Language of document : ECLI:EU:T:2011:749

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Χρηματοοικονομική συνδρομή – Χρεωστικό σημείωμα για την ανάκτηση χρηματοοικονομικής συνδρομής – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Μη τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑552/11 R,

Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την E. Τζαννίνη, δικηγόρο,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις M. Κοντού-Durande, S. Lejeune και E. Πετρίτση,

καθής,

με αίτημα την αναστολή εκτελέσεως του χρεωστικού σημειώματος της 9ης Σεπτεμβρίου 2011 που εξέδωσε η Επιτροπή για την ανάκτηση του καταβληθέντος στο πλαίσιο χρηματοοικονομικής συνδρομής προς στήριξη προγράμματος ιατρικών ερευνών ποσού των 83 001,09 ευρώ,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η αιτούσα, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο ΑΕ, είναι μαιευτήριο εξειδικευμένο στους τομείς της μαιευτικής, γυναικολογίας και χειρουργικής. Είναι μέλος συμπράξεως η οποία συνήψε με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμβαση σχετικά με πρόγραμμα ιατρικών ερευνών («Ward in hand»), σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή ανέλαβε τη δέσμευση να χορηγήσει χρηματοοικονομική συνδρομή με την καταβολή περισσότερων της μίας δόσεων. Το επίμαχο πρόγραμμα ολοκληρώθηκε το 2006, ωστόσο η Επιτροπή δεν έχει ακόμη καταβάλει στην αιτούσα την τελευταία δόση της χρηματοοικονομικής της συνδρομής.

2        Τον Αύγουστο του 2009, η αιτούσα υπήχθη σε έλεγχο, υπό τη μορφή οικονομικού ελέγχου, ως προς τη συμμετοχή της στο εν λόγω πρόγραμμα. Τον Δεκέμβριο του 2009, η Επιτροπή την ενημέρωσε ότι συντασσόταν με τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και ότι ο έλεγχος αυτός έπρεπε να θεωρηθεί πλέον ως ολοκληρωθείς.

3        Κατόπιν ανταλλαγής μακράς αλληλογραφίας με την αιτούσα, η Επιτροπή της κοινοποίησε, στις 16 Σεπτεμβρίου 2011, το χρεωστικό σημείωμα της 9ης Σεπτεμβρίου 2011 (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα) όπου αναφερόταν ότι η αιτούσα όφειλε να καταβάλει το ποσό των 83 001,09 ευρώ έως την 24η Οκτωβρίου 2011 και ότι υπήρχε κίνδυνος, αφενός, να της επιβληθούν τόκοι υπερημερίας εφόσον δεν προέβαινε σε εξόφληση έως την καταληκτική ημερομηνία και, αφετέρου, να κινηθεί εναντίον της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 299 ΣΛΕΕ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

4        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Οκτωβρίου 2011, η αιτούσα άσκησε προσφυγή με αίτημα, ουσιαστικώς, την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος.

5        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αυθημερόν, η αιτούσα κατέθεσε την υπό κρίση αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί ουσιαστικώς από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναστείλει την εκτέλεση του χρεωστικού σημειώματος έως ότου το Γενικό Δικαστήριο εκδώσει απόφαση επί της προσφυγής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

6        Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή ζητεί ουσιαστικώς από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ως προδήλως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

7        Από τον συνδυασμό των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ, αφενός, και του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αφετέρου, προκύπτει ότι ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως προσβαλλόμενης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 104 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

8        Δεδομένου ότι η μη τήρηση του Κανονισμού Διαδικασίας συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, εναπόκειται στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, in limine litis, εάν τηρήθηκαν οι εφαρμοστέες διατάξεις του κανονισμού αυτού (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουλίου 2010, T‑252/10 R, Cross Czech κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 7 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

9        Κατά το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Έτσι, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή εάν αποδειχθεί ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως από τα πραγματικά περιστατικά και κατά νόμο (fumus boni juris) και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας δίκης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν μία απ’ αυτές ελλείπει [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30, και της 12ης Μαΐου 2010, C‑5/10 P‑R, Torresan κατά ΓΕΕΑ, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 14 και 15].

10      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 3, και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση πρέπει μεταξύ άλλων να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο, να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών.

11      Από τον συνδυασμό αυτών των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει, μόνη αυτή, να παρέχει στον καθού τη δυνατότητα να ετοιμάσει τις παρατηρήσεις του και στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως χωρίς, ενδεχομένως, να χρειάζονται άλλα πληροφοριακά στοιχεία. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, για το παραδεκτό μιας τέτοιας αιτήσεως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Το κείμενο αυτό μπορεί μεν να διευκρινίζεται και να συμπληρώνεται ως προς συγκεκριμένα στοιχεία με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και αν αυτά προσαρτώνται στην αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων στο εν λόγω δικόγραφο [βλ. διάταξη Cross Czech κατά Επιτροπής, ανωτέρω, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2010, C‑113/09 P(R), Ziegler κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 13].

12      Υπό τις παρούσες περιστάσεις, επιβάλλεται να εξετασθεί αν η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι παραδεκτή ως περιλαμβάνουσα αρκούντως σαφή έκθεση με στοιχεία που επιτρέπουν την εξέταση της προϋποθέσεως περί υπάρξεως επείγοντος.

