Language of document : ECLI:EU:F:2013:197

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 2ας Δεκεμβρίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Γενικός διαγωνισμός EPSO/AD/77/06 — Πρόσβαση στα έγγραφα — Αίτηση προσβάσεως στις απαντήσεις των δοκιμασιών προκριματικού χαρακτήρα — Ακύρωση των αποτελεσμάτων των δοκιμασιών — Έλλειψη εννόμου συμφέροντος — Κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση F‑49/12,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚAΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Δημήτριος Παχτίτης, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος αρχικώς από τους Π. Γιαταγαντζίδη και Κ. Κυριαζή, στη συνέχεια δε από τους Π. Γιαταγαντζίδη και Α. Φερέτη, δικηγόρους,

προσφεύγων,

υποστηριζόμενος από

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την Ε.-Μ. Μαμούνα και τον Κ. Μπόσκοβιτς,

από

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk και S. Johannesson,

και από

τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), εκπροσωπούμενο από τον H. Hijmans,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους J. Currall και Ι. Χατζηγιάννη, στη συνέχεια δε από τους J. Currall και Δ. Τριανταφύλλου,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τη διάσκεψη, από τους I. Rofes i Pujol (εισηγήτρια), πρόεδρο, R. Barents και K. Bradley, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 22 Σεπτεμβρίου 2007 και πρωτοκολλήθηκε, κατόπιν παραπομπής, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υπό τον αριθμό F‑49/12, ο Δ. Παχτίτης άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Eπιλογής Προσωπικού (EPSO) της 27ης Ιουνίου 2007, περί απορρίψεως της αιτήσεώς του να του επιτραπεί η πρόσβαση στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμμετοχής του στον γενικό διαγωνισμό EPSO/AD/77/06 (στο εξής: διαγωνισμός ή επίδικος διαγωνισμός), στις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις αυτές και στον πίνακα των ορθών απαντήσεων στις εν λόγω ερωτήσεις, και, αφετέρου, της σιωπηρής απορρίψεως της από 10 Ιουλίου 2007 «επιβεβαιωτικής αιτήσεώς» του προς την EPSO.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 2 Μαΐου 2007, ο προσφεύγων μετέσχε στην Αθήνα (Ελλάδα) στο πρώτο στάδιο, συνιστάμενο σε δύο δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, του διαγωνισμού για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων γλωσσομαθών υπαλλήλων διοικήσεως βαθμού AD 5, ελληνικής γλώσσας, στον τομέα της μεταφράσεως, την προκήρυξη του οποίου είχε δημοσιεύσει η EPSO στις 15 Νοεμβρίου 2006 (ΕΕ C 277 A, σ. 3, στο εξής: προκήρυξη διαγωνισμού).

3        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 31ης Μαΐου 2007, η EPSO πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι η βαθμολογία του ήταν ανεπαρκής προκειμένου αυτός να μετάσχει στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού (στο εξής: απόφαση της 31ης Μαΐου 2007).

4        Με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2007, ο προσφεύγων ζήτησε από την EPSO αντίγραφο των ερωτήσεων των δοκιμασιών προκριματικού χαρακτήρα και των απαντήσεών του στις δοκιμασίες αυτές, καθώς και τον πίνακα των ορθών απαντήσεων στις εν λόγω δοκιμασίες, «σύμφωνα με το σημείο 4 του τίτλου E της προκηρύξεως διαγωνισμού», κατά το οποίο αναγνωρίζεται στους υποψηφίους ειδικό δικαίωμα προσβάσεως σε ορισμένες πληροφορίες που τους αφορούν άμεσα και ατομικά, και «με τον τίτλο III, σημείο [3] του οδηγού [για] τους υποψηφίους», ο οποίος προβλέπει τη δυνατότητα των υποψηφίων που δεν πέτυχαν στις γραπτές δοκιμασίες και/ή δεν προσκλήθηκαν στην προφορική δοκιμασία και των υποψηφίων που προσκλήθηκαν μεν στην προφορική δοκιμασία αλλά των οποίων το όνομα δεν συμπεριελήφθη εν τέλει στον πίνακα επιτυχόντων να λάβουν, μεταξύ άλλων, αντίγραφο των γραπτών δοκιμασιών τους.

5        Με έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2007, η EPSO πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για την απόφασή της να μη δεχθεί το αίτημά του (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

6        Με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 2007, ο προσφεύγων υπέβαλε στην EPSO αίτηση την οποία χαρακτήρισε ως «επιβεβαιωτική αίτηση», με την οποία ζήτησε από την EPSO να αναθεωρήσει τη θέση που διατύπωσε στην προσβαλλομένη απόφαση, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43). Στη συνέχεια, ο προσφεύγων διαβίβασε την αίτηση αυτή, με έγγραφο της 21ης Ιουλίου 2007, στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

7        Στις 22 Σεπτεμβρίου 2007, ο προσφεύγων, όπως προεκτέθηκε, άσκησε προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του τότε Πρωτοδικείου, πρωτοκολληθείσα υπό τον αριθμό T‑374/07. Επετράπη στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) να παρέμβουν στην υπόθεση T‑374/07 υπέρ του προσφεύγοντος. Το Βασίλειο της Δανίας, αφού του επετράπη να παρέμβει, παραιτήθηκε από την παρέμβασή του και διαγράφηκε από τον κατάλογο των παρεμβαινόντων.

8        Με προσφυγή που άσκησε στις 14 Μαρτίου 2008, πρωτοκολληθείσα υπό τον αριθμό F‑35/08, ο προσφεύγων ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 31ης Μαΐου 2007.

9        Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2010, F‑35/08, Παχτίτης κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε την απόφαση της 31ης Μαΐου 2007, με το σκεπτικό ότι το πρώτο στάδιο του διαγωνισμού είχε οργανωθεί και αχθεί σε πέρας μόνον από την EPSO, χωρίς καμία συμμετοχή της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, ελλείψει τροποποιήσεως του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απονέμουσας ρητώς στην EPSO αρμοδιότητες για την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων που ανήκαν μέχρι τότε στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού και, ιδίως, για τον καθορισμό του περιεχομένου των δοκιμασιών και για τη διόρθωσή τους, η EPSO δεν ήταν αρμόδια να διεξαγάγει μόνη το πρώτο στάδιο του διαγωνισμού.

10      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010 επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Δεκεμβρίου 2011, T‑361/10 P, Επιτροπή κατά Παχτίτη.

11      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Ιουλίου 2010, η EPSO πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010, αποφάσισε να ανασυγκροτήσει την εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού και να καλέσει τον προσφεύγοντα στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα, οι οποίες, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οργανώνονταν πλέον υπό την ευθύνη της εξεταστικής επιτροπής.

12      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 14ης Φεβρουαρίου 2011, η EPSO κάλεσε τον προσφεύγοντα να επιλέξει μεταξύ τριών ημερομηνιών για να υποβληθεί εκ νέου στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα του διαγωνισμού.

13      Με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2011, ο προσφεύγων πληροφόρησε την EPSO ότι αρνείτο να υποβληθεί εκ νέου στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα.

14      Με προσφυγή την οποία άσκησε στις 21 Απριλίου 2011, πρωτοκολληθείσα υπό τον αριθμό F‑51/11, ο προσφεύγων ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ακυρώσει τις αποφάσεις της EPSO περί εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας του επίδικου διαγωνισμού και περί εκ νέου προσκλήσεώς του στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα του διαγωνισμού. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 28ης Φεβρουαρίου 2013, F‑51/11, Παχτίτης κατά Επιτροπής.

 Διαδικασία

15      Με διάταξη της 20ής Απριλίου 2012, T-374/07, Παχτίτης κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), η προσφυγή του προσφεύγοντος ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και παρέπεμψε την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό. Η υπόθεση αυτή, όπως προεκτέθηκε, πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υπό τον αριθμό F‑49/12.

