Language of document : ECLI:EU:C:2021:640

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 2ας Αυγούστου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και σε διαφορές γονικής μέριμνας – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 2, σημείο 11 – Έννοια της “παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού” – Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 – Αίτηση επιστροφής παιδιού πολύ μικρής ηλικίας του οποίου την επιμέλεια έχουν από κοινού οι γονείς του – Υπήκοοι τρίτης χώρας – Μεταφορά του παιδιού και της μητέρας του στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 (Δουβλίνο III)»

Στην υπόθεση C‑262/21 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 23ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

A

κατά

B,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιουνίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο A, εκπροσωπούμενος από τον J. Kuusivaara, asianajaja,

–        ο B, εκπροσωπούμενος από τις E. Wehka-aho και A. Saarikoski, saaneet oikeudenkäyntiavustajat,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους O. Simonsson και J. Lundberg, καθώς και από τις C. Meyer-Seitz, A. M. Runeskjöld, M. Salborn Hodgson, H. Shev, H. Eklinder και R. Shahsavan Eriksson,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Huttunen και W. Wils, καθώς και από την A. Azema,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 11, και του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες IIα), του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 20 της Συμβάσεως για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, που συνήφθη στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης), καθώς και του άρθρου 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ A και B, υπηκόων τρίτης χώρας, αντιστοίχως πατέρα και μητέρας ενός ανήλικου παιδιού, σχετικά με αίτηση υποβληθείσα από τον πατέρα δυνάμει της Συμβάσεως της Χάγης με την οποία ζήτησε την επιστροφή του παιδιού στη Σουηδία, κατόπιν της μεταφοράς του τελευταίου και της μητέρας του στη Φινλανδία σε εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Χάγης προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα Σύμβαση έχει ως σκοπό:

α)      να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη,

β)      να διασφαλίσει ότι τα δικαιώματα επιμέλειας και επικοινωνίας που υφίστανται κατά το δίκαιο ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα είναι σεβαστά και στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη.»

4        Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της ως άνω συμβάσεως ορίζει τα ακόλουθα:

«Παρά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, η δικαστική ή διοικητική αρχή του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει:

α)      ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή

β)      ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση.»

5        Το άρθρο 20 της εν λόγω συμβάσεως προβλέπει τα εξής:

«Η επιστροφή του παιδιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, μπορεί να απορριφθεί, εφόσον αυτή δεν επιτρέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, οι οποίες αναφέρονται στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.»

 Το δίκαιο της Ένωσης


 Ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 17 και 33 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα έχουν ως εξής:

«(5)      Για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των παιδιών, ο παρών κανονισμός καλύπτει όλες τις αποφάσεις σε θέματα γονικής μέριμνας, περιλαμβανομένων των μέτρων προστασίας του παιδιού, ανεξάρτητα από οιαδήποτε σχέση με μια γαμική διαδικασία.

[…]

(17)      Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η [Σύμβαση της Χάγης] όπως συμπληρώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα του άρθρου 11. […]

[…]

(33)      Ο παρών κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από το [Χάρτη]. Ιδιαίτερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 24 του [Χάρτη].»

7        Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν:

[…]

β)      την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.

[…]

2.      Οι υποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), αφορούν ιδίως:

α)      το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας·

β)      την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς·

γ)      τον διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπησή του ή η φροντίδα του·

δ)      την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα·

ε)      τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.»

8        Κατά το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

7)      Ο όρος “γονική μέριμνα” περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας.

[…]

11)      Ο όρος “παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού” σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού:

α)      εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από το νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του

και

β)      με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από το νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας.»

9        Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 4, του ίδιου κανονισμού:

«1.      Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της σύμβασης [της Χάγης], απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.

[…]

4.      Το δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού δυνάμει του άρθρου 13 στοιχείο β) της [Σύμβασης της Χάγης] εάν διαπιστώνεται ότι έχουν προβλεφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του.»

