Language of document : ECLI:EU:T:2006:396

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02

Raiffeisen Zentralbank Österreich AG κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αυστριακή τραπεζική αγορά — “Όμιλος Lombard” — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου — Υπολογισμός των προστίμων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή

(Άρθρα 229 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή ασκηθείσα από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως — Μεταβίβαση της ιδιότητας του προσφεύγοντος σε τρίτο πρόσωπο — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρα 229 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση φυσικού ή νομικού προσώπου περί διαπιστώσεως παραβάσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρα 3 §§ 1 και 2, και 2842/98, άρθρα 6 έως 8)

4.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγορεύονται — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούν να εξετασθούν ως συστατικά στοιχεία ενιαίας παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως

7.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Οριοθέτηση της αγοράς — Αντικείμενο

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Οριοθέτηση της αγοράς — Αντικείμενο

(Άρθρο 81 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

(Άρθρο 81 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

12.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμπράξεις που θεωρούνται ως συστατικά στοιχεία ενιαίας συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες— Παραβάσεις — Εκ προθέσεως διάπραξή τους

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

14.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Κοινοποίηση — Αποτελέσματα

(Άρθρο 81 §§ 1 και 3, ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 5, στοιχείο a΄)

15.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού

(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 49, κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

16.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Νομικό πλαίσιο

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 3 και 15 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 98/C 9/03)

17.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

18.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 και του Συμβουλίου· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

19.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

20.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

21.    Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Παραβάσεις — Καταλογισμός

22.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημεία 1 A, 2 και 3)

23.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 17)

24.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

25.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Διάρκεια της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής )

26.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

27.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, πρώτη περίπτωση)

28.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, δεύτερη περίπτωση)

29.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, τρίτη περίπτωση)

30.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Ελαφρυντικές περιστάσεις

31.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

32.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντιστάθμισμα για τη συνεργασία της κατηγορούμενης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 11 §§ 1, 2, 4 και 5, και 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

33.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11 §§ 2 και 5)

34.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντιστάθμισμα για τη συνεργασία της κατηγορούμενης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 5· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

35.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντιστάθμισμα για τη συνεργασία της κατηγορούμενης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 5· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ, σημείο 2)

36.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μείωση που δικαιολογείται από την ύπαρξη παρατυπιών κατά τη διοικητική διαδικασία — Προϋπόθεση

1.      Τα κοινοτικά δικαστήρια μπορούν να λάβουν υπόψη την αλλαγή του ονόματος κάποιου διαδίκου και μια προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από τον αποδέκτη μιας πράξεως μπορεί να συνεχιστεί από τον καθολικό διάδοχό του, ιδίως στην περίπτωση θανάτου ενός φυσικού προσώπου ή στην περίπτωση που ένα νομικό πρόσωπο παύει να υφίσταται ενώ το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του μεταβιβάζονται σε νέο δικαιούχο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο καθολικός διάδοχος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του προκατόχου του ως αποδέκτη της προσβαλλομένης πράξεως.

Αντιθέτως, ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος, ούτε στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ ούτε στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του της πλήρους δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 229 ΕΚ όσον αφορά τις κυρώσεις, να μεταρρυθμίζει την απόφαση κοινοτικού οργάνου υποκαθιστώντας στον αποδέκτη της αποφάσεως άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όταν ο εν λόγω αποδέκτης εξακολουθεί να υφίσταται. Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στο όργανο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση. Έτσι, οσάκις το αρμόδιο κοινοτικό όργανο έχει εκδώσει απόφαση και, συνεπώς, προσδιορίσει την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο πρέπει να απευθύνεται η απόφαση αυτή, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να αντικαταστήσει το πρόσωπο αυτό με άλλο.

(βλ. σκέψεις 71-72)

2.      Η προσφυγή που ασκεί ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του αποδέκτη μιας πράξεως για να εξασφαλίσει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο ακυρωτικού αιτήματος κατά το άρθρο 230 ΕΚ ή/και αιτήματος μεταρρυθμίσεως κατά το άρθρο 229 ΕΚ δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε τρίτο πρόσωπο το οποίο δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως. Πράγματι, αν γινόταν δεκτή η δυνατότητα τέτοιας μεταβιβάσεως, θα υπήρχε ασυμφωνία μεταξύ της ιδιότητας δυνάμει της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή και της ιδιότητας δυνάμει της οποίας υποτίθεται ότι συνεχίζεται η δίκη. Επιπλέον, μια τέτοια μεταβίβαση θα δημιουργούσε ασυμφωνία μεταξύ της ιδιότητας του αποδέκτη της πράξεως και της ιδιότητας του προσώπου που είναι διάδικος υπό την ιδιότητα του αποδέκτη.

(βλ. σκέψη 73)

3.      Καίτοι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, η Επιτροπή δύναται να διαπιστώσει, «κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως», παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ και να υποχρεώσει με απόφαση τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, προς τον σκοπό αυτό μπορεί να υποβάλει αίτηση ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επικαλείται έννομο συμφέρον, από τα άρθρα 6 έως 8 του κανονισμού 2842/98, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’ εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, προκύπτει ότι τα πρόσωπα που υπέβαλαν την ως άνω αίτηση διαθέτουν ορισμένα δικαιώματα διαδικαστικής φύσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ιδίως, το δικαίωμα λήψεως αντιγράφου του μη εμπιστευτικού κειμένου της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

Μια τέτοια αίτηση μπορεί να υποβληθεί βασίμως εφόσον η διαδικασία περί διαπιστώσεως της παραβάσεως κινήθηκε αυτεπαγγέλτως. Πράγματι, για την αναγνώριση της ιδιότητας του αιτούντος, οι κανονισμοί 17 και 2842/98 δεν απαιτούν η οικεία αίτηση να αποτελεί την αιτία της εκ μέρους της Επιτροπής κινήσεως της διαδικασίας περί διαπιστώσεως της παραβάσεως και η έρευνα σχετικά με την καταγγελθείσα παράβαση να μην έχει κινηθεί ακόμη. Διαφορετικά, πρόσωπα έχοντα έννομο συμφέρον να διαπιστωθεί παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού θα εμποδίζονταν να ασκήσουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τα διαδικαστικά δικαιώματα που συνδέονται με την εν λόγω ιδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 8 του κανονισμού 2842/98.

Συναφώς, ένα πολιτικό κόμμα μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί την ιδιότητα του πελάτη τραπεζικών υπηρεσιών και το γεγονός ότι εθίγησαν τα οικονομικά συμφέροντά του εξαιτίας των θιγουσών τον ανταγωνισμό πρακτικών προκειμένου να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον να υποβάλει αίτηση ζητώντας να διαπιστώσει η Επιτροπή ότι οι εν λόγω πρακτικές συνιστούν παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

Συγκεκριμένα, τίποτε δεν εμποδίζει το ενδεχόμενο ένας τελικός πελάτης που αγοράζει αγαθά ή υπηρεσίες να έχει έννομο συμφέρον υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 17. Ένας τελικός πελάτης του οποίου τα οικονομικά συμφέροντα αποδεικνύεται ότι εθίγησαν ή ότι μπορούν να θιγούν εξαιτίας του οικείου περιορισμού του ανταγωνισμού έχει έννομο συμφέρον υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως να υποβάλει αίτηση ή καταγγελία προκειμένου να διαπιστώσει η Επιτροπή μια παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το ότι, αρχικώς, ο εν λόγω τελικός αγοραστής επικαλέσθηκε ένα γενικό συμφέρον που επροτίθετο να προστατεύσει ως πολιτικό κόμμα της αντιπολίτευσης και ότι μόνον εν συνεχεία υποστήριξε ότι είχε υποστεί οικονομικής φύσεως ζημία, ως τελικός πελάτης των επίμαχων υπηρεσιών, από την καταγγελθείσα σύμπραξη. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο ως άνω τελικός αγοραστής διατύπωσε την πρώτη αυτή άποψη δεν μπορούσε να στερήσει από αυτόν τη δυνατότητα να επικαλεσθεί εν συνεχεία, προκειμένου να δικαιολογήσει έννομο συμφέρον κατά την έννοια του κανονισμού 17, την ιδιότητά του ως πελάτη των τραπεζών κατά των οποίων κινήθηκε η διαδικασία, καθώς και την οικονομικής φύσεως ζημία που υπέστη, όπως υποστηρίζεται, εξαιτίας των επίμαχων συμφωνιών.

Εξάλλου, το γεγονός ότι αναγνωρίσθηκε σε έναν ενδιαφερόμενο η ιδιότητα του καταγγέλλοντος και ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων διαβιβάσθηκε σε αυτόν δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η ενέργεια αυτή πρέπει να προηγείται της διεξαγωγής οποιασδήποτε ακροάσεως ενώπιον της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, οι κανονισμοί 17 και 2842/98 δεν προβλέπουν ειδική προθεσμία εντός της οποίας ένας τρίτος αιτών ή καταγγέλλων που έχει έννομο συμφέρον να πρέπει να ασκήσει το δικαίωμά του να λάβει γνώση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και να εκφράσει την άποψή του στο πλαίσιο μιας διαδικασίας περί διαπιστώσεως παραβάσεως. Έτσι, τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 2842/98 απλώς ορίζουν ότι η Επιτροπή διαβιβάζει τις αιτιάσεις στον ως άνω αιτούντα ή καταγγέλλοντα και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας αυτός μπορεί να γνωστοποιήσει την άποψή του εγγράφως, ενώ ο τρίτος αυτός μπορεί επίσης να αναπτύξει προφορικά την άποψή του αν το ζητήσει. Συνεπώς, το δικαίωμα του αιτούντος ή του καταγγέλλοντος για τη διαβίβαση των αιτιάσεων και το δικαίωμά του να εκφράσει την άποψή του κατά τη διοικητική διαδικασία περί διαπιστώσεως παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ μπορεί να ασκείται εφόσον διαρκεί ακόμη η διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 95-98, 100-101)

4.      Παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να απορρεύσει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με το σκεπτικό ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία των πράξεων αυτών ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς μπορούν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του πανομοιότυπου αντικειμένου τους που συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της.

Έτσι, ο χαρακτηρισμός της ενιαίας συνολικής συμπράξεως μπορεί να προσδοθεί σε ένα σύστημα κύκλων διαβουλεύσεων που τέθηκε σε λειτουργία από ορισμένες τράπεζες προκειμένου αυτές να προβαίνουν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συνεννόηση ως προς τη συμπεριφορά τους όσον αφορά τις κύριες παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός κράτους μέλους, εφόσον ένας από τους ως άνω κύκλους διαβουλεύσεων, ως ανώτατη αρχή όλων των άλλων, επιλαμβάνεται ζητημάτων που εμπίπτουν σε πολλούς ειδικούς κύκλους διαβουλεύσεων, λαμβάνει τις θεμελιώδεις αποφάσεις, επιτελεί διαιτητική λειτουργία μεταξύ των διαφόρων ομίλων σε περίπτωση προβλημάτων πειθαρχίας ως προς την τήρηση των συμφωνιών και εφόσον υφίσταται στενή σύνδεση μεταξύ των κύκλων διαβουλεύσεων και της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο των εν λόγω κύκλων, λαμβανομένου υπόψη ότι εντός των κύκλων διαβουλεύσεων διεξάγονται ενίοτε κοινές συσκέψεις, ότι οι αρμοδιότητες των ομίλων συμπίπτουν εν μέρει και ότι οι διάφοροι κύκλοι διαβουλεύσεων αλληλοενημερώνονται σχετικά με τις δραστηριότητές τους.

(βλ. σκέψεις 111, 114, 117-120, 126)

5.      Στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι ένας επιχειρηματίας που βρισκόταν σε κατάσταση παρεμφερή προς εκείνη του επιχειρηματία στον οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις τέλεσε παράβαση δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξαλείψει τη διαπίστωση της τελέσεως παραβάσεως εκ μέρους του επιχειρηματία στον οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις, εφόσον η τέλεση της παραβάσεως αυτής έχει αποδειχθεί προσηκόντως.

(βλ. σκέψη 138)

6.      Ενόψει ενός πολύ περίπλοκου δικτύου συμφωνιών, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να προσδιορίσει, μεταξύ των διαφόρων συνεννοήσεων, εκείνες που θεωρεί ως ιδιαιτέρως σημαντικές, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιλογή αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μόνον περιορισμένου δικαστικού ελέγχου.

(βλ. σκέψη 144)

7.      Συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, για να μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, πρέπει, βάσει ενός συνόλου αντικειμενικών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να επιτρέπει να συναχθεί με αρκετή βεβαιότητα ότι μπορεί να ασκήσει επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επί των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών, κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την επίτευξη των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών. Έτσι, ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου προκύπτει εν γένει από τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εξεταζόμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήσαν κατ’ ανάγκην αποφασιστικοί.

Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το αν η επιρροή μιας συμπράξεως επί του εμπορίου είναι δυσμενής, ουδέτερη ή ευνοϊκή. Συγκεκριμένα, ένας περιορισμός του ανταγωνισμού είναι ικανός να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο όταν μπορεί να παρεκτρέψει τα εμπορικά ρεύματα από τον προσανατολισμό που θα είχαν άλλως λάβει. Επομένως, τα αποτελέσματα της στεγανοποιήσεως των αγορών δεν μπορούν να είναι τα μόνα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να συναχθεί η ύπαρξη της ικανότητας της συμπράξεως να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

Εξάλλου, απλώς και μόνον η ικανότητα μιας συμπράξεως να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, ήτοι το δυνητικό αποτέλεσμά της, αρκεί για να υπαχθεί η εν λόγω σύμπραξη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικών επιπτώσεων επί των συναλλαγών. Το γεγονός ότι πρόκειται για μια εκ των υστέρων εκτίμηση παρελθούσας παραβάσεως δεν είναι ικανό να τροποποιήσει το ως άνω κριτήριο, λαμβανομένου υπόψη ότι ένα δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί των συναλλαγών είναι επίσης επαρκές στην περίπτωση αυτή.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο το δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί του διακρατικού εμπορίου να είναι αισθητό, ή, με άλλα λόγια, να μην είναι επουσιώδες.

(βλ. σκέψεις 163-164, 166-167)

8.      Ο ορισμός της σχετικής αγοράς δεν διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο ανάλογα με το αν πρόκειται να εφαρμοσθεί το άρθρο 81 ΕΚ ή το άρθρο 82 ΕΚ. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, σκοπός του ορισμού της σχετικής αγοράς είναι να εξακριβωθεί αν η επίμαχη συμφωνία, η απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή η εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οι αιτιάσεις κατά του ορισμού της αγοράς στον οποίο κατέληξε η Επιτροπή δεν μπορούν να προσλάβουν αυτοτελή διάσταση σε σχέση με τις αιτιάσεις που αφορούν τον επηρεασμό του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου και τη βλάβη του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η αμφισβήτηση του ορισμού της σχετικής αγοράς είναι αλυσιτελής εάν η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι η επίμαχη συμφωνία νόθευε τον ανταγωνισμό και ήταν ικανή να επηρεάσει αισθητά το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

(βλ. σκέψη 172)

9.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η αγορά που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων τα οποία, βάσει των χαρακτηριστικών τους, είναι ιδιαιτέρως ικανά να ικανοποιήσουν διαρκείς ανάγκες και μπορούν να εναλλαγούν με άλλα προϊόντα σε μικρό βαθμό.

Εφόσον, ναι μεν οι διάφορες τραπεζικές παροχές υπηρεσιών τις οποίες αφορούν οι συμφωνίες μεταξύ τραπεζών δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αμοιβαίας αντικαταστάσεως, πλην όμως η πλειονότητα των πελατών των τραπεζών γενικών εργασιών ζητεί ένα σύνολο τραπεζικών υπηρεσιών, όπως είναι οι καταθέσεις, οι πιστώσεις και οι πράξεις πληρωμών, και εφόσον ο ανταγωνισμός μεταξύ των εν λόγω τραπεζών μπορεί να αφορά το σύνολο των ως άνω υπηρεσιών, ένας στενός ορισμός της σχετικής αγοράς θα ήταν τεχνητός στον εν λόγω τομέα δραστηριοτήτων. Επιπλέον, μια χωριστή εξέταση δεν θα παρείχε τη δυνατότητα να γίνουν πλήρως αντιληπτά τα αποτελέσματα συμφωνιών οι οποίες, ναι μεν αφορούν διαφορετικά προϊόντα ή υπηρεσίες και διαφορετικούς πελάτες (ιδιώτες ή επιχειρήσεις), πλην όμως εμπίπτουν στον ίδιο τομέα δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου μπορεί να είναι έμμεσος και η αγορά, στην οποία αυτός μπορεί να εκδηλωθεί, δεν είναι κατ’ ανάγκην ταυτόσημη με την αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών των οποίων οι τιμές καθορίζονται από τη σύμπραξη. Πάντως, ο καθορισμός των τιμών για ένα ευρύ φάσμα προσφερομένων στους ιδιώτες και στις επιχειρήσεις τραπεζικών υπηρεσιών είναι ικανός να προκαλέσει, στο σύνολό του, επιπτώσεις σε άλλες αγορές.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, σε παρόμοια περίπτωση, να εξετάζει χωριστά τις αγορές των διαφόρων τραπεζικών προϊόντων που αφορούν οι εν λόγω συμφωνίες προς τον σκοπό της εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

(βλ. σκέψεις 173-175)

10.    Το γεγονός ότι ορισμένες ρήτρες μιας συμφωνίας δεν έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού δεν αντιτίθεται στη συνολική εξέταση της εν λόγω συμφωνίας. Κατά μείζονα λόγο, τούτο ισχύει όταν ορισμένες συμφωνίες στο πλαίσιο μιας ενιαίας συμπράξεως είναι ικανές να τύχουν απαλλαγής.

