Language of document : ECLI:EU:C:2023:483

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 15ης Ιουνίου 2023 (1)

Υπόθεση C118/22

NG

Διοικητική διαδικασία

κατά

Direktor na Glavna direktsia „Natsionalna politsia“ pri MVR – Sofia,

παρισταμένης της:

Varhovna administrativna prokuratura

[αίτηση του Varhoven administrativen sad
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 – Άρθρα 4, 5, 8, 10 και 16 – Αποθήκευση των δεδομένων φυσικού προσώπου που έχει καταδικαστεί για εκ προθέσεως τελούμενο αδίκημα μέχρι τον θάνατό του – Φυσικό πρόσωπο που έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση και έχει μετέπειτα αποκατασταθεί – Απόρριψη της αιτήσεως διαγραφής – Αναγκαιότητα και αναλογικότητα της επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»






1.        Πρέπει να μας ανησυχεί η αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα αστυνομικά αρχεία, βάσει της οποίας το εγγεγραμμένο άτομο χαρακτηρίζεται, ενδεχομένως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ως κοινωνικά αποκλίνον και επικίνδυνο στο διηνεκές; Ή πρέπει, αντιθέτως, αυτή η αστυνομική μνήμη να επιδοκιμάζεται λόγω της διαπίστωσης ότι συμβάλλει στην επίλυση από τους ανακριτικούς υπαλλήλους παλαιών ανεξιχνίαστων υποθέσεων, περισσότερο γνωστών σήμερα με την ονομασία «cold cases», προς μέγιστη ανακούφιση των οικογενειών των θυμάτων;

2.        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς την προβληματική, η οποία παραπέμπει στον συγκερασμό του δημοσίου συμφέροντος που συνδέεται με την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και του συμφέροντος του ατόμου που συνίσταται στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων και στον σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών για σκοπούς επιβολής του νόμου, όσον αφορά τη χρονική του διάσταση, υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 (2).

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Κρίσιμα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως είναι τα άρθρα 4, 5, 8, 10 και 16 της οδηγίας 2016/680, καθώς και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

Β.      Το βουλγαρικό δίκαιο

4.        Το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του zakon za Ministerstvo na vatreshnite raboti (νόμου περί του Υπουργείου Εσωτερικών, στο εξής: ZMVR) ορίζει τα εξής:

«(1)      Όταν επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με τις δραστηριότητες της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, της τήρησης της δημόσιας τάξης και της διεξαγωγής ποινικών διαδικασιών, οι αρχές του Υπουργείου Εσωτερικών:

[…]

3.      μπορούν να επεξεργάζονται όλες τις αναγκαίες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

[…]

(2)      Οι προθεσμίες αποθήκευσης των δεδομένων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 ή περιοδικής επανεξέτασης της αναγκαιότητας αποθήκευσής τους καθορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών. Τα δεδομένα αυτά διαγράφονται επίσης με δικαστική πράξη ή με απόφαση της επιτροπής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»

5.        Το άρθρο 27 του ZMVR ορίζει τα εξής:

«Τα δεδομένα που προέρχονται από τη διενεργούμενη βάσει του άρθρου 68 εγγραφή προσώπων στο αστυνομικό μητρώο χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τήρησης της δημόσιας τάξης.»

6.        Το άρθρο 68 του ZMVR προβλέπει τα εξής:

«(1)      Οι αστυνομικές αρχές εγγράφουν στο αστυνομικό μητρώο τα πρόσωπα που διώκονται για εκ προθέσεως τελούμενο ποινικό αδίκημα. Οι αρμόδιες για την ανάκριση αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διενέργεια της εγγραφής στο μητρώο από τις αστυνομικές αρχές.

(2)      Η εγγραφή στο αστυνομικό μητρώο αποτελεί μορφή επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, η οποία διενεργείται στο πλαίσιο του παρόντος νόμου.

(3)      Για τους σκοπούς της εγγραφής στο αστυνομικό μητρώο, οι αστυνομικές αρχές οφείλουν:

1.      να συλλέγουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τα πρόσωπα που μνημονεύονται στο άρθρο 18 του νόμου περί των βουλγαρικών εγγράφων ταυτότητας·

2.      να λαμβάνουν τα δακτυλικά αποτυπώματα των προσώπων και να προβαίνουν στη φωτογράφησή τους·

3.      να λαμβάνουν δείγματα για την κατάρτιση προφίλ DNA των προσώπων.

[…]

(6)      Η εγγραφή στο αστυνομικό μητρώο διαγράφεται βάσει γραπτής διαταγής του υπευθύνου της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή των εξουσιοδοτημένων από αυτόν υπαλλήλων, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν έγγραφης και αιτιολογημένης αιτήσεως του εγγεγραμμένου προσώπου, εφόσον:

1.      η καταχώριση διενεργήθηκε κατά παράβαση του νόμου·

2.      η ποινική δικογραφία αρχειοθετήθηκε, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του [Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας)]·

3.      η ποινική διαδικασία περατώθηκε με την έκδοση αθωωτικής αποφάσεως·

4.      το πρόσωπο απαλλάχθηκε από την ποινική ευθύνη και του επιβλήθηκε διοικητική κύρωση·

5.      το πρόσωπο απεβίωσε, οπότε η αίτηση μπορεί να υποβληθεί από τους κληρονόμους του.

(7)      Οι διαδικασίες εγγραφής στο αστυνομικό μητρώο και διαγραφής της εγγραφής αυτής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.»

II.    Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7.        Ο NG ενεγράφη στο αστυνομικό αρχείο, στο πλαίσιο ανακριτικής διαδικασίας, για ψευδή κατάθεση, ποινικό αδίκημα που τυποποιείται στο άρθρο 290, παράγραφος 1, του Nakazatelen Kodeks (ποινικού κώδικα). Κατόπιν της διαδικασίας αυτής, στις 2 Ιουλίου 2015 συντάχθηκε εις βάρος του κατηγορητήριο και, με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2016, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2016, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους με αναστολή. Η έκτιση της ποινής ολοκληρώθηκε στις 14 Μαρτίου 2018.

8.        Στις 15 Ιουλίου 2020, ο NG υπέβαλε στην αρμόδια περιφερειακή αρχή του Ministerstvo na vatreshnite raboti (Υπουργείου Εσωτερικών, Βουλγαρία) αίτηση διαγραφής της εγγραφής αυτής, προσκομίζοντας αντίγραφο του ποινικού του μητρώου το οποίο πιστοποιούσε τη μη ύπαρξη καταδίκης εις βάρος του.

9.        Με απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2020, η αρμόδια διοικητική αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι η καταδίκη δυνάμει αμετάκλητης αποφάσεως δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων διαγραφής από το αστυνομικό αρχείο, οι οποίοι απαριθμούνται εξαντλητικώς στο άρθρο 68, παράγραφος 6, του ZMVR, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης αποκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 85 του ποινικού κώδικα. Στις 8 Οκτωβρίου 2020, ο NG άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Administrativen sad Sofia grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία). Με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2021, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα προσφυγή.

10.      Κατά της αποφάσεως του Administrativen sad Sofia grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας), ο NG άσκησε αναίρεση ενώπιον του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία). Με τον κύριο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής που απορρέει από τα άρθρα 5, 13 και 14 της οδηγίας 2016/680, κατά την οποία η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω αποθήκευσης δεν μπορεί να έχει απεριόριστη διάρκεια. Ελλείψει σχετικού λόγου διαγραφής της εγγραφής στο αστυνομικό αρχείο, ο καταδικασθείς δεν μπορεί να ζητήσει, μετά την αποκατάστασή του, τη διαγραφή των δεδομένων του που έχουν συλλεγεί σε σχέση με το ποινικό αδίκημα για το οποίο εξέτισε την ποινή του, με συνέπεια η διάρκεια αποθήκευσης των δεδομένων αυτών να είναι απεριόριστη.

11.      Διατηρώντας αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η διέπουσα το επίμαχο αστυνομικό αρχείο εθνική ρύθμιση είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιτρέπει η ερμηνεία του άρθρου 5, σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, της [οδηγίας 2016/680], τη θέσπιση εθνικών νομοθετικών μέτρων τα οποία καταλήγουν στην πράξη σε απεριόριστο δικαίωμα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και/ή συνεπάγονται την κατάργηση του δικαιώματος του υποκειμένου να περιορίζει την επεξεργασία, διαγραφή ή καταστροφή των δεδομένων του;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Βουλγαρική, η Τσεχική, η Ιρλανδική, η Ισπανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 7 Φεβρουαρίου 2023, ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις παρατηρήσεις τους ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, η Βουλγαρική, η Ιρλανδική, η Ισπανική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2016/680

13.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο προδήλως εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/680, θέση επί της οποίας φρονώ ότι πρέπει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις.

14.      Σύμφωνα με συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τέτοιων απειλών. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται «στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης». Οι αιτιολογικές σκέψεις 12 και 14 της οδηγίας αυτής διευκρινίζουν το περιεχόμενο της συγκεκριμένης εξαίρεσης μη εφαρμογής, επισημαίνοντας ότι αυτή καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις δραστηριότητες που αφορούν την εθνική ασφάλεια, σε αντίθεση με τις δραστηριότητες που αφορούν την τήρηση της δημόσιας τάξης οι οποίες ανατίθεται στην αστυνομία ή σε άλλες αρχές επιβολής του νόμου όταν αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και κατά θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας προστατευόμενων από τον νόμο, και για την αποτροπή τέτοιων απειλών, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε διάπραξη ποινικού αδικήματος.

15.      Ερμηνεύοντας το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (3), το οποίο προβλέπει εξαίρεση από την εφαρμογή του κανονισμού αυτού με διατύπωση πανομοιότυπη με αυτήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω πρώτη διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 16 του ως άνω κανονισμού, έχει ως μοναδικό σκοπό να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τις κρατικές αρχές στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας ή δραστηριότητας δυνάμενης να υπαχθεί στην ίδια κατηγορία, οπότε το γεγονός και μόνον ότι μια δραστηριότητα ασκείται από το κράτος ή από δημόσια αρχή δεν αρκεί ώστε η εξαίρεση αυτή να ισχύει αυτομάτως για μια τέτοια δραστηριότητα. Διευκρίνισε δε ότι οι δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας καταλαμβάνουν, ειδικότερα, τις δραστηριότητες εκείνες που αποσκοπούν στην προστασία των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας (4).

16.      Στην προκειμένη περίπτωση, η καταγραφή και η αποθήκευση των δεδομένων από την αστυνομία δυνάμει του άρθρου 68 του ZMVR πραγματοποιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του εν λόγω νόμου, για τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τήρησης της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, φαίνεται ότι το επίμαχο αστυνομικό αρχείο αποτελεί ενιαία και υβριδική βάση δεδομένων, δεδομένου ότι σε αυτή συγκεντρώνονται πληροφορίες που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας για διαφορετικούς σκοπούς, μεταξύ των οποίων και ο σκοπός προστασίας της εθνικής ασφάλειας, ο οποίος δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/680. Υπό τις συνθήκες αυτές, η νομιμότητα της αποθήκευσης των δεδομένων που περιλαμβάνονται στο αρχείο αυτό μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της οδηγίας αυτής μόνον εφόσον τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς και μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει (5). Βάσει της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, φαίνεται ότι η αποθήκευση στο αστυνομικό αρχείο των δεδομένων του NG, των οποίων ζητεί τη διαγραφή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επεξεργασία που εκφεύγει του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2016/680.

17.      Επί του παρόντος, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση αποτέλεσε ήδη αντικείμενο αποφάσεως του Δικαστηρίου κατόπιν υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από βουλγαρικό δικαστήριο το οποίο καλείτο να εκτιμήσει την άρνηση προσώπου που κατηγορείτο για αδίκημα φοροδιαφυγής να υποβληθεί στη συλλογή των δεδομένων του. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με τη νομιμότητα της συλλογής των δεδομένων υπό το πρίσμα των επιταγών του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, κρίνοντας ότι η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος προς τον σκοπό της καταγραφής τους, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να διαπιστώσει και να καταδείξει, αφενός, κατά πόσον η συλλογή αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων σκοπών που επιδιώκονται και, αφετέρου, ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη των σκοπών αυτών με μέτρα που συνιστούν λιγότερο σοβαρή επέμβαση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων (6). Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα μιας διαφορετικής επέμβασης, ήτοι της αποθήκευσης των πληροφοριών που αφορούν φυσικά πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί ποινικά και ταυτοποιούνται με το ονοματεπώνυμό τους στο επίμαχο αστυνομικό αρχείο, η οποία αποτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιούμενη από δημόσια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, διερεύνηση και ανίχνευση ποινικών αδικημάτων, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 3, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680, ήτοι από το βουλγαρικό Υπουργείο Εσωτερικών.

Β.      Επί της αναδιατυπώσεως του προδικαστικού ερωτήματος

18.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Συγκεκριμένα, αποστολή του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν οι διατάξεις αυτές δεν μνημονεύονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα εν λόγω δικαστήρια (7).

19.      Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης αφορούν αίτηση διαγραφής καταγεγραμμένων στο αστυνομικό αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που υποβλήθηκε από φυσικό πρόσωπο το οποίο, αφού καταδικάσθηκε για ψευδή κατάθεση, εξέτισε την ποινή του και αποκαταστάθηκε στις 14 Μαρτίου 2020, ήτοι σχεδόν 5 έτη μετά την ως άνω καταγραφή. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, επικυρωθείσα σε πρώτο βαθμό με την απόφαση του Administrativen sad Sofia grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας), κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αμφιβάλλει ως προς τη συμβατότητα της εθνικής ρύθμισης με την οδηγία 2016/680 όσον αφορά το ζήτημα της αποθήκευσης των δεδομένων στο αστυνομικό αρχείο. Επομένως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά προφανώς το δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς άσκοπη καθυστέρηση, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/680, εφόσον η επεξεργασία συνιστά παράβαση των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει των άρθρων 4, 8 ή 10 της οδηγίας αυτής ή εφόσον τα δεδομένα αυτά πρέπει να διαγραφούν προκειμένου να τηρηθεί εκ του νόμου υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας.

20.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ, της οδηγίας 2016/680 ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι, σύμφωνα με τις αρχές της ελαχιστοποίησης των δεδομένων και του περιορισμού της αποθήκευσής τους, αντιστοίχως, κατάλληλα, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία και ότι αποθηκεύονται υπό μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων των δεδομένων για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (8). Το δε άρθρο 8 της οδηγίας αυτής αφορά τη νομιμότητα της επεξεργασίας, προϋπόθεση για την οποία είναι η επεξεργασία να είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και να στηρίζεται σε ενωσιακή ή εθνική νομική βάση, η οποία πρέπει να καθορίζει τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους σκοπούς της επεξεργασίας. Τέλος, το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 καθορίζει το νομικό καθεστώς της επεξεργασίας ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως είναι τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται στο αστυνομικό αρχείο για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου.

21.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι παρατιθέμενες στο προηγούμενο σημείο διατάξεις δεν μνημονεύονται στο προδικαστικό ερώτημα, μολονότι είναι προδήλως κρίσιμες για την απάντηση που το Δικαστήριο καλείται να παράσχει εν προκειμένω. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 5 και του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/680, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των ρητώς μνημονευόμενων στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής διατάξεων, η παράβαση των οποίων μέσω της εθνικής ρυθμίσεως δικαιολογεί την άσκηση του δικαιώματος διαγραφής που παρέχεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Πάντως, το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται και στην περίπτωση που τα δεδομένα πρέπει να διαγραφούν προκειμένου να τηρηθεί νόμιμη υποχρέωση που υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, περίσταση η οποία ενδέχεται να αντιστοιχεί στις καταστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 5 και στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, ήτοι, αντιστοίχως: στον καθορισμό μέγιστων προθεσμιών αποθήκευσης των δεδομένων ή περιοδικής επανεξέτασης της αναγκαιότητας τέτοιας αποθήκευσης (9) και στην παροχή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας προς το υποκείμενο των δεδομένων, συμπληρωματικών πληροφοριών πέραν εκείνων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του. Αντιθέτως, η παράγραφος 3 του άρθρου 13 αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, νομοθετικά μέτρα για την καθυστέρηση ή για τον περιορισμό της παροχής των πληροφοριών στο υποκείμενο των δεδομένων κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2, ή ακόμη και για τη μη παροχή των πληροφοριών αυτών, ζήτημα που δεν ανάγεται σε εκ του νόμου υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας.

22.      Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης εγείρεται το ζήτημα της ενημέρωσης του NG σχετικά με τα δικαιώματά του, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος προδήλως μπόρεσε να τα ασκήσει, όπως καταδεικνύεται από τις προσφυγές που άσκησε ενώπιον των διοικητικών και, εν συνεχεία, των δικαστικών αρχών σε σχέση με την αποθήκευση των δεδομένων του. Επομένως, το υποβληθέν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα δεν φαίνεται να απαιτεί ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/680. Συνεπώς, επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις είναι, συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/680, καθώς και τα άρθρα 4, 5, 8 και 10 της οδηγίας αυτής.

23.      Εξάλλου, η οδηγία 2016/680, όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 104 αυτής, σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μεταξύ άλλων, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά την αιτιολογική σκέψη 46 της ίδιας οδηγίας, κάθε περιορισμός των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων πρέπει να είναι σύμφωνος με τον Χάρτη και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), αντιστοίχως, ιδίως δε να σέβεται την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Υπενθυμίζεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία την οποία επιτελούν στο κοινωνικό σύνολο και να σταθμίζονται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Επομένως, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών, υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, προβλέπονται από τον νόμο και σέβονται το βασικό περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Βάσει της εν λόγω αρχής, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου, ενώ η ρύθμιση που συνεπάγεται την επέμβαση πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου (10).

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 4, 5, 8, 10 και το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/680, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό και υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει την αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αστυνομικό αρχείο, που περιλαμβάνει τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα του υποκειμένου των δεδομένων, μέχρι τον θάνατό του, και η οποία δεν παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να επιτύχει τη διαγραφή των δεδομένων αυτών κατόπιν της αποκατάστασής του μετά την ποινική καταδίκη του (11).

Γ.      Επί της αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς επιβολής του νόμου

25.      Προτού εξετάσω τη συμβατότητα της εθνικής ρύθμισης όσον αφορά το επίμαχο αστυνομικό αρχείο, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να προσεγγίσω το ζήτημα της αποθήκευσης των δεδομένων για σκοπούς επιβολής του νόμου υπό το πρίσμα ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2016/680, καθώς και της νομολογίας του Δικαστηρίου και του ΕΔΔΑ.

26.      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2016/680 αποσκοπεί στο να συμβάλει στην εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός της Ένωσης, θεσπίζοντας συγχρόνως ένα ισχυρό και συνεκτικό πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη και στο άρθρο 16, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το οποίο συνδέεται στενά με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη (12). Προς τούτο, στα κεφάλαια II και III της οδηγίας 2016/680 προβλέπονται, αντιστοίχως, οι αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων τα οποία πρέπει να γίνονται σεβαστά σε κάθε επεξεργασία τέτοιων δεδομένων. Ειδικότερα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων και να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας της επεξεργασίας που ορίζονται στα άρθρα 4 και 8 της οδηγίας αυτής. Δεδομένου δε ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην εν λόγω τελευταία διάταξη αποτελούν έκφραση των απαιτήσεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου άρθρου (13).

27.      Για την απάντηση που θα παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο πρέπει επομένως να ληφθεί υπόψη η αρχή της «ελαχιστοποίησης των δεδομένων», η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2016/680 και αποτελεί έκφραση της αρχής της αναλογικότητας (14). Το ίδιο ισχύει και για την αρχή του περιορισμού της αποθήκευσης, η οποία περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής και επιβάλλει εκτίμηση της αναλογικότητας της επεξεργασίας σε σχέση με τον σκοπό της, υπό το πρίσμα του χρόνου που έχει παρέλθει. Η αποθήκευση των δεδομένων για χρονική περίοδο πέραν της αναγκαίας, δηλαδή για περίοδο που υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους αποθηκεύονται τα δεδομένα αυτά, θα αντιβαίνει στην αρχή αυτή (15). Επομένως, ακόμη και η αρχικώς σύννομη επεξεργασία δεδομένων μπορεί, με την πάροδο του χρόνου, να καταστεί αντίθετη με την οδηγία 2016/680, εφόσον τα εν λόγω δεδομένα παύσουν να είναι απαραίτητα για την επίτευξη των σκοπών αυτών, τα δε δεδομένα πρέπει να διαγράφονται μετά την επίτευξη των λόγω σκοπών (16).

28.      Στο ζήτημα του χρόνου αποθήκευσης των δεδομένων αναφέρεται και το άρθρο 5 της οδηγίας 2016/680, το οποίο συμπληρώνει και διευκρινίζει τις απαιτήσεις του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής (17). Όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 26 της εν λόγω οδηγίας, για να εξασφαλίζεται ότι τα δεδομένα δεν αποθηκεύονται περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να καθορίζει προθεσμίες για τη διαγραφή ή την περιοδική επανεξέτασή τους. Διαπιστώνεται ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2016/680, αφενός μεν, καταλείπει στα κράτη μέλη τη μέριμνα για την εκτίμηση και τον καθορισμό της προσήκουσας διάρκειας αποθήκευσης, αφετέρου δε, προβλέπει την περιοδική επανεξέταση της αναγκαιότητας αποθήκευσης των δεδομένων ως εναλλακτική επιλογή αντί του εκ των προτέρων καθορισμού μέγιστης διάρκειας αποθήκευσης. Φρονώ ότι η δεύτερη αυτή διαπίστωση έχει ιδιαίτερη σημασία στην υπό κρίση υπόθεση, διότι εξ αυτής συνάγεται η αναγνώριση από τον νομοθέτη της Ένωσης της δυνατότητας αποθήκευσης δεδομένων για αόριστη χρονική διάρκεια για σκοπούς επιβολής του νόμου (18). Η διαπίστωση αυτή πρέπει να συσχετισθεί και με το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/680, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο στοιχείο βʹ, τη δυνατότητα περιορισμού της επεξεργασίας των δεδομένων, αντί της διαγραφής τους, όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιβάλλεται να αποθηκευτούν «για σκοπούς απόδειξης», πράγμα που καταδεικνύει ότι δεν υφίσταται απόλυτο δικαίωμα διαγραφής (19).

29.      Το ζήτημα της νομιμότητας της αποθήκευσης των δεδομένων αφορά κατ’ ανάγκην και τη φύση των δεδομένων, στα οποία εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, δακτυλικά αποτυπώματα, φωτογραφίες, λήψη DNA του υπόπτου για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή του καταδικασθέντος σχετικώς, δεδομένα των οποίων η επεξεργασία εμπίπτει, λόγω του είδους τους, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680. Πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι το θεσπιζόμενο από την εν λόγω διάταξη νομικό καθεστώς, σε αντίθεση με το καθεστώς του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, δεν περιλαμβάνει επί της αρχής απαγόρευση επεξεργασίας τέτοιων δεδομένων, εντούτοις η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων επιτρέπεται «μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαί[α]», με την επιφύλαξη κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον, μεταξύ άλλων, επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο των κρατών μελών.

30.      Κατά τη νομολογία, σκοπός του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680 είναι η διασφάλιση αυξημένης προστασίας έναντι των επεξεργασιών τέτοιων δεδομένων, οι οποίες, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας αυτής, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα των συγκεκριμένων δεδομένων και του πλαισίου εντός του οποίου υποβάλλονται σε επεξεργασία, ενδέχεται να συνεπάγονται σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως είναι το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, η απαίτηση να επιτρέπεται η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων «μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαί[α]» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθορίζει ενισχυμένες προϋποθέσεις νομιμότητας της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, σε σχέση με τις προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, οι οποίες αναφέρονται μόνο στην «αναγκαιότητα» της επεξεργασίας δεδομένων που εμπίπτει, εν γένει, στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, αφενός, η χρήση του επιρρήματος «μόνο» πριν από τη φράση «όταν είναι απολύτως αναγκαί[α]» υπογραμμίζει ότι η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων. Αφετέρου, ο «απόλυτος» χαρακτήρας της αναγκαιότητας επεξεργασίας τέτοιων δεδομένων συνεπάγεται ότι η αναγκαιότητα αυτή πρέπει να εκτιμάται κατά τρόπο ιδιαιτέρως αυστηρό (20).