 Ο κανονισμός Δουβλίνο III

10      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III:

«Το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών όσον αφορά όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.»

11      Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III:

«Εάν ο αιτών είναι κάτοχος περισσοτέρων του ενός εν ισχύι τίτλων διαμονής ή θεωρήσεων που έχουν εκδοθεί από διάφορα κράτη μέλη, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας λογίζεται το κράτος μέλος το οποίο κατά σειρά:

α)      εξέδωσε τον τίτλο διαμονής με τη μεγαλύτερη χρονική ισχύ ή, σε περίπτωση ίσης διάρκειας ισχύος, το κράτος μέλος που εξέδωσε τον τίτλο διαμονής με την απώτερη ημερομηνία λήξεως ισχύος,

[…]».

12      Δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού αυτού:

«1.      Η μεταφορά του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου [βοηθήματος] ή [αίτησης] επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

[…]

3.      Εάν ένα πρόσωπο έχει μεταφερθεί εσφαλμένα ή η απόφαση μεταφοράς ακυρώθηκε κατόπιν άσκησης ένδικου [βοηθήματος] ή [αίτησης] επανεξέτασης μετά την εκτέλεση της μεταφοράς, το κράτος μέλος που εκτέλεσε τη μεταφορά αμελλητί αναλαμβάνει εκ νέου το εν λόγω πρόσωπο.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Τον Μάιο του 2019 οι A και B, υπήκοοι τρίτης χώρας που κατοικούσαν μέχρι τότε στη Φινλανδία από το έτος 2016, εγκαταστάθηκαν στη Σουηδία. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2019 το ζεύγος απέκτησε ένα παιδί. Το παιδί είχε τότε τη συνήθη διαμονή του στη Σουηδία, ενώ την επιμέλειά του είχαν και οι δύο γονείς του από κοινού.

14      Βάσει του τίτλου διαμονής που είχε χορηγηθεί στον πατέρα ως μισθωτό, η μητέρα είχε τόσο οικογενειακό τίτλο διαμονής στη Φινλανδία για το χρονικό διάστημα από 28 Δεκεμβρίου 2017 μέχρι 27 Δεκεμβρίου 2021 όσο και τίτλο οικογενειακής διαμονής στη Σουηδία για το χρονικό διάστημα από 11 Μαρτίου 2019 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου 2020.

15      Με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2019 οι αρμόδιες σουηδικές αρχές ανέλαβαν υπό την προστασία τους το παιδί και το τοποθέτησαν μαζί με τη μητέρα του σε δομή υποδοχής για γυναίκες που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης στη Σουηδία μέχρι τη μεταφορά τους στη Φινλανδία στις 24 Νοεμβρίου 2020. H απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 2020, η οποία κάνει μνεία για βιαιοπραγίες εκ μέρους του πατέρα κατά της μητέρας μπροστά στο παιδί, για τον υπαρκτό κίνδυνο σε βάρος της ανάπτυξης και της υγείας του παιδιού, καθώς και για τον κίνδυνο να μεταφερθεί αυτό στη χώρα καταγωγής των γονέων του από τον πατέρα χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας.

16      Κατά τις συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέσχε η Σουηδική Κυβέρνηση απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ο πατέρας, όταν αρχικά τοποθετήθηκαν η μητέρα και το παιδί στη δομή υποδοχής, επιτρεπόταν να έχει πρόσβαση μόνο σε φωτογραφίες και σε βιντεοσκοπήσεις του παιδιού. Στη συνέχεια, διοργανώθηκαν επισκέψεις παρουσία κοινωνικού λειτουργού, οι οποίες περιορίστηκαν όμως σε πολύ σύντομες επαφές λόγω της πολύ μικρής ηλικίας του παιδιού και λόγω του ότι ο πατέρας δεν εθεωρείτο ως άτομο παρέχον εχέγγυα ασφαλείας για το παιδί.