16      Με έγγραφο της 24ης Μαΐου 2012, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερώτησε τον προσφεύγοντα αν, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010, επιθυμούσε να συνεχιστεί η δίκη επί της υπό κρίση υποθέσεως και του ζήτησε να εκφράσει την άποψή του επί της ενδεχόμενης καταργήσεως της δίκης επί της υποθέσεως αυτής.

17      Με υπόμνημα της 7ης Ιουνίου 2012, ο προσφεύγων εξέφρασε τη βούλησή του να συνεχίσει τη δίκη και υπογράμμισε ότι εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον και ότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν είχε εκλείψει μετά την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010.

18      Με υπόμνημα που κατέθεσε στις 5 Οκτωβρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υποθέσεως. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν δέχθηκε το αίτημα αυτό.

19      Με υπόμνημα της 3ης Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή ανέπτυξε τις παρατηρήσεις της ως προς το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος να εμμείνει στην προσφυγή και υποστήριξε ότι πρέπει να καταργηθεί η δίκη επ’ αυτής.

20      Με έγγραφο της Γραμματείας της 17ης Ιανουαρίου 2013, οι παρεμβαίνοντες κλήθηκαν να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους ως προς το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος για τη συνέχιση της δίκης. Η Ελληνική Δημοκρατία και ο ΕΕΠΔ απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Το Βασίλειο της Σουηδίας δεν υπέβαλε παρατηρήσεις.

 Νομική εκτίμηση

21      Ο προσφεύγων, υποστηριζόμενος επί του σημείου αυτού από την Ελληνική Δημοκρατία και τον ΕΕΠΔ, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά το βάσει του κανονισμού 1049/2001 δικαίωμά του να λάβει τα έγγραφα των οποίων αντίγραφα ζήτησε με το έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2007. Το αίτημα αυτό δεν ικανοποιήθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010 ούτε με κάποιον άλλο τρόπο και, συνεπώς, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, πρέπει να εξετασθεί, ανεξαρτήτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010, η νομιμότητα της αρνήσεως της EPSO να του παράσχει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα.

22      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περιορίζεται στις διαφορές που αφορούν τη νομιμότητα μιας βλαπτικής πράξεως, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ότι το δικαστήριο αυτό δεν είναι αρμόδιο να εκδικάσει προσφυγή ακυρώσεως στο μέτρο που αυτή αφορά αποφάσεις ληφθείσες βάσει του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Δεκεμβρίου 2012, T‑197/11 P και T‑198/11 P, Επιτροπή κατά Strack, σκέψη 54).

23      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, στη σκέψη 13 της προπαρατεθείσας διατάξεώς του Παχτίτης κατά Επιτροπής, ότι η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά βλαπτική πράξη, υπό την έννοια των άρθρων 90, παράγραφος 2, και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι υπό την έννοια του κανονισμού 1049/2001, και ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων που έχουν εκδοθεί βάσει των όρων της προκηρύξεως διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσβαλλομένη απόφαση. Κατά συνέπεια, κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υποχρεούται να λάβει υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη η απόφαση αυτή, δηλαδή το πλαίσιο του επίδικου κανονισμού.

24      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι, με το έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2007, ο προσφεύγων ζήτησε από την EPSO, κατόπιν της αποφάσεως της 31ης Μαΐου 2007, να του διαβιβάσει αντίγραφο των ερωτήσεων των δοκιμασιών προκριματικού χαρακτήρα και των απαντήσεών του στις δοκιμασίες αυτές, καθώς και τον πίνακα των ορθών απαντήσεων στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα «σύμφωνα με το σημείο 4 του τίτλου E της προκηρύξεως διαγωνισμού και με τον τίτλο III, σημείο [3] του οδηγού [για] τους υποψηφίους».

