Language of document : ECLI:EU:C:2020:689

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 10ης Σεπτεμβρίου 2020(1)

Υπόθεση C449/19

WEG Tevesstraße

κατά

Finanzamt VillingenSchwenningen

[αίτηση του Finanzgericht Baden‑Württemberg
(φορολογικού δικαστηρίου Βάδης‑Βυρτεμβέργης, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Απαλλαγή των μισθώσεων ακινήτων – Εθνική διάταξη περί απαλλαγής της παραδόσεως θερμότητας από ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών»






I.      Εισαγωγή

1.        Ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου παρείχε θερμότητα στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών του εν λόγω ακινήτου και ζήτησε έκπτωση του καταβληθέντος φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) επί των εισροών για τις δαπάνες που συνδέονταν με τη δραστηριότητα αυτή. Η αρμόδια φορολογική αρχή απέρριψε την εν λόγω αίτηση. Η αρχή αυτή έκρινε ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο, η παράδοση θερμότητας στους ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ.

2.        Στο πλαίσιο αυτό, το Finanzgericht Baden‑Württemberg (φορολογικό δικαστήριο Βάδης‑Βυρτεμβέργης, Γερμανία) ζητεί να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2006/112/ΕΚ (2) (στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ) αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαλλάσσει από τον ΦΠΑ την παράδοση θερμότητας από ενώσεις συνιδιοκτητών ακινήτων στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών των εν λόγω ακινήτων. Απαντώντας στο ανωτέρω ερώτημα, το Δικαστήριο θα έχει την ευκαιρία να παράσχει διευκρινίσεις ως προς το πότε η καταβολή αποζημιώσεως για την παράδοση αγαθών (όπως η θερμότητα) θεωρείται ότι τελεί σε επαρκή αντιστοιχία με το «όφελος» που αντλείται από την εν λόγω πράξη, ώστε η παράδοση αυτή να έχει πραγματοποιηθεί «εξ επαχθούς αιτίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας περί ΦΠΑ έχει ως εξής:

«Η υλοποίηση του σκοπού της εγκαθίδρυσης μιας εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει την εφαρμογή εντός των κρατών μελών νομοθεσιών σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, οι οποίες δεν νοθεύουν τους όρους του ανταγωνισμού και δεν εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και υπηρεσιών. Επομένως είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, μέσω ενός συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), με αντικειμενικό σκοπό την εξάλειψη κατά το δυνατόν των παραγόντων οι οποίοι δύνανται να νοθεύσουν τους όρους του ανταγωνισμού, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο.»

4.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ:

«1.      Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

α)      Oι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή,

[…]

γ)      οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή».

5.        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο αφορά τους «υποκειμένους στον φόρο», έχει ως εξής:

«1.      Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.»

6.        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει ως «παράδοση αγαθών» τη «μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό», ενώ κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, «εξομοιών[ε]ται με “ενσώματα αγαθά” […] η θερμότητα».

7.        Το άρθρο 135 της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο 3 («Απαλλαγές άλλων δραστηριοτήτων»), προβλέπει σειρά απαλλαγών από τον ΦΠΑ. Κατά το μέρος που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

ιβ)      τις πάσης φύσεως μισθώσεις ακινήτων.»

2.      Το γερμανικό δίκαιο

1.      Ο γερμανικός νόμος περί ΦΠΑ

8.        Τα άρθρα 1 και 4 του Umsatzsteuergesetz (του γερμανικού νόμου περί φόρου προστιθέμενης αξίας) (στο εξής: UStG) θέτουν τους γενικούς κανόνες για την επιβολή του ΦΠΑ και τις απαλλαγές από τον εν λόγω φόρο, στις οποίες συγκαταλέγεται η απαλλαγή για την παράδοση θερμότητας από ενώσεις συνιδιοκτητών ακινήτων στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών των ακινήτων αυτών:

«Άρθρο 1 – Φορολογητέες πράξεις

(1)      Στον φόρο κύκλου εργασιών υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

1.      οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών τις οποίες επιχειρηματίας πραγματοποιεί εξ επαχθούς αιτίας στην ημεδαπή στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Οι πράξεις αυτές δεν απαλλάσσονται όταν πραγματοποιούνται βάσει νόμου ή διοικητικής πράξεως ή όταν θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκαν βάσει νομικής διατάξεως·

[…]

Άρθρο 4 – Απαλλαγές για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών

Από τις πράξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 1, απαλλάσσονται:

[…]

13.      οι υπηρεσίες που παρέχονται από ενώσεις ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών κατά την έννοια του Wohnungseigentumsgesetz (νόμου περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και μόνιμου δικαιώματος οικήσεως) […] προς τους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών και των τμημάτων του ακινήτου, στο μέτρο που οι εν λόγω υπηρεσίες συνίστανται στη διάθεση του αντικειμένου της συνιδιοκτησίας για χρήση, συντήρηση, επισκευή ή για άλλες πράξεις διαχειρίσεως της συνιδιοκτησίας, καθώς και στην παράδοση θερμότητας και παρόμοιων αγαθών.»

2.      Ο νόμος περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και μόνιμου δικαιώματος οικήσεως

9.        Ο Wohnungseigentumsgesetz (νόμος περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και μόνιμου δικαιώματος οικήσεως) θέτει τις αρχές που διέπουν τη διηρημένη ιδιοκτησία μεταξύ συνιδιοκτητών. Κατά το μέρος του που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, ο εν λόγω νόμος ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 10 Γενικές αρχές

(1)      Με την επιφύλαξη αντίθετης διατάξεως, οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών είναι φορείς των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, τα οποία περιλαμβάνουν ειδικότερα εκείνα τα οποία αφορούν την αποκλειστική κυριότητα και τη συγκυριότητα, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

[…]

Άρθρο 16 Αμοιβές, χρεώσεις και δαπάνες

[…]

(2)      Κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει υποχρέωση έναντι των λοιπών ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών να φέρει τις δαπάνες που αφορούν τη συνιδιοκτησία καθώς και εκείνες που αφορούν τη συντήρηση, την επισκευή και άλλες εργασίες διαχειρίσεως, καθώς και την κοινή χρήση της συνιδιοκτησίας κατ’ αναλογία με το ποσοστό ιδιοκτησίας του (παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο).

(3)      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών δύνανται να αποφασίσουν κατά πλειοψηφία ότι οι λειτουργικές δαπάνες […] για τη συνιδιοκτησία ή την αποκλειστική ιδιοκτησία, οι οποίες δεν απαιτείται να ρυθμισθούν άμεσα με τρίτους, καθώς και εκείνες που αφορούν τη διαχείριση, θα καταγράφονται με αναφορά της καταναλώσεως ή της αιτίας τους και εν συνεχεία θα κατανέμονται βάσει της παρούσας διατάξεως ή βάσει άλλου τρόπου κατανομής, εφόσον συνάδει με τον σκοπό της ορθής διαχειρίσεως.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και το προδικαστικό ερώτημα

10.      Η WEG Tevesstraße (στο εξής: προσφεύγουσα) είναι ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου. Οι εν λόγω συνιδιοκτήτες είναι τρία νομικά πρόσωπα (μια ιδιωτική εταιρία, μια δημόσια αρχή και ένας δήμος) (στο εξής: συνιδιοκτήτες). Προκύπτει ότι στην προσφεύγουσα ανατέθηκε η διαχείριση ακινήτου μεικτής χρήσεως στη Βάδη‑Βυτεμβέργη (στο εξής: συνιδιοκτησία). Η συνιδιοκτησία αποτελείται από 20 διαμερίσματα που διατίθενται προς μίσθωση, ένα μέρος που διατίθεται σε υπηρεσία της δημόσιας αρχής και ένα μέρος που διατίθεται σε φορέα του δήμου.

11.      Το 2012, η προσφεύγουσα κατασκεύασε στη συνιδιοκτησία μια μονάδα συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: CHPU). Άρχισε να παράγει ηλεκτρική ενέργεια από την CHPU. Εν συνεχεία, πώλησε την ηλεκτρική ενέργεια σε εταιρία ηλεκτρικής ενέργειας και διοχέτευσε την εκεί παραγόμενη θερμότητα στους συνιδιοκτήτες.

12.      Το ίδιο έτος, η προσφεύγουσα υπέβαλε τη δήλωσή της προκαταβολής ΦΠΑ αξιώνοντας έκπτωση του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών, ύψους 19 765,17 ευρώ, που απέρρεε από τις δαπάνες κτήσεως και λειτουργίας της CHPU.

13.      Στις 3 Δεκεμβρίου 2014, κατόπιν εκτιμήσεως της ανωτέρω αιτήσεως, η φορολογική αρχή του Villingen‑Schwenningen ενέκρινε μόνον ποσό που αντιστοιχούσε στο 28 % της εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών. Κατά τους υπολογισμούς της, το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο μέρος των προαναφερθεισών δαπανών το οποίο αφορούσε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όσον αφορά το 72% της εκπτώσεως του φόρου επί των εισροών το οποίο αφορούσε την παραγωγή θερμότητας, η φορολογική αρχή απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας για τον λόγο ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG, η παράδοση θερμότητας στους ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ.

14.      Κατόπιν διοικητικής ενστάσεως ενώπιον της φορολογικής αρχής κατά της εν λόγω εκτιμήσεως, η οποία δεν ευδοκίμησε, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Baden‑Württemberg (φορολογικού δικαστηρίου Βάδης‑Βυρτεμβέργης). Μεταξύ άλλων, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης καθόσον η απαλλαγή που προβλέπει δεν απορρέει από την οδηγία περί ΦΠΑ. Δεδομένης της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η παράδοση θερμότητας στους συνιδιοκτήτες πρέπει να υπόκειται σε ΦΠΑ, οπότε η προσφεύγουσα δικαιούται επίσης το υπόλοιπο 72 % της εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών.

15.      Έχοντας αμφιβολίες ως προς το αν η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, το Finanzgericht Baden‑Württemberg (φορολογικό δικαστήριο Βάδης‑Βυρτεμβέργης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει οι διατάξεις της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1), να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία η παράδοση θερμότητας από ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου στους ιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών απαλλάσσεται του φόρου προστιθέμενης αξίας;»

16.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 22 Μαΐου 2020, οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία έδωσαν τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις που τους είχαν τεθεί.

IV.    Ανάλυση

17.      Οι παρούσες προτάσεις έχουν την ακόλουθη διάρθρωση. Θα ξεκινήσω διατυπώνοντας ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις που αφορούν ορισμένα υποθετικά σενάρια σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως και τις παραδοχές που έκανα προκειμένου να δώσω απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (υπό Α). Εν συνεχεία, θα εκθέσω το νομικό κριτήριο για τη διαπίστωση αν υφίσταται ή όχι φορολογητέα πράξη βάσει της οδηγίας περί ΦΠΑ (υπό Β). Κατόπιν, θα εξετάσω τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, πριν εφαρμόσω το νομικό κριτήριο στα εν λόγω υποθετικά σενάρια (υπό Γ).

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

18.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν οι διατάξεις της οδηγίας περί ΦΠΑ αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία απαλλάσσει από τον ΦΠΑ την παράδοση θερμότητας από ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών του εν λόγω ακινήτου.

19.      Δεδομένης της ανάγκης για ύπαρξη ομοιόμορφης βάσεως επιβολής του ΦΠΑ (3), απαλλαγή πράξεως από τον ΦΠΑ μπορεί να προκύψει σε μία από δύο περιπτώσεις: i) όταν δεν υφίσταται φορολογητέα πράξη· ii) όταν τυγχάνει εφαρμογής κάποια από τις απαλλαγές που απαριθμούνται περιοριστικά στον τίτλο IX της οδηγίας περί ΦΠΑ.

20.      Αμφότεροι οι ανωτέρω λόγοι απαιτούν λεπτομερή ανάλυση των πραγματικών περιστατικών της επίμαχης πράξεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, η διάταξη περί παραπομπής είναι μάλλον φειδωλή ως προς τις λεπτομέρειες, δυσχεραίνοντας τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με οποιαδήποτε από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωρίς τη γνώση ορισμένων μεταβλητών όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά. Θεωρώ κατά συνέπεια αναγκαίο να εκθέσω την προσωπική μου αντίληψη σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, και να κάνω ορισμένες παραδοχές, οι οποίες αναπόφευκτα θα αποτελέσουν το πλαίσιο για την απάντηση που θα μπορέσω να δώσω στο ερώτημα που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο.

21.      Δύο σύνολα μεταβλητών θα διαμορφώσουν κατ’ ανάγκη τις προτάσεις μου. Είναι τα ακόλουθα.

1.      Ποιος παρέχει τι σε ποιον και τι θερμαίνεται;

22.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, τόσο στη διάταξη περί παραπομπής όσο και στο προδικαστικό ερώτημα, ότι η προσφεύγουσα είναι εκείνη που παρέχει στους «die Wohnungseigentümer» (συνιδιοκτήτες) τη θερμότητα που προκύπτει από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τονίζω ότι η θερμότητα παρέχεται στα εν λόγω νομικά πρόσωπα για να δείξω ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι η θερμότητα παρέχεται στους μισθωτές που κατοικούν στα 20 διαμερίσματα που διατίθενται προς μίσθωση, τα οποία και αυτά αποτελούν μέρος της συνιδιοκτησίας (η κυριότητα επί των οποίων είναι ομοίως ασαφής). Πράγματι, στην επίμαχη πράξη δεν προκύπτει να εμπλέκονται μισθωτές.

23.      Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια επιπλέον επιπλοκή: πρέπει η διάταξη περί παραπομπής του αιτούντος δικαστηρίου να εκληφθεί κατά γράμμα; Το εν λόγω ερώτημα ανακύπτει επειδή η χρήση του οριστικού άρθρου «die» πριν από το ουσιαστικό «Wohnungseigentümer» δείχνει χρήση του πληθυντικού αριθμού, πράγμα το οποίο μπορεί να έχει την έννοια ότι ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της παραδόσεως θερμότητας στους συνιδιοκτήτες συλλογικά, προφανώς όταν πρόκειται για συλλογική χρήση στους κοινόχρηστους χώρους. Ή μήπως πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο εννοεί ότι η θερμότητα παρέχεται στους «die Wohnungseigentümer» συλλογικά μεν, αλλά για ατομική χρήση στους χώρους αποκλειστικής κυριότητας της συνιδιοκτησίας;

24.      Η διάταξη περί παραπομπής δεν παρέχει σαφή καθοδήγηση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG είναι ομοίως ασαφές. Κατά το μέρος του που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, ορίζει απλώς, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι η παράδοση θερμότητας από ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου στους «die Wohnungseigentümer» απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ.

25.      Η εν λόγω έλλειψη λεπτομερειών οδηγεί, κατά συνέπεια, στην ύπαρξη δύο πιθανών σεναρίων. Σενάριο πρώτο, η θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων. Σύμφωνα με το εν λόγω σενάριο, η προσφεύγουσα παρέχει θερμότητα τους συνιδιοκτήτες συλλογικά, υπό την έννοια ότι είτε οι συνιδιοκτήτες είτε η προσφεύγουσα (ή ίσως ακόμη και άμεσα η προσφεύγουσα για λογαριασμό των συνιδιοκτητών) διοχετεύουν τη θερμότητα στους κοινόχρηστους χώρους της συνιδιοκτησίας για συλλογική κατανάλωση και χρήση. Σενάριο δεύτερο, η θέρμανση των χώρων αποκλειστικής κυριότητας. Στο σενάριο αυτό, πάλι η προσφεύγουσα παρέχει θερμότητα στους συνιδιοκτήτες, αλλά με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Στην περίπτωση αυτή, οι συνιδιοκτήτες λαμβάνουν άμεσα τη θερμότητα για τα μέρη της συνιδιοκτησίας που τους ανήκουν και την καταναλώνουν ατομικά.

2.      Τι αποζημίωση παρέχεται (αν παρέχεται) και πώς υπολογίζεται;

26.      Όπως ορθώς επισημαίνουν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου περί παραπομπής σιωπά επίσης ως προς το ζήτημα της αποζημιώσεως. Πράγματι, δεν υπάρχει ένδειξη ότι παρέχεται οποιαδήποτε αποζημίωση. Ούτε παρέχονται λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της, ενδεχόμενης, αποζημιώσεως.

27.      Πράγματι, χωρίς αποζημίωση, δεν υφίσταται φορολογητέα πράξη (4).

28.      Για τους σκοπούς της αναλύσεώς μου, θα υποθέσω, εντούτοις, ότι οι συνιδιοκτήτες κατέβαλαν κάποια αποζημίωση στην προσφεύγουσα για την παράδοση θερμότητας, δεδομένου ότι είναι απίθανο να έθετε το αιτούν δικαστήριο το εν λόγω ερώτημα αν δεν υπήρχε καθόλου αποζημίωση.

29.      Επιπλέον, εξίσου σημαντικός είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει σχεδιαστεί και υπολογισθεί το σύστημα της αποζημιώσεως. Αφενός, μπορεί να υπάρχει συγκεκριμένο τιμολόγιο για συγκεκριμένη δαπάνη. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε καταβολή για την παράδοση θερμότητας προορίζεται και επομένως παρέχεται άμεσα για την κάλυψη της συγκεκριμένης αυτής δαπάνης. Αφετέρου, η παράδοση θερμότητας μπορεί να αποτελεί μέρος ευρύτερου φάσματος εργασιών παρεχόμενων από την προσφεύγουσα. Στην περίπτωση αυτή, οι συνιδιοκτήτες θα κατέβαλλαν, κατά πάσα πιθανότητα, ένα σταθερό κατ’ αποκοπήν ποσό για την κάλυψη διαφόρων τρεχόντων εξόδων, συμπεριλαμβανομένης της παραδόσεως θερμότητας. Εν προκειμένω, ο τρόπος τιμολογήσεως θα αφορούσε όλες (ή κάποιες από) τις εν λόγω τρέχουσες δραστηριότητες, περιλαμβάνοντας ενδεχομένως ανάλυση των χρεώσεων. Η αποζημίωση θα παρεχόταν έμμεσα για την κάλυψη «γενικών» δαπανών.

30.      Εν ολίγοις, οι δύο άγνωστες σε μένα μεταβλητές, οι οποίες όμως θεωρώ ότι είναι σημαντικές για την τελική εκτίμηση της υποθέσεως, δεν είναι μόνον αν η θερμότητα πρόκειται να διοχετευθεί στους κοινόχρηστους ή στους χώρους αποκλειστικής χρήσεως της συνιδιοκτησίας, αλλά και αν η αποζημίωση που καταβάλλεται για την εν λόγω παροχή παρέχεται για την κάλυψη συγκεκριμένης δαπάνης («άμεσα») ή γενικής δαπάνης («έμμεσα»).

2.      Το νομικό κριτήριο

31.      Για να είναι μια πράξη φορολογητέα κατά την έννοια της οδηγίας περί ΦΠΑ, πρέπει να πρόκειται για πράξη που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας (η οποία εμπίπτει στο άρθρο 2 της οδηγίας περί ΦΠΑ) στο έδαφος κράτους μέλους (όπως προβλέπεται από το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας) από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή (κατά την έννοια του άρθρου 9 της ίδιας οδηγίας). Τούτο ισχύει εφόσον δεν τυγχάνει εφαρμογής κάποια από τις απαλλαγές που προβλέπονται στον τίτλο ΙΧ της οδηγίας περί ΦΠΑ.

32.      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι πληρούται το κριτήριο του εδαφικού πεδίου εφαρμογής. Κατά συνέπεια, δεν θα ασχοληθώ περαιτέρω με αυτό και θα επικεντρώσω την ανάλυσή μου στα λοιπά στοιχεία.

1.      Παράδοση αγαθών εξ επαχθούς αιτίας;

33.      Το άρθρο 2 της οδηγίας περί ΦΠΑ καθορίζει τις πράξεις οι οποίες υπόκεινται σε ΦΠΑ. Μεταξύ άλλων, διευκρινίζει ότι οι «παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας» αποτελούν πράξη η οποία υπόκειται σε ΦΠΑ. Η εν λόγω φράση έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να φορολογήσει μόνο την κατανάλωση που πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας», ήτοι υπήρξε αποζημίωση που δόθηκε ως αντάλλαγμα για την παράδοση αγαθών (5). Η εν λόγω «επαχθής αιτία» θεωρείται ότι είναι η (τουλάχιστον κατά ένα μέρος, ενίοτε ακόμη και υποκειμενική) αξία του επίμαχου αγαθού και όχι κάποια αξία εκτιμηθείσα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (6).

34.      Επίσης, ο «επαχθής χαρακτήρας» πρέπει να είναι «ευθέως και άμεσα συνδεόμενος» με την επίμαχη φορολογητέα δραστηριότητα (7). Φρονώ ότι συναφώς η νομολογία έχει καθιερώσει δύο προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά. Πρώτον, πρέπει να υφίσταται κάποια «αιτιώδης συνάφεια» ως προς την καταβολή. Με άλλα λόγια, πρέπει να μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο πληρώνει για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (8). Δεύτερον, η καταβολή πρέπει να πραγματοποιείται δυνάμει «έννομης σχέσεως» μεταξύ των δύο μερών της πράξεως (9).

35.      Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι θεωρώ ότι η χρήση της εκφράσεως «έννομη σχέση» στη νομολογία είναι κατά κάποιον τρόπο ατυχής. Μπορεί να υπάρχουν πράξεις δυνάμει «έννομης σχέσεως» οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της οδηγίας περί ΦΠΑ. Συναφώς, η απόφαση Apple and Pear Development Council αφορούσε αναμφισβήτητα «έννομη σχέση» μεταξύ των παραγωγών μήλων και αχλαδιών στην Αγγλία και στην Ουαλία και του οργανισμού που είναι επιφορτισμένος με την προαγωγή των συμφερόντων τους (η συμμετοχή στον οποίο ήταν υποχρεωτική), μολονότι το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε επαρκής αντιστοιχία της χρεώσεως που κατέβαλλε ετησίως κάθε παραγωγός μήλων και αχλαδιών με το ατομικό «όφελος» που αποκόμιζε από τις δραστηριότητες του οργανισμού (10). Τούτο σημαίνει ότι η έννοια της «έννομης σχέσεως» είναι κάτι ευρύτερο από αυτό που γίνεται αντιληπτό εκ πρώτης όψεως.

