Language of document : ECLI:EU:T:2024:302

Υπόθεση T393/21

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Max Heinr. Sutor OHG

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ)

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 8ης Μαΐου 2024

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης»

1.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων – Εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Συνεκτίμηση, στο πλαίσιο του υπολογισμού των εν λόγω εισφορών, των καταπιστευτικών υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος που διαθέτει άδεια για να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής, άρθρο 5 § 1, στοιχείο εʹ· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 2, σημείο 3)

(βλ. σκέψεις 41, 45, 51, 147)

2.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων – Εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Συνεκτίμηση, στο πλαίσιο του υπολογισμού των εν λόγω εισφορών, των καταπιστευτικών υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος που διαθέτει άδεια για να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες – Έκθεση των εν λόγω υποχρεώσεων στους ίδιους κινδύνους με τις καταπιστευτικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων σε περίπτωση εξυγίανσης – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 12· κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής, άρθρο 5 § 1, στοιχείο εʹ)

(βλ. σκέψεις 89-92, 95)

3.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων – Εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Συνεκτίμηση, στο πλαίσιο του υπολογισμού των εν λόγω εισφορών, των καταπιστευτικών υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος που διαθέτει άδεια για να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες – Αρχή της εγγραφής των εν λόγω υποχρεώσεων στον ισολογισμό του οικείου ιδρύματος – Δυνατότητα παρέκκλισης που παρέχεται στα κράτη μέλη, βάσει της οποίας επιτρέπεται στα ιδρύματα να εγγράφουν τις εν λόγω υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εξαιτίας των αποκλίσεων που υφίστανται μεταξύ των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 70 § 2, εδ. 2, στοιχείο βʹ· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 103 § 2· οδηγία 86/635 του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1)

(βλ. σκέψεις 98-100, 104, 106, 107)

Σύνοψη

Το Γενικό Δικαστήριο, επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως, την οποία δέχεται, ακυρώνει την απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) για το έτος 2021 (1), λόγω παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει το ΕΣΕ όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 (2) και σχετικά με την προβληθείσα κατ’ αυτού ένσταση ελλείψεως νομιμότητας. Τέλος, εξετάζει επίσης την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κανονισμού.

Η προσφεύγουσα Max Heinr. Sutor OHG είναι πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στη Γερμανία. Στις 14 Απριλίου 2021 το ΕΣΕ εξέδωσε απόφαση με την οποία καθόρισε (3) τις εκ των προτέρων εισφορές στο ΕΤΕ, για το 2021, των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων, στα οποία συγκαταλεγόταν η προσφεύγουσα.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατά πρώτον, όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτήν παρέκκλιση, η οποία επιτρέπει τον αποκλεισμό ορισμένων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επισημαίνει ακόμη ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό των οικείων υποχρεώσεων, δηλαδή να κατέχονται οι υποχρεώσεις αυτές από επιχείρηση επενδύσεων, να προκύπτουν λόγω της κατοχής περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών και επιπλέον να προστατεύονται οι εν λόγω πελάτες δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 (4) και την οδηγία 2014/5 (5), η παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν ίσχυε, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, για τις οντότητες που αποτελούσαν συγχρόνως πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Εκτιμά ότι, αν η Επιτροπή ήθελε να αναφερθεί στα πιστωτικά ιδρύματα που αποτελούν συγχρόνως επιχειρήσεις επενδύσεων, θα είχε κάνει λόγο, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, για «ιδρύματα» και όχι για «επιχειρήσεις επενδύσεων» (6), ενώ, προκειμένου να εφαρμόσει εξαίρεση σε ορισμένες μόνον οντότητες, επέλεξε πιο συγκεκριμένες διατυπώσεις (7).

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο προβλεπόμενος στην οδηγία 2014/59 ορισμός της «επιχείρησης επενδύσεων» τροποποιήθηκε με την οδηγία 2019/2034 (8), η οποία παραπέμπει εν τέλει στην έννοια της «επιχείρησης επενδύσεων» της οδηγίας 2014/65. Εντούτοις, η τροποποίηση του εν λόγω ορισμού είχε εφαρμογή μόνον από τις 26 Ιουνίου 2021 (9). Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 14 Απριλίου 2021, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό των υποχρεώσεων που κατέχονται από πιστωτικά ιδρύματα, όπως η προσφεύγουσα, από τον υπολογισμό των υποχρεώσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών τους. Επομένως, οι καταπιστευτικές υποχρεώσεις της προσφεύγουσας δεν πληρούν την πρώτη από τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως στο σύνολό του.