25      Στη συνέχεια σημειώνεται ότι ο προσφεύγων υποστήριξε στο δικόγραφο της προσφυγής του ότι «[δεν ήταν] σε θέση να ελέγξ[ει], πρακτικά, ως υποψήφιος, την εσφαλμένη κρίση της εξεταστικής επιτροπής των προκαταρκτικών δοκιμασιών [που διεξήχθησαν με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή] που οδήγησε στην εσφαλμένη απόφαση της επιτροπής αυτής να [τον] αποκλείσει από την περαιτέρω συμμετοχή [του] στα επόμενα στάδια του επίμαχου διαγωνισμού».

26      Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, η αίτησή του προσβάσεως στα έγγραφα, κατόπιν της απορρίψεως της οποίας ασκήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απόφαση της 31ης Μαΐου 2007. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σκεπτικό της διατάξεώς του περί παραπομπής, ένα τέτοιο αίτημα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο των όρων της προκηρύξεως διαγωνισμού.

27      Με την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Παχτίτη, η απόφαση της 31ης Μαΐου 2007, εκδοθείσα στο πλαίσιο του επίδικου διαγωνισμού, ακυρώθηκε με την αιτιολογία ότι εκδόθηκε από αναρμόδια αρχή και μάλιστα κατά το πέρας διαδικασίας επιλογής διεξαχθείσας από την ίδια αυτή αναρμόδια αρχή.

28      Συναφώς, κατά τη νομολογία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ότι πρέπει να καταργηθεί η δίκη επί προσφυγής στην περίπτωση που ο προσφεύγων, ο οποίος αρχικώς είχε έννομο συμφέρον, έχει απολέσει κάθε ατομικό έννομο συμφέρον για την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, λόγω γεγονότος που επήλθε μετά την άσκηση της εν λόγω προσφυγής. Συγκεκριμένα, προκειμένου ένας προσφεύγων να είναι σε θέση να εμμείνει στην εκδίκαση προσφυγής με την οποία ζητείται η ακύρωση αποφάσεως, πρέπει να διατηρεί ατομικό έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και μετά την άσκηση της εν λόγω προσφυγής (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑46/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 50), ένα δε τέτοιο έννομο συμφέρον προϋποθέτει ότι η προσφυγή είναι δυνατόν, εκ του αποτελέσματός της, να του παράσχει κάποιο όφελος (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά Q, σκέψη 156).

29      Βεβαίως, το ειδικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται στους υποψηφίους σύμφωνα με το σημείο 4 του τίτλου E της προκηρύξεως διαγωνισμού σκοπεί στην παροχή της δυνατότητας στους υποψηφίους που αποκλείονται από τον διαγωνισμό να λαμβάνουν, χωρίς να θίγεται το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, πληροφορίες και έγγραφα τα οποία ενδέχεται να τους παράσχουν τη δυνατότητα να λάβουν μια εμπεριστατωμένη απόφαση ως προς το αν είναι σκόπιμο να προσβάλουν την απόφαση περί αποκλεισμού τους από τον διαγωνισμό. Προς τούτο, η επιβολή πολύ σύντομων προθεσμιών, τόσο για την υποβολή της αιτήσεως παροχής πληροφοριών ή εγγράφων όσο και για την απάντηση στην αίτηση αυτή, έχει ως σκοπό να παράσχει στον υποψήφιο τη δυνατότητα να έχει εν πάση περιπτώσει στη διάθεσή του αυτές τις πληροφορίες και αυτά τα έγγραφα τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη είτε της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης είτε της προθεσμίας υποβολής διοικητικής ενστάσεως ενώπιον της EPSO (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, F‑96/09, Cuallado Martorell κατά Επιτροπής, σκέψη 47).

30      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων δεν είναι δυνατό να αντλήσει κανένα όφελος από μια επί της ουσίας δικαστική απόφαση η οποία ακυρώνει την προσβαλλομένη απόφαση.

31      Πρώτον, αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, η δικαστική απόφαση δεν θα είναι ικανή να μεταβάλει τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος ως υποψηφίου του διαγωνισμού. Πράγματι, έχει κριθεί ότι το πρώτο στάδιο του διαγωνισμού αυτού διεξήχθη από αναρμόδια αρχή. Συνεπώς, οι επίμαχες δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων και αυτές στις οποίες υποβλήθηκε ο προσφεύγων, πάσχουν έλλειψη νομιμότητας. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η βαθμολογία που έλαβε ο προσφεύγων κατά το πρώτο στάδιο του διαγωνισμού δεν αντιστοιχεί στις επιδόσεις του και ότι αυτές ήταν άριστες, τούτο δεν συνεπάγεται ότι αυτός αποκτά δικαίωμα να μετάσχει στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού. Άλλωστε, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 15ης Ιουνίου 2010, επικυρωθείσας κατ’ αναίρεση, η EPSO αποφάσισε να καλέσει τον προσφεύγοντα εκ νέου στις επίμαχες δοκιμασίες, πρόσκληση στην οποία ο προσφεύγων αρνήθηκε να ανταποκριθεί.

32      Δεύτερον, ωσαύτως δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά το οποίο η πρόσβαση στα οικεία έγγραφα θα μπορούσε να οδηγήσει στη γένεση αξιώσεως του προσφεύγοντος προς αποζημίωση. Αν με το επιχείρημα αυτό η Ελληνική Δημοκρατία εννοεί ότι ο προσφεύγων υπέστη μεταχείριση ενέχουσα δυσμενή διάκριση σε σχέση με άλλους υποψηφίους που έγιναν δεκτοί στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού, αρκεί η υπόμνηση ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συνάδει με την αρχή της νομιμότητας, κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί, προς όφελός του, παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου. Εν προκειμένω, καθόσον το πρώτο στάδιο του εν λόγω διαγωνισμού διεξήχθη από αναρμόδια αρχή και καθόσον οι δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα όλων των υποψηφίων έπασχαν έλλειψη νομιμότητας, η αποδοχή ορισμένων υποψηφίων, οι οποίοι δεν είναι διάδικοι της παρούσας δίκης, στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού είναι επίσης παράνομη και, συνεπώς, δεν μπορεί να συνεπάγεται την εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωση δυσμενούς διακρίσεως και, επομένως, παρανομίας ως προς τον προσφεύγοντα. Μια τέτοια ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με καθιέρωση της αρχής της «ίσης μεταχειρίσεως στην παρανομία» (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 1ης Ιουλίου 2010, F‑40/09, Časta κατά Επιτροπής, σκέψη 88).

33      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης οφείλει να διαπιστώσει ότι, ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος, πρέπει να καταργηθεί η δίκη επί της υπό κρίση προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

34      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 89, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

35      Με το υπόμνημα της 7ης Ιουνίου 2012, ο προσφεύγων ζητεί, σε περίπτωση που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίσει την κατάργηση της δίκης επί της προσφυγής του, να υποχρεώσει την Επιτροπή να φέρει τα έξοδά της καθώς και τα έξοδα του προσφεύγοντος, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή τον υπέβαλε σε έξοδα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

36      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να δεχθεί το αίτημα αυτό, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υπέβαλε τον προσφεύγοντα σε τέτοια έξοδα.

37      Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να κριθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

38      Εξάλλου, βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Καταργεί τη δίκη επί της προσφυγής.

2)      Ο Δ. Παχτίτης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του.

3)      Η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, παρεμβαίνοντες, φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 2 Δεκεμβρίου 2013.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       M. I. Rofes i Pujol

H παρούσα διάταξη καθώς και οι παρατιθέμενες σε αυτήν αποφάσεις και διατάξεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναρτημένες στον ιστότοπο www.curia.europa.eu.


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.