13      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την αναγκαιότητα που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος την προσωρινή προστασία, με την επισήμανση ότι ζημία αμιγώς οικονομικής φύσεως –όπως αυτή που θα μπορούσε να προκληθεί εν προκειμένω με την ανάκτηση του ποσού των 83 001,09 ευρώ– δεν είναι κατά κανόνα ανεπανόρθωτη, δεδομένου ότι μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αποζημιώσεως, εκτός και αν προκύπτει ότι, ελλείψει των μέτρων αυτών, ο εν λόγω διάδικος θα περιερχόταν σε κατάσταση η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια του την υπόσταση προ της εκδόσεως της αποφάσεως επί της κύριας δίκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2007, T‑312/07 R, Δήμος Περάματος κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 34 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

14      Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η προβαλλόμενη ζημία έχει σοβαρό και ανεπανόρθωτο χαρακτήρα, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένες ενδείξεις, τεκμηριωμένες με λεπτομερή έγγραφα που απεικονίζουν την οικονομική κατάσταση του αιτούντος τη λήψη των προσωρινών μέτρων και από τις οποίες δύναται να εκτιμηθούν οι συνέπειες που θα προκύψουν από τη μη λήψη των ζητουμένων μέτρων. Συνεπάγεται ότι ο εν λόγω διάδικος οφείλει, με δικαιολογητικά έγγραφα, να απεικονίσει πιστά και συνολικά την οικονομική του κατάσταση [βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010, T‑103/10 P (R), Κοινοβούλιο κατά U, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 37 και 39].

15      Στην υπό κρίση περίπτωση, προκειμένου να αποδείξει ότι η εκτέλεση του χρεωστικού σημειώματος θα της προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, η αιτούσα απλώς αναφέρει, στην αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ότι:

–        «[η έκδοση] του χρεωστικού σημειώματος […] είναι πέρα ως πέρα καταχρηστική αφού […] καταλόγισε το σύνολο του ποσού του έμμεσου κόστους σε [αυτήν …] κυρώνοντας τις οποίες τυπικές αποκλίσεις […], διά της αναζητήσεως του συνόλου των καταβληθέντων ποσών σε [αυτή], ωσάν να μην [προσέφερε] ποτέ έργο και ωσάν το μοναδικό [της] καθήκον στο πλαίσιο του έργου να μην ήταν ερευνητικό αλλά αυτό της τηρήσεως των time sheets»·

–        «[ο]ι μισθοδοσίες του προσωπικού που απασχολήθηκε στο project και τα έμμεσα λειτουργικά κόστη χρηματοδοτήθηκαν από ίδια κεφάλαια […] Η δε τελευταία δόση του προγράμματος εξακολουθεί να μην έχει καταβληθεί, επιτείνοντας την οικονομική [της] ζημία […]. Κατά συνέπεια, αποτελεί δυσμενή μεταχείρισή [της] και επιτείνει την οικονομική [της] θέση, δημιουργώντας [της] ζημία, το γεγονός ότι, αφενός, σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία, αφετέρου, ενώ δεν [της] έχει καταβληθεί η τελευταία δόση του προγράμματος και ενώ ήδη [έχει] ολοκληρώσει το έργο, απαιτείται διά της έκδοσης χρεωστικού σημειώματος και με την απειλή αναγκαστικής εκτέλεσης από [αυτήν] η καταβολή του ποσού των 83 001,09 ευρώ»·

–        «[της] ζητείται η καταβολή ενός τόσο μεγάλου ποσού […], [γεγονός που] προκαλεί σε [αυτήν] ανεπανόρθωτη ζημία».

16      Κατά την αιτούσα, συντρέχει επομένως λόγος επείγοντος να μην εκτελεστεί το χρεωστικό σημείωμα έως ότου το Γενικό Δικαστήριο εκδώσει απόφαση επί της προσφυγής.

17      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι καίτοι τα επιχειρήματα αυτά έχουν κάποια σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα της αιτούσας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απεικονίζουν πιστά και συνολικά την οικονομική κατάστασή της, καθώς δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά έγγραφα, δεδομένου ότι το πλήθος των παραρτημάτων που προσαρτώνται στην αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων αναφέρονται αποκλειστικώς στο επίμαχο χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Ελλείψει στοιχείων σχετικών με τον κύκλο εργασιών της, η αιτούσα δεν παρέχει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να εξακριβώσει αν η προβαλλόμενη ζημία μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρή, υπό την έννοια ότι η εκτέλεση του χρεωστικού σημειώματος μπορεί να απειλήσει την ύπαρξή της.

18      Επιπλέον, η αιτούσα παραλείπει να αναφερθεί στον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της προβαλλόμενης οικονομικής ζημίας. Δεν εκθέτει ιδίως τι θα μπορούσε να την εμποδίσει, σε περίπτωση ακυρώσεως του χρεωστικού σημειώματος, να επιδιώξει μεταγενέστερη χρηματική αποζημίωση κατόπιν αγωγής αποζημιώσεως στηριζόμενης στα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ, καθώς και μόνον η ύπαρξη της δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως αρκεί για να μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ως επανορθώσιμη μια τέτοια ζημία (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Αυγούστου 2010, T‑299/10 R, Babcock Noell κατά Entreprise commune Fusion for Energy, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Κατά συνέπεια, απλώς η αναφορά εκ μέρους της αιτούσας ότι επίκειται ζημία σοβαρή και ανεπανόρθωτη σαφώς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και δεν πληροί το κριτήριο της σαφήνειας και της ακρίβειας που έχει καθιερώσει η προπαρατεθείσα στη σκέψη 11 νομολογία. Πράγματι, η υπό κρίση αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δεν παρέχει, μόνη αυτή, στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της προϋποθέσεως της υπάρξεως επείγοντος.

20      Επομένως, η παρούσα αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί αν η προσφυγή, στο πλαίσιο της οποίας έχει υποβληθεί, πρόκειται να κριθεί παραδεκτή στο μέτρο που ως αντικείμενο έχει την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος.



Για τους λόγους αυτούς,


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ


διατάσσει:


1)      Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.


2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.