31.      Κατά δεύτερον, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει μεν αποφανθεί επανειλημμένως σχετικά με το ζήτημα της νομιμότητας της αποθήκευσης δεδομένων για σκοπούς επιβολής του νόμου, πλην όμως σε κανονιστικό και πραγματικό πλαίσιο πολύ διαφορετικό από αυτό της υπό κρίση υποθέσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε (21) ότι το δίκαιο της Ένωσης που απορρέει από την οδηγία 2002/58/ΕΚ (22), από το οποίο προκύπτει ότι οι χρήστες των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν, κατ’ αρχήν, νόμιμη προσδοκία ότι, εφόσον δεν έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για το αντίθετο, οι επικοινωνίες τους και τα σχετικά δεδομένα παραμένουν ανώνυμα και δεν καταγράφονται, αντιτίθεται σε μια γενική και χωρίς διάκριση αποθήκευση των δεδομένων κίνησης και θέσης, προληπτικώς, με σκοπό την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, ανεξάρτητα από τον βαθμό σοβαρότητάς της, και ότι η αποθήκευση αυτή επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μόνο σε περίπτωση σοβαρής, πραγματικής και ενεστώσας ή προβλέψιμης απειλής για την εθνική ασφάλεια. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε μέτρα τα οποία προβλέπουν, για τον σκοπό της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος, γενική και χωρίς διάκριση αποθήκευση των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών και, για χρονική περίοδο περιοριζόμενη στο απολύτως αναγκαίο, των διευθύνσεων IP των χρηστών, σε στοχευμένη αποθήκευση των δεδομένων, η οποία οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των υποκειμένων των δεδομένων ή μέσω γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, με δυνατότητα, όμως, παράτασης, καθώς και στην κατεπείγουσα αποθήκευση των σχετικών δεδομένων που διαθέτουν οι πάροχοι υπηρεσιών για ορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ όλα τα μέτρα αυτά πρέπει να διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η αποθήκευση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα υποκείμενα των δεδομένων διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων κατάχρησης.

32.      Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε το κριτήριο της τηρήσεως των ορίων του απολύτως αναγκαίου και για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της διαβίβασης, αποθήκευσης και χρήσης των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών των πτήσεων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταρτίζουν οι αερομεταφορείς (στο εξής: δεδομένα PNR), με σκοπό την πρόληψη και ανίχνευση τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων (23). Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, εφόσον η χρονική διάρκεια αποθήκευσης των δεδομένων PNR δύναται, βάσει της Συμφωνίας PNR ΕΕ‑Καναδά, να ανέλθει σε έως και πέντε έτη, η εν λόγω Συμφωνία καθιστά δυνατή την κατοχή πληροφοριών για την ιδιωτική ζωή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών για ιδιαιτέρως μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι, όσον αφορά τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών για τους οποίους δεν διαπιστώνεται ότι είναι επικίνδυνοι για τρομοκρατία ή σοβαρό διεθνικό έγκλημα κατά την άφιξή τους στον Καναδά και μέχρι την αναχώρησή τους από την εν λόγω τρίτη χώρα, δεν φαίνεται να υφίσταται, κατόπιν της αναχωρήσεώς τους, καμία σχέση, έστω και έμμεση, μεταξύ των δεδομένων PNR που τους αφορούν και του επιδιωκόμενου με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοπού, που να δικαιολογεί την αποθήκευση των δεδομένων αυτών. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η διαρκής αποθήκευση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τον Καναδά με σκοπό ενδεχόμενη πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα, ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε σχέσεως με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, δεν ήταν δικαιολογημένη (24).

33.      Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία της οδηγίας (ΕΕ) 2016/681 (25), η οποία υποχρεώνει τους αερομεταφορείς να διαβιβάζουν τα δεδομένα κάθε επιβάτη που ταξιδεύει σε πτήση εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκτελείται μεταξύ τρίτης χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη μονάδα στοιχείων επιβατών του κράτους μέλους προορισμού ή αναχώρησης της οικείας πτήσης, με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών εγκλημάτων. Τα κατ’ αυτόν τον τρόπο διαβιβαζόμενα δεδομένα PNR αποτελούν αντικείμενο προηγούμενης αξιολόγησης από τη μονάδα στοιχείων επιβατών κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου έξι μηνών και στη συνέχεια αποθηκεύονται επί πέντε έτη προς τον σκοπό ενδεχόμενης μεταγενέστερης αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη διενέργεια αναλύσεων για σημαντικό χρονικό διάστημα, ή ακόμη και επ’ αόριστον, για τα πρόσωπα που ταξιδεύουν αεροπορικώς περισσότερο από μία φορά κάθε πέντε έτη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία αυτή συνεπάγεται επεμβάσεις αναμφίβολης σοβαρότητας στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ιδίως στο μέτρο που αποσκοπεί στην καθιέρωση συστήματος συνεχούς, μη στοχευμένης και συστηματικής παρακολούθησης, το οποίο περιλαμβάνει αυτοματοποιημένη αξιολόγηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του συνόλου των προσώπων που κάνουν χρήση των υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών, πλην όμως επιδέχεται ερμηνείας σύμφωνης με τα άρθρα 7, 8 και 21, καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, μετά το πέρας της αρχικής εξάμηνης περιόδου αποθήκευσης, η αποθήκευση των δεδομένων PNR δεν φαίνεται να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο όσον αφορά τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών για τους οποίους δεν έχει διαπιστωθεί, ούτε από την προηγούμενη αξιολόγηση, ούτε από τυχόν διενεργηθέντες ελέγχους κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου, ούτε από οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων ικανών να στοιχειοθετήσουν κίνδυνο εμπλοκής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά των συγκεκριμένων επιβατών. Αντιθέτως, έκρινε ότι, κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου, η αποθήκευση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που υπάγονται στο σύστημα που καθιερώνει η οδηγία αυτή δεν φαίνεται, κατ’ αρχήν, να υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου.

34.      Κατ’ αντιδιαστολήν προς την προμνησθείσα νομολογία, έχει σημασία να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι, σε αντίθεση με ό,τι προβλέπεται σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων στην οδηγία 2002/58 (26), η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων δεν αποτελεί νομική βάση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680. Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 35 της εν λόγω οδηγίας, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων που τους ανατίθενται θεσμικά από τον νόμο, οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από τα φυσικά πρόσωπα ή να τα διατάσσουν να συμμορφώνονται προς τα σχετικά αιτήματα. Αφετέρου, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την αποθήκευση και αυτοματοποιημένη ανάλυση «ωκεανού δεδομένων» (27) τα οποία δημιουργούνται στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, αποθηκεύονται από ιδιωτικούς φορείς και διαβιβάζονται σε ανακριτικές υπηρεσίες, αλλά ένα ενιαίο αστυνομικό αρχείο το οποίο περιέχει τα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι διέπραξαν αδίκημα, ήτοι υπόπτων και ποινικώς καταδικασθέντων, και το οποίο υπάγεται στον αποκλειστικό έλεγχο δημόσιας αρχής και είναι αυστηρώς απόρρητο.

35.      H ιδιαιτερότητα του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου της προπαρατεθείσας νομολογίας αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πρόσκομμα για την άνευ ετέρου εφαρμογή των λύσεων που υιοθετήθηκαν στη νομολογία αυτή προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα, ιδίως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των σκοπών της αποθήκευσης των δεδομένων (διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας ή των εγκλημάτων που δεν εμπίπτουν σε αυτήν) και την αναγκαία συσχέτιση της σημασίας των σκοπών αυτών και του βαθμού σοβαρότητας των επεμβάσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα που μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένες (28). Με άλλα λόγια, η παραδοχή ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας εν γένει μπορεί να δικαιολογήσει μόνο μη σοβαρές επεμβάσεις (29) δεν μπορεί να υιοθετηθεί εν προκειμένω, ειδάλλως θα περιοριζόταν σημαντικά η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2016/680 και των εθνικών μηχανισμών έρευνας/δημόσιας ασφάλειας, όπως το επίμαχο αστυνομικό αρχείο, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου κανόνα, του οποίου ο σκοπός εκφράζει ακριβώς την ανάγκη να μπορεί να γίνει επεξεργασία, με αναλογικό τρόπο, των δεδομένων για αστυνομικούς σκοπούς. Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11 της οδηγίας 2016/680, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να θεσπίσει κανόνες που να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη φύση του τομέα που καλύπτει η οδηγία αυτή. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 12 αναφέρει ότι οι δραστηριότητες που εκτελούνται από την αστυνομία ή από άλλες αρχές επιβολής του νόμου επικεντρώνονται κυρίως στην πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, περιλαμβανομένων των αστυνομικών δραστηριοτήτων που εκτελούνται χωρίς προηγούμενη γνώση του κατά πόσον ένα περιστατικό αποτελεί ποινικό αδίκημα (30).

36.      Κατά τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 7 του Χάρτη, σχετικά με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε εκείνα τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και ότι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο για την άσκηση του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, συμφώνως προς το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω άρθρο 7 έχει την ίδια έννοια και το ίδιο πεδίο εφαρμογής με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπως αυτό ερμηνεύεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (31).

37.      Το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτελεί θεμελιώδη ρόλο στην άσκηση του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και ότι απλώς και μόνον η αποθήκευση σε μνήμη δεδομένων σχετικών με την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου συνιστά επέμβαση κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 8, ανεξαρτήτως του αν οι αποθηκευόμενες πληροφορίες χρησιμοποιούνται στη συνέχεια ή όχι. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, το εσωτερικό δίκαιο πρέπει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα αυτά είναι συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους καταγράφονται, και ότι αποθηκεύονται υπό μορφή που καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει την αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους γίνεται η καταγραφή τους. Το εσωτερικό δίκαιο πρέπει επίσης να περιλαμβάνει κατάλληλες εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των καταγραφόμενων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έναντι της ακατάλληλης και καταχρηστικής χρησιμοποίησής τους, παρέχοντας συγχρόνως συγκεκριμένη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως διαγραφής των αποθηκευμένων σε μνήμη δεδομένων. Πάντως, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι, προκειμένου να προστατεύσουν τον πληθυσμό τους, όπως είναι καθήκον τους, οι εθνικές αρχές συγκροτούν αρχεία που συμβάλλουν αποτελεσματικά στην καταστολή και στην πρόληψη ορισμένων αδικημάτων, ιδίως των σοβαρότερων. Ωστόσο, τέτοιοι μηχανισμοί δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν βάσει μιας υπέρμετρης λογικής μεγιστοποίησης των πληροφοριών που καταχωρίζονται σε αυτούς και της διάρκειας αποθήκευσης των πληροφοριών αυτών (32). Σχετικά με το τελευταίο αυτό ζήτημα, το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι η μη πρόβλεψη μέγιστης χρονικής διάρκειας για την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των καταδικασθέντων δεν είναι κατ’ ανάγκην ασύμβατη με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, αλλά και ότι η ύπαρξη και λειτουργία ορισμένων δικονομικών εγγυήσεων είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία στην περίπτωση αυτή (33).

Δ.      Επί της επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

38.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 68 του ZMVR και από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Βουλγαρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα δεδομένα που αφορά η επίμαχη εθνική ρύθμιση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία οικογενειακής κατάστασης του υποκειμένου των δεδομένων, τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται ή για τις οποίες έχει καταδικαστεί, τα δακτυλικά του αποτυπώματα, φωτογραφίες, δείγματα DNA προς τον σκοπό κατάρτισης προφίλ. Εφόσον τα δεδομένα αυτά περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή, οι διάφορες πράξεις επεξεργασίας στις οποίες ενδέχεται να υποβληθούν τα δεδομένα αυτά θίγουν το θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη. Επιπλέον, οι πράξεις επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, όπως οι προβλεπόμενες από την επίμαχη εθνική ρύθμιση, εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 του Χάρτη, για τον λόγο ότι αποτελούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου αυτού και πρέπει, συνακόλουθα, να πληρούν κατ’ ανάγκην τις απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο (34).

39.      Όπως και το ΕΔΔΑ, κατά το οποίο απλώς και μόνον η αποθήκευση σε μνήμη δεδομένων που αφορούν την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου συνιστά επέμβαση κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (35), το Δικαστήριο εκτιμά ότι η αποθήκευση των δεδομένων συνιστά, αφ’ εαυτής, επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ανεξαρτήτως του αν οι σχετικές με την ιδιωτική ζωή πληροφορίες έχουν ευαίσθητο χαρακτήρα ή του αν οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν τυχόν δυσμενείς συνέπειες λόγω της επέμβασης αυτής ή και ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης χρήσης των αποθηκευμένων δεδομένων (36).

40.      Η σοβαρότητα της επέμβασης που συνιστά η αποθήκευση είναι δεδομένη λόγω της φύσεως ορισμένων δεδομένων, ιδιαιτέρως των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων που περιλαμβάνονται στο αστυνομικό αρχείο, καθόσον το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει ως σημαντικούς τους κινδύνους που ενέχει η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, ιδίως στο πλαίσιο των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680 (37). Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας αυτής διευκρινίζεται ότι, λόγω της πολυπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα των γενετικών πληροφοριών, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος κατάχρησης και επαναχρησιμοποίησής τους για διάφορους σκοπούς από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η δε αιτιολογική σκέψη 51 της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ότι κίνδυνοι για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων είναι δυνατόν να προκύψουν από την επεξεργασία δεδομένων που θα μπορούσε να προκαλέσει περιουσιακή υλική ζημία ή ηθική βλάβη, μεταξύ άλλων, όταν διενεργείται επεξεργασία γενετικών ή βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός προσώπου ή δεδομένων που αφορούν σε ποινικές καταδίκες και αδικήματα.

