Language of document : ECLI:EU:C:2022:258

Υπόθεση C140/20

G. D.

κατά

Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ.

[αίτηση του Supreme Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Απριλίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης – Πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα – Μεταγενέστερος δικαστικός έλεγχος – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 8 και 11, καθώς και άρθρο 52, παράγραφος 1 – Δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να περιορίσει χρονικά τα αποτελέσματα της κήρυξης του ανίσχυρου εθνικής νομοθεσίας αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης – Αποκλείεται»

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58 – Δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν την έκταση ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων – Εθνικά μέτρα που επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης – Σκοπός της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας και της πρόληψης των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας – Δεν επιτρέπονται – Εθνικά μέτρα που προβλέπουν τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων αυτών, βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο – Εθνικά μέτρα που προβλέπουν τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή της σύνδεσης, για χρονική περίοδο περιοριζόμενη στο απολύτως αναγκαίο – Εθνικά μέτρα που προβλέπουν τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Εθνικά μέτρα που προβλέπουν τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν για ορισμένο χρονικό διάστημα στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης – Σκοπός καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας και της πρόληψης των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας – Επιτρέπονται – Προϋποθέσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 11 και 52 § 1· οδηγία 2002/58 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2009/136, άρθρο 15 § 1)

(βλ. σκέψεις 51‑57, 62‑65, 71‑74, 83‑87, 91-93, 97‑101 και διατακτ. 1)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58 – Δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν την έκταση ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων – Εθνικά μέτρα που επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης – Πρόσβαση των εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα για σκοπούς ποινικών ερευνών – Άδεια πρόσβασης παρεχόμενη από αστυνομικό υπάλληλο, επικουρούμενο από μονάδα που έχει συσταθεί στο εσωτερικό της αστυνομίας και διαθέτει ορισμένο βαθμό αυτονομίας κατά την άσκηση των καθηκόντων της – Πρόσβαση υποκείμενη σε μεταγενέστερο έλεγχο διενεργούμενο από δικαστήριο – Δεν επιτρέπεται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 11 και 52 § 1· οδηγία 2002/58 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2009/136, άρθρο 15 § 1)

(βλ. σκέψεις 106-112 και διατακτ. 2)

3.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58 – Δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν την έκταση ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων – Εθνικά μέτρα που επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης – Σκοπός της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας και της πρόληψης των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας – Δεν επιτρέπονται – Κήρυξη ανίσχυρου εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει τα μέτρα αυτά, λόγω αντίθεσής της προς το δίκαιο της Ένωσης – Δυνατότητα του εθνικού δικαστή να περιορίζει χρονικώς τα αποτελέσματα της κήρυξης αυτής – Δεν χωρεί

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 11 και 52 § 1· οδηγία 2002/58 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2009/136, άρθρο 15 § 1)

(βλ. σκέψεις 118, 119, 122-128, διατακτ. 3)


Σύνοψη

Κατά τα τελευταία έτη, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί με πολλές αποφάσεις επί της διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της πρόσβασης σε αυτά (1).

Ειδικότερα, με δύο αποφάσεις που εκδόθηκαν από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, στις 6 Οκτωβρίου 2020 (2), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομολογία του που απορρέει από την απόφαση Tele2 Sverige, σχετικά με τον δυσανάλογο χαρακτήρα μιας γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης. Επίσης, προέβη σε διευκρινίσεις, μεταξύ άλλων, ως προς την έκταση των εξουσιών που αναγνωρίζει στα κράτη μέλη η οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες όσον αφορά τη διατήρηση των δεδομένων αυτών με σκοπό τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) στο πλαίσιο αστικής δίκης η οποία κινήθηκε από πρόσωπο που καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία που διέπραξε στην Ιρλανδία. Ο καταδικασθείς υποστήριξε ότι δεν ήταν σύμφωνες προς το δίκαιο της Ένωσης ορισμένες διατάξεις του εθνικού νόμου που ρυθμίζει τη διατήρηση δεδομένων τα οποία παράγονται στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (3). Βάσει του νόμου αυτού (4), οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών είχαν διατηρήσει δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης που σχετίζονταν με τηλεφωνικές κλήσεις του κατηγορουμένου και είχαν παράσχει πρόσβαση σε αυτά στις αστυνομικές αρχές. Οι αμφιβολίες που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το συμβατό ενός καθεστώτος γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων αυτών, σε σχέση με την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, με την οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (5), ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη (6).

