Language of document : ECLI:EU:C:2020:1016

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 10ης Δεκεμβρίου 2020 (1)

Υπόθεση C617/19

Granarolo SpA

κατά

Ministero dell’Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare,

Ministero dello Sviluppo Economico,

Comitato nazionale per la gestione della Direttiva 2003/87/CE e per il supporto nella gestione delle attività di progetto del protocollo di Kyoto,

παρισταμένης της

E.On Business Solutions Srl, πρώην E.On Connecting Energies Italia Srl

[αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio
(διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Άρθρο 3, στοιχείο εʹ – Έννοια της “εγκαταστάσεως” – Έννοια των “τεχνικώς συνδεόμενων δραστηριοτήτων” – Άρθρο 3, στοιχείο στʹ – Έννοια του “φορέα εκμετάλλευσης” – Μεταβίβαση εγκατάστασης συμπαραγωγής ενέργειας – Σύμβαση προμήθειας ενέργειας μεταξύ μεταβιβάζουσας και αποκτώσας επιχειρήσεως – Απόρριψη της αιτήσεως για ενημέρωση της αδείας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της μεταβιβάζουσας»






I.      Εισαγωγή

1.        Η Granarolo SpA είναι εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στον διατροφικό τομέα του φρέσκου γάλακτος, καθώς και στην παραγωγή και διανομή γαλακτοκομικών προϊόντων. Για τον βιομηχανικό της τόπο στην περιοχή Pasturago di Vernate (Ιταλία), εντός του οποίου ευρίσκονται μονάδα παραγωγής και εγκατάσταση συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας (2), η εν λόγω εταιρία κατέχει ενιαία άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Εντούτοις, εκ των πραγμάτων, η Granarolo δεν έχει πλέον την κυριότητα της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, αφού τη μεταβίβασε στην E.On Business Solutions (πρώην E.On Connecting Energies Italia Srl, στο εξής: EBS), η οποία είναι εταιρία εξειδικευμένη στην παραγωγή ενέργειας. Ως εκ τούτου, η Granarolo επιδιώκει την ενημέρωση της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που της έχει χορηγηθεί, προκειμένου στο εξής να μην καταλογίζονται σε αυτήν οι εκπομπές που συνδέονται με την εν λόγω εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας. Μέχρι σήμερα η αρμόδια αρχή έχει απορρίψει την ως άνω αίτηση (3).

2.        Στο πλαίσιο αυτό, η Granarolo άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) (4). Το εν λόγω δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (5), το οποίο περιέχει ορισμό της έννοιας της «εγκαταστάσεως».

3.        Το Δικαστήριο ερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν, στην περίπτωση κατά την οποία περισσότερες τεχνικές μονάδες εντός του ίδιου βιομηχανικού τόπου έχουν λάβει ενιαία άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, έχοντας θεωρηθεί για τον σκοπό της αδειοδοτήσεως ως μία ενιαία «εγκατάσταση», η μεταβίβαση μίας εκ των μονάδων αυτών από την εταιρία κάτοχο της αδείας σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει ως συνέπεια ότι η συγκεκριμένη μονάδα δεν αποτελεί πλέον μέρος της εγκαταστάσεως αυτής.

4.        Στη συνέχεια των παρουσών προτάσεών μου, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει καταφατικά στο εν λόγω ερώτημα, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι ισχύουν, κατά τη γνώμη μου, δύο εξαιρέσεις: η πρώτη, όταν, παρά την αλλαγή ιδιοκτήτη, η δραστηριότητα που διεξάγεται στη μεταβιβασθείσα μονάδα «συνδέεται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες της μεταβιβάζουσας και «σχετίζεται άμεσα» (6) με την εγκατάσταση της τελευταίας, και η δεύτερη, όταν η μεταβιβάζουσα εξακολουθεί να είναι ο «φορέας εκμετάλλευσης» (7) που δύναται να ελέγχει τις εκπομπές της εν λόγω μονάδας. Φρονώ ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτει σε καμία από τις δύο ως άνω εξαιρέσεις.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/87, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

ε)      “εγκατάσταση”: σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται μία ή περισσότερες δραστηριότητες απαριθμούμενες στο παράρτημα Ι και οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες άμεσα σχετιζόμενες με αυτές, οι οποίες συνδέονται, τεχνικώς, με τις διεξαγόμενες δραστηριότητες στο συγκεκριμένο τόπο και θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση·

στ)      “φορέας εκμετάλλευσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση ή, όπου αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί αποφασιστικές οικονομικές εξουσίες όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης·

[…]».

6.        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Άδειες εκπομπών αερίων θερμοκηπίου», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε από την 1η Ιανουαρίου 2005 καμία εγκατάσταση να μην πραγματοποιεί οιαδήποτε δραστηριότητα περιλαμβανόμενη στο παράρτημα Ι που οδηγεί σε εκπομπές οριζόμενες σε σχέση με την εν λόγω δραστηριότητα, εκτός εάν ο φορέας εκμετάλλευσης της εγκατάστασης είναι κάτοχος άδειας εκδοθείσας από αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6, ή εάν η εγκατάσταση εξαιρείται από το κοινοτικό σύστημα [ΣΕΔΕ της ΕΕ] σύμφωνα με το άρθρο 27. […]»

7.        Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Προϋποθέσεις και περιεχόμενο της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου», έχει ως εξής:

«1.      Η αρμόδια αρχή εκδίδει άδεια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου με την οποία επιτρέπονται οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από ολόκληρη την εγκατάσταση ή τμήμα της, εφόσον κρίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης είναι ικανός να παρακολουθεί τις εκπομπές και να υποβάλλει εκθέσεις γι’ αυτές.

Μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις που λειτουργούν στον ίδιο τόπο και υπό τον ίδιο φορέα εκμετάλλευσης.

[…]»

8.        Το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Αλλαγές που σχετίζονται με τις εγκαταστάσεις», ορίζει τα εξής:

«Ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για κάθε σχεδιαζόμενη αλλαγή της φύσης ή της λειτουργίας της εγκατάστασης, ή κάθε επέκταση ή σημαντική μείωση της παραγωγικής ικανότητας της εγκατάστασης η οποία μπορεί να απαιτεί ενημέρωση της άδειας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Εφόσον ενδείκνυται, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την άδεια. Αν υπάρχει αλλαγή στην ταυτότητα του φορέα, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την άδεια ώστε να περιληφθεί το όνομα και η διεύθυνση του νέου φορέα.»

9.        Το παράρτημα I της οδηγίας 2003/87, με τίτλο «Κατηγορίες δραστηριοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία», περιλαμβάνει πίνακα στον οποίο απαριθμούνται οι εν λόγω δραστηριότητες. Μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών συγκαταλέγεται η «[κ]αύση καυσίμων σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική κατανάλωση άνω των 20 MW (εκτός των εγκαταστάσεων αποτέφρωσης επικινδύνων ή αστικών αποβλήτων)». Το ίδιο παράρτημα προβλέπει στο σημείο 3 ότι, «[γ]ια τον υπολογισμό της συνολικής ονομαστικής θερμικής ισχύος μιας εγκατάστασης προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσον αυτή θα περιληφθεί στο [ΣΕΔΕ της ΕΕ], αθροίζονται οι ονομαστικές θερμικές ισχύς όλων των συμμετεχουσών σε αυτήν τεχνικών μονάδων όπου η καύση καυσίμου γίνεται εντός της εγκατάστασης».

2.      Το ιταλικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο t, του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 30/2013 (8) ορίζει τον «φορέα εκμετάλλευσης» ως «το πρόσωπο το οποίο κατέχει ή διευθύνει μια εγκατάσταση ή στο οποίο έχει παραχωρηθεί αποφασιστική οικονομική εξουσία όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκαταστάσεως» (9).

11.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο v, του ίδιου νομοθετικού διατάγματος ορίζει την «εγκατάσταση» ως «σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I καθώς και οποιαδήποτε άλλη άμεσα σχετιζόμενη δραστηριότητα η οποία συνδέεται τεχνικώς με τις διεξαγόμενες δραστηριότητες στον συγκεκριμένο τόπο και η οποία μπορεί να έχει επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση».

12.      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει ότι καμία εγκατάσταση δεν μπορεί να ασκεί τις περιλαμβανόμενες στο παράρτημα I του διατάγματος αυτού δραστηριότητες οι οποίες συνεπάγονται εκπομπές αερίων θερμοκηπίου χωρίς να έχει λάβει άδεια από την επιτροπή ΣΕΔΕ.

13.      Κατά το άρθρο 16 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την επιτροπή ΣΕΔΕ για κάθε μεταβολή η οποία αφορά την ταυτότητα του φορέα εκμετάλλευσης, καθώς και τη φύση ή τη λειτουργία της εγκαταστάσεως ή κάθε επέκταση ή σημαντική μείωση της παραγωγικής της ικανότητας.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.      Η Granarolo είναι εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στον διατροφικό τομέα του φρέσκου γάλακτος, καθώς και στην παραγωγή και διανομή γαλακτοκομικών προϊόντων. Διαθέτει συγκρότημα παραγωγής στην περιοχή Pasturago di Vernate, εξοπλισμένο με θερμοηλεκτρικό σταθμό, αποτελούμενο από τρεις λέβητες, ο οποίος παράγει τη θερμότητα που είναι απαραίτητη για τις μεταποιητικές της δραστηριότητες.

15.      Για το εν λόγω συγκρότημα παραγωγής, η εταιρία είναι κάτοχος άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, η οποία αφορά την «καύση καυσίμων σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ άνω των 20 MW», δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 30/2013, με το οποίο μεταφέρθηκε στο ιταλικό δίκαιο η οδηγία 2003/87. Για το συγκρότημα αυτό η εταιρία υπάγεται στο καθεστώς των «μικρών φορέων εκπομπής» (10).

16.      Το 2013 η Granarolo κατασκεύασε, στον τόπο του συγκροτήματος παραγωγής της, εγκατάσταση συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, προοριζόμενων για την παραγωγή τροφίμων. Προέβη δε στην ενημέρωση της αδείας της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου ενώπιον της επιτροπής ΣΕΔΕ, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εκπομπές της εν λόγω εγκαταστάσεως.

