Language of document : ECLI:EU:C:2021:942

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 18ης Νοεμβρίου 2021(1)

Υπόθεση C140/20

G.D.

κατά

The Commissioner of the Garda Síochána,

Minister for Communications, Energy and Natural Resources,

Attorney General

[αίτηση του Supreme Court (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Τηλεπικοινωνίες – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Εμπιστευτικός χαρακτήρας των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 8, 11 και 52, παράγραφος 1 – Γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης – Πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα – Χρήση των διατηρούμενων δεδομένων ως αποδεικτικού στοιχείου σε ποινική διαδικασία»






1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως –σε συνδυασμό με τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑793/19, SpaceNet, και C‑794/19, Telekom Deutschland, επί των οποίων αναπτύσσω επίσης σήμερα τις προτάσεις μου (2)– αναδεικνύει, εκ νέου, τον προβληματισμό που δημιουργεί σε ορισμένα κράτη μέλη η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παράγονται στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα.

2.        Στις προτάσεις που ανέπτυξα στις υποθέσεις C‑511/18 και C‑512/18, La Quadrature du Net κ.λπ. (3), και C‑520/18, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (4), επισήμανα τα ακόλουθα σημαντικότερα, έως τότε, ορόσημα στην εν λόγω νομολογία:

–        την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (5), με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρη την οδηγία 2006/24/ΕΚ (6), καθόσον συνεπαγόταν υπέρμετρη επέμβαση στα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)·

–        την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (7), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (8) εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας·

–        την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2018, Ministerio Fiscal (9), με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, διευκρινίζοντας συναφώς τη σημασία της αρχής της αναλογικότητας.

3.        Το 2018, δικαστήρια ορισμένων κρατών μελών υπέβαλαν στο Δικαστήριο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, με τις οποίες διατύπωσαν αμφιβολίες σχετικά με το αν οι ως άνω αποφάσεις (των ετών 2014, 2016 και 2018) μπορούσαν να στερήσουν από τις κρατικές αρχές ένα μέσο αναγκαίο για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας.

4.        Οι αποφάσεις Privacy International (10) και La Quadrature du Net κ.λπ. (11), αμφότερες της 6ης Οκτωβρίου 2020, εκδόθηκαν επί τεσσάρων από τις ως άνω αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και επιβεβαίωσαν, κατ’ ουσίαν, τη νομολογία της απόφασης Tele2 Sverige, καίτοι με ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις.

5.        Λόγω του γεγονότος ότι εκδόθηκαν από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, του περιεχομένου τους και της λεπτομερούς επεξήγησης, σε διάλογο με τα αιτούντα δικαστήρια, των λόγων που, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογούν τις θέσεις που εκτίθενται σε αυτές, θα μπορούσε να αναμένεται ότι το ζήτημα επιλύθηκε με τις δύο ως άνω «ανακεφαλαιωτικές» αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020. Επομένως, για οποιαδήποτε άλλη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί του ίδιου ζητήματος θα έπρεπε να εκδοθεί αιτιολογημένη διάταξη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

6.        Εντούτοις, πριν από τις 6 Οκτωβρίου 2020 είχαν υποβληθεί στο Δικαστήριο τρεις άλλες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (η υπό κρίση και εκείνες στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑793/19 και C‑794/19), οι οποίες έθεταν υπό αμφισβήτηση τη νομολογία που διαμορφώθηκε σε σχέση με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.

7.        Το Δικαστήριο ενημέρωσε τα αιτούντα δικαστήρια για τις αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, ώστε να αποσύρουν, ενδεχομένως, τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλαν. Δεδομένου ότι δεν θέλησαν να το πράξουν, όπως θα εκθέσω στη συνέχεια (12), το Δικαστήριο αποφάσισε να μην εφαρμόσει το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας και να αποφανθεί επ’ αυτών το τμήμα μείζονος συνθέσεως.

I.      Νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης. Η οδηγία 2002/58

8.        Το άρθρο 5 («Απόρρητο των επικοινωνιών») ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης. Ειδικότερα, απαγορεύουν την ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης από πρόσωπα πλην των χρηστών, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων χρηστών, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει την τεχνική αποθήκευση, η οποία είναι αναγκαία για τη διαβίβαση επικοινωνίας, με την επιφύλαξη της αρχής του απορρήτου.»

9.        Το άρθρο 6 («Δεδομένα κίνησης») ορίζει τα εξής:

«1. Τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον πάροχο δημόσιου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό της μετάδοσης μιας επικοινωνίας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 5 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 15 παράγραφος 1.

2. Τα δεδομένα κίνησης που είναι απαραίτητα για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον έως το τέλος της χρονικής περιόδου εντός της οποίας δύναται να αμφισβητείται νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιώκεται η πληρωμή.

[…]»

10.      Το άρθρο 15 («Εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ (13)») προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

Β.      Το εθνικό δίκαιο. Ο Communications (Retention of Data) Act 2011 [νόμος περί επικοινωνιών (διατήρηση δεδομένων) του 2011, στο εξής: νόμος του 2011]

11.      Το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) παραθέτει, στο σημείο 3 της διατάξεως περί παραπομπής, το εθνικό δίκαιο ως εξής:

–        «Ο νόμος του 2011 θεσπίστηκε προς τον ρητά εκπεφρασμένο σκοπό της εφαρμογής της οδηγίας 2006/24.

–        Το άρθρο 3 του νόμου του 2011 επιβάλλει σε όλους τους παρόχους υπηρεσιών την υποχρέωση να διατηρούν τα “δεδομένα τηλεφωνίας σταθερού δικτύου και κινητής τηλεφωνίας” για διάστημα δύο ετών.

–        Πρόκειται για δεδομένα βάσει των οποίων μπορούν να προσδιορίζονται η πηγή, ο προορισμός και η ημερομηνία και ώρα έναρξης και λήξης μιας επικοινωνίας, το συγκεκριμένο είδος επικοινωνίας, το είδος και η γεωγραφική θέση του χρησιμοποιηθέντος εξοπλισμού επικοινωνίας. Το περιεχόμενο των επικοινωνιών δεν εμπίπτει στο εν λόγω είδος δεδομένων.

–        Η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα και η κοινολόγησή τους επιτρέπονται κατόπιν σχετικής αίτησης. Το άρθρο 6 του νόμου του 2011 καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υποβληθεί αίτηση κοινολόγησης και η παράγραφος 1 προβλέπει ότι μέλος της An Garda Síochána (εθνικής αστυνομίας, Ιρλανδία) με βαθμό όχι κατώτερο του “chief superintendent” (αστυνομικού διευθυντή) δύναται να υποβάλει αίτηση κοινολόγησης, εφόσον το εν λόγω μέλος είναι πεπεισμένο ότι τα δεδομένα απαιτούνται, μεταξύ άλλων, για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρού αδικήματος, νοείται δε ως “σοβαρό αδίκημα” εκείνο που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον πέντε ετών, καθώς και τα λοιπά αδικήματα που απαριθμούνται στο παράρτημα 1 του νόμου του 2011.

–        Στους μηχανισμούς εποπτείας τους οποίους προβλέπει ο νόμος του 2011 καταλέγονται η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του ίδιου νόμου διαδικασία ενστάσεων και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 καθήκοντα “designated judge” (ορισθέντος δικαστή), στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων του εν λόγω νόμου.

–        […] Σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής, ο Commissioner of the Garda Síochána (Αρχηγός της εθνικής αστυνομίας) όρισε ότι ο χειρισμός των υποβαλλόμενων δυνάμει του νόμου του 2011 αιτήσεων κοινολόγησης δεδομένων τηλεφωνίας πρέπει να πραγματοποιείται συγκεντρωτικά, από έναν και μόνο αστυνομικό διευθυντή. Όσον αφορά την κοινολόγηση δεδομένων, ο αστυνομικός διευθυντής ο οποίος επιφορτίστηκε με τη σχετική ευθύνη ήταν ο επικεφαλής της υπηρεσίας ασφάλειας και πληροφοριών της An Garda Síochána (εθνικής αστυνομίας), ο οποίος και λαμβάνει την τελική απόφαση περί του αν θα υποβληθεί αίτηση κοινολόγησης στους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου του 2011. Συστάθηκε επίσης μικρή, ανεξάρτητη μονάδα καλούμενη Telecommunications Liaison Unit (μονάδα επικοινωνίας με τους παρόχους τηλεπικοινωνιών, στο εξής: TLU), με αρμοδιότητα να επικουρεί τον αστυνομικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και να ενεργεί ως ενιαίο σημείο επαφής με τους παρόχους υπηρεσιών.

–        Κατά το κρίσιμο για την παρούσα διαδικασία διάστημα, όλες οι αιτήσεις κοινολόγησης έπρεπε να εγκρίνονται σε πρώτο βαθμό από “superintendent” (αστυνομικό υποδιευθυντή) ή “inspector” (επιθεωρητή) ενεργούντα υπό την ιδιότητα αυτή και στη συνέχεια αποστέλλονταν στην TLU προς επεξεργασία. Στους διενεργούντες την έρευνα δίνονταν οδηγίες να περιλαμβάνουν αρκούντως λεπτομερή στοιχεία στις αιτήσεις, ώστε να καθίσταται δυνατή η λήψη εμπεριστατωμένης απόφασης, και να έχουν κατά νου ότι ο αστυνομικός διευθυντής θα καλούνταν ενδεχομένως αργότερα να αιτιολογήσει την απόφαση ενώπιον δικαστηρίου ή ενώπιον του ορισθέντος δικαστή ενός High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία). Η TLU και ο αστυνομικός διευθυντής οφείλουν να ελέγχουν τη νομιμότητα και τον αναγκαίο χαρακτήρα των αιτημάτων κοινολόγησης που υποβάλλονται από μέλη της An Garda Síochána (εθνικής αστυνομίας), καθώς και το αν είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Οι αιτήσεις που κρινόταν ότι δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του νόμου ή των εσωτερικών πρωτοκόλλων της Garda επιστρέφονταν, προκειμένου να παρασχεθούν διευκρινίσεις ή συμπληρωματικές πληροφορίες. Βάσει μνημονίου συμφωνίας που συνήφθη τον Μάιο του 2011, οι πάροχοι υπηρεσιών δεσμεύονταν να μην επεξεργάζονται αιτήσεις για δεδομένα κλήσεων οι οποίες δεν υποβάλλονταν μέσω της διαδικασίας αυτής. Η TLU υπόκειται, επίσης, στον έλεγχο του Data Protection Commissioner (Επιτρόπου προστασίας δεδομένων).»

12.      Στο παράρτημα I της διατάξεως περί παραπομπής παρέχονται ορισμένες πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με το περιεχόμενο του νόμου του 2011. Συγκεκριμένα:

–        Κατά το άρθρο 1 του νόμου του 2011, ως «δεδομένα» νοούνται «τα σχετικά με την κίνηση ή τη θέση δεδομένα και τα συναφή δεδομένα για την αναγνώριση του συνδρομητή ή του χρήστη».

–        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου του 2011 επιτρέπει, υπό τους προεκτεθέντες όρους, την πρόσβαση υπαλλήλου της αστυνομίας στα εν λόγω δεδομένα, εάν εκτιμά ότι είναι αναγκαία για: «a) την πρόληψη, τη διαπίστωση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρού αδικήματος· b) τη διαφύλαξη της ασφάλειας του κράτους· και c) την προστασία της ανθρώπινης ζωής».

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.      Το 2015 ο G.D. καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία. Στο πλαίσιο της έφεσης που άσκησε ενώπιον του Court of Appeal (εφετείου, Ιρλανδία), ο G.D. προέβαλε μη ευδοκιμήσασα ένσταση απαραδέκτου ως προς ορισμένα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία στηρίζονταν σε δεδομένα τηλεφωνίας που διατηρήθηκαν βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

14.      Παράλληλα με την ως άνω έφεση που άσκησε στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης, ο G.D. κίνησε διαδικασία ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου (14), ήτοι του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία), αμφισβητώντας το κύρος ορισμένων διατάξεων του νόμου του 2011 βάσει του οποίου διατηρήθηκαν τα ως άνω δεδομένα τηλεφωνίας και επιτράπηκε η πρόσβαση σε αυτά.

15.      Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) δέχθηκε το αίτημα του G.D. να αναγνωριστεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου του 2011 ήταν αντίθετο προς το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

16.      Το Δημόσιο προσέφυγε κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του Supreme Court (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ιρλανδία), το οποίο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, όπως αυτές ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του Χάρτη, κάθε καθεστώς γενικής/καθολικής διατήρησης δεδομένων καθεαυτό, ακόμη και αν η διατήρηση και η πρόσβαση υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς;

2) Προκειμένου εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν θα κηρύξει αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικό μέτρο που ελήφθη βάσει της οδηγίας 2006/24 και που θεσπίζει καθεστώς γενικής διατήρησης δεδομένων (τηρουμένων των αναγκαίων αυστηρών ελέγχων όσον αφορά τη διατήρηση ή την πρόσβαση), και ειδικότερα προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον το καθεστώς αυτό είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, δύναται να λάβει υπόψη ότι τα δεδομένα μπορούν να διατηρούνται νομίμως από τους παρόχους υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση δικών τους εμπορικών σκοπών και ότι μπορεί να ζητηθεί να διατηρούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις της οδηγίας 2002/58;

3) Κατά την εκτίμηση της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, εθνικού μέτρου που διέπει την πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα, ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμόζει το εθνικό δικαστήριο προκειμένου να κρίνει κατά πόσον τυχόν τέτοιο καθεστώς πρόσβασης διασφαλίζει τον απαιτούμενο προηγούμενο έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή, όπως αυτός προσδιορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου; Συναφώς, μπορεί το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής, να λάβει υπόψη την ύπαρξη εκ των υστέρων δικαστικού ελέγχου ή εκ των υστέρων ελέγχου διενεργούμενου από ανεξάρτητη αρχή;

4) Εν πάση περιπτώσει, υποχρεούται ένα εθνικό δικαστήριο να κηρύξει αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2002/58 εθνικό μέτρο το οποίο θεσπίζει καθεστώς γενικής διατήρησης δεδομένων με σκοπό την καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων στην περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο έχει κρίνει, με βάση το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ότι η διατήρηση αυτή είναι ζωτικής σημασίας και απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης σοβαρών εγκλημάτων;

5) Αν εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να κηρύξει εθνικό μέτρο αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2002/58, όπως αυτές ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του Χάρτη, δύναται να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της σχετικής απόφασης, σε περίπτωση που είναι πεπεισμένο ότι ειδάλλως θα επέλθει “επακόλουθο χάος και βλάβη του δημόσιου συμφέροντος” [σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε, επί παραδείγματι, στην απόφαση R (National Council for Civil Liberties) κατά Secretary of State for Home Department και Secretary of State for Foreign Affairs (2018) EWHC 975, σημείο 46];

6) Εθνικό δικαστήριο το οποίο καλείται να κηρύξει αντίθετη προς το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58 εθνική ρύθμιση και/ή να μην εφαρμόσει τη ρύθμιση αυτή και/ή να κρίνει ότι η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής προσέβαλε δικαιώματα φυσικού προσώπου, είτε στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε σε σχέση με το παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν σε ποινική διαδικασία είτε σε διαφορετικό πλαίσιο, δύναται να αρνηθεί να εκδώσει τέτοια απόφαση όσον αφορά δεδομένα που διατηρούνταν κατ’ εφαρμογήν της διάταξης της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίστηκε κατά την απορρέουσα από το άρθρο 288 ΣΛΕΕ υποχρέωση περί συνεπούς μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία των διατάξεων οδηγίας ή να περιορίσει τα αποτελέσματα τυχόν τέτοιας απόφασης στο διάστημα μετά την κήρυξη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 8 Απριλίου 2014, της οδηγίας 2006/24 ως ανίσχυρης;»

17.      Το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι αποδεικτικά στοιχεία όπως τα προσκομισθέντα στην ποινική δίκη κατά του G.D. είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαπίστωση και τη δίωξη ορισμένων κατηγοριών σοβαρών αδικημάτων. Υπογραμμίζει ότι, εάν δεν επιτρεπόταν η καθολική διατήρηση μεταδεδομένων, έστω και υπό τις προϋποθέσεις πρόσβασης που θα μπορούσαν να θεσπιστούν, δεν θα ήταν δυνατόν να εντοπιστούν και να δικαστούν δεόντως οι δράστες πολλών από τα ως άνω αδικήματα.

18.      Στο πνεύμα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

–        Εναλλακτικές μορφές διατήρησης δεδομένων, μέσω της γεωγραφικής στόχευσης ή κατ’ άλλον τρόπο, θα ήταν αναποτελεσματικές για την επίτευξη των σκοπών της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης ορισμένων τουλάχιστον ειδών σοβαρών εγκλημάτων και θα μπορούσαν, περαιτέρω, να έχουν ενδεχομένως ως αποτέλεσμα την προσβολή άλλων ατομικών δικαιωμάτων.

–        Ο σκοπός της διατήρησης δεδομένων με μέσα ηπιότερα από το καθεστώς γενικής διατήρησης δεδομένων τηρουμένων των αναγκαίων εγγυήσεων είναι ανέφικτος.

–        Η επίτευξη των σκοπών της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης σοβαρών εγκλημάτων θα υπονομευόταν σημαντικά αν δεν υφίστατο καθεστώς γενικής διατήρησης δεδομένων.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 2020.

20.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο G.D., ο Commmisioner of the Garda Síochána (Αρχηγός της εθνικής αστυνομίας), η Βελγική, η Τσεχική, η Κυπριακή, η Δανική, η Ισπανική, η Εσθονική, η Φινλανδική, η Γαλλική, η Ολλανδική, η Πολωνική, η Πορτογαλική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

21.      Το αιτούν δικαστήριο, από το οποίο ζητήθηκε να εξετάσει το ενδεχόμενο απόσυρσης της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μετά την έκδοση της απόφασης La Quadrature du Net, εξέθεσε, με υπόμνημα που κατάθεσε στις 27 Οκτωβρίου 2020, την πρόθεσή του να μην την αποσύρει (15).

22.      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη, από κοινού με εκείνη των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων C‑793/19, SpaceNet, και C‑794/19, Telekom Deutschland, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021. Παρέστησαν όσοι είχαν καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις (πλην της Βελγικής, της Τσεχικής και της Πορτογαλικής Κυβέρνησης) και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων.

IV.    Ανάλυση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23.      Η πλειονότητα των μετεχόντων στη διαδικασία συμφωνούν ότι τα έξι προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) σχετικά με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 μπορούν να συγκεντρωθούν σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες αφορούν:

– τη νομιμότητα ενός καθεστώτος γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης δεδομένων, αυτό καθεαυτό και σε σχέση με την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας (πρώτο, δεύτερο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα),

– τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει, ενδεχομένως, η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα (τρίτο προδικαστικό ερώτημα),

– τη δυνατότητα περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων ενδεχόμενης αναγνώρισης της μη συμβατότητας της σχετικής εθνικής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης (πέμπτο και έκτο προδικαστικό ερώτημα).

24.      Φρονώ ότι όλα τα ως άνω ερωτήματα απαντήθηκαν πλήρως με την απόφαση La Quadrature du Net και την απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (16).

25.      Όσον αφορά την κοινοποιηθείσα προς το αιτούν δικαστήριο απόφαση La Quadrature du Net, η απάντησή του προς το Δικαστήριο υπήρξε ιδιαιτέρως λακωνική.