17      Στις 21 Νοεμβρίου 2019 ο πατέρας ζήτησε τίτλο διαμονής για το παιδί στη Σουηδία λόγω του οικογενειακού δεσμού του με αυτό. Στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η μητέρα ζήτησε επίσης τίτλο διαμονής για το παιδί στη Σουηδία.

18      Στις 7 Αυγούστου 2020 η μητέρα υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως ασύλου στη Σουηδία για την ίδια και για το παιδί, στηριζόμενη στις ενδοοικογενειακές βιαιοπραγίες σε βάρος της εκ μέρους του πατέρα και στον σοβαρό κίνδυνο να υποστεί, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, βιαιοπραγίες από την οικογένεια του πατέρα για λόγους τιμής.

19      Στις 27 Αυγούστου 2020 η Δημοκρατία της Φινλανδίας ανέφερε ότι είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων χορηγήσεως ασύλου της μητέρας και του παιδιού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III, με την αιτιολογία ότι η ημερομηνία λήξεως του τίτλου διαμονής που της είχε χορηγηθεί από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (27 Δεκεμβρίου 2021) ήταν μεταγενέστερη εκείνης του χορηγηθέντος από το Βασίλειο της Σουηδίας τίτλου διαμονής (16 Σεπτεμβρίου 2020).

20      Με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2020 οι σουηδικές αρχές έθεσαν στο αρχείο την αίτηση χορηγήσεως τίτλου διαμονής που υπέβαλε ο πατέρας για το παιδί, απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτηση χορηγήσεως ασύλου που υπέβαλε η μητέρα για την ίδια και για το παιδί και διέταξαν την μεταφορά του παιδιού και της μητέρας του στη Φινλανδία. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού ελήφθη υπόψη κατά την έκδοσή της, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III. Συναφώς, θεωρήθηκε ότι ο πατέρας συνιστούσε απειλή για το παιδί και ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αυτό δεν είχε επαφή με τον πατέρα του, ο χωρισμός του πατέρα από το παιδί για ορισμένο χρόνο δεν ήταν αντίθετος προς το μείζον συμφέρον του παιδιού. Ακόμη, δεδομένου ότι ο πατέρας είχε τίτλο διαμονής στη Φινλανδία, η μεταφορά του παιδιού στο κράτος αυτό δεν θεωρήθηκε ότι αποτελεί πρόσκομμα στην άσκηση από τον πατέρα του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας.

21      Στις 24 Νοεμβρίου 2020 η μητέρα συμμορφώθηκε εκουσίως προς την απόφαση περί μεταφοράς στη Φινλανδία της ίδιας και του παιδιού της, που είχε ληφθεί από τις σουηδικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III.

22      Στις 7 Δεκεμβρίου 2020 ο πατέρας άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως των σουηδικών αρχών να θέσουν στο αρχείο την αίτησή του για χορήγηση τίτλου διαμονής για το παιδί και να διατάξουν τη μεταφορά του παιδιού αυτού στη Φινλανδία.

23      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2020 το Migrationsdomstolen i Stockholm (αρμόδιο για θέματα μετανάστευσης δικαστήριο Στοκχόλμης, Σουηδία) ακύρωσε την απόφαση αυτή και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον της αρμόδιας για θέματα μετανάστευσης σουηδικής αρχής, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο πατέρας του παιδιού δεν είχε τύχει ακροάσεως κατά τη διαδικασία.

24      Με απόφαση της 29ης Δεκεμβρίου 2020 η αρμόδια για θέματα μετανάστευσης σουηδική αρχή έθεσε στο αρχείο τις υποθέσεις κατόπιν της αναχωρήσεως του παιδιού στη Φινλανδία. Στις 19 Ιανουαρίου 2021 ο πατέρας άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Migrationsdomstolen i Stockholm (αρμόδιου για θέματα μετανάστευσης δικαστηρίου Στοκχόλμης), προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 6ης Απριλίου 2021.