41.      Η διάρκεια της αποθήκευσης των δεδομένων στο αστυνομικό αρχείο συντείνει επίσης στη διαπίστωση της σοβαρότητας της επέμβασης, καθόσον η αποθήκευση αυτή είναι δυνατή για όλη τη διάρκεια της ζωής του ποινικώς καταδικασθέντος. Τέλος, από το άρθρο 26, παράγραφος 6, του ZMVR προκύπτει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι δυνατόν να διαβιβάζονται σε αρμόδιες αρχές και παραλήπτες των κρατών μελών της Ένωσης, σε οργανισμούς και όργανα της Ένωσης, σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2016/680 αποσκοπεί στο να διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τέτοιων απειλών εντός της Ένωσης, καθώς και τη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και η αστυνομική συνεργασία (38). Υπενθυμίζω, σχετικώς, ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτάσσει, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση του ίδιου υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων που παρέχεται βάσει του δικαίου της Ένωσης και σε περίπτωση διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ένωση προς τρίτη χώρα (39).

42.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση συνεπάγεται επεμβάσεις αναμφίβολης σοβαρότητας στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, στο μέτρο που αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην καθιέρωση μηχανισμού συνεχούς αποθήκευσης ευαίσθητων δεδομένων των ποινικώς καταδικασθέντων, τα οποία ενδέχεται να αποσταλούν και πέραν των συνόρων του οικείου κράτους.

Ε.      Επί της δικαιολογήσεως της επεμβάσεως

43.      Όπως προεκτέθηκε, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, από δε το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη προκύπτει ότι επιτρέπονται περιορισμοί στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, ότι σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (40). Κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2016/680, οι αρχές επιβολής του νόμου μπορούν να ασκούν δραστηριότητες για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τέτοιων απειλών, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καθορίζονται από τον νόμο και συνιστούν απαραίτητο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, με δέουσα συνεκτίμηση των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερομένου φυσικού προσώπου.

44.      Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής απαιτεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της προστασίας αυτής να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου, εξυπακουομένου ότι, εφόσον υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων για την επίτευξη των επιδιωκόμενων θεμιτών σκοπών, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές. Επιπλέον, δεν μπορεί να επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο σκοπός αυτός πρέπει να συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αφορά το μέτρο, μέσω ισόρροπης στάθμισης μεταξύ, αφενός, του σκοπού γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, των επίμαχων δικαιωμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι προκαλούμενες από το μέτρο δυσχέρειες δεν είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Επομένως, κατά την εκτίμηση της δυνατότητας δικαιολόγησης ενός περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επέμβασης την οποία συνεπάγεται ένας τέτοιος περιορισμός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με τον περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή (41).

1.      Επί της τηρήσεως της αρχής της νομιμότητας

45.      Η απαίτηση κατά την οποία κάθε περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο συνεπάγεται ότι η νομική βάση που επιτρέπει την επέμβαση στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προσδιορίζει η ίδια την έκταση του περιορισμού στην άσκηση του οικείου δικαιώματος. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, επιπλέον, ότι η ρύθμιση με την οποία θεσπίζεται μέτρο που επιτρέπει τέτοια επέμβαση πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες οι οποίοι να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου και να επιβάλλουν ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις, έτσι ώστε τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται να έχουν επαρκείς εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων αυτών έναντι των κινδύνων κατάχρησης. Κατά συνέπεια, η νομική βάση κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/680 πρέπει, όπως έχει υπογραμμίσει, άλλωστε, και ο νομοθέτης της Ένωσης στην αιτιολογική σκέψη 33 της εν λόγω οδηγίας, να είναι διατυπωμένη με σαφήνεια και ακρίβεια, η δε εφαρμογή της να είναι προβλέψιμη για τους υπαγόμενους σε αυτήν. Ειδικότερα, τα εν λόγω πρόσωπα πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίσουν τις περιστάσεις και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να περιοριστεί η έκταση των δικαιωμάτων που τους παρέχει η εν λόγω οδηγία (42).

46.      Από την εξέταση της επίμαχης εθνικής ρύθμισης, όπως αυτή παρατίθεται στην απόφαση περί παραπομπής και συμπληρώθηκε με τις παρατηρήσεις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απαίτηση σχετικά με την «ποιότητα» του νόμου πληρούται εν προκειμένω, με την επισήμανση ότι η απαίτηση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο επίμαχος περιορισμός να διατυπώνεται με αρκούντως ευρείς όρους ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται σε διαφορετικές περιπτώσεις καθώς και στις μεταβολές των καταστάσεων (43).

47.      Ειδικότερα, φαίνεται ότι η εγγραφή και αποθήκευση των δεδομένων στο αστυνομικό αρχείο έχουν ως αποκλειστικούς σκοπούς, κατά το άρθρο 27 του ZMVR, την προστασία της εθνικής ασφάλειας, την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και την τήρηση της δημόσιας τάξης, η δε επεξεργασία αυτή αποσκοπεί στο να διευκολύνει την επιχειρησιακή δραστηριότητα έρευνας που περιγράφεται λεπτομερώς στο άρθρο 8 του εν λόγω νόμου (44). Η έκταση της επεξεργασίας, όσον αφορά το είδος των αδικημάτων που υπάγονται σε αυτήν, τα σχετικά δεδομένα, τους όρους συλλογής αυτών, τις πληροφοριακές βάσεις εντός των οποίων υποβάλλονται σε επεξεργασία και τη χρονική διάρκεια αποθήκευσής τους, καθορίζεται με επαρκή σαφήνεια στο άρθρο 68 του ZMVR και στο άρθρο 28 της Naredba za reda za izvarshvane i snemane na politseyska registratsia (κανονιστικής αποφάσεως περί των διαδικασιών εγγραφής στο αστυνομικό μητρώο και διαγραφής της εγγραφής αυτής, στο εξής: NRISPR). Η εθνική ρύθμιση προβλέπει, ρητώς και συμφώνως προς την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2016/680, διαδικασίες για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για την καταστροφή τους, μέσω της παροχής ενημέρωσης στο υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55 του zakon za zashtita na lichnite danni (νόμου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα), όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμά του να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας πρόσβαση στα δεδομένα και τη διόρθωση ή τη διαγραφή τους. Συναφώς, οι λόγοι διαγραφής, η διαδικασία και οι συνέπειες αυτής προσδιορίζονται στο άρθρο 68 του ZMVR και στα άρθρα 18 επ. της NRISPR. Η διατύπωση των διατάξεων αυτών είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει στους αποδέκτες του νόμου τη δυνατότητα να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους και επομένως ανταποκρίνεται στην απαίτηση προβλεψιμότητας που απορρέει από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (45).

2.      Επί του σεβασμού του βασικού περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

48.      Όσον αφορά το βασικό περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, η φύση των πληροφοριών που περιέχονται στο αστυνομικό αρχείο περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη πτυχή της ιδιωτικής ζωής, η οποία αφορά το ποινικό ιστορικό του υποκειμένου των δεδομένων, και συνεπώς δεν παρέχει τη δυνατότητα να συναχθούν συμπεράσματα, γενικώς, για την ιδιωτική ζωή του προσώπου αυτού, όπως για τις καθημερινές του συνήθειες, τους μόνιμους ή προσωρινούς τόπους διαμονής του, τις καθημερινές ή άλλες μετακινήσεις του, τις ασκούμενες δραστηριότητες, τις κοινωνικές σχέσεις του και τους κοινωνικούς κύκλους στους οποίους συχνάζει, ήτοι να καταρτιστεί το προφίλ του προσώπου αυτού. Όσον αφορά δε το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση οριοθετεί τους σκοπούς της επεξεργασίας δεδομένων και περιλαμβάνει εξαντλητική απαρίθμηση των αποθηκευμένων δεδομένων και των κανόνων που προορίζονται να διασφαλίσουν την πρόσβαση στα δεδομένα, τη διόρθωση ή τη διαγραφή τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επέμβαση την οποία συνεπάγεται η αποθήκευση των δεδομένων που προβλέπει η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα ως άνω άρθρα (46).

3.      Επί του σκοπού γενικού συμφέροντος και επί της καταλληλότητας της επίμαχης επεξεργασίας δεδομένων σε σχέση με τον σκοπό αυτόν

49.      Όπως επισημάνθηκε στις παρούσες προτάσεις, τα δεδομένα που προέρχονται από την εγγραφή προσώπων στο αστυνομικό αρχείο βάσει του άρθρου 68 του ZMVR χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τήρησης της δημόσιας τάξης. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση ανέφερε ότι τα δεδομένα συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας έχει απαγγελθεί κατηγορία κατά του υποκειμένου των δεδομένων, καθώς και για να γίνει αντιπαραβολή τους με άλλα δεδομένα που έχουν συλλεγεί στο πλαίσιο ερευνών για άλλα αδικήματα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός αφορά επίσης την αντιπαραβολή με δεδομένα που έχουν συλλεγεί σε άλλα κράτη μέλη (47).

50.      Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η συγκεκριμένη επεξεργασία εμπίπτει στην επιχειρησιακή ερευνητική δραστηριότητα που περιγράφεται στο άρθρο 8 του ZMVR, σκοποί της οποίας είναι οι εξής: η πρόληψη και ανίχνευση ποινικών αδικημάτων, απειλών κατά της εθνικής ασφάλειας και προσβολών της δημόσιας τάξης· η αναζήτηση φυγόδικων ή φυγόποινων προσώπων σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και η αναζήτηση εξαφανισθέντων προσώπων· η αναζήτηση αντικειμένων που αποτελούν το όργανο ή το μέσο τέλεσης ποινικού αδικήματος ή που μπορούν να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και η επιμέλεια και αποθήκευση των υλικών αποδεικτικών στοιχείων και η προσκόμισή τους στις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

51.      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος της Ένωσης δυνάμενο να δικαιολογήσει ακόμη και σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Κατά τα λοιπά, η προστασία αυτή συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Συναφώς, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά και στην ασφάλεια, με τη διάταξη αυτή να κατοχυρώνει δικαιώματα αντίστοιχα εκείνων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ (48). Στην υπόθεση που αφορούσε τη συμβατότητα της συλλογής και καταχώρισης δεδομένων στο ίδιο αρχείο της βουλγαρικής αστυνομίας, το Δικαστήριο έκρινε σαφώς ότι η συλλογή γενετικών και βιομετρικών δεδομένων κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προς τον σκοπό της καταγραφής τους επιδιώκει σκοπούς προβλεπόμενους στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680, και συγκεκριμένα τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων, οι οποίοι συνιστούν αναγνωριζόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος. Το Δικαστήριο προσέθεσε επίσης ότι η συλλογή αυτή μπορεί να συντείνει στην επίτευξη του σκοπού που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2016/680, κατά τον οποίο, για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται στο πλαίσιο της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων και πέραν του πλαισίου αυτού, ώστε να κατανοούν καλύτερα τις εγκληματικές δραστηριότητες και να προβαίνουν σε συσχετισμούς μεταξύ διαφορετικών διαπιστωθέντων ποινικών αδικημάτων (49). Οι εν λόγω εκτιμήσεις ισχύουν ασφαλώς και για το μέτρο της αποθήκευσης των δεδομένων.

52.      Το γεγονός ότι η αποθήκευση των δεδομένων στο αστυνομικό αρχείο αποτελεί επεξεργασία που καθιστά δυνατή την επίτευξη των σκοπών γενικού συμφέροντος της ανίχνευσης και, κατά συνέπεια, της πρόληψης των ποινικών αδικημάτων φρονώ ότι δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Είναι προφανές ότι ένα αστυνομικό αρχείο το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία οικογενειακής κατάστασης, τις φωτογραφίες, τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα –ήτοι τα μοναδικά και αμετάβλητα προσωπικά φυσικά χαρακτηριστικά– των καταγεγραμμένων ατόμων αποτελεί πλήρως κατάλληλο εργαλείο έρευνας για τις υπηρεσίες ασφαλείας προς τον σκοπό της εξιχνίασης των αδικημάτων και της ταυτοποίησης των δραστών. Υπ’ αυτή την έννοια, η επίμαχη εθνική ρύθμιση ανταποκρίνεται σε αντικειμενικά κριτήρια, βάσει των οποίων τεκμηριώνεται η σχέση μεταξύ των προς αποθήκευση δεδομένων και του επιδιωκόμενου σκοπού (50).

4.      Επί του αναγκαίου και αναλογικού χαρακτήρα της επίμαχης επεμβάσεως

53.      Μολονότι η αποθήκευση των δεδομένων στο επίμαχο αστυνομικό αρχείο είναι προδήλως κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, απομένει να εξεταστεί αν η απορρέουσα από την αποθήκευση αυτή επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, υπό την έννοια ότι ο σκοπός δεν θα μπορούσε ευλόγως να επιτευχθεί κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με άλλα μέσα τα οποία θίγουν λιγότερο τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και να εξακριβωθεί αν η επέμβαση δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον ως άνω σκοπό, εκτίμηση η οποία απαιτεί ιδίως να γίνει στάθμιση μεταξύ της σημασίας του σκοπού και της σοβαρότητας της επέμβασης (51).

54.      Κατά τη διενέργεια του ελέγχου αυτού, πρέπει να ληφθούν υπόψη, στην υπό κρίση περίπτωση, ο σκοπός του αστυνομικού αρχείου, η φύση των σχετικών αδικημάτων και ο αριθμός των προσώπων που ενδέχεται να εγγραφούν στο αρχείο αυτό, ο ιδιαιτέρως ευαίσθητος χαρακτήρας των συλλεγόμενων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η διάρκεια της αποθήκευσής τους, οι νομικές και/ή τεχνικές εγγυήσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία για την πρόσβαση στο αρχείο και για τον έλεγχο της αποθήκευσης των δεδομένων σε αυτό.

α)      Επί του σκοπού του αρχείου

55.      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η αποθήκευση των δεδομένων μπορεί να είναι αναγκαία για τους σκοπούς της διενέργειας συναφών ελέγχων, οι οποίοι εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την πρόληψη της εγκληματικότητας και τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας. Επομένως, η πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται σε ένα αστυνομικό αρχείο θα έπρεπε να είναι δυνατή όχι μόνο για την αναζήτηση των δραστών ποινικών αδικημάτων, αλλά και για σκοπούς διοικητικής τάξεως, στο πλαίσιο ερευνών που διενεργούνται πριν από την έκδοση αποφάσεων πρόσληψης ή παροχής εξουσιοδότησης για ορισμένες θέσεις εργασίας στο δημόσιο ή ευαίσθητες θέσεις, με σκοπό να εξακριβωθεί ότι η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων δεν είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων.

56.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Βουλγαρική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε το συμπέρασμα που μπορούσε να συναχθεί από τη ρητή διατύπωση του άρθρου 27 του ZMVR, δηλαδή ότι το επίμαχο αστυνομικό αρχείο αποτελεί βοηθητικό εργαλείο στο πλαίσιο δικαστικών και όχι διοικητικών ερευνών. Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική, όσον αφορά τις συνέπειες της εγγραφής ενός προσώπου σε αρχείο καταγραφής ποινικού ιστορικού, καθόσον το μειονέκτημα της εγγραφής στο αρχείο αυτό δεν συνεπάγεται αδυναμία πρόσβασης σε ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες (52). Η εγγραφή στο επίμαχο αστυνομικό αρχείο δεν αποτελεί ούτε τιμωρία ούτε παρεπόμενη ποινή, ο σκοπός της περιορίζεται σαφώς στη διενέργεια δικαστικών ερευνών, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς και μόνον από υπηρεσίες που υπέχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας.

57.      Γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για ένα ενιαίο αρχείο το οποίο εξυπηρετεί εξαιρετικά ευρείς σκοπούς στο πλαίσιο της δικαστικής αστυνομίας, περιέχει ποικίλες πληροφορίες, από απλά στοιχεία οικογενειακής κατάστασης έως βιομετρικά και γενετικά δεδομένα, και στο οποίο καταγράφονται άτομα που δεν υπάγονται στο ίδιο δικονομικό καθεστώς. Σε άλλες νομοθεσίες, αντί της μίας και της αυτής επεξεργασίας του συνόλου των πληροφοριών, κρίθηκε προτιμότερη η συγκρότηση περισσότερων του ενός αστυνομικών αρχείων τα οποία επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς, έχουν μία και μόνη χρήση και σε αυτά καταγράφεται ένα είδος δεδομένων.

β)      Επί των αδικημάτων και των προσώπων που αφορά η επίμαχη ρύθμιση

58.      Η αποθήκευση των δεδομένων στο αστυνομικό αρχείο αφορά τους κατηγορουμένους και τους καταδικασθέντες για εκ προθέσεως τελούμενα και αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα, υπό την έννοια ότι την ποινική δίωξη κινεί ο εισαγγελέας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Βουλγαρική Κυβέρνηση, από την κατηγορία αυτή αποκλείονται τα μη εκ προθέσεως τελούμενα αδικήματα, τα πλημμελήματα και εγκλήματα ιδιωτικής φύσης, καθώς και ορισμένα αδικήματα για τα οποία έχει επιβληθεί διοικητική κύρωση. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η μεγάλη πλειονότητα των αδικημάτων που προβλέπονται από τον ποινικό κώδικα τελούνται εκ προθέσεως και σχεδόν όλα τα αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως (53).

59.      Διαπιστώνεται ότι η εθνική ρύθμιση δεν αφορά περιοριστικώς απαριθμούμενα αδικήματα, δεν διακρίνει τα αδικήματα ανάλογα με τη φύση τους, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τη σοβαρότητα των πράξεων και την εφαρμοστέα ποινή, ούτε προβλέπει κριτήριο συνδεόμενο με συγκεκριμένο ύψος ποινής φυλάκισης. Επομένως, ποικίλες παραβατικές συμπεριφορές εντάσσονται σε ένα ενιαίο και ευρύ σύνολο, ασφαλώς με την επιφύλαξη που σχετίζεται με την αναγκαιότητα να έχουν τελεστεί εκ προθέσεως, γεγονός που σημαίνει ότι αποκλείονται εξ ορισμού αδικήματα ήσσονος σοβαρότητας για τα οποία αρκεί απλώς η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης (54), καθώς και τα αδικήματα που τελούνται εξ απλής αμελείας ή λόγω απερισκεψίας. Κληθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση να διευκρινίσει ποια αδικήματα περιλαμβάνει η επίμαχη κατηγορία αδικημάτων, η Βουλγαρική Κυβέρνηση δυστυχώς περιορίστηκε στην αναφορά ότι δεν πρόκειται μόνο για αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον πέντε ετών.

60.      Όσον αφορά τα πρόσωπα που αφορά η επίμαχη ρύθμιση, παρατηρείται ότι η επικρινόμενη επεξεργασία δεδομένων περιορίζεται με βάση την ηλικία των υποκειμένων των δεδομένων, δεδομένου ότι από το άρθρο 4 της NRISPR προκύπτει ότι οι ανήλικοι δεν υπόκεινται σε εγγραφή στο αστυνομικό αρχείο, γεγονός που μειώνει αντιστοίχως τον αριθμό των εγγεγραμμένων στο εν λόγω αρχείο ατόμων. Το επίμαχο μέτρο διακρίνει δύο κατηγορίες ατόμων, τους κατηγορουμένους και τους καταδικασθέντες. Για τα εν λόγω πρόσωπα έχει προηγουμένως διαπιστωθεί, στο πλαίσιο των εφαρμοστέων εθνικών διαδικασιών και βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν διακρίσεις, ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια ή την τήρηση της δημόσιας τάξης. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν μέτρα αποθήκευσης σε βάρος προσώπων τα οποία κατηγορούνται βάσει μιας τέτοιας ταυτοποίησης, δηλαδή μιας κατηγορίας προσώπων για τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι διέπραξαν ποινικό αδίκημα, ή τα οποία έχουν καταδικαστεί, γεγονός που σημαίνει ότι στοιχειοθετήθηκε η ποινική τους ευθύνη, καταστάσεις οι οποίες ενδέχεται να συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο υποτροπής (55). Η υποτροπή, νοούμενη υπό τη συνήθη ευρύτερη έννοια της επαναλαμβανόμενης παραβατικής συμπεριφοράς, αποτελεί φαινόμενο το οποίο κάθε κράτος μέλος επιχειρεί να αναλύσει και τους παράγοντες του οποίου προσπαθεί να κατανοήσει, καθήκον δύσκολο, δεδομένου ότι εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα αντικειμενικών και αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων σχετικά με την παραβατικότητα. Εφόσον υπάρχουν τέτοια στοιχεία, είναι πιθανό να αποκαλύψουν ότι το ποινικό ιστορικό αποτελεί σημαντικό παράγοντα υποτροπής (56).

61.      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι κατηγορούμενοι και τα δεδομένα τους προορίζονται να «εξαφανισθούν» από το αστυνομικό αρχείο εφόσον η ποινική διαδικασία που τους αφορά περατωθεί με απόφαση αρχειοθετήσεως ή με αθωωτική απόφαση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 68 του ZMVR, γεγονός που ασφαλώς επιδρά στον αριθμό των εγγεγραμμένων στο εν λόγω αρχείο προσώπων, τον οποίο η Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει (57).

γ)      Επί της φύσεως των δεδομένων και επί της διάρκειας αποθήκευσης

62.      Όσον αφορά τα υποβαλλόμενα σε επεξεργασία δεδομένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αυξημένης προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο εν λόγω σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση άλλων κατηγοριών δεδομένων πέραν εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 (58). Όπως προεκτέθηκε, τα δεδομένα των οποίων προβλέπεται η αποθήκευση δύνανται προδήλως να συμβάλουν στην πρόληψη, ανίχνευση ή δίωξη αδικημάτων που εμπίπτουν στον τομέα της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τήρησης της δημόσιας τάξης. Ομοίως, κατ’ εμέ, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι οι σκοποί αυτοί μπορούν να επιτευχθούν κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό μόνο με βάση τα στοιχεία οικογενειακής κατάστασης ή τις φωτογραφικές λήψεις του ατόμου που αφορά η καταγραφή, χωρίς να περιοριστεί υπέρμετρα η δυνατότητα των ανακριτικών υπαλλήλων να εξιχνιάζουν αδικήματα αντιπαραβάλλοντας τα συλλεγόμενα κατά τη διάρκεια της έρευνας δεδομένα προς τα δεδομένα που έχουν καταχωρισθεί στο αρχείο επ’ ευκαιρία προηγούμενων ερευνών (59). Ευτυχώς έχει παρέλθει η εποχή που η ομολογία θεωρείτο ως η βασίλισσα των αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι τα στοιχεία που συλλέγονται από τις τεχνικές και εγκληματολογικές υπηρεσίες της αστυνομίας έχουν επαξίως αντικαταστήσει στην ιεραρχία των αποδεικτικών μέσων ένα αμφίβολης αξιοπιστίας αποδεικτικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα υποβαλλόμενα σε επεξεργασία δεδομένα είναι συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκονται με αυτήν.

63.      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει συγκεκριμένη μέγιστη διάρκεια αποθήκευσης των πληροφοριών που καταχωρίζονται στο αρχείο, δεδομένου ότι τα δεδομένα αποθηκεύονται μόνο για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία που περατώνεται με απόφαση αρχειοθέτησης ή με αθωωτική απόφαση, όσον αφορά ορισμένους κατηγορουμένους, ή εφ’ όρου ζωής, όσον αφορά τα πρόσωπα που εν τέλει καταδικάζονται. Όπως προκύπτει από όσα ανέφερε η Βουλγαρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η διαγραφή επέρχεται αυτεπαγγέλτως με τον θάνατο του ενδιαφερομένου, ενώ οι κληρονόμοι έχουν, επιπροσθέτως, το δικαίωμα να ζητήσουν τη διαγραφή της εγγραφής κατά το άρθρο 68, παράγραφος 6, του ZMVR. Πρέπει να θεωρηθεί ότι η κατάσταση αυτή ισοδυναμεί, σε σχέση με τη διατύπωση του άρθρου 5 της οδηγίας 2016/680, με τη μη θέσπιση κατάλληλων προθεσμιών για τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι ο όρος «προθεσμία» πρέπει απαραιτήτως να αντιστοιχεί σε χρονική περίοδο εκπεφρασμένη σε έτη, μήνες ή ημέρες; Εάν ναι, η ίδια ως άνω διάταξη προβλέπει, ως εναλλακτική επιλογή, τον καθορισμό, στην εθνική νομοθεσία, προθεσμιών για την περιοδική επανεξέταση της αναγκαιότητας αποθήκευσης των δεδομένων αυτών (60).

64.      Όσον αφορά τα δεδομένα των κατηγορουμένων και λαμβανομένης υπόψη της επιλογής του Βούλγαρου νομοθέτη να μην αποθηκεύονται ελλείψει καταδικαστικής απόφασης μετά το πέρας της διαδικασίας που τους αφορά, η κατ’ ανάγκην απρόβλεπτη διάρκεια της διαδικασίας αυτής δεν επιτρέπει άλλες επιλογές, πλην του να προβλέπεται ρητά ένα χρονικό όριο προκειμένου να αποφεύγεται η υπερβολική διάρκεια αυτής. Όσον αφορά τους καταδικασθέντες, φρονώ ότι η αναφορά στον θάνατο του προσώπου θέτει όντως ένα χρονικό όριο, το οποίο συνδέεται με τη βιολογική διάρκεια ζωής του υποκειμένου των δεδομένων, αποκλείοντας τον χαρακτηρισμό της διάρκειας για την αποθήκευση των δεδομένων ως αόριστης ή απεριόριστης (61). Η λήξη της περιόδου αποθήκευσης είναι προκαθορισμένη, ακόμη και αν η ακριβής ημερομηνία αυτής είναι, εξ ορισμού, απροσδιόριστη. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω ότι η Βουλγαρική Κυβέρνηση ανέφερε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι προβλέπεται οίκοθεν περιοδικός επανέλεγχος των εγγραφών στο αρχείο, ο οποίος εν προκειμένω διενεργείται κάθε τρεις μήνες, γεγονός που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 5 της οδηγίας 2016/680.

