Language of document : ECLI:EU:T:2022:627

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2022 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων – Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης – Απόφαση της ΕΚΤ περί υπαγωγής της Banca Carige σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης – Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή ασκηθείσα από μέτοχο – Ενεργητική νομιμοποίηση – Συμφέρον διαφορετικό από εκείνο της τράπεζας – Παραδεκτό – Πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό της νομικής βάσης – Σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου από τον δικαστή της Ένωσης – Όρια – Απαγόρευση contra legem ερμηνείας του εθνικού δικαίου»

Στην υπόθεση T‑502/19,

Francesca Corneli, κάτοικος Velletri (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Condinanzi, L. Boggio και F. Ferraro, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), εκπροσωπούμενης από τις C. Hernández Saseta, A. Pizzolla και G. Marafioti,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, Δ. Τριανταφύλλου και A. Nijenhuis,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, S. Gervasoni, L. Madise, P. Nihoul (εισηγητή) και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως:

–        την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΚΤ με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2019,

–        τη διάταξη της 29ης Απριλίου 2020, με την οποία αποφασίστηκε να συνεξεταστεί η ένσταση με την ουσία της υπόθεσης, δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

–        την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2020, με την οποία επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ,

–        την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος,

–        το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων της 17ης Νοεμβρίου 2021, με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την ΕΚΤ, βάσει του άρθρου 91, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει το πλήρες κείμενο της απόφασής της ECB‑SSM‑2019‑ITCAR‑11, της 1ης Ιανουαρίου 2019, περί υπαγωγής της Banca Carige SpA σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, και των τριών αποφάσεων περί παράτασης του καθεστώτος αυτού,

–        την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2021, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 103, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την οποία παρέχεται στην προσφεύγουσα και στην Επιτροπή πρόσβαση στα έγγραφα που προσκόμισε η ΕΚΤ, βάσει της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Francesca Corneli, ζητεί την ακύρωση της απόφασης ECB-SSM‑2019-ITCAR‑11 της ΕΚΤ, της 1ης Ιανουαρίου 2019, για την υπαγωγή της Banca Carige SpA (στο εξής: τράπεζα) σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, καθώς και κάθε συνακόλουθης ή μεταγενέστερης πράξης, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της απόφασης ECB‑SSM‑2019-ITCAR‑13 της ΕΚΤ, της 29ης Μαρτίου 2019, με την οποία παρατάθηκε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2019 η υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης.

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

2        Η τράπεζα είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ιταλία, εισηγμένο στο Χρηματιστήριο και υποκείμενο στην άμεση προληπτική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από το 2014. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου του 2014 και 1ης Ιανουαρίου 2019 σώρευσε ζημίες άνω των 1,6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η προσφεύγουσα είναι μειοψηφών μέτοχος της τράπεζας. Κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, κατείχε 200 000 κοινές μετοχές που αντιστοιχούσαν στο 0,000361 % του εταιρικού κεφαλαίου της τράπεζας.

3        Το 2016, η ΕΚΤ έλαβε, όσον αφορά την τράπεζα, μέτρο έγκαιρης παρέμβασης με την απόφαση ECB/SSM/2016 – F1T 87K3OQ2OV1UORLH26/26, η οποία καθόριζε τους στόχους που έπρεπε να επιτευχθούν μεταξύ 2017 και 2019 για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τη σχετική κάλυψη.

4        Προκειμένου να επιτευχθούν οι καθορισθέντες στόχοι, το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε τον Σεπτέμβριο του 2017 σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης με σκοπό την ανασύσταση της προσήκουσας κεφαλαιακής βάσης, την κάλυψη των ζημιών και, γενικότερα, την ενίσχυση της διάρθρωσης του κεφαλαίου προκειμένου να αποκατασταθούν οι δείκτες ιδίων κεφαλαίων σε αποδεκτό επίπεδο.

5        Παρά την έκδοση χρηματοπιστωτικών μέσων ύψους 544 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία περατώθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2017, η τράπεζα δεν τηρούσε, την 1η Ιανουαρίου 2018, τις ισχύουσες απαιτήσεις όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια.

6        Στη συνέχεια, η τράπεζα επιχείρησε ανεπιτυχώς να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά της προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις ισχύουσες απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, μια απόπειρα έκδοσης κεφαλαιακών χρηματοπιστωτικών μέσων απέτυχε τρεις φορές το 2018 (τον Μάρτιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο), λόγω του χαμηλού ενδιαφέροντος των επενδυτών.

7        Οι αποτυχίες αυτές πυροδότησαν, εντός του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, εντάσεις που οδήγησαν σε διάφορες παραιτήσεις (δεκαέξι παραιτήσεις μεταξύ Μαρτίου του 2016 και Αυγούστου του 2018) οι οποίες καθιστούσαν αναγκαίο τον διορισμό νέων μελών. Ειδικότερα, οι μέτοχοι της τράπεζας ανανέωσαν, κατά την έκτακτη γενική συνέλευση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, τη θητεία του ως άνω διοικητικού συμβουλίου και διόρισαν τον E. Modiano στη θέση του προέδρου. Κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2018, ο F. Innocenzi διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος.

8        Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2018, η τράπεζα εμφάνιζε ακόμη δείκτες ιδίων κεφαλαίων χαμηλότερους από τους απαιτούμενους. Η ΕΚΤ ζήτησε από την τράπεζα να υποβάλει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 142 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338). Η τράπεζα υπέβαλε συνεπώς νέο σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου, κατόπιν της τρίτης άκαρπης προσπάθειας αύξησης των ιδίων κεφαλαίων (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Εκτιμώντας εντούτοις ότι το σχέδιο αυτό δεν περιείχε καμία ουσιώδη τροποποίηση, η ΕΚΤ αρνήθηκε να το εγκρίνει και ζήτησε από την τράπεζα να υποβάλει, το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2019, στρατηγική για την εκ νέου συμμόρφωση προς τις σχετικές απαιτήσεις και τη βιώσιμη διασφάλιση της συμμόρφωσης αυτής πριν από τις 30 Νοεμβρίου 2018.

9        Για να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό, το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας ενέκρινε, στις 12 Νοεμβρίου 2018, ένα «σχέδιο του Νοεμβρίου του 2018 για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων», το οποίο βασιζόταν σε δύο στάδια, ήτοι, κατ’ αρχάς, στην έκδοση ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης κατηγορίας 2 και, στη συνέχεια, σε αύξηση κεφαλαίου υποκείμενη στην έγκριση των μετόχων.

10      Το πρώτο στάδιο πραγματοποιήθηκε με την ανάληψη ομολογιών ύψους 318,2 εκατομμυρίων ευρώ από το ταμείο του Fondo interbancario di tutela dei depositi (διατραπεζικού ταμείου προστασίας των καταθέσεων, Ιταλία) και 1,8 εκατομμυρίων ευρώ από την Banco di Desio e della Brianza SpA.

11      Το δεύτερο στάδιο δεν κατέστη δυνατό να υλοποιηθεί κατόπιν της εναντίωσης μετόχων που κατείχαν το 70 % του κεφαλαίου, κατά τη διάρκεια έκτακτης γενικής συνέλευσης της 22ας Δεκεμβρίου 2018, σε αύξηση κεφαλαίου μέσω της ανταλλαγής ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης έναντι νεοεκδοθεισών μετοχών. Πριν αποφασίσουν, οι εν λόγω μέτοχοι επιθυμούσαν να τους γνωστοποιηθούν, αφενός, το επιχειρηματικό σχέδιο και, αφετέρου, ο ισολογισμός σχετικά με τις δραστηριότητες που άσκησε η τράπεζα το έτος 2018.

12      Κατόπιν των γεγονότων αυτών:

–        στις 23 Δεκεμβρίου 2018, η τράπεζα δήλωσε με ανακοινωθέν Τύπου ότι, κατόπιν της απόρριψης της πρότασης του διοικητικού της συμβουλίου, η αντιπρόεδρος και ένα άλλο μέλος του συμβουλίου υπέβαλαν την άμεση παραίτησή τους·

–        στις 2 Ιανουαρίου 2019, με άλλο ανακοινωθέν Τύπου της τράπεζας ανακοινώθηκε η άμεση παραίτηση πέντε ακόμη μελών του διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, E. Modiano, και του διευθύνοντος συμβούλου, F. Innocenzi·

–        οι παραιτήσεις αυτές είχαν ως συνέπεια την έκπτωση του διοικητικού συμβουλίου κατ’ εφαρμογήν, αφενός, του άρθρου 18, παράγραφος 12, του καταστατικού της τράπεζας και, αφετέρου, του άρθρου 2386 του ιταλικού αστικού κώδικα.

13      Σύμφωνα με το καταστατικό της τράπεζας, τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν υπέβαλαν την παραίτησή τους εξακολούθησαν να ασκούν τα καθήκοντά τους προκειμένου να διασφαλιστεί η τρέχουσα διοίκηση.

14      Την 1η Ιανουαρίου 2019, η ΕΚΤ αποφάσισε να υπαγάγει την τράπεζα σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης (στο εξής: απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης), απόφαση η οποία είχε τα ακόλουθα αποτελέσματα:

–        διάλυση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας και αντικατάσταση των πρώην μελών από τρεις προσωρινούς διαχειριστές, μεταξύ των οποίων ο E. Modiano και o F. Innocenzi, οι οποίοι ήταν, αντιστοίχως, πρόεδρος του εν λόγω διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος του πιστωτικού ιδρύματος·

–        διάλυση της επιτροπής εποπτείας της τράπεζας και αντικατάσταση των πρώην μελών από τρία άλλα πρόσωπα·

–        ανάθεση στα νέα όργανα της αποστολής που συνίσταται στη «λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διασφάλιση της εκ νέου συμμόρφωσης [της τράπεζας] προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις υπό βιώσιμους όρους».

15      Στις 2 Ιανουαρίου 2019, η λήψη της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης ανακοινώθηκε εκ παραλλήλου με ανακοινωθέν Τύπου, αφενός, της ΕΚΤ και, αφετέρου, της τράπεζας. Την ίδια ημέρα, η Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (Εθνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Ιταλία) ανέστειλε τη διαπραγμάτευση των εκδοθέντων ή εγγυημένων τίτλων «μέχρι την έναρξη ισχύος της απόφασης [περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης] ή μέχρι την αποκατάσταση, ιδίως κατόπιν νέων πρωτοβουλιών των αρχών που είναι αρμόδιες για την προληπτική εποπτεία, ενός πλήρους πλαισίου ενημέρωσης σχετικά με τους τίτλους που έχει εκδώσει ή εγγυηθεί η τράπεζα».

16      Στις 5 Ιανουαρίου 2019, η προσφεύγουσα ζήτησε από την ΕΚΤ αντίγραφο της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, δυνάμει του άρθρου 6 της απόφασης ΕΚΤ/2004/3 της ΕΚΤ, της 4 Μαρτίου 2004, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ (ΕΕ 2004, L 80, σ. 42)· κατόπιν δε της απόρριψης του αιτήματος αυτού, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της απορριπτικής απόφασης (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2022, Corneli κατά ΕΚΤ, T‑501/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:402).

17      Στις 29 Μαρτίου 2019, η ΕΚΤ παρέτεινε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2019 την υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης (στο εξής: απόφαση περί παράτασης), η δε λήψη της απόφασης αυτής ανακοινώθηκε από την τράπεζα με ανακοινωθέν Τύπου στις 30 Μαρτίου 2019.

18      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, η ΕΚΤ παρέτεινε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2019 την υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης (στο εξής: δεύτερη απόφαση περί παράτασης).

19      Στις 20 Δεκεμβρίου 2019, η ΕΚΤ παρέτεινε μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2020 την προσωρινή διαχείριση προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της διαδικασίας ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων (στο εξής: τρίτη απόφαση περί παράτασης).

 Αιτήματα των διαδίκων

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης καθώς και κάθε συνακόλουθη ή μεταγενέστερη πράξη, συμπεριλαμβανομένων ιδίως της απόφασης περί παράτασης και των διαδοχικών αποφάσεων περί παράτασης·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

 Επί των πράξεων των οποίων ζητείται η ακύρωση

22      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση πλειόνων πράξεων:

–        με το δικόγραφο της προσφυγής, ζητεί την ακύρωση της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης καθώς και «κάθε συνακόλουθης ή μεταγενέστερης πράξης», συμπεριλαμβανομένης της απόφασης περί παράτασης·

–        σε επιστολή που απηύθυνε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως, διευκρινίζει ότι η δεύτερη απόφαση περί παράτασης, η οποία εκδόθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, πρέπει να αποτελέσει επίσης αντικείμενο της προσφυγής·

–        με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει, για τον ίδιο λόγο, την τρίτη απόφαση περί παράτασης.

23      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς.

24      Εξάλλου, οι προσφυγές ακυρώσεως πρέπει να στρέφονται κατά υπαρκτών και βλαπτικών πράξεων (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2017, Ben Ali κατά Συμβουλίου, T‑149/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:693, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, οι κανόνες που παρατίθενται στις σκέψεις 23 και 24 ανωτέρω τηρούνται, αφενός, όσον αφορά την απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης και, αφετέρου, όσον αφορά την απόφαση περί παράτασης, δεδομένου ότι οι δύο αυτές αποφάσεις κατά των οποίων βάλλει το δικόγραφο της προσφυγής υφίσταντο κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής και ήταν βλαπτικές για την προσφεύγουσα.

26      Αντιθέτως, η δεύτερη και η τρίτη απόφαση περί παράτασης εκδόθηκαν κατόπιν της κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής η οποία και δεν βάλλει κατ’ αυτών. Ασφαλώς, η προσφεύγουσα προσδιόρισε στο δικόγραφο της προσφυγής ότι βάλλει κατά «κάθε συνακόλουθης ή μεταγενέστερης πράξης», πέραν της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης. Εντούτοις, μια τόσο γενική διατύπωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί την απαίτηση του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά τις διατάξεις αυτές, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και να συνοδεύεται, σε περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως, από αντίγραφο της πράξης της οποίας ζητείται η ακύρωση, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατός ο πέραν πάσης αμφιβολίας καθορισμός του αντικειμένου της διαφοράς. Εν προκειμένω, είναι πρόδηλο ότι η απαίτηση αυτή δεν τηρείται όταν ο προσφεύγων περιλαμβάνει απλώς στο δικόγραφο της προσφυγής μια τέτοια διατύπωση.

27      Επιπλέον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα προσαρμογής της προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο ορίζει τα εξής:

–        οσάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο (παράγραφος 1),

–        στην περίπτωση αυτή, η προσαρμογή της προσφυγής γίνεται με χωριστό δικόγραφο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (παράγραφος 2).