Επομένως, η Επιτροπή, κατά την εκ μέρους της εξέταση ενός συστήματος κύκλων διαβουλεύσεων που τέθηκε σε λειτουργία από ορισμένες τράπεζες προκειμένου αυτές να προβαίνουν σε συνεννόηση ως προς τη συμπεριφορά τους όσον αφορά τις κύριες παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός κράτους μέλους, μπορεί να λαμβάνει υπόψη το εν δυνάμει σωρευτικό αποτέλεσμα του συνόλου των κύκλων διαβουλεύσεων για να προσδιορίσει αν η συνολική σύμπραξη είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Αντιθέτως, δεν ασκεί επιρροή συναφώς το ζήτημα αν έκαστος των κύκλων διαβουλεύσεων, εξεταζόμενος μεμονωμένα, είναι ικανός να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Εξ αυτού έπεται, επίσης, ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι ο ένας ή ο άλλος εκ των διαφόρων κύκλων διαβουλεύσεων, εξεταζόμενος μεμονωμένα, είναι ικανός να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο για να καταστεί δυνατή η διαπίστωση ότι η συνολική σύμπραξη έχει την ικανότητα αυτή. Κατά συνέπεια, η ικανότητα των κύκλων διαβουλεύσεων να επηρεάσουν το διακρατικό εμπόριο δεν προϋποθέτει ότι η μία ή η άλλη εκ των συνεννοήσεων είχε ως αντικείμενο παροχές υπηρεσιών που έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 176-178, 195-196, 208)

11.    Σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι υπάρχει, τουλάχιστον, ισχυρό τεκμήριο ότι μια πρακτική που περιορίζει τον ανταγωνισμό και η οποία εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους είναι ικανή να συμβάλει στη στεγανοποίηση των αγορών και να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το ως άνω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί μόνον αν η ανάλυση των χαρακτηριστικών της συμφωνίας και του οικονομικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσεται, αποδεικνύει το αντίθετο.

Συναφώς, όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, είναι δυνατό να υφίστανται συμφωνίες που καλύπτουν το σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους και οι οποίες δεν δημιουργούν αισθητό αποτέλεσμα επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά μια περίπλοκη παράβαση που συνίσταται σε συνεννοήσεις εντός του πλαισίου ενός κύκλου διαβουλεύσεων στις οποίες εμπλέκονται όχι μόνο σχεδόν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στο οικείο κράτος μέλος, αλλά και ένα πολύ ευρύ φάσμα τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών, ιδίως δε οι καταθέσεις και οι πιστώσεις, και οι οποίες, ως εκ τούτου, είναι ικανές να μεταβάλουν τους όρους του ανταγωνισμού στο σύνολο του ως άνω κράτους μέλους.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός ότι τα μέλη της συμπράξεως δεν έλαβαν μέτρα αποσκοπούντα στον αποκλεισμό των αλλοδαπών ανταγωνιστών από την αγορά δεν παρέχει τη δυνατότητα να συναχθεί ότι δεν υφίσταται διασυνοριακό αποτέλεσμα.

Μια τέτοια παράβαση μπορεί να συνέβαλε στη διατήρηση των φραγμών για την πρόσβαση στην αγορά, καθόσον ενδέχεται να επέτρεψε τη διατήρηση των διαρθρώσεων της τραπεζικής αγοράς του οικείου κράτους μέλους, των οποίων ο αναποτελεσματικός χαρακτήρας έχει, εξάλλου, αναγνωρισθεί από έναν εκ των μετεχόντων στη σύμπραξη, καθώς και των αντίστοιχων συνηθειών των καταναλωτών.

(βλ. σκέψεις 180-185)

12.    Προς απόδειξη της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε ενιαία συμφωνία, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η εν λόγω επιχείρηση επροτίθετο να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι ηδύνατο ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

Τούτο ισχύει εφόσον, στο πλαίσιο ενός συστήματος κύκλων διαβουλεύσεων που τέθηκε σε λειτουργία από ορισμένες τράπεζες προκειμένου αυτές να προβαίνουν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συνεννόηση ως προς τη συμπεριφορά τους όσον αφορά τις κύριες παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός κράτους μέλους, μία από αυτές συμμετείχε στους σημαντικότερους κύκλους διαβουλεύσεων που αφορούσαν τους όρους χορηγήσεων και καταθέσεων και εφόσον οι εν λόγω κύκλοι διαβουλεύσεων είχαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την ανώτατη αρχή του συστήματος αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω τράπεζα δεν μπορούσε να αγνοεί ότι οι κύκλοι διαβουλεύσεων, στους οποίους συμμετείχε, αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου συμφωνιών και ότι η συμμετοχή της στις συνεννοήσεις ως προς τους όρους χορηγήσεων και καταθέσεων εντασσόταν στο πλαίσιο της επιδιώξεως των σκοπών της συνολικής συμπράξεως.

Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το ότι η εν λόγω τράπεζα ήταν απούσα από ορισμένους κύκλους διαβουλεύσεων. Το ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο σε όσες πτυχές έχει μετάσχει δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά την επιμέτρηση του προστίμου.

Επίσης, ελάχιστη σημασία έχει το ότι η εν λόγω τράπεζα δεν γνώριζε, λεπτομερώς, τις συνεννοήσεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο των πολυάριθμων κύκλων διαβουλεύσεων στους οποίους δεν είχε μετάσχει ή το ότι αγνοούσε την ύπαρξη ορισμένων κύκλων διαβουλεύσεων.

(βλ. σκέψεις 189-193)

13.    Για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού διαπράχθηκε εκ προθέσεως δεν είναι απαραίτητο η επιχείρηση να έχει επίγνωση ότι παραβαίνει τους κανόνες αυτούς. Αρκεί το ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

Συναφώς, δεν είναι κρίσιμο το ζήτημα αν η εν λόγω επιχείρηση ήταν εν γνώσει της ερμηνείας, εκ μέρους της Επιτροπής ή της νομολογίας, του κριτηρίου του διασυνοριακού χαρακτήρα, ενώ είναι σημαντικό το να καταστεί γνωστό αν η εν λόγω επιχείρηση ήταν εν γνώσει των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει συγκεκριμένα η ικανότητα της συμπράξεως να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο ή, τουλάχιστον, αν δεν μπορούσε να τις αγνοεί.

Τούτο ισχύει εφόσον, στο πλαίσιο ενός συστήματος κύκλων διαβουλεύσεων που τέθηκε σε λειτουργία από ορισμένες τράπεζες προκειμένου αυτές να προβαίνουν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συνεννόηση ως προς τη συμπεριφορά τους όσον αφορά τις κύριες παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός κράτους μέλους, οι εν λόγω τράπεζες γνώριζαν, λόγω της συμμετοχής τους στους σημαντικότερους κύκλους διαβουλεύσεων, ότι το δίκτυο κάλυπτε το σύνολο του εδάφους του κράτους μέλους και ένα ευρύτατο φάσμα σημαντικών τραπεζικών προϊόντων, ιδίως δε των πιστώσεων και των καταθέσεων, και εφόσον γνώριζαν, ως εκ τούτου, τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

Συναφώς, δεν είναι κρίσιμο το ζήτημα σε ποια έκταση οι εν λόγω τράπεζες είχαν επίγνωση του ασυμβιβάστου της συμπεριφοράς τους με το άρθρο 81 ΕΚ. Ομοίως, το γεγονός ότι στο εθνικό δίκαιο ορισμένες συμπράξεις δεν απαγορεύονταν αυτοδικαίως, αλλά μπορούσαν να απαγορευθούν, κατόπιν αιτήσεως, από το αρμόδιο δικαστήριο δεν έχει καμία επίπτωση επί του αν η παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ διαπράχθηκε εκ προθέσεως. Τέλος, ο δημόσιος χαρακτήρας των συσκέψεων και η συμμετοχή των εθνικών αρχών στις εν λόγω συσκέψεις δεν επηρεάζουν ούτε την πρόθεση να περιορισθεί ο ανταγωνισμός ούτε τη γνώση των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει η ικανότητα της συμπράξεως να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