Με την απόφασή του, η οποία εκδόθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει, διευκρινίζοντας το περιεχόμενό της, τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση La Quadrature du Net κ.λπ., υπενθυμίζοντας ότι η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης που αφορούν τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες δεν επιτρέπεται για τους σκοπούς της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας και της πρόληψης των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας. Επιβεβαιώνει επίσης τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (7), ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση να εξαρτάται η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα εν λόγω διατηρούμενα δεδομένα από προηγούμενο έλεγχο διενεργούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, στην περίπτωση που αυτός διενεργείται από με αστυνομικό υπάλληλο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο κρίνει, πρώτον, ότι η οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη, αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν προληπτικώς, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αποτρεπτικών αποτελεσμάτων που ενδέχεται να έχει η διατήρηση αυτή για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων (8) και, αφετέρου, της σοβαρότητας της επέμβασης την οποία συνεπάγεται, μια τέτοια διατήρηση πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα του συστήματος που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, ούτως ώστε τα δεδομένα αυτά να μην μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συστηματικής και διαρκούς διατήρησης. Η εγκληματικότητα, ακόμη και η ιδιαιτέρως σοβαρή, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με απειλή για την εθνική ασφάλεια, καθόσον μια τέτοια εξομοίωση θα μπορούσε να εισαγάγει μια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας ασφάλειας, προκειμένου να εφαρμοστούν στη δεύτερη οι συμφυείς με την πρώτη απαιτήσεις.

Αντιθέτως, η οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη, δεν αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν, για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, η οποία πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των προσώπων τα οποία αφορούν τα δεδομένα ή με βάση γεωγραφικά κριτήρια, μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, με δυνατότητα όμως παράτασής του. Προσθέτει δε ότι ένα τέτοιο μέτρο διατήρησης το οποίο αφορά τόπους ή υποδομές όπου συχνάζει τακτικά πολύ μεγάλος αριθμός προσώπων ή στρατηγικές τοποθεσίες, όπως αερολιμένες, σιδηροδρομικούς σταθμούς ή σταθμούς διοδίων, μπορεί να παράσχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να λάβουν πληροφορίες σχετικά με την παρουσία, στις εν λόγω τοποθεσίες ή γεωγραφικές ζώνες, προσώπων που χρησιμοποιούν εκεί μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας και να συναγάγουν από αυτές συμπεράσματα σχετικά με την παρουσία και τη δραστηριότητα των ως άνω προσώπων στις εν λόγω τοποθεσίες ή γεωγραφικές ζώνες, για τους σκοπούς της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας, Εν πάση περιπτώσει, η ενδεχόμενη ύπαρξη δυσχερειών στον επακριβή καθορισμό των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιείται στοχευμένη διατήρηση δεν δικαιολογεί την πρόβλεψη από τα κράτη μέλη γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης.

Η οδηγία αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη, δεν αντιτίθεται ούτε σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν, για τον ίδιο σκοπό, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή σύνδεσης, για χρονική περίοδο περιοριζόμενη στο απολύτως αναγκαίο, καθώς και δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Όσον αφορά την τελευταία αυτή πτυχή, το Δικαστήριο διευκρινίζει ειδικότερα ότι ούτε η οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ούτε κάποια άλλη πράξη του δικαίου της Ένωσης αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία έχει ως αντικείμενο την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, βάσει της οποίας η απόκτηση ενός μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως είναι η προπληρωμένη κάρτα SIM, εξαρτάται από τον έλεγχο επίσημων εγγράφων που αποδεικνύουν την ταυτότητα του αγοραστή και από την καταχώριση των σχετικών πληροφοριών από τον πωλητή και βάσει της οποίας ο πωλητής υποχρεούται ενδεχομένως να παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές.

Το ίδιο ισχύει για νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν, πάντοτε για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω απόφασης της αρμόδιας αρχής υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να προβαίνουν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης που έχουν στη διάθεσή τους οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών. Πράγματι, μόνον η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και, κατά μείζονα λόγο, η διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν τέτοια διατήρηση, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό, καθώς και η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα περιορίζονται στα όρια του απολύτως αναγκαίου. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένα τέτοιο μέτρο κατεπείγουσας διατήρησης μπορεί να επεκταθεί στα δεδομένα κίνησης και στα δεδομένα θέσης που αφορούν πρόσωπα άλλα από εκείνα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι σχεδίασαν ή έχουν διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα ή προσβολή της εθνικής ασφάλειας, εφόσον τα δεδομένα αυτά μπορούν, βάσει αντικειμενικών και μη εισαγόντων διακρίσεις στοιχείων, να συμβάλουν στη διαλεύκανση ενός τέτοιου αδικήματος ή προσβολής της εθνικής ασφάλειας, όπως είναι τα δεδομένα του θύματος της επίμαχης πράξης, καθώς και τα δεδομένα του κοινωνικού ή επαγγελματικού περιβάλλοντός του.

Ωστόσο, το Δικαστήριο επισημαίνει στη συνέχεια ότι όλα τα ως άνω μέτρα πρέπει να διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα αυτά διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων κατάχρησης. Τα διάφορα μέτρα διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης μπορούν να εφαρμόζονται από κοινού κατ’ επιλογήν του εθνικού νομοθέτη και τηρουμένων των ορίων του απολύτως αναγκαίου.

Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η άδεια πρόσβασης, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, σε τέτοια δεδομένα που διατηρούνται κατά τρόπο γενικό και χωρίς διάκριση με σκοπό την αντιμετώπιση σοβαρής απειλής για την εθνική ασφάλεια, θα αντέβαινε στην ιεραρχία των σκοπών γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρο λαμβανόμενο βάσει της οδηγίας για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (9). Ειδικότερα, κάτι τέτοιο θα επέτρεπε εν τέλει τη δικαιολόγηση της πρόσβασης από σκοπό μικρότερης σημασίας σε σχέση με εκείνον που δικαιολόγησε τη διατήρηση, ήτοι τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, με κίνδυνο να στερήσει από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα την απαγόρευση της γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.

Δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας η συγκεντρωτική επεξεργασία των αιτήσεων πρόσβασης σε δεδομένα διατηρούμενα από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες υποβάλλονται από την αστυνομία στο πλαίσιο της διερεύνησης και της δίωξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων, έχει ανατεθεί σε αστυνομικό υπάλληλο, ακόμη και αν αυτός επικουρείται από μονάδα που έχει συσταθεί στο εσωτερικό της αστυνομίας και διαθέτει ορισμένο βαθμό αυτονομίας κατά την άσκηση των καθηκόντων της, του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο. Πράγματι, αφενός, ο υπάλληλος αυτός δεν πληροί τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τις οποίες πρέπει να πληροί η διοικητική αρχή που ασκεί τον προηγούμενο έλεγχο των αιτήσεων πρόσβασης στα δεδομένα οι οποίες υποβάλλονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, στο μέτρο που δεν έχει την ιδιότητα του τρίτου σε σχέση με τις αρχές αυτές. Αφετέρου, μολονότι η απόφαση ενός τέτοιου υπαλλήλου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου εκ των υστέρων, ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να υποκαταστήσει έλεγχο ο οποίος να είναι ανεξάρτητος και, εκτός αν συντρέχει δεόντως δικαιολογημένη επείγουσα περίπτωση, να προηγείται χρονικώς της πρόσβασης.

Τρίτον, τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τη νομολογία του κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να περιορίζουν χρονικώς τα αποτελέσματα μιας απόφασης με την οποία αρμοδίως, βάσει του εθνικού δικαίου, κηρύσσουν ανίσχυρη εθνική νομοθεσία που επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, για τον λόγο ότι η νομοθεσία αυτή είναι αντίθετη προς την οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Πάντως, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν μέσω μιας τέτοιας διατήρησης εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών και υπό την επιφύλαξη της τήρησης, ιδίως, των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.


1      Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238) (βλ. ΑΤ αριθ. 54/14), το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρη την οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 105, σ. 54), με την αιτιολογία ότι η επέμβαση στα δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), επέμβαση την οποία συνεπάγεται η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης που προβλέπει η οδηγία αυτή, δεν περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Στη συνέχεια, με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C 203/15 και C 698/15, EU:C:2016:970), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37) (στο εξής: οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11), αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη γενική και χωρίς διάκριση δεδομένων κίνησης και δεδομένων θέσης για τους σκοπούς της καταπολέμησης της εγκληματικότητας. Τέλος, με την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2018, Ministerio Fiscal (C‑207/16, EU:C:2018:788), το Δικαστήριο ερμήνευσε το ίδιο άρθρο 15, παράγραφος 1, σε υπόθεση που αφορούσε την πρόσβαση των δημόσιων αρχών στα δεδομένα που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.


2      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International (C‑623/17, EU:C:2020:790) και La Quadrature du Net κ.λπ., (C‑511/18, C‑512/18 et C‑520/18, EU:C:2020:791).


3      Συγκεκριμένα, του Communications (Retention of Data) Act 2011 [νόμου περί επικοινωνιών (διατήρηση δεδομένων) του 2011, στο εξής: νόμος του 2011]. Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε προκειμένου να μεταφερθεί στην ιρλανδική έννομη τάξη η οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 105, σ. 54).


4      Ο νόμος επιτρέπει, για λόγους που βαίνουν πέραν αυτών που είναι συμφυείς με την προστασία της εθνικής ασφάλειας, την προληπτική, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης όλων των συνδρομητών για χρονικό διάστημα δύο ετών.


5      Βλ. άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.


6      Ιδίως άρθρα 7, 8, 11 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.


7      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (C‑746/18, EU:C:2021:152).


8      Τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 έως 11 του Χάρτη.


9      Η ιεραρχία αυτή έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), σκέψεις 135 και 136. Βάσει της ιεραρχίας αυτής, η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας είναι μικρότερης σημασίας από τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας.