Language of document : ECLI:EU:F:2009:128

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2009

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-69/07 και F-60/08

O

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Άρθρο 88 ΚΛΠ – Σταθερότητα της απασχολήσεως – Άρθρο 100 ΚΛΠ – Επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους – Άρθρο 39 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων»

Αντικείμενο: Προσφυγές, ασκηθείσες βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με τις οποίες η Ο ζητεί την ακύρωση, στην υπόθεση F‑69/07, των αποφάσεων της Επιτροπής περί καθορισμού των όρων απασχολήσεως της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, καθόσον προβλέπουν την εφαρμογή της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους του άρθρου 100, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περιορίζουν τη διάρκεια της συμβάσεώς της μέχρι τη 15η Σεπτεμβρίου 2009· στην υπόθεση F‑60/08 ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2007, να εφαρμόσει στην προσφεύγουσα την επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους που προβλέπει το προαναφερθέν άρθρο 100.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, στο μέτρο που επιβάλλεται επιφύλαξη για ιατρικούς λόγους στην προσφεύγουσα, ακυρώνεται. Η προσφυγή F‑69/07, Ο κατά Επιτροπής, απορρίπτεται κατά τα λοιπά ως αβάσιμη. Η προσφυγή F-60/08, O κατά Επιτροπής, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην υπόθεση F-69/07, η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και κατά το ήμισυ στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα καταδικάζεται να φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων στην υπόθεση F‑69/07, καθώς και τα δικαστικά της έξοδα και τα έξοδα της Επιτροπής στην υπόθεση F‑60/08. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής, φέρει τα δικαστικά του έξοδα και στις δύο υποθέσεις.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Πρόωρη ένσταση – Ένσταση που υποβλήθηκε πριν εξαντληθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 100 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού – Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 100)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Χαρακτηρισμός ο οποίος εναπόκειται στην εκτίμηση του δικαστηρίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή βάλλουσα κατά αποφάσεως η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη απόφαση – Προσφυγές που ασκήθηκαν ταυτόχρονα κατά της βεβαιούμενης και της βεβαιωτικής αποφάσεως στα πλαίσια της ίδιας προσφυγής – Παραδεκτό υπό ορισμένες συνθήκες

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

4.      Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Σταθερότητα της απασχόλησης

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα)

5.      Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 3β και 88· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1)

6.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

7.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Σύνταξη αναπηρίας – Περίοδος προαιρετικού αποκλεισμού η οποία προβλέπεται από το άρθρο 100 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού

(Άρθρο 39 ΕΚ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 100)

8.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Λόγος που μπορεί να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον κοινοτικό δικαστή

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 100)

1.      Διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και η συνακόλουθη προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν προώρως ασκηθείσες για τον λόγο ότι η διοικητική αυτή ένσταση ασκήθηκε πριν εξαντληθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 100 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ). Συγκεκριμένα, όπως κάθε υγειονομική επιτροπή, η επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ είναι αρμόδια μόνον να γνωματεύει βάσει του συνόλου των κρισίμων στοιχείων που εμπίπτουν στην ιατρική εκτίμηση, αποκλειομένων των εκτιμήσεων νομικής φύσεως. Η προσβολή της αποφάσεως ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπει το άρθρο 100, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ μπορεί, συνεπώς, να έχει ως αντικείμενο μόνον αμφισβήτηση ιατρικής φύσεως και δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί ο υπάλληλος να εξαντλήσει τη διαδικασία αυτή εάν οι αιτιάσεις του δεν είναι της φύσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 37, 38 και 43)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 21 Ιανουαρίου 1987, 76/84, Rienzi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 315, σκέψεις 9 έως 12

ΠΕΚ: 9 Ιουλίου 1997, T‑4/96, S κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1997, σ. II‑1125, σκέψεις 41 και 59

2.      Βλαπτική πράξη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας μόνον διοικητικής ενστάσεως, ασκουμένης κατά της πράξεως αυτής από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο. Όταν δύο διοικητικές ενστάσεις έχουν το ίδιο αντικείμενο, μόνον μια από αυτές, συγκεκριμένα αυτή που ασκήθηκε πρώτη, αποτελεί ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ, ενώ η άλλη, που ασκήθηκε μεταγενέστερα, πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως επανάληψη της ενστάσεως και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παράταση της διαδικασίας. Η απόφαση απορρίψεως αυτής της υποτιθέμενης δεύτερης ενστάσεως έχει απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται με προσφυγή.

(βλ. σκέψεις 45 και 48)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 7 Ιουνίου 1991, T‑14/91, Weyrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑235, σκέψη 41· 25 Φεβρουαρίου 1992, T‑67/91, Torre κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑261, σκέψη 2· 11 Δεκεμβρίου 2007, T‑66/05, Sack κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 37 και 41

3.      Η νομολογία, κατά την οποία προσφυγή ακυρώσεως κατά βεβαιωτικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη μόνον αν η βεβαιούμενη απόφαση έχει καταστεί απρόσβλητη έναντι του ενδιαφερομένου, επειδή δεν έχει προσβληθεί εμπροθέσμως με προσφυγή, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, ο προσφεύγων δικαιούται να προσβάλει είτε τη βεβαιούμενη, είτε τη βεβαιωτική απόφαση, είτε και τις δύο, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή όταν η βεβαιούμενη και η βεβαιωτική απόφαση προσβάλλονται με δύο διαφορετικές προσφυγές και ο προσφεύγων μπορεί να υποστηρίξει την άποψή του και να προβάλει τα επιχειρήματά του στο πλαίσιο της πρώτης από αυτές.

(βλ. σκέψη 50)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Οκτωβρίου 2001, T‑354/00, Métropole télévision‑M6 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3177, σκέψη 35

4.      Καίτοι κατά το γράμμα του σημείου 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο περιλαμβάνει «γενικές αρχές, ελάχιστες απαιτήσεις και διατάξεις», από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της ανωτέρω οδηγίας, καθώς και από την τρίτη παράγραφο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου, από το σημείο 9 των γενικών παρατηρήσεών της και από τις ρήτρες 1 και 4 αυτής προκύπτει ότι οι εν λόγω αρχές είναι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, και η αρχή της απαγορεύσεως καταχρήσεως δικαιώματος. Όσον αφορά τη ρήτρα 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου, αυτή θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις που αποσκοπούν στην πλαισίωση της διαδοχικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και στην αποφυγή, με τον τρόπο αυτό, της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως τέτοιων συμβάσεων, καθώς και της προσωρινότητας της καταστάσεως των συμβασιούχων. Τέτοιες διατάξεις προβλέπουσες ελάχιστο όριο προστασίας αποτελούν ιδιαίτερης σημασίας κανόνες του κοινοτικού κοινωνικού δικαίου, χωρίς, ωστόσο, να ανάγουν τη σταθερότητα της απασχολήσεως σε γενική αρχή του δικαίου, υπό το πρίσμα της οποίας θα μπορούσε να εκτιμηθεί η νομιμότητα της πράξεως θεσμικού οργάνου. Πράγματι, καίτοι η σταθερότητα της απασχολήσεως έχει αναχθεί σε προέχον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ουδόλως προκύπτει από τη συμφωνία-πλαίσιο ότι έχει αναχθεί σε δεσμευτικό κανόνα δικαίου. Εξάλλου, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση να προβλέπεται, μετά από ορισμένο αριθμό ανανεώσεων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου εργασίας, η μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Μολονότι, επομένως, η σταθερότητα της απασχολήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενική αρχή, αποτελεί, αντιθέτως, σκοπό που επιδιώκουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία-πλαίσιο, η ρήτρα 1, στοιχείο β΄, της οποίας προβλέπει ότι σκοπός της συμφωνίας είναι «η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου».