17.      Το 2017 η Granarolo μεταβίβασε την εν λόγω εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας στην EBS, συνάπτοντας ταυτόχρονα με αυτήν σύμβαση προμήθειας ενέργειας, με σκοπό να συνεχίσει να χρησιμοποιεί την παραγόμενη από την εγκατάσταση αυτή θερμική και ηλεκτρική ενέργεια για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της μονάδας παραγωγής.

18.      Κατόπιν της μεταβιβάσεως αυτής, η Granarolo υπέβαλε στην επιτροπή ΣΕΔΕ αίτηση για την ενημέρωση της αδείας της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, ώστε να μην συνυπολογίζονται οι εκπομπές της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας στις δικές της εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, θεωρώντας ότι η ίδια πλέον δεν εκμεταλλεύεται ούτε έχει υπό τον έλεγχό της την εγκατάσταση αυτή.

19.      Κατόπιν απορρίψεως της αιτήσεώς της από την επιτροπή ΣΕΔΕ, η Granarolo άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως.

20.      Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η Granarolo, προς στήριξη της προσφυγής της, ισχυρίζεται ότι η επιτροπή ΣΕΔΕ, απορρίπτοντας την αίτησή της, παρέβη τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 2003/87. Ειδικότερα, κατά την Granarolo, από το άρθρο 3, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, προκύπτει ότι η άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου πρέπει να χορηγείται στον φορέα εκμετάλλευσης της εγκαταστάσεως. Όμως, εν προκειμένω, η σύμβαση προμήθειας ενέργειας μεταξύ της Granarolo και της EBS δεν παρέχει στην Granarolo τέτοια εξουσία διαχειρίσεως και ελέγχου των εκπομπών της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, ώστε να θεωρηθεί ότι αυτή εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται τη συγκεκριμένη εγκατάσταση.

21.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η επιτροπή ΣΕΔΕ υποστηρίζει, από την πλευρά της, ότι η μεταβίβαση της συγκεκριμένης δραστηριότητας στην EBS δεν επηρέασε τη διαμόρφωση της εγκαταστάσεως της Granarolo, η οποία αποτελείται από τη μονάδα παραγωγής και από την εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας. Η τελευταία αυτή εγκατάσταση πρέπει να θεωρηθεί ότι «συνδέεται τεχνικώς» με τη μονάδα παραγωγής και ότι μπορεί να έχει επίπτωση στις εκπομπές που καταλογίζονται στην Granarolo. Aφ’ ης στιγμής χορηγείται η άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, είναι άνευ σημασίας αν ο κάτοχος της άδειας αυτής είναι άλλος από τον φορέα εκμετάλλευσης της εγκαταστάσεως. Συναφώς δε, από τους όρους της συμβάσεως προμήθειας ενέργειας προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, ότι η Granarolo διατηρεί αποφασιστική εξουσία όσον αφορά την εκμετάλλευση της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας.

22.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς την ερμηνεία των όρων «εγκαταστάσεις» και «τεχνικώς συνδεόμενες δραστηριότητες», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87. Διερωτάται επίσης εάν, όπως ισχυρίζεται η επιτροπή ΣΕΔΕ, οποιαδήποτε ερμηνεία κατά την οποία θα γινόταν δεκτή η διάσπαση της αρχικής εγκαταστάσεως σε δύο χωριστές εγκαταστάσεις οδηγεί σε καταστρατήγηση των κανόνων του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής. Και τούτο διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, με δεδομένο ότι η εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας έχει ισχύ μικρότερη των 20 MW, αυτή δεν εμπίπτει στις καλυπτόμενες από το παράρτημα I της οδηγίας αυτής δραστηριότητες και, ως εκ τούτου, δεν καταλαμβάνεται από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

23.      Κατόπιν των ανωτέρω, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου), με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019 η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Αυγούστου 2019, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας [2003/87] την έννοια ότι ο όρος “εγκατάσταση” αφορά και περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, κατά την οποία εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας που κατασκευάστηκε από την προσφεύγουσα εντός του βιομηχανικού της τόπου με σκοπό την παροχή ενέργειας στο συγκρότημα παραγωγής της μεταβιβάστηκε εν συνεχεία, μέσω μεταβιβάσεως κλάδου δραστηριότητας, σε άλλη εταιρία εξειδικευμένη στον ενεργειακό τομέα, δυνάμει συμβάσεως η οποία προβλέπει, αφενός, τη μεταβίβαση στην αποκτώσα εταιρία της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, των πιστοποιήσεων, των εγγράφων, των δηλώσεων συμμόρφωσης, των εγκριτικών πράξεων, των παραχωρήσεων, των αδειών εκμετάλλευσης και των αδειών τεχνικής φύσεως που απαιτούνται για την εκμετάλλευση της εγκαταστάσεως και τη διεξαγωγή της δραστηριότητας, καθώς και τη σύσταση υπέρ της αποκτώσας εταιρίας δικαιώματος επιφανείας επί χώρου του συγκροτήματος, επαρκούς και κατάλληλου για την εκμετάλλευση και τη [συντήρηση] της εγκαταστάσεως, και τη σύσταση δικαιωμάτων δουλείας υπέρ της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής, τα οποία περιλαμβάνουν ζώνη αποκλειστικής πρόσβασης στον περιβάλλοντα χώρο αυτής, και, αφετέρου, την παροχή της παραγόμενης από την επίμαχη εγκατάσταση ενέργειας από την αποκτώσα στη μεταβιβάζουσα εταιρία, για χρονική διάρκεια δώδεκα ετών, στις τιμές που συμφωνήθηκαν στη σύμβαση;

2)      Καταλαμβάνει, ειδικότερα, η κατά το ίδιο άρθρο 3, στοιχείο εʹ, [της οδηγίας 2003/87] έννοια της “τεχνικής συνδέσεως”, και τη σύνδεση μεταξύ εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας και συγκροτήματος παραγωγής, η οποία είναι τέτοια ώστε το συγκρότημα παραγωγής, το οποίο ανήκει σε άλλη εταιρία, μολονότι βρίσκεται σε προνομιακή σχέση με την εγκατάσταση συμπαραγωγής για τους σκοπούς της προμήθειας ενέργειας (σύνδεση μέσω δικτύου διανομής ενέργειας, ειδική σύμβαση προμήθειας ενέργειας με την εταιρία στην οποία μεταβιβάστηκε η εγκατάσταση, δέσμευση της τελευταίας για προμήθεια ελάχιστης ποσότητας ενέργειας στο συγκρότημα παραγωγής, άλλως υποχρέωση επιστροφής ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ του κόστους προμήθειας ενέργειας από την αγορά και των τιμών που προβλέπονται στη σύμβαση, έκπτωση επί των τιμών πωλήσεως της ενέργειας μετά από περίοδο δέκα ετών και έξι μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως, παραχώρηση στη μεταβιβάζουσα εταιρία δικαιώματος προαιρέσεως για την επαναγορά της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας ανά πάσα στιγμή, υποχρέωση λήψεως αδείας από τη μεταβιβάζουσα εταιρία για την εκτέλεση εργασιών στην εγκατάσταση συμπαραγωγής), εντούτοις μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά του ακόμη και σε περίπτωση διακοπής της παροχής ενέργειας ή σε περίπτωση δυσλειτουργίας ή παύσεως της λειτουργίας της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής;

3)      Συνιστούν, τέλος, παράβαση του κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού των πηγών που προβλέπεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας [2003/87] ή, αντίθετα, απλή και νόμιμη συνέπεια των οργανωτικών επιλογών των φορέων, η οποία δεν απαγορεύεται από το ΣΕΔΕ, σε περίπτωση πραγματικής μεταβιβάσεως μιας εγκαταστάσεως [συμπαραγωγής ενέργειας] από την κατασκευάστρια αυτής εταιρία, ιδιοκτήτρια [συγκροτήματος παραγωγής] εντός του ιδίου τόπου, σε άλλη εταιρία εξειδικευμένη στον ενεργειακό τομέα, για λόγους υψηλότερης αποδοτικότητας, η δυνατότητα διαχωρισμού των σχετικών εκπομπών από την άδεια [εκπομπών] του ιδιοκτήτη του [συγκροτήματος παραγωγής], μετά τη μεταβίβαση, και το ενδεχόμενο απεντάξεως των εκπομπών αυτών από το ΣΕΔΕ, το οποίο προκαλείται από το γεγονός ότι, αφ’ εαυτής, η εγκατάσταση [συμπαραγωγής ενέργειας] δεν ξεπερνά από άποψη ισχύος το κατώτατο όριο που απαιτείται ώστε να χαρακτηριστεί ως εμπίπτουσα στο καθεστώς των “μικρών φορέων εκπομπής”;»

24.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η Granarolo, η EBS, η Ιταλική και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

25.      Οι ίδιοι ως άνω διάδικοι και μετέχοντες στη διαδικασία, εξαιρουμένης της Τσεχικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020.

IV.    Ανάλυση

26.      Όπως επισήμανα στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί σε ποια επιχείρηση (μεταβιβάζουσα ή αποκτώσα) πρέπει να καταλογίζονται οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου μιας εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, της οποίας η κυριότητα μεταβιβάστηκε από την επιχείρηση κάτοχο ενιαίας αδείας για τον βιομηχανικό τόπο εντός του οποίου βρίσκεται η συγκεκριμένη εγκατάσταση. Εφόσον η εν λόγω εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας και η παραγωγική μονάδα της μεταβιβάζουσας αντιμετωπίστηκαν κατά την αρχική αδειοδότηση ως μία ενιαία «εγκατάσταση» κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τούτο εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη μεταβίβαση;

27.      Η συγκεκριμένη προβληματική τίθεται, κατ’ ουσίαν, με τα δύο πρώτα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, τα οποία θα αναλύσω από κοινού στις παρούσες προτάσεις.

28.      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, σε περίπτωση που μια μονάδα συμπαραγωγής ενέργειας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, θεωρηθεί ότι κατόπιν της μεταβιβάσεώς της δεν αποτελεί πλέον τμήμα της «εγκαταστάσεως» της μεταβιβάζουσας, το γεγονός ότι, από μόνες τους, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της εν λόγω εγκαταστάσεως δεν φθάνουν το ελάχιστο όριο των 20 MW ώστε αυτή να εμπίπτει στην οδηγία 2003/87 θα μπορούσε να συνιστά παράβαση του «κανόνα τoυ αθροιστικού υπολογισμού», ο οποίος προβλέπεται στο παράρτημα Ι, σημείο 3, της εν λόγω οδηγίας (11).