65.      Πάντως, είναι αναμφισβήτητο ότι, ανάλογα με την ηλικία του υποκειμένου των δεδομένων κατά τον χρόνο της εγγραφής του στο αρχείο και τον χρόνο του θανάτου του, η αποθήκευση μπορεί να έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, μεγαλύτερη από την περίοδο που προβλέπεται για τη διαπίστωση υποτροπής ή από την προθεσμία παραγραφής της δυνατότητας ασκήσεως ποινικής δίωξης για το σοβαρότερο αδίκημα (62). Εντούτοις, αυτή η διάρκεια αποθήκευσης δικαιολογείται από τον αστυνομικό σκοπό της επεξεργασίας, που είναι η συλλογή ενδείξεων και αποδείξεων για την ταυτοποίηση των δραστών παρελθόντων ή μελλοντικών αδικημάτων, με την παρατήρηση ότι ο κίνδυνος διάπραξης ποινικών αδικημάτων, είτε σοβαρών είτε όχι, έχει γενικό και μόνιμο χαρακτήρα (63). Η ενίοτε πολύ καθυστερημένη επίλυση ανεξιχνίαστων υποθέσεων καταδεικνύει συγχρόνως τόσο τις μεγάλες δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι ανακριτικές υπηρεσίες όσο και τη σημασία της μακροπρόθεσμης αποθήκευσης των συλλεγόμενων βιομετρικών και γενετικών δεδομένων στα σχετικά αρχεία (64).

δ)      Επί της υπάρξεως νομικών και τεχνικών εγγυήσεων όσον αφορά την αποθήκευση των δεδομένων και την πρόσβαση σε αυτά

66.      Η αναλογικότητα της επέμβασης την οποία συνεπάγεται η αποθήκευση των δεδομένων που περιλαμβάνονται στο αστυνομικό αρχείο δεν μπορεί να εξεταστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στο αρχείο αυτό και τον έλεγχο της δικαιολόγησης της αποθήκευσης δεδομένων στο εν λόγω αρχείο. Κατά το ΕΔΔΑ, εφόσον ένα κράτος παρέχει εις εαυτό την εξουσία αποθήκευσης για αόριστη χρονική διάρκεια, η ύπαρξη και λειτουργία ορισμένων αποτελεσματικών εγγυήσεων καθίσταται καθοριστική. Συγκεκριμένα, το εσωτερικό δίκαιο πρέπει να περιλαμβάνει εγγυήσεις που να είναι ικανές να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα καταγραφόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έναντι της ακατάλληλης και καταχρηστικής χρησιμοποίησής τους και να καθιστούν δυνατή τη διαγραφή των δεδομένων αυτών αφ’ ης στιγμής η συνεχιζόμενη αποθήκευσή τους καθίσταται δυσανάλογη, ιδίως παρέχοντας συγκεκριμένη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως διαγραφής των αποθηκευμένων σε μνήμη δεδομένων (65).

1)      Επί των προϋποθέσεων πρόσβασης στο αρχείο

67.      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 28, 56 και 57 της οδηγίας 2016/680 καθώς και από τα άρθρα 24, 25 και 29 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας και εμπιστευτικότητας, μεταξύ άλλων αποτρέποντας τη χωρίς εξουσιοδότηση πρόσβαση στα δεδομένα και στον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία τους, καθώς και τη χωρίς εξουσιοδότηση χρήση των εν λόγω δεδομένων και του εν λόγω εξοπλισμού. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας τήρηση αρχείων, τα οποία δύνανται να παράσχουν στην αρχή ελέγχου, κατόπιν αιτήματός της, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την πραγματοποιούμενη επεξεργασία δεδομένων, καθώς και καταχωρίσεις για ορισμένες πράξεις επεξεργασίας, όπως η αναζήτηση πληροφοριών, η διαβίβαση και η διαγραφή. Κατά την αιτιολογική σκέψη 60 της οδηγίας 2016/680, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να εφαρμόζει μέτρα για τον μετριασμό των εγγενών κινδύνων της εν λόγω επεξεργασίας, αφού προηγουμένως τους αξιολογήσει, κίνδυνοι οι οποίοι συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων.

68.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Βουλγαρική Κυβέρνηση ανέφερε ότι η εθνική νομοθεσία πληροί τις απαιτήσεις αυτές, κάνοντας λόγο για την ύπαρξη συνόλου κανόνων οι οποίοι προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την κατάρτιση ονομαστικών καταλόγων των υπαλλήλων που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα, την υποχρέωση κάθε χρήστη να αναφέρει τους λόγους που δικαιολογούν το δικαίωμά του για πρόσβαση, την ταυτότητά του, την ημερομηνία και την ώρα της πρόσβασης (66). Οι εν λόγω εγγυήσεις, όσον αφορά τον κύκλο των προσώπων που δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στο αρχείο και τις διαδικασίες πρόσβασης, φαίνονται ικανές να αποτρέψουν κάθε κατάχρηση ή δόλια χρησιμοποίηση της πρόσβασης στο αρχείο και, συνεπώς, τη δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

2)      Επί του ελέγχου της αποθήκευσης των δεδομένων στο αρχείο

69.      Είναι σαφές ότι ο προαναφερθείς έλεγχος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 6, του ZMVR, έχει διττό χαρακτήρα, δεδομένου ότι διενεργείται αυτεπαγγέλτως από τις αρμόδιες αρχές, υπό τη μορφή οίκοθεν ελέγχου, και κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του ενδιαφερομένου ή των κληρονόμων του, οι δε λόγοι διαγραφής της εγγραφής στο αρχείο προβλέπονται, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, κατά τρόπο εξαντλητικό στη συγκεκριμένη διάταξη. Μεταξύ των λόγων αυτών δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση ατόμου το οποίο έχει αποκατασταθεί, με συνέπεια τη διαγραφή της σχετικής καταδίκης από το ποινικό του μητρώο, ενώ μόνον ο προβλεπόμενος στο άρθρο 68, παράγραφος 6, σημείο 1, του ZMVR λόγος, ο οποίος αφορά καταχώριση διενεργηθείσα κατά παράβαση του νόμου, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την υποβολή αιτήσεως διαγραφής εκ μέρους καταδικασθέντος η οποία λαμβάνει χώρα, όπως εν προκειμένω, ενόσω ο ίδιος βρίσκεται εν ζωή και, επομένως, πριν από τη λήξη της νόμιμης διάρκειας για την αποθήκευση που επέρχεται με τον θάνατό του.

70.      Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 68, παράγραφος 6, του ZMVR, υπό το πρίσμα του τρόπου εφαρμογής του από τις αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια δικαστήρια, η Βουλγαρική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει την τροποποίηση μιας εγγραφής εις βάρος κατηγορουμένου η οποία κατέστη εσφαλμένη κατόπιν μεταβολής του χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης από το δικαστήριο. Απέκλεισε δε οποιαδήποτε δυνατότητα διαγραφής μιας εγγραφής στο εν λόγω αρχείο λόγω αποκαταστάσεως του καταδικασθέντος. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι το επίμαχο αρχείο αποτελεί εργαλείο έρευνας το οποίο αποσκοπεί στη διευκόλυνση της επιχειρησιακής δράσης της δικαστικής αστυνομίας και όχι, κατ’ ακριβολογίαν, αρχείο καταγραφής ποινικού ιστορικού όπως το ποινικό μητρώο. Τα δύο αυτά μέσα δεν εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: το πρώτο είναι μια μνήμη στην υπηρεσία αποκλειστικώς των ανακριτικών υπαλλήλων με σκοπό να τους παρασχεθεί η δυνατότητα, μακροπρόθεσμα, να εξιχνιάσουν παρελθόντα ή μελλοντικά αδικήματα, ενώ το δεύτερο προορίζεται να καθοδηγήσει το έργο των δικαστών κατά την επιβολή της ποινικής κύρωσης σε μια συγκεκριμένη υπόθεση. Ειδικότερα, συνεπεία της αποκατάστασης που συνεπάγεται τη διαγραφή της σχετικής καταδίκης από το ποινικό μητρώο, το άτομο μπορεί, ενδεχομένως, να επανέλθει σε καθεστώς παραβάτη που διαπράττει για πρώτη φορά αδίκημα, βάσει του οποίου μπορεί να του επιβληθεί μικρότερη ποινή ή να εξασφαλίσει τη μετατροπή της ποινής. Ωστόσο, η αποθήκευση των δεδομένων του στο αστυνομικό αρχείο εξακολουθεί να είναι κατ’ αρχήν αναγκαία από την άποψη του ευρύτερου σκοπού του αρχείου αυτού, ο οποίος αφορά την ανίχνευση, εξιχνίαση και πρόληψη των αδικημάτων.

71.      Πάντως, από τις παρατηρήσεις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι ο λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 6, σημείο 1, του ZMVR δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της αναγκαιότητας αποθήκευσης των δεδομένων από την άποψη της χρονικής διάρκειάς της. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, ούτε διοικητική ή δικαστική πρακτική, που να παρέχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να διαγράψει, στο πλαίσιο της τριμηνιαίας επανεξέτασης, την εγγραφή στο εν λόγω αρχείο, ή στον ενδιαφερόμενο να ζητήσει τη διαγραφή της εγγραφής αυτής εάν η αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον αναγκαία λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που έχει παρέλθει από την καταχώριση. Φαίνεται δε ότι ούτε το εθνικό δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως που απορρίπτει την αίτηση διαγραφής δύναται να προβεί σε μια τέτοια εκτίμηση.

ΣΤ.    Ενδιάμεσο συμπέρασμα

72.      Μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ανωτέρω περιγραφόμενα κριτήρια αποθήκευσης των δεδομένων είναι αρκούντως στοχευμένα, αναλογικά και συγκεκριμένα, και ότι η επεξεργασία των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σέβεται τα όρια του απολύτως αναγκαίου ή της απόλυτης αναγκαιότητας; Το Δικαστήριο θα μπορούσε να δώσει αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό για τους εξής λόγους.

73.      Πρέπει να υπογραμμιστεί, πρώτον, ότι το ζήτημα της αναγκαιότητας αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τίθεται με ιδιαίτερη ένταση όταν η επεξεργασία των δεδομένων επιτρέπεται, όπως εν προκειμένω, για προληπτικούς σκοπούς. Συναφώς, το πραγματικό κριτήριο που δικαιολογεί την καταγραφή και την αποθήκευση των δεδομένων στο επίμαχο αστυνομικό αρχείο είναι η επικινδυνότητα των υποκειμένων των δεδομένων, κριτήριο το οποίο συνεπάγεται αξιολόγηση των κινδύνων. Στην υπό κρίση περίπτωση, διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση αυτή περιορίζεται στη διαπίστωση περί υπάρξεως υπόνοιας ή αποδεδειγμένης διάπραξης εκ προθέσεως τελούμενου αδικήματος, κριτήριο το οποίο όντως δεν είναι πολύ συγκεκριμένο, δεδομένου ότι αφορά ένα συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, ή ακόμη και την ίδια τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης. Ειδικότερα, εκτιμώ ότι το εθνικό σύστημα αποθήκευσης λαμβάνει υπόψη έναν ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας όσον αφορά το αδίκημα και καλύπτει μεγάλη ποικιλία προσβολών της δημόσιας τάξης, χωρίς να απαιτείται a priori η επιβολή κυρώσεως συνιστάμενης σε ποινή φυλάκισης, πράγμα από το οποίο συνάγεται ότι έχει εφαρμογή ανεξαρτήτως της φύσης ή της σοβαρότητας του αδικήματος (67). Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης βουλγαρική νομοθεσία, η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος, είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς την απαίτηση του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, διότι μπορεί να οδηγήσει, αδιακρίτως και γενικώς, στην εν λόγω συλλογή, καθόσον η έννοια του «αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εκ προθέσεως τελεσθέντος ποινικού αδικήματος» έχει ιδιαιτέρως γενικό χαρακτήρα και μπορεί να έχει εφαρμογή σε μεγάλο αριθμό ποινικών αδικημάτων, ανεξαρτήτως της φύσης και της σοβαρότητάς τους (68).

