Language of document : ECLI:EU:T:2010:244

Υπόθεση T-549/08

Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«ΕΚΤ – Αναστολή χρηματοδοτικής συνδρομής – Καταπολέμηση των διακρίσεων και ανισοτήτων σε σχέση με την αγορά εργασίας – Σοβαρές ελλείψεις των συστημάτων διαχειρίσεως ή ελέγχου δυνάμενες να οδηγήσουν σε ανωμαλίες συστημικού χαρακτήρα – Άρθρο 39, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Οικονομική και κοινωνική συνοχή – Διαρθρωτικές παρεμβάσεις – Κοινοτική χρηματοδότηση – Υποχρέωση των κρατών μελών να οργανώνουν συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου

(Κανονισμός 1260/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 38 § 1 και 39 §§ 2, στοιχείο γ΄, και 3· κανονισμός 438/2001 της Επιτροπής, άρθρα 3, στοιχείο α΄, 7 και 9 § 4)

2.      Οικονομική και κοινωνική συνοχή – Διαρθρωτικές παρεμβάσεις – Κοινοτική χρηματοδότηση – Απόφαση περί αναστολής αρχικώς χορηγηθείσας συνδρομής

(Κανονισμός 1260/1999 του Συμβουλίου)

1.      Ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο μόνον οι δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες επιβαρύνουν στον προϋπολογισμό ισχύει και για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ).

Σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως που διέπει τη λειτουργία των διαρθρωτικών ταμείων και λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών που έχουν ανατεθεί στις εθνικές αρχές στο πλαίσιο της λειτουργίας αυτής, η υποχρέωση των κρατών μελών να οργανώνουν συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου, την οποία θεσπίζει το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού 1260/1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία, και των οποίων οι λεπτομέρειες καθορίζονται στα άρθρα 2 έως 8 του κανονισμού 438/2001, έχει ουσιώδη σημασία. Δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού 1260/1999, η Επιτροπή αναστέλλει τις ενδιάμεσες πληρωμές αν, αφού προβεί στις αναγκαίες επαληθεύσεις, διαπιστώσει ότι υφίστανται σοβαρές ελλείψεις στα συστήματα διαχειρίσεως ή ελέγχου, ικανές να προκαλέσουν ανωμαλίες συστημικού χαρακτήρα.

Συναφώς, δεδομένου ότι η αρχή διαχειρίσεως και η αρχή πληρωμής καλούνται, σύμφωνα με την κανονιστική ρύθμιση που ισχύει για τις παρεμβάσεις που χρηματοδοτούνται από το ΕΚΤ, να διενεργούν ελέγχους διαφορετικής φύσεως σε διαφορετικά στάδια, η ταυτόχρονη άσκηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στις αρχές αυτές ενέχει μη αμελητέο κίνδυνο συντονισμού, αν όχι ταυτίσεως, των εν λόγω ελέγχων και, συνεπώς, είναι ικανή να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των εν λόγω ελέγχων. Πράγματι, ναι μεν το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 438/2001 δεν απαγορεύει να ανήκουν η αρχή διαχειρίσεως και η αρχή πληρωμής στον ίδιο οργανισμό, πλην όμως θα πρέπει να υπάρχει σαφής καταμερισμός και επαρκής διαχωρισμός των καθηκόντων στο εσωτερικό του συγκεκριμένου οργανισμού, όπως προβλέπει το άρθρο 3, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού.

Εξάλλου, τόσο στο στάδιο των επαληθεύσεων σε πρώτο επίπεδο στις οποίες προβαίνει η αρχή διαχειρίσεως όσο και στο στάδιο της πιστοποιήσεως εκ μέρους της αρχής πληρωμής, που αποτελούν εγγυήσεις της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, οι εθνικές αρχές οφείλουν να βεβαιώνονται ex ante και κατά τρόπο εξαντλητικό τόσο για το υποστατό όσο και για το νομότυπο των σχεδιαζομένων δαπανών. Δεν αρκεί να προβαίνουν οι εθνικές αρχές σε επαληθεύσεις ex post ακολουθούμενες, ενδεχομένως, από δημοσιονομικές διορθώσεις.

Όσον αφορά την παρακολούθηση της διαδρομής ελέγχου στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7 του κανονισμού 438/2001, η απλή παραπομπή στα δελτία συμμετοχής σχετικά με παρέμβαση στο πλαίσιο προγράμματος χρηματοδοτούμενου από το ΕΚΤ δεν μπορεί, από μόνη της, να παράσχει το σύνολο των ακριβών πληροφοριών που απαιτεί το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού.

Συνεπώς, η Επιτροπή δικαίως μπορεί να συμπεράνει ότι υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις σε σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου, ικανές να οδηγήσουν σε ανωμαλίες συστημικού χαρακτήρα, και, ως εκ τούτου, να αναστείλει τις ενδιάμεσες πληρωμές για την επίμαχη παρέμβαση, οσάκις διαπιστώνει, στο πλαίσιο προγράμματος χρηματοδοτούμενου από το ΕΚΤ, την από κοινού άσκηση των καθηκόντων διαχειρίσεως και πληρωμής, την παράλειψη ή την ανεπάρκεια των επαληθεύσεων σε πρώτο επίπεδο καθώς και, προκειμένου για την παρακολούθηση της διαδρομής ελέγχου, την παράλειψη τηρήσεως και φυλάξεως, στο ενδεδειγμένο επίπεδο διαχειρίσεως, όλων των ακριβών πληροφοριακών στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 438/2001.

(βλ. σκέψεις 45-47, 52, 54, 57-61)

2.      Επίκληση της παραβιάσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι δυνατή στην περίπτωση προσώπου το οποίο έχει καταστεί ένοχος πρόδηλης παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας.

Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν απαγορεύει την κατάργηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής όταν οι όροι χορηγήσεως της εν λόγω συνδρομής προδήλως δεν έχουν τηρηθεί. Στην περίπτωση σοβαρών ελλείψεων στα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου, ικανών να οδηγήσουν σε ανωμαλίες συστημικού χαρακτήρα, οι εν λόγω παρατυπίες, όπως και η πρόδηλη παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση περί χορηγήσεως κοινοτικής συνδρομής ή των διατάξεων που περιέχονται στην απόφαση περί χορηγήσεως, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως πρόδηλες παραβάσεις της ισχύουσας νομοθεσίας.

Τυχόν ύπαρξη παρατυπιών οι οποίες δεν διώχθηκαν ή δεν αποκαλύφθηκαν προηγουμένως δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Συνεπώς, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή, αφού διαπιστώσει παραβάσεις κατά τη διάρκεια ειδικού ελέγχου, να αντλήσει από τη διαπίστωση αυτή τις οικονομικές συνέπειες. Οι εθνικές αρχές, οι οποίες φέρουν κατά πρώτο λόγο την ευθύνη του δημοσιονομικού ελέγχου των παρεμβάσεων δεν μπορούν να απαλλαγούν από την ευθύνη αυτή επικαλούμενες ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία ανωμαλία κατά τη διάρκεια προγενέστερου ελέγχου. Πράγματι και εν πάση περιπτώσει, οι εκθέσεις ελέγχου που συντάσσονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο της διενέργειας πράξεων χρηματοδοτουμένων από τα διαρθρωτικά ταμεία δεν είναι, καταρχήν, ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το σύμφωνο των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου που οφείλουν να θεσπίσουν τα κράτη μέλη. Οι εκθέσεις αυτές συνήθως καταρτίζονται με δειγματοληψία, βάσει αντιπροσωπευτικών, και όχι εξαντλητικών, στοιχείων σχετικών με την παρέμβαση, και περιορίζονται στη διαπίστωση της καταστάσεως που επικρατεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται ο έλεγχος. Επιπλέον, οι εκθέσεις αυτές αντικατοπτρίζουν απλώς την επαγγελματική γνώμη των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου και όχι τη γνώμη της Επιτροπής, η οποία διατυπώνεται αργότερα, μετά από κατ’ αντιμωλία διαδικασία στην οποία εμπλέκεται στενά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

(βλ. σκέψεις 73-77, 79)