29.      Πιο συγκεκριμένα, αν θεωρηθεί ότι η εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας και η μονάδα παραγωγής, μετά τη σύμβαση μεταβιβάσεως μεταξύ της Granarolo και της EBS, αποτελούν μία ενιαία «εγκατάσταση», τότε η ονομαστική θερμική ισχύς αμφοτέρων θα λαμβάνεται υπόψη αθροιστικώς, βάσει του «κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού», και επομένως οι εκπομπές τους θα υπάγονται στο ΣΕΔΕ. Εάν, αντιθέτως, η μονάδα συμπαραγωγής ενέργειας δεν αποτελεί πλέον τμήμα της ίδιας «εγκαταστάσεως» μαζί με τη μονάδα παραγωγής, η συνολική ονομαστική θερμική ισχύς της είναι κατώτερη του ελαχίστου ορίου των 20 MW. Συνεπώς, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της εγκαταστάσεως αυτής δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/87 και δεν εντάσσονται στο ΣΕΔΕ.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30.      Υπενθυμίζω ότι αντικείμενο της οδηγίας 2003/87 είναι η καθιέρωση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής το οποίο αποσκοπεί στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα και του οποίου ο τελικός σκοπός είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Το σύστημα αυτό στηρίζεται σε μια οικονομικού χαρακτήρα λογική, η οποία παρακινεί κάθε μετέχοντα στο σύστημα να εκπέμπει ποσότητα αερίων θερμοκηπίου μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που του έχουν αρχικώς χορηγηθεί, προκειμένου να μεταβιβάσει το πλεόνασμα σε άλλον μετέχοντα ο οποίος έχει παραγάγει ποσότητα εκπομπών υπερβαίνουσα τα χορηγηθέντα σε αυτόν δικαιώματα (12).

31.      Συνεπώς, η αρχή του πλειστηριασμού των δικαιωμάτων εκπομπής, την οποία ο νομοθέτης έκρινε ως «το απλούστερο σύστημα που γενικά θεωρείται και το αποδοτικότερο από οικονομικής άποψης» (13), όσον αφορά την επίτευξη του σκοπού της «μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό (14), εξαρτάται από την ικανότητα των μετεχόντων στο σύστημα να ελέγχουν τις εκπεμπόμενες από αυτούς ποσότητες αερίων θερμοκηπίου.

32.      Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τους συμβατικούς όρους τους οποίους μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στα ερωτήματά του, εκτιμώ εκ προοιμίου ότι μόνον η EBS δύναται να ελέγχει τις εκπομπές της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας.

33.      Συγκεκριμένα, πρώτον, όπως επισήμανα και στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, η Granarolo δεν έχει πλέον την κυριότητα της εγκαταστάσεως αυτής. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η σύμβαση μεταξύ Granarolo και EBS περιέχει όρους που προβλέπουν τη μεταβίβαση της εν λόγω εγκαταστάσεως και των απαιτούμενων εγγράφων για τη λειτουργία αυτής στη δεύτερη εξ αυτών εταιρία, καθώς και την παραχώρηση στην EBS δικαιώματος επιφανείας και δικαιωμάτων δουλείας, με σκοπό να παρασχεθεί σε αυτήν η δυνατότητα να εκμεταλλεύεται και να συντηρεί την εν λόγω εγκατάσταση.

34.      Δεύτερον, από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου συνάγεται ότι, μολονότι η EBS ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στην Granarolo, για χρονική περίοδο δώδεκα ετών, τις ελάχιστες ποσότητες θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών της παραγωγικής της μονάδας, εντούτοις η συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση δεν παραχωρεί στην Granarolo την εξουσία ελέγχου των εκπομπών της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας. Πράγματι, στην περίπτωση που η EBS δεν παράσχει την απαιτούμενη ποσότητα ενέργειας, η μόνη συνέπεια θα είναι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η υποχρέωσή της να επιστρέψει στην Granarolo ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής προμήθειας από την αγορά της ενέργειας και της τιμής που καθορίζεται στη συναφθείσα μεταξύ των εν λόγω συμβαλλομένων σύμβαση παροχής ενέργειας.

35.      Τρίτον, μολονότι το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Granarolo διατηρεί δικαίωμα επαναγοράς της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, το οποίο μπορεί να ασκήσει ανά πάσα στιγμή, εντούτοις μόνη η ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος, χωρίς αυτό να έχει ουδέποτε συνοδευτεί από συγκεκριμένη πράξη αποβλέπουσα στην εκ νέου απόκτηση της κυριότητας της εν λόγω εγκαταστάσεως, δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει, κατά τη γνώμη μου, στο συμπέρασμα ότι η εταιρία αυτή διαθέτει την εξουσία να αυξάνει ή να μειώνει τη συνολική ποσότητα ενέργειας που παράγεται από την εν λόγω εγκατάσταση.

36.      Τέταρτον, κατά την άποψή μου, το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την επίσης επισημανθείσα από το αιτούν δικαστήριο συμβατική υποχρέωση, δυνάμει της οποίας η EBS υποχρεούται να ζητεί την άδεια της Granarolo πριν την εκτέλεση εργασιών στην εγκατάσταση συμπαραγωγής. Η εν λόγω υποχρέωση δεν είναι ικανή να μεταβάλει την εκτίμηση ότι μόνον η EBS ελέγχει την ποσότητα των αερίων που εκπέμπονται από την εγκατάσταση αυτή.

37.      Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, οι διάδικοι και μετέχοντες στη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση διατυπώνουν, κατ’ ουσίαν, δύο διαφορετικές απόψεις.

38.      Αφενός, η Granarolo, η EBS και η Επιτροπή θεωρούν ότι, εφόσον η Granarolo δεν δύναται πλέον να ελέγχει τις εκπομπές της μεταβιβασθείσας στην EBS μονάδας συμπαραγωγής ενέργειας, επιβάλλεται, βάσει της οδηγίας 2003/87, να μη λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές της εγκαταστάσεως αυτής για τη δική της άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις της οδηγίας προκύπτει ότι η άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου χορηγείται στον «φορέα εκμετάλλευσης» της εγκαταστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας. Και μόνο η EBS μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί τη λειτουργία αυτή.

39.      Αφετέρου, η Ιταλική και η Τσεχική Κυβέρνηση θεωρούν ότι η έννοια της «εγκαταστάσεως», κατά το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, είναι ανεξάρτητη από την έννοια του «φορέα εκμετάλλευσης». Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, η μονάδα συμπαραγωγής ενέργειας μπορεί να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να αποτελεί μία και μόνη «εγκατάσταση» μαζί με την παραγωγική μονάδα της Granarolo και εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στη σχετική άδεια της μονάδας αυτής, έστω και αν ο φορέας εκμετάλλευσης αυτής είναι άλλος από τον κάτοχο της εν λόγω αδείας (15).

40.      Όσον αφορά τη διαμόρφωση της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, η Granarolo επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι στην άδεια την οποία κατέχει και η οποία αντικατοπτρίζει την κατάστασή της πριν τη μεταβίβαση στην EBS, η εγκατάσταση συμπαραγωγής και η μονάδα παραγωγής εμφανίζονται ως δύο τεχνικές μονάδες οι οποίες υπόκεινται στον «κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού», που προβλέπεται στο σημείο 3 του παραρτήματος I της οδηγίας 2003/87, και αποτελούν τμήματα μίας και μόνης εγκαταστάσεως.

41.      Με τα υποβληθέντα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, μετά τη μεταβίβαση, η εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας εξακολουθεί να συνδέεται φυσικώς με τη μονάδα παραγωγής της Granarolo μέσω δικτύου διανομής. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι η Granarolo μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά της ακόμη και σε περίπτωση διακοπής της παροχής ενέργειας από την EBS ή δυσλειτουργίας της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής.

42.      Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων (τμήμα Β), φρονώ ότι από τα ανωτέρω στοιχεία δεν προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, οι δραστηριότητες μιας μονάδας συμπαραγωγής ενέργειας και μιας μονάδας παραγωγής πρέπει να θεωρηθεί ότι «συνδέονται τεχνικώς», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, και ότι, εξ αυτού, συναποτελούν μία και μόνη εγκατάσταση.

43.      Κατόπιν των ως άνω διευκρινίσεων, θα πρέπει να προσδιοριστεί σε ποιον μπορούν να καταλογιστούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από μονάδα συμπαραγωγής όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καθοριστεί αν οι εκπομπές τέτοιας εγκαταστάσεως εξακολουθούν να καλύπτονται από άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, όπως αυτή που κατέχει η Granarolo.

44.      Συναφώς, θα επισημάνω, κατ’ αρχάς, ότι μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να καλύπτει μόνον τις εγκαταστάσεις ή τμήματα εγκαταστάσεως που «εκμεταλλεύεται», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/87, η επιχείρηση κάτοχος της αδείας (τμήμα Γ). Στη συνέχεια, θα εξηγήσω ότι, υπό τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η Granarolo δεν είναι πλέον «φορέας εκμετάλλευσης» της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας και, επομένως, δεν μπορούν να καταλογίζονται σε αυτήν οι εν λόγω εκπομπές (τμήμα Δ).

45.      Τονίζω εκ των προτέρων ότι οι όροι της συμβάσεως μεταξύ μεταβιβάζουσας και αποκτώσας εταιρίας, κατά τη γνώμη μου, δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση αν η μεταβιβαζόμενη δραστηριότητα «συνδέεται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες της μεταβιβάζουσας εταιρίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το τμήμα Δ των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι οι εν λόγω συμβατικοί όροι είναι χρήσιμοι για τον προσδιορισμό του φορέα εκμετάλλευσης της τεχνικής μονάδας στην οποία διεξάγεται μια τέτοια δραστηριότητα, δηλαδή προκειμένου να εκτιμηθεί σε ποιον πρέπει να καταλογίζονται οι εκπομπές αερίων που παράγονται από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.

46.      Τέλος, θα απαντήσω στο τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, σχετικά με την ενδεχόμενη παράβαση του «κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού» (τμήμα ΣΤ).