28      Η τυπικής φύσεως απαίτηση προσαρμογής της προσφυγής με χωριστό δικόγραφο δεν τηρήθηκε εν προκειμένω. Ασφαλώς, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τη νομιμότητα της δεύτερης και της τρίτης απόφασης περί παράτασης. Εντούτοις, η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα, όσον αφορά τα δύο έγγραφα, αφενός, με το υπόμνημα απαντήσεως και, αφετέρου, με επιστολή προς τη Γραμματεία σχετικά με την κατάθεση του τελευταίου αυτού εγγράφου. Πλην όμως, μια αναφορά που περιλαμβάνεται σε έγγραφο που αφορά άλλη πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα της εξεταζόμενης διάταξης, ως αίτημα υποβαλλόμενο με «χωριστό δικόγραφο».

29      Επομένως, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν πληρούνται εν προκειμένω και ότι, κατά συνέπεια, τα αιτήματα προσαρμογής της προσφυγής δεν είναι παραδεκτά. Ως εκ τούτου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 25 και 26 ανωτέρω, η προσφυγή είναι παραδεκτή καθόσον βάλλει κατά της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης και κατά της απόφασης περί παράτασης (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), αλλά είναι απαράδεκτη καθόσον βάλλει κατά «κάθε συνακόλουθης ή μεταγενέστερης πράξης», συμπεριλαμβανομένων της δεύτερης και της τρίτης απόφασης περί παράτασης.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης

30      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, προβάλλει ένσταση απαραδέκτου λόγω του ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να προσβάλει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, διότι δεν την αφορούν ούτε άμεσα ούτε ατομικά.

31      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ενεργητική νομιμοποίηση που απαιτείται για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως διέπεται από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο, εν προκειμένω, η απόφαση την οποία προτίθεται να προσβάλει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να το αφορά άμεσα και ατομικά, όταν η εν λόγω πράξη έχει ως αποδέκτη άλλο πρόσωπο.

32      Προκειμένου να αποφανθεί, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τις απαιτήσεις αυτές υπό το πρίσμα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν η προσφεύγουσα.

–       Επί του κατά πόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα

33      Κατά τη νομολογία, η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα ένα πρόσωπο (άμεσος επηρεασμός) όταν, σωρευτικώς:

–        επηρεάζει άμεσα τη νομική του κατάσταση·

–        δεν καταλείπει εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, η οποία έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την ενωσιακή ρύθμιση, χωρίς να παρεμβάλλεται η εφαρμογή άλλων κανόνων (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, στο εξής: απόφαση Trasta, EU:C:2019:923, σκέψη 103).

34      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η νομική κατάσταση της προσφεύγουσας επηρεάζεται, εν προκειμένω, χωρίς την παρεμβολή ενδιάμεσης πράξης, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, διότι οι ίδιες οι αποφάσεις αυτές μεταβάλλουν τα δικαιώματα που έχει η προσφεύγουσα για να μετάσχει ως μέτοχος στη διαχείριση της τράπεζας σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες:

–        συγκεκριμένα, οι εν λόγω αποφάσεις θίγουν το δικαίωμα της προσφεύγουσας να επιλέξει, υπό την ιδιότητά της ως μετόχου, τα όργανα διοίκησης και εποπτείας της τράπεζας, δεδομένου ότι, ελλείψει των αποφάσεων αυτών, οι μέτοχοι οι οποίοι, μόνοι ή από κοινού με άλλους, κατέχουν ορισμένο ποσοστό του κεφαλαίου θα μπορούσαν να υποβάλουν κατάλογο υποψηφίων για την εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου και κάθε μέτοχος θα μπορούσε να επιλέξει, μεταξύ των υποψηφίων, τα μέλη των δύο αυτών οργάνων, σύμφωνα με το καταστατικό της τράπεζας (άρθρα 18 και 26)·

–        εξάλλου, η απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης θίγει το δικαίωμα των μετόχων, όπως η προσφεύγουσα, να συγκαλέσουν τη γενική συνέλευση των μετόχων και να καθορίσουν την ημερήσια διάταξη, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, του καταστατικού της τράπεζας, οι μέτοχοι μπορούν να προκαλέσουν τη διεξαγωγή γενικής συνέλευσης και να καθορίσουν τα ζητήματα που θα εξεταστούν στην ημερήσια διάταξη, ότι, εν προκειμένω, το δικαίωμα αυτό ανεστάλη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του decreto legislativo n. 385 – Testo unico delle leggi in materia bancaria e creditizia (νομοθετικού διατάγματος 385 – κωδικοποιημένο κείμενο των νόμων σχετικά με τις τραπεζικές και πιστωτικές δραστηριότητες), της 1ης Σεπτεμβρίου 1993 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 230, της 30ής Σεπτεμβρίου 1993) (στο εξής: κώδικας τραπεζικής νομοθεσίας), μόνον οι προσωρινοί διαχειριστές μπορούν να συγκαλούν τη γενική συνέλευση και να καθορίζουν την ημερήσια διάταξη, με την έγκριση της ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 72, παράγραφος 6, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας·

–        τέλος, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις τροποποιούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη των οργάνων διοίκησης και εποπτείας κατόπιν αιτήματος των μετόχων, όπως η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η εν λόγω ευθύνη, η οποία διέπεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 2392 του ιταλικού αστικού κώδικα, περιορίζεται, σε περίπτωση προσωρινής διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 72, παράγραφος 9, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, στις περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας, ότι η διάταξη αυτή προβλέπει εξάλλου ότι τα αστικής φύσεως ένδικα βοηθήματα που ασκούνται κατά των προσωρινών διαχειριστών προϋποθέτουν την έγκριση της ΕΚΤ και ότι η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου παρέχει στους προσωρινούς διαχειριστές το δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης κατά των μελών των παυθέντων οργάνων της τράπεζας ή του διευθύνοντος συμβούλου εν γένει, με αποτέλεσμα να στερείται κατ’ αυτόν τον τρόπο η συνέλευση των μετόχων ή οι μέτοχοι που συνολικά κατέχουν ορισμένο ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου το δικαίωμα να ασκήσουν τέτοια αγωγή σύμφωνα με τα άρθρα 2393 και 2393bis του ιταλικού αστικού κώδικα.

35      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η έννομη σχέση μεταξύ της τράπεζας και των μετόχων της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προσφεύγουσα, μεταβλήθηκε, χωρίς την παρεμβολή οιασδήποτε ενδιάμεσης πράξης, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες ως εκ τούτου την αφορούν άμεσα.

36      Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό αμφισβητείται από την ΕΚΤ και την Επιτροπή.

37      Πρώτον, τα ως άνω θεσμικά όργανα υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το αποτέλεσμα των προσβαλλόμενων αποφάσεων στην κατάσταση των μετόχων, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, επηρέασε την άσκηση των δικαιωμάτων τους μόνον προσωρινώς, κατά την περίοδο που καλύπτουν οι εν λόγω αποφάσεις.

38      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την δικαστική προστασία, δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων που παράγει μια πράξη αναλόγως του αν τα εν λόγω αποτελέσματα αφορούν την ύπαρξη δικαιώματος ή την άσκησή του· το δικαίωμα υφίσταται προκειμένου να ασκηθεί και, ως εκ τούτου, ακόμη και αν το αποτέλεσμα που παράγει η οικεία πράξη αφορά την άσκηση του δικαιώματος, το δικαίωμα θίγεται ως προς τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε και παρασχέθηκε (πρβλ. διάταξη της 25ης Ιουνίου 2014, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑224/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:611, σκέψη 89). Περαιτέρω, ουδόλως προκύπτει από τη νομολογία ότι πρέπει να εξαιρούνται από τη δικαστική προστασία οι περιπτώσεις στις οποίες θίγεται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, η νομική κατάσταση ενός διαδίκου.

39      Συνεπώς, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

40      Δεύτερον, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης δεν έθιξε τα πλέον ουσιώδη δικαιώματα των μετόχων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, οι αποφάσεις που είχαν ιδιαίτερη σημασία για την τράπεζα εξακολουθούσαν να λαμβάνονται στο επίπεδο των μετόχων.

41      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπογραμμίζουν η ΕΚΤ και η Επιτροπή, ορισμένες αποφάσεις που επηρέαζαν την τράπεζα μπορούσαν ακόμη να ληφθούν, υπό το καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, από τους μετόχους που συνέρχονταν στο πλαίσιο της γενικής συνέλευσης. Εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές, η συνέλευση έπρεπε να συγκληθεί από τους προσωρινούς διαχειριστές, χωρίς να μπορούν να τη συγκαλέσουν οι ίδιοι οι μέτοχοι. Όσον όμως αφορά τα δικαιώματα των οποίων απολαύουν οι μέτοχοι, δεν επιτρέπεται να γίνει καμία διάκριση μεταξύ δικαιωμάτων που είναι ουσιώδη και χρήζουν προστασίας και μεταξύ δικαιωμάτων που χαρακτηρίζονται ως ελάσσονος σημασίας και δεν χρήζουν τέτοιας προστασίας.

42      Συνεπώς, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

43      Τρίτον, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι τα δικαιώματα που φέρεται ότι εθίγησαν είναι δικαιώματα της γενικής συνέλευσης και όχι συγκεκριμένων μετόχων μεμονωμένα. Επομένως, ισχυρίζονται ότι η νομική κατάσταση κάθε μετόχου δεν επηρεάζεται άμεσα από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα της ΕΚΤ και της Επιτροπής που αφορά τα δικαιώματα της γενικής συνέλευσης δεν λαμβάνει υπόψη, τουλάχιστον, το δικαίωμα ψήφου που παρέχει σε κάθε μέτοχο τη δυνατότητα να μετέχει ατομικώς στην εκλογή των μελών των οργάνων διοίκησης και εποπτείας. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με την έκδοση της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, το ως άνω δικαίωμα δεν μπορούσε πλέον να ασκηθεί από τους μετόχους λόγω της προσωρινής διαχείρισης, δεδομένου ότι ο διορισμός των μελών έπρεπε να αποφασιστεί, στο πλαίσιο ενός τέτοιου καθεστώτος, από την ίδια την ΕΚΤ, χωρίς καν να απαιτείται διαβούλευση με τους μετόχους.

45      Βεβαίως, η ψήφος συγκεκριμένου μετόχου δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να ληφθεί απόφαση στο πλαίσιο της γενικής συνέλευσης όταν ο μέτοχος αυτός δεν κατέχει αρκούντως σημαντικό ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος, για κάθε μέτοχο, και, ως εκ τούτου, την αναγκαία δικαστική προστασία.

46      Συνεπώς, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

47      Τέταρτον, αντιθέτως προς την προσφεύγουσα, η οποία φρονεί ότι το παραδεκτό της προσφυγής εν προκειμένω μπορεί να στηριχθεί στη θέση που έλαβε το Δικαστήριο με την απόφαση Trasta, η ΕΚΤ και η Επιτροπή θεωρούν ότι η απόφαση αυτή μάλλον επιρρωννύει την άποψή τους, ήτοι ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

48      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, με την ως άνω απόφαση, χωρίς να εξετάσει το ζήτημα του ατομικού επηρεασμού των μετόχων, αποφάνθηκε επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορούσε να θεωρηθεί ότι απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο τραπεζικής εποπτείας ιδρύματος στο οποίο οι μέτοχοι κατείχαν μερίδια αφορούσε άμεσα τους μετόχους.

49      Στην περίπτωση εκείνη, η ΕΚΤ, εκδίδοντας την απόφαση αυτή, ανακάλεσε την άδεια την οποία χρειαζόταν το εν λόγω ίδρυμα για την άσκηση των τραπεζικών του δραστηριοτήτων. Κατόπιν της ανάκλησης, το ίδρυμα τέθηκε υπό εκκαθάριση, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, από εθνικό δικαστήριο. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση, το δικαστήριο αυτό διόρισε εκκαθαριστή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν η απόφαση διά της οποίας η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας του ιδρύματος.

50      Στην απόφαση Trasta, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση περί ανάκλησης επηρέαζε άμεσα τη νομική κατάσταση του ίδιου του οικείου ιδρύματος, διότι, κατόπιν της λήψης της απόφασης αυτής, δεν επιτρεπόταν πλέον στο ίδρυμα να συνεχίσει τις τραπεζικές δραστηριότητές του (σκέψη 104 της εν λόγω απόφασης).

51      Αντιθέτως, η απόφαση περί ανάκλησης δεν είχε τέτοιο αποτέλεσμα στους μετόχους. Βεβαίως, η αξία των μετοχών ή η αναλογία των διανεμητέων μερισμάτων είχαν μειωθεί μετά την έκδοση της απόφασης. Ωστόσο, για το Δικαστήριο το αποτέλεσμα αυτό δεν είχε νομικό, αλλά οικονομικό χαρακτήρα. Η ανάκληση της άδειας αυτή καθεαυτήν δεν εμπόδιζε, κατά το Δικαστήριο, τη συνέχιση της άσκησης των δικαιωμάτων των μετόχων εντός της γενικής συνέλευσης, για παράδειγμα προκειμένου να ζητήσουν να μεταβληθεί ο εταιρικός σκοπός του ιδρύματος κατά τρόπο ώστε να μπορέσει να ασκήσει δραστηριότητες σε τομέα διαφορετικό από τον τραπεζικό τομέα.

52      Εν τέλει, από την απόφαση Trasta προκύπτει, κατά το Δικαστήριο, ότι μόνον η απόφαση περί εκκαθάρισης επηρέαζε τη νομική κατάσταση των μετόχων, διότι η εν λόγω απόφαση ανέθετε τη διαχείριση του οικείου ιδρύματος στον εκκαθαριστή, αφαιρώντας από τους μετόχους τη δυνατότητα να επηρεάσουν τη διαχείριση. Η εν λόγω απόφαση όμως δεν είχε εκδοθεί από την ΕΚΤ αλλά από εθνικό δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου χωρίς η συνέπεια αυτή, ήτοι η εκκαθάριση, να προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας. Επομένως, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αυτή καθεαυτήν, την οποία διέταξε η ΕΚΤ, δεν επηρέαζε η ίδια άμεσα τη νομική κατάσταση των μετόχων. Δεδομένου ότι η ανάκληση της άδειας ήταν η προσβαλλόμενη πράξη, η ασκηθείσα από τους μετόχους προσφυγή έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη (σκέψεις 105 έως 115 της εν λόγω απόφασης).

53      Κατά συνέπεια, η απόφαση Trasta αφορούσε διαφορετική κατάσταση, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε δεν είχε καμία επίπτωση, αφ’ εαυτής, στη νομική κατάσταση των προσφευγόντων μετόχων.

54      Επομένως, το ως άνω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν εν προκειμένω άμεσα την προσφεύγουσα.

–       Επί του κατά πόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα

55      Κατά την ΕΚΤ και την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα (ατομικός επηρεασμός), διότι τα δικαιώματά της εθίγησαν από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις σε βαθμό ο οποίος δεν διαφέρει σε σχέση με τους λοιπούς μετόχους της τράπεζας.

56      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μια προσβαλλόμενη πράξη αφορά ατομικά τα υποκείμενα δικαίου πλην των αποδεκτών της αν η πράξη αυτή τα επηρεάζει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή μιας πραγματικής κατάστασης που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 939).

57      Κατά την προσφεύγουσα, η απαίτηση περί ατομικού επηρεασμού πληρούται εν προκειμένω, διότι:

–        η προσφεύγουσα ανήκει σε ομάδα της οποίας τα μέλη είχαν εξατομικευθεί ή ήταν δυνατό να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων,

–        η δε εξατομίκευση αυτή μπορούσε να στηριχθεί σε κριτήρια που αφορούσαν ειδικά τα μέλη της ομάδας (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑362/06 P, EU:C:2009:243, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Συναφώς, όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρεί η προσφεύγουσα, η ίδια μπορούσε να εξατομικευθεί, υπό την ιδιότητά της ως μετόχου, κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Ειδικότερα, η απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης εκδόθηκε την 1η Ιανουαρίου, δηλαδή μια ημέρα κατά την οποία, δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν κλειστά, τα μερίδια στο κεφάλαιο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Όπως παραδέχτηκε η ΕΚΤ, η απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης ελήφθη την ημέρα εκείνη ακριβώς λόγω της αδυναμίας αγοράς ή πώλησης μεριδίων. Εκείνο το χρονικό σημείο, ο κατάλογος των μετόχων δεν μπορούσε να μεταβληθεί. Η ταυτότητα εκάστου εξ αυτών μπορούσε να επαληθευτεί, όπως απαιτεί η νομολογία. Το αυτό ισχύει όσον αφορά την απόφαση περί παράτασης. Βεβαίως, η εν λόγω απόφαση δεν εκδόθηκε ημέρα αργίας, αντιθέτως προς την πρώτη απόφαση. Εντούτοις, κατά τον χρόνο έκδοσής της, ο κατάλογος των μετόχων που θα μπορούσαν να επηρεαστούν ήταν ομοίως καθορισμένος.

59      Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, διαπιστώνεται επίσης ότι οι μέτοχοι, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, επηρεάστηκαν, λόγω της έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, βάσει ιδιότητας που χαρακτήριζε έκαστο εξ αυτών, ήτοι, αφενός, βάσει της κατοχής μετοχών στο κεφάλαιο της τράπεζας και, αφετέρου, βάσει του ότι εμποδίστηκαν, εξαιτίας των ως άνω αποφάσεων, να ασκήσουν ορισμένα δικαιώματα που συνδέονται με τις μετοχές.

60      Το κριτήριο του ατομικού επηρεασμού έχει διευκρινιστεί ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται, μεταξύ άλλων, όταν η προσβαλλόμενη πράξη θίγει τα κεκτημένα προ της έκδοσής της δικαιώματα του ενδιαφερομένου (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Η προσφεύγουσα είχε ακριβώς, πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, δικαιώματα που συνδέονταν με τις μετοχές της τα οποία, ενώ ήταν κεκτημένα, εθίγησαν κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης περιόδου.

62      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, το πρώτο αποτέλεσμα της υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης συνίσταται στην αναστολή των καθηκόντων της γενικής συνέλευσης, ήτοι της δυνατότητας των μετόχων να διατυπώνουν τη θέση τους επί των προτάσεων που τους απευθύνονται.

63      Επιπλέον, όσον αφορά τους μετόχους, η προσφεύγουσα συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων που ψήφισαν κατά της πρότασης που υποβλήθηκε στη γενική συνέλευση της 22ας Δεκεμβρίου 2018, ψήφος η οποία, ακόμη και αν εξέφραζε απλώς τη βούληση χρονικής μετάθεσης της διευθέτησης των προβλημάτων, είχε ως συνέπεια την παραίτηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου και, στη συνέχεια, τη διάλυσή του, οπότε η κατάσταση στην οποία βρέθηκε η τράπεζα, υπό το συγκεκριμένο πλαίσιο, προκάλεσε, όπως προκύπτει από την απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, την παρέμβαση της ΕΚΤ, με αναστολή των καθηκόντων της γενικής συνέλευσης και, ως εκ τούτου, της δυνατότητας των μετόχων να επηρεάσουν με την ψήφο τους τη στρατηγική που επρόκειτο να εφαρμόσει η τράπεζα.

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούνται όσον αφορά την προσφεύγουσα οι απαιτήσεις που απορρέουν από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17).

65      Το συμπέρασμα αυτό αμφισβητείται από την ΕΚΤ και την Επιτροπή.

66      Πρώτον, υπογραμμίζουν ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι απαράδεκτη, μια τέτοια κήρυξη απαραδέκτου δεν θα ήταν αντίθετη προς την υποχρέωση του δικαστή της Ένωσης να διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία των πραγματικών ή δυνητικών προσφευγόντων, διότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του ίδιου δικαστή προκειμένου να επιτύχει, ενδεχομένως, αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

67      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, οι προσφυγές ακυρώσεως και αποζημιώσεως επιδιώκουν σκοπούς οι οποίοι, καθόσον είναι διακριτοί, δεν πρέπει να συγχέονται (απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1971, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, 5/71, EU:C:1971:116)· υπό τις συνθήκες αυτές, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αποφανθεί ότι ένας τύπος ενδίκου βοηθήματος (εν προκειμένω, προσφυγή ακυρώσεως) μπορεί να κριθεί απαράδεκτος για τον λόγο ότι ένας δεύτερος τύπος ενδίκου βοηθήματος (για παράδειγμα, αγωγή αποζημιώσεως) θα μπορούσε να κριθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του παραδεκτού.

68      Επομένως, η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

69      Δεύτερον, η ΕΚΤ προβάλλει, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ότι η νομολογία σχετικά με κλειστές ομάδες πρέπει να περιορίζεται σε οντότητες που έχουν μικρό αριθμό μελών. Τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω, διότι, κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, η τράπεζα αριθμούσε περίπου 35 000 μετόχους. Κατά την άποψη των δύο θεσμικών οργάνων, η αποδοχή του παραδεκτού προσφυγής δυνάμενης να ασκηθεί από τόσο μεγάλο αριθμό προσφευγόντων θα αντέβαινε στην προσέγγιση που υιοθετήθηκε με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17).

70      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπογραμμίζουν η ΕΚΤ και η Επιτροπή, πολλές αποφάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα αφορούν ομάδες με μικρό αριθμό μελών, για παράδειγμα 8 οντότητες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 63), 6 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψη 76), ή 27 στην απόφαση της 1ης Ιουλίου 1965, Toepfer και Getreide-Import Gesellschaft κατά Επιτροπής (106/63 και 107/63, EU:C:1965:65, σ. 103).

71      Κατά την προσφεύγουσα, οι όροι που χρησιμοποιούνται στη νομολογία που εξετάστηκε κατά τα ανωτέρω αποσκοπούν εντούτοις μόνο στο να εξηγήσουν το επίμαχο κριτήριο, ήτοι την απαίτηση να περιλαμβάνει η οικεία ομάδα μέλη δυνάμενα να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης και, επομένως, να πρόκειται για ομάδα η οποία δεν μπορεί να διευρυνθεί και παρουσιάζει, κατά συνέπεια, το χαρακτηριστικό ότι είναι «στενή», «περιορισμένη» ή ακόμη και «κλειστή» (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψη 71, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 59).

72      Η προσφεύγουσα εκτιμά, εν πάση περιπτώσει, ότι σύμφωνα με τη νομολογία είναι παραδεκτές οι προσφυγές σε καταστάσεις που μπορούν να συνεπάγονται μεγάλο αριθμό προσφευγόντων. Τούτο ισχύει για τις προσφυγές που ασκούνται από δικαιούχους κατά αποφάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε ένα ή πλείονα κράτη μέλη σχετικά με καθεστώτα που αφορούν ενισχύσεις χορηγηθείσες ή δυνάμενες να χορηγηθούν από τα κράτη αυτά. Μολονότι αυτός ο τύπος αποφάσεων δεν απευθύνεται στους δικαιούχους, η νομολογία τούς επιτρέπει να προσβάλουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη νομιμότητα των αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω προσφεύγοντες ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα πολυάριθμοι, ανάλογα με το είδος του οικείου καθεστώτος [απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (Heitkamp BauHolding υπό πτώχευση) κατά Επιτροπής, C‑203/16 P, EU:C:2018:505].

73      Η Επιτροπή με την απάντησή της υποστηρίζει ότι, σε τέτοιες υποθέσεις που αφορούν δικαιούχους ενισχύσεων, οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν κανονιστικό και όχι ατομικό χαρακτήρα· ειδικότερα, αφορούν εθνικά μέτρα που συνεπάγονται καθεστώς ενισχύσεων εφαρμοζόμενο σε κατηγορίες προσώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

74      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η θέση που υιοθέτησε η Επιτροπή ως προς τον κανονιστικό χαρακτήρα των πράξεων που προσβάλλονται στις υποθέσεις που αφορούν δικαιούχους ενισχύσεων δεν θα είχε ως αποτέλεσμα, αν επιβεβαιωνόταν ο χαρακτήρας αυτός, το απαράδεκτο της προσφυγής. Συγκεκριμένα, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διασφαλίζει το παραδεκτό των προσφυγών που ασκούνται κατά κανονιστικών πράξεων όταν η κατάσταση των προσφευγόντων επηρεάζεται χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα για την εφαρμογή των εν λόγω πράξεων. Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επηρέασαν τη νομική κατάσταση των μετόχων χωρίς την παρεμβολή οιασδήποτε ενδιάμεσης πράξης, οποιασδήποτε φύσεως, στερώντας τους τη δυνατότητα να ασκήσουν ορισμένα από τα δικαιώματα που συνδέονται με τις μετοχές τους καθ’ όλη τη διάρκεια της υπαγωγής της τράπεζας σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψεις 28 και 58).

75      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως, αφενός, να αμφισβητεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά ατομικά την προσφεύγουσα για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα αποτελεί μέρος μιας κατηγορίας επιχειρηματιών και, αφετέρου, να υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι στρέφεται κατά πράξης η οποία, καθόσον αφορά μια τέτοια κατηγορία, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, εντός ενός πλαισίου όπου η πράξη αυτή επηρέασε τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας χωρίς να έχει παρεμβληθεί ενδιάμεση πράξη.

76      Επομένως, η δεύτερη ένσταση πρέπει επίσης να απορριφθεί και πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα και, αφετέρου, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων σχετικά με τον άμεσο επηρεασμό, ότι η προσφεύγουσα πληροί τις απαιτήσεις που επιβάλλει η Συνθήκη όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

77      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής.

78      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, η προσφεύγουσα, για να ασκήσει την προσφυγή της, πρέπει να θεμελιώσει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποδεικνύοντας ότι τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, τούτο δε προϋποθέτει ότι η πράξη μετέβαλε ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 37).

79      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα κατέχει μερίδια στο κεφάλαιο επιχείρησης, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι διαφορετικό από εκείνο που επιδιώκει η επιχείρηση, εν προκειμένω η τράπεζα, στην οποία κατέχει μετοχές. Πράγματι, μόνον η επιχείρηση δικαιούται, κατ’ αρχήν, να ασκήσει προσφυγή για να υπερασπιστεί τα δικά της συμφέροντα. Αν το συμφέρον προς υπεράσπιση είναι το συμφέρον της επιχείρησης, ο μέτοχος μπορεί να ζητήσει από τη γενική συνέλευση ή το όργανο διοίκησης να ασκήσει την προσφυγή (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2000, Euromin κατά Συμβουλίου, T‑597/97, EU:T:2000:157, σκέψη 50, και της 12ης Νοεμβρίου 2015, HSH Investment Holdings Coinvest‑C και HSH Investment Holdings FSO κατά Επιτροπής, T‑499/12, EU:T:2015:840, σκέψη 31).

80      Ομοίως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διακρίνει μεταξύ, αφενός, των προσφυγών που ασκούνται από τους μετόχους για την προάσπιση των δικών τους δικαιωμάτων και, αφετέρου, των προσφυγών που ασκούνται από τους μετόχους για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων της επιχείρησης (απόφαση του ΕΔΔΑ της 7ης Ιουλίου 2020, Albert κ.λπ. κατά Ουγγαρίας, CE:ECHR:2020:0707JUD000529414).

81      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, για να δικαιολογήσει την προσφυγή της, δεν επικαλείται το αποτέλεσμα που παράγουν επί της τράπεζας οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αλλά τονίζει τον αντίκτυπο των αποφάσεων στα προσωπικά της δικαιώματα, ως μετόχου, ιδίως δε στο δικαίωμα σύγκλησης γενικής συνέλευσης προκειμένου να προταθεί η άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή ακόμη στο δικαίωμα προσθήκης του αντίστοιχου ζητήματος στην ημερήσια διάταξη της γενικής συνέλευσης.

82      Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί, όπως εντούτοις προβάλλει η ΕΚΤ, ότι, αν ακυρώνονταν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, το αποτέλεσμα στην κατάσταση των μετόχων θα ήταν το ίδιο με εκείνο που θα είχε η ακύρωση στην κατάσταση της τράπεζας: όσον αφορά το αποτέλεσμα που παράγουν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στα δικά της δικαιώματα, η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεστεί συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων, το οποίο δεν συγχέεται με το συμφέρον της τράπεζας, αλλά διακρίνεται από αυτό. Επομένως, η απαίτηση ύπαρξης διακριτού συμφέροντος πληρούται εν προκειμένω.

83      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα είναι παραδεκτή καθόσον ασκήθηκε στο όνομά της κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 Επί της ουσίας

84      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως:

–        παράβαση των κανόνων περί αναλογικότητας·

–        παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και προσβολή του δικαιώματος ακρόασης·

–        τον διορισμό, ως προσωρινών διαχειριστών, προσώπων που είχαν προηγουμένως ασκήσει σημαντικά καθήκοντα στη διεύθυνση και τη διοίκηση της τράπεζας·

–        πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό της νομικής βάσεως που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων·

–        το γεγονός ότι η ΕΚΤ επιχείρησε να επιλύσει προβλήματα διοίκησης της τράπεζας διορίζοντας πρόσωπα που είχαν δημιουργήσει τα εν λόγω προβλήματα·

–        αφενός, την παράβαση των κανόνων σχετικά με τα δικαιώματα του μετόχου και, αφετέρου, την παραβίαση των θεμελιωδών αρχών που αφορούν την προστασία της ιδιοκτησίας και της αποταμίευσης, την ελευθερία της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας και την αυτοδιάθεση του πολίτη στις προσωπικές επιλογές του·

–        την ανεπάρκεια της προσωρινής διαχείρισης για την επίλυση του διαπιστωθέντος προβλήματος.

85      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αρχίσει την εξέταση με τον λόγο ακυρώσεως που αφορά την πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό της νομικής βάσης που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά νομική πλάνη της ΕΚΤ κατά τον καθορισμό της νομικής βάσης που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων

86      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε νομική πλάνη καθόσον θεμελίωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις στο άρθρο 70, παράγραφος 1, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, ενώ η διάταξη αυτή δεν καλύπτει την κατάσταση της οποίας γίνεται επίκληση προκειμένου να δικαιολογηθεί η υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, ήτοι τη «σημαντική επιδείνωση» της κατάστασης της τράπεζας.

87      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει τον ως άνω λόγο ακυρώσεως.

88      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το τιτλοφορούμενο «Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου» άρθρο 28 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), προβλέπει τα εξής:

«1. Η Τράπεζα της Ιταλίας μπορεί να λάβει τα ακόλουθα μέτρα έναντι τράπεζας ή μητρικής εταιρίας τραπεζικού ομίλου:

[…]

(b) την απομάκρυνση των στελεχών που μνημονεύονται στο άρθρο 69vicies semel, σε περίπτωση σοβαρής παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή καταστατικών διατάξεων ή σοβαρών παρατυπιών στο πλαίσιο της διοίκησης, ή ακόμη σε περίπτωση ιδιαίτερα σημαντικής επιδείνωσης της κατάστασης της τράπεζας ή του τραπεζικού ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα που προβλέπονται στο στοιχείο a ή στα άρθρα 53bis και 67ter δεν επαρκούν για την επανόρθωση της κατάστασης.»

89      Το δε άρθρο 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, με το οποίο μεταφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 29 της οδηγίας 2014/59, το οποίο επιγράφεται «Προσωρινός διαχειριστής», ορίζει τα εξής:

«1. Η Τράπεζα της Ιταλίας μπορεί να διατάξει τη διάλυση των οργάνων που ασκούν καθήκοντα διοίκησης και ελέγχου των τραπεζών σε περιπτώσεις παράβασης ή παρατυπίας περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, ή αν αναμένεται σημαντική περιουσιακή ζημία, ή όταν ζητείται η διάλυση με αιτιολογημένο αίτημα των οργάνων διοίκησης ή της έκτακτης γενικής συνέλευσης.»

90      Από το γράμμα των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι αφορούν δύο διαφορετικές περιπτώσεις:

–        αφενός, το άρθρο 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, ρυθμίζει την «απομάκρυνση» των διοικητικών ή ελεγκτικών οργάνων των τραπεζών τα οποία, άπαξ και το εν λόγω μέτρο ελήφθη, πρέπει να αντικαθίστανται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης·

–        αφετέρου, το άρθρο 70 διέπει τη «διάλυση» (scioglimento) των οργάνων διοίκησης ή ελέγχου των τραπεζών, η οποία συνεπάγεται την αναστολή της άσκησης των καθηκόντων των συνελεύσεων και των λοιπών οργάνων και την τοποθέτηση έκτακτης διοίκησης.

91      Από την ανάγνωση των άρθρων 28 και 29 της οδηγίας 2014/59, στη μεταφορά των οποίων στην εσωτερική έννομη τάξη αποσκοπούν οι προαναφερθείσες διατάξεις, προκύπτει ότι τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμα ή εναλλακτικά, δεδομένου ότι το πρώτο μέτρο είναι λιγότερο παρεμβατικό από το δεύτερο, το οποίο μπορεί να ληφθεί μόνον αν η αντικατάσταση των διοικητικών ή ελεγκτικών οργάνων των τραπεζών σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης κριθεί από την αρμόδια αρχή ανεπαρκής για την επανόρθωση της κατάστασης.

92      Διαφέρουν επίσης οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, και του άρθρου 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, η «απομάκρυνση» των διοικητικών ή ελεγκτικών οργάνων προβλέπεται σε περίπτωση:

–        σοβαρής παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή καταστατικών διατάξεων·

–        σοβαρών παρατυπιών στο πλαίσιο της διοίκησης·

–        ή όταν η επιδείνωση της κατάστασης της τράπεζας ή του τραπεζικού ομίλου είναι ιδιαίτερα σημαντική.

93      Αντιθέτως, προβλέπονται η «διάλυση» των διοικητικών ή ελεγκτικών οργάνων και η τοποθέτηση έκτακτης διοίκησης:

–        σε περίπτωση σοβαρής παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή καταστατικών διατάξεων που καλύπτεται από το άρθρο 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b·

–        ή σε περίπτωση σοβαρών παρατυπιών στο πλαίσιο της διοίκησης περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b·

–        ή εάν αναμένονται σοβαρές περιουσιακές ζημίες·

–        ή όταν η διάλυση ζητείται με αιτιολογημένο αίτημα των οργάνων της διοίκησης ή της έκτακτης συνέλευσης.

94      Από γραμματική ανάλυση σχετικά με τη διατύπωση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, και του άρθρου 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας προκύπτει ότι η απαρίθμησή τους είναι εξαντλητική και ότι εφαρμόζονται εναλλακτικώς, όπως προκύπτει από τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή». Συγκεκριμένα, η δεύτερη διάταξη προβλέπει ότι η διάλυση των διοικητικών ή ελεγκτικών οργάνων των τραπεζών και η τοποθέτηση έκτακτης διοίκησης είναι δυνατές σε τέσσερις περιπτώσεις, εκ των οποίων οι δύο προβλέπονται στην πρώτη διάταξη και πρέπει, όπως προκύπτει από την ευθεία παραπομπή στην εν λόγω διάταξη, να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο όπως και στο πλαίσιο της «απομάκρυνσης». Από τη γραμματική ανάλυση προκύπτει επίσης ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών.

95      Επομένως, από το άρθρο 69octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, και από το άρθρο 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας προκύπτει ότι η δεύτερη από τις δύο αυτές διατάξεις δεν προβλέπει τη διάλυση των διοικητικών ή ελεγκτικών οργάνων των τραπεζών και την τοποθέτηση έκτακτης διοίκησης σε περίπτωση «σημαντικής επιδείνωσης της κατάστασης της τράπεζας ή του τραπεζικού ομίλου».

96      Εν προκειμένω, η ΕΚΤ, με την απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, αποφάσισε τη «διάλυση των διοικητικών και ελεγκτικών οργάνων της [τράπεζας] και [την] αντικατάστασή τους από τρεις έκτακτους επιτρόπους και από επιτροπή εποπτείας».

97      Για να εκδώσει την απόφαση αυτή, έκρινε, στο σημείο 2.1, ότι «πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 69octiesdecies και του άρθρου 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, ήτοι η σημαντική επιδείνωση της κατάστασης της [τράπεζας]», προτού συναγάγει, στο σημείο 2.6, ότι «η έκτακτη διοίκηση [ήταν] αναγκαία και πρόσφορη» και ότι «η άσκηση της εξουσίας που προβλέπεται στο άρθρο 70 [του εν λόγω κώδικα] κρίθηκε επίσης σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας προκειμένου να αντιμετωπιστεί η σοβαρή κατάσταση στην οποία [τελούσε κατά το χρονικό εκείνο σημείο η τράπεζα]».

98      Ειδικότερα, από την αιτιολογία που παρατίθεται στην προαναφερθείσα απόφαση προκύπτει ότι η εξουσία που άσκησε η ΕΚΤ στην υπό κρίση υπόθεση για να υπαγάγει την τράπεζα σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης είναι εκείνη που διαλαμβάνεται στο άρθρο 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, η δε αναφορά στο άρθρο 69octiesdecies του εν λόγω κώδικα δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή.

99      Ομοίως, η ΕΚΤ, με την απόφαση περί παράτασης, έκρινε ότι η προσωρινή διαχείριση έπρεπε να συνεχιστεί, λόγω της συνεχιζόμενης «σημαντικής επιδείνωσης της κατάστασης της εποπτευόμενης οντότητας» (σημείο 2.1), και ότι «η άσκηση της εξουσίας δυνάμει του άρθρου 70 [του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας]» άρμοζε στις περιστάσεις (σημείο 2.6).

100    Επομένως, η ΕΚΤ παρέβη το άρθρο 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας καθόσον στηρίχθηκε, μολονότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν προβλεπόταν από την ως άνω διάταξη, στη «σημαντική επιδείνωση της κατάστασης της [τράπεζας]» προκειμένου να διαλύσει τα διοικητικά και ελεγκτικά όργανα της τράπεζας, να τη θέσει και να τη διατηρήσει υπό προσωρινή διαχείριση καθ’ όλη την περίοδο που καλυπτόταν από την απόφαση περί παράτασης.

101    Το συμπέρασμα αυτό αμφισβητείται από την ΕΚΤ και την Επιτροπή.

102    Πρώτον, αμφότερες παρατηρούν ότι η υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης προβλέπεται στο άρθρο 29 της οδηγίας 2014/59. Το δε άρθρο 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της εν λόγω διάταξης, στης οποίας τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη αποσκοπούσε, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας. Από την εν λόγω σύμφωνη ερμηνεία προκύπτει ότι η υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης επιτρέπεται βάσει του άρθρου 70, ακόμη και αν η υπό εξέταση κατάσταση, ήτοι η σημαντική επιδείνωση της κατάστασης της τράπεζας, δεν μνημονεύεται ρητώς στη διάταξη αυτή.

103    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, εφαρμόζοντας το εσωτερικό δίκαιο, ο καλούμενος να το ερμηνεύσει εθνικός δικαστής οφείλει να το πράξει στον μέγιστο δυνατό βαθμό υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της επίμαχης οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο με αυτήν αποτέλεσμα. Η υποχρέωση περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι πράγματι εγγενής στο σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να εξασφαλίζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν εκδίδει απόφαση επί εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς (βλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24, και της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci, C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 55, 57 και 58). Το Γενικό Δικαστήριο έχει την ίδια υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, υπό το πρίσμα μιας οδηγίας, όταν καλείται, όπως στην υπό κρίση διαφορά, δυνάμει των σχετικών διατάξεων, να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο.

104    Επιπλέον, κατά το μέτρο που τίθεται ζήτημα ερμηνείας διάταξης της εθνικής νομοθεσίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το περιεχόμενο εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, Caisse régionale de crédit agricole mutuel Alpes Provence κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑133/16 έως T‑136/16, EU:T:2018:219, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση του δικαστή να λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο οδηγίας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Impact, C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 100, και της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 25).

106    Επομένως, η υπομνησθείσα ανωτέρω υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για ερμηνεία αντίθετη προς τους όρους που χρησιμοποιούνται στην εθνική διάταξη μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

107    Πλην όμως, αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε αν η εν λόγω μέθοδος ερμηνείας χρησιμοποιούνταν εν προκειμένω. Πράγματι, το ληφθέν μέτρο είναι το μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, τούτο δε έχει ως συνέπεια ότι πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Η αναφορά στο άρθρο 69octiesdecies του εν λόγω κώδικα στην απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, η οποία μπορεί ίσως να εξηγηθεί, όσον αφορά δύο από τις προϋποθέσεις εφαρμογής που μνημονεύονται στο άρθρο 70 του ίδιου κώδικα, λόγω της παραπομπής στο άρθρο 69octiesdecies, δεν μπορεί να μεταβάλει τους κανόνες που ισχύουν για τη θέσπιση των οικείων μέτρων ούτε τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους.

108    Η «επιδείνωση της κατάστασης της τράπεζας» δεν αποτελεί γενικό όρο αλλά προϋπόθεση προβλεπόμενη από νομοθετικό κείμενο που αναφέρεται σε εξαντλητικό κατάλογο τεσσάρων εναλλακτικών προϋποθέσεων. Οι προϋποθέσεις αυτές που καθορίζονται ρητώς από τον νόμο για τη θέσπιση ενός ιδιαιτέρως παρεμβατικού μέτρου –του πλέον παρεμβατικού στο σύστημα έγκαιρης παρέμβασης– όπως η υπαγωγή της τράπεζας σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης πρέπει να τηρούνται, οι προϋποθέσεις δε που προβλέπονται για τη λήψη του λιγότερο παρεμβατικού μέτρου δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς για να δικαιολογήσουν τη λήψη του πλέον παρεμβατικού μέτρου, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στο κείμενο του νόμου.

109    Συνεπώς, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

110    Δεύτερον, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστήριξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η ΕΚΤ υποχρεούνταν, όταν παρεμβαίνει ως αρμόδια αρχή δυνάμει της τραπεζικής νομοθεσίας, να εφαρμόζει, πέραν του εθνικού δικαίου, το σύνολο των κανόνων που περιλαμβάνονται στο δίκαιο της Ένωσης· βάσει αυτού όφειλε, κατά τα εν λόγω θεσμικά όργανα, να εφαρμόσει τη διάταξη η οποία περιέχεται στην οδηγία 2014/59 και προβλέπει την υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης σε περίπτωση σημαντικής επιδείνωσης της κατάστασης του οικείου ιδρύματος.

111    Επ’ αυτού, υπογραμμίζεται ότι τα δύο αυτά θεσμικά όργανα, όπως και τα ίδια επισημαίνουν, οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο των δράσεών τους. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από την αρχή της νομιμότητας, η οποία επιβάλλει στα θεσμικά όργανα να τηρούν, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, τους κανόνες στους οποίους υπόκεινται. Ειδικότερα, η εν λόγω υποχρέωση εκφράζεται, όσον αφορά την προληπτική εποπτεία, όπως τόνισαν τα οικεία θεσμικά όργανα, στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, «[γ]ια το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον [κανονισμό αυτόν], με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη».

112    Εντούτοις, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν το δίκαιο της Ένωσης αποτελείται από οδηγίες, πρέπει να εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο που μεταφέρει τις οδηγίες αυτές στην εσωτερική έννομη τάξη. Η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει δύο διαφορετικές πηγές υποχρεώσεων, ήτοι το σύνολο του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, στο οποίο πρέπει να προστεθεί το εθνικό δίκαιο που τις μεταφέρει. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα προϋπέθετε ότι οι εθνικές διατάξεις διαφέρουν από τις οδηγίες και ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, τα δύο είδη πράξεων δεσμεύουν την ΕΚΤ ως χωριστές πηγές κανόνων δικαίου. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι θα αντέβαινε στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι «[η] οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών». Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, μια οδηγία, αυτή καθεαυτήν, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ’ αυτού (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall, 152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48· βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci, C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Επομένως, το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε η ΕΚΤ κατά την εφαρμογή του άρθρου 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας δεν μπορεί να θεραπευθεί με ελεύθερη ερμηνεία των διατάξεων η οποία θα επέτρεπε την αναδιαμόρφωση των προϋποθέσεων εφαρμογής διατάξεων που έχουν σχεδιαστεί με διαφορετικό τρόπο στην οδηγία 2014/59 και στο εθνικό δίκαιο.

114    Ως εκ τούτου, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει συνεπώς να ακυρωθούν, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

116    Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

117    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατ’ εφαρμογήν της διάταξης αυτής, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση ECB-SSM2019-ITCAR11 της ΕΚΤ, της 1ης Ιανουαρίου 2019, περί υπαγωγής της Banca Carige SpA σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, καθώς και την απόφαση ECBSSM2019ITCAR13 της ΕΚΤ, της 29ης Μαρτίου 2019, περί παράτασης έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2019 της υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα της Francesca Corneli.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Παπασάββας

Gervasoni

Madise

Nihoul

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Οκτωβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.