(βλ. σκέψεις 205-207, 209)

14.    Η κοινοποίηση δεν συνιστά απλή διατύπωση επιβαλλόμενη στις επιχειρήσεις, αλλά ουσιώδη προϋπόθεση, που είναι απαραίτητη για την επίτευξη ορισμένων πλεονεκτημάτων. Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 17, κανένα πρόστιμο δεν μπορεί να επιβληθεί για πράξεις μεταγενέστερες της κοινοποιήσεως, εφόσον οι πράξεις αυτές παραμένουν εντός των ορίων της δραστηριότητας που περιγράφεται στην κοινοποίηση. Αυτό το ευεργέτημα που χορηγείται στις επιχειρήσεις οι οποίες κοινοποίησαν συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική συνιστά το αντιστάθμισμα στον κίνδυνο που διατρέχει η επιχείρηση αποκαλύπτοντας η ίδια τη συμφωνία ή την εναρμονισμένη πρακτική. Πράγματι, η επιχείρηση αυτή εκτίθεται στον κίνδυνο όχι μόνον της διαπιστώσεως ότι η συμφωνία ή η πρακτική παραβαίνει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και της αρνήσεως εφαρμογής της παραγράφου 2, αλλά και της επιβολής προστίμου για πράξεις της προγενέστερες της κοινοποιήσεως. Μια επιχείρηση που δεν θέλησε να διατρέξει αυτόν τον κίνδυνο δεν μπορεί να επικαλεσθεί, κατά προστίμου που επιβλήθηκε για μη κοινοποιηθείσα παράβαση, την υποθετική πιθανότητα ότι η κοινοποίηση θα μπορούσε να δώσει λαβή για απαλλαγή.

(βλ. σκέψη 213)

15.    Εφόσον οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, ειδικότερα, η νέα μέθοδος υπολογισμού των προστίμων, την οποία αυτές περιέχουν, μπορούσαν ευλόγως να προβλεφθούν από μια επιχείρηση κατά τον προ της θεσπίσεώς τους χρόνο κατά τον οποίο αυτή διέπραξε παράβαση, η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη μέθοδο που ακολουθήθηκε για τον υπολογισμό των προστίμων με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και έχοντας καταστήσει, εκ νέου, αυστηρότερη την πρακτική της μεταγενεστέρως, παραβίασε την αρχή της μη αναδρομικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 217-218)

16.    Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ είναι ένα μέσον που αποβλέπει στο να διευκρινισθούν, τηρουμένου του δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, τα κριτήρια που προτίθεται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προστίμων, την οποία της απονέμει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

Η Επιτροπή, αναγγέλλοντας, με τις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές, τη μέθοδο που επροτίθετο να εφαρμόζει για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, παρέμεινε εντός του νομίμου πλαισίου που επιβάλλει η διάταξη αυτή και ουδόλως υπερέβη τη διακριτική εξουσία που της παρέσχε ο νομοθέτης.

Ναι μεν τέτοιοι κανόνες, που αποσκοπούν στο να παραγάγουν εξωτερικά αποτελέσματα, δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως κανόνες δικαίου τους οποίους οφείλει να τηρεί, εν πάση περιπτώσει, η διοίκηση, πλην όμως περιέχουν κανόνες συμπεριφοράς που υποδεικνύουν την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει στο εξής στις περιπτώσεις τις οποίες οι κανόνες αυτοί αφορούν, το εν λόγω θεσμικό όργανο αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως ενδέχεται να επιβληθούν κυρώσεις στο εν λόγω θεσμικό όργανο, λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Επομένως, καίτοι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν αποτελούν τη νομική βάση της αποφάσεως με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις σε μια επιχείρηση που παραβίασε τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται στα άρθρα 3 και 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, πλην όμως καθορίζουν, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται με την εν λόγω απόφαση και διασφαλίζουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις.

Ωστόσο, ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, ο οποίος προκύπτει από τη θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση ουσιώδους περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία ευκαμψίας που παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ασκεί τη διακριτική εξουσία της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

Όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές, η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων δημιούργησε δικαιολογημένες προσδοκίες στις επιχειρήσεις, οπότε η Επιτροπή οφείλει να συμμορφώνεται προς την εν λόγω ανακοίνωση κατά την εκτίμηση της συνεργασίας των τελευταίων στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου.

Επομένως, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία εκτιμήσεώς της σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές και στην ανακοίνωση περί της συνεργασίας και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή απέκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω απόκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

Ωστόσο, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια που αυτή επέβαλε στο εν λόγω περιθώριο δεν προδικάζουν την άσκηση, από τον κοινοτικό δικαστή, της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας.

(βλ. σκέψεις 219-227)

17.    Το γεγονός ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, την προσέγγισή της ως προς την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εκτιμήσει η Επιτροπή την εν λόγω παράβαση σφαιρικά βάσει όλων των σχετικών περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές.

Συγκεκριμένα, για τον καθορισμό των ποσών των προστίμων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια και όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων. Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων, όπως είναι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη.

Συναφώς, ακριβώς η εκτίμηση της φύσεως της παραβάσεως παρέχει, ιδίως, τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι σχετικοί παράγοντες, των οποίων η εξαντλητική απαρίθμηση στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν θα ήταν δυνατή και μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο δυνητικός αντίκτυπος (που διαφέρει από τον πραγματικό και μετρήσιμο αντίκτυπο) της παραβάσεως στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 237-239)

18.    Οι τρεις πτυχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οι οποίες συνίστανται στη φύση της παραβάσεως, στον πραγματικό της αντίκτυπο στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, και στην έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς, δεν έχουν την ίδια βαρύτητα στο πλαίσιο της συνολικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο, ιδίως, για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Συναφώς, από την περιγραφή, εντός των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, των πολύ σοβαρών παραβάσεων προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν ιδίως στον καθορισμό των τιμών μπορούν να φέρουν, βάσει της φύσεώς τους και μόνον, τον χαρακτηρισμό «πολύ σοβαρή», χωρίς να είναι αναγκαίο να χαρακτηρίζονται τέτοιες συμπεριφορές από έναν ιδιαίτερο αντίκτυπο ή από μια ιδιαίτερη γεωγραφική κλίμακα. Το ως άνω συμπέρασμα ενισχύεται από το γεγονός ότι, ναι μεν η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων μνημονεύει ρητώς τον αντίκτυπο στην αγορά και τα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, πλην όμως εκείνη των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν μνημονεύει καμία απαίτηση πραγματικού αντικτύπου στην αγορά ούτε παραγωγής αποτελεσμάτων σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη.

Ναι μεν υπάρχει μια αλληλεξάρτηση των τριών κριτηρίων, υπό την έννοια ότι ένας υψηλός βαθμός σοβαρότητας με γνώμονα το ένα ή το άλλο κριτήριο μπορεί να αντισταθμίσει την αμελητέα σοβαρότητα της παραβάσεως από άλλες απόψεις, πλην όμως η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αντιπροσωπεύει μόνον ένα από τα τρία προσήκοντα κριτήρια για τη συνολική εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, μεταξύ αυτών των αλληλεξαρτωμένων κριτηρίων, δεν είναι αυτοτελές κριτήριο υπό την έννοια ότι μόνον παραβάσεις που αφορούν την πλειονότητα των κρατών μελών θα μπορούσαν να λάβουν τον χαρακτηρισμό «πολύ σοβαρές». Συγκεκριμένα, ούτε η Συνθήκη ούτε ο κανονισμός 17 ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές ούτε η νομολογία παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι μόνον πολύ εκτεταμένοι, από γεωγραφική άποψη, περιορισμοί μπορούν να λάβουν τέτοιο χαρακτηρισμό. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός μιας παραβάσεως ως πολύ σοβαρής υπό την έννοια των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών δεν μπορεί να επιφυλάσσεται μόνο για τις παραβάσεις στις οποίες συμμετέχει σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων της ευρωπαϊκής αγοράς.

(βλ. σκέψεις 240-241, 311, 313, 381)

19.    Οι οριζόντιες συμπράξεις ως προς τις τιμές συγκαταλέγονται μεταξύ των «πολύ σοβαρών» παραβάσεων υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τούτο δε ακόμη και όταν δεν υφίστανται άλλοι περιορισμοί του ανταγωνισμού, όπως είναι η στεγανοποίηση των αγορών.

