Language of document : ECLI:EU:T:2012:367

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Κοινοποίηση του υπομνήματος του ανακόπτοντος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Κανόνας 50, παράγραφος 1, κανόνας 20, παράγραφος 2, και κανόνας 67, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 – Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑279/09,

Antonino Aiello, κάτοικος Vico Equense (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τους M. Coccia και L. Pardo, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον O. Montalto,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Cantoni ITC SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 2ας Απριλίου 2009 (υπόθεση R 1148/2008-1), αφορώσας διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Cantoni ITC SpA και του Antonino Aiello,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, N. Wahl και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 9 Ιουλίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Οκτωβρίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Μαρτίου 2010,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 15ης Μαρτίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 5 Μαρτίου 2004, ο προσφεύγων, Antonino Aiello, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθέντος από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 3, 18 και 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        Κλάση 3: «Παρασκευάσματα για το πλύσιμο λευκών ειδών και άλλες ουσίες για πλύσιμο· παρασκευάσματα για καθαρισμό, στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση, σαπούνια, είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, οδοντοσκευάσματα»·

–        Κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη κατασκευασμένα με αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, δέρματα ζώων· κιβώτια ταξιδίου και βαλίτσες, ομπρέλες, αλεξήλια, ράβδοι περιπάτου»·

–        Κλάση 25: «Ενδύματα όπου περιλαμβάνονται μπότες, παπούτσια και παντόφλες».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 15/2005, της 11ης Απριλίου 2005.

5        Στις 14 Ιουνίου 2005, η Cantoni ITC SpA (στο εξής: ανακόπτουσα) άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στα εξής προγενέστερα δικαιώματα:

–        στο εικονιστικό κοινοτικό σήμα, καταχωρισθέν στις 10 Φεβρουαρίου 2004 υπό τον αριθμό 2689891, το οποίο αναπαράγεται κατωτέρω:

Image not found

–        το λεκτικό ιταλικό σήμα CAPRI, καταχωρισθέν στις 27 Ιανουαρίου 1986 υπό τον αριθμό 396526.

7        Όσον αφορά το προγενέστερο κοινοτικό σήμα, η ανακοπή στηριζόταν σε όλα τα προϊόντα των κλάσεων 3, 18 και 25 τα οποία διακρίνει το εν λόγω σήμα και τα οποία αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        Κλάση 3: «Σαπούνια, είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, σαμπουάν, οδοντοσκευάσματα»·

–        Κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη από αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· σάκοι, γυναικείες τσάντες, τσάντες, πουγκιά· κιβώτια ταξιδίου και βαλίτσες· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελλοποιίας»·

–        Κλάση 25: «Είδη εξωτερικής ένδυσης και εσώρουχα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας».

8        Όσον αφορά το προγενέστερο ιταλικό σήμα, η ανακοπή στηριζόταν στα προϊόντα των κλάσεων 3 και 25, τα οποία καλύπτονται μεταξύ άλλων από το εν λόγω σήμα και τα οποία αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        Κλάση 3: «Σαπούνια, αρώματα, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, οδοντοσκευάσματα»·

–        Κλάση 25: «Είδη εσωτερικής και εξωτερικής ένδυσης, υποδήματα και είδη πιλοποιίας».

9        Η ανακοπή αφορούσε τα προϊόντα που παρατίθενται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

10      Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5, του κανονισμού 207/2009).

11      Με απόφαση της 30ής Μαΐου 2008, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή. Κατ’ αρχάς, επισήμανε ότι τα προϊόντα που διακρίνει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν «κατ’ ουσίαν τα ίδια». Στη συνέχεια, έκρινε ότι τα συγκρουόμενα σημεία είχαν μέσο βαθμό ομοιότητας σε οπτικό και φωνητικό επίπεδο και ότι ήταν παρεμφερή σε εννοιολογικό επίπεδο. Εξάλλου, έκρινε ότι το προγενέστερο κοινοτικό σήμα είχε τον συνήθη διακριτικό χαρακτήρα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

12      Στις 30 Ιουλίου 2008, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, επισυνάπτοντας σ’ αυτήν υπόμνημα στο οποίο εξέθετε τους λόγους της προσφυγής του. Στις 23 Οκτωβρίου 2008, η ανακόπτουσα κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως του προαναφερθέντος υπομνήματος του προσφεύγοντος (στο εξής: υπόμνημα της ανακόπτουσας).