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι οι καταπιστευτικές υποχρεώσεις της δεν ενέχουν κίνδυνο και, αφετέρου, ότι ο μη αποκλεισμός τους από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των κριτηρίων προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου και ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως. Υπενθυμίζει κυρίως ότι το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 προβλέπει οκτώ στοιχεία τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη για την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτήν ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδίδει προέχουσα σπουδαιότητα σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω στοιχεία, όπως η έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους, ούτε, εξάλλου, προκύπτει ο τρόπος με τον οποίον η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη την έκθεση αυτή. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι καταπιστευτικές υποχρεώσεις δεν ενείχαν κανένα κίνδυνο σε περίπτωση εξυγίανσης. Ειδικότερα, αφενός, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, η γερμανική νομοθεσία δεν παρέχει ιδιαίτερη προστασία στα κεφάλαια των πελατών ενόσω αυτά παραμένουν στον συλλογικό λογαριασμό τον οποίο έχει δημιουργήσει στο εσωτερικό της η προσφεύγουσα και τον οποίον αυτή διαχειρίζεται ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό των πελατών (στο εξής: ενδιάμεσος λογαριασμός), και, αφετέρου, προκειμένου τα εν λόγω κεφάλαια να τύχουν της προστασίας του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, είναι αναγκαίο τα οικεία ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα (στο εξής: ιδρύματα προϊόντων) να έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και οι πελάτες να μην τοποθετούν περισσότερα από 100 000 ευρώ σε τέτοια ιδρύματα, με αποτέλεσμα η εν λόγω προστασία να είναι περιορισμένη τόσο από εδαφικής όσο και από ποσοτικής απόψεως.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, όσον αφορά το αντικείμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ότι οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης, του οποίου η δημιουργία αποσκοπεί (10) στο να εξασφαλίσει μεταξύ άλλων ουδέτερη προσέγγιση όσον αφορά τη μεταχείριση των προβληματικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να εξεταστεί αν τα πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν άδεια να ασκούν επίσης και επενδυτικές δραστηριότητες, όπως η προσφεύγουσα, τελούν σε παρόμοια κατάσταση με τις επιχειρήσεις επενδύσεων (11), σε ό,τι αφορά τη συνεκτίμηση των καταπιστευτικών υποχρεώσεων για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι οι εν λόγω εκ των προτέρων εισφορές αποσκοπούν στη χρηματοδότηση των δράσεων εξυγίανσης η ανάληψη των οποίων εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι μια τέτοια δράση είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος (12). Πλην όμως, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η πτώχευσή τους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διατηρούν μεγάλα χαρτοφυλάκια δανείων λιανικής και επιχειρηματικών δανείων και δεν δέχονται καταθέσεις. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι η πελατεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων είναι διαφορετική.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η πιθανότητα να τεθεί υπό εξυγίανση ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως η προσφεύγουσα είναι υψηλότερη από την πιθανότητα να τεθεί υπό εξυγίανση μια επιχείρηση επενδύσεων, κατά συνέπεια δε οι δύο αυτές κατηγορίες ιδρυμάτων δεν τελούν σε παρόμοια κατάσταση.

Ομοίως, η κατάστασή τους δεν είναι παρόμοια ούτε σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση των καταπιστευτικών υποχρεώσεων. Βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται να διαχωρίζουν αμέσως τα ποσά που λαμβάνουν από τους πελάτες τοποθετώντας τα σε καταπιστευτικούς λογαριασμούς τους οποίους διατηρούν σε πιστωτικά ιδρύματα. Αντιθέτως, ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως η προσφεύγουσα δεν οφείλει να μεταφέρει αμέσως τα εν λόγω ποσά από τον ενδιάμεσο λογαριασμό στα ιδρύματα προϊόντων.

Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι καταπιστευτικές υποχρεώσεις τις οποίες κατείχαν οι επιχειρήσεις επενδύσεων ήταν εκτεθειμένες σε επίπεδο κινδύνου παρόμοιο με εκείνο των καταπιστευτικών υποχρεώσεων τις οποίες κατείχαν τα πιστωτικά ιδρύματα που διέθεταν άδεια για να ασκούν επίσης και επενδυτικές δραστηριότητες.

Περαιτέρω, όσον αφορά άνιση μεταχείριση η οποία συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο ότι το ΕΣΕ υιοθέτησε τον ίδιο τρόπο υπολογισμού της βασικής ετήσιας συνεισφοράς για όλα τα ιδρύματα, χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη έκαναν χρήση της παρέκκλισης βάσει της οποίας επιτρέπεται η εκτός ισολογισμού εγγραφή των υποχρεώσεων που αφορούν τα κεφάλαια τα οποία το οικείο ίδρυμα διαχειρίζεται ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τρίτου (13), το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά τον καθορισμό των υποχρεώσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 ορίζει το «σύνολο παθητικού» ως το σύνολο του παθητικού όπως ορίζεται στην οδηγία 86/635 ή όπως ορίζεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που προβλέπονται στον κανονισμό 1606/2002 (14). Εξάλλου, μολονότι τα κεφάλαια τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα διαχειρίζεται ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τρίτου, πρέπει να εμφανίζονται κατά γενικό κανόνα, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της Γερμανίας, στον ισολογισμό του ιδρύματος αυτού εφόσον το ίδρυμα είναι δικαιούχος των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, ορισμένα κράτη μέλη επέλεξαν να κάνουν χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται από την οδηγία 86/635, βάσει της οποίας επιτρέπεται η εγγραφή των υποχρεώσεων αυτών εκτός ισολογισμού. Πλην όμως η κατάσταση αυτή απορρέει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα της οδηγίας 86/635, το κύρος των οποίων δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Όσον αφορά τη μη συνεκτίμηση των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των λογιστικών κανόνων των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά την εγγραφή των καταπιστευτικών υποχρεώσεων στον ισολογισμό των ιδρυμάτων, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία, όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, να ενεργεί πέραν της εξουσιοδότησης που έχει παράσχει ο νομοθέτης της Ένωσης. Εν προκειμένω, ούτε η οδηγία 2014/59 ούτε ο κανονισμός 806/2014 έχουν εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να εναρμονίσει τους σχετικούς εθνικούς λογιστικούς κανόνες. Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι παρέβη την αρχή της ίσης μεταχείρισης λόγω του ότι δεν θεράπευσε τις εν λόγω αποκλίσεις. Επιπλέον, η απαγόρευση διακρίσεων δεν αφορά τις υφιστάμενες μεταξύ των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών αποκλίσεις εφόσον οι νομοθεσίες αυτές επηρεάζουν κατά ίσο τρόπο όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε, και ακόμη λιγότερο απέδειξε, ότι η γερμανική νομοθεσία δεν επηρέαζε κατά ίσο τρόπο όλα τα πρόσωπα που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της. Επιπλέον, η θέσπιση ενωσιακής νομοθεσίας σε συγκεκριμένο τομέα δράσης ενδέχεται να έχει διαφορετικό αντίκτυπο για ορισμένους επιχειρηματίες, ανάλογα με την ατομική τους κατάσταση ή τους εθνικούς κανόνες στους οποίους υπόκεινται κατά τα λοιπά, η δε συνέπεια αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης αν η εν λόγω νομοθεσία στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και κατάλληλα για τους επιδιωκόμενους από αυτή σκοπούς. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το άρθρο 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν στηρίχθηκε σε κριτήρια αντικειμενικά και κατάλληλα για τους σκοπούς που επιδιώκονται από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

Τέλος, όσον αφορά την άνιση μεταχείριση μεταξύ της προσφεύγουσας και των πιστωτικών ιδρυμάτων που καταρτίζουν τον ισολογισμό τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, ενώ, βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, η μέθοδος αυτή επιτρέπεται μόνο στις μητρικές εταιρίες, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι η κατάσταση αυτή είναι συνέπεια της εφαρμογής κανόνα του γερμανικού δικαίου και όχι του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να είχε καταρτίσει λογαριασμούς σύμφωνα με τα εν λόγω λογιστικά πρότυπα, αλλά αποφάσισε διαφορετικά για διοικητικούς και οικονομικούς λόγους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται άνιση μεταχείριση εξ αυτού του λόγου.