Ο «πολύ σοβαρός» χαρακτήρας τέτοιων παραβάσεων ενισχύεται όταν αυτές διαπράττονται σε έναν τομέα, όπως είναι ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος είναι σημαντικός για το σύνολο της οικονομίας και όταν οι επίμαχες συμφωνίες έχουν μεγάλο εύρος, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα σημαντικών προϊόντων και περικλείοντας τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών της οικείας αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικότερων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η σοβαρότητα μιας παραβάσεως λόγω της φύσεώς της εξαρτάται προπάντων από τον κίνδυνο που αυτή αντιπροσωπεύει για τον ανόθευτο ανταγωνισμό. Συναφώς, το εύρος μιας συμπράξεως ως προς τις τιμές, τόσο στο επίπεδο των σχετικών προϊόντων όσο και στο επίπεδο των επιχειρήσεων-μελών, διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο και μια οριζόντια σύμπραξη ως προς τις τιμές, η οποία έχει μεγάλο εύρος και η οποία αφορά έναν τόσο σημαντικό οικονομικό τομέα, δεν μπορεί, κατά κανόνα, να εκφύγει του χαρακτηρισμού της ως πολύ σοβαρής παραβάσεως, ανεξαρτήτως του πλαισίου της.

Δεν δύνανται να επηρεάσουν την εκτίμηση της σύμφυτης σοβαρότητας μιας παραβάσεως η έλλειψη απόρρητου χαρακτήρα της συμπράξεως, το γεγονός ότι η εν λόγω σύμπραξη δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με την υποστήριξη του οικείου κράτους μέλους, η συνεκτίμηση θεωρήσεων που συνδέονται με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου, το γεγονός ότι η παράβαση συνίσταται σε εναρμονισμένη πρακτική, η έγκριση ή η ανοχή, εκ μέρους των δημοσίων αρχών, της παραβατικής συμπεριφοράς, το γεγονός ότι εξετάσθηκαν και άλλα θέματα, τα οποία είναι ουδέτερα από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού, ή ακόμη ότι το οικείο κράτος μέλος είχε προσχωρήσει πρόσφατα στην Ένωση κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά.

(βλ. σκέψεις 249-250, 252, 254-257, 260, 262-263)

20.    Για να εκτιμηθεί ο πραγματικός αντίκτυπος παραβάσεως στην αγορά, εναπόκειται στην Επιτροπή να αναφερθεί στον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό συνήθεις συνθήκες ελλείψει της παραβάσεως.

Όσον αφορά μια σύμπραξη ως προς τις τιμές, η Επιτροπή θεμιτώς συνάγει ότι η παράβαση είχε αποτελέσματα, λόγω του ότι τα μέλη της συμπράξεως έλαβαν μέτρα για να εφαρμόζουν τις συμφωνηθείσες τιμές, παραδείγματος χάρη, αναγγέλλοντας τις εν λόγω τιμές στους πελάτες, δίδοντας οδηγίες στους υπαλλήλους τους να τις χρησιμοποιούν ως βάση διαπραγματεύσεως και επιβλέποντας την εφαρμογή τους από τους ανταγωνιστές τους και από τις δικές τους υπηρεσίες πωλήσεων. Συγκεκριμένα, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη αντικτύπου στην αγορά, αρκεί οι συμφωνηθείσες τιμές να χρησίμευσαν ως βάση για τον καθορισμό των τιμών των επιμέρους συναλλαγών, περιορίζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το περιθώριο διαπραγμάτευσης των πελατών.

Αντιθέτως, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Επιτροπή, όταν στοιχειοθετείται η εφαρμογή μιας συμπράξεως, να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες όντως παρέσχον τη δυνατότητα στις οικείες επιχειρήσεις να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο τιμών των συναλλαγών από εκείνο που θα επικρατούσε χωρίς τη σύμπραξη.

Συγκεκριμένα, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, είναι κρίσιμο το ζήτημα αν τα μέλη της συμπράξεως έκαναν παν ό,τι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν προκειμένου να υλοποιηθούν οι προθέσεις τους σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αυτό που συνέβη κατόπιν, στο επίπεδο των τιμών της αγοράς που πράγματι επιτεύχθηκαν, μπορεί να επηρεάσθηκε από άλλους παράγοντες, που ήσαν εκτός του ελέγχου των μελών της συμπράξεως. Τα μέλη της συμπράξεως δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών εξωτερικούς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους, καθιστώντας τους παράγοντες αυτούς στοιχεία που δικαιολογούν μείωση του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 284-287)

21.    Κατ’ αρχήν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως ευθύνεται γι’ αυτήν, ακόμη και αν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως έφερε άλλο πρόσωπο. Εφόσον το νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως υφίσταται, η ευθύνη εκ της παραβατικής συμπεριφοράς της επιχειρήσεως παρακολουθεί το νομικό αυτό πρόσωπο, έστω και αν τα υλικά και τα ανθρώπινα στοιχεία που είχαν συμβάλει στη διάπραξη της παραβάσεως μεταβιβάσθηκαν μετά το πέρας της παραβάσεως σε τρίτα πρόσωπα.

Αντιθέτως, όταν, μεταξύ του χρόνου διαπράξεως της παραβάσεως και του χρόνου κατά τον οποίο η εν λόγω επιχείρηση πρέπει να λογοδοτήσει για την ως άνω παράβαση, το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως αυτής έπαυσε να υφίσταται νομικώς, πρέπει να εντοπισθεί, κατ’ αρχάς, το σύνολο των υλικών και των ανθρωπίνων στοιχείων που είχαν συμβάλει στη διάπραξη της παραβάσεως προκειμένου να προσδιορισθεί, εν συνεχεία, το πρόσωπο που κατέστη υπεύθυνο για την εκμετάλλευση του εν λόγω συνόλου, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο, λόγω της εξαφανίσεως του προσώπου που ήταν υπεύθυνο για την εκμετάλλευσή της κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, να μη λογοδοτήσει η επιχείρηση για την παράβαση αυτή.

Όταν η επίμαχη επιχείρηση παύσει να υφίσταται λόγω του ότι απορροφήθηκε από έναν αγοραστή, ο τελευταίος αναλαμβάνει το ενεργητικό και το παθητικό της, συμπεριλαμβανομένων των ευθυνών της συνεπεία παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η απορροφηθείσα επιχείρηση μπορεί να καταλογισθεί στον αγοραστή.

Η ως άνω ευθύνη του αγοραστή εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και στην περίπτωση που η ευθύνη για μια παράβαση που διέπραξε η απορροφηθείσα επιχείρηση πριν από την εξαγορά μπορεί να καταλογισθεί σε μια πρώην μητρική εταιρία της εν λόγω επιχειρήσεως.

Συγκεκριμένα, η ως άνω δυνατότητα δεν αντιτίθεται, αυτή καθ’ εαυτήν, στο να επιβληθούν κυρώσεις και στη θυγατρική. Μια επιχείρηση –ήτοι μια οικονομική ενότητα προσωπικών, υλικών και άϋλων στοιχείων– διευθύνεται από τα όργανα που προβλέπει το καταστατικό της και κάθε επιβάλλουσα πρόστιμο απόφαση μπορεί να απευθύνεται στην εκ του καταστατικού διεύθυνση της επιχειρήσεως, παρόλο που, τελικά, τις χρηματοοικονομικές συνέπειες φέρουν οι ιδιοκτήτες της επιχειρήσεως. Ο κανόνας αυτός δεν θα εφαρμοζόταν αν απαιτούνταν από την Επιτροπή να εντοπίζει πάντοτε, όταν αντιμετωπίζει τη συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά επιχειρήσεως, τον κύριο της επιχειρήσεως ασκώντας αποφασιστική επιρροή στην επιχείρηση, προκειμένου να μπορέσει να τιμωρήσει αυτόν και μόνο. Επομένως, δεδομένου ότι η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στη μητρική εταιρία για τη συμπεριφορά μιας θυγατρικής δεν έχει επίπτωση επί της νομιμότητας μιας αποφάσεως που απευθύνεται μόνο στη θυγατρική που συμμετείχε στην παράβαση, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να επιλέξει να επιβάλει κυρώσεις είτε στη θυγατρική που συμμετείχε στην παράβαση είτε στη μητρική εταιρία που την ήλεγχε κατά την περίοδο αυτή.

Η Επιτροπή έχει, επίσης, την ως άνω δυνατότητα επιλογής στην περίπτωση οικονομικής διαδοχής ως προς τον έλεγχο της θυγατρικής. Ναι μεν, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να καταλογίσει τη συμπεριφορά της θυγατρικής στην πρώην μητρική εταιρία για τον προ της μεταβιβάσεως χρόνο και στη νέα μητρική εταιρία για τον κατόπιν της μεταβιβάσεως χρόνο, πλην όμως δεν υποχρεούται να το πράξει και μπορεί να επιλέξει να επιβάλει κυρώσεις μόνο στη θυγατρική για τη δική της συμπεριφορά.