26.      Αφού αναγνώρισε ότι η εν λόγω απόφαση συμβάλλει στην αποσαφήνιση του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει ότι «η επίμαχη κατάσταση στην υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας το Supreme Court [Ανώτατο Δικαστήριο] υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως διαφέρει σημαντικά από τις επίμαχες καταστάσεις στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση» (17).

27.      Με την ως άνω, μεταγενέστερη της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, θέση του, το αιτούν δικαστήριο δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομολογία στην απόφαση La Quadrature du Net (όπως, αντιθέτως, έπραξαν ορισμένες από τις Κυβερνήσεις που παρενέβησαν στη διαδικασία), ούτε ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με το περιεχόμενό της.

28.      Ακόμη και αν οι «επίμαχες καταστάσεις» (18) στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση La Quadrature du Net διαφέρουν από αυτή στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, σημασία έχει ότι η νομολογία που διαμόρφωσε κατά τρόπο γενικό με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο ισχύει erga omnes και δεσμεύει όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2002/58.

29.      Όσον αφορά την πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα, εκτιμώ επίσης ότι η απόφαση Prokuratuur, μεταγενέστερη της απόφασης του αιτούντος δικαστηρίου να μην αποσύρει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, διασκεδάζει τις αμφιβολίες που διατυπώνονται στην τελευταία.

30.      Υπό τις συνθήκες αυτές, και εν αντιθέσει προς την προσέγγιση που ακολούθησα στις προτάσεις SpaceNet και Deutsche Telekom (19), θα περιοριστώ εν προκειμένω στη διαπίστωση των συνεπειών που απορρέουν, για την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, όπως υποβλήθηκε εξαρχής, από τις αποφάσεις La Quadrature du Net και Prokuratuur.

Β.      Γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης (πρώτο, δεύτερο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα)

31.      Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν τα εξής:

–        αν αντιβαίνει στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του Χάρτη, γενικό καθεστώς διατήρησης δεδομένων·

–        αν, κατά την εξέταση εθνικής ρύθμισης θεσπίζουσας καθεστώς γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης δεδομένων κίνησης και θέσης, υποκείμενο σε αυστηρούς ελέγχους, ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι πάροχοι υπηρεσιών μπορούν να διατηρούν νομίμως τα εν λόγω δεδομένα για δικούς τους εμπορικούς σκοπούς και ότι η εν λόγω διατήρηση μπορεί να απαιτείται για λόγους εθνικής ασφάλειας·

–        αν εθνική ρύθμιση παραμένει μη συμβατή με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58 όταν η εν λόγω ρύθμιση επιβάλλει τη γενική διατήρηση των σχετικών δεδομένων για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.

32.      Όπως εξέθεσα επίσης στις προτάσεις SpaceNet και Telekom Deutschland (20), η απάντηση στα ως άνω ερωτήματα δεν μπορεί να διαφέρει από εκείνη που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση La Quadrature du Net, η οποία ανακεφαλαίωσε τη σχετική νομολογία.

33.      Επομένως, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς η νομολογία του Δικαστηρίου στην εν λόγω απόφαση, της οποίας η σκέψη 168 έχει ως εξής:

«Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν προληπτικώς, για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 1, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης. Αντιθέτως, το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα

–        τα οποία επιτρέπουν, για τους σκοπούς της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, σε περιπτώσεις στις οποίες το οικείο κράτος μέλος αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια, η οποία είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, εξυπακουομένου ότι η απόφαση που περιέχει τη διαταγή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές καθώς και αν τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που πρέπει να έχουν θεσπιστεί, και υπό τον όρο ότι η εν λόγω διαταγή μπορεί να ισχύει μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, ωστόσο, παράτασης της ισχύος της σε περίπτωση εξακολούθησης της απειλής·

–        τα οποία προβλέπουν, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, η οποία πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των υποκειμένων των διατηρούμενων δεδομένων ή με τη χρήση γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, με δυνατότητα, όμως, παράτασής του·

–        τα οποία προβλέπουν, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που εκχωρούνται στην πηγή της σύνδεσης, για χρονική περίοδο περιοριζόμενη στο απολύτως αναγκαίο·

–        τα οποία προβλέπουν, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας, και

–        τα οποία επιτρέπουν, για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και, κατά μείζονα λόγο, τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω απόφασης της αρμόδιας αρχής υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να προβαίνουν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης που διαθέτουν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών,

εφόσον τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα υποκείμενα των δεδομένων αυτών διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων κατάχρησης.»

34.      Η ουσία της νομολογίας του Δικαστηρίου σε σχέση με την οδηγία 2002/58 είναι ότι οι χρήστες των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν, κατ’ αρχήν, τη νόμιμη προσδοκία ότι, εφόσον δεν έχουν δώσει συγκατάθεση για το αντίθετο, οι επικοινωνίες τους και τα σχετικά δεδομένα παραμένουν ανώνυμα και δεν καταχωρίζονται (21).

35.      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 προβλέπει εξαιρέσεις στην υποχρέωση διασφάλισης του εμπιστευτικού χαρακτήρα και στις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Στην απόφαση La Quadrature du Net εξετάζεται επίσης ο συγκερασμός των εν λόγω εξαιρέσεων με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων η άσκηση μπορεί να θιγεί (22).

36.      Κατά το Δικαστήριο, η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο για τον σκοπό της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας, του οποίου η σημασία «υπερβαίνει τη σημασία των λοιπών σκοπών του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58» (23).

37.      Στην περίπτωση αυτή (εθνική ασφάλεια), το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 11 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, «δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε νομοθετικό μέτρο που παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να διατάσσουν τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν στη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης του συνόλου των χρηστών των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών επί περιορισμένο χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν αρκούντως συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες δύναται να συναχθεί ότι το οικείο κράτος μέλος αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια […], η οποία είναι πραγματική, ενεστώσα ή προβλέψιμη» (24).

38.      Είναι αληθές ότι οι ως άνω απαιτήσεις συνεπάγονται ένα καθεστώς αυστηρότερο και περιοριστικότερο από εκείνο που προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) σε σχέση με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ). Το γεγονός ότι «η έννοια και η εμβέλεια» των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν στα δικαιώματα που διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ πρέπει να είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ δεν εμποδίζει, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, in fine, του Χάρτη, το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.

39.      Εξάλλου, η νομολογία του ΕΔΔΑ στις αποφάσεις της 25ης Μαΐου 2021, Big Brother Watch και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου (25), και Centrum för Rättvisa κατά Σουηδίας (26), καθώς και στην απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2015, Zakharov κατά Ρωσίας (27), αφορά καταστάσεις οι οποίες, κατά την άποψη που επικράτησε μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν είναι συγκρίσιμες με τις επίμαχες στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Οι εν λόγω καταστάσεις πρέπει να επιλυθούν εφαρμόζοντας εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες θεωρούνται ότι συνάδουν με την εξαντλητική ρύθμιση της οδηγίας 2002/58, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

40.      Ανεξαρτήτως του αν, στην απόφαση La Quadrature du Net, η εθνική ασφάλεια μπορούσε να προβληθεί ως λόγος για την άρση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της απαγόρευσης γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και θέσης (κατ’ εμέ, τα όρια που έθεσε το Δικαστήριο είναι υπερβολικά ευρέα), πρέπει να τηρούνται οι απαιτήσεις που απαριθμούνται στις σκέψεις 137 έως 139 της εν λόγω απόφασης.

41.      Πέραν της ως άνω περίπτωσης, θα πρέπει να αναλυθεί αν η εθνική ρύθμιση στηρίζεται σε κριτήρια αρκούντως επιλεκτικά ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μπορούν να δικαιολογούν ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση, όπως είναι η διατήρηση δεδομένων, στα σχετικά θεμελιώδη δικαιώματα.

42.      Πάντως, το νόημα της απόφασης La Quadrature du Net θα αναιρούνταν αν οι κρίσεις της σχετικά με την εθνική ασφάλεια επεκτείνονταν σε αδικήματα, ακόμη και σοβαρά, τα οποία δεν συνιστούν απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας, αλλά κατά της δημόσιας ασφάλειας ή άλλων συμφερόντων που προστατεύονται από τον νόμο.

43.      Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο μερίμνησε ώστε να διακρίνει επιμελώς μεταξύ των εθνικών νομοθετικών μέτρων που προβλέπουν την προληπτική, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης για την προστασία της εθνικής ασφάλειας (σκέψεις 134 έως 139 της απόφασης La Quadrature du Net) και εκείνων που αφορούν την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και την προστασία της δημόσιας ασφάλειας (σκέψεις 140 έως 151 της εν λόγω απόφασης). Τα πρώτα και τα δεύτερα δεν μπορούν να έχουν την ίδια εμβέλεια, ειδάλλως η ως άνω διάκριση καθίσταται άνευ αντικειμένου.

44.      Επομένως, οι πράξεις για τη διατήρηση δεδομένων κίνησης και θέσης με σκοπό την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας εκτίθενται στις σκέψεις 140 έως 151 της απόφασης La Quadrature du Net. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν, για τον ίδιο σκοπό, οι πράξεις που επιτρέπουν την προληπτική διατήρηση των διευθύνσεων IP και των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα του προσώπου (σκέψεις 152 έως 159 της εν λόγω απόφασης), καθώς και την «κατεπείγουσα διατήρηση» των δεδομένων κίνησης και θέσης (σκέψεις 160 έως 166 της ίδιας απόφασης).

45.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι «τα δεδομένα μπορούν να διατηρούνται νομίμως από τους παρόχους υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση δικών τους εμπορικών σκοπών και ότι μπορεί να ζητηθεί να διατηρούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις της οδηγίας 2002/58».

46.      Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τα δεδομένα τα οποία οι εν λόγω φορείς αποθηκεύουν για εμπορικούς σκοπούς, η απόφαση La Quadrature du Net τα συνδέει με τον σκοπό για τον οποίον συνελέγησαν και επιτρέπει την ενδεχόμενη «κατεπείγουσα διατήρησή» τους μόνον υπό τους όρους που εκτίθενται στις προμνησθείσες σκέψεις 160 έως 166 της εν λόγω απόφασης.

47.      Οι επιταγές της εθνικής ασφάλειας επιτρέπουν, με τον τρόπο και με τις εγγυήσεις και τους περιορισμούς που εκτίθενται στην απόφαση La Quadrature du Net, τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης. Εντούτοις, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον σκοπό της δίωξης των αδικημάτων, ακόμη και των σοβαρών, που μνημονεύονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου του 2011, το οποίο αφορά η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

48.      Όσον αφορά τα προβλήματα που συνεπάγεται η επιλεκτική διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης (28), παραπέμπω, εξάλλου, στα σημεία 43 έως 50 των προτάσεων SpaceNet και Telekom Deutschland.

49.      Δεδομένου ότι δεν μπορεί να ζητηθεί από το Δικαστήριο να ασκήσει κανονιστικά καθήκοντα και να απαριθμήσει, λεπτομερώς, τις κατηγορίες δεδομένων που επιτρέπεται να διατηρηθούν και το χρονικό διάστημα διατήρησής τους (29), εξυπακούεται ότι, κατά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, το Δικαστήριο δεν μπορεί να οικειοποιηθεί τον ρόλο του νομοθέτη, εισάγοντας στην εν λόγω διάταξη ενδιάμεσες κατηγορίες μεταξύ της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας ασφάλειας, προκειμένου να εφαρμόσει στη δεύτερη τις απαιτήσεις που είναι εγγενείς στην πρώτη.

50.      Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, «η απαρίθμηση των σκοπών του άρθρου 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, οπότε ένα νομοθετικό μέτρο που θεσπίζεται δυνάμει της διάταξης αυτής πρέπει όντως να ανταποκρίνεται σε κάποιον από τους σκοπούς αυτούς και μόνον» (30).

51.      Η πρόταση που διατύπωσε η Επιτροπή (31) κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (περί θέσπισης ενός tertium genus παραβάσεων) θα επέκτεινε με ασαφή τρόπο τον μόνο λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης –ήτοι, την εθνική ασφάλεια–, παραλληλίζοντας τις απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας με εκείνες που συνεπάγεται η σοβαρή εγκληματικότητα.

52.      Οι δυσχέρειες που ανέδειξε η σχετική ανταλλαγή απόψεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά τον καθορισμό των περιπτώσεων αδικημάτων που θα μπορούσαν να συνιστούν το εν λόγω tertium genus, επιβεβαιώνουν ότι το σχετικό έργο δεν εμπίπτει στα καθήκοντα δικαιοδοτικού οργάνου.

53.      Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι, κατά την έκθεση των «δραστηριοτήτων [που είναι ικανές] να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις […] δομές» μιας χώρας και, συγχρόνως, θίγουν «τ[ις] βασικ[ές] λειτουργ[ίες] του κράτους και τ[α] θεμελι[ώδη] συμφ[έροντα] της κοινωνίας», το Δικαστήριο παραπέμπει στις «θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές» της εν λόγω χώρας (32).