2.      Επί της έννοιας των «τεχνικώς συνδεόμενων δραστηριοτήτων»

47.      Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, ως «εγκατάσταση» νοείται «σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται μία ή περισσότερες δραστηριότητες απαριθμούμενες στο παράρτημα Ι και οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες άμεσα σχετιζόμενες με αυτές, οι οποίες συνδέονται, τεχνικώς, με τις διεξαγόμενες δραστηριότητες στο συγκεκριμένο τόπο και θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση» (16). Επιπλέον, ο «κανόνας του αθροιστικού υπολογισμού», που προβλέπεται στο σημείο 3 του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας, προϋποθέτει ότι μια «εγκατάσταση» μπορεί να είναι και σύνολο περισσοτέρων τεχνικών μονάδων συγκεντρωμένων στον ίδιο χώρο (17).

48.      Βάσει των διατάξεων αυτών, θεωρώ αναγκαία τη διάκριση μεταξύ τριών πιθανών περιπτώσεων, κατά τη μεταβίβαση κλάδου δραστηριότητας εκ μέρους επιχειρήσεως η οποία κατέχει ενιαία άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

1.      Παρουσίαση των τριών πιθανών περιπτώσεων

49.      Στην πρώτη πιθανή περίπτωση, ο φορέας εκμετάλλευσης μεταβιβάζει την κυριότητα της ή των εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεως που καλύπτονται από την άδειά του εκπομπής αερίων θερμοκηπίου σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο καθίσταται «φορέας εκμετάλλευσης». Για την περίπτωση αυτή, η λύση προβλέπεται στο άρθρο 7, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87 και συνίσταται στην ενημέρωση της αδείας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτήν το όνομα και η διεύθυνση του νέου φορέα εκμετάλλευσης.

50.      Επομένως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ, ένας φορέας εκμετάλλευσης είναι απολύτως ελεύθερος να μεταβιβάσει το σύνολο των εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων που καλύπτονται από την άδειά του περί εκπομπής αερίων θερμοκηπίου σε άλλη επιχείρηση. Μετά τη μεταβίβαση, οι εκπομπές καταλογίζονται στην προς ην η μεταβίβαση επιχείρηση.

51.      Το ζήτημα που πρέπει να διευκρινιστεί είναι τι συμβαίνει σε περίπτωση μεταβιβάσεως μόνο μίας από τις τεχνικές μονάδες που συνθέτουν την εγκατάσταση για την οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Τέτοια μερική μεταβίβαση αφορούν οι επόμενες δύο περιπτώσεις:

–        Στη δεύτερη πιθανή περίπτωση, ο φορέας εκμετάλλευσης μεταβιβάζει σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο έναν κλάδο δραστηριότητας διεξαγόμενης σε εγκατάσταση η οποία αποτελείται από περισσότερες τεχνικές μονάδες, για τις οποίες αυτός κατέχει ενιαία άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, συνεχίζοντας συγχρόνως να ασκεί ο ίδιος τις λοιπές σχετιζόμενες με την εγκατάσταση αυτή δραστηριότητες. Ωστόσο, αυτές οι δραστηριότητες και η μεταβιβαζόμενη δραστηριότητα δεν «συνδέονται τεχνικώς» κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87.

–        Στην τρίτη πιθανή περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά είναι ίδια με αυτά της δεύτερης περιπτώσεως, πλην όμως η μεταβιβαζόμενη δραστηριότητα «συνδέεται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες που συνεχίζει να ασκεί η μεταβιβάζουσα στην εγκατάστασή της, σχετίζεται δε άμεσα με την εν λόγω εγκατάσταση.

52.      Βάσει του ορισμού της έννοιας της «εγκαταστάσεως» που περιέχεται στο άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87 και με δεδομένο ότι συνδέονται τεχνικώς, οι δραστηριότητες της εν λόγω τρίτης περιπτώσεως επιβάλλεται να θεωρηθούν ως διεξαγόμενες εντός μίας και μόνης εγκαταστάσεως.

53.      Με άλλα λόγια, το ζήτημα αν οι δραστηριότητες της μεταβιβάζουσας και της αποκτώσας «συνδέονται τεχνικώς» ασκεί επιρροή στον αριθμό των εγκαταστάσεων που υφίστανται κατόπιν της μεταβιβάσεως. Αναλόγως με το αν βρισκόμαστε ενώπιον της δεύτερης ή της τρίτης περιπτώσεως, μετά τη μεταβίβαση, είναι δυνατόν να πρόκειται είτε για μία ενιαία εγκατάσταση είτε για δύο εγκαταστάσεις.

2.      Υπoμνήσεις σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας των «τεχνικώς συνδεόμενων δραστηριοτήτων»

54.      Η οδηγία 2003/87 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας των «τεχνικώς συνδεόμενων δραστηριοτήτων».

55.      Ωστόσο το Δικαστήριο, στην απόφασή του επί της υποθέσεως Elektriciteits Produktiemaatschappij Zuid-Nederland EPZ, διευκρίνισε ότι, κατ’ ουσίαν, πρέπει να συνάγεται η ύπαρξη τέτοιας «τεχνικής συνδέσεως» μεταξύ δύο δραστηριοτήτων όταν η μία εξ αυτών ενσωματώνεται στη συνολική τεχνική διαδικασία της άλλης (18).

56.      Στη συγκεκριμένη απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου περί εγκαταστάσεως αποθηκεύσεως άνθρακα και θερμοηλεκτρικής μονάδας παραγωγής ενέργειας, συνδεδεμένων μεταξύ τους με κυλιόμενο τάπητα για τον εφοδιασμό της μονάδας με άνθρακα, το γεγονός ότι ο αποθηκευμένος άνθρακας ήταν αναγκαίος για τη λειτουργία της μονάδας παραγωγής αρκούσε προκειμένου να συναχθεί ότι η δραστηριότητα αποθηκεύσεως άνθρακα σχετιζόταν άμεσα με την εν λόγω δραστηριότητα (19).

57.      Είναι μεν αληθές ότι στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο δεν απέκλεισε ρητώς το ενδεχόμενο μια δραστηριότητα που δεν είναι «αναγκαία» για κάποια άλλη να μπορεί και αυτή να θεωρηθεί ως «τεχνικώς συνδεόμενη» με την τελευταία. Εντούτοις, κατά την αντίληψή μου, το κριτήριο που έγινε δεκτό από το Δικαστήριο έχει την έννοια ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δραστηριότητες θεωρούνται «τεχνικώς συνδεόμενες» περιλαμβάνουν, εν πάση περιπτώσει, και εκείνες κατά τις οποίες η ακεραιότητα της εγκαταστάσεως μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω εάν δεν είναι πλέον εφικτή η χρησιμοποίηση της μεταβιβασθείσας δραστηριότητας (20).

3.      Προσδιορισμός της περιπτώσεως στην οποία εντάσσεται η υπόθεση της κύριας δίκης

58.      Η πρώτη περίπτωση, η οποία περιγράφεται στο ως άνω επιμέρους τμήμα 1, είναι προφανές ότι δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση της κύριας δίκης. Πράγματι, η Granarolo μεταβίβασε στην EBS την κυριότητα μόνον της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, ενώ η άδεια που αυτή κατέχει καλύπτει τόσο την εν λόγω εγκατάσταση όσο και τη μονάδα παραγωγής, η οποία παραμένει στην κυριότητα της Granarolo.

59.      Επομένως, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί, βάσει της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και με την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, κατά πόσον η δραστηριότητα που μεταβιβάστηκε από την Granarolo στην EBS «συνδέεται τεχνικώς» με τις υπόλοιπες δραστηριότητες που διεξάγονται στην εγκατάσταση για την οποία η πρώτη εξ αυτών κατέχει άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

60.      Επί του ζητήματος αυτού, η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, εφόσον η ενέργεια που παράγεται από την εγκατάσταση συμπαραγωγής της EBS προορίζεται ειδικώς για την παραγωγική μονάδα της Granarolo και οι δύο αυτές εγκαταστάσεις είναι φυσικώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, οι δραστηριότητές τους «συνδέονται τεχνικώς».

61.      Η Granarolo αντικρούει τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία και υποστηρίζει, όπως και η EBS και η Επιτροπή, ότι η δραστηριότητα που διεξάγεται εντός της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας δεν «συνδέεται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες τις οποίες η ίδια πραγματοποιεί εντός της παραγωγικής της μονάδας και ότι η επίμαχη δραστηριότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεσα σχετιζόμενη με τη μονάδα αυτή.

62.      Συμμερίζομαι την τελευταία άποψη.

63.      Πράγματι, όπως επισήμανα στο σημείο 55 των παρουσών προτάσεων, προκειμένου να συναχθεί ότι οι δραστηριότητες «συνδέονται τεχνικώς», δεν αρκεί απλώς οι δραστηριότητες αυτές να συνδέονται μεταξύ τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται ότι η μεταβιβασθείσα δραστηριότητα ενσωματώνεται στη συνολική τεχνική διαδικασία των λοιπών δραστηριοτήτων της μεταβιβάζουσας.

64.      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, η εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας συνδέεται με την παραγωγική μονάδα της Granarolo μόνο μέσω ενός δικτύου διανομής (ήτοι μέσω καλωδίων), διά του οποίου καθίσταται δυνατή η παροχή ενέργειας.

65.      Το εν λόγω δίκτυο διανομής, μολονότι παρέχει στην Granarolo προνομιακή πρόσβαση στην ενέργεια που παράγεται από την EBS, εντούτοις δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη της υπάρξεως τεχνικού συνδέσμου μεταξύ των δραστηριοτήτων των δύο αυτών εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι, όπως διαπίστωσε το αιτούν δικαστήριο, η παραγωγική μονάδα μπορεί να συνεχίσει τη δραστηριότητά της ακόμη και σε περίπτωση δυσλειτουργίας και διακοπής της δραστηριότητας της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας. Φρονώ ότι η τελευταία διαπίστωση είναι καθοριστικής σημασίας.

66.      Συναφώς, από τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η μονάδα παραγωγής συνδέεται με το εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα που καθιστά δυνατή την τροφοδότησή της με ηλεκτρική ενέργεια ακόμη και σε περίπτωση μη επαρκούς εφοδιασμού από την EBS (21).

67.      Επιπλέον, η εν λόγω μονάδα διαθέτει δικό της θερμοηλεκτρικό σταθμό, αποτελούμενο από τρεις λέβητες. Κατά την Granarolo, ακόμη και στην περίπτωση που δεν είναι εφικτό να της παραδοθεί θερμική ενέργεια από την εγκατάσταση συμπαραγωγής, ο εν λόγω θερμοηλεκτρικός σταθμός αρκεί για να παραχθεί το σύνολο της θερμικής ενέργειας που είναι απαραίτητη για τις ανάγκες παραγωγής της.