(βλ. σκέψεις 324-326, 329, 331-332, 372)

22.    Για την κατάταξη των επιχειρήσεων σε κατηγορίες, σύμφωνα με το σημείο 1 Α, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αντικειμενικές ή διαρθρωτικές ιδιότητες των επιχειρήσεων καθώς και η κατάσταση της σχετικής αγοράς.

Μεταξύ των ως άνω αντικειμενικών στοιχείων περιλαμβάνονται όχι μόνον το μέγεθος και η ισχύς μιας επιχειρήσεως στην αγορά, όπως αυτά αντανακλώνται στο μερίδιό της αγοράς ή στον κύκλο εργασιών της, αλλά και οι δεσμοί που διατηρεί με άλλες επιχειρήσεις, εφόσον αυτοί μπορούν να επηρεάσουν τη διάρθρωση της αγοράς. Συγκεκριμένα, η πραγματική ικανότητα μιας επιχειρήσεως να προκαλέσει σημαντική ζημία και ο πραγματικός αντίκτυπος της παραβάσεως που διέπραξε πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα την οικονομική πραγματικότητα. Επομένως, η Επιτροπή θεμιτώς λαμβάνει υπόψη, υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών, τέτοιες σχέσεις προκειμένου να καθορίσει την πραγματική οικονομική ικανότητα των μελών μιας συμπράξεως να προκαλέσουν ζημία και το ειδικό βάρος της παραβάσεώς τους.

Συναφώς, η διάρθρωση της αγοράς δεν μπορεί να επηρεασθεί μόνον όταν δεσμοί μεταξύ επιχειρήσεων απονέμουν σε μία από αυτές εξουσία διευθύνσεως ή τον πλήρη έλεγχο της συμπεριφοράς, από απόψεως ανταγωνισμού, άλλων επιχειρηματιών, όπως στην περίπτωση των οικονομικών μονάδων. Η ισχύς μιας επιχειρήσεως στην αγορά μπορεί επίσης να αυξηθεί, πέραν του μεριδίου αγοράς της, όταν αυτή διατηρεί σταθερές σχέσεις με άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να ασκεί, ατύπως, πραγματική επιρροή στη συμπεριφορά τους. Τούτο ισχύει, επίσης, όταν οι υφιστάμενοι δεσμοί μεταξύ επιχειρήσεων έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση ή την εξάλειψη του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι τέτοιοι δεσμοί δεν είναι ικανοί να δικαιολογήσουν τη διαπίστωση ότι οι οικείες επιχειρήσεις αποτελούν μέρος της ίδιας οικονομικής οντότητας δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή πρέπει να μην τους λάβει υπόψη και να εκτιμήσει την κατάσταση στην αγορά ωσάν να μην υπήρχαν οι εν λόγω δεσμοί.

Αντιθέτως, η συγκεκριμένη συμπεριφορά των διαφόρων μελών μιας συμπράξεως ή ο βαθμός της ατομικής ενοχής τους δεν είναι καθοριστικός, αυτός καθ’ εαυτόν, για την κατανομή σε κατηγορίες. Βεβαίως, η συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως μπορεί να αποτελεί ένδειξη της φύσεως των σχέσεων που αυτή διατηρεί με άλλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, η ύπαρξη ειδικών εκδηλώσεων συμπεριφοράς, όπως είναι η οργάνωση ανταλλαγών πληροφοριών με τις τελευταίες ή η διατύπωση ρητών απόψεων κατά τη διάρκεια των συσκέψεων του καρτέλ, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία των συμφερόντων των εν λόγω επιχειρήσεων ή στο να τις δεσμεύσουν να τηρούν τις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες, δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε επαρκής, αυτή καθ’ εαυτήν, για να δικαιολογήσει τη συνεκτίμηση του μεριδίου αγοράς των τελευταίων επιχειρήσεων κατά την αξιολόγηση της ισχύος της πρώτης επιχειρήσεως στην αγορά. Συγκεκριμένα, ελλείψει σταθερών σχέσεων με τις επιχειρήσεις με τις οποίες αντηλλάγησαν οι πληροφορίες ή των οποίων εκπροσωπούνται τα συμφέροντα, τέτοιες εκδηλώσεις συμπεριφοράς δεν είναι καθοριστικές για την κατάταξη σε κατηγορίες, ενώ μπορούν, ενδεχομένως, να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση των επιβαρυντικών και των ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με τα σημεία 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών.

Επομένως, στο πλαίσιο ενός συστήματος κύκλων διαβουλεύσεων που τέθηκε σε λειτουργία από ορισμένες τράπεζες προκειμένου αυτές να προβαίνουν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συνεννόηση ως προς τη συμπεριφορά τους όσον αφορά τις κύριες παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός κράτους μέλους, εφόσον οι υφιστάμενοι δεσμοί μεταξύ των ηγετικών εταιριών και των αποκεντρωμένων τραπεζών των ομίλων τους προσέδωσαν στις ηγετικές εταιρίες πολύ σημαντικότερη οικονομική ισχύ από εκείνη που προκύπτει από τα μερίδιά τους αγοράς ως εμπορικών τραπεζών και αντιστοιχεί στο μερίδιο αγοράς του συνόλου του αντιστοίχου ομίλου, μια ορθή εκτίμηση της πραγματικής ικανότητας των ηγετικών εταιριών να προξενήσουν σημαντική ζημία και του ειδικού βάρους της παραβατικής συμπεριφοράς τους καθιστά αναγκαία τη συνεκτίμηση όχι μόνον των δικών τους μεριδίων αγοράς ως εμπορικών τραπεζών, αλλά και των μεριδίων αγοράς των αποκεντρωμένων τραπεζών, και δικαιολογεί, ως εκ τούτου, τον καταλογισμό των μεριδίων αγοράς των αποκεντρωμένων τομέων στα κεντρικά ιδρύματα.

(βλ. σκέψεις 359-362, 377, 404, 407, 409)

23.    Εφόσον η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, στην ανακοίνωση των αιτιάσεών της, ότι θα εξετάσει αν πρέπει να επιβληθούν πρόστιμα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και εφόσον εξέθεσε τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν την επιβολή προστίμου, όπως η σοβαρότητα και η διάρκεια της υποτιθέμενης παραβάσεως και το γεγονός ότι διαπράχθηκε «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», το εν λόγω θεσμικό όργανο πληροί την υποχρέωσή του να σεβασθεί τα δικαιώματα άμυνας των εν λόγω επιχειρήσεων. Αντιθέτως, η Επιτροπή, εφόσον ανέφερε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων θα στήριζε τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, δεν υποχρεούται να καθορίσει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιούσε καθένα από τα στοιχεία αυτά για την επιμέτρηση του προστίμου, τούτο δε πολλώ μάλλον εφόσον οι επιχειρήσεις απολαύουν πρόσθετης εγγυήσεως όσον αφορά την επιμέτρηση των προστίμων, καθόσον το Πρωτοδικείο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία και μπορεί, μεταξύ άλλων, να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 17.

(βλ. σκέψη 369)

24.    Δεδομένου ότι η προσέγγιση της Επιτροπής συνίσταται, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, στην κατανομή των μελών μιας συμπράξεως σε διάφορες κατηγορίες, με τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του ποσού εκκινήσεως που ορίσθηκε για τις επιχειρήσεις που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να επικριθεί, μολονότι έχει ως αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων θα αντικατοπτρίζουν οιαδήποτε διαφορά μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ως προς το μέγεθός τους.

Γεγονός παραμένει ότι μια τέτοια κατανομή σε κατηγορίες πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και ότι ο καθορισμός των ορίων για καθεμία από τις κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορισθείσες κατηγορίες πρέπει να είναι συνεπής και αντικειμενικώς δικαιολογημένος.

(βλ. σκέψεις 422-423)

25.    Το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 17 προβλέπει τη συνεκτίμηση, εκτός της σοβαρότητας της παραβάσεως, και της διάρκειάς της προκειμένου να καθορισθεί το ύψος του προστίμου. Συνεπώς, η επίπτωση της διάρκειας της παραβάσεως επί του βασικού ποσού του προστίμου πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να είναι σημαντική. Τούτο αντιτίθεται, πλην ειδικών περιστάσεων, σε μια αμιγώς συμβολική αύξηση του ποσού εκκινήσεως λόγω της διάρκειας της παραβάσεως. Έτσι, όταν μια συμφωνία που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή, ενδείκνυται, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη η διάρκεια υπάρξεως αυτής της συμφωνίας, ήτοι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της ημερομηνίας συνάψεώς της και της ημερομηνίας κατά την οποία έπαυσε να ισχύει.

Κατά συνέπεια, μια αύξηση που αντιστοιχεί στο 10 % του ποσού εκκινήσεως ετησίως δεν μπορεί να επιφυλάσσεται για εξαιρετικές περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπουν ένα τέτοιο όριο μόνο για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας, ενώ, για τις παραβάσεις μέσης διάρκειας (κατά κανόνα μεταξύ ενός και πέντε ετών), το ενιαίο ανώτατο όριο έχει καθορισθεί στο 50 % του ποσού εκκινήσεως, πράγμα που δεν αποκλείει το ενδεχόμενο υπερβάσεως του συντελεστή αυξήσεως του 10 % ετησίως.

Εξάλλου, η προσαύξηση του προστίμου ανάλογα με τη διάρκεια δεν γίνεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της διάρκειας και της σημαντικής ζημίας που προκλήθηκε στους κοινοτικούς στόχους των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 465-467)

26.    Η Επιτροπή οφείλει, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να συμμορφώνεται με τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών της. Ωστόσο, στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη χωριστά καθεμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, και η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, δεδομένου ότι ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρισίμων περιστάσεων.

Συγκεκριμένα, η θέσπιση των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών δεν είχε ως αποτέλεσμα το να στερηθεί του λυσιτελούς χαρακτήρα της η νομολογία σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως που της επιτρέπει να λαμβάνει ή να μη λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων τα οποία σχεδιάζει να επιβάλει, σε συνάρτηση ιδίως με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Έτσι, ελλείψει δεσμευτικών στοιχείων στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψη, η Επιτροπή διατήρησε ένα ορισμένο περιθώριο προκειμένου να προβαίνει στη συνολική εκτίμηση της σημασίας μιας ενδεχομένης μειώσεως του ύψους των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 472-473)

27.    Σύμφωνα με το σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, όταν μια επιχείρηση «έχει παίξει αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη διάπραξη της παράβασης ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων», ο ρόλος αυτός της εν λόγω επιχειρήσεως, εφόσον αποδειχθεί, μπορεί να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση.

Συναφώς, μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να αποκαλύψουν τον παθητικό ρόλο μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο συμπράξεως μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικός χαρακτήρας των συμμετοχών της σε συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της συμπράξεως.

Ωστόσο, άπαξ και μια επιχείρηση μετέσχε, έστω και χωρίς να διαδραματίσει ενεργό ρόλο, σε μία ή περισσότερες συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, πρέπει να θεωρηθεί ότι μετέσχε στη σύμπραξη, εκτός αν αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την παράνομη συνεννόηση. Συγκεκριμένα, με την παρουσία της στις συσκέψεις, η επιχείρηση προσχωρεί ή, τουλάχιστον, δίδει την εντύπωση στους άλλους μετέχοντες ότι προσχωρεί κατ’ αρχήν στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες που συνήφθησαν κατά τις συσκέψεις αυτές.

Συναφώς, είναι αλυσιτελές, για την εκτίμηση του παθητικού ρόλου μιας επιχειρήσεως ή του ρόλου ουραγού που αυτή διαδραμάτισε, το ζήτημα αν η εν λόγω επιχείρηση επωφελήθηκε από τις συμφωνίες. Αφενός, ένας ουραγός μπορεί, επίσης, να επωφεληθεί από τα αποτελέσματα μιας συμπράξεως. Αφετέρου, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν επωφελήθηκε από την παράβαση δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, διότι άλλως το επιβαλλόμενο πρόστιμο θα έχανε τον αποτρεπτικό του χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 481-482, 486, 489)

28.    Σύμφωνα με το σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η «μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών» μπορεί να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση. Ωστόσο, το γεγονός ότι μια επιχείρηση, που αποδεικνύεται ότι μετέχει με τους ανταγωνιστές της σε συνεννόηση, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκην στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου.

Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια κατά το μάλλον ή ήττον ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της, και μια επιχείρηση η οποία δεν αποστασιοποιείται από τα αποτελέσματα μιας συσκέψεως στην οποία παρέστη διατηρεί, κατ’ αρχήν, την πλήρη ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίζει την ύπαρξη ελαφρυντικής περιστάσεως σε περίπτωση μη εφαρμογής της συμπράξεως παρά μόνον αν η επιχείρηση που επικαλείται την περίσταση αυτή μπορεί να αποδείξει ότι αντετέθη σαφώς και σοβαρά στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει τη λειτουργία της, και ότι δεν έδωσε την εντύπωση ότι προσχώρησε στη συμφωνία και, ως εκ τούτου, παρακίνησε άλλες επιχειρήσεις να θέσουν την εν λόγω σύμπραξη σε εφαρμογή. Συγκεκριμένα, θα ήταν υπερβολικά ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν βαρύ πρόστιμο αν μπορούσαν να επωφελούνται από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν στη συνέχεια μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ η στάση τους παρότρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο βλαπτικότερο για τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 490-491)

29.    Σύμφωνα με το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η «παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (π.χ. επιτόπιοι έλεγχοι)» συγκαταλέγεται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων. Ωστόσο, η μείωση του προστίμου λόγω παύσεως της παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν μπορεί να επέρχεται αυτομάτως, αλλά εξαρτάται από την εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεώς της. Συναφώς, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής των κατευθυντηρίων γραμμών υπέρ ορισμένης επιχειρήσεως προσήκει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο βλαπτικός του ανταγωνισμού χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν είναι πρόδηλος. Αντιθέτως, η εφαρμογή της ενδείκνυται, κατ’ αρχήν, λιγότερο στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά αυτή, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένη, είναι σαφώς βλαπτική του ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, έστω και αν η Επιτροπή θεώρησε, κατά το παρελθόν, την εκούσια παύση μιας παραβάσεως ως ελαφρυντική περίσταση, αυτή θεμιτώς λαμβάνει υπόψη, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντηρίων γραμμών της, το γεγονός ότι πολύ σοβαρές και πρόδηλες παραβάσεις εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικώς συχνά, αν και το γεγονός ότι είναι παράνομες έχει αναγνωρισθεί από την έναρξη της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, και, ως εκ τούτου, θεμιτώς εκτιμά ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η γενναιόδωρη αυτή πρακτική και να μην ανταμείβεται πλέον η παύση μιας τέτοιας παραβάσεως με μείωση του προστίμου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρόσφορος χαρακτήρας της μειώσεως του προστίμου λόγω παύσεως της παραβάσεως μπορεί να εξαρτάται από το ζήτημα αν οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούσαν ευλόγως να αμφιβάλλουν για τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και η αναφορά στο ότι η παράβαση ήταν παγκοίνως γνωστή μπορεί να αποτελεί επαρκή αιτιολογία της επιλογής της Επιτροπής να μη χορηγήσει μείωση του προστίμου για έναν τέτοιο λόγο.

(βλ. σκέψεις 497-499)

30.    Στο πλαίσιο διευρύνσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η ενδεχόμενη νομιμότητα βλαπτικών του ανταγωνισμού συμφωνιών κατά το εθνικό δίκαιο δεν αρκεί, από μόνη της, για να δώσει λαβή για την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς των μετεχουσών σ’ αυτές επιχειρήσεων από απόψεως κοινοτικού δικαίου. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν σημαντικά μέσα. Εναπόκειται στις επιχειρήσεις αυτές να προετοιμασθούν για τις νομικές συνέπειες της προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένες και, ιδίως, να ενημερωθούν εγκαίρως σχετικά με το περιεχόμενο των κανόνων ανταγωνισμού του κοινοτικού δικαίου (και μάλιστα του δικαίου του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου) που πρόκειται να εφαρμοσθούν επ’ αυτών καθώς και σχετικά με τις νέες ρυθμίσεις που θα περιέχουν οι εν λόγω κανόνες σε σχέση με το εθνικό δίκαιο.

Συγκεκριμένα, ναι μεν δεν αποκλείεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, ένα εθνικό νομικό πλαίσιο ή μια συμπεριφορά των εθνικών αρχών να μπορούν να αποτελέσουν ελαφρυντικές περιστάσεις, πλην όμως η έγκριση ή η ανοχή της παραβάσεως εκ μέρους των εθνικών αρχών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς τούτο όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν τα αναγκαία μέσα προκειμένου να λάβουν ακριβείς και ορθές νομικές πληροφορίες.

(βλ. σκέψεις 504-505)

31.    Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, όταν επιβάλλει κυρώσεις λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, να θεωρήσει ως ελαφρυντική περίσταση την κακή οικονομική κατάσταση του επίμαχου τομέα και το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, σε προηγούμενες υποθέσεις, την οικονομική κατάσταση του τομέα ως ελαφρυντική περίσταση δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να εξακολουθήσει να εφαρμόζει την εν λόγω πρακτική. Πράγματι, κατά γενικό κανόνα, τα καρτέλ δημιουργούνται όταν ο τομέας αντιμετωπίζει δυσχέρειες.

