Language of document : ECLI:EU:T:2016:36

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Ιανουαρίου 2016 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών — Πρόσκληση για την υποβολή προσφορών — Παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς το προσωπικό του Cedefop — Απόρριψη της προσφοράς ενός υποψηφίου και απόφαση ανάθεσης της σύμβασης σε άλλον υποψήφιο — Άρνηση παροχής πρόσβασης σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με άλλους υποψηφίους που μετείχαν στη διαδικασία υποβολής προσφορών — Υποχρέωση αιτιολόγησης — Προστασία των εμπορικών συμφερόντων και της φήμης — Προστασία των προσωπικών δεδομένων — Προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων — Εξωσυμβατική ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑537/12,

Παντελεήμων Ζαφειρόπουλος, κάτοικος Θεσσαλονίκης (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τον Μ. Κοντογιώργο, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), εκπροσωπούμενου από την M. Fuchs, επικουρούμενη αρχικά από την E. Πετρίτση και στη συνέχεια από τον Π. Ανέστη, δικηγόρους,

καθού-εναγόμενου,

με αντικείμενο, πρώτον, προσφυγή ακύρωσης αφενός της απόφασης του Cedefop της 8ης Οκτωβρίου 2012 να απορρίψει την προσφορά που είχε υποβάλει ο προσφεύγων-ενάγων κατόπιν της προκήρυξης διαγωνισμού στις 19 Μαΐου 2012, η οποία δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012/S 115-189528) και αφορούσε την παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς το προσωπικό του Cedefop στη Θεσσαλονίκη, και της απόφασης του Cedefop της 9ης Οκτωβρίου 2012 να συνάψει τη σύμβαση την οποία αφορούσε η εν λόγω προκήρυξη με άλλο υποψήφιο και όχι τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, και αφετέρου της απόφασης του Cedefop να απορρίψει την αίτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος να του χορηγηθεί πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας διαγωνισμού και, δεύτερον, αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας που ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη ως συνέπεια των παραβάσεων που διέπραξε το Cedefop,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 3ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την από 19 Ιουνίου 2012 προκήρυξη που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012/S S115 189528‑2012) (στο εξής: προκήρυξη), το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) ζήτησε την υποβολή προσφορών με σκοπό τη διενέργεια διαγωνισμού. Σύμφωνα με το σημείο II.1.2 της προκήρυξης, ο διαγωνισμός αυτός αφορούσε την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στο προσωπικό του Cedefop στη Θεσσαλονίκη (στο εξής: σύμβαση).

2        Κατά τα σημεία II.1.4 και II.2.1 της προκήρυξης, η αξία της σύμβασης ανερχόταν σε 120 000 ευρώ και δεν θα υπερέβαινε τις 2 000 ώρες εργασίας σε περίοδο τεσσάρων ετών, και συγκεκριμένα 500 ώρες ανά έτος.

3        Το σημείο IV.1.1. της προκήρυξης προέβλεπε τη διεξαγωγή ταχείας κλειστής διαδικασίας, για τον λόγο ότι έπρεπε να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς το προσωπικό του Cedefop.

4        Η διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών διεξήχθη σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο ήταν η φάση της επιλογής, κατά την οποία θα εξακριβωνόταν αν οι υποψήφιοι μπορούσαν να μετάσχουν στη διαδικασία του διαγωνισμού, και συγκεκριμένα αν πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις χρηματοδοτικής, οικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας για την εκπλήρωση της σύμβασης. Το δεύτερο στάδιο ήταν η φάση της ανάθεσης, σκοπός της οποίας ήταν να εξακριβωθεί ποια από τις προσφορές ήταν η πