αμβέρσα (Βέλγιο),

Exxon Mobil Corp., με έδρα το West Trenton, New Jersey (Ηνωμένες Πολιτείες),

εκπροσωπούμενες από τους R. Subiotto, QC, R. Snelders, L.-P. Rudolf και M. Piergiovanni, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον F. Castillo de la Torre, επικουρούμενο από την M. Gray, barrister,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 5476 τελικό της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.181 — Κηροί κηροποιίας), καθώς και αίτημα μειώσεως του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαρτίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

 Διοικητική διαδικασία και έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

1        Με την απόφαση C(2008) 5476 τελικό, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39.181 — Κηροί κηροποιίας) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες, δηλαδή η Esso Deutschland GmbH, η Esso Société anonyme française (στο εξής: Esso France), η ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA (στο εξής: EMPC) καθώς και η Exxon Mobil Corp. (στο εξής: EMC) (στο εξής, από κοινού: ExxonMobil ή όμιλος ExxonMobil), είχαν παραβεί, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), μετέχοντας σε σύμπραξη στην αγορά των κηρών παραφίνης του ΕΟΧ και στη γερμανική αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης (gatsch).

2        Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι, πέραν των προσφευγουσών, οι ακόλουθες επιχειρήσεις: η ENI SpA, η H & R ChemPharm GmbH, η H & R Wax Company Vertrieb GmbH και η Hansen & Rosenthal KG [στο εξής, από κοινού: H & R], η Tudapetrol Mineralölerzeugnisse Nils Hansen KG, η MOL Nyrt., η Repsol YPF Lubricantes y Especialidades SA, η Repsol Petróleo SA και η Repsol YPF SA (στο εξής, από κοινού: Repsol), η Sasol Wax GmbH, η Sasol Wax. International AG, η Sasol Holding in Germany GmbH και η Sasol Ltd (στο εξής, από κοινού: Sasol), η Shell Deutschland Oil GmbH, η Shell Deutschland Schmierstoff GmbH, η Deutsche Shell GmbH, η Shell International Petroleum Company Ltd, η The Shell Petroleum Company Ltd, η Shell Petroleum NV και η The Shell Transport and Trading Company Ltd (στο εξής, από κοινού: Shell), η RWE Dea AG και η RWE AG (στο εξής, από κοινού: RWE), καθώς και η Total SA και η Total France SA (στο εξής, από κοινού: Total) (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3        Οι κηροί παραφίνης παρασκευάζονται σε διυλιστήριο από αργό πετρέλαιο. Οι εν λόγω κηροί χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων όπως κεριά, χημικά, επίσωτρα, προϊόντα αυτοκινητοβιομηχανίας, καθώς και στις βιομηχανίες καουτσούκ, συσκευασίας, συγκολλητικών και τσίχλας (αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης είναι η πρώτη ύλη που απαιτείται για την παρασκευή κηρών παραφίνης. Παράγεται σε διυλιστήρια ως υποπροϊόν κατά την παρασκευή ελαίων βάσεως από αργό πετρέλαιο. Πωλείται επίσης σε τελικούς πελάτες, όπως για παράδειγμα σε παραγωγούς μοριοσανίδων (αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Έναυσμα για την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής αποτέλεσαν οι πληροφορίες περί υπάρξεως συμπράξεως που γνωστοποίησε στο θεσμικό αυτό όργανο η Shell Deutschland Schmierstoff με την από 17 Μαρτίου 2005 αίτησή της περί απαλλαγής βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3) (αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Στις 28 και 29 Απριλίου 2005 η Επιτροπή διενήργησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [EΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις της H & R/Tudapetrol, της ENI, της MOL, καθώς και στις εγκαταστάσεις των εταιριών των ομίλων Sasol, ExxonMobil, Repsol και Total (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Στις 29 Μαΐου 2007 η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων στις εταιρίες που παρατίθενται στη σκέψη 1 ανωτέρω, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσφεύγουσες (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με έγγραφο της 21ης Αυγούστου 2007, οι προσφεύγουσες απάντησαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

8        Στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2007 η Επιτροπή διοργάνωσε ακρόαση στην οποία μετείχαν οι προσφεύγουσες (αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, ότι οι αποδέκτες, που αποτελούσαν την πλειονότητα των παραγωγών κηρών παραφίνης και κηρού ακατέργαστης παραφίνης εντός του ΕΟΧ, συμμετείχαν σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας EΟΧ, η οποία κάλυπτε το έδαφος του ΕΟΧ. Η παράβαση αυτή συνίστατο σε συμφωνίες ή σε εναρμονισμένες πρακτικές με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την ανταλλαγή και αποκάλυψη εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών σε σχέση με τους κηρούς παραφίνης. Όσον αφορά την RWE (εν συνεχεία Shell), την ExxonMobil, τη MOL, τη Repsol, τη Sasol και την Total, η παράβαση που αφορούσε τους κηρούς παραφίνης είχε ως αντικείμενο και την κατανομή πελατών ή αγορών. Επιπλέον, η παράβαση που διέπραξαν οι RWE, ExxonMobil, Sasol και Total αφορούσε επίσης τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που επωλείτο σε τελικούς πελάτες στη γερμανική αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 2, 95, 328 και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Οι παραβατικές πρακτικές συμφωνούνταν στο πλαίσιο συναντήσεων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες αποκαλούνταν «τεχνικές συναντήσεις» ή ενίοτε συναντήσεις «Blauer Salon» από τους συμμετέχοντες σε αυτές, καθώς και στο πλαίσιο «συναντήσεων για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης» οι οποίες ήταν ειδικά αφιερωμένες σε ζητήματα που άπτονταν του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

11      Τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν εν προκειμένω υπολογίστηκαν βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό τω προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), που ίσχυαν κατά τον χρόνο κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στις εταιρίες που παρατίθενται στη σκέψη 1 ανωτέρω.

12      Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, [EΚ] και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ μετέχοντας, κατά τις αναφερόμενες περιόδους, σε διαρκή συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική στον τομέα κηρών παραφίνης της κοινής αγοράς και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, του EΟΧ:

[…]

Esso Deutschland GmbH: από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 20 Νοεμβρίου 2003·

Esso Société anonyme française: από τις 3 Σεπτεμβρίου 1992 έως τις 20 Νοεμβρίου 2003·

ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA: από τις 30 Νοεμβρίου 1999 έως τις 20 Νοεμβρίου 2003·

Exxon Mobi1 [Corp.]: από τις 30 Νοεμβρίου 1999 έως τις 20 Νοεμβρίου 2003·

[…]

Όσον αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις, η παράβαση αφορά επίσης, για τις αναφερόμενες περιόδους, τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που επωλείτο σε τελικούς πελάτες στη γερμανική αγορά:

[…]

Esso Deutschland GmbH: από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 18 Δεκεμβρίου 2002·

Esso Société anonyme française: από τις 8 Μαρτίου 1999 έως τις 18 Δεκεμβρίου 2002·

ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA: από τις 20 Νοεμβρίου 1999 έως τις 18 Δεκεμβρίου 2002·

Exxon Mobi1 [Corp.]: από τις 20 Νοεμβρίου 1999 έως τις 18 Δεκεμβρίου 2002·

[…]

Άρθρο 2

Για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

ENI SpA: 29 120 000 ευρώ·

Esso Société Anonyme Française: 83 588 400 ευρώ·

εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με τις

ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA και ExxonMobi1 [Corp.] για 34 670 400 ευρώ εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με την Esso Deutschland GmbH για 27 081 600 ευρώ·

Tudapetrol Mineralölerzeugnisse Nils Hansen KG: 12 000 000 ευρώ·

Hansen & Rosenthal KG από κοινού και εις ολόκληρον με την H & R Wax Company Vertrieb GmbH: 24 000 000 ευρώ·

εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με την

H & R ChemPharm GmbH για 22 000 000 ευρώ·

MOL Nyrt.: 23 700 000 ευρώ·

Repsol YPF Lubricantes y Especialidades SA από κοινού και εις ολόκληρον με τις Repsol Petróleo SA και Repsol YPF SA: 19 800 000 ευρώ·

Sasol Wax GmbH: 318 200 000 ευρώ,

εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με τις

Sasol Wax International AG, Sasol Holding in Germany GmbH και Sasol Limited για 250 700 000 ευρώ·

Shell Deutschland Oil GmbH, Shell Deutschland Schmierstoff GmbH, Deutsche Shell GmbH, Shell International Petroleum Company Limited, the Shell Petroleum Company Limited, Shell Petroleum NV και the Shell Transport and Trading Company Limited: 0 ευρώ·

RWE-Dea AG από κοινού και εις ολόκληρον με την RWE AG: 37 440 000 ευρώ·

Total France SA από κοινού και εις ολόκληρον με την Total SA: 128 163 000 ευρώ.»

 Συγχώνευση Exxon-Mobil και καταλογισμός της ευθύνης για την παράβαση με την προσβαλλόμενη απόφαση

13      Στις 30 Νοεμβρίου 1999, η Exxon Corp. εξαγόρασε τη Mobil Corp. και μεταγενέστερα μετονομάστηκε EMC (στο εξής: συγχώνευση Exxon-Mobil). Στις 6 Μαΐου 2003, η Mobil Oil Française (στο εξής: Mobil France) απορροφήθηκε από την Esso France.

14      Η Επιτροπή εξέθεσε τις εκτιμήσεις της όσον αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης στις διάφορες εταιρίες του ομίλου ExxonMobil για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες, μεταξύ άλλων, με τις αιτιολογικές σκέψεις 348 έως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«6.2.2      Ο όμιλος ExxonMobil

(348)      Με το κεφάλαιο 4 διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της, η ExxonMobil μετείχε στη σύμπραξη μέσω μισθωτών υπαλλήλων της Mobil [France] (και του [νομίμου διαδόχου της]) καθώς και της Esso Deutschland.

(349)      Η Mobil [France] μετείχε στη σύμπραξη μέσω πολλών από τους δικούς της μισθωτούς υπαλλήλους, τούτο δε από την αρχή της παραβάσεως [ήτοι την 3η Σεπτεμβρίου 1992] μέχρι την ημερομηνία παύσεως της εν λόγω παραβάσεως, ήτοι την 6η Μαΐου 2003. Η Esso Deutschland μετείχε στη σύμπραξη μέσω των δικών της μισθωτών υπαλλήλων, τουλάχιστον από τις 22 Φεβρουαρίου 2001. Καταρχάς, η Επιτροπή προτίθεται να καταλογίσει στις ανωτέρω εταιρίες ευθύνη για την άμεση συμμετοχή τους στη σύμπραξη.

[…]

(351)      Η Mobil [France] απορροφήθηκε από την [Esso France στις 6 Μαΐου 2003 …]

(352)      Κατά συνέπεια, πρέπει να καταλογιστεί στην [Esso France] ευθύνη για τις [αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες τις οποίες άσκησε η Mobil France πριν τις 6 Μαΐου 2003].»

15      Η EMPC κρίθηκε υπεύθυνη από την ημερομηνία της συγχωνεύσεως μεταξύ Exxon-Mobil, ήτοι από τις 30 Νοεμβρίου 1999, βάσει του γεγονότος ότι η εταιρία αυτή ήταν η μητρική εταιρία των Esso Deutschland και Esso France. Από την ίδια αυτή ημερομηνία κρίθηκε υπεύθυνη και η EMC για τον λόγο ότι αποτελούσε τη μητρική εταιρία της EMPC (αιτιολογικές σκέψεις 535 και 354 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Υπολογισμός του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες

16      Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποίησε ο όμιλος ExxonMobil στον ΕΟΧ και στη συνέχεια πολλαπλασίασε το προκύπτον ποσό με ένα συντελεστή αντίστοιχο προς τη διάρκεια συμμετοχής κάθε προσφεύγουσας στην παράβαση.

17      Πρώτον, η Επιτροπή καθόρισε την ετήσια αξία πωλήσεων κηρών παραφίνης και κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Για τους κηρούς παραφίνης, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως βάση υπολογισμού του ετήσιου μέσου όρου τα έσοδα του ομίλου ExxonMobil για τα έτη 2000 έως 2002. Για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως βάση υπολογισμού του ετήσιου μέσου όρου τα έσοδα του ομίλου ExxonMobil για τα έτη 2000 έως 2001. Από τους υπολογισμούς αυτούς προέκυψαν τα ποσά των 19 790 382 ευρώ για τους κηρούς παραφίνης και του 1 259 217 ευρώ για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Οι πολλαπλασιαστικοί συντελεστές οι οποίοι εφαρμόστηκαν στα ποσά αυτά λόγω σοβαρότητας της παραβάσεως ήταν 18 % για τους κηρούς παραφίνης και 15 % για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

18      Εν συνεχεία, η Επιτροπή καθόρισε τη διάρκεια της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση όσον αφορά τους κηρούς παραφίνης και τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Συναφώς, όσον αφορά τους κηρούς παραφίνης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Esso France είχε μετάσχει κατά τη διάρκεια περιόδου αντιστοιχούσας σε πολλαπλασιαστικό συντελεστή 11,5. Ως προς την Esso Deutschland, ο εν λόγω συντελεστής ορίστηκε στο 3. Για τις δε EMPC και EMC, επελέγη ο συντελεστής 4.

19      Δεύτερον, δυνάμει της παραγράφου 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή προσαύξησε τα ποσά αυτά με ένα πρόσθετο ποσό, επονομαζόμενο «δικαίωμα εισόδου», που αντιπροσώπευε το 18 % της αξίας των ετήσιων πωλήσεων κηρών παραφίνης και το 15 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

20      Τρίτον, δεν προβλήθηκε καμία ελαφρυντική ή επιβαρυντική περίσταση ικανή να επηρεάσει το ποσό του προστίμου. Ως εκ τούτου, δεν επήλθε σχετική προσαρμογή των ποσών των προστίμων.

21      Τέταρτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί πολλαπλασιαστικός συντελεστής για λόγους αποτροπής, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού μεγέθους του ομίλου ExxonMobil. Κατά συνέπεια, εφαρμόστηκε πολλαπλασιαστικός συντελεστής 2.

22      Πέμπτον, η Επιτροπή μείωσε κατά 7 % το ποσό του προστίμου λόγω των πληροφοριών που παρέσχον οι προσφεύγουσες και του βαθμού συνεργασίας που επέδειξαν εν συνεχεία στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων. Επομένως, τα τελικά ποσά των προστίμων καθορίστηκαν ως εξής: για την Esso France, πρόστιμο ύψους 83 588 400 ευρώ, εκ των οποίων 27 081 600 εις ολόκληρον με την Esso Deutschland και 34 670 400 εις ολόκληρον με τις EMPC και EMC.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Δεκεμβρίου 2008, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

24      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

25      Με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απαλείψει από τη δικογραφία ορισμένα χωρία της απαντήσεως των προσφευγουσών στις γραπτές ερωτήσεις. Οι προσφεύγουσες αντιτάχθηκαν στο αίτημα αυτό. Με διάταξη της 3ης Μαΐου 2011, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) επιφυλάχθηκε να εξετάσει το αίτημα αυτό μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

26      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Μαρτίου 2011.

27      Λαμβανομένων υπόψη των κοινών πραγματικών περιστατικών μεταξύ των υποθέσεων T‑541/08, Sasol κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑543/08, RWE και RWE Dea κατά Επιτροπής, T‑544/08, Hansen & Rosenthal και H&R Wax Company Vertrieb κατά Επιτροπής, T‑548/08, Total κατά Επιτροπής, T‑550/08, Tudapetrol κατά Επιτροπής, T‑551/08, H&R ChemPharm κατά Επιτροπής, T‑558/08, ENI κατά Επιτροπής, T‑562/08, Repsol YPF Lubricantes y especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, και T‑566/08, Total Raffinage και Marketing κατά Επιτροπής, καθώς και της συνάφειας των εγειρόμενων νομικών ζητημάτων, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εκδώσει απόφαση επί της παρούσας υποθέσεως μόνο μετά την ολοκλήρωση των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων στις εν λόγω συναφείς υποθέσεις, η τελευταία εκ των οποίων διεξήχθη στις 3 Ιουλίου 2013.

28      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να μειώσει το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Esso France, καθόσον το ποσό αυτό δεν αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι, πριν τη συγχώνευση, η Exxon δεν είχε μετάσχει στην παράβαση. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από φερόμενο ως εσφαλμένο καθορισμό της ημερομηνίας παύσεως της συμμετοχής των προσφευγουσών στις πτυχές της παραβάσεως που αφορούν τους κηρούς παραφίνης.

31      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αρχίσει την εξέταση της υπό κρίση προσφυγής από τον δεύτερο λόγο.

 Επί του δεύτερου λόγου, ο οποίος αντλείται από φερόμενη πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας παύσεως της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

32      Οι προσφεύγουσες θεωρούν εσφαλμένη τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η συμμετοχή τους στις δύο πρώτες πτυχές της παραβάσεως, σε σχέση με τους κηρούς παραφίνης, έπαυσε στις 20 Νοεμβρίου 2003. Υπογραμμίζουν συναφώς ότι δεν μετείχαν στις τεχνικές συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συνάντηση της 27ης και 28ης Φεβρουαρίου 2003.

33      Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή διαπίστωσε τα ακόλουθα με την προσβαλλόμενη απόφαση:

«(600)      Η ExxonMobil δηλώνει ότι η τελευταία συνάντηση στην οποία παρευρέθηκε ο ένας από τους εκπροσώπους της είναι η τεχνική συνάντηση της 27ης και 28ης Φεβρουαρίου στο Μόναχο. Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση που του απηύθυνε ο [Μ.], της Sasol, να παρευρεθεί στη συνάντηση […] της 15ης Ιανουαρίου 2004, ο [Hu.], της ExxonMobil αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την εταιρία μας. Ωστόσο, θεωρούμε ότι ο όμιλος αυτός ανταγωνιστών συναντάται χωρίς την υποστήριξη επαγγελματικής οργανώσεως με αποτέλεσμα να μην έχει συγκεκριμένη διάρθρωση ή συγκεκριμένο καθεστώς. Η κατάσταση αυτή μας προβληματίζει και θα θέλαμε να προτείνουμε τη διεξαγωγή των συναντήσεων αυτών υπό την αιγίδα της [European Wax Federation] είτε στο πλαίσιο της τεχνικής επιτροπής, είτε στο πλαίσιο χωριστής υποεπιτροπής. Η ExxonMobil δεν θα μετάσχει στη συνάντηση αυτή σε περίπτωση απουσίας ρυθμιστικής επαγγελματικής οργανώσεως”. Το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα της 20ής Νοεμβρίου 2003 εστάλη στον [Μ.], της Sasol, με κοινοποίηση στους προϊσταμένους τού [Hu.] εντός της ExxonMobil. Η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι η ExxonMobil εξακολούθησε να μετέχει στην παράβαση μετά την αποστολή του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι, δυνάμει του ηλεκτρονικού αυτού μηνύματος που απεστάλη στη Sasol (τον διοργανωτή του μεγαλύτερου τμήματος των τεχνικών συναντήσεων), η ExxonMobil αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από τη σύμπραξη.

(601)      Παρά ταύτα, ο ισχυρισμός ότι η συμμετοχή της ExxonMobil στην παράβαση έπαυσε μετά την τεχνική συνάντηση της 27ης και της 28ης Φεβρουαρίου 2003 δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Η μη συμμετοχή σε συναντήσεις δεν αρκεί για τη διακοπή της συμμετοχής στην παράβαση. Η απαιτούμενη από τη νομολογία δημόσια αποστασιοποίηση σημειώθηκε μόνο με το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο [Hu.] στις 20 Νοεμβρίου 2003. Το γεγονός ότι η μη συμμετοχή του στις συναντήσεις δεν εξελήφθη από τους λοιπούς μετέχοντες, και ειδικότερα από τη Sasol, ως τέτοια δημόσια αποστασιοποίηση αποδεικνύεται από το ότι η ExxonMobil εξακολούθησε να λαμβάνει προσκλήσεις για τις τεχνικές συναντήσεις, πράγμα που τελικά οδήγησε στην εκ μέρους του [Hu.] αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος της 20ής Νοεμβρίου 2003.»

34      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ορθότητα αυτής της εκτιμήσεως. Υποστηρίζουν ότι δεν μετείχαν στις τεχνικές συναντήσεις που διεξήχθησαν μετά τη συνάντηση της 27ης και της 28ης Φεβρουαρίου 2003, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Τ., εκπρόσωπός τους στις τεχνικές συναντήσεις, είχε ενημερώσει επισήμως τους λοιπούς μετέχοντες για την επικείμενη αποχώρησή του από την ExxonMobil, χωρίς να κατονομάσει τον αντικαταστάτη του, καθώς και ότι δεν ενημερώθηκαν για τα αποτελέσματα των συναντήσεων αυτών. Ομοίως, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι προσφεύγουσες είχαν ενημερωθεί, μετά την απόσπαση του Τ., και εν συνεχεία τη συνταξιοδότησή του, για την προγενέστερη συμμετοχή του στην παράβαση. Αντιθέτως, τα υφιστάμενα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο Τ. απέκρυψε εκ προθέσεως από τη διεύθυνσή του και από τους συναδέλφους του το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό περιεχόμενο των τεχνικών συναντήσεων.

35      Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει ορίσει ως ημερομηνία παύσεως της συμμετοχής της ExxonMobil στη σύμπραξη την 28η Φεβρουαρίου 2003, ημερομηνία της τελευταίας συναντήσεως στην οποία παρευρέθη ο Τ., ή, εν πάση περιπτώσει, την ημερομηνία αποσπάσεώς του στη Sasol, ήτοι την 31η Μαρτίου 2003, ή τέλος την ημερομηνία συνταξιοδοτήσεώς του, ήτοι την 30ή Ιουνίου 2003.

 Επί της ανάγκης αποστασιοποιήσεως της ExxonMobil από τις δραστηριότητες της συμπράξεως για την απόδειξη της παύσεως συμμετοχής της στην παράβαση

36      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι, εν προκειμένω, για να αποδειχθεί η παύση συμμετοχής της ExxonMobil στη σύμπραξη, έπρεπε κατά τη νομολογία να διαπιστωθεί αποστασιοποίηση από τις δραστηριότητες της συμπράξεως αυτής.

37      Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή αντιφάσκει προς τη νομολογία.

38      Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οριστική παύση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στη σύμπραξη μπορεί να συναχθεί μόνον εφόσον η ίδια έχει αποστασιοποιηθεί δημοσίως από το περιεχόμενο της συμπράξεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑329/01, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3255, σκέψη 246, και της 28ης Απριλίου 2010, T-446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψη 241).

39      Επομένως, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ερμηνείας των προθέσεων της ExxonMobil εκ μέρους των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη όσον αφορά τη φερόμενη αποστασιοποίησή της

40      Υπογραμμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, καθοριστικό στοιχείο για να εκτιμηθεί αν η οικεία επιχείρηση είχε πρόθεση να αποστασιοποιηθεί από την παράνομη συμφωνία είναι η ερμηνεία των προθέσεών της από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C-510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-1843, σκέψη 120).

41      Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά τη συνάντηση της 27ης και της 28ης Φεβρουαρίου 2003, ο Τ. ανακοίνωσε την αποχώρησή του χωρίς να γνωστοποιήσει ποιος επρόκειτο να μετάσχει αντ’ αυτού στις επόμενες συναντήσεις. Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν επίσης στη δήλωση της Shell, κατά την οποία μετά την αποχώρηση του T., ο S. της Sasol έπαυσε να αποστέλλει στην ExxonMobil έγγραφα σχετικά με αυξήσεις τιμών.

42      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή που ισχύει στο δίκαιο της Ένωσης είναι η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2395, σκέψη 72).

43      Όσον αφορά την αποδεικτική αξία των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, το μόνο εφαρμοστέο κριτήριο προς εκτίμησή τους είναι η αξιοπιστία τους (προαναφερθείσα στη σκέψη 42 απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 72).

44      Κατά τους γενικούς κανόνες περί αποδείξεων, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε, τον αποδέκτη του και το περιεχόμενό του (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2000, T-25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 1053 και 1838).

45      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι συνδεόμενες με τις συμφωνίες και τις πρακτικές αυτές δραστηριότητες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να προσκομίζει στοιχεία τα οποία να πιστοποιούν ρητώς επαφές μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει τέτοια στοιχεία, αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57· βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψεις 64 και 65).

46      Η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή, κατ’ αναλογία, στην ερμηνεία των προθέσεων μιας επιχειρήσεως εκ μέρους των λοιπών μελών της συμπράξεως όσον αφορά τη φερόμενη δημόσια αποστασιοποίηση και τη διαρκή συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στην οικεία σύμπραξη κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου στο διάστημα της οποίας η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν παρευρέθη στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αναμένεται από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη να εκθέτουν την ερμηνεία τους όσον αφορά τη διαρκή συμμετοχή μέλους της συμπράξεως ο εκπρόσωπος του οποίου δεν παρευρίσκεται σε ορισμένες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις ή να προσκομίζουν λοιπά συναφή αποδεικτικά στοιχεία, αναγόμενα στην κρίσιμη χρονική περίοδο, ακριβώς διότι οι εν λόγω μετέχοντες επιχειρούν να αποφύγουν οποιαδήποτε ρητή αναφορά στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες προκειμένου να περιορίσουν στο ελάχιστο τα εναντίον τους επιβαρυντικά αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουν τις προθέσεις επιχειρήσεως οι λοιποί μετέχοντες σε σύμπραξη πρέπει να συναχθεί, εφόσον καθίσταται αναγκαίο, από μια δέσμη έμμεσων ενδεικτικών και αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ενδέχεται να διαθέτουν η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο.

47      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ότι, κατά την ερμηνεία των λοιπών μετεχόντων, η ExxonMobil δεν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από τη σύμπραξη πριν την 20ή Νοεμβρίου 2003, ημερομηνία αποστολής του μηνύματος του Η, εκπροσώπου της εταιρίας αυτής.

48      Πρώτον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Sasol εξακολούθησε να απευθύνει προσκλήσεις για τεχνικές συναντήσεις μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 2003, ημερομηνία αποστολής του μηνύματος του Hu., όπου επισημαινόταν ότι η ExxonMobil «δεν θα [μετείχε] στη συνάντηση αυτή σε περίπτωση απουσίας ρυθμιστικής επαγγελματικής οργανώσεως», και ημερομηνία η οποία θεωρείται από την Επιτροπή ως η ημερομηνία διακοπής της συμμετοχής της ExxonMobil στη σύμπραξη. Αν η Sasol είχε θεωρήσει ότι η ExxonMobil είχε παύσει να αποτελεί μέλος της συμπράξεως μετά την αποχώρηση του Τ., λόγω του ότι ο τελευταίος δεν είχε διορίσει τον αντικαταστάτη του, δεν θα είχε εξακολουθήσει να αποστέλλει προσκλήσεις στην ExxonMobil μετά τις 31 Μαρτίου 2003.

49      Επιπλέον, σύμφωνα με την απάντηση της Sasol της 18ης Δεκεμβρίου 2006 σε αίτηση παροχής πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπή, ο αντικαταστάτης του T., ο Hu., ουδέποτε παρευρέθη στις τεχνικές συναντήσεις, είχε όμως διμερείς επαφές τουλάχιστον με τη Sasol.

50      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να στηριχθούν στην από 16 Ιουνίου 2006 δήλωση της Shell, σύμφωνα με την οποία, μετά την αποχώρηση του T., ο S. της Shell έπαυσε να αποστέλλει τιμοκαταλόγους στην ExxonMobil. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η περίσταση αυτή μπορεί να εξηγηθεί επίσης από τη μη ύπαρξη προσώπου εμπιστοσύνης του S. στην ExxonMobil μετά την αποχώρηση του T. Συνεπώς, η δήλωση την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν συνιστά απόδειξη της μεταβολής του τρόπου με τον οποίο η Shell αντιλαμβανόταν τη συμμετοχή της ExxonMobil στη σύμπραξη. Εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη δήλωση ουδόλως επηρεάζει το συμπέρασμα ότι η Sasol, διοργανώτρια των τεχνικών συναντήσεων, εξακολουθούσε να θεωρεί την ExxonMobil ως μέλος της συμπράξεως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω.

51      Εκτός αυτού, υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη εν προκειμένω σύνθετη, ενιαία και διαρκής παράβαση συνίστατο σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές σχετικές τόσο με τον καθορισμό τιμών και την ανταλλαγή και αποκάλυψη εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών όσο και με την κατανομή πελατών και αγορών. Το γεγονός ότι η ExxonMobil έπαυσε να λαμβάνει τιμοκαταλόγους από τη Shell αφορά μία μόνο διάσταση της παραβάσεως, δηλαδή την πτυχή του μηχανισμού ελέγχου των αυξήσεων των τιμών επί των οποίων οι μετέχοντες κατέληξαν επανειλημμένως σε συμφωνία κατά τη διάρκεια των τεχνικών συναντήσεων. Το γεγονός ότι η Shell έπαυσε να γνωστοποιεί τακτικά τις νέες της τιμές στην ExxonMobil δεν αποδεικνύει ότι, κατά την ερμηνεία των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, η ExxonMobil δεν θεωρούσε ότι δεσμευόταν από τις υποχρεώσεις τις οποίες είχε αναλάβει προγενέστερα στο πλαίσιο της σύνθετης, ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

52      Τρίτον, από την υπεύθυνη δήλωση του Hu. προκύπτει ότι το εν λόγω πρόσωπο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που έλαβε στις 26 Ιουνίου 2003 από τον Μ. της Sasol να παρευρεθεί σε τεχνική συνάντηση επισημαίνοντας ότι αδυνατούσε να μετάσχει στην προσεχή συνάντηση λόγω «άλλης απασχολήσεως». Ομοίως, κατόπιν προσκλήσεως να παρευρεθεί στη συνάντηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2003, την οποία έλαβε από τον Μ. στις 17 Ιουλίου 2003, ο Η. απάντησε ότι επρόκειτο να ταξιδέψει περί τα τέλη Σεπτεμβρίου και ότι «η τεχνική συνάντηση δεν έπρεπε να αναβληθεί εξαιτίας του».

53      Οι αντιδράσεις αυτές του HU. θέτουν επίσης εν αμφιβόλω την άποψη των προσφευγουσών ότι η ExxonMobil θεωρούνταν ότι είχε αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη μετά την αποχώρηση του Τ., στις 31 Μαρτίου 2003. Πρώτον, αν, κατά την αντίληψη των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, η ExxonMobil δεν αποτελούσε μέλος της συμπράξεως, ο εκπρόσωπος της εταιρίας αυτής δεν θα είχε παραλάβει τα ηλεκτρονικά μηνύματα όσον αφορά τον καθορισμό της επόμενης τεχνικής συναντήσεως. Δεύτερον, δεν είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι σε περίπτωση που μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι η ExxonMobil είχε αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη αυτή, ο Η. θα είχε προβάλει «άλλη απασχόληση» στα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν σχετικά με την εξεύρεση πρόσφορης ημερομηνίας για όλους τους μετέχοντες, καθόσον μια τέτοια συμπεριφορά θα δημιουργούσε την εντύπωση στα λοιπά μέλη ότι πρόθεση του Η. ήταν η διαρκής συμμετοχή.

54      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι, κατά την αντίληψη των λοιπών μετεχόντων, η ExxonMobil, ελλείψει δημόσιας αποστασιοποιήσεως από τη σύμπραξη, αποτέλεσε μέλος της συμπράξεως αυτής μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 2003.

 Επί της άγνοιας των υπαλλήλων της ExxonMobil όσον αφορά τη συμμετοχή στην παράβαση μετά την αποχώρηση του T.

55      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να απαιτηθεί δημόσια αποστασιοποίηση από την ExxonMobil, δεδομένου ότι δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η εταιρία αυτή έλαβε γνώση, μετά την αποχώρηση του Τ., της προγενέστερης συμμετοχής του στην παράβαση και ότι τα υφιστάμενα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο Τ. απέκρυψε εκ προθέσεως από τη διεύθυνσή του και από τους συναδέλφους του το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό περιεχόμενο των τεχνικών συναντήσεων.

 — Επί των δικονομικών ζητημάτων

56      Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή επισύναψε στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση των επιχειρημάτων των προσφευγουσών ότι ο Τ. ήταν ο μοναδικός υπάλληλος της ExxonMobil ο οποίος ήταν ενημερωμένος για τη συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στην παράβαση.

57      Με το από 21 Δεκεμβρίου 2010 έγγραφο απαντήσεως στις γραπτές ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν λεπτομερείς παρατηρήσεις σχετικά με τα συνημμένα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως αποδεικτικά στοιχεία, μολονότι οι εν λόγω ερωτήσεις δεν αφορούσαν το ζήτημα αυτό.

58      Πρώτον, με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απαλείψει από τη δικογραφία ορισμένα χωρία της απαντήσεως των προσφευγουσών στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ενώ οι προσφεύγουσες εξέφρασαν την αντίθεσή τους, με το από 11 Μαρτίου 2011 έγγραφό τους, στην απάλειψη από τη δικογραφία των εν λόγω χωρίων του επίμαχου εγγράφου.

59      Επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, με την απάντησή τους στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες δεν περιορίστηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο και να διευκρινίσουν το περιεχόμενο των απαντήσεων αυτών, αλλά τοποθετήθηκαν επίσης επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως και επί των συνημμένων σε αυτό αποδεικτικών στοιχείων.

60      Είναι βεβαίως αληθές ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπει την υποβολή γραπτής απαντήσεως επί του υπομνήματος ανταπαντήσεως. Εντούτοις, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει, πριν τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το παραδεκτό όλων των σημείων της απαντήσεως αυτής, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι το πλήρες κείμενο της απαντήσεώς τους θα περιλαμβανόταν στη δικογραφία και, επομένως, να μην επαναλάβουν ορισμένα χωρία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έστω και αν είχαν τη σχετική δυνατότητα.

61      Εκτός αυτού, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι παρατηρήσεις των προσφευγουσών οι οποίες αφορούν τα συνημμένα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως αποδεικτικά στοιχεία είναι λυσιτελείς για την επίλυση της διαφοράς. Επομένως, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να έχει καλέσει τις προσφεύγουσες να τοποθετηθούν επί των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, έχει τη δυνατότητα, για λόγους οικονομίας της δίκης, να αποφασίσει τη διατήρηση των επίμαχων παρατηρήσεων στη δικογραφία.

62      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της δίκαιης δίκης και της οικονομίας της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να απορρίψει το αίτημα αφαιρέσεως εγγράφου από τη δικογραφία που υπέβαλε η Επιτροπή και να περιλάβει στην εν λόγω δικογραφία το πλήρες κείμενο των απαντήσεων των προσφευγουσών στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

63      Δεύτερον, με την εν λόγω απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει παραθέσει αιτιολογία για την καθυστερημένη προσκόμιση των συνημμένων στο υπόμνημα ανταπαντήσεως αποδεικτικών στοιχείων. Ελλείψει σχετικής αιτιολογίας, τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να κριθούν απαράδεκτα.

64      Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, μολονότι οι διάδικοι μπορούν, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να προτείνουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα, εντούτοις οφείλουν να αιτιολογούν την καθυστερημένη προβολή τους.

65      Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες ανέπτυξαν και τεκμηρίωσαν εκτενώς την άποψή τους ότι η ExxonMobil δεν έλαβε γνώση της συμπράξεως μετά την αποχώρηση του Τ. και ότι κανένας από τους υπαλλήλους της δεν έλαβε σχετική γνώση μετά την ίδια αυτή ημερομηνία. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέπεμψε στα εν λόγω επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως κατά την προσκόμιση των συνημμένων στο υπόμνημα ανταπαντήσεως αποδεικτικών στοιχείων, είναι ευνόητοι οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή υπέβαλε τα στοιχεία αυτά για πρώτη φορά με το υπόμνημα ανταπαντήσεως. Εκτός αυτού, υπογραμμίζεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε περαιτέρω ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επισύναψε στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως προσκομίστηκαν προς απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με το υπόμνημα απαντήσεως και με το παράρτημα C 1 αυτού.

66      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή παρέθεσε προσήκουσα αιτιολογία για την καθυστερημένη προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων, οπότε τα επίμαχα στοιχεία πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

 — Επί της ουσίας

67      Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στην υπεύθυνη δήλωση του Η., του υπαλλήλου της ExxonMobil που ήταν ο ιεραρχικώς προϊστάμενος του Τ. κατά την περίοδο εκείνη. Κατά τη δήλωση αυτή, ο Τ. είχε πληροφορήσει τον Η. για την εκ μέρους της Sasol διοργάνωση τεχνικών συναντήσεων περί τα τέλη Μαρτίου του 2003, όταν προετοιμαζόταν για την αποχώρησή του. Ο Τ. δεν ανέφερε ότι είχαν συζητηθεί επίσης ζητήματα σχετικά με την αγορά. Ο Η. δήλωσε ότι δεν είχε ορίσει κανέναν αντικαταστάτη για τον Τ., αλλά ότι είχε αρχικώς την πρόθεση να παρευρεθεί αυτοπροσώπως σε μία από τις συναντήσεις, διότι δεν αντιλαμβανόταν πλήρως το αντικείμενο των τεχνικών συζητήσεων οι οποίες διεξάγονταν κατά τις εν λόγω συναντήσεις και επιθυμούσε να εξακριβώσει αν «άξιζε τον κόπο» να εξακολουθήσει η ExxonMobil να συμμετέχει σε αυτές. Ο Hu. ενέμεινε στο γεγονός ότι την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε λόγος υποψίας ότι οι συναντήσεις αυτές είχαν περιεχόμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό ή ότι ο Τ. είχε μετάσχει επανειλημμένως σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις από τις οποίες ο ίδιος όφειλε να έχει αποστασιοποιηθεί εν ονόματι της ExxonMobil.

68      Επισημαίνεται ότι το προβαλλόμενο από τις προσφεύγουσες πραγματικό στοιχείο αντιφάσκει ευθέως προς τα στοιχεία της δικογραφίας, έστω και αν το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μη συνεκτιμήσει ορισμένα έγγραφα που επισύναψε η Επιτροπή στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που παρέσχον οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στις γραπτές ερωτήσεις. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Hu. (υπεύθυνος της Mobil μεταξύ των ετών 1996 και 2000 για τη διαχείριση ειδικών προϊόντων ως προς ορισμένα κράτη μέλη της Ένωσης και υπεύθυνος του ομίλου ExxonMobil από το 2000 για τη διαχείριση πωλήσεων κηρού και γαλακτωμάτων κηρού σε διάφορες ηπείρους), ιεραρχικώς προϊστάμενος του T. κατά την επίμαχη περίοδο, ήταν ενήμερος για τη συμμετοχή της ExxonMobil στην παράβαση.

69      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το από 28 Ιουνίου 1999 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο J. της Mobil σε ορισμένο αριθμό παραληπτών, στους οποίους συγκαταλέγονται οι Hu. και P. της ExxonMobil, και το οποίο αφορούσε τεχνική συνάντηση προγραμματισμένη για τις Ιουλίου 1999 στη Βιέννη (Αυστρία), «ο [Sü. της Sasol] προσπαθούσε να επιτύχει συμφωνία μεταξύ των παρασκευαστών προκειμένου να προτείνει τη μείωση των ορίων παραγωγής ώστε να δημιουργηθούν φραγμοί εισόδου στην αγορά» και ότι «το συμφέρον της Mobil ήταν, κατά την άποψή [του], να υποστηριχθεί καταρχήν η προσέγγιση του Sü.» (αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

70      Ομοίως, με εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Σεπτεμβρίου 1997, ο Hu. ενημέρωσε τους παραλήπτες του για την πρόθεσή του να εφαρμόσει την αύξηση των τιμών που είχε αναγγείλει ο Sü. της Sasol. Ένας εκ των παραληπτών, ο Su. της ExxonMobil, απάντησε ως εξής:

«Ευχαριστώ, χρήσιμη πληροφορία. Θα επιθυμούσα/Θα επιθυμούσαμε να ενθαρρύνω/να ενθαρρύνουμε επίσης και τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν.»

71      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 10ης Οκτωβρίου 2000 που απέστειλε ο Hu. στους P. και S. της ExxonMobil, επισημάνθηκε ότι «η αγορά προετοιμαζόταν για αύξηση τιμών της τάξεως των 15 DEM (κατώτατο επίπεδο 140 γερμανικών μάρκων) από τον Ιανουάριο του 2001». Με την απάντησή τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν διαφορετική εξήγηση, ότι δηλαδή ο Hu. ενημερώθηκε για τη σχεδιαζόμενη αύξηση όχι από ανταγωνιστές αλλά από άλλες πηγές, συγκεκριμένα από πελάτες. Ωστόσο, η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, δεν φαίνεται λογικό οι πελάτες της ExxonMobil, οι οποίοι έχουν συμφέρον στη διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα, να ανακοίνωσαν στον Ηu. ένα ακριβές ποσό αυξήσεως των τιμών (και ένα κατώτατο επίπεδο τιμών), προσδιορίζοντας συγκεκριμένη ημερομηνία εφαρμογής τους.

72      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Νοεμβρίου 2000, ο Hu. ενημέρωσε τον K. της ExxonMobil ότι «το γενικό μήνυμα για την ευρωπαϊκή αγορά ήταν μια αύξηση της τάξεως του 15 %».

73      Από το ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Νοεμβρίου 2000 που απέστειλε ο Hu. στον P. της ExxonMobil και στο οποίο αναφερόταν ως αντικείμενο η «Αύξηση της τιμής των κηρών», προκύπτει ότι ο πρώτος ήταν ενημερωμένος για την ανταλλαγή τιμοκαταλόγων μεταξύ ανταγωνιστών. Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα, «[ο C. της ExxonMobil] είχε επιπλέον λάβει σωρεία πληροφοριών (έγγραφα σχετικά με τους κηρούς) (EWF, [Sü], Total)». Το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα αποτελούσε τμήμα σειράς μηνυμάτων, στα οποία συγκαταλέγεται προγενέστερο ηλεκτρονικό μήνυμα του C. της ExxonMobil, μέσω του οποίου ο Hu. είχε πληροφορηθεί ότι «η Total και [ο Sü. της Sasol είχαν] αποστείλει επίσημο έγγραφο στους πελάτες (ήδη παραληφθέν από τους πελάτες [της ΕxxonMobil]) προκειμένου να τους ενημερώσει για την επόμενη αύξηση τιμών την 1η Ιανουαρίου 2001», και στο οποίο ο Hu. είχε απαντήσει με ηλεκτρονικό μήνυμα τα ακόλουθα: « Ευχαριστώ [κ. C.], το γνωρίζω».

74      Τα ανωτέρω έγγραφα αποδεικνύουν σαφώς ότι ο Hu. ήταν ενήμερος για τη συμμετοχή της ExxonMobil στη σύμπραξη, καθόσον από αυτά προκύπτει η εκ μέρους του Ηu. απόκτηση εμπορικών στοιχείων των λοιπών μετεχόντων καθώς και η προσαρμογή της εμπορικής συμπεριφοράς της ExxonMobil υπό το πρίσμα των πληροφοριών αυτών.

75      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η από 6 Αυγούστου 2007 υπεύθυνη δήλωση του Hu. δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση στην οποία καταλήγει η σκέψη 74 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η Επιτροπή, το έγγραφο αυτό συντάχθηκε μετά την εκ μέρους των προσφευγουσών παραλαβή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, προς υπεράσπιση των συμφερόντων τους ενώπιον της Επιτροπής. Τα έγγραφα όμως που ανευρέθησαν κατά τους επιτόπιους ελέγχους έχουν ανώτερη αποδεικτική ισχύ από τις δηλώσεις, συνταχθείσες σε ύποπτο χρόνο από τους εκπροσώπους ή πρώην εκπροσώπους των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και αποβλέπουσες στον μετριασμό της ευθύνης τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3627, σκέψη 277, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 379).

76      Επιπλέον, όπως καταδεικνύουν τα ηλεκτρονικά μηνύματα της 10ης Οκτωβρίου και της 19ης Νοεμβρίου 2000 (βλ. σκέψεις 71 και 73 ανωτέρω), οι πληροφορίες σχετικά με τις τιμές των ανταγωνιστών και με την εμπορική τους συμπεριφορά τις οποίες διαβίβασε ο Hu. στον Ρ. (υπεύθυνο διαχείρισης ειδικών προϊόντων για την Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή) ήταν επαρκείς ώστε να καταστεί δυνατόν στον τελευταίο να αντιληφθεί τη συμμετοχή της ExxonMobil στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές. Ο P. εξακολούθησε να απασχολείται στην ExxonMobil μέχρι το 2005.

77      Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που απαριθμούνται με τις σκέψεις 69 έως 73 ανωτέρω, καθόσον αυτά επισυνάφθηκαν από την Επιτροπή στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, οπότε συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα εκπροθέσμως.

78      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί.

79      Συγκεκριμένα, πρώτον, με την αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή παρέπεμψε στο έγγραφο που μνημονεύεται στη σκέψη 69 ανωτέρω. Δεύτερον, όλα τα έγγραφα τα οποία απαριθμούνται στις σκέψεις 69 έως 73 ανωτέρω ανευρέθησαν στις εγκαταστάσεις της ExxonMobil και, εκτός αυτού, περιλαμβάνονταν στον φάκελο στον οποίο οι προσφεύγουσες είχαν αποκτήσει πρόσβαση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οπότε το περιεχόμενό τους ήταν ήδη γνωστό σε αυτές. Επομένως, δεν πρόκειται για νέα στοιχεία προβληθέντα από την Επιτροπή για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τρίτον, υπογραμμίζεται ότι, ενώ, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες εστίασαν στην υπεύθυνη δήλωση του Η., αντιθέτως, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και ειδικότερα με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ανέπτυξαν και τεκμηρίωσαν εκτενώς την άποψή τους ότι η ExxonMobil αγνοούσε τη σύμπραξη μετά την αποχώρηση του Τ. και ότι κανένας από τους υπαλλήλους της δεν έλαβε σχετική γνώση μετά την ίδια αυτή ημερομηνία. Ο σεβασμός όμως των δικαιωμάτων άμυνας της Επιτροπής επιτάσσει να παρασχεθεί στο θεσμικό αυτό όργανο η δυνατότητα να αντικρούσει τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προβάλλουν οι προσφεύγουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει στοιχείων του διοικητικού φακέλου, στον οποίο οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.

80      Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ExxonMobil αγνοούσε τη συμμετοχή της στην παράβαση μετά την αποχώρηση του T.

81      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή του T. στις τεχνικές συναντήσεις δεν παρήγαγε αποτελέσματα ικανά να διαρκέσουν πέραν της τελευταίας τεχνικής συναντήσεως στην οποία αυτός είχε μετάσχει, δηλαδή της συναντήσεως της 27ης και 28ης Φεβρουαρίου 2003.

82      Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη των εκτιθέμενων με τις σκέψεις 74 έως 80 ανωτέρω, τα επιχειρήματα που προβάλλουν συναφώς οι προσφεύγουσες πρέπει να απορριφθούν στο μέτρο που αυτές στηρίζονται στο προβαλλόμενο πραγματικό στοιχείο ότι ο Τ. ήταν ο μοναδικός υπάλληλος της ExxonMobil ο οποίος ήταν ενημερωμένος για τη συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στην παράβαση.

83      Δεύτερον, κατά τη νομολογία, η συμπεριφορά του επιχειρηματία που ακολουθεί θεμιτές πρακτικές ανταγωνισμού χαρακτηρίζεται από τον αυτόνομο τρόπο κατά τον οποίο αυτός καθορίζει την πολιτική που σκοπεύει να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Ακόμα όμως και αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν μετείχε στις δραστηριότητες της συμπράξεως μετά από ορισμένη ημερομηνία, μπορεί να υποτεθεί ότι η επιχείρηση αυτή έλαβε υπόψη τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε ήδη ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές της, για να καθορίσει τη συμπεριφορά της στην αγορά (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 121, και C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψη 162, καθώς και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 39).

84      Το γεγονός και μόνον όμως ότι η ExxonMobil δεν μετείχε στις τεχνικές συναντήσεις που διεξήχθησαν μεταξύ 28 Φεβρουαρίου και 20 Νοεμβρίου 2003 σε καμία περίπτωση δεν την απέτρεψε από το να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία για τις εφαρμοζόμενες από τους ανταγωνιστές της τιμές τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της στο πλαίσιο των δεκάδων τεχνικών συναντήσεων που προηγήθηκαν και στις οποίες είχε παρευρεθεί, και από το να επωφεληθεί των συμφωνιών περί κατανομής αγορών και πελατών οι οποίες είχαν συναφθεί στο πλαίσιο των προηγηθεισών τεχνικών συναντήσεων.

85      Επομένως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στην παράβαση μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 2003.

86      Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στο πλαίσιο υπολογισμού του ποσού του προστίμου, δεν ελήφθη υπόψη ότι η Exxon δεν είχε μετάσχει στην παράβαση κατά τον χρόνο πριν τη συγχώνευση

87      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ορθότητα του υπολογισμού του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Esso France, καθόσον το ποσό αυτό δεν αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι, πριν τη συγχώνευση Exxon-Mobil τον Νοέμβριο του 1999, η Exxon δεν είχε μετάσχει στην παράβαση.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

88      Κατά την παράγραφο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, για να καθορίσει το ποσό του προστίμου, η Επιτροπή χρησιμοποιεί κατά κανόνα την αξία των πωλήσεων της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους συμμετοχής της στην παράβαση.

89      Εν προκειμένω, το τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος της παραβάσεως ήταν το 2004 για τις επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν στη σύμπραξη έως το τέλος της, και το 2002 όσον αφορά την ExxonMobil. Εντούτοις, η Επιτροπή όρισε ως έτος αναφοράς όχι το τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος συμμετοχής στην παράβαση, αλλά τον μέσο όρο των τριών τελευταίων πλήρων ετών, λόγω της πραγματοποιηθείσας το 2004 διευρύνσεως της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 634 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή υπολόγισε τη μέση αξία των πωλήσεων των τριών τελευταίων ετών συμμετοχής ως προς όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη.

90      Επιπλέον, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ζητώντας να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Exxon δεν είχε εμπλακεί στην παράβαση πριν τη συγχώνευση Exxon-Mobil, διαπιστώνοντας τα ακόλουθα:

«Η ExxonMobil ζητεί από την Επιτροπή να διαιρέσει την περίοδο συμμετοχής της ExxonMobil σε μία περίοδο πριν τη συγχώνευση και μια περίοδο μετά τη συγχώνευση και να λάβει υπόψη μόνον τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η Mobil κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν τη συγχώνευση προκειμένου να αντικατοπτριστεί το γεγονός ότι η Exxon δεν μετείχε στην παράβαση. Η ExxonMobil υποστηρίζει ότι, αντί του έτους 2002, η Επιτροπή όφειλε να έχει λάβε υπόψη ότι, μεταξύ των ετών 1992 και 2000, η Exxon δεν μετείχε στην παράβαση. Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 […] προβλέπουν ότι, κατά κανόνα, για τον καθορισμό του έτους αναφοράς λαμβάνεται υπόψη το τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος της συμμετοχής στην παράβαση, δηλαδή το 2002 όσον αφορά την ExxonMobil. Η ExxonMobil δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα που να διευκρινίζει για ποιον λόγο τούτο δεν πρέπει να ισχύσει εν προκειμένω. Δεδομένου ότι η Exxon και η Mobil συγχωνεύθηκαν το 1999, η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται τον λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να συνεκτιμήσει την αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η ExxonMobil το 2002. Όπως αποδείχθηκε με το σημείο 6.2.2, [βλ. αιτιολογικές σκέψεις 348 έως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως], η ευθύνη λόγω της συμμετοχής της Mobil συναρτάται με την αντίστοιχη της ExxonMobil, η τελευταία δε εταιρία είναι εκείνη στην οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η αξία των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι αυτή των πωλήσεων της ExxonMobil.»

91      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Επιτροπή όρισε ως κρίσιμο στοιχείο για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου τη μέση αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε ο όμιλος ExxonMobil κατά τη διάρκεια των ετών 2000 έως 2002. Το ποσό του προστίμου υπολογίστηκε ως προς όλες τις προσφεύγουσες, συμπεριλαμβανομένης της Esso France, βάσει της εν λόγω αξίας των πωλήσεων.

 Επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως

92      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Esso France, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έλαβε υπόψη την αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συγχώνευση του ομίλου ExxonMobil (τον μέσο όρο των ετών 2000 έως 2002) πολλαπλασιάζοντάς την περαιτέρω με τον αριθμό των ετών (από το 1992 έως το 1999) κατά τη διάρκεια των οποίων μόνον η Mobil (μέσω της Mobil France, απορροφηθείσας μεταγενέστερα από την Esso France) μετείχε στη σύμπραξη, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η Exxon δεν ήταν καν μέλος της συμπράξεως αυτής.

93      Κατά τις προσφεύγουσες, πράττοντας τούτο, η Επιτροπή επέβαλε ισόποσο πρόστιμο στην Esso France, ως εάν η Exxon είχε όντως μετάσχει στην παράβαση κατά τη διάρκεια του διαστήματος που προηγήθηκε της συγχωνεύσεως και το οποίο υπερέβαινε κατ’ ελάχιστον τα επτά έτη (δηλαδή από το 1992 έως το 1999). Η προσέγγιση αυτή προσκρούει στις διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες καταλήγει η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, αλλά και το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

94      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, ο συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων «με τις οποίες σχετίζεται» η παράβαση και της διάρκειας της παραβάσεως αυτής θεωρείται ως κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παραβάσεως καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν.

95      Κατά τη νομολογία, μολονότι η Επιτροπή μπορεί, για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων, να χρησιμοποιεί κατά κανόνα ως έτος αναφοράς το τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος συμμετοχής στην παράβαση, η επιλογή αυτή δεν είναι πάντοτε η ενδεδειγμένη. Συγκεκριμένα, πρέπει να επιλέγεται μια μέθοδος υπολογισμού που να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ όλων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, καθώς και το εύρος της διαπραχθείσας από καθεμία εξ αυτών παραβάσεως, με γνώμονα τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα της περιόδου κατά την οποία τελέστηκε η οικεία παράβαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9991, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑40/06, Trioplast Industrier κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑4893, σκέψη 92).

96      Εξ άλλου, στον βαθμό που, για τον προσδιορισμό της σχέσεως μεταξύ των επιβλητέων προστίμων, απαιτείται να χρησιμοποιηθεί ως βάση ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση, επιβάλλεται να καθοριστεί το χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τρόπον ώστε οι προκύπτοντες κύκλοι εργασιών να είναι όσο το δυνατόν συγκρίσιμοι. Επομένως, μια συγκεκριμένη επιχείρηση δεν μπορεί να αξιώσει από την Επιτροπή να στηριχθεί, ως προς αυτήν, σε χρονικό διάστημα διαφορετικό από εκείνο που εν γένει λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδείξει ότι ο κύκλος εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε κατά το διάστημα αυτό δεν αποτελεί, για συγκεκριμένους λόγους, ένδειξη του αληθούς της οικονομικού μεγέθους και της οικονομικής της ισχύος, ούτε της εκτάσεως της παραβάσεως που διέπραξε (απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, T‑319/94, Fiskeby Board κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1331, σκέψη 42).

97      Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι ο μέσος κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η ExxonMobil στην αγορά της συμπράξεως κατά την περίοδο από το 2000 έως το 2002 αντικατοπτρίζει ορθά την έκταση της διαπραχθείσας από αυτήν παραβάσεως και το σχετικό βάρος της εντός της συμπράξεως, όσον αφορά την περίοδο μετά τη συγχώνευση, δηλαδή μεταξύ Νοεμβρίου 1999 και Νοεμβρίου 2003 (τέσσερα έτη). Παρά ταύτα, οι προσφεύγουσες επικρίνουν το γεγονός ότι το βασικό ποσό το οποίο υπολογίστηκε βάσει του εν λόγω κύκλου εργασιών πολλαπλασιάστηκε με συντελεστή 11,5 ως προς την Esso France και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η ExxonMobil μετά τη συγχώνευση για την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 1992 μέχρι τον Νοέμβριο του 1999 (επτάμισι έτη), όταν δηλαδή στην παράβαση μετείχε μόνον η Mobil. Κατά τις προσφεύγουσες, η αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συγχώνευση του ομίλου ExxonMobil δεν αντικατοπτρίζει το σχετικό βάρος της Mobil στην παράβαση όσον αφορά την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 1992 μέχρι τον Νοέμβριο του 1999.