13      Στις 24 Νοεμβρίου 2008, το ΓΕΕΑ απέστειλε το υπόμνημα της ανακόπτουσας, με τηλεομοιοτυπία, στον αριθμό που είχε αναγράψει ο προσφεύγων στην αίτησή του καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος.

14      Με την απόφαση της 2ας Απριλίου 2009 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Κατά την προσβαλλομένη απόφαση, ο προσφεύγων παραιτήθηκε της απαντήσεως στο υπόμνημα της ανακόπτουσας. Επί της ουσίας της υποθέσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε μεταξύ άλλων ότι τα προϊόντα τα οποία αφορούσε το προγενέστερο κοινοτικό σήμα προορίζονταν για το ευρύ κοινό και ότι τα προϊόντα τα οποία αφορούσε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν κατ’ ουσίαν τα ίδια με τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο κοινοτικό σήμα. Όσον αφορά τη σύγκριση των συγκρουομένων σημείων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υφίστατο μεταξύ τους υψηλός βαθμός ομοιότητας σε οπτικό επίπεδο, μέσος βαθμός ομοιότητας σε φωνητικό επίπεδο και οιονεί ταύτιση σε εννοιολογικό επίπεδο. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε επίσης ότι το προγενέστερο κοινοτικό σήμα είχε διακριτικό χαρακτήρα κατά το μέτρο που δεν υφίστατο, από την οπτική γωνία του μέσου καταναλωτή, καμία σχέση μεταξύ της γεωγραφικής ονομασίας που υποδεικνύει τη νήσο Capri και των προϊόντων που καλύπτονταν από το εν λόγω σήμα.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση και να απορρίψει την ανακοπή·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

16      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του αιτήματος να διαταχθεί το ΓΕΕΑ να απορρίψει την ανακοπή

17      Με το πρώτο του αίτημα, ο προσφεύγων ζητεί μεταξύ άλλων από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει το ΓΕΕΑ να απορρίψει την ανακοπή και, ως εκ τούτου, να επιτρέψει την καταχώριση του επιμάχου σήματος. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά της αποφάσεως τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, το τελευταίο υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009), να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του εν λόγω δικαστή. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στο ΓΕΕΑ. Πράγματι, το ΓΕΕΑ οφείλει να αντλεί τις συνέπειες του διατακτικού και του σκεπτικού των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου [απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 2001, T‑33/03, Osotspa κατά ΓΕΕΑ — Distribution & Marketing (Hai), Συλλογή 2005, σ. II‑763, σκέψη 15· βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουλίου 2008, T‑129/01, Alejandro κατά ΓΕΕΑ — Anheuser-Busch (BUDMEN), Συλλογή 2008, σ. II‑2251 σκέψη 22].

18      Ως εκ τούτου, το αίτημα του προσφεύγοντος προς το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει το ΓΕΕΑ να απορρίψει την ανακοπή είναι απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

19      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορά παράβαση του κανόνα 50, παράγραφος 1, και του κανόνα 20, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου (ΕΕ L 303, σ. 1). Ο δεύτερος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

20      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, κατά παράβαση του κανόνα 50, παράγραφος 1, και του κανόνα 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, το υπόμνημα της ανακόπτουσας, κατατεθέν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, δεν του κοινοποιήθηκε. Η παράλειψη αυτή συνιστά «κατάφωρη» προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς του, δεδομένου ότι ο προσφεύγων εμποδίσθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος της ανακόπτουσας.

21      Το ΓΕΕΑ αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσφεύγων έλαβε απευθείας γνώση του υπομνήματος της ανακόπτουσας και ότι ως εκ τούτου δεν μπορεί να επικαλεσθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς του.

22      Κατά τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος αφορά την εξέταση της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, «[ο]ι διατάξεις που ισχύουν για τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για τη διαδικασία προσφυγής, εκτός αν ορίζεται άλλως».

23      Ως προς τις διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών, ο κανόνας 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 ορίζει ότι το ΓΕΕΑ «κοινοποιεί την υποβολή του ανακόπτοντα στον καταθέτη και τον καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας που του τάσσει».