54.      Βάσει των ως άνω παραδοχών, η ιρλανδική νομοθεσία που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο δεν διαφέρει ουσιωδώς από τις νομοθεσίες που ανέλυσε το Δικαστήριο στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση La Quadrature du Net. Ανεξαρτήτως του καθεστώτος πρόσβασης στα δεδομένα που θεσπίζεται με τον νόμο του 2011 (το οποίο αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα), οι κανόνες περί διατήρησης που επιβάλλονται με τον εν λόγω νόμο είναι παρεμφερείς εκείνων που εξετάστηκαν στην εν λόγω απόφαση και, επομένως, συνεπάγονται επίσης παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.

55.      Συγκεκριμένα, η ιρλανδική ρύθμιση επιτρέπει, για λόγους που βαίνουν πέραν των εγγενών στην προστασία της εθνικής ασφάλειας λόγων, την προληπτική, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης όλων των συνδρομητών για χρονικό διάστημα δύο ετών.

56.      Εν κατακλείδι, προτείνω να δοθεί στο πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) η ίδια απάντηση με εκείνη που έδωσε το Δικαστήριο στην απόφαση La Quadrature du Net.

Γ.      Πρόσβαση σε διατηρούμενα δεδομένα (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

57.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν τα κριτήρια τα οποία πρέπει να λάβει υπόψη προκειμένου να διαπιστώσει αν οι εθνικοί κανόνες περί πρόσβασης στα διατηρούμενα δεδομένα προβλέπουν τον προηγούμενο έλεγχο που απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου ή αν αρκεί η διενέργεια δικαστικού ή ανεξάρτητου εκ των υστέρων ελέγχου.

58.      Η απόφαση Prokuratuur έδωσε απάντηση και στο ως άνω ερώτημα. Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των προϋποθέσεων τις οποίες πρέπει να πληροί η νομοθεσία που ρυθμίζει την πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα (33), «είναι ουσιώδες η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και η απόφαση του δικαστηρίου ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των προαναφερθεισών αρχών το οποίο υποβάλλεται στο πλαίσιο διαδικασιών πρόληψης, διαπίστωσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων» (34).

59.      Κατά το Δικαστήριο, ο εν λόγω «προηγούμενος έλεγχος απαιτεί, μεταξύ άλλων, […] το δικαστήριο ή η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια του εν λόγω προηγούμενου ελέγχου να διαθέτει όλες τις αρμοδιότητες και να παρέχει όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ο συγκερασμός των επίμαχων εμπλεκομένων συμφερόντων και δικαιωμάτων. Όσον αφορά ειδικότερα την ποινική έρευνα, ο έλεγχος αυτός απαιτεί να είναι σε θέση το εν λόγω δικαστήριο ή η εν λόγω οντότητα να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων που συνδέονται με τις ανάγκες της ποινικής έρευνας στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα αφορά η πρόσβαση» (35).

60.      Εάν η διενέργεια του προηγούμενου ελέγχου ανατίθεται σε ανεξάρτητη οντότητα, η οντότητα αυτή «πρέπει να απολαύει καθεστώτος που να της επιτρέπει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων της κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και πρέπει, προς τούτο, να μην υπόκειται σε καμία εξωτερική επιρροή» (36).

61.      Συγκεκριμένα, «η απαίτηση περί ανεξαρτησίας την οποία πρέπει να πληροί η αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια του προηγούμενου ελέγχου […] επιβάλλει να έχει η αρχή αυτή την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τον αιτούντα την πρόσβαση στα δεδομένα, ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο αυτό κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο χωρίς καμία εξωτερική επιρροή. Ειδικότερα, στον ποινικό τομέα, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας συνεπάγεται […] ότι η αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με αυτόν τον προηγούμενο έλεγχο, αφενός, δεν εμπλέκεται στη διεξαγωγή της συγκεκριμένης ποινικής έρευνας και, αφετέρου, έχει ουδέτερη θέση έναντι των μετεχόντων στην ποινική δίκη» (37).

62.      Κατά τις ιρλανδικές διατάξεις που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα δεν φαίνεται να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο δικαστικού οργάνου ή ανεξάρτητης αρχής, αλλά εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια υπαλλήλου της αστυνομίας ορισμένου βαθμού, ο οποίος αποφασίζει αν θα υποβάλει την αίτηση στους παρόχους της υπηρεσίας.

63.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν ο υπάλληλος στον οποίον η εθνική νομοθεσία αναθέτει τον προηγούμενο έλεγχο της πρόσβασης στα διατηρούμενα δεδομένα κίνησης και θέσης έχει καθεστώς «ανεξάρτητης αρχής» και την ιδιότητα «τρίτου», όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου.

64.      Κατά την ως άνω εξακρίβωση, το αρμόδιο δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, στην απόφαση Prokuratuur, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η εισαγγελική αρχή κράτους μέλους διαθέτει το ως άνω καθεστώς ανεξαρτησίας και την ιδιότητα «τρίτου» οσάκις ασκεί, συγχρόνως, ανακριτικά καθήκοντα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

65.      Όσον αφορά το ενδεχόμενο εκ των υστέρων διενέργειας του ελέγχου που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, η (αρνητική) απάντηση περιέχεται επίσης στην απόφαση Prokuratuur:

–        δεν «μπορεί να θεραπευθεί η έλλειψη ελέγχου εκ μέρους ανεξάρτητης αρχής μέσω μεταγενέστερου ελέγχου ασκούμενου από δικαστήριο και αφορώντα τη νομιμότητα της πρόσβασης εθνικής αρχής σε δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης»·

–        «ο ανεξάρτητος έλεγχος πρέπει να διενεργείται […] πριν από κάθε πρόσβαση, εκτός αν συντρέχει δεόντως αιτιολογημένη επείγουσα περίπτωση, οπότε ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται το ταχύτερο δυνατό» (38).

Δ.      Δυνατότητα περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αναγνώρισης της μη συμβατότητας μιας εθνικής διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης (πέμπτο και έκτο προδικαστικό ερώτημα)

66.      Τέλος, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινιστεί αν:

–        δύναται να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αναγνώρισης της μη συμβατότητας εθνικής διάταξης με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58, εάν, εφόσον δεν το πράξει, θα προκληθεί «επακόλουθο χάος και βλάβη του δημόσιου συμφέροντος»·

–        δύναται, σε περίπτωση αιτήματος μη εφαρμογής της εθνικής διάταξης που θεσπίστηκε για τη μεταφορά των διατάξεων μιας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, να απορρίψει το εν λόγω αίτημα ή να περιορίσει τα αποτελέσματα της απόφασης αποδοχής του αιτήματος στο διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της 8ης Απριλίου 2014 (39), με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρη την οδηγία 2006/24.

67.      Η απάντηση στο ως άνω ερώτημα περιέχεται εκ νέου στην απόφαση La Quadrature du Net, στην οποία το Δικαστήριο εφάρμοσε συναφώς την παραδοσιακή νομολογία.

68.      Στην υπόθεση C‑520/18, το βελγικό Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) είχε υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ανάλογο αυτού που υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (40).

69.      Απαντώντας στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα με την απόφαση La Quadrature du Net, το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης (σκέψεις 214 και 215), επανέλαβε τη θέση του σχετικά με τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων των αποφάσεών του: «[μ]όνον το Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση και για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει ότι διάταξη του εθνικού δικαίου που έχει κριθεί αντίθετη προς κανόνα του δικαίου της Ένωσης είναι δυνατό να εξακολουθήσει προσωρινά να εφαρμόζεται. Ένας τέτοιος περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνείας του δικαίου [της Ένωσης] μπορεί να γίνει μόνο με την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας» (41).

70.      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «[σ]ε αντίθεση […] με την παράλειψη διαδικαστικής υποχρέωσης όπως η προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου στον ειδικό τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, η παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν μπορεί να θεραπευθεί μέσω διαδικασίας παρόμοιας με τη μνημονευόμενη στην προηγούμενη σκέψη. Πράγματι, η διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, θα σήμαινε ότι η νομοθεσία αυτή εξακολουθεί να επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεώσεις οι οποίες είναι αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης και συνεπάγονται σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα διατηρήθηκαν» (42).

71.      Βάσει των προεκτεθέντων το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει διάταξη του εθνικού του δικαίου η οποία του παρέχει την εξουσία να περιορίσει χρονικώς τα αποτελέσματα μιας απόφασης που εκδίδει το εν λόγω δικαστήριο δυνάμει του δικαίου αυτού και με την οποία διαπιστώνεται η έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσίας» (43).

72.      Οι ως άνω παρατηρήσεις μπορούν να εφαρμοστούν στο σύνολό τους στο πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

73.      Πρώτον, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία εκδόθηκε για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2006/24. Συναφώς, καθοριστικής σημασίας είναι να συνάδει η εθνική ρύθμιση στο σύνολό της με το δίκαιο της Ένωσης, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

74.      Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε ανίσχυρη μια οδηγία, λόγω μη συμβατότητας με τους ουσιαστικούς κανόνες των Συνθηκών, συνεπάγεται ότι και οι εθνικές διατάξεις που περιορίζονται στη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο καθίστανται επίσης μη συμβατές με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

75.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο νόμος του 2011 εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, για τη μεταφορά της οδηγίας 2006/24 στο ιρλανδικό δίκαιο. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται, πλην όμως, όπως προεκτέθηκε, σημασία έχει ότι η εν λόγω οδηγία ήταν εξαρχής ανίσχυρη (όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση Digital Rights), καθόσον συνεπαγόταν υπέρμετρη επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, και ότι η διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης πρέπει να διέπεται από την οδηγία 2002/58, όπως αυτή ερμηνεύεται από το Δικαστήριο.

76.      Δεύτερον, ως γνωστόν, οι ερμηνευτικές προδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου αναπτύσσουν αποτελέσματα από το χρονικό σημείο κατά το οποίο τέθηκε σε ισχύ ο κανόνας του δικαίου της Ένωσης που αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας (44).

77.      Καίτοι ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης από το Δικαστήριο μπορεί να επιτραπεί μόνον με την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ζητηθείσας ερμηνείας, υπενθυμίζεται ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην απόφαση Digital Rights, στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο.

78.      Τούτο δεν συνέβη επίσης:

–        στην απόφαση Tele2 Sverige, της 21ης Δεκεμβρίου 2016, με την οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία 2002/58, αποφαινόμενο ότι αντιβαίνει σε αυτήν εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης όσον αφορά την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας·

–        στην απόφαση La Quadrature du Net, με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στις 6 Οκτωβρίου 2020, την ερμηνεία της οδηγίας 2002/58 όπως προεκτέθηκε.

79.      Τρίτον, στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν εξετάζονται τα ζητήματα που σχετίζονται με την εξαίρεση των αποδεικτικών στοιχείων στην ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του προσώπου που καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία. Εν προκειμένω, πρόκειται, αντιθέτως, για υπόθεση αχθείσα ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου [κατά τον χαρακτηρισμό του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] η οποία πρέπει να επιλυθεί μέσω αντικειμενικής αντιπαραβολής της εθνικής νομοθεσίας προς το δίκαιο της Ένωσης.

80.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ειδικότερα τα εξής: «στο πλαίσιο της προσφυγής που εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου [του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι αν το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) ενήργησε ορθώς κρίνοντας ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου [του 2011] δεν ήταν συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης» (45).

81.      Η απάντηση στο ως άνω «μόνο ζήτημα» είναι ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου του 2011 δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης και ότι δεν συντρέχουν λόγοι για την αναβολή της έναρξης ισχύος των αποτελεσμάτων της απόφασης που πρέπει να αναγνωρίσει την εν λόγω μη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης.

V.      Πρόταση

82.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) ως εξής:

«1. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 11 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση η οποία:

– επιβάλλει στους φορείς παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να διατηρούν, προληπτικά, γενικά και χωρίς διάκριση, τα δεδομένα κίνησης και θέσης των τελικών χρηστών των εν λόγω υπηρεσιών για σκοπούς άλλους πλην της προστασίας της εθνικής ασφάλειας έναντι σοβαρής απειλής η οποία είναι πραγματική, ενεστώσα ή προβλέψιμη·

– δεν εξαρτά την πρόσβαση των αρμόδιων αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα κίνησης και θέσης από προηγούμενο έλεγχο τον οποίο διενεργεί δικαστήριο ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή.

2. Ένα εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να περιορίζει χρονικώς τα αποτελέσματα απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η έλλειψη νομιμότητας εθνικής ρύθμισης που επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προς τους σκοπούς, μεταξύ άλλων, της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, υποχρέωση γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης αντίθετη προς το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 11 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Στο εξής: προτάσεις SpaceNet και Telekom Deutschland.


3      Υπόθεση (EU:C:2020:6).


4      Υπόθεση (EU:C:2020:7, στο εξής: προτάσεις Ordre des barreaux francophones et germanophone).


5      Απόφαση C‑293/12 και C‑594/12 (EU:C:2014/238, στο εξής: απόφαση Digital Rights).


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 105, σ. 54).


7      Απόφαση C‑203/15 και C‑698/15 (EU:C:2016:970, στο εξής: απόφαση Tele2 Sverige).


8      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11).


9      Απόφαση C‑207/16 (EU:C:2018:788).


10      Απόφαση Privacy International (C‑623/17, EU:C:2020:790),


11      Απόφαση C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18 (EU:C:2020:791, στο εξής: απόφαση La Quadrature du Net).


12      Σημεία 25 επ. των παρουσών προτάσεων.


13      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).


14      Βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων.


15      Σημεία 25 επ. των παρουσών προτάσεων.


16      Απόφαση C‑746/18 (EU:C:2021:152, στο εξής: απόφαση Prokuratuur). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση υπήρξε διαμάχη ως προς το περιεχόμενό της.


17      Αυτή ήταν η απάντηση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου), με το υπόμνημα που κατέθεσε στις 27 Οκτωβρίου 2020, στο αίτημα του Δικαστηρίου να δηλώσει αν επιθυμούσε να αποσύρει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, μετά την έκδοση της απόφασης La Quadrature du Net.


18      Ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι «επίμαχες καταστάσεις» περιλαμβάνουν τα επίδικα πραγματικά περιστατικά και τους εφαρμοστέους κανόνες του εθνικού δικαίου.


19      Το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) εξέθεσε τις διαφορές μεταξύ της εθνικής νομοθεσίας και των εθνικών νομοθεσιών που αναλύθηκαν στην απόφαση La Quadrature du Net και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω διαφορές.


20      Στα σημεία 33 έως 41 που ακολουθούν παρατίθενται τα σχετικά σημεία των εν λόγω προτάσεων.


21      Απόφαση La Quadrature du Net (σκέψη 109).


22      Όπ.π. (σκέψεις 111 έως 133).


23      Όπ.π. (σκέψη 136).


24      Όπ.π. (σκέψη 137), η υπογράμμιση δική μου. Κατά το Δικαστήριο, τούτο συμβαίνει «[μ]ολονότι ένα τέτοιο μέτρο αφορά, αδιακρίτως, όλους τους χρήστες μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς αυτοί να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι έχουν σχέση […] με απειλή για την εθνική ασφάλεια του εν λόγω κράτους μέλους», και πρέπει επομένως «να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη τέτοιας απειλής αρκεί αφ’ εαυτής για να γίνει δεκτή η ύπαρξη τέτοιας σχέσης» (όπ.π.).


25      Απόφαση (CE:ECHR:2021:0525JUD005817013).


26      Απόφαση (CE:ECHR:2021:0525JUD003525208).


27      Απόφαση (CE:ECHR:2015:1204JUD004714306).


28      Απόφαση La Quadrature du Net (σκέψη 147): «το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να θεσπίσει ρύθμιση η οποία επιτρέπει, προληπτικώς, τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης με σκοπό την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και της πρόληψης των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, όπως ακριβώς και για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, υπό την προϋπόθεση ότι η διατήρηση των δεδομένων περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο όσον αφορά τις κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων, τα συγκεκριμένα μέσα επικοινωνίας, τα υποκείμενα των διατηρούμενων δεδομένων καθώς και το διάστημα διατήρησης των δεδομένων, το οποίο πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο». Η υπογράμμιση δική μου.


29      Προτάσεις Ordre des barreaux francophones et germanophone (σημείο 101).


30      Απόφαση La Quadrature du Net (σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


31      Υποστηριζόμενη από μεγάλη μερίδα των Κυβερνήσεων που παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.


32      Απόφαση La Quadrature du Net (σκέψη 135).


33      Ρύθμιση η οποία «πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να παρέχεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα. Συναφώς, τέτοια πρόσβαση μπορεί, κατ’ αρχήν, να παρασχεθεί, προς τον σκοπό της καταπολέμησης του εγκλήματος, μόνο στα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι σχεδιάζουν, προτίθενται να διαπράξουν ή έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση ή ακόμη ότι εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε μια τέτοια παράβαση. Εντούτοις, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, όπως εκείνες στις οποίες ζωτικά συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας απειλούνται από πράξεις τρομοκρατίας, θα μπορούσε επίσης να παρασχεθεί πρόσβαση στα δεδομένα άλλων προσώπων, εφόσον υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι τα εν λόγω δεδομένα θα μπορούσαν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση τέτοιων πράξεων». Απόφαση Prokuratuur (σκέψη 50).


34      Απόφαση Prokuratuur (σκέψη 51), η υπογράμμιση δική μου. Κατά την εν λόγω σκέψη, στο πνεύμα της σκέψης 189 της απόφασης La Quadrature du Net, «[σ]ε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται το ταχύτερο δυνατό».


35      Όπ.π. (σκέψη 52).


36      Όπ.π. (σκέψη 53).


37      Όπ.π. (σκέψη 54).


38      Όπ.π. (σκέψη 58).


39      Απόφαση Digital Rights.


40      Το περιεχόμενο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑520/18 εκτίθεται στη σκέψη 213 της απόφασης La Quadrature du Net ως εξής: «το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει διάταξη του εθνικού του δικαίου η οποία του παρέχει την εξουσία να περιορίζει χρονικώς τα αποτελέσματα μιας απόφασης την οποία εκδίδει το εν λόγω δικαστήριο δυνάμει του δικαίου αυτού και με την οποία διαπιστώνεται η έλλειψη νομιμότητας εθνικής νομοθεσίας που επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενόψει, μεταξύ άλλων, της επίτευξης των σκοπών διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας και καταπολέμησης της εγκληματικότητας, την υποχρέωση γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, λόγω αντίθεσης της νομοθεσίας αυτής προς το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη». Η υπογράμμιση δική μου.


41      Απόφαση La Quadrature du Net (σκέψη 216).


42      Όπ.π. (σκέψη 219).


43      Όπ.π. (σκέψη 220).


44      Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο σε κανόνα δικαίου της Ένωσης, ασκώντας την αρμοδιότητα που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αποσαφηνίζει και εξειδικεύει την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από της θέσεώς του σε ισχύ. Επομένως, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευθείς κανόνας δικαίου μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης επί του αιτήματος ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις εισαγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της σχετικής με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα δικαίου διαφοράς (αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2019, Schuch‑Ghannadan, C‑274/18, EU:C:2019:828, σκέψη 60, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2020, Romenergo και Aris Capital, C‑339/19, EU:C:2020:709, σκέψη 47).


45      Διάταξη περί παραπομπής, σημείο 6 του παραρτήματος II, in fine.