74.      Οι στατιστικές μελέτες μπορεί μεν να αποκαλύπτουν ότι το ποινικό ιστορικό αποτελεί σημαντικό παράγοντα της υποτροπής, ωστόσο υπογραμμίζουν και την ύπαρξη αντικειμενικών παραγόντων που επιτείνουν τον κίνδυνο υποτροπής, οι οποίοι σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με το φύλο, την ηλικία και τη φύση του αρχικού αδικήματος, τα χρονικά διαστήματα επανάληψης της παραβατικής συμπεριφοράς, καθώς και το γεγονός ότι η υποτροπή συνδέεται πολύ στενά με τη φύση του αδικήματος που αποτελεί την αιτία της κράτησης (69). Χρησιμοποιώντας ως κριτήριο αποθήκευσης των δεδομένων μέχρι τον θάνατο του ενδιαφερομένου οποιαδήποτε καταδίκη για εκ προθέσεως τελούμενο αδίκημα, ακόμη και την πρώτη (70), η επεξεργασία των δεδομένων αυτών φαίνεται ότι κινείται στη λογική μιας πολύ εκτεταμένης παρακολούθησης του παραβατικού ιστορικού, ανεξαρτήτως τόσο της φύσης και/ή της σοβαρότητας των αξιόποινων πράξεων όσο και της ηλικίας του παραβάτη. Όπως έχει επισημάνει και το ΕΔΔΑ, τίθεται το ζήτημα μήπως η λογική αυτή, στην ακραία εκδοχή της, οδηγεί πρακτικά στη δικαιολόγηση της αποθήκευσης πληροφοριών για το σύνολο του πληθυσμού και για τους αποβιώσαντες συγγενείς τους, πράγμα το οποίο ασφαλώς θα ήταν υπερβολικό και αλυσιτελές (71). Σημειώνω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου ποινικού αδικήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο από το οποίο μπορεί αυτό καθεαυτό να συναχθεί ότι η συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του είναι απολύτως αναγκαία, υπό το πρίσμα των σκοπών που αυτή επιδιώκει (72).

75.      Δεύτερον, φαίνεται ότι τα δεδομένα αποθηκεύονται ανεξαρτήτως της αναγκαιότητας αποθήκευσής τους μέχρι τον θάνατο του υποκειμένου των δεδομένων. Βάσει του γράμματος του άρθρου 68, παράγραφος 6, του ZMVR και της ερμηνείας του, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να διαγράψουν τα δεδομένα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν έχουν σχέση με την εξέλιξη της κατάστασης του προσώπου αυτού μετά την καταχώριση στο αρχείο. Λογικά το ίδιο ισχύει και για την προβλεπόμενη από την ίδια διάταξη αίτηση διαγραφής που μπορεί να υποβάλει το εν λόγω πρόσωπο, η οποία δεν έχει αρκούντως αποτελεσματικό χαρακτήρα διότι δεν παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβωθεί εάν η διάρκεια αποθήκευσης των δεδομένων είναι αναλογική σε σχέση με τον σκοπό της επίμαχης επέμβασης. Για την εκτίμηση αυτή θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορα κριτήρια, όπως η φύση και η σοβαρότητα των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, ο χρόνος που έχει παρέλθει από αυτά, η εναπομένουσα χρονική διάρκεια αποθήκευσης ή η ηλικία εκάστου αιτούντος, και μάλιστα σε σχέση με την προσωπική του κατάσταση, ήτοι η ηλικία κατά την οποία τέλεσε τις πράξεις, η μετέπειτα συμπεριφορά του (κοινωνική ένταξη, αποζημίωση των θυμάτων), η προσωπικότητά του, το δε ευεργέτημα της αποκατάστασης δύναται, στο πλαίσιο αυτό, να αποτελέσει στοιχείο της συνολικής εκτίμησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δικαίωμα ελέγχου που διαθέτει, μεταξύ άλλων, το εγγεγραμμένο στο αρχείο πρόσωπο, είναι τόσο περιορισμένο ώστε καθίσταται σχεδόν υποθετικό (73).

76.      Οι ανωτέρω διαπιστώσεις πρέπει να συνδυαστούν και με το γεγονός ότι η δυνατότητα αποθήκευσης επί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αφορά ευαίσθητα δεδομένα και ότι το επίμαχο αρχείο μπορεί να προσφέρει στους χρήστες του λειτουργίες αξιοποίησης των δεδομένων, όπως, μεταξύ άλλων, λειτουργίες ταυτοποίησης, ανάλυσης και συσχέτισης, οι οποίες είναι πολύ παρεμβατικές. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφος 3, του ZMVR, οι αστυνομικές αρχές οφείλουν, για τις ανάγκες της εγγραφής στο αστυνομικό αρχείο, να προβαίνουν στη λήψη δειγμάτων για την «κατάρτιση προφίλ DNA» των προσώπων και στη φωτογράφησή τους, φωτογραφικές λήψεις επί των οποίων μπορεί, ενδεχομένως, να εφαρμοστεί η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου.

V.      Πρόταση

77.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) ως εξής:

Τα άρθρα 4, 5, 8, 10 και το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό και υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει την αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αστυνομικό αρχείο, το οποίο περιλαμβάνει τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα κάθε προσώπου που έχει καταδικαστεί ποινικά για τη διάπραξη εκ προθέσεως τελούμενου αδικήματος, χωρίς άλλη διάκριση ως προς τη φύση ή τη σοβαρότητα του αδικήματος, και μάλιστα μέχρι τον θάνατό του, χωρίς δυνατότητα ελέγχου της αποθήκευσης των δεδομένων που περιέχονται στο αρχείο αυτό από την άποψη του χρόνου που έχει παρέλθει από την καταγραφή τους και, ενδεχομένως, διαγραφής τους κατόπιν του ελέγχου αυτού.

Ο έλεγχος της αναλογικότητας της διάρκειας αποθήκευσης των δεδομένων σε σχέση με τον σκοπό της επεξεργασίας, υπό το πρίσμα της καταστάσεως του καταδικασθέντος, μπορεί να περιλαμβάνει και την αποκατάσταση της οποίας έχει τύχει το πρόσωπο αυτό.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2016, L 119, σ. 89).


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, στο εξής: ΓΚΠΔ).


4      Πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής) (C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψεις 61 έως 67). Στην απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 61), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο σκοπός της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και περιλαμβάνει την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας και, ειδικότερα, να απειλήσουν άμεσα την κοινωνία, τον πληθυσμό ή το ίδιο το κράτος, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι τρομοκρατικές δραστηριότητες.


5      Είναι αληθές ότι μια τέτοια εξακρίβωση μπορεί να φανεί δυσχερής στην πράξη εφόσον πρόκειται για ένα ενιαίο «πολυσυλλεκτικό» αστυνομικό αρχείο, για το οποίο η καταγραφή και αποθήκευση των δεδομένων έχουν τόσο αναδρομικό όσο και προγνωστικό χαρακτήρα, με συνέπεια να μην είναι κατ’ ανάγκην δυνατή η αντικειμενική διαφοροποίηση των επίμαχων πράξεων επεξεργασίας επί τη βάσει ενός σαφώς προσδιορισμένου σκοπού.


6      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 135). Επισημαίνω ότι, προηγουμένως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με το ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη με τη βουλγαρική ρύθμιση που παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι παραπέμπει στον ΓΚΠΔ και με διάταξη του εθνικού δικαίου που μεταφέρει το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 στην εσωτερική έννομη τάξη, χωρίς ρητή αναφορά στην οδηγία αυτή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επεξεργασία βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από τις αστυνομικές αρχές κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους έρευνας «προς τους σκοπούς της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τήρησης της δημόσιας τάξης» επιτρέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, εφόσον το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού προβλέπει καθορισμένη, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, νομική βάση για τη διενέργεια τέτοιας επεξεργασίας, και ότι η προαναφερθείσα διττή παραπομπή δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κατά πόσον επιτρέπεται η επεξεργασία αυτή, εφόσον από την ερμηνεία του συνόλου των εφαρμοστέων διατάξεων του εθνικού δικαίου προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ακριβή και μη διφορούμενο, ότι η επίμαχη επεξεργασία βιομετρικών και γενετικών δεδομένων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και όχι του ΓΚΠΔ.


7      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, PI (C‑230/18, EU:C:2019:383, σκέψη 42).


8      Ζήτημα τηρήσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/680, κατά το οποίο τα δεδομένα πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και να μην υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς, δεν τίθεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο σκοπός της μεταγενέστερης επεξεργασίας των δεδομένων που συνιστά η αποθήκευσή τους ταυτίζεται με τον σκοπό της συλλογής.


9      Το άρθρο 26 του ZMVR ορίζει ότι οι προθεσμίες αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιοδικής επανεξέτασης της αναγκαιότητας αποθήκευσής τους καθορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Βουλγαρική Κυβέρνηση ανέφερε ότι η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται κάθε τρεις μήνες.


10      Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής) (C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 105).


11      Επισημαίνω ότι το άρθρο 18 της οδηγίας 2016/680, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι τα δικαιώματα που μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 16 ασκούνται σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιέχονται σε δικαστική απόφαση ή σε ποινικό μητρώο ή σε δικογραφία που εξετάζεται στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι το επίμαχο αρχείο αποτελεί εργαλείο για τη διευκόλυνση της επιχειρησιακής δράσης των ανακριτικών υπηρεσιών που υπάγονται στον Υπουργό Εσωτερικών και όχι, κατ’ ακριβολογίαν, δικαστικό μέσο όπως τα προαναφερθέντα.


12      Πρβλ. αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Οδηγία για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Ποινικό δίκαιο) (C‑658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 75), και της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija (C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 61).


13      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija (C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψεις 62 και 69).


14      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής) (C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 98).


15      Πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2009, Rijkeboer (C‑553/07, EU:C:2009:293, σκέψη 33), και της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317, σκέψη 92).


16      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2022, Digi (C‑77/21, EU:C:2022:805, σκέψη 54).


17      Το εν λόγω ζήτημα αφορούν επίσης η αιτιολογική σκέψη 26 και το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/680, εκ των οποίων προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει προβλέψει τη δυνατότητα μακρόχρονης αποθήκευσης των δεδομένων που αρχειοθετούνται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, για επιστημονικούς, στατιστικούς ή ιστορικούς σκοπούς, για τους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, υπό την επιφύλαξη πρόβλεψης κατάλληλων εγγυήσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων. Τούτο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η αποθήκευση των δεδομένων στο αστυνομικό αρχείο έχει αμιγώς επιχειρησιακό σκοπό, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της δραστηριότητας των ανακριτικών υπηρεσιών προς τον σκοπό εξιχνίασης ποινικών αδικημάτων.


18      Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2016/680 ενέχει μια μορφή εγγενούς λογικής αντίφασης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτήν, είναι μεν δυνατόν να υπάρχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρχές επιβολής του νόμου, για τα οποία δεν είναι πρόσφορο να προβλέπονται προθεσμίες διαγραφής, πλην όμως, σε μια τέτοια περίπτωση αποθήκευσης για αόριστο χρόνο, απαιτείται να προβλέπεται η εκ μέρους των αρμοδίων αρχών περιοδική επανεξέταση της αναγκαιότητας αποθήκευσης των δεδομένων αυτών και η δυνατότητα διαγραφής τους, εάν η αποθήκευση δεν δικαιολογείται πλέον σε σχέση με τον σκοπό της επεξεργασίας. Ωστόσο, μπορεί να γίνει αντιληπτό και δεκτό ότι ο θεμιτός σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να προβλεφθεί ένα μέτρο εξισορρόπησης που αποσκοπεί στην αποτροπή των καταχρήσεων κατά την εφαρμογή ενός επεμβατικού θεσμικού πλαισίου.


19      Η υπό κρίση υπόθεση αφορά ολική άρνηση διαγραφής, για τους λόγους της οποίας πρέπει να ενημερώνεται ο αιτών κατά το άρθρο 16, παράγραφος 4, της οδηγίας 2016/680, το οποίο, πάντως, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα που περιορίζουν, εν όλω ή εν μέρει, την υποχρέωση αυτή, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποφευχθεί η παρεμπόδιση της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων.