24      Από τον συνδυασμό των κανόνων 50, παράγραφος 1, και 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το ΓΕΕΑ γνωστοποιεί στον αιτούντα την καταχώριση κοινοτικού σήματος, ο οποίος άσκησε την προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών, τις παρατηρήσεις του ανακόπτοντος και τον καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

25      Εξάλλου, το ΓΕΕΑ δεν αρνείται ότι όφειλε να κοινοποιήσει το υπόμνημα της ανακόπτουσας στον προσφεύγοντα, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν το τμήμα προσφυγών εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση. Υποστηρίζει μάλιστα ότι γνωστοποίησε το υπόμνημα της ανακόπτουσας στον προσφεύγοντα, με τηλεομοιοτυπία, στον αριθμό που αναγραφόταν στην αίτηση καταχωρίσεως του επιμάχου σήματος.

26      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του νυν Γενικού Δικαστηρίου τεθείσα στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το ΓΕΕΑ ομολόγησε ότι υπέπεσε σε σφάλμα αποστέλλοντας το υπόμνημα της ανακόπτουσας, με τηλεομοιοτυπία, στον αριθμό που αναγραφόταν στην αίτηση καταχωρίσεως του επιμάχου σήματος και όχι στον αριθμό τηλεομοιοτύπου του εκπροσώπου του προσφεύγοντος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών. Ο τελευταίος αυτός αριθμός αναγραφόταν μεταξύ άλλων στο έντυπο που αφορούσε την προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

27      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ωστόσο ότι, παρά το σφάλμα αυτό, ο προσφεύγων έλαβε γνώση του υπομνήματος της ανακόπτουσας, οπότε ήταν σε θέση να αμυνθεί. Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι τα έγγραφα κοινοποιήθηκαν κατ’ ευθείαν στον προσφεύγοντα, στον αριθμό τηλεομοιοτύπου που αναγραφόταν στην αίτησή του για την καταχώριση του επιμάχου σήματος και ότι, αφού ο προσφεύγων έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε γνώση του υπομνήματος της ανακόπτουσας.

28      Εντούτοις, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να συναγάγει από το γεγονός ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση του υπομνήματος της ανακόπτουσας εγκαίρως ώστε να απαντήσει σ’ αυτό. Συγκεκριμένα, μολονότι η προσβαλλομένη απόφαση και το υπόμνημα της ανακόπτουσας απεστάλησαν, αμφότερα, με τηλεομοιοτυπία στον αριθμό που αναγραφόταν στην αίτηση καταχωρίσεως του επιμάχου σήματος, ο προσφεύγων προέβαλε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφενός, ότι ο αριθμός ήταν ενός εμπορικού συμβούλου που τον εκπροσωπούσε το 2004 κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως και, αφετέρου, ότι μόνον λόγω της περιστασιακής παρουσίας του στην Ιταλία, τον Μάιο του 2009, έλαβε ο προσφεύγων προσωπικώς γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, ουδόλως απεδείχθη ότι ο προσφεύγων είχε λάβει προσωπικώς γνώση του υπομνήματος της ανακόπτουσας, ώστε να είναι σε θέση να απαντήσει σ’ αυτό ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

29      Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τον κανόνα 67, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, «[α]ν έχει οριστεί αντιπρόσωπος, ή όταν ο πρώτος αιτών σε κοινή αίτηση λογίζεται ως κοινός αντιπρόσωπος σύμφωνα με τον κανόνα 75, παράγραφος 1, οι κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται προς αυτόν τον ορισθέντα ή κοινό αντιπρόσωπο». Συνεπώς, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να επικαλείται την προβαλλόμενη κοινοποίηση του υπομνήματος της ανακόπτουσας στον ίδιο τον προσφεύγοντα, προκειμένου να δικαιολογήσει την παράλειψη κοινοποιήσεως στον εκπρόσωπο του προσφεύγοντος.

30      Υπογραμμίζεται εξάλλου ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ επισήμανε ότι η πρακτική της γραμματείας του τμήματος προσφυγών συνίστατο στην κοινοποίηση όλων των εγγράφων στον ειδικώς ορισθέντα αντιπρόσωπο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος ενδέχεται να βρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνει το σύνολο των κοινοποιήσεων.