25      Στις 5 Ιανουαρίου 2021 ο πατέρας υπέβαλε στις σουηδικές αρχές νέα αίτηση χορηγήσεως τίτλου διαμονής για το παιδί, για οικογενειακούς λόγους. Η αίτηση αυτή για τη χορήγηση τίτλου διαμονής στη Σουηδία είναι εκκρεμής.

26      Στις 11 Ιανουαρίου 2021 η μητέρα υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως ασύλου για την ίδια και για το παιδί στη Φινλανδία. Στις 26 Μαρτίου 2021 οι φινλανδικές αρχές ανακάλεσαν τον τίτλο διαμονής της μητέρας στη Φινλανδία, ο οποίος, καταρχήν, θα έληγε στις 27 Δεκεμβρίου 2021. Οι αιτήσεις χορηγήσεως ασύλου στη Φινλανδία είναι εκκρεμείς.

27      Όσον αφορά το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού, τον Νοέμβριο του 2020, ήτοι λίγο πριν από τη μεταφορά της μητέρας και του παιδιού στη Φινλανδία, το Västmanlands tingsrätt (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Västmanland, Σουηδία) διατήρησε σε ισχύ την κοινή επιμέλεια του παιδιού από τους γονείς του. Η μητέρα του παιδιού αμφισβήτησε τη διεθνή δικαιοδοσία του σουηδικού δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς κατόπιν της μεταφοράς του παιδιού στη Φινλανδία. Στις 29 Απριλίου 2021 το εν λόγω δικαστήριο εξέδωσε απόφαση διαζυγίου των γονέων, ανέθεσε την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού στη μητέρα και απέρριψε την αίτηση σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα του παιδιού. Με απόφαση του Svea hovrätt (εφετείου Στοκχόλμης, Σουηδία) της 23ης και της 24ης Ιουνίου 2021, απορρίφθηκε η αίτηση του πατέρα να επιτραπεί αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

28      Στις 21 Δεκεμβρίου 2020 ο πατέρας προσέφυγε ενώπιον του Helsingin hovioikeus (εφετείου του Ελσίνκι, Φινλανδία) ζητώντας να διαταχθεί η άμεση επιστροφή του παιδιού στη Σουηδία. Με υπόμνημα της 26ης Ιανουαρίου 2021 διαβιβασθέν στο δικαστήριο αυτό από τις σουηδικές αρχές, οι εν λόγω αρχές υπενθύμισαν ότι το παιδί και η μητέρα δεν είχαν ισχύοντα στη Σουηδία τίτλο διαμονής και ότι, επομένως, δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη Σουηδία ούτε δικαίωμα διαμονής στη χώρα αυτή.

29      Με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021 το Helsingin hovioikeus (εφετείο του Ελσίνκι) απέρριψε το σχετικό αίτημα, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η μητέρα είχε παρανόμως μετακινήσει το παιδί από τη χώρα διαμονής του. Ο πατέρας άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας να αναιρεθεί η ως άνω απόφαση.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού [Βρυξέλλες IIα], το οποίο αφορά την παράνομη μετακίνηση παιδιού, την έννοια ότι υφίσταται τέτοια παράνομη μετακίνηση όταν ένας εκ των γονέων μετακινεί, χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου γονέα, το παιδί από το κράτος διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει απόφασης περί μεταφοράς που έλαβε αρμόδια αρχή κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού [Δουβλίνο III];

2)      Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, έχει το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα, το οποίο αφορά την παράνομη κατακράτηση, την έννοια ότι υφίσταται τέτοια παράνομη κατακράτηση εάν δικαστήριο του κράτους διαμονής του παιδιού έχει ακυρώσει την απόφαση που έλαβε αρμόδια αρχή περί μεταβίβασης της ευθύνης εξέτασης της υπόθεσης, αλλά το παιδί του οποίου η επιστροφή διατάσσεται δεν διαθέτει πλέον τίτλο διαμονής σε ισχύ στο κράτος διαμονής του ούτε δικαίωμα εισόδου ή διαμονής στο εν λόγω κράτος;

3)      Εάν, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που θα δοθεί στο πρώτο ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα έχει την έννοια ότι συντρέχει περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του παιδιού και ότι το παιδί πρέπει, επομένως, να επιστρέψει στο κράτος διαμονής του, έχει το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της Σύμβασης [της Χάγης] την έννοια ότι η επιστροφή του παιδιού εμποδίζεται

i)      διότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η επιστροφή ασυνόδευτου βρέφους, του οποίου τη φροντίδα έχει αναλάβει προσωπικά η μητέρα του, να το εκθέσει σε σωματική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση· ή

ii)      διότι, στο κράτος διαμονής του, το παιδί θα τύχαινε μέριμνας και θα μεταφερόταν σε δομή υποδοχής, είτε μόνο του είτε μαζί με τη μητέρα του, πράγμα το οποίο θα καταδείκνυε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε σωματική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση· ή ακόμη

iii)      διότι το παιδί, το οποίο δεν διαθέτει ισχύοντα τίτλο διαμονής, θα περιερχόταν σε αφόρητη κατάσταση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής;

4)      Εάν, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που θα δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι λόγοι άρνησης του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της Σύμβασης της [Χάγης] έχουν την έννοια ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε σωματική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση, έχει το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα, σε συνδυασμό με την αρχή του “υπέρτατου συμφέροντος” του παιδιού η οποία προβλέπεται στο άρθρο 24 του [Χάρτη] και στον ίδιο τον κανονισμό Βρυξέλλες IIα, την έννοια ότι, όταν ούτε το παιδί ούτε η μητέρα του διαθέτουν τίτλο διαμονής σε ισχύ στο κράτος διαμονής του παιδιού και δεν έχουν, επομένως, ούτε δικαίωμα εισόδου ούτε δικαίωμα διαμονής στη χώρα αυτή, το κράτος διαμονής του παιδιού οφείλει να προβλέψει κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίσει τη νόμιμη διαμονή του παιδιού και της μητέρας του στο εν λόγω κράτος μέλος; Εάν το κράτος διαμονής του παιδιού υπέχει τέτοια υποχρέωση, έχει η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών την έννοια ότι το κράτος που παραδίδει το παιδί μπορεί να θεωρήσει, βάσει της αρχής αυτής, ότι το κράτος διαμονής του παιδιού θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές ή μήπως το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει να ζητηθούν διευκρινίσεις από τις αρχές του κράτους διαμονής σχετικά με τα συγκεκριμένα μέτρα που προβλέφθηκαν ή θα προβλεφθούν για την προστασία του παιδιού, ώστε το κράτος μέλος που παραδίδει το παιδί να μπορεί να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, τον πρόσφορο χαρακτήρα των μέτρων αυτών υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού;

5)      Εάν το κράτος διαμονής του παιδιού δεν υπέχει την υποχρέωση που διαλαμβάνεται στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα να προβλέψει κατάλληλα μέτρα, έχει το άρθρο 20 της Σύμβασης της [Χάγης], υπό το πρίσμα του άρθρου 24 του [Χάρτη], στις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα υπό i έως iii, την έννοια ότι εμποδίζει την επιστροφή του παιδιού, διότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η επιστροφή του παιδιού αντιβαίνει, κατά τη διάταξη αυτή, προς τις θεμελιώδεις αρχές περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

31      Στις 21 Μαΐου 2021, απαντώντας σε αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή πληροφοριών, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση του πατέρα με την οποία ζητείται να διαταχθεί η επιστροφή του παιδιού δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο III είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε τη διατύπωση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος ως ακολούθως:

«Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, έχει το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα, το οποίο αφορά την παράνομη κατακράτηση, την έννοια ότι υφίσταται τέτοια παράνομη κατακράτηση εάν δικαστήριο του κράτους διαμονής του παιδιού έχει ακυρώσει την απόφαση που έλαβε αρμόδια αρχή περί μεταβίβασης της ευθύνης εξέτασης της υπόθεσης, υπόθεσης η οποία τέθηκε στο αρχείο όταν το παιδί και η μητέρα εγκατέλειψαν το κράτος διαμονής τους, αλλά το παιδί του οποίου η επιστροφή ζητείται δεν διαθέτει πλέον τίτλο διαμονής σε ισχύ στο κράτος διαμονής του ούτε δικαίωμα εισόδου ή διαμονής στο εν λόγω κράτος;»

33      Με υπόμνημα της 31ης Μαΐου 2021, η Σουηδική Κυβέρνηση απάντησε στις έγγραφες ερωτήσεις του Δικαστηρίου και προσκόμισε τα έγγραφα που της είχε ζητήσει το Δικαστήριο.

 Επί της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

34      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή με την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

35      Προς στήριξη του αιτήματός του αυτού, υπογράμμισε ότι οι απαντήσεις που θα δώσει το Δικαστήριο στα προδικαστικά ερωτήματα θα είναι αποφασιστικής σημασίας για την επίλυση της διαφοράς, καθόσον θα το οδηγήσουν να διατάξει ή να μη διατάξει την επιστροφή του παιδιού στη Σουηδία. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρθηκε ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα, κατά την οποία, σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, διευκρίνισε δε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του παιδιού, της διάρκειας της διαμονής του στη Φινλανδία και του γεγονότος ότι η παράταση της διαδικασίας μπορεί να είναι επιζήμια για την ανάπτυξη σχέσεως μεταξύ του πατέρα και του παιδιού του, θεωρεί απολύτως απαραίτητη την εφαρμογή της επείγουσας διαδικασίας.

36      Επισημαίνεται συναφώς ότι, πρώτον, η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή αφορά την ερμηνεία του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ο οποίος εκδόθηκε βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 61, στοιχείο γʹ, ΕΚ, νυν άρθρου 67 ΣΛΕΕ, που περιλαμβάνεται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, η προδικαστική αυτή παραπομπή μπορεί να εξεταστεί με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

37      Δεύτερον, το επίμαχο στην κύρια δίκη ένδικο βοήθημα ασκήθηκε από πατέρα ο οποίος είχε αποχωριστεί εδώ και πολλούς μήνες το ηλικίας κάτω των δύο ετών παιδί του, με σκοπό να επιτύχει την άμεση επιστροφή του παιδιού στη Σουηδία βάσει της Συμβάσεως της Χάγης.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 6 Μαΐου 2021, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει την υπό κρίση προδικαστική παραπομπή με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

39      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα έχει την έννοια ότι μπορεί να συνιστά παράνομη μετακίνηση ή παράνομη κατακράτηση, κατά την εν λόγω διάταξη, η κατάσταση στην οποία ένας από τους γονείς αναγκάζεται, χωρίς τη συναίνεση του έτερου γονέα, να οδηγήσει το παιδί του από το κράτος της συνήθους διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος σε εκτέλεση αποφάσεως περί μεταφοράς εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο III, στη συνέχεια δε να παραμείνει στο δεύτερο κράτος μέλος, μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως περί μεταφοράς η οποία επήλθε χωρίς ωστόσο οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους να έχουν αποφασίσει να αναλάβουν εκ νέου τα μεταφερθέντα άτομα ή να τους παράσχουν άδεια διαμονής.

40      Πρώτον, όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτον, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια των «αστικών υποθέσεων» δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά, αλλά πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνουσα, ιδίως, κάθε αίτηση, μέτρο ή απόφαση περί «γονικής μέριμνας» κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τον σκοπό που υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, Gogova, C‑215/15, EU:C:2015:710, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Συναφώς, η «γονική μέριμνα» στο άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα ερμηνεύεται ευρέως, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από τον νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Εξάλλου, μολονότι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού απαριθμούνται τα ζητήματα που εμπίπτουν στον κανονισμό σχετικά με τη «γονική μέριμνα», η απαρίθμηση αυτή είναι απλώς ενδεικτική και όχι αποκλειστική, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξεως «ιδίως» (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, Gogova, C‑215/15, EU:C:2015:710, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Προκειμένου να κριθεί αν μια αίτηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, πρέπει να εξετάζεται το αντικείμενό της (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, Gogova, C‑215/15, EU:C:2015:710, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο πατέρας του παιδιού προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας την άμεση επιστροφή στη Σουηδία του παιδιού βάσει της Συμβάσεως της Χάγης. Επομένως, δεδομένου ότι το αντικείμενο αίτησης όπως αυτή της κύριας δίκης αφορά τη γονική μέριμνα, έχει εφαρμογή ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα.

44      Δεύτερον, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της μετακίνησης ή της κατακράτησης παιδιού ως παράνομης, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα προκύπτει ότι πρέπει να θεωρείται παράνομη η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού που έγινε κατά προσβολή δικαιώματος επιμέλειας που προκύπτει από δικαστική απόφαση, απευθείας από τον νόμο ή από ισχύουσα συμφωνία δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εντός του οποίου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα επιμέλειας ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα εν λόγω γεγονότα.

45      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ως παράνομης της μετακίνησης ή της κατακράτησης ενός παιδιού απαιτεί τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, ήτοι προϋποθέτει, αφενός, ότι υπάρχει μετακίνηση κατά προσβολή δικαιώματος επιμέλειας χορηγηθέντος δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του, πράγμα το οποίο απαιτεί τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από τη μετακίνησή του (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, OL, C‑111/17 PPU, EU:C:2017:436, σκέψη 53) και, αφετέρου, ότι ασκείτο πραγματικά το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού ή ότι θα είχε ασκηθεί αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση.

46      Τούτο επιρρωννύεται επιπλέον από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα. Πράγματι, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί, όπως προκύπτει από το προοίμιό του, στη δημιουργία ενός δικαστικού χώρου στηριζόμενου στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων μέσω της θεσπίσεως κανόνων που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα γονικής μέριμνας, ενώ η Σύμβαση της Χάγης έχει κατά το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, αυτής ως σκοπό να εξασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που έχουν μετακινηθεί ή κατακρατούνται παρανόμως σε οποιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος, υφίσταται δε στενός σύνδεσμος μεταξύ των δύο ως άνω νομικών πράξεων οι οποίες έχουν, κατ’ ουσίαν, ως κοινό σκοπό την αποτροπή της απαγωγής παιδιών μεταξύ κρατών και την άμεση επιστροφή του παιδιού, σε περίπτωση απαγωγής, στο κράτος της συνήθους διαμονής του (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, C.E. και N.E., C‑325/18 PPU και C‑375/18 PPU, EU:C:2018:739, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Η διαδικασία επιστροφής κατά τη Σύμβαση της Χάγης και τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα αποσκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο ο ένας εκ των γονέων να ενισχύσει τη θέση του ως προς το ζήτημα της επιμέλειας του παιδιού εκφεύγοντας, με παράνομη συμπεριφορά, της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που έχουν καταρχήν διεθνή δικαιοδοσία, βάσει των κανόνων που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο κανονισμός αυτός, για να αποφαίνονται επί της γονικής μέριμνας του παιδιού (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček, C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 49, της 9ης Οκτωβρίου 2014, C, C‑376/14 PPU, EU:C:2014:2268, σκέψη 67, και της 8ης Ιουνίου 2017, OL, C‑111/17, EU:C:2017:436, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Το γεγονός, όμως, ότι γονέας που έχει το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού του μετακινείται μαζί με το παιδί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του, προκειμένου να συμμορφωθεί προς απόφαση περί μεταφοράς, η οποία αφορά τόσο τον εν λόγω γονέα όσο και το παιδί του και εκδόθηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού Δουβλίνο III, δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη συμπεριφορά, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως παράνομη μετακίνηση κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα, χωρίς να απαιτείται να εξακριβωθεί προηγουμένως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, ιδίως η προϋπόθεση περί μετακινήσεως κατά προσβολή πράγματι ασκούμενου δικαιώματος επιμέλειας του παιδιού.

