Language of document : ECLI:EU:T:2016:481

Υπόθεση T‑76/14

Morningstar, Inc.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Παγκόσμια αγορά των ενοποιημένων συστημάτων διαβιβάσεως δεδομένων σε πραγματικό χρόνο – Απόφαση η οποία καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που προτείνει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση – Άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 15ης Σεπτεμβρίου 2016

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Κριτήρια εκτιμήσεως – Απόφαση η οποία καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που προτείνει η επιχείρηση για την οποία έχει κινηθεί η διαδικασία εκτιμήσεως για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Εν δυνάμει ανταγωνιστική επιχείρηση η οποία κινδυνεύει να υποστεί σοβαρές αρνητικές συνέπειες, λόγω των δεσμεύσεων αυτών, και η οποία μετέσχε ενεργά στη διοικητική διαδικασία – Παραδεκτό

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 1)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση παραβάσεων – Εξουσία της Επιτροπής – Δεσμεύσεις – Περιθώριο εκτιμήσεως – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

3.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Περαιτέρω ανάπτυξη υφιστάμενου λόγου – Όρια

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γʹ, και 48 § 2)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση παραβάσεων – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία καθίστανται υποχρεωτικές δεσμεύσεις αναληφθείσες βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση παραβάσεων – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία καθίστανται υποχρεωτικές δεσμεύσεις αναληφθείσες βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Δεν συντρέχει παραβίαση

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

1.      Μολονότι, η απλή συμμετοχή επιχειρήσεως στη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως με την οποία καθίστανται υποχρεωτικές, δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, δεσμεύσεις προταθείσες από άλλη επιχείρηση για την οποία έχει κινηθεί η διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) δεν αρκεί βεβαίως, αφ’ εαυτής, για να αποδειχθεί ότι η εν λόγω απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, ωστόσο η ενεργός συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία αποτελεί στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στον τομέα του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του ειδικότερου τομέα των δεσμεύσεων κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, προκειμένου να αποδειχθεί, σε συνδυασμό με άλλα ειδικά στοιχεία, το παραδεκτό της προσφυγής της. Τέτοιο ειδικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί ο επηρεασμός της θέσεως της προσφεύγουσας στην επίμαχη αγορά. Τούτο συμβαίνει ιδίως σε περίπτωση που η προσφεύγουσα δραστηριοποιείται σε αγορά η οποία χαρακτηρίζεται από περιορισμένο αριθμό ανταγωνιστών και στην οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση η επιχείρηση που ανέλαβε τις προαναφερθείσες δεσμεύσεις. Στην περίπτωση αυτή, τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο της προκαταρκτικής εκτιμήσεως της Επιτροπής, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις δραστηριότητες της προσφεύγουσας.

(βλ. σκέψεις 30, 31, 34, 35)

2.      Στο πλαίσιο του μηχανισμού του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την αποδοχή ή την απόρριψη των δεσμεύσεων που προτείνονται προς άρση των αντιρρήσεων σχετικά με κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, τις οποίες διατυπώνει με την προκαταρκτική εκτίμησή της. Η Επιτροπή, εφόσον καλείται να προβεί σε ανάλυση για την οποία απαιτείται η συνεκτίμηση πλειόνων οικονομικών παραμέτρων, όπως είναι η προοπτική ανάλυση για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των δεσμεύσεων που έχουν προταθεί από την οικεία επιχείρηση, διαθέτει επίσης ευρεία διακριτική ευχέρεια, την οποία το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του κατά την άσκηση του ελέγχου του. Συνεπώς, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν μπορούν, στο πλαίσιο του περιορισμένου ελέγχου που ασκούν επί αυτών των πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, να υποκαταστήσουν την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική τους εκτίμηση.

Όσον αφορά την αναλογικότητα των δεσμεύσεων, το κριτήριο που πρέπει να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 είναι το εάν οι δεσμεύσεις είναι επαρκείς και ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ήτοι τη σοβαρότητα των αντιρρήσεων, το εύρος τους και το συμφέρον των τρίτων. Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν η εκτίμηση της Επιτροπής είναι προδήλως εσφαλμένη, βάσει των ως άνω αρχών.

Εξάλλου, το γεγονός ότι θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές και άλλες δεσμεύσεις, ενδεχομένως ακόμη πιο ευνοϊκές για τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καθίστανται οι δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές, εφόσον η κριθεί εύλογη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση επιτρέπουν την άρση των αντιρρήσεων που διατυπώθηκαν με την προκαταρκτική εκτίμηση.

(βλ. σκέψεις 40, 41, 45, 46, 56, 58, 59, 78, 84-88)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 53, 54)

4.      Δεν είναι νομικά εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι, για την άρση των αντιρρήσεών της σχετικά με ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, δεν είναι αναγκαίο να απαιτηθούν από επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά των ενοποιημένων συστημάτων διαβιβάσεως δεδομένων σε πραγματικό χρόνο λύσεις σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, αλλά σε σχέση με τους πελάτες και τους τρίτους, ώστε αυτοί να έχουν στη διάθεσή τους διάφορες επιλογές όσον αφορά την αλλαγή παρόχου, είτε στο πλαίσιο είτε εκτός του πλαισίου των υποδομών τους. Δεχόμενη τις δεσμεύσεις αυτές, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, για την άρση των αντιρρήσεών της, δεν ήταν αναγκαίο να συμπεριληφθούν οι ανταγωνιστές στους όρους των επίμαχων συμβάσεων παραχωρήσεως αδειών.

Όσον αφορά την επιβάρυνση και το κόστος που συνεπάγονται για τους πελάτες οι μεταβολές οι οποίες έχουν καταστεί αναγκαίες βάσει των δεσμεύσεων που έχουν επιβληθεί στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε σε περίπτωση που οι ως άνω δεσμεύσεις αποτελούν, κατόπιν της βελτιώσεως της προσφοράς της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως προς τους πελάτες της, σημαντική πρόοδο για τους πελάτες αυτούς, καθώς το κόστος αλλαγής παρόχου δεν είναι πλέον απαγορευτικό. Το ίδιο ισχύει και για τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι συνεργασίες μεταξύ παρόχων ενοποιημένων συστημάτων διαβιβάσεως δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και τρίτων που αναπτύσσουν εργαλεία αλλαγής παρόχου δημιουργούν οικονομίες κλίμακος. οι οποίες μειώνουν το κόστος αλλαγής παρόχου, πράγμα που αποτελεί επιπλέον κίνητρο αλλαγής παρόχου, ακόμη και για τους μετρίου μεγέθους πελάτες.

(βλ. σκέψεις 62, 63, 67, 69)

5.      Όσον αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες καθίστανται υποχρεωτικές δεσμεύσεις βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, προς άρση των αντιρρήσεων της Επιτροπής σχετικά με ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως, εφόσον παραθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που την οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι παρασχεθείσες δεσμεύσεις είναι κατάλληλες για την άρση των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων που εξέφρασε, με συνέπεια να μη συντρέχουν πλέον λόγοι να ενεργήσει. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή υποχρεούται μεν να αιτιολογεί την απόφαση που εκδίδει, πλην όμως δεν υποχρεούται να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν εξέδωσε διαφορετική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 97, 101)