36.      Κατ’ εμέ, η «έννομη σχέση» στις περιπτώσεις αυτού του είδους αφορά μάλλον την «αντιστοιχία οφέλους» που παρουσιάζει η πραγματοποιούμενη καταβολή. Τούτο σημαίνει ότι η απαιτούμενη «έννομη σχέση» υφίσταται μόνον όταν το μέρος που παρέχει την αποζημίωση αποκομίζει επίσης ορισμένο «όφελος» που τελεί σε αντιστοιχία με την εν λόγω αποζημίωση. Στην απόφαση Apple and Pear Development Council,  δεν υπήρχε η εν λόγω «αντιστοιχία οφέλους» καθόσον οι λειτουργίες του οργανισμού αφορούσαν τα κοινά συμφέροντα των παραγωγών συλλογικά, ώστε το όποιο πλεονέκτημα αντλούσε από τις εν λόγω λειτουργίες επιμέρους παραγωγός απέρρεε «έμμεσα από τα πλεονεκτήματα που αποκομίζει, κατά γενικό τρόπο, το σύνολο του τομέα» (11).

37.      Η ίδια λογική αποτυπώνεται επίσης στην απόφαση Επιτροπή κατά Φινλανδίας, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή υπηρεσιών νομικής αρωγής που παρέχονταν έναντι χαμηλής αμοιβής, η οποία υπολογιζόταν βάσει του εισοδήματος του αποδέκτη της νομικής αρωγής, δεν είχε σχέση αντιστοιχίας με τις ληφθείσες υπηρεσίες, παρά το γεγονός ότι υφίστατο έννομη σχέση (12). Ομοίως, στην απόφαση Tolsma, στην οποία ομολογουμένως λείπει το στοιχείο της «έννομης σχέσεως», το Δικαστήριο έκρινε ότι επίσης δεν υπήρχε το στοιχείο της «αντιστοιχίας» μεταξύ του γεγονότος ότι οι περαστικοί έδιναν τον οβολό τους σε μουσικό του δρόμου και του οφέλους που αποκόμιζαν από το γεγονός ότι αυτός εκτελούσε μουσικά έργα σε δημόσιο δρόμο (13).

38.      Αντιθέτως κρίθηκε ότι υφίστατο «αντιστοιχία οφέλους» τόσο στην απόφαση Kennemer Golf όσο και στην απόφαση Le Rayon D’Or, όπου η καταβολή κατ’ αποκοπή χρεώσεως για τη διαθεσιμότητα μιας υπηρεσίας με χαρακτήρα «ετοιμότητας» (της δυνατότητας χρήσεως γηπέδου γκολφ ή της λήψεως περιθάλψεως κατά παραγγελία) εκτιμήθηκε ότι πραγματοποιούνταν «εξ επαχθούς αιτίας», μολονότι στην πράξη δεν είχε γίνει χρήση των εν λόγω υπηρεσιών (14).

39.      Εν ολίγοις, το κριτήριο της «έννομης σχέσεως» έχει επομένως τόσο τυπικές όσο και ουσιαστικές πτυχές. Πέραν (ή εντός) της τυπικής προϋποθέσεως να υφίσταται κάποιο είδος δομημένης έννομης σχέσεως μεταξύ των μερών μιας πράξεως, η έννοια της έννομης σχέσεως παραπέμπει στην ύπαρξη επαχθούς χαρακτήρα. Σκοπεί να καταλαμβάνει κάθε ανταλλαγή οφέλους οποιασδήποτε οικονομικής αξίας, στο πλαίσιο της οποίας υφίσταται εξακριβώσιμη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εκατέρωθεν παροχών.

2.      Οικονομική δραστηριότητα;

40.      Το άρθρο 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ αφορά τους «υποκειμένους στον φόρο». Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ως «υποκείμενος στον φόρο» νοείται «οποιοσδήποτε» ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και «σε οποιονδήποτε τόπο» «οικονομική δραστηριότητα», ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό ή τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής. Το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως εξειδικεύει στη συνέχεια τι αποτελεί «οικονομική δραστηριότητα».

41.      Δεδομένης της ευρείας διατυπώσεως που χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη, οποιοσδήποτε ασκεί οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα σε οποιονδήποτε τόπο είναι «υποκείμενος στον φόρο» (15). Ομοίως, ο όρος «οικονομική δραστηριότητα» έχει τύχει ευρείας ερμηνείας και έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι η δραστηριότητα εξετάζεται αυτή καθεαυτήν, ανεξαρτήτως του σκοπού ή των αποτελεσμάτων της (16).

42.      Έχοντας διευκρινίσει το νομικό κριτήριο που απορρέει από τα άρθρα 2 και 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ, προχωρώ τώρα στην ανάλυση της υπό κρίση υποθέσεως.

3.      Η υπό κρίση υπόθεση

43.      Κατά το άρθρο 15 της οδηγίας περί ΦΠΑ, η «θερμότητα» θεωρείται ενσώματο αγαθό.

44.      Η υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε κατ’ ουσίαν να αφορά δύο διαφορετικά σενάρια: ένα στο οποίο η θερμότητα παρέχεται για τους κοινόχρηστους χώρους της συνιδιοκτησίας και ένα δεύτερο στο οποίο η θερμότητα παρέχεται για τους χώρους αποκλειστικής κυριότητας της συνιδιοκτησίας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποθέτω ότι οι συνιδιοκτήτες αποζημιώνουν την προσφεύγουσα για την παράδοση του αγαθού (της θερμότητας) με κάποιον τρόπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα (17).

45.      Πριν προχωρήσω στην ανάλυση του κάθε ενός από τα ανωτέρω σενάρια χωριστά, είναι σκόπιμο να σχολιάσω δύο γενικότερου χαρακτήρα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση και τυγχάνουν εφαρμογής ανεξάρτητα από το σενάριο που εξετάζεται.

46.      Το πρώτο επιχείρημα αφορά τη φύση μιας «οικονομικής δραστηριότητας». Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι, λαμβανομένης υπόψη της ταυτότητας των προσώπων που υφίσταται μεταξύ των μερών που συνιστούν την ένωση συνιδιοκτητών (της προσφεύγουσας, η οποία κατ’ ουσίαν είναι οι συνιδιοκτήτες) και των μερών που λαμβάνουν τη θερμότητα (πάλι, οι συνιδιοκτήτες), η εν λόγω πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί «οικονομική δραστηριότητα». Κατά την Επιτροπή, το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη γενική συντήρηση, την επισκευή και τις λοιπές υπηρεσίες που η προσφεύγουσα παρέχει στους συνιδιοκτήτες. Το σύνολο των ανωτέρω δραστηριοτήτων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί ΦΠΑ.

47.      Η ανωτέρω συλλογιστική δεν με βρίσκει σύμφωνο.

48.      Πρώτον, όσον αφορά τη φύση της επίμαχης παροχής, το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ χρησιμοποιεί, στην αγγλική απόδοση, τον αρκετά σαφή προσδιορισμό «any» για να δείξει ότι «ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες». Περαιτέρω φρονώ ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ του αφηρημένου ορισμού και του τυπολογικού ορισμού που διαλαμβάνονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως αντιστοίχως, έχει την έννοια ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιλαμβάνει η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων (18).

49.      Δεύτερον, και κατά τη γνώμη μου ιδιαιτέρως σημαντικό, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, κατά το γερμανικό δίκαιο η προσφεύγουσα είναι χωριστό νομικό πρόσωπο. Κατά συνέπεια, η θερμότητα παρέχεται από νομική οντότητα σε τρεις άλλες νομικές οντότητες. Βεβαίως, αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι, από οικονομικής απόψεως, η προσφεύγουσα αποτελείται από κάποια από τα ίδια πρόσωπα που ωφελούνται από τις δραστηριότητές της. Εντούτοις, η επικάλυψη όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντα δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για να παραβλεφθεί πλήρως η νομική διαφοροποίηση που προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία. Επομένως, δεν υφίσταται ταυτότητα των προσώπων ούτε ανακύπτει περίπτωση αυτοπαραδόσεως.

50.      Επομένως δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο η παράδοση θερμότητας που πραγματοποιείται από νομικό πρόσωπο διαφορετικό από τον αποδέκτη των αγαθών δεν αποτελεί «οικονομική δραστηριότητα» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ. Ακόμη και αν άλλαζε η επίμαχη δραστηριότητα, το ανωτέρω συμπέρασμα θα έμενε αμετάβλητο: Αν η προσφεύγουσα λάμβανε αποζημίωση για, επί παραδείγματι, τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων, τη συντήρηση της προσόψεως του κτιρίου ή ακόμη και την επισκευή των θυροτηλεφώνων της κεντρικής εισόδου, πάλι θα ασκούσε ατομικά «οικονομικές δραστηριότητες», όπως ασκεί, στην υπό κρίση υπόθεση, με την παράδοση θερμότητας. Ουδεμία από τις ως άνω δραστηριότητες εκφεύγει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ (19).

51.      Το δεύτερο επιχείρημα αφορά τον χαρακτήρα του άρθρου 4, παράγραφος 13, του UStG. Η Γερμανική Κυβέρνηση διατυπώνει δύο παρατηρήσεις συναφώς. Πρώτον, το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG αποτελεί μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της απαλλαγής που διαλαμβάνεται στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ σχετικά με «τις πάσης φύσεως μισθώσεις ακινήτων». Δεύτερον, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απαλλαγή που περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG βρίσκει στήριγμα σε δήλωση της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Η εν λόγω δήλωση, η οποία περιλαμβάνεται στα πρακτικά του Συμβουλίου σχετικά με την έκδοση της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου (20) (στο εξής: έκτη οδηγία), επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ, μεταξύ άλλων, την παράδοση θερμότητας.

52.      Κανένα από τα δύο ανωτέρω επιχειρήματα δεν με βρίσκει σύμφωνο.

53.      Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ αναφέρει μία εκ των δραστηριοτήτων που τα κράτη μέλη δύνανται να απαλλάξουν από τον ΦΠΑ. Μπορεί να μην ορίζει τι είναι οι «πάσης φύσεως μισθώσεις», ούτε παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο για τον σκοπό αυτόν (21). Εντούτοις, η εν λόγω διάταξη εισάγει μια απαλλαγή από τη συνήθη απαίτηση καταβολής ΦΠΑ και για τον λόγο αυτόν πρέπει να ερμηνεύεται στενά (22).

54.      Πρώτον, εξετάζοντας το γράμμα της διατάξεως, δεν διακρίνω κανένα επιχείρημα προς στήριξη της θέσεως της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι η παράδοση θερμότητας, ή, πράγματι, η παράδοση οποιουδήποτε αγαθού που δεν αποτελεί ακίνητο, από ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών του εν λόγω ακινήτου, πρέπει να εμπίπτει στην εν λόγω απαλλαγή. Δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο η «παράδοση θερμότητας προς κατανάλωση στη συνιδιοκτησία» θα μπορούσε με οποιαδήποτε εύλογη ερμηνεία (και οπωσδήποτε όχι με στενή ερμηνεία), να υπαχθεί στις «πάσης φύσεως μισθώσεις ακινήτων». Οι πρώτες αποτελούν απλώς μια εντελώς διαφορετική δραστηριότητα, η οποία πράγματι έχει κάτι να κάνει με «ακίνητα», αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό.

55.      Δεύτερον, υποθετικά, αν οι συνιδιοκτήτες μίσθωναν ακίνητα από την προσφεύγουσα (πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω) και η προσφεύγουσα δήλωνε ότι η κατανάλωση θερμότητας αποτελούσε μέρος του υποχρεωτικού «πακέτου της μισθώσεως», το επιχείρημα θα μπορούσε να ήταν ότι η παράδοση θερμότητας αποτελεί μέρος της μισθωτικής συμβάσεως. Εντούτοις, η νομολογία απαλλάσσει τις «παρεπόμενες» παροχές από τον ΦΠΑ μόνο στον βαθμό στον οποίο αυτές, από πλευράς φορολογίας, ακολουθούν την τύχη της «κύριας» παροχής και όταν δεν αποτελεί σκοπό του πελάτη ή υπηρεσία την οποία επιθυμεί καθεαυτήν, αλλά μέσο για να μπορέσει ο πελάτης να απολαύσει την κύρια υπηρεσία υπό καλύτερες συνθήκες (23). Τούτο απαιτεί την εκτίμηση των χαρακτηριστικών στοιχείων της δραστηριότητας (24).

56.      Μολονότι ο καθορισμός αυτός θα ήταν έργο του εθνικού δικαστηρίου, επισημαίνω ότι από κανένα στοιχείο της υπό κρίση υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η «παρεπόμενη» δραστηριότητα της παραδόσεως θερμότητας είναι οποιοδήποτε μέρος της πράξεως της «μισθώσεως», η οποία, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί την «κύρια» πράξη όσον αφορά την απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ (25). Ακόμη και αν ήταν, θα είχα σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το αν, γενικώς, θα ήταν δυνατή βάσει της οδηγίας περί ΦΠΑ μια τέτοια ομαδοποίηση δραστηριοτήτων. Επομένως, η παράδοση θερμότητας δύσκολα θα μπορούσε να υπαχθεί στην έννοια κάποιας ειδικής πτυχής της εν λόγω απαλλασσόμενης «κύριας» δραστηριότητας (26).

57.      Τρίτον, και υπό την επιφύλαξη του αν η παράδοση θερμότητας θα μπορούσε, υπό ορισμένες περιστάσεις, να θεωρηθεί παρεπόμενη, σε κάθε περίπτωση υφίσταται μια «ενεργητική» πράξη. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ απλώς σκοπεί να απαλλάξει τις «παθητικές» πράξεις των «πάσης φύσεως μισθώσεων ακινήτων» από τον ΦΠΑ (27). Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, στην απόφαση Wojskowa Agencja Mieszkaniowa w Warszawie διαπιστώνεται σαφώς ότι οι «ενεργητικές» πράξεις, όπως «η παροχή νερού, ηλεκτρικής ενεργείας και θερμάνσεως καθώς και υπηρεσίας αποκομιδής απορριμμάτων, που συνοδεύουν τη μίσθωση αυτή, πρέπει να λογίζονται, καταρχήν, ως διακριτές και ανεξάρτητες παροχές οι οποίες πρέπει να εκτιμώνται χωριστά από πλευράς ΦΠΑ» (28).

58.      Όσον αφορά τη δήλωση της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με την έκτη οδηγία, η απάντηση είναι ακόμη πιο απλή. Η νομολογία είναι σαφής ότι τέτοιες πράξεις στερούνται νομικής αξίας και μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον όταν το περιεχόμενό τους περιλαμβάνεται στο κείμενο της επίμαχης διατάξεως (29). Τούτο, διότι οι εν λόγω διατάξεις απευθύνονται στους πολίτες, στους οποίους πρέπει να εμπνέουν εμπιστοσύνη όσον αφορά το περιεχόμενό τους (30).

59.      Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ δεν αναφέρει την παράδοση θερμότητας. Το ίδιο και η διάταξη της έκτης οδηγίας που ίσχυε πριν από αυτό, ήτοι το άρθρο 13, παράγραφος Β, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, την οποία αφορά η δήλωση. Επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση του ανωτέρω άρθρου εν προκειμένω.

60.      Έχοντας εξετάσει τα γενικού χαρακτήρα επιχειρήματα που αφορούν την υπό κρίση την υπόθεση ευρύτερα, προχωρώ τώρα στην ανάλυση των δύο σεναρίων που μπορούν να ανακύψουν εν προκειμένω.

1.      Σενάριο 1: η θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων

61.      Υπενθυμίζω ότι το πρώτο σενάριο προϋποθέτει ότι η προσφεύγουσα παρέχει τη θερμότητα στους συνιδιοκτήτες συλλογικά. Επομένως η θερμότητα παρέχεται προς το κοινό συμφέρον των συνιδιοκτητών και καταναλώνεται αναλόγως. Οι συνιδιοκτήτες πληρώνουν την προσφεύγουσα είτε άμεσα είτε έμμεσα για την παράδοση της θερμότητας.

62.      Εφόσον έχω συναγάγει ότι η παράδοση θερμότητας κατά πάσα πιθανότητα συνιστά οικονομική δραστηριότητα, το επόμενο ζήτημα που χρήζει διευκρινίσεως είναι το αν αυτή πραγματοποιείται ή όχι εξ επαχθούς αιτίας κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας περί ΦΠΑ. Ελλείψει στοιχείων σχετικά με τους όρους πληρωμής ή τιμολογήσεως που ισχύουν μεταξύ της προσφεύγουσας και των συνιδιοκτητών, εκείνο που μπορώ να κάνω είναι να διατυπώσω κάποιες, μάλλον γενικόλογες πράγματι, διευκρινίσεις όσον αφορά τα κριτήρια που είναι ενδεχομένως κρίσιμα για το εθνικό δικαστήριο.

63.      Πρώτον, όσον αφορά το είδος της αποζημιώσεως και της τιμολογήσεως, είναι πιθανόν να υφίσταται κάποια αιτιώδης συνάφεια στο παρεχόμενο αντίτιμο (31), εκτός φυσικά αν ισχύει ως προς την προσφεύγουσα το μάλλον απίθανο σενάριο να μην πληρώνουν οι συνιδιοκτήτες απολύτως τίποτα για την παρεχόμενη σε αυτούς θερμότητα.

64.      Δεύτερον, υφίσταται «έννομη σχέση» δυνάμει της οποίας υφίσταται δομημένη ανταλλαγή παροχών; Μια τέτοια «έννομη σχέση» προϋποθέτει όχι μόνον την ύπαρξη «συμπτώσεως βουλήσεων», αλλά και αντίστοιχο «όφελος» το οποίο αποκομίζει εκείνος που πληρώνει (32). Τούτο όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση σημαίνει τα ακόλουθα.

65.      Η προσφεύγουσα, ως εκ της φύσεώς της, δεν ενεργεί προς το συμφέρον ή υπό την καθοδήγηση επιμέρους ιδιοκτήτη. Όταν παρέχει θερμότητα με σκοπό τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων της συνιδιοκτησίας, η προσφεύγουσα, κατά πάσα πιθανότητα ενεργεί προς όφελος και προς το κοινό συμφέρον της συνιδιοκτησίας συνολικά. Η αντιπαροχή που εισπράττει για την άσκηση των δραστηριοτήτων της (όπως η παράδοση της θερμότητας) ουδεμία σχέση έχει με το «όφελος» που αντιστοιχεί στο ατομικό μερίδιο που αναλογεί στον επιμέρους ιδιοκτήτη επί της συνολικής «αντιπαροχής» που παρέχεται για την εν λόγω πράξη (33). Το όποιο «όφελος» αποκομίζει ο ιδιοκτήτης ατομικά αντλείται έμμεσα από το όφελος που αποκομίζουν οι συνιδιοκτήτες συλλογικά, ακόμη και αν δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ωφελούνται από την παράδοση της θερμότητας κάποιοι εκ των συνιδιοκτητών σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι άλλοι (34).

66.      Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει εν προκειμένω επαρκής αντιστοιχία του ατομικού «οφέλους» με την πραγματοποιηθείσα καταβολή. Το γεγονός αυτό δεν καθιστά τον σύνδεσμο μεταξύ της παρασχεθείσας αντιπαροχής και της ληφθείσας εργασίας αρκούντως άμεσο, ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ (35).

67.      Είναι αληθές ότι, τουλάχιστον δυνάμει του γερμανικού δικαίου, και υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι συνιδιοκτήτες έχουν εκ του νόμου υποχρέωση να καλύπτουν το μερίδιό τους από τις συνολικές χρεώσεις και από τα συνολικά έξοδα της προσφεύγουσας (36). Εντούτοις, φρονώ ότι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως να καταστεί κανείς μέρος ενός χωριστού φορέα (όπως στην απόφαση Apple and Pear Development Council), ή, πράγματι, η υποχρέωση καταβολής του μεριδίου που σε κάθε έναν αναλογεί από τα συνολικά έξοδα του εν λόγω φορέα (όπως αυτό θα απαιτούνταν στην υπό κρίση υπόθεση βάσει του εφαρμοστέου γερμανικού δικαίου), δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση του αν υφίσταται «αντιστοιχία οφέλους». Οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη ελέγχου και η απουσία οποιουδήποτε στοιχείου συναινέσεως μπορούν να θεωρηθούν «ένδειξη» ότι η πράξη δεν συνιστά «σε καμία περίπτωση αντιπαροχή για συγκεκριμένη δραστηριότητα» (37), αλλά δεν χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ της οικείας δραστηριότητας και της πραγματοποιηθείσας καταβολής.

68.      Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι η παράδοση θερμότητας βάσει του πρώτου σεναρίου, αν προορίζεται για τους κοινόχρηστους χώρους της συνιδιοκτησίας, μπορεί ομοίως να μην παρουσιάζει «αντιστοιχία οφέλους», αν οι συνιδιοκτήτες δεν έχουν νομική υποχρέωση να καλύπτουν τις χρεώσεις και τα έξοδα της προσφεύγουσας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράδοση θερμότητας προορίζεται για το κοινό συμφέρον των συνιδιοκτητών, και ως εκ τούτου δεν πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας» εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

69.      Κατά συνέπεια, αν τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως έχουν ως ανωτέρω, είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG δεν αντιβαίνει στην οδηγία περί ΦΠΑ. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση και στο μέτρο αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απλή διευκρίνιση στο εθνικό δίκαιο μιας δραστηριότητας η οποία σε κάθε περίπτωση δεν υπόκειται σε ΦΠΑ.

2.      Σενάριο 2: η θέρμανση των χώρων αποκλειστικής κυριότητας

70.      Στο πλαίσιο του δεύτερου σεναρίου, η προσφεύγουσα παρέχει θερμότητα στους συνιδιοκτήτες ατομικά, για προσωπική τους χρήση εντός των τμημάτων της συνιδιοκτησίας που τους ανήκουν. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω παράδοση πραγματοποιείται προς το ατομικό συμφέρον εκάστου συνιδιοκτήτη. Η θερμότητα δεν καταναλώνεται στους κοινόχρηστους χώρους της συνιδιοκτησίας. Οι συνιδιοκτήτες πληρώνουν την προσφεύγουσα άμεσα ή έμμεσα.

71.      Στο εν λόγω σενάριο, το κριτήριο της «αιτιώδους συνάφειας» ώστε να υπάρχει επαχθής χαρακτήρας της πράξεως είναι, κατά μείζονα λόγο σε σχέση με το πρώτο σενάριο, πολύ πιθανό να θεμελιωθεί. Πράγματι, ενώ μπορεί κανείς να σκεφθεί διάφορα είδη παγίων τελών, κατ’ αποκοπήν ποσών, ή άλλα είδη υβριδικών πληρωμών όταν έκαστος ιδιοκτήτης πρέπει να ανταποκρίνεται τακτικά στο μερίδιο που του αναλογεί όσον αφορά τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων, είναι μάλλον δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι ίδιοι όροι θα μπορούσαν να ισχύουν στην περίπτωση της κατ’ ουσίαν ιδιωτικής καταναλώσεως.

72.      Κατόπιν των ανωτέρω, κατά τη γνώμη μου, το στοιχείο που διαφοροποιεί το σενάριο 2 είναι η ύπαρξη αντίστοιχου «οφέλους» για τον ιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ατομικά. Πράγματι, αν οι συνιδιοκτήτες λαμβάνουν, και αποζημιώνουν την προσφεύγουσα για την παράδοση θερμότητας για τη δική τους ατομική χρήση, τότε η παρεχόμενη αποζημίωση προορίζεται για δραστηριότητα η οποία είναι προς το αρκούντως άμεσο και αντίστοιχο όφελος του επιμέρους ιδιοκτήτη. Οπωσδήποτε δεν υπονοώ ότι το όφελος πρέπει να είναι αντίστοιχο με τη νομισματική αξία της παρεχόμενης πληρωμής. Η οδηγία περί ΦΠΑ δεν ελέγχει τη μη ορθή λήψη αποφάσεων οικονομικού χαρακτήρα. Εκείνο που ενδιαφέρει αντιθέτως είναι αν το όφελος που αντλείται είναι αρκούντως άμεσο ώστε να παρέχεται «εξ επαχθούς αιτίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

73.      Τα ανωτέρω συμπεράσματα ισχύουν ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η πληρωμή. Σαφώς, όταν η παράδοση θερμότητας ανταμείβεται μέσω άμεσης πληρωμής για την εξόφληση συγκεκριμένου τιμολογίου, δεν υφίσταται αμφιβολία ότι αυτή θα είναι αντίστοιχη με το αντλούμενο από την εν λόγω θερμότητα όφελος. Ακόμη και αν κάποιος αλλάξει τον τρόπο παροχής της εν λόγω αποζημιώσεως, το εν λόγω συμπέρασμα θα παραμείνει κατά πάσα πιθανότητα αμετάβλητο. Πράξη που αφορά την παράδοση θερμότητας η οποία αποζημιώνεται έμμεσα από τον ιδιοκτήτη, λ.χ., μέσω πληρωμής πάγιου ποσού που πραγματοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, εξακολουθεί να παρουσιάζει αντιστοιχία με το όφελος που αντλείται, και ως εκ τούτου πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας», καθόσον καλύπτει, τουλάχιστον εν μέρει, δραστηριότητα η οποία παρέχεται προς το ατομικό όφελος του ιδιοκτήτη.

74.      Όπως αποδεικνύεται από τις αποφάσεις Kennemer Golf και Le Rayon d’Or, αυτό ισχύει ακόμη και αν δεν είναι δυνατόν να συσχετισθεί το ποσό με την κάθε ατομική χρήση της θερμότητας (38). Επομένως, το στοιχείο της «αντιστοιχίας οφέλους» υφίσταται επίσης σε περίπτωση πράξεως από την οποία προκύπτουν «μεικτές δαπάνες». Αυτό συμβαίνει σε περίπτωση που η προσφεύγουσα ασκεί ένα σύνολο δραστηριοτήτων για τους συνιδιοκτήτες συλλογικά και, επιπλέον, παρέχει τη θερμότητα στους συνιδιοκτήτες ατομικά. Στην περίπτωση αυτή, τουλάχιστον μέρος της παρεχόμενης αποζημιώσεως προορίζεται για την κάλυψη ατομικών δαπανών. Επομένως, η πράξη καθίσταται αντίστοιχη εν μέρει και, στον βαθμό αυτό, πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, και υπόκειται σε ΦΠΑ.

75.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG θα απαλλάσσει μια πράξη από την κατά κανόνα απαίτηση καταβολής ΦΠΑ στη Γερμανία, ενώ η ίδια πράξη υπόκειται σε ΦΠΑ σε άλλα κράτη μέλη, ή ίσως ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία (39), κατά παράβαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας (40). Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 13, του UStG θα αντιβαίνει στην οδηγία περί ΦΠΑ λόγω της απαλλαγής της παραδόσεως θερμότητας από τον ΦΠΑ.

76.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει τις λεπτομέρειες των συμφωνηθέντων μεταξύ της προσφεύγουσας και των συνιδιοκτητών όρων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις ανωτέρω εκτιμήσεις σχετικά με την ύπαρξη «αντιστοιχίας οφέλους» και πραγματοποιούμενων πληρωμών, αν υπάρχουν τέτοιες πληρωμές, για την παράδοση της θερμότητας. Αν διαπιστωθεί ότι στην πράξη που εξετάζεται από το εθνικό δικαστήριο υφίσταται στοιχείο αντιστοιχίας, τότε πιθανότατα συντρέχει το στοιχείο του επαχθούς χαρακτήρα κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ και, στο μέτρο αυτό, η πράξη καθίσταται πράξη υποκείμενη σε ΦΠΑ.

V.      Πρόταση

77.      Προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα του Finanzgericht Baden‑Württemberg (φορολογικού δικαστηρίου Βάδης‑Βυρτεμβέργης, Γερμανία) την εξής απάντηση:

Η οδηγία 2006/112/ΕΚ, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντίκεινται σε αυτήν εθνικές διατάξεις οι οποίες απαλλάσσουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας την παράδοση θερμότητας από ένωση συνιδιοκτητών ακινήτου στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών του εν λόγω ακινήτου, όταν η αποζημίωση που καταβάλλεται στην ένωση ως αντιπαροχή για την παράδοση θερμότητας αφορά αποκλειστικά τις χρεώσεις και τις δαπάνες για την παράδοση θερμότητας στους κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου.

Αντιθέτως, η οδηγία 2006/112 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε αυτήν οι ίδιες διατάξεις του εθνικού δικαίου, στο μέτρο που η αποζημίωση που καταβάλλεται στην ένωση ως αντιπαροχή για την παράδοση θερμότητας αφορά, εν όλω ή εν μέρει, την παράδοση θερμότητας στους χώρους αποκλειστικής κυριότητας του ακινήτου.

Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει υπό ποιες συνθήκες στην υπόθεση της κύριας δίκης παρέχεται αποζημίωση για την παράδοση θερμότητας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).


3      Η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας περί ΦΠΑ αναφέρεται στην ανάγκη του κοινού συστήματος ΦΠΑ να «καταλήξει σε ουδετερότητα ως προς τον ανταγωνισμό». Βλ., επίσης, απόφαση της 3ης Μαΐου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑481/98, EU:C:2001:237, σκέψη 22).


4      Αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Coöperatieve Aardappelenbewaarplaats (154/80, EU:C:1981:38, σκέψη 14), και της 1ης Απριλίου 1982, Hong‑Kong Trade Development Council (89/81, EU:C:1982:121, σκέψη 10). Όπως έχω εκθέσει σε άλλες προτάσεις, χωρίς γνώση του στοιχείου της αποζημίωσης δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι συντρέχει το στοιχείο του επαχθούς χαρακτήρα σε «παράδοση αγαθών». Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Gmina Wrocław (C‑665/16, EU:C:2018:112, σημείο 57).


5      Βλ. μνημονευόμενη στην υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


6      Βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław (C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 43).


7      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, The Chancellor, Masters and Scholars of the University of Cambridge (C‑316/18, EU:C:2019:559, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


8      Βλ. απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Coöperatieve Aardappelenbewaarplaats (154/80, EU:C:1981:38, σκέψη 12).


9      Βλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1994, Tolsma (C‑16/93, EU:C:1994:80, σκέψη 17), και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Baštová (C‑432/15, EU:C:2016:855, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988, Apple and Pear Development Council (102/86, EU:C:1988:120, σκέψη 14).


11      Όπ.π. (σκέψη 14).


12      Απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (C‑246/08, EU:C:2009:671, σκέψεις 50 και 51).


13      Απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994, Tolsma (C‑16/93, EU:C:1994:80, σκέψη 17).


14      Αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2002, Kennemer Golf (C‑174/00, EU:C:2002:200, σκέψεις 40 έως 42), και της 27ης Μαρτίου 2014, Le Rayon d’Or (C‑151/13, EU:C:2014:185, σκέψη 37).


15      Όπως παρατηρούν οι Terra και Kajus, για τους σκοπούς της οδηγίας περί ΦΠΑ, τούτο σημαίνει ότι ο «πλανόδιος που πουλάει σάτε στους δρόμους της Τζακάρτας» θεωρείται υποκείμενος στον φόρο όπως ένα «πολυκατάστημα στο Άμστερνταμ». Βλ. Terra, B.J.M., και Kajus, J., Introduction to European VAT, IBFD Publications, 2018, σ. 371.


16       Πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C‑320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 22), και της 10ης Απριλίου 2019, PSM «K» (C‑214/18, EU:C:2019:301, σκέψεις 41 και 42).


17      Εκτίθεται αναλυτικά στα σημεία 22 έως 30 των παρουσών προτάσεων.


18      Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Posnania Investment (C‑36/16, EU:C:2017:134, σημείο 25).


19      Ο οικονομικός χαρακτήρας των εν λόγω δραστηριοτήτων μπορεί να τονιστεί περαιτέρω με ένα νοητικό πείραμα: θα μπορούσαν οι εν λόγω δραστηριότητες να παρέχονται από διαφορετικό (εξωτερικό) νομικό πρόσωπο (όχι την προσφεύγουσα) επί πληρωμή; Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική: φυσικά η θέρμανση μπορεί να (και συχνά όντως) παρέχεται από εξωτερική εταιρία επί πληρωμή, όπως συμβαίνει με την πρόσληψη εταιρίας για την επισκευή του χαλασμένου ανελκυστήρα στο κτίριο.


20      Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).


21      Κατά πάγια νομολογία, οι ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και της αρχής της ισότητας επιτάσσει οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχουν ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών να ερμηνεύονται, κατά κανόνα, κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, με γνώμονα το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τον σκοπό της οικείας ρυθμίσεως (βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2017, Kozuba Premium Selection, C‑308/16, EU:C:2017:869, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Βλ., ως την πλέον πρόσφατη, απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, Blackrock Investment Management (UK) (C‑231/19, EU:C:2020:513, σκέψη 22).


23      Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Mailat (C‑17/18, EU:C:2018:1038, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2018, Stadion Amsterdam (C‑463/16, EU:C:2018:22, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Πρβλ. αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, CPP (C‑349/96, EU:C:1999:93, σκέψεις 7 έως 10 και 31), της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Field Fisher Waterhouse (C‑392/11, EU:C:2012:597, σκέψη 23), της 27ης Ιουνίου 2013, RR Donnelley Global Turnkey Solutions Poland (C‑155/12, EU:C:2013:434, σκέψη 24), και της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Mailat (C‑17/18, EU:C:2018:1038, σκέψη 40).


26      Βλ., ομοίως, απόφαση της 6ης Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑94/09, EU:C:2010:253, σκέψη 34).


27      Απoφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2001, «Goed Wonen» (C‑326/99, EU:C:2001:506, σκέψη 52), και της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Sequeira Mesquita (C‑278/18, EU:C:2019:160, σκέψη 19). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση RLRE Tellmer Property (C‑572/07, EU:C:2008:697, σημείο 32).


28      Απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Wojskowa Agencja Mieszkaniowa w Warszawie (C‑42/14, EU:C:2015:229, σκέψη 47).


29      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Agrargenossenschaft Neuzelle (C‑545/11, EU:C:2013:169, σκέψη 52).


30      Βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1996, Denkavit κ.λπ. (C‑283/94, C‑291/94 και C‑292/94, EU:C:1996:387, σκέψη 29).


31      Όπως εκτίθεται στα σημεία 26 έως 30 των παρουσών προτάσεων.


32      Όπως εκτίθεται στα σημεία 34 έως 39 των παρουσών προτάσεων.


33       Βλ., επίσης, απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994, Tolsma (C‑16/93, EU:C:1994:80, σκέψη 14), η οποία ονόμασε το γεγονός αυτό έλλειψη «αμοιβαίως ανταλλασσόμενων παροχών».


34      Το πρωταρχικό σενάριο εν προκειμένω θα ήταν αυτό ενός φροντισμένου κοινού κήπου που υπάρχει στο ισόγειο, από τον οποίο ο ιδιοκτήτης του ισόγειου διαμερίσματος ωφελείται έμμεσα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος του τελευταίου ορόφου. Πρβλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988, Apple and Pear Development Council (102/86, EU:C:1988:120, σκέψη 14).


35      Υπό αυτή την έννοια, πράγματι συνάδει με την απόφαση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) της 7ης Δεκεμβρίου 2001 στην υπόθεση αριθ. 212273, ECLI: FR:CEORD:2001:212273.20011207, στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο.


36      Συνάγω το εν λόγω συμπέρασμα από το άρθρο 16, παράγραφος 2, του Wohnungseigentumsgesetz (νόμου περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και μόνιμου δικαιώματος οικήσεως).


37       Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Apple and Pear Development Council (102/86, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1987:466, σ. 1461).


38      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2002, Kennemer Golf (C‑174/00, EU:C:2002:200, σκέψη 40), και της 27ης Μαρτίου 2014, Le Rayon d’Or (C‑151/13, EU:C:2014:185, σκέψη 37).


39      Πάλι, η ατομική κατανάλωση της θερμότητας (ή της ηλεκτρικής ενέργειας ή του νερού, ομοίως) στις οριζόντιες ιδιοκτησίες των ιδιοκτητών ή των προς μίσθωση διαμερισμάτων θα πραγματοποιείται συνήθως από κάποιον τρίτο και θα υπόκειται σε ΦΠΑ. Πράγματι, μόνον στον μάλλον μοναδικό συνδυασμό πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως συμβαίνει ένωση συνιδιοκτητών να αρχίσει, πέρα από τις συνήθεις (κοινές) λειτουργίες της, να προβαίνει επίσης σε άλλες, πράγματι (εξατομικευμένες) εμπορικές παροχές, δημιουργώντας κατ’ ουσίαν αναντιστοιχία μεταξύ, αφενός, της γενικώς δηλούμενης νομικής της φύσεως και, αφετέρου, της ειδικής, κατ’ ουσίαν οικονομικής, δραστηριότητας.


40      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Segler‑Vereinigung Cuxhaven (C‑715/18, EU:C:2019:1138, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).