49      Πράγματι, η συμμόρφωση προς απόφαση περί μεταφοράς η οποία δέσμευε τον γονέα και το παιδί, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία της μετακινήσεως, ήταν εκτελεστή, χωρίς να έχει μέχρι τότε ανασταλεί ή ακυρωθεί, πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως έννομη συνέπεια της εν λόγω αποφάσεως η οποία δεν μπορεί να προσαφθεί στον ως άνω γονέα.

50      Ομοίως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παραμονή στο έδαφος του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας συνιστά παράνομη συμπεριφορά, ακόμη και μετά την ακύρωση της αποφάσεως περί μεταφοράς, όταν δεν έχει ληφθεί απόφαση περί αναλήψεως του ως άνω γονέα και του παιδιού από τις αρχές του κράτους μέλους το οποίο προέβη στη σχετική μεταφορά, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III μετά την ημερομηνία της μεταφοράς και ενώ αυτοί δεν δικαιούνται να διαμένουν στο τελευταίο κράτος μέλος.

51      Σε μια τέτοια περίπτωση, πράγματι η κατακράτηση του παιδιού συνιστά απλή συνέπεια της διοικητικής καταστάσεώς του, όπως αυτή προσδιορίζεται με εκτελεστές αποφάσεις του κράτους μέλους εντός του οποίου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του.

52      Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι μια ερμηνεία κατά την οποία ο αιτών διεθνή προστασία, όπως η μητέρα στη διαφορά της κύριας δίκης, θα πρέπει να μη συμμορφωθεί προς απόφαση περί μεταφοράς για τον λόγο ότι η συμπεριφορά της θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη δυνάμει του κανονισμού Βρυξέλλες IIα θα προσέβαλλε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και θα υπονόμευε την πραγματοποίηση των σκοπών του κανονισμού Δουβλίνο III.

53      Κατά συνέπεια, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να συνιστά παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, κατά την εν λόγω διάταξη, η κατάσταση στην οποία ένας από τους γονείς αναγκάζεται, χωρίς τη συναίνεση του έτερου γονέα, να οδηγήσει το παιδί του από το κράτος της συνήθους διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος σε εκτέλεση αποφάσεως περί μεταφοράς εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο III, στη συνέχεια δε να παραμείνει στο δεύτερο κράτος μέλος μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως περί μεταφοράς η οποία επήλθε χωρίς ωστόσο οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους να έχουν αποφασίσει να αναλάβουν εκ νέου τα μεταφερθέντα άτομα ή να τους παράσχουν άδεια διαμονής.

 Επί του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου ερωτήματος

54      Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να συνιστά παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, κατά την εν λόγω διάταξη, η κατάσταση στην οποία ένας από τους γονείς αναγκάζεται, χωρίς τη συναίνεση του έτερου γονέα, να οδηγήσει το παιδί του από το κράτος της συνήθους διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος σε εκτέλεση αποφάσεως περί μεταφοράς εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, στη συνέχεια δε να παραμείνει στο δεύτερο κράτος μέλος μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως περί μεταφοράς η οποία επήλθε χωρίς ωστόσο οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους να έχουν αποφασίσει να αναλάβουν εκ νέου τα μεταφερθέντα άτομα ή να τους παράσχουν άδεια διαμονής.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.