(βλ. σκέψεις 74 έως 76)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 22 Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 64· 4 Ιουλίου 2006, C‑212/04, Adeneler κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψεις 63 και 91· 7 Σεπτεμβρίου 2006, C‑53/04, Marrosu και Sardino, Συλλογή 2006, σ. I‑7213, σκέψη 47· 13 Σεπτεμβρίου 2007, C‑307/05, Del Cerro Alonso, Συλλογή 2007, σ. I‑7109, σκέψη 27· 15 Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact, Συλλογή 2008, σ. I‑2483, σκέψη 87· 23 Απριλίου 2009, C‑378/07 έως C‑380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑3071, σκέψεις 73, 105 και 183· 24 Απριλίου 2009, C‑519/08, Κούκου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 53 και 85

ΔΔΔ: 30 Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 114 και 115

5.      Λαμβανομένων υπόψη των εγγενών χαρακτηριστικών των δραστηριοτήτων που αφορά το άρθρο 3β του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, το άρθρο 88 του εν λόγω καθεστώτος δεν θίγει τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, και τις ελάχιστες απαιτήσεις της ρήτρας 5 της συμφωνίας αυτής. Πράγματι, η ρήτρα 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει μόνον στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισαγάγουν στην έννομη τάξη τους ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται υπό τα στοιχεία α΄ έως γ΄, στα οποία περιλαμβάνονται, υπό α΄, οι «αντικειμενικ[οί] λόγ[οι] που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Εντούτοις, κάθε απασχόληση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα πρέπει, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 3β, να ανταποκρίνεται συγκεκριμένα σε πρόσκαιρες ή περιοδικές ανάγκες. Επιπλέον, σε μια διοίκηση με πολυάριθμο προσωπικό, όπως αυτό της Επιτροπής, είναι αναπόφευκτο τέτοιες ανάγκες να επαναλαμβάνονται, λόγω, ιδίως της μη διαθεσιμότητας μονίμων υπαλλήλων, του οφειλόμενου στις περιστάσεις υπερβολικού φόρτου εργασίας ή της ανάγκης κάθε γενικής διευθύνσεως να στελεχωθεί περιστασιακά με προσωπικό ειδικών προσόντων ή γνώσεων· το σύνολο των συνθηκών αυτών αποτελεί αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τόσο τον ορισμένο χρόνο των συμβάσεων των επικουρικών υπαλλήλων, όσο και την ανανέωσή τους σε συνάρτηση με την επέλευση των εν λόγω αναγκών.

(βλ. σκέψη 77)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 4 Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 119 έως 136

6.      Η αιτιολογία όμως, χωρίς να πρέπει να είναι εξαντλητική, πρέπει να επιτρέπει στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να γνωρίζει αν η απόφαση αυτή είναι βάσιμη ή πάσχει από ελάττωμα που επιτρέπει την αμφισβήτηση της νομιμότητάς της. Δεν μπορεί, επίσης, να απαιτηθεί από τα θεσμικά όργανα να συζητούν για όλα τα προβληθέντα πραγματικά ή νομικά στοιχεία, ιδίως με τρόπο επιφανειακό, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 90)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑49 και II‑223, σκέψη 49· 17 Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑213 και II‑A‑2‑1097, σκέψη 67

7.      Το άρθρο 100 του ΚΛΠ προβλέπει τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως να κάνει χρήση της επιφυλάξεως για ιατρικούς λόγους, κατά την υπαγωγή του υπαλλήλου στο κοινοτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, για την περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της ιατρικής εξετάσεως της προσλήψεως, αποκαλυφθεί ότι αυτός πάσχει από ασθένεια ή αναπηρία. Η περίοδος αποκλεισμού από την κάλυψη σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, σε σχέση με την ασθένεια ή την αναπηρία αυτή, διαρκεί πέντε έτη.

H διάταξη αυτή μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα για άτομο το οποίο, έχοντας εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του, όπου πραγματοποίησε μέρος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, για να εργαστεί σε ένα θεσμικό όργανο, βρίσκεται, λόγω της μετατροπής τα συμβάσεώς του από σύμβαση επικουρικού υπαλλήλου σε σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου, η οποία κατέστη υποχρεωτική συνεπεία της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ, και λόγω της συνακόλουθης μεταβολής του εφαρμοζόμενου καθεστώτος κοινωνικής ασφαλίσεως, είτε υποχρεωμένο να υποστεί την απώλεια του πλεονεκτήματος των παροχών αναπηρίας που του διασφάλιζε η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, η οποία τύγχανε προηγουμένως εφαρμογής, χωρίς όμως να αποκτά δικαίωμα επί των κοινοτικών παροχών που θα μπορούσε να αξιώσει εάν είχαν ληφθεί υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως που είχε προηγουμένως συμπληρώσει υπό τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής και στον ίδιο εργοδότη, είτε υποχρεωμένο να απόσχει, κατά τη λήξη της συμβάσεώς της ως επικουρικού υπαλλήλου, από την εξακολούθηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας στο οικείο κοινοτικό όργανο, για την άσκηση της οποίας είχε ακριβώς εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

Σε τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή του άρθρου 100 του ΚΠΛ συνιστά επομένως εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το άρθρο 39 ΕΚ, χωρίς να αποδεικνύεται ότι το εμπόδιο αυτό είναι απαραίτητο για την επίτευξη ενός σκοπού γενικού συμφέροντος, ότι είναι κατάλληλο για τη διασφάλιση της υλοποιήσεώς του και ότι δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού όρια.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι εναπόκειται στην αρμόδια αρχή για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως, οσάκις βρεθεί αντιμέτωπη με περίπτωση ατόμου ευρισκόμενου σε τέτοια κατάσταση, να μην κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 100 του ΚΠΛ, προκειμένου να μην στερήσει από το άτομο αυτό πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που θα μπορούσε αυτό να αξιώσει εάν είχε διατηρήσει την υπαγωγή του στις νομοθεσίες της χώρας καταγωγής του ή της χώρας υποδοχής.

(βλ. σκέψεις 112, 131, 136 και 138 έως 140)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 1 Απριλίου 2008, C‑212/06, Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon, Συλλογή 2008, σ. I‑1683, σκέψεις 36 έως 42, 48, 52 και 55

8.      Ο περιορισμός της εξουσίας του κοινοτικού δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ισχυρισμούς απορρέει από την υποχρέωση του δικαστηρίου αυτού να παραμένει εντός των ορίων του αντικειμένου της διαφοράς και να στηρίζει την απόφασή του στα πραγματικά περιστατικά που του έχουν εκτεθεί. Ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από την αρχή κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης και, κατά συνέπεια, το δικαστήριο μπορεί να ενεργεί αυτεπαγγέλτως μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χάριν του δημοσίου συμφέροντος.

Διευκρινίζοντας το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ερμηνευθεί μια διάταξη παραγώγου δικαίου, ο κοινοτικός δικαστής δεν αποφαίνεται επί της νομιμότητας της διατάξεως αυτής υπό το πρίσμα ανώτερων κανόνων δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων της Συνθήκης, αλλά αναζητά ερμηνεία της επίδικης διατάξεως που καθιστά την εφαρμογή της όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη προς το πρωτογενές δίκαιο και όσο το δυνατόν πιο συνεπή προς το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ερμηνεύοντας το άρθρο 100 του ΚΠΛ, ιδίως υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που καθιερώνει το άρθρο 39 ΕΚ, δεν υπερέβη τα όρια της διαφοράς, όπως αυτή οριοθετήθηκε από την προσφεύγουσα, και δεν στηρίχθηκε σε γεγονότα και περιστάσεις διαφορετικά από αυτά στα οποία η προσφεύγουσα στήριξε την προσφυγή της.

(βλ. σκέψεις 143 και 144)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 7 Ιουνίου 2007, C‑222/05 έως C‑225/05, van der Weerd κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑4233, σκέψεις 34 έως 36