Κατά τρίτον, τέλος, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 κατά το μέρος που δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό των καταπιστευτικών υποχρεώσεων της προσφεύγουσας από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, πρώτον, ότι το ΕΣΕ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη αποκλείοντας το ποσό των υποχρεώσεων αυτών από τον εν λόγω υπολογισμό.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν παρέχει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές να αποκλείουν ορισμένες υποχρεώσεις στο πλαίσιο της προσαρμογής, ανάλογα με τον κίνδυνο, των εκ των προτέρων εισφορών, αλλά απαριθμεί, αντιθέτως, επακριβώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένες υποχρεώσεις μπορούν να αποκλειστούν. Κατά συνέπεια, το ΕΣΕ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Επιπλέον, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός διαχώρισε ορισμένες καταστάσεις που εμφανίζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες, άμεσα συνδεόμενες με τους κινδύνους που ενέχουν οι επίμαχες υποχρεώσεις. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η παράλειψη ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, ως προς την οποία το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε να προβάλει ατεκμηρίωτα επιχειρήματα.

Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι η συνεκτίμηση των καταπιστευτικών υποχρεώσεων της προσφεύγουσας κατά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της θα κατέληγε σε πιθανή διπλή συνεκτίμησή τους στο πλαίσιο του εν λόγω υπολογισμού, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί ποια συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών θα ήταν λιγότερο επαχθής για τα ιδρύματα και συγχρόνως κατάλληλη για την επίτευξη, με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο, των σκοπών του κανονισμού. Εξάλλου, εν πάση περιπτώσει, δεν προβλήθηκε κανένα στοιχείο ικανό να κλονίσει το επιχείρημα του ΕΣΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της προστασίας του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων. Τέλος, δεν προβλήθηκε κανένα επιχείρημα από το οποίο να προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να εξαλείψει πλήρως κάθε μορφή διπλής προσμέτρησης των υποχρεώσεων.

Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η συνεκτίμηση των καταπιστευτικών υποχρεώσεων κατά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας δεν πληροί το κριτήριο της αναγκαιότητας, διότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι πελάτες έχουν δικαίωμα σε διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων που καταπιστευτικώς διαχειρίζεται η ίδια, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των πελατών αυτών, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι τα περιουσιακά στοιχεία και τα ρευστά των πελατών της θα καλύπτονταν σε περίπτωση αφερεγγυότητας από εγγυήσεις παρόμοιες προς εκείνες που καλύπτουν τα περιουσιακά στοιχεία και τα ρευστά των πελατών των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υποβλήθηκαν ενώπιόν του συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η προσμέτρηση των καταπιστευτικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς θα συνεπαγόταν μειονεκτήματα προδήλως δυσανάλογα σε σχέση με τους σκοπούς της οδηγίας 2014/59.


1      Απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).


2      Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (EE) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (EE 2015, L 11, σ. 44).


3      Σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (EE) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE 2014, L 225, σ. 1).


4      Στο άρθρο 3, σημείο 2.


5      Κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 3, της οδηγίας 2014/59/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (EE 2014, L 173, σ. 190).


6      Όπως στα στοιχεία αʹ, βʹ και στʹ της διάταξης αυτής, όπου η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον όρο «ίδρυμα».


7      Όπως στην περίπτωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.


8      Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ 2019, L 314, σ. 64).


9      Σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2019/2034, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 39 της οδηγίας αυτής.


10      Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 806/2014.


11      Όπως προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.


12      Όπως μνημονεύεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014, μεταξύ άλλων της αποφυγής των σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων που θα είχε η εκκαθάριση ενός ιδρύματος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης, μεταξύ άλλων στις υποδομές της αγοράς, και με τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά.


13      Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 1986, L 372, σ. 1).


14      Κανονισμός (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ 2002, L 243, σ. 1).