98      Η Επιτροπή διατείνεται ότι ο μέσος κύκλος εργασιών της ExxonMobil μεταξύ των ετών 2000 και 2002 αντικατοπτρίζει ορθά το σχετικό βάρος της ExxonMobil εντός της συμπράξεως ως προς σημαντικό τμήμα της διάρκειάς της, δηλαδή για την περίοδο μετά τη συγχώνευση, οπότε οι εν λόγω κύκλοι εργασιών είναι αντιπροσωπευτικοί. Επιπλέον, το θεσμικό αυτό όργανο επικαλείται τόσο στο ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο επιλογής της περιόδου αναφοράς όσο και στη συναφή νομολογία.

99      Πρώτον, κατά τη νομολογία, τα κριτήρια της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της που μνημονεύονται στο άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 αφήνουν στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, πράγμα που επιτρέπει στο θεσμικό αυτό όργανο να επιβάλλει κυρώσεις λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό του παρανόμου της επίμαχης συμπεριφοράς (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 76, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 37).

100    Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ποσού προστίμων όπως το επίμαχο εν προκειμένω, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, και ειδικότερα τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 77 και 79, και Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 41).

101    Δεύτερον, κατά τη νομολογία, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υφίσταται μόνον οσάκις παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 96).

102    Όμως, εν προκειμένω, η ExxonMobil βρισκόταν σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη των λοιπών επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη, στο μέτρο που το ήμισυ σχεδόν της παραγωγής της σε κηρούς παραφίνης —η παραγωγή της Exxon— δεν είχε επηρεαστεί από τη σύμπραξη πριν την πραγματοποίηση της συγχωνεύσεως Exxon‑Mobil το 1999. Εντούτοις, η Επιτροπή επιφύλαξε πανομοιότυπη μεταχείριση στους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη και στην επιχείρηση αυτή, καθόσον έλαβε υπόψη τη μέση αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η ExxonMobil κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών της συμμετοχής της.

103    Επομένως, η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

104    Τρίτον, οι αιτιάσεις που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

105    Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τόσο τη σοβαρότητα όσο και τη διάρκεια της παραβάσεως.

106    Κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίδικη ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα προξενούμενα μειονεκτήματα να μην είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 13, και της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 96· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 223).

107    Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβανομένης ειδικότερα υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 106 ανωτέρω, σκέψεις 223 και 224 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το ποσό του προστίμου κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει στο πλαίσιο αυτό να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 226 έως 228, και προπαρατεθείσα Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, σκέψη 171).

108    Υπενθυμίζεται ότι, κατά την παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών, «ο συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση και της διάρκειας της παράβασης θεωρείται ως κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν». Η διάταξη αυτή καλύπτει τη δικαιολόγηση της γενικής μεθόδου που εφαρμόζει η Επιτροπή δυνάμει των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών και η οποία συνίσταται στον πολλαπλασιασμό συγκεκριμένου τμήματος της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς (18 % εν προκειμένω για τους κηρούς παραφίνης) με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση.

109    Το γεγονός ότι, κατά τη μεθοδολογία αυτή, το βασικό ποσό αναλογεί αριθμητικώς προς τη διάρκεια συμμετοχής στην παράβαση (πλην του ελάχιστου τμήματος που αντιστοιχεί στο «δικαίωμα εισόδου»), αποτελεί ένδειξη ότι, στην οικονομία των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, ο συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων και της διάρκειας πρέπει να συνιστά βάση υπολογισμού έναντι της συνολικής διάρκειας της παραβάσεως, και όχι μόνον έναντι του τελευταίου οικονομικού έτους της συμμετοχής ή «σημαντικού τμήματος» αυτής. Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται εξάλλου βάσει της παρατιθέμενης με τη σκέψη 95 ανωτέρω νομολογίας, από την οποία προκύπτει ότι πρέπει να επιλέγεται μια μέθοδος υπολογισμού που να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ όλων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, καθώς και το εύρος της διαπραχθείσας από καθεμία εξ αυτών παραβάσεως, με γνώμονα τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα της περιόδου κατά την οποία τελέστηκε η οικεία παράβαση.

110    Όμως, το βασικό ποσό, το οποίο υπολογίζεται με βάση την αξία των πωλήσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς πολλαπλασιασμένη με τον συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως, δεν συνιστά κατάλληλη βάση υπολογισμού που να αντικατοπτρίζει τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, παρά μόνον αν το στοιχείο που αποτελεί το σημείο αφετηρίας —η αξία των πωλήσεων— είναι τουλάχιστον αντιπροσωπευτικό της συνολικής διάρκειας της παραβάσεως.

111    Είναι ασφαλώς αληθές ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου της παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη, υπό κανονικές συνθήκες, το τελευταίο έτος συμμετοχής στην παράβαση ως περίοδο αναφοράς. Συγκεκριμένα, μια τέτοια λύση γενικής εφαρμογής κρίνεται δικαιολογημένη, διότι το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να μη λαμβάνει υπόψη την οποιαδήποτε διακύμανση της αξίας των πωλήσεων κατά τη διάρκεια των ετών της παραβάσεως και διότι η τυχόν αύξηση της αξίας των πωλήσεων ενδέχεται να αποτελεί συνέπεια της ίδιας της συμπράξεως.

112    Εντούτοις, στην περίπτωση που επήλθε συγχώνευση κατά τη διάρκεια της συμπράξεως, στην οποία, πριν τη συγχώνευση, μετείχε μόνον ένα εκ των μερών, η αξία των πωλήσεων της οντότητας που προκύπτει από τη συγχώνευση κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους, πολλαπλασιασμένη επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής όχι μόνον της οντότητας που προκύπτει από τη συγχώνευση, αλλά και του μέρους το οποίο, πριν τη συγχώνευση, ήταν το μοναδικό που μετείχε στη σύμπραξη, δεν μπορεί να συνιστά «κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν» ως προς τη συνολική διάρκεια συμμετοχής. Συγκεκριμένα, ο πολλαπλασιασμός της αξίας πωλήσεων της οντότητας που προκύπτει από τη συγχώνευση επίσης επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση ενός μόνον εκ των μερών που συγχωνεύθηκαν έχει ως συνέπεια η Επιτροπή να αυξάνει τεχνητά το βασικό ποσό του προστίμου κατά τρόπο που δεν αντικατοπτρίζει τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα κατά τη διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν της συγχωνεύσεως.

113    Τούτο όμως συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή υπολόγισε το βασικό ποσό, το οποίο χρησίμευσε ως βάση για τον καθορισμό του προστίμου της Esso France, πολλαπλασιάζοντας την αξία των πωλήσεων τις οποίες ο όμιλος ExxonMobil πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 2000 έως το 2002 επί αριθμό ετών που περιλαμβάνει και τα έτη κατά τα οποία στην παράβαση μετείχε αποκλειστικά και μόνον η Mobil (δηλαδή τα έτη από το 1992 έως το 1999). Το βασικό ποσό το οποίο προκύπτει βάσει της μεθόδου αυτής είναι δυσανάλογο προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, διότι δεν αντικατοπτρίζει δεόντως την οικονομική σημασία της διαπραχθείσας από την Mobil France παραβάσεως κατά τον χρόνο πριν τη συγχώνευση αλλ’ ούτε και το σχετικό βάρος της επιχειρήσεως αυτής εντός της συμπράξεως.

114    Επομένως, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

115    Τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν είναι ικανά να αναιρέσουν τις εκτιμήσεις που εκτίθενται με τις σκέψεις 103 και 114 ανωτέρω.

116    Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έλαβε υπόψη τη συγχώνευση Exxon-Mobil κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, δεδομένου ότι για τις Esso Deutschland, EMC και EMPC εφαρμόστηκαν συντελεστές αντιστοιχούντες σε μικρότερες διάρκειες.

117    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η αξία των πωλήσεων της ExxonMobil την οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου της Esso France περιλαμβάνει την αξία των πωλήσεων που συνδέεται με τη δραστηριότητα «υδρογονωμένοι κηροί», την οποία απέκτησε από την Exxon, εταιρία χωρίς εμπλοκή στη σύμπραξη πριν τη συγχώνευση Exxon-Mobil.

118    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

119    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αντλεί η Επιτροπή από τη σχετική νομολογία.

120    Πρώτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παρέπεμψε στην απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, T‑122/07 έως T‑124/07, Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑793, σκέψεις 124 και 127), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την επιλογή της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει την αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας πλήρους διαχειριστικής περιόδου της παραβάσεως από την επιχείρηση η οποία προέκυψε από τη συγχώνευση των Reyrolle Ltd, Schneider Electric High Voltage SA και Nuova Magrini Galileo SpA, για τον υπολογισμό του αρχικού ποσού του προστίμου όλων των επιχειρήσεων, μολονότι η συγχώνευσή τους δεν πραγματοποιήθηκε παρά δύο έτη μετά την έναρξη συμμετοχής τους στην παράβαση.

121    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως ορθώς υπογράμμισαν οι προσφεύγουσες, η Reyrolle, η Schneider Electric High Voltage και η Nuova Magrini Galileo είχαν μετάσχει χωριστά στη σύμπραξη πριν τη συγχώνευση (προπαρατεθείσα απόφαση Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 19), αντιθέτως απ’ ό,τι ισχύει για την Exxon εν προκειμένω. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η περίσταση αυτή συνιστά σημαντική διαφορά από απόψεως πραγματικών περιστατικών, οπότε η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται λυσιτελώς την εν λόγω απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση.