68.      Κατά την άποψή μου, από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι η δραστηριότητα παραγωγής θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας σε μονάδα συμπαραγωγής όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν ενσωματώνεται στη συνολική τεχνική διαδικασία μιας μονάδας παραγωγής, όπως είναι αυτή που εκμεταλλεύεται η Granarolo. Εκτός αυτού, η μονάδα παραγωγής της Granarolo λειτουργούσε κανονικά και πριν κατασκευαστεί η επίμαχη εγκατάσταση. Πρόκειται, επομένως, για περίπτωση αντίθετη από εκείνη της μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με άνθρακα, στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Elektriciteits Produktiemaatschappij Zuid-Nederland EPZ (22), η δραστηριότητα της οποίας δεν μπορούσε να διεξαχθεί χωρίς τον άνθρακα που μεταφερόταν με κυλιόμενο τάπητα από τον χώρο αποθηκεύσεως.

69.      Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι πεπεισμένος ότι, σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, η μεταβιβασθείσα δραστηριότητα και οι δραστηριότητες που διεξάγονται εντός της μονάδας παραγωγής, την κυριότητα της οποίας διατηρεί η μεταβιβάζουσα, δεν «συνδέονται τεχνικώς». Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνουν η EBS και η Επιτροπή, φρονώ ότι η σχέση που συνδέει τις δραστηριότητες αυτές είναι αμιγώς συμβατικής φύσεως, απέχει δε μακράν από το να χαρακτηριστεί ως «τεχνικός σύνδεσμος».

70.      Το αντίθετο συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με το να θεωρηθεί ότι όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών ενέργειας ασκούν δραστηριότητες οι οποίες «συνδέονται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες των πελατών τους, απλώς και μόνον λόγω της συνδέσεώς τους μέσω δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα που θα οδηγούσε σε επικάλυψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που μπορούν να τους καταλογιστούν και θα καθιστούσε αδύνατη τη λειτουργία του ΣΕΔΕ (23).

71.      Εκ των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι η δραστηριότητα που διεξάγεται σε εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας, όπως η μεταβιβασθείσα στην υπόθεση της κύριας δίκης από την Granarolo στην EBS, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι «συνδέεται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες που διεξάγονται σε μονάδα παραγωγής η οποία, όπως αυτή της Granarolo, μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της χωρίς τη συγκεκριμένη εγκατάσταση.

72.      Επομένως, η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση που περιγράφεται στο σημείο 51 των παρουσών προτάσεων.

73.      Πέραν αυτού, φρονώ ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, μόνο το γεγονός ότι οι εν λόγω τεχνικές μονάδες αντιμετωπίστηκαν, πριν τη μεταβίβαση, ως αποτελούσες μία και μόνη «εγκατάσταση» δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι πλέον υφίστανται δύο εγκαταστάσεις. Εφόσον οι δραστηριότητες της μεταβιβάζουσας και της αποκτώσας επιχειρήσεως δεν συνδέονται τεχνικώς, η τεχνική μονάδα εντός της οποίας ασκείται η μεταβιβασθείσα δραστηριότητα πρέπει να θεωρηθεί, μετά τη μεταβίβαση, ως χωριστή τεχνική μονάδα σε σχέση με εκείνες όπου διεξάγονται οι δραστηριότητες της μεταβιβάζουσας.

74.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, εφόσον δεν υπάρχει αμφιβολία αν κάποιες δραστηριότητες «συνδέονται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες που διεξάγονται εντός μιας εγκαταστάσεως, το ζητούμενο είναι, όπως υποστηρίζει και η Τσεχική Κυβέρνηση, απλώς ο προσδιορισμός της σταθερής τεχνικής μονάδας όπου διεξάγονται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας.

75.      Συντάσσομαι δε με την άποψη της γενικής εισαγγελέα J. Kokott που περιέχεται στις προτάσεις της επί της υποθέσεως Elektriciteits Produktiemaatschappij Zuid-Nederland EPZ (24), κατά την οποία η έννοια της «τεχνικής μονάδας» δεν ορίζεται επακριβώς και, ως εκ τούτου, επιδέχεται ευέλικτη ερμηνεία.

76.      Πράγματι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, δεν προκύπτει από το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87 ότι τα όρια μιας εγκαταστάσεως δεν μπορούν ούτε να επεκταθούν ούτε να περιοριστούν ή ότι η διαμόρφωση της εγκαταστάσεως δεν μπορεί ποτέ να μεταβληθεί μετά τη χορήγηση της πρώτης άδειας.

77.      Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα καθιστούσε αμετάβλητη στο διηνεκές την περιγραφή μιας εγκαταστάσεως στην πρώτη άδεια που έχει χορηγηθεί σχετικά με την εγκατάσταση αυτή και θα αντέβαινε, κατά τη γνώμη μου, στο γράμμα του άρθρου 7, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, το οποίο προβλέπει ότι μια εγκατάσταση μπορεί να υποστεί αλλαγές όσον αφορά τη φύση, τη λειτουργία και την παραγωγική της ικανότητα.

78.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται, κατά την άποψή μου, ότι τεχνικές μονάδες των οποίων οι δραστηριότητες δεν «συνδέονται τεχνικώς», σε περίπτωση μεταβιβάσεως μίας εξ αυτών, πρέπει να θεωρούνται χωριστές εγκαταστάσεις (25), έστω και αν έχουν προσδιοριστεί στην πρώτη άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου ως μία ενιαία «εγκατάσταση».

79.      Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας της EBS και της μονάδας παραγωγής της Granarolo: δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μία ενιαία εγκατάσταση, αλλά ως δύο χωριστές εγκαταστάσεις.

80.      Στο επόμενο τμήμα των παρουσών προτάσεων, θα αναλύσω το ζήτημα αν οι εκπομπές μιας εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορούν να εξακολουθήσουν να καταλογίζονται στη μεταβιβάζουσα εταιρία, ακόμη και μετά τη μεταβίβαση, με την αιτιολογία ότι καλύπτονται από την άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που κατέχει η εν λόγω εταιρία. Επ’ αυτού, η απάντησή μου θα είναι αρνητική, θα επισημάνω δε ότι μόνον ο φορέας εκμετάλλευσης τέτοιας εγκαταστάσεως μπορεί να είναι υπεύθυνος για τις εν λόγω εκπομπές αερίων. Εν συνεχεία, θα εξετάσω αν, υπό τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, μια εταιρία όπως η Granarolo μπορεί να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να είναι ο «φορέας εκμετάλλευσης» τέτοιας εγκαταστάσεως. Θα καταλήξω στο συμπέρασμα ότι μόνον η EBS έχει την ιδιότητα αυτή.

3.      Επί της αναγκαιότητας συνδέσεως της αδείας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου με τον φορέα εκμετάλλευσης

81.      Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/87 ορίζει ότι ως «φορέας εκμετάλλευσης» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο «εκμεταλλεύεται ή διευθύνει» την εγκατάσταση ή, όπου αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί «αποφασιστικές οικονομικές εξουσίες όσον αφορά την τεχνική λειτουργία» της εγκατάστασης.

82.      Επιπλέον, όπως επισήμανα στο σημείο 31 των παρουσών προτάσεων, σκοπός του ΣΕΔΕ είναι η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό. Δεν αποτελεί σκοπό του ΣΕΔΕ ο περιορισμός των συναλλαγών τις οποίες ενδέχεται να πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται εγκαταστάσεις εμπίπτουσες στο ΣΕΔΕ. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, όπως ανέφερα στο σημείο 49 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 7, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87 προβλέπει ρητώς την περίπτωση αλλαγής φορέα εκμετάλλευσης.

83.      Βάσει του σκοπού αυτού, εκτιμώ, όπως και η Granarolo, η EBS και η Επιτροπή, ότι μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να καλύπτει μόνον όσες εγκαταστάσεις ή τμήματα εγκαταστάσεως «εκμεταλλεύεται» η επιχείρηση κάτοχος της αδείας.

84.      Φρονώ ότι οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία θα αντέβαινε στους σκοπούς της οδηγίας 2003/87, καθόσον θα συνεπαγόταν, όπως ορθώς υπογράμμισε η Granarolo κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι κάτοχος της αδείας θα μπορούσε να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να ελέγξει τις εκπομπές της εγκαταστάσεως. Λαμβανομένου δε υπόψη του πιθανού κινδύνου οι εκπομπές αερίων να μην μπορούν, αναλόγως της περιπτώσεως, ούτε να ελέγχονται ούτε να δηλώνονται ορθώς, τέτοια ερμηνεία θα είχε επιζήμιο αποτέλεσμα για το ΣΕΔΕ.

85.      Επιπροσθέτως, εκτιμώ ότι η προβαλλόμενη από την Ιταλική και την Τσεχική Κυβέρνηση άποψη, κατά την οποία η άδεια αφορά περισσότερο την εγκατάσταση παρά τον φορέα εκμετάλλευσης, είναι εσφαλμένη, καθόσον, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 προκύπτει σαφώς ότι η άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου χορηγείται υπό την προϋπόθεση υπάρξεως φορέα εκμετάλλευσης ικανού να παρακολουθεί τις εκπομπές και να υποβάλλει δηλώσεις γι’ αυτές (26).

86.      Από τις τυπικές προϋποθέσεις χορηγήσεως της αδείας, οι οποίες προβλέπονται αναλυτικώς, μεταξύ άλλων, στο εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 2, προκύπτει επίσης ότι μόνον ο φορέας εκμετάλλευσης μπορεί είναι κάτοχος της αδείας αυτής (27). Ειδικότερα, βάσει της συγκεκριμένης διατάξεως, η χορήγηση της αδείας εξαρτάται από την τήρηση, μεταξύ άλλων, της υποχρεώσεως δυνάμει της οποίας οι φορείς εκμετάλλευσης υποχρεούνται να παραδίδουν προς ακύρωση, πριν την 30ή Απριλίου εκάστου έτους, αριθμό δικαιωμάτων ίσο με τις συνολικές εκπομπές που πραγματοποίησαν κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος (28). Η εξάρτηση της αδείας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου από την τήρηση της υποχρεώσεως αυτής επιβεβαιώνει, κατά την άποψή μου, ότι κάτοχος της εν λόγω αδείας δεν μπορεί να είναι καμία άλλη επιχείρηση πλην του φορέα εκμετάλλευσης, στον οποίο εναπόκειται να παραδίδει τα δικαιώματα αυτά (29).