(βλ. σκέψη 510)

32.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, συνεργασία στην έρευνα που δεν υπερβαίνει αυτό που προκύπτει από τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 17 δεν δικαιολογεί μείωση του προστίμου. Αντιθέτως, μια τέτοια μείωση δικαιολογείται όταν η επιχείρηση παρείχε πληροφορίες βαίνουσες πέραν αυτών που η Επιτροπή θα απαιτούσε να προσκομισθούν δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17.

Για να δικαιολογεί μείωση του ύψους του προστίμου λόγω συνεργασίας, η συμπεριφορά της επιχειρήσεως πρέπει να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού και να μαρτυρεί ειλικρινές πνεύμα συνεργασίας.

Επομένως, αφενός, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εξετάσει αν η Επιτροπή παρέβλεψε το ζήτημα σε ποιον βαθμό η συνεργασία των εν λόγω επιχειρήσεων υπερέβη αυτό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17. Συναφώς, το Πρωτοδικείο ασκεί πλήρη έλεγχο, που αφορά ιδίως τα όρια της υποχρέωσης των επιχειρήσεων να απαντήσουν στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, τα οποία προκύπτουν από τα δικαιώματα άμυνας των εν λόγω επιχειρήσεων.

Αφετέρου, το Πρωτοδικείο καλείται να εξακριβώσει αν η Επιτροπή εκτίμησε ορθώς, υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, τη λυσιτέλεια της συνεργασίας για την απόδειξη της παραβάσεως. Εντός των ορίων που χαράσσει η εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή απολαύει εξουσίας εκτιμήσεως προκειμένου να αξιολογήσει αν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα, που παρασχέθηκαν οικειοθελώς από τις επιχειρήσεις, διευκόλυναν το έργο της και αν πρέπει να χορηγηθεί μείωση σε μια επιχείρηση δυνάμει της ως άνω ανακοινώσεως. Η αξιολόγηση αυτή αποτελεί αντικείμενο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου.

Ωστόσο, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς της, η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοήσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία παραβιάζεται όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Η αρχή αυτή αντιτίθεται στο να αντιμετωπίζει διαφορετικά η Επιτροπή τη συνεργασία των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η ίδια απόφαση.

Αντιθέτως, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή έχει προβεί, στο πλαίσιο της προηγούμενης πρακτικής λήψεως των αποφάσεών της, σε μια ορισμένη μείωση λόγω συγκεκριμένης συμπεριφοράς δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να προβεί στην ίδια αναλογική μείωση και κατά την εκτίμηση παρόμοιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας.

Στην περίπτωση που μια αίτηση παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 αποβλέπει στη λήψη πληροφοριών των οποίων η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει τη δημοσιοποίηση με απόφαση δυνάμει της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου, μόνον η ταχύτητα της απαντήσεως της οικείας επιχειρήσεως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως οικειοθελής. Εναπόκειται στην Επιτροπή να εκτιμήσει αν η ταχύτητα αυτή διευκόλυνε το έργο της κατά τρόπον ώστε να δικαιολογεί τη μείωση του προστίμου, και η ανακοίνωση περί της συνεργασίας δεν την υποχρεώνει να μειώνει κατά σύστημα το πρόστιμο για τον λόγο αυτό.

Εξάλλου, ναι μεν η αναγνώριση της υπάρξεως μιας συμπράξεως μπορεί να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής κατά την έρευνα περισσότερο από την απλή αναγνώριση της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, οπότε η Επιτροπή μπορεί να επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στις επιχειρήσεις που δέχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με εκείνες που δέχθηκαν, επίσης, την ύπαρξη συμπράξεως, πλην όμως η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε τέτοια διάκριση. Συγκεκριμένα, εναπόκειται στην Επιτροπή να εκτιμήσει, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, αν μια τέτοια ομολογία όντως διευκόλυνε το έργο της. Τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τη ρητή ομολογία ότι οι συσκέψεις που απέβλεπαν στη συνεννόηση επί των τιμών ή επί άλλων παραμέτρων του ανταγωνισμού είχαν ως σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού, εφόσον ο σκοπός αυτός προκύπτει από το αντικείμενο των εν λόγω συσκέψεων.

(βλ. σκέψεις 529-534, 536, 559)

33.    Στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεώνει μια επιχείρηση, με αίτηση παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17, να παρέχει απαντήσεις με τις οποίες θα οδηγούνταν στο σημείο να παραδεχθεί την ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η Επιτροπή. Ωστόσο, η Επιτροπή δικαιούται, για να διαφυλάξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 17, να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων έχουν λάβει γνώση και να της προσκομίζουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή τους, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί συμπεριφορά που προσβάλλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Έτσι, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να απαντούν σε ερωτήσεις που αφορούν αμιγώς τα πραγματικά περιστατικά και να ζητεί την προσκόμιση προϋπαρχόντων εγγράφων.

Αντιθέτως, αιτήματα με τα οποία η οικεία επιχείρηση καλείται να περιγράψει το αντικείμενο και τη διεξαγωγή συσκέψεων στις οποίες αυτή μετείχε καθώς και τα αποτελέσματα ή τα συμπεράσματα των συσκέψεων αυτών, εφόσον υπάρχουν υπόνοιες ότι οι εν λόγω συσκέψεις είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, είναι ασυμβίβαστα με τα δικαιώματα άμυνας, δεδομένου ότι τα εν λόγω αιτήματα μπορούν να υποχρεώσουν την οικεία επιχείρηση να ομολογήσει τη συμμετοχή της σε παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

Επομένως, εφόσον η Επιτροπή διαθέτει, κατόπιν ελέγχων, πολλές ενδείξεις ως προς την ύπαρξη ενός δικτύου συμφωνιών που ήταν οργανωμένο και διέθετε μεγάλο αριθμό κύκλων διαβουλεύσεων σχετικά με το σύνολο των τραπεζικών προϊόντων σε μια συγκεκριμένη αγορά, μπορεί θεμιτώς να απαιτήσει από τις εν λόγω τράπεζες, με αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17, να μνημονεύσουν τις ημερομηνίες των συσκέψεων των εν λόγω κύκλων διαβουλεύσεων και τους μετέχοντες στις συσκέψεις αυτές, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τους κύκλους διαβουλεύσεων σχετικά με τους οποίους η Επιτροπή διέθετε, έπειτα από τους εν λόγω ελέγχους, ακριβείς πληροφορίες, όπως είναι η ονομασία τους και οι ημερομηνίες ορισμένων συσκέψεων, ή για το σύνολο των λοιπών κύκλων διαβουλεύσεων.

(βλ. σκέψεις 539-541, 543)

34.    Η διαβίβαση από μια επιχείρηση στην Επιτροπή εγγράφων των οποίων το εν λόγω θεσμικό όργανο εδικαιούτο να απαιτήσει την προσκόμιση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εκούσια συνεργασία κατά την έννοια της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

(βλ. σκέψη 544)

35.    Στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού και ενώ οι εν λόγω επιχειρήσεις της παρείχαν αυτοβούλως περισσότερες πληροφορίες από αυτές που τους είχαν ζητηθεί με αίτηση παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17, η Επιτροπή, εξαρτώντας τη συνεκτίμηση της ως άνω συνεργασίας από την ύπαρξη προστιθεμένης αξίας προκύπτουσας είτε από τη γνωστοποίηση «νέων πραγματικών περιστατικών» είτε από εξηγήσεις που καθιστούν δυνατή την καλύτερη κατανόηση της υποθέσεως, δεν υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει για να αξιολογήσει, σύμφωνα με τον τίτλο Δ, σημείο 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, αν μια συνεργασία «συμβάλλει στην επιβεβαίωση της ύπαρξης της διαπραχθείσας παράβασης». Συγκεκριμένα, ούτε η ανακοίνωση περί της συνεργασίας ούτε η σχετική νομολογία υποχρεώνουν την Επιτροπή να προβαίνει σε μείωση προστίμου λόγω πρακτικής ή οργανωτικής υποστήριξης της έρευνάς της.

(βλ. σκέψεις 552-553)

36.    Ναι μεν, στον τομέα του ανταγωνισμού, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά τη διοικητική διαδικασία μπορούν ενίοτε να δικαιολογήσουν μείωση του προστίμου, ακόμη και όταν οι εν λόγω πλημμέλειες δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως μόνο διαδικαστικές πλημμέλειες ικανές να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη των συμφερόντων του διαδίκου που τις επικαλείται μπορούν να δικαιολογήσουν μια τέτοια μείωση. Τούτο μπορεί να συμβαίνει, ιδίως, όταν πρόκειται για πλημμέλειες που συνιστούν παράβαση της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(βλ. σκέψεις 568-569)