122    Δεύτερον, η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑175/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 139 έως 146), η οποία αφορά επίσης σύμπραξη κατά τη διάρκεια της οποίας οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις εξαγόρασαν εταιρία που δεν είχε μετάσχει στη σύμπραξη πριν τη συγχώνευση.

123    Επιβάλλεται να υπομνησθεί το περιεχόμενο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, η οποία εκδόθηκε στην επονομαζόμενη υπόθεση του «μονοχλωριοξικού οξέος» (στο εξής: AMCA), στην οποία η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998).

124    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 143 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, ότι η συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε καθεμιά από τις επιχειρήσεις κατά το έτος αναφοράς, ήτοι το τελευταίο πλήρες έτος της διαπιστωθείσας περιόδου παραβάσεως, παρέχει τη δυνατότητα εκτιμήσεως του οικονομικού μεγέθους και της οικονομικής ισχύος κάθε επιχειρήσεως, καθώς και την έκταση της παραβάσεως που διέπραξε καθεμιά τους, στοιχεία που έχουν σημασία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της διαπραχθείσας από κάθε επιχείρηση παραβάσεως.

125    Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση της Επιτροπής, η οποία κατέταξε την Akzo Nobel στην πρώτη κατηγορία παραβατών, για την οποία το βασικό ποσό του προστίμου είχε οριστεί στα 30 εκατομμύρια ευρώ, πριν την Hoechst, που κατετάγη στη δεύτερη κατηγορία, για την οποία το βασικό ποσό του προστίμου είχε οριστεί στα 21 εκατομμύρια ευρώ, και που αποτελούσε τον σημαντικότερο παραγωγό AMCA για το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας συμμετοχής της (από το 1984 έως το 1994). Συγκεκριμένα, η Akzo είχε μετάσχει στη σύμπραξη από το 1984 έως το 1999, αλλά μόλις το 1994 κατέστη ο σημαντικότερος παραγωγός AMCA, μπροστά από τη Hoechst, μετά τη συγχώνευσή της με τη Nobel Industrier, η οποία είχε μετάσχει στη σύμπραξη από το 1993.

126    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η γενική μέθοδος την οποία ακολουθεί η Επιτροπή δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 διαφέρει ουσιωδώς από εκείνην που είχε εφαρμογή βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998.

127    Συγκεκριμένα, καμία διάταξη των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 δεν επέβαλλε στην Επιτροπή την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη την αξία των πωλήσεων που πραγματοποιούσαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις στην αγορά της συμπράξεως. Το αρχικό ποσό του προστίμου έπρεπε να καθορίζεται με γνώμονα τη σοβαρότητα της παραβάσεως, την «πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παράβασης να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες», το «ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης και, κατ’ επέκταση, [τον] πραγματικό αντίκτυπο της παράνομης συμπεριφοράς της για τον ανταγωνισμό», κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η «ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα» για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

128    Ως εκ τούτου, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 άφηναν στην Επιτροπή πολύ σημαντικότερο περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, καθορισμό τον οποίο το θεσμικό αυτό όργανο συχνά πραγματοποιούσε κατατάσσοντας τις μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις σε διάφορες κατηγορίες αναλόγως, μεταξύ άλλων, των αντίστοιχων μεριδίων τους αγοράς. Αντιθέτως, με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ακολουθεί μέθοδο δυνάμει της οποίας το βασικό ποσό πρέπει να αναλογεί αριθμητικώς προς την αξία των πωλήσεων, καθόσον το εν λόγω ποσό ισοδυναμεί με «ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιασμένο επί τον αριθμό των ετών της παράβασης», στο οποίο προστίθεται ένα ποσό που αποκαλείται «δικαίωμα εισόδου» και κυμαίνεται μεταξύ 15 και 25 % της αξίας των πωλήσεων, προκειμένου να αποτραπούν οι επιχειρήσεις από τα μετάσχουν στις σοβαρότερες συμφωνίες.

129    Κατά συνέπεια, η λύση που επελέγη με την προπαρατεθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, όσον αφορά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, δεδομένης της διαφορετικής μεθοδολογίας που ακολούθησε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006.

130    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την Esso France στο μέτρο που αφορά τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων για τους κηρούς παραφίνης, χωρίς να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών. Οι συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, εξετάζονται με τις σκέψεις 134 επ. κατωτέρω.

131    Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί της ασκήσεως πλήρους δικαιοδοσίας και επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

132    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή συμπληρώνει η πλήρης δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, συμφώνως προς το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του προστίμου ή της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκαν. Επομένως, ο έλεγχος που προβλέπουν οι Συνθήκες συνεπάγεται, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ο δικαστής της Ένωσης διενεργεί έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την επίδικη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 60 έως 62, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2003, T‑368/00, General Motors Nederland και Opel Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4491, σκέψη 181).

133    Επομένως, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς του, εάν επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες πρόστιμο του οποίου το ύψος αντικατοπτρίζει ορθά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της οικείας παραβάσεως, ούτως ώστε τα εν λόγω πρόστιμα να είναι ανάλογα σε σχέση με τα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑645, σκέψεις 584 έως 586, και της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 93). Παρά ταύτα, τονίζεται ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλία.

134    Προς θεραπεία των παρανομιών που διέπραξε η Επιτροπή, και οι οποίες εκτέθηκαν με τις σκέψεις 103 και 114 ανωτέρω, ως βάση πρέπει να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές αξίες πωλήσεων όσον αφορά την περίοδο που προηγήθηκε της συγχωνεύσεως Exxon-Mobil και όσον αφορά την περίοδο που ακολούθησε τη συγχώνευση αυτή.

135    Όσον αφορά τη συμμετοχή της Esso France στην παράβαση κατά τη διάρκεια της περιόδου από τις 3 Σεπτεμβρίου 1992 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 1999, ελλείψει διαθέσιμων στοιχείων για το έτος 1999, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Esso France το 2000 και να πολλαπλασιαστεί με τον συντελεστή 7,5 προκειμένου να αντικατοπτριστεί η διάρκεια του εν λόγω τμήματος της παραβάσεως.

136    Όσον αφορά τη συμμετοχή της Esso France στην παράβαση μετά τη συγχώνευση Exxon-Mobil, από τις 30 Νοεμβρίου 1999 μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 2003, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αξία των πωλήσεων του ομίλου ExxonMobil, όπως την προσδιόρισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή η μέση αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 2000 έως 2002. Εν συνεχεία, το ποσό αυτό πρέπει να πολλαπλασιαστεί με συντελεστή 4 προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διάρκεια του εν λόγω τμήματος της παραβάσεως.

137    Τα λοιπά στοιχεία του υπολογισμού του ποσού του προστίμου παραμένουν αμετάβλητα. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, δυνάμει της παραγράφου 30 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή εφάρμοσε πολλαπλασιαστικό συντελεστή 2 προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος, λόγω του σημαντικού μεγέθους του ομίλου ExxonMobil, συντελεστή τον οποίο καθόρισε αφού έλαβε υπόψη αποκλειστικά και μόνον τη σχέση μεταξύ της αξίας των πωλήσεων και του συνολικού κύκλου εργασιών της ExxonMobil, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως την αναλογικότητα προς τους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές που εφαρμόστηκαν στις λοιπές επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν στην παράβαση, και χωρίς να καθορίσει ελάχιστο ποσό του προστίμου προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 712 και 713 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπό τις συνθήκες αυτές, και ελλείψει επιχειρημάτων και στοιχείων προς στήριξη της αντίθετης απόψεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να χρησιμοποιηθεί η ίδια μέθοδος και να εφαρμοστεί, λόγω του μεγέθους του ομίλου ExxonMobil, πολλαπλασιαστικός συντελεστής 2 στο βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Esso France και το οποίο υπολογίστηκε βάσει της περιγραφείσας στις σκέψεις 135 και 136 ανωτέρω μεθόδου. Επομένως, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Esso France με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να οριστεί στα 62 712 895 ευρώ.

138    Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι το ούτω υπολογισθέν ποσό του προστίμου είναι ενδεδειγμένο, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως που διέπραξε η Esso France.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

140    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε τον πρώτο λόγο των προσφευγουσών σχετικά με πλάνες περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Esso France, όσον αφορά την προγενέστερη της συγχωνεύσεως περίοδο συμμετοχής στην παράβαση. Η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς στήριξη του λόγου αυτού αποτέλεσε το μεγαλύτερο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής, η έκταση του οποίου ήταν εξάλλου σημαντικά περιορισμένη σε σχέση με τον ανώτατο επιτρεπόμενο αριθμό σελίδων των υπομνημάτων, όπως αυτός ορίζεται στο σημείο 15 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, προς στήριξη του αιτήματος μειώσεως του προστίμου λαμβανομένης υπόψη της περιόδου συμμετοχής στη σύμπραξη μετά τη συγχώνευση Exxon-Mobil, απορρίφθηκε στο σύνολό της. Το ποσό όμως του προστίμου το οποίο επιβλήθηκε εις ολόκληρον στις Esso Deutschland, EMPC και EMC αφορά αποκλειστικά και μόνον τη δεύτερη αυτή περίοδο. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, ότι η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Esso France και ότι οι Esso Deutschland, EMPC και EMC φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Esso Société anonyme française με το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2008) 5476 τελικό της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.181 — Κηροί κηροποιίας), ορίζεται στα 62 712 895 ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Esso Société anonyme française.

4)      Η Esso Deutschland GmbH, η ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA και η Exxon Mobil Corp. φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.