31      Εξάλλου, κρίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να συναχθεί από τον κανόνα 77 του κανονισμού 2868/95, κατά τον οποίο κάθε κοινοποίηση προς τον αντιπρόσωπο έχει τις αυτές έννομες συνέπειες ως εάν γίνεται προς τον αντιπροσωπευόμενο, ότι η κοινοποίηση προς τον αντιπροσωπευόμενο ισοδυναμεί με κοινοποίηση προς τον αντιπρόσωπο. Αν τούτο συνέβαινε, ο κανόνας του άρθρου 67 του εν λόγω κανονισμού θα καθίστατο κενός περιεχομένου.

32      Όσον αφορά το επιχείρημα του ΓΕΕΑ ότι, παρά το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το ΓΕΕΑ, ο προσφεύγων ήταν σε θέση να αμυνθεί διά της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του νυν Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και της καταθέσεως υπομνήματος απαντήσεως και της υποβολής παρατηρήσεων κατά τη συνεδρίαση, αρκεί η υπόμνηση ότι, όπως υποστήριξε ο προσφεύγων, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε χωρίς ο προσφεύγων να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος της ανακόπτουσας.

33      Κατά το άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ μπορούν να στηρίζονται μόνο σε λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ μπορεί να στηρίξει την απόφασή του μόνον επί των πραγματικών ή νομικών στοιχείων επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους [απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2004, C‑447/02 P, KWS Saat κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑10107, σκέψη 42, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2005, T‑242/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ (TOP), Συλλογή 2005, σ. II‑2793, σκέψεις 58 και 59, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑168/04, L & D κατά ΓΕΕΑ — Sämann (Aire Limpio), Συλλογή 2006, σ. II‑2699, σκέψη 115].

34      Η εν λόγω διάταξη κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου των κοινοτικών σημάτων, τη γενική αρχή προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑320/03, Citicorp κατά ΓΕΕΑ (LIVE RICHLY), Συλλογή 2005, σ. II‑3411, σκέψη 21, και της 7ης Φεβρουαρίου 2007, T‑317/05, Kustom Musical Amplification κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα κιθάρας), Συλλογή 2007, σ. II‑427, σκέψη 26]. Δυνάμει της εν λόγω γενικής αρχής, οι αποδέκτες των αποφάσεων των δημοσίων αρχών οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν αποτελεσματικά την άποψή τους [απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74, Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 15· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑34/00, Eurocool Logistik κατά ΓΕΕΑ (EUROCOOL), Συλλογή 2002, σ. II‑683, σκέψη 21, και LIVE RICHLY, προπαρατεθείσα, σκέψη 22].

35      Αληθεύει βεβαίως ότι διαδικαστική πλημμέλεια συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση μιας αποφάσεως μόνον εάν αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η προσβαλλομένη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2006, T‑247/03, Torres κατά ΓΕΕΑ — Bodegas Muga (Torre Muga), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 79, και της 24ης Νοεμβρίου 2010, T‑137/09, Nike International κατά ΓΕΕΑ — Muñoz Molina (R10), Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑5433, σκέψη 30].

36      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το υπόμνημα της ανακόπτουσας αφιέρωνε πλείονες σελίδες στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος. Μολονότι, στο υπόμνημά του το οποίο εκθέτει τους λόγους της προσφυγής του ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ο προσφεύγων παρέθεσε επιχειρήματα επί του διακριτικού χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος, διαπιστώνεται ότι, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να καταλήξει ότι το προγενέστερο σήμα είχε διακριτικό χαρακτήρα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, χρησιμοποιώντας διατύπωση ανάλογη με αυτή του υπομνήματος της ανακόπτουσας, ότι δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ της γεωγραφικής ονομασίας της νήσου Capri και των διακρινομένων με το προγενέστερο σήμα προϊόντων. Επί του σημείου αυτού, εντούτοις, ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του προκειμένου να απαντήσει στο υπόμνημα της ανακόπτουσας, οπότε δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η προσβαλλομένη απόφαση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

37      Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του κανόνα 50, παράγραφος 1, και του κανόνα 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε η εξέταση του δευτέρου λόγου.

38      Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 2ας Απριλίου 2009 (υπόθεση R 1148/2008-1).

2)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.