87.      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, κατά τη γνώμη μου, και από το γράμμα του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/87. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε από την 1η Ιανουαρίου 2005 καμία εγκατάσταση να μην πραγματοποιεί οιαδήποτε δραστηριότητα περιλαμβανόμενη στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας που οδηγεί σε εκπομπές οριζόμενες σε σχέση με την εν λόγω δραστηριότητα, εκτός εάν ο φορέας εκμετάλλευσης της εγκατάστασης είναι κάτοχος άδειας εκδοθείσας από αρμόδια αρχή ή εάν η εγκατάσταση εξαιρείται από το ΣΕΔΕ της ΕΕ (30).

88.      Εκ των ανωτέρω διατάξεων συνάγω ότι μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να καλύπτει μόνο τις εγκαταστάσεις ή τμήματα εγκαταστάσεων που «εκμεταλλεύεται» η επιχείρηση κάτοχος της άδειας και των οποίων είναι σε θέση να παρακολουθεί και να δηλώνει τις εκπομπές αερίων.

89.      Ο ισχυρισμός της Τσεχικής Κυβερνήσεως κατά τον οποίο η οδηγία 2003/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των διατάξεων άλλων οδηγιών σχετικών με τις βιομηχανικές εκπομπές, και ειδικότερα του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/75/ΕΕ (31), δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

90.      Η εν λόγω κυβέρνηση θεωρεί ότι, για την ερμηνεία της οδηγίας 2003/87, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/75, είναι δυνατή η ύπαρξη περισσότερων φορέων εκμετάλλευσης για διαφορετικά τμήματα της ίδιας εγκαταστάσεως. Κατά την ως άνω κυβέρνηση, η ύπαρξη περισσότερων φορέων εκμετάλλευσης για διαφορετικά τμήματα της ίδιας εγκαταστάσεως δεν αντιβαίνει στο να θεωρηθούν τα τμήματα αυτά ως ενιαία εγκατάσταση. A fortiori, ούτε η χορήγηση άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εξαρτάται από την ύπαρξη ενός μόνο φορέα εκμετάλλευσης.

91.      Όμως το επιχείρημα αυτό καθόλου δεν αναιρεί το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τις προμνησθείσες διατάξεις, μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να χορηγηθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας φορέας εκμετάλλευσης ικανός να παρακολουθεί και να δηλώνει τις εκπομπές μιας τέτοιας εγκαταστάσεως. Εξάλλου, από την εν λόγω διάταξη ουδόλως προκύπτει ότι η άδεια μπορεί να χορηγηθεί σε πρόσωπο το οποίο δεν είναι φορέας εκμετάλλευσης της εγκαταστάσεως την οποία αυτή αφορά.

92.      Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω επιχείρημα αφορά την περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν περισσότεροι φορείς εκμετάλλευσης για την ίδια εγκατάσταση, ενώ, όπως προκύπτει από το τμήμα Β των παρουσών προτάσεων, τέτοια περίπτωση δεν είναι υπό εξέταση στην υπό κρίση υπόθεση (32). Φρονώ, επομένως, ότι αλυσιτελώς προβάλλεται η συγκεκριμένη άποψη από την Τσεχική Κυβέρνηση.

93.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι οι εκπομπές μιας εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας δεν μπορούν να καταλογίζονται στον προηγούμενο ιδιοκτήτη της με μόνη αιτιολογία ότι οι εν λόγω εκπομπές καλύπτονται ήδη από την άδειά του εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Μπορούν να καταλογίζονται μόνο στον φορέα εκμετάλλευσης της εν λόγω εγκαταστάσεως, ήτοι στο πρόσωπο το οποίο δύναται να παρακολουθεί και να δηλώνει τις εκπομπές αυτές και το οποίο είναι υπεύθυνο γι’ αυτές.

4.      Επί της προσδιορισμού του φορέα εκμετάλλευσης

94.      Υπό τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, εκτιμώ ότι από τους όρους της συμβάσεως μεταξύ της Granarolo και της EBS δεν προκύπτει ότι η Granarolo διατηρεί επί της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας τέτοιο έλεγχο ώστε να θεωρηθεί ότι παραμένει ο «φορέας εκμετάλλευσης» αυτής και ότι επομένως οι εκπομπές της εν λόγω εγκαταστάσεως μπορεί να εξακολουθήσουν να καταλογίζονται στην εταιρία αυτή, παρά την αλλαγή ιδιοκτήτη.

95.      Υπενθυμίζω ότι, κατά τις Granarolo και EBS, με τη μεταβίβαση της κυριότητας της μονάδας συμπαραγωγής ενέργειας η Granarolo απεκδύθηκε κάθε δικαιώματος ασκήσεως ελέγχου επί της εγκαταστάσεως αυτής.

96.      Η Ιταλική Κυβέρνηση αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή και θεωρεί ότι η Granarolo εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται την εν λόγω εγκατάσταση. Όπως υποστηρίζει, η συνέχιση της λειτουργίας της επίμαχης εγκαταστάσεως εξακολουθεί να εξαρτάται από την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της μονάδας παραγωγής της Granarolo, καθόσον η EBS έχει αναλάβει την υποχρέωση να την προμηθεύει, επί δώδεκα έτη, με την αναγκαία για τη λειτουργία της παραγωγικής της μονάδας ενέργεια, έχει παράσχει στην Granarolo δικαίωμα κατά προτίμηση επαναγοράς της εν λόγω εγκαταστάσεως και αποδέχθηκε να μην εκτελείται καμία εργασία συντηρήσεως ή επισκευής χωρίς την προηγούμενη άδεια της Granarolo.

97.      Συναφώς, επισήμανα ήδη στα σημεία 32 έως 36 των παρουσών προτάσεων ότι, από τους όρους της συμβάσεως μεταξύ της Granarolo και της EBS, προκύπτει ότι μόνον η EBS έχει την εξουσία να αυξάνει ή να μειώνει τη συνολική ποσότητα ενέργειας που παράγεται από τη μονάδα συμπαραγωγής.

98.      Το δικαίωμα επαναγοράς που διατηρεί η Granarolo, όπως και η υποχρέωση λήψεως αδείας από την τελευταία αυτή εταιρία πριν την πραγματοποίηση εργασιών στην επίμαχη εγκατάσταση, ουδόλως περιορίζουν την εξουσία αυτή.

99.      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν προκύπτουν άλλα πραγματικά περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι η Granarolo συνεχίζει να εκμεταλλεύεται την εν λόγω εγκατάσταση.

100. Με την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, οι εκτιμήσεις αυτές επαρκούν, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Granarolo δεν δύναται να παρακολουθεί τις εκπομπές που παράγονται από την επίμαχη στην κύρια δίκη εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας και ότι επομένως η εταιρία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί «φορέας εκμετάλλευσης» στον οποίο πρέπει να καταλογιστούν οι εν λόγω εκπομπές. Φρονώ ότι μόνον η EBS έχει την ιδιότητα αυτή.

5.      Ενδιάμεση πρόταση

101. Κατά την άποψή μου, από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι μια εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας και μια μονάδα παραγωγής, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν τμήματα της ίδιας «εγκαταστάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87.

102. Συναφώς, εκτιμώ, ειδικότερα, ότι η δραστηριότητα που διεξάγεται σε εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν «συνδέεται τεχνικώς» με τις δραστηριότητες μιας μονάδας παραγωγής η οποία, όπως και αυτή που εκμεταλλεύεται η Granarolo, συνδέεται με το εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ακόμη και σε περίπτωση διακοπής λειτουργίας της εν λόγω εγκαταστάσεως.

103. Επιπλέον, εφόσον από τους συμφωνηθέντες όρους της συμβάσεως μεταξύ της μεταβιβάζουσας και της αποκτώσας επιχειρήσεως ή από άλλα πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει ότι η μεταβιβάζουσα διατηρεί τέτοια εξουσία ελέγχου επί της εν λόγω εγκαταστάσεως, ώστε να εξακολουθεί να είναι ο «φορέας εκμετάλλευσης» αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/87 –πράγμα που, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, εκτιμώ ότι δεν συμβαίνει εν προκειμένω–, πρέπει να θεωρηθεί ότι μόνον η αποκτώσα επιχείρηση έχει την ιδιότητα αυτή και ότι, επομένως, αυτή είναι σε θέση να παρακολουθεί και να δηλώνει τις σχετικές με την εν λόγω εγκατάσταση εκπομπές αερίων. Οι ως άνω εκπομπές δεν μπορούν, επομένως, να καταλογιστούν στη μεταβιβάζουσα επιχείρηση και πρέπει να αφαιρεθούν από την άδειά της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, ανεξαρτήτως του αν η εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας από την οποία προήλθαν είχε θεωρηθεί, πριν από τη μεταβίβαση, ως αποτελούσα, μαζί με τη μονάδα παραγωγής, μία και μόνη εγκατάσταση.

6.      Επί της συμβατότητας με τον «κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού» (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

104. Εν συνεχεία, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι δεν αντιστρατεύεται τον «κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού», ο οποίος προβλέπεται στο σημείο 3 του παραρτήματος I της οδηγίας 2003/87, το γεγονός ότι, υπό τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι εκπομπές που συνδέονται με την άσκηση της μεταβιβασθείσας από την Granarolo στην EBS δραστηριότητας εκφεύγουν του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, δεδομένου ότι η ονομαστική θερμική ισχύς της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας είναι κατώτερη των 20 MW.

105. Κατά τη γνώμη μου, ένα τέτοιο αποτέλεσμα επ’ ουδενί συνιστά καταστρατήγηση των κανόνων του ΣΕΔΕ, αλλά αντιθέτως είναι απόρροια της ρητής βουλήσεως του νομοθέτη να θεσπίσει κανόνα de minimis και να εντάξει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/87 μόνο τις εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ μεγαλύτερη των 20 MW.

106. Συναφώς, διαπιστώνω, πρώτον, ότι σκοπός του «κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού» δεν είναι να εμποδίσει τους οικονομικούς φορείς να μεταβιβάζουν τις εγκαταστάσεις τους σε τρίτους, ούτε να διασφαλίσει ότι θα εντάσσονται στο ΣΕΔΕ όσο γίνεται περισσότερες εγκαταστάσεις που λειτουργούν με «καύση καυσίμων» (33). Αντιθέτως, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι ο εν λόγω κανόνας εφαρμόζεται «προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσον η εγκατάσταση θα περιληφθεί στο ΣΕΔΕ», όπερ συνεπάγεται ότι υφίστανται όντως περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγκατάσταση δεν θα πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ΣΕΔΕ (34).

107. Δεύτερον, η πιθανότητα μη υπαγωγής στο ΣΕΔΕ των εκπομπών που παράγονται από μεταβιβαζόμενη εγκατάσταση δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι ενθαρρύνει τους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων υπαγόμενων στο ΣΕΔΕ να διαιρούν τις εγκαταστάσεις τους σε μικρότερες και να μεταβιβάζουν την κυριότητα αυτών σε όσες θυγατρικές ή συνδεδεμένες με αυτές επιχειρήσεις απαιτείται, ώστε, μετά τις πράξεις αυτές, καμία εγκατάσταση να μην υπερβαίνει το όριο των 20 MW.

108. Συναφώς, όπως προκύπτει από το τμήμα Δ των παρουσών προτάσεων, εφόσον, παρά την αλλαγή ιδιοκτήτη, από τους όρους της συμβάσεως μεταβιβάσεως ή από άλλα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η μεταβιβάζουσα εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται την ή τις τεχνικές μονάδες στις οποίες διεξάγεται η μεταβιβασθείσα δραστηριότητα, η συγκεκριμένη επιχείρηση θα εξακολουθήσει να θεωρείται υπεύθυνη για τις σχετικές εκπομπές. Αναλόγως δε της περιπτώσεως, ο κανόνας του αθροιστικού υπολογισμού θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται όπως και πριν τη μεταβίβαση.

109. Φρονώ ότι αυτό επαρκεί για να αποφευχθεί η καταστρατήγηση του ΣΕΔΕ, διαφυλάσσοντας συγχρόνως τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να προβαίνουν σε νόμιμες οργανωτικές επιλογές όσον αφορά τις δραστηριότητές τους και να ασκούν τη συμβατική τους ελευθερία.

110. Τρίτον, μου είναι δύσκολο να κατανοήσω για ποιον λόγο, ένας φορέας εκμετάλλευσης όπως η Granarolo, ενώ δικαιούται να αυξήσει την ποσότητα των εκπομπών για τις οποίες έχει λάβει προηγουμένως άδεια, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εκπομπές νέας τεχνικής μονάδας που κατασκευάστηκε εντός του βιομηχανικού του τόπου η οποία δεν συνδέεται τεχνικώς με τις λοιπές δραστηριότητές του (35), εντούτοις δεν δικαιούται να αφαιρέσει τις αντίστοιχες εκπομπές από την άδειά του εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, μετά τη μεταβίβαση της εγκαταστάσεως αυτής σε τρίτο, τούτο δε με μόνη αιτιολογία ότι υπήρξε ο προηγούμενος φορέας εκμετάλλευσης της εγκαταστάσεως αυτής.

111. Πράγματι, η περίπτωση αυτή δεν είναι διαφορετική από εκείνη κατά την οποία μια άλλη επιχείρηση, χωρίς καμία σχέση με τη συγκεκριμένη τεχνική μονάδα, θα αποφάσιζε να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας με τον ίδιο, προς ον η μεταβίβαση, τρίτο. Προσθέτω δε ότι, εν προκειμένω, αν η EBS είχε κατασκευάσει, η ίδια, μια εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας κοντά στη μονάδα παραγωγής της Granarolo, αντί να εξαγοράσει την εγκατάσταση της τελευταίας αυτής εταιρίας, μια τέτοια εγκατάσταση εξαρχής δεν θα καλυπτόταν από το ΣΕΔΕ, αφού δεν θα υπερέβαινε το όριο των 20 MW (36).

112. Τέλος, υπενθυμίζω ότι ο γενικός σκοπός του ΣΕΔΕ είναι η συνολική μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί καλύτερα εάν, όπως επιδιώκουν η Granarolo και η EBS στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήταν δυνατή η μεταβίβαση μιας εγκαταστάσεως παραγωγής ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας σε εξειδικευμένη επιχείρηση, η οποία θα ήταν σε θέση να ελέγχει τις εκπομπές της εγκαταστάσεως αυτής κατά τον πλέον αποτελεσματικότερο τρόπο.

V.      Πρόταση

113. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν τμήματα της ίδιας «εγκαταστάσεως», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, μια εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας και μια μονάδα παραγωγής, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατόπιν της μεταβιβάσεως της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας από τον κοινό φορέα εκμετάλλευσης αυτών σε άλλον φορέα εκμετάλλευσης.

2)      Η δραστηριότητα που διεξάγεται σε τέτοια μονάδα συμπαραγωγής ενέργειας δεν «συνδέεται τεχνικώς», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29, με τις δραστηριότητες μιας μονάδας παραγωγής, η οποία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνδέεται με το εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και μπορεί να εξακολουθήσει να λειτουργεί ακόμη και σε περίπτωση παύσεως της δραστηριότητας της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας.

3)      Το γεγονός ότι η συνολική ονομαστική θερμική ισχύς μιας εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν υπερβαίνει το όριο των 20 MW που προβλέπεται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29, και ότι η εγκατάσταση αυτή, κατόπιν της μεταβιβάσεώς της από τον αρχικό φορέα εκμετάλλευσης σε άλλον φορέα εκμετάλλευσης, εκ του λόγου αυτού δεν εμπίπτει στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, δεν συνιστά καταστρατήγηση του κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού, που προβλέπεται στο σημείο 3 του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Η αρχή της συμπαραγωγής συνίσταται στην ταυτόχρονη παραγωγή μηχανικής ενέργειας, η οποία μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια, και θερμικής ενέργειας εντός της ίδιας εγκαταστάσεως και από την ίδια πηγή ενέργειας (ήτοι με καύση καυσίμων).


3      Η αίτηση της Granarolo για ενημέρωση της αδείας, όπως και η αρχική αίτησή της για τη χορήγηση αδείας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, υποβλήθηκαν στην Comitato nazionale per la gestione della direttiva 2003/87/CE e per il supporto nella gestione delle attività di progetto del protocollo di Kyoto (εθνική επιτροπή για τη διαχείριση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ και για την παροχή στηρίξεως στη διαχείριση των δραστηριοτήτων έργων που εμπίπτουν στο Πρωτόκολλο του Κιότο, Ιταλία, στο εξής: επιτροπή ΣΕΔΕ). Τα αρχικά ΣΕΔΕ σημαίνουν «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής». Στις παρούσες προτάσεις θα χρησιμοποιώ τόσο τη συντομογραφία όσο και τους όρους «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής».


4      Η εν λόγω προσφυγή στρέφεται κατά του Ministero dell’Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare (Υπουργείου Περιβάλλοντος, Προστασίας του εδάφους και της θάλασσας, Ιταλία), του Ministero dello Sviluppo economico (Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης, Ιταλία), καθώς και κατά της επιτροπής ΣΕΔΕ.


5      Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ 2009, L 140, σ. 63) (στο εξής: οδηγία 2003/87).


6      Οι όροι «συνδέονται τεχνικώς» και «άμεσα σχετιζόμενες» χρησιμοποιούνται στον ορισμό της έννοιας της «εγκαταστάσεως» στο άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87.


7      Για τον ορισμό της έννοιας αυτής, παραπέμπω στο σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.


8      Decreto legislativo n. 30 — attuazione della direttiva 2009/29/CE che modifica la direttiva 2003/87/CE al fine di perfezionare ed estendere il sistema comunitario per lo scambio di quote di emissione di gas a effetto serra (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 30 περί εφαρμογής της οδηγίας 2009/29 για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87 με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του κοινοτικού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου), της 13ης Μαρτίου 2013, (GURI αριθ. 79, της 4ης Απριλίου 2013, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα αριθ. 30/2013).


9      Ελεύθερη μετάφραση.


10      Το καθεστώς των «μικρών φορέων εκπομπής» περιγράφεται στο άρθρο 38 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 30/2013 (με το οποίο μεταφέρεται στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 27 της οδηγίας 2003/87). Η παράγραφος 1, στοιχείο b, του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η επιτροπή ΣΕΔΕ μπορεί να εξαιρεί από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής τις εγκαταστάσεις στις οποίες ασκούνται δραστηριότητες «καύσεως καυσίμων» και των οποίων η συνολική θερμική ισχύς, αν και μεγαλύτερη από 20 MW (οπότε οι εγκαταστάσεις αυτές εμπίπτουν στο παράρτημα I του εν λόγω διατάγματος), εντούτοις δεν υπερβαίνει τα 35 MW. Συνεπώς, εν προκειμένω εγείρεται αμφιβολία ως προς το έννομο συμφέρον της Granarolo για τη διάγνωση του ζητήματος αν οι εκπομπές της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας πρέπει να καταλογίζονται σε αυτήν ή αν, αντιθέτως, υπεύθυνη για τις εκπομπές αυτές είναι η EBS. Συγκεκριμένα, από τα αριθμητικά στοιχεία που γνωστοποίησαν οι μετέχοντες στη διαδικασία, φαίνεται ότι, ακόμη και αν αθροιστεί η ισχύς της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας με την ισχύ της μονάδας παραγωγής, η προκύπτουσα συνολική ισχύς είναι και πάλι κατώτερη των 35 MW. Συναφώς, διαπιστώνω εντούτοις ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Granarolo ισχυρίστηκε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν επιθυμεί να της καταλογίζονται οι εκπομπές της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας είναι ότι η παραγωγική ικανότητα της εν λόγω εγκαταστάσεως μπορεί να αυξηθεί με απόφαση της EBS (παραδείγματος χάριν, με σκοπό την παροχή ενέργειας σε τρίτους), πράγμα που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια η θερμική ισχύς της να φθάσει ή και να υπερβεί το όριο των 35 MW, χωρίς η ίδια να είναι σε θέση να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη.


11      Το περιεχόμενο του κανόνα αυτού εκτίθεται στο σημείο 9 των παρουσών προτάσεων.