20      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψεις 116 έως 118). Πρέπει, βάσει των ανωτέρω, να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο εξαρτά τη νομιμότητα της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, στο πλαίσιο της οδηγίας 2016/680, από τη συνδρομή ενός επιπλέον κριτηρίου, πέραν αυτού που γίνεται συνήθως δεκτό για οποιοδήποτε είδος δεδομένων στην περί προστασίας προσωπικών δεδομένων νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο συνίσταται στην τήρηση, κατά την επίμαχη επεξεργασία, των ορίων του «όλως αναγκαίου»; Απαντώντας στην παρατήρηση της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι, σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις, το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η επεξεργασία δεδομένων είναι «όλως αναγκαία», το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 119 της αποφάσεως εκείνης, ότι αυτή η ορολογική διαφοροποίηση δεν μεταβάλλει τη φύση του κατά τον τρόπο αυτό οριζόμενου κριτηρίου ούτε τον απαιτούμενο βαθμό αναγκαιότητας, καθόσον και αυτές οι γλωσσικές αποδόσεις προβλέπουν μια ενισχυμένη προϋπόθεση προκειμένου να επιτρέπεται η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, σύμφωνα με την οποία απαιτείται αυστηρότερη εκτίμηση της αναγκαιότητας της επεξεργασίας απ’ ό,τι στην περίπτωση που τα υποβαλλόμενα σε επεξεργασία δεδομένα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου. Πάντως, εξακολουθεί να υπάρχει αμφιβολία σχετικά με την εννοιολογική αυτή διάκριση, όσον αφορά τον βαθμό αναγκαιότητας της επεξεργασίας και τη δυσχέρεια εφαρμογής του σε μια συγκεκριμένη υπόθεση.


21      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258).


22      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37).


23      Γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592), και απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491).


24      Γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592) (σκέψεις 132, 204 και 205).


25      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων (ΕΕ 2016, L 119, σ. 132).


26      Απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψεις 35 έως 37). Το ίδιο ισχύει και σε σύγκριση με το νομικό καθεστώς που προβλέπει ο ΓΚΠΔ.


27      Tinière, R., Jurisprudence de la CJUE 2020: décisions et commentaires, Bruylant, Βρυξέλλες, 2021, σ. 130 έως 139.


28      Αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψεις 56 έως 59), και της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 148).


29      Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 148).


30      Πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Inspektor v Inspektorata kam Visshia sadeben savet (Σκοποί της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Ποινική έρευνα) (C‑180/21, EU:C:2022:967, σκέψεις 57 και 58).


31      Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Google (Διαγραφή συνδέσμων προς φερόμενο ως ανακριβές περιεχόμενο) (C‑460/20, EU:C:2022:962, σκέψη 59).


32      Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2017, Aycaguer κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2017:0622JUD000880612, § 33, 34 και 38), και της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Brunet κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2014:0918JUD002101010, § 35).


33      Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 4ης Ιουνίου 2013, Peruzzo και Martens κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2013:0604DEC000784108, § 46), και της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2020:0213JUD004524515, § 88).


34      Βλ., κατ’ αναλογίαν, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψεις 122 και 123), και απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψεις 94 και 95).


35      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2017, Aycaguer κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2017:0622JUD000880612, § 33).


36      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 44).


37      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 127).


38      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 4 και 7 της οδηγίας 2016/680.


39      Γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 134).


40      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International (C‑623/17, EU:C:2020:790, σκέψεις 63 και 64).


41      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International (C‑623/17, EU:C:2020:790, σκέψη 67), και της 22ας Νοεμβρίου 2022, Luxembourg Business Registers (C‑37/20 και C‑601/20, EU:C:2022:912, σκέψη 64).


42      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International (C‑623/17, EU:C:2020:790, σκέψη 65), και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Valsts ieņēmumu dienests (Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για φορολογικούς σκοπούς) (C‑175/20, EU:C:2022:124, σκέψεις 54 έως 56). Είναι αληθές ότι σε αποφάσεις του Δικαστηρίου, η σχετική εξέταση τοποθετείται στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης ανάλυσης της αναλογικότητας του περιορισμού, εφόσον δεν διενεργείται από κοινού υπό το διττό πρίσμα της τηρήσεως των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας [απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψεις 114 και 117)]. Στο συγκεκριμένο τμήμα των παρουσών προτάσεων θα επικεντρωθώ στον έλεγχο της απαιτήσεως προβλεψιμότητας stricto sensu.


43      Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 114).


44      Βλ. σημεία 33 έως 35 των παρατηρήσεων της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως.


45      Πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, EU:C:2003:294, σκέψη 77).


46      Βλ., κατ’ αναλογίαν, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 150), και, κατ’ αντιδιαστολήν, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑37/20 και C‑601/20, EU:C:2022:912, σκέψη 51).


47      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 99).


48      Γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 149), και απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 123).


49      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψεις 97 και 98). Το ΕΔΔΑ επισήμανε, στο πλαίσιο της θετικής υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, ότι το δημόσιο συμφέρον για τη διενέργεια ερευνών και, ενδεχομένως, για τη δίωξη και καταδίκη των δραστών παράνομων πράξεων, πολλά έτη μετά τα πραγματικά περιστατικά, έχει παγίως αναγνωριστεί (απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Ιουνίου 2014, Jelić κατά Κροατίας, CE:ECHR:2014:0612JUD005785611, § 52).


50      Πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 55).


51      Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Luxembourg Business Registers (C‑37/20 και C‑601/20, EU:C:2022:912, σκέψη 66).


52      Κατά κανόνα, η εγγραφή στο αρχείο δεν συνεπάγεται καμία θετική υποχρέωση για το υποκείμενο των δεδομένων.


53      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 78).


54      Αδικήματα συνήθη στον τομέα της τροχαίας παραβατικότητας.


55      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψεις 77 και 78). Επισημαίνω ότι, στην απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 198), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι από την οδηγία 2016/681 προκύπτει ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της προηγούμενης αξιολόγησης των επιβατών πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπον ώστε να στοχεύουν, ειδικώς, τα άτομα για τα οποία μπορεί να υπάρχει εύλογη υπόνοια συμμετοχής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που αφορά η συγκεκριμένη οδηγία.


56      Κατά το δελτίο Infostat Justice του γαλλικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, αριθ. 183, της 2ας Ιουλίου 2021, με τίτλο «Mesurer et comprendre les déterminants de la récidive des sortants de prison» [«Μέτρηση και κατανόηση των καθοριστικών παραγόντων υποτροπής των αποφυλακισθέντων»], το 2016, το 86 % των αποφυλακισθέντων είχαν ήδη μια εγγραφή στο ποινικό μητρώο πριν από την καταδίκη που αποτέλεσε την αιτία της κράτησής τους. Το ποσοστό υποτροπής αυξάνεται με τον αριθμό των προηγούμενων καταδικών: μόνο 14 % των αποφυλακισθέντων που δεν είχαν καμία καταδίκη κατά την πενταετία πριν από την καταδίκη λόγω της οποίας οδηγήθηκαν στη φυλακή υποτροπίασαν μέσα σε ένα έτος, έναντι 23 % όσων είχαν μία καταδίκη και 63 % όσων είχαν καταδικαστεί τουλάχιστον δέκα φορές.


57      Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται, εξάλλου, ότι η ως άνω διάταξη αποτελεί συμμόρφωση προς το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/680, το οποίο επιβάλλει στον υπεύθυνο της επεξεργασίας, κατά περίπτωση και στο μέτρο του εφικτού, να κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των δεδομένων των διαφόρων κατηγοριών υποκειμένων, ούτως ώστε να μην τους επιβάλλεται αδιακρίτως ο ίδιος βαθμός επέμβασης στο θεμελιώδες δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία ανήκουν [απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 83)].


58      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 126).


59      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 100). Σημειώνω επίσης ότι η πάροδος του χρόνου αποτελεί αναπόφευκτα ένα εμπόδιο για τον εντοπισμό των μαρτύρων και την ικανότητά τους να θυμηθούν τα γεγονότα.


60      Το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ 2016, L 135, σ. 53), προβλέπει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Ευρωπόλ αποθηκεύονται από την Ευρωπόλ μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο και αναλογικό για τον σκοπό για τον οποίο τα δεδομένα αυτά αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας. Η Ευρωπόλ επανεξετάζει σε κάθε περίπτωση την ανάγκη συνέχισης της αποθήκευσης το αργότερο τρία χρόνια μετά την έναρξη της αρχικής επεξεργασίας των δεδομένων, εάν δε η συνέχιση της αποθήκευσης εξακολουθεί να είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ μπορεί να αποφασίσει να συνεχίσει την αποθήκευση των δεδομένων μέχρι την επόμενη επανεξέταση, η οποία πραγματοποιείται έπειτα από μια ακόμη τριετία. Εάν δεν ληφθεί απόφαση για τη συνέχιση της αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αυτά διαγράφονται αυτομάτως μετά από τρία έτη.


61      Στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2020:0213JUD004524515, § 79 έως 81), η οποία αφορούσε ρύθμιση που προέβλεπε αποθήκευση λήγουσα με τον θάνατο του ενδιαφερομένου, το ΕΔΔΑ προέβη σε διάκριση μεταξύ, αφενός, του DNA και, αφετέρου, των δακτυλικών αποτυπωμάτων και των φωτογραφιών. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι μόνον τα δεύτερα δεδομένα αποθηκεύονταν για χρονική διάρκεια που μπορούσε να θεωρηθεί ως αόριστη. Επισημαίνω, από την πλευρά μου, ότι κανένα από τα δεδομένα αυτά δεν μπορεί, στην προκειμένη περίπτωση, να χρησιμοποιηθεί μετά τον θάνατο του υποκειμένου των δεδομένων, με την παρατήρηση ότι η μετά θάνατον αποθήκευση του DNA θα μπορούσε να καταστήσει τεχνικά δυνατή την αναζήτηση στους πλησιέστερους συγγενείς του ενδιαφερομένου.


62      Πέραν της υπάρξεως αδικημάτων που δεν παραγράφονται, το ζήτημα της σχέσης της προθεσμίας αποθήκευσης των δεδομένων με την προθεσμία παραγραφής της δυνατότητας ασκήσεως ποινικής δίωξης έχει σχετική σημασία, σε ορισμένα νομικά συστήματα, λόγω της πρόβλεψης μηχανισμών αναστολής ή διακοπής της παραγραφής και μετάθεσης του χρόνου ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής για τα λεγόμενα κατ’ εξακολούθηση, διαρκή ή συγκαλυμμένα αδικήματα, καθώς και για ορισμένα αδικήματα που έχουν ως θύματα ανηλίκους (μετάθεση στον χρόνο ενηλικίωσης του θύματος). Πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το γεγονός ότι τα εγκλήματα σεξουαλικής βίας είναι αυτά που αποκαλύπτονται με τη μεγαλύτερη καθυστέρηση.


63      Πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 62).


64      Υπενθυμίζω ότι το ΕΔΔΑ, στο πλαίσιο της θετικής υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, έχει κατηγορηματικά αναγνωρίσει την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος για τη διεξαγωγή έρευνας και ενδεχομένως για την άσκηση δίωξης και την καταδίκη των δραστών παράνομων πράξεων, πολλά έτη μετά τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Ιουνίου 2014, Jelić κατά Κροατίας, CE:ECHR:2014:0612JUD005785611, § 52), ενώ έχει επισημάνει ότι η έρευνα για τις λεγόμενες «cold cases» άπτεται επίσης του δημοσίου συμφέροντος, υπό τη γενική έννοια της καταπολέμησης της εγκληματικότητας [απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2020:0213JUD004524515, § 93)].


65      Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2017, Aycaguer κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2017:0622JUD000880612, § 38), και της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2020:0213JUD004524515, § 88).


66      Η διάρκεια αποθήκευσης των ιχνών πρόσβασης στο αρχείο δεν προσδιορίστηκε.


67      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2020:0213JUD004524515, § 83).


68      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψεις 128 και 129).


69      Δελτίο Infostat Justice του γαλλικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, αριθ. 183, της 2ας Ιουλίου 2021, με τίτλο «Mesurer et comprendre les déterminants de la récidive des sortants de prison».


70      Η καταχώριση και η συνακόλουθη αποθήκευση των δεδομένων στο αρχείο αφορά, πράγματι, κάθε παραβάτη που διαπράττει για πρώτη φορά αδίκημα και όχι πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί μία ή περισσότερες φορές.


71      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2020:0213JUD004524515, § 89).


72      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49, σκέψη 130). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης (σκέψεις 132 και 133) ότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει να εκτιμάται η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων προς τον σκοπό της καταγραφής τους, βάσει όχι μόνον της φύσης και τη σοβαρότητας του αδικήματος για το οποίο είναι ύποπτο το υποκείμενο των δεδομένων, αλλά και άλλων κρίσιμων στοιχείων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι ειδικές περιστάσεις του αδικήματος αυτού, η ενδεχόμενη σύνδεση του εν λόγω αδικήματος με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό μητρώο ή το ατομικό προφίλ του συγκεκριμένου προσώπου. Είναι ζήτημα κατά πόσον αυτή η απαίτηση περαιτέρω εξατομίκευσης συμβιβάζεται με νομοθετικού χαρακτήρα διατάξεις, με τη συστηματική, αόριστη και γενική διατύπωση που αυτές απαιτείται να έχουν, εφόσον αποσκοπούν στην καθιέρωση γενικού καθεστώτος αποθήκευσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αρχείο.


73      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2020:0213JUD004524515, § 94).