Language of document : ECLI:EU:T:2014:878

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2014

Υπόθεση T‑59/13 P

BT

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Μη ανανέωση της συμβάσεως – Άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 2012, BT κατά Επιτροπής (F‑45/12, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2012:168).

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η BT φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Όρια – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita

2.      Ένδικη διαδικασία – Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως – Δυνατότητα εκδικάσεως χωρίς προφορική διαδικασία – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Δεν υφίσταται – Αμφισβήτηση – Προϋποθέσεις – Υποχρέωση εναντιώσεως στην εκτίμηση των εν λόγω προϋποθέσεων από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

1.      Καθόσον ο δικαστής της Ένωσης, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως, δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita, δεν έχει αρμοδιότητα ούτε να αναπροσδιορίσει το κύριο αντικείμενο της προσφυγής ούτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως έναν ισχυρισμό παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τέτοια εξέταση.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, T‑90/07 P και T‑99/07 P, EU:T:2008:605, σκέψεις 72 έως 75· και της 5ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Roodhuijzen, T‑58/08 P, EU:T:2009:385, σκέψη 34

2.      Η εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, που επιτρέπει στον δικαστή να αποφανθεί χωρίς επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν προσβάλλει, αφ’ εαυτής, το δικαίωμα σε προσήκουσα και αποτελεσματική ένδικη προστασία, καθόσον η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι προδήλως αναρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή επί ορισμένων αιτημάτων της ή όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέχει την υποχρέωση να ειδοποιήσει έναν προσφεύγοντα ότι η προσφυγή του είναι προδήλως απαράδεκτη, ούτε να επιτρέψει δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων. Επιπροσθέτως, προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση αυτού του άρθρου ότι η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως επ’ ουδενί συνιστά δικαίωμα των προσφευγόντων από το οποίο δεν χωρεί παρέκκλιση.

Αν ένας προσφεύγων εκτιμά ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εφάρμοσε ορθώς το άρθρο αυτό, απόκειται σ’ αυτόν να αμφισβητήσει την εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εκτίμηση των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 28, 29, 32 έως 36 και 38)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: διατάξεις της 8ης Ιουλίου 1999, Goldstein κατά Επιτροπής, C‑199/98 P, EU:C:1999:379, σκέψη 18· Killinger κατά Γερμανίας κ.λπ., C‑396/03 P, EU:C:2005:355, σκέψη 9· και απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, C‑308/07 P, EU:C:2009:103, σκέψη 36

ΓΔΕΕ: απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2008, Kerstens κατά Επιτροπής, T‑222/07 P, EU:T:2008:314, σκέψη 33· και διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Meister κατά ΓΕΕΑ, T‑48/10 P, EU:T:2010:542, σκέψεις 28 και 29