12      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, ExxonMobil Production Deutschland (C‑682/17, EU:C:2019:518, σκέψεις 62 έως 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας [2003/87] με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας. Βλ. επίσης, συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση ExxonMobil Production Deutschland (C‑682/17, EU:C:2019:167, σημείο 69).


14      Ο συγκεκριμένος σκοπός προβλέπεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2003/87. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 12ης Απριλίου 2018, PPC Power (C‑302/17, EU:C:2018:245, σκέψη 18), καθώς και της 17ης Μαΐου 2018, Evonik Degussa (C‑229/17, EU:C:2018:323, σκέψη 41).


15      Διευκρινίζω ότι η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι φορέας εκμετάλλευσης της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας παραμένει η Granarolo. Θα εξετάσω τη βασιμότητα της επιχειρηματολογίας αυτής στο τμήμα Δ των παρουσών προτάσεων.


16      Η υπογράμμιση δική μου.


17      Επισημαίνω σχετικώς ότι η Επιτροπή αναφέρει στο έγγραφό της με τίτλο «Guidance Ιnterpretation of Annex of the EU ETS Directive (excl. aviation activities)» [«Kατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την ερμηνεία του παραρτήματος Ι της οδηγίας [2003/87] (εξαιρουμένων των αεροπορικών δραστηριοτήτων)»], της 18ης Μαρτίου 2010 (σ.16), ότι μια εγκατάσταση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες μονάδες. Το έγγραφο αυτό είναι διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://ec.europa.eu/clima/sites/clima/files/ets/docs/guidance_interpretation_en.pdf.


18      Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016 (C‑158/15, EU:C:2016:422, σκέψη 30).


19      Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Elektriciteits Produktiemaatschappij Zuid-Nederland EPZ (C‑158/15, EU:C:2016:422, σκέψη 30).


20      Διευκρινίζω ότι η ερμηνεία αυτή αντανακλά, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία που πρότεινε η EBS κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας εξήγησε ότι υφίσταται τεχνικός σύνδεσμος μεταξύ δύο δραστηριοτήτων, εφόσον η διακοπή του τμήματος της εγκαταστάσεως που αφορά τη μία από τις δραστηριότητες αυτές θα παρεμπόδιζε τη λειτουργία της υπόλοιπης εγκαταστάσεως.


21      Προσθέτω ότι, κατά τις Granarolo και EBS, είναι, εξάλλου, τεχνικώς δυνατή η απευθείας εισαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από την εγκατάσταση συμπαραγωγής στο εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας.


22      Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016 (C‑158/15, EU:C:2016:422).


23      Στην ακραία εκδοχή της, η συλλογιστική αυτή θα κατέληγε στο να θεωρηθεί, για παράδειγμα, ότι όλες οι επιχειρήσεις που συνδέονται με το εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας ασκούν δραστηριότητες οι οποίες «συνδέονται τεχνικώς» μεταξύ τους, πράγμα που προφανώς δεν ισχύει.


24      C‑158/15, EU:C:2016:139, σημείο 27.


25      Αντιθέτως, στην περίπτωση που η αρχική εγκατάσταση αποτελείται από μία και μόνη «τεχνική μονάδα» (πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω), δεν αποκλείεται, κατόπιν της μεταβιβάσεως, να εξακολουθεί να υφίσταται μία και μόνη «εγκατάσταση», από τεχνικής απόψεως, ενώ οι εκπομπές που προέρχονται από την εγκατάσταση αυτή θα κατανεμηθούν μεταξύ της μεταβιβάζουσας και της αποκτώσας επιχειρήσεως, ανάλογα με τα τμήματα της εν λόγω εγκαταστάσεως τα οποία ελέγχει καθεμία εξ αυτών.


26      Διευκρινίζω ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις που λειτουργούν στον ίδιο τόπο και υπό τον ίδιο φορέα εκμετάλλευσης. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας που καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των αδειών αυτών, δεν είναι τόσο σημαντική η ανάγκη χορηγήσεως της άδειας για κάποια «εγκατάσταση», αλλά το να είναι δυνατή η σύνδεση της αδείας με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ικανό να παρακολουθεί και να υποβάλλει δηλώσεις για τις εκπομπές αυτές.


27      Στις απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση να περιέχεται στην εν λόγω άδεια το όνομα και η διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης.


28      Πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Vattenfall Europe Generation (C‑457/15, EU:C:2016:613, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


29      Προσθέτω ότι, ενώ είναι αληθές, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, ότι η ένταξη μιας εγκαταστάσεως στο ΣΕΔΕ εξαρτάται κατά βάση από τα τεχνικά χαρακτηριστικά της, όπως είναι το είδος της ασκούμενης δραστηριότητας, η συνολική θερμική ισχύς της και η ποσότητα των παραγόμενων εκπομπών αερίων, εντούτοις και άλλες προϋποθέσεις, οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2003/87, απαιτείται να τηρούνται για τη χορήγηση αδείας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.


30      Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2003/87, «[τ]α κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης ορισμένων συγκεκριμένων δραστηριοτήτων διαθέτουν άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και παρακολουθούν και αναφέρουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, που έχουν καθορισθεί για τις εν λόγω δραστηριότητες» (η υπογράμμιση δική μου).


31      Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ 2010, L 334, σ. 17). Διευκρινίζω ότι ο ορισμός της έννοιας της «εγκαταστάσεως» στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας είναι σχεδόν πανομοιότυπος με τον ορισμό που περιέχεται στο άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87. Η Επιτροπή επισήμανε αυτήν τη σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση στην ανακοίνωσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με κοινή θέση η οποία καθορίστηκε από το Συμβούλιο για την έγκριση της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου [SEC(2003) 364 τελικό], η οποία είναι διαθέσιμη στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/FR/TXT/?uri=CELEX%3A52003SC0364 (και ειδικότερα, στην έκτη παράγραφο του σημείου 3.2.4 με τίτλο «Πρόσθετες αλλαγές που επέφερε το Συμβούλιο στην τροποποιημένη πρόταση»). Προσθέτω ότι, κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/87, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να «διασφαλίζουν ότι […] οι προϋποθέσεις και η διαδικασία έκδοσης άδειας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου συντονίζονται με τις αντίστοιχες για την άδεια που προβλέπεται στην [οδηγία 2010/75]».


32      Εν πάση περιπτώσει, είμαι της γνώμης ότι η ύπαρξη περισσότερων φορέων εκμετάλλευσης για διαφορετικά τμήματα της ίδιας εγκαταστάσεως είναι εξίσου δυνατή στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/87, όπως και στο πλαίσιο της οδηγίας 2010/75. Βεβαίως, η έννοια του «φορέα εκμετάλλευσης», κατά το άρθρο 3, στοιχείο στʹ, της εν λόγω πρώτης οδηγίας, διαφέρει από εκείνη του άρθρου 3, παράγραφος 15, της δεύτερης εξ αυτών, όπως υπενθύμισε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως προς το ότι η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ως φορέα εκμετάλλευσης «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται, εν όλω ή εν μέρει, την εγκατάσταση» [ολόκληρη την εγκατάσταση ή τμήμα αυτής] και, επομένως, δεν περιορίζεται απλώς στο πρόσωπο που «εκμεταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση» (η υπογράμμιση δική μου). Ωστόσο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 προβλέπει ότι «[η] αρμόδια αρχή εκδίδει άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου με την οποία επιτρέπονται οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από ολόκληρη την εγκατάσταση ή τμήμα της […]» (η υπογράμμιση δική μου).


33      Όπως τονίζει η Granarolo, η Επιτροπή αναφέρει στο έγγραφό της με τίτλο «Guidance Ιnterpretation of Annex of the EU ETS Directive (excl. aviation activities) [«Kατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την ερμηνεία του παραρτήματος Ι της οδηγίας [2003/87] (εξαιρουμένων των αεροπορικών δραστηριοτήτων)»], της 18ης Μαρτίου 2010 (σ. 16), ότι ο «κανόνας του αθροιστικού υπολογισμού» αποσκοπεί στην ίση μεταχείριση δύο εγκαταστάσεων της ίδιας δυναμικότητας, δηλαδή ακόμη και αν στη μία εξ αυτών οι δραστηριότητες διεξάγονται σε πολλές μικρές μονάδες παραγωγής, ενώ στην άλλη σε μία και μόνη μεγάλη μονάδα. Ο σύνδεσμος προς τον διαδικτυακό τόπο, στον οποίο είναι διαθέσιμο το έγγραφο αυτό, παρατίθεται στην υποσημείωση 17 των παρουσών προτάσεων.


34      Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 (το οποίο αφορά το κοινώς αποκαλούμενο «καθεστώς των μικρών φορέων εκπομπής»), τα κράτη μέλη δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξαιρούν από το ΣΕΔΕ και τις εγκαταστάσεις, των οποίων η ονομαστική θερμική ισχύς, καίτοι υπερβαίνει το όριο των 20 MW, εντούτοις είναι μικρότερη των 35 MW. Εκ τούτου έπεται ότι, ακόμη και κατ’ εφαρμογήν του κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού που προβλέπεται στο σημείο 3 του παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας, κατόπιν τυχόν μεταβιβάσεως και βάσει της εκτιμήσεως ότι υφίσταται μία ενιαία εγκατάσταση που συμπεριλαμβάνει τη μεταβιβασθείσα δραστηριότητα και τις δραστηριότητες της αποκτώσας επιχειρήσεως, η εγκατάσταση αυτή θα μπορούσε, παρά ταύτα, να εξαιρεθεί από το ΣΕΔΕ.


35      Βλ. σημείο 16 των παρουσών προτάσεων.


36      Επί παραδείγματι, η Granarolo αναφέρει ότι, σε έναν από τους άλλους βιομηχανικούς της τόπους (διαφορετικό από τον επίμαχο στο Pasturago di Vernate), η δική της εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας ετέθη εκτός λειτουργίας και ότι η EBS κατασκεύασε, κοντά στο εν λόγω συγκρότημα παραγωγής, μία νέα μονάδα συμπαραγωγής ενέργειας. Το γεγονός ότι μεταξύ της EBS και της Granarolo συνήφθη σύμβαση προμήθειας ενέργειας, παραγόμενης από τη νέα αυτή εγκατάσταση, δεν είχε ως συνέπεια τον καταλογισμό των σχετικών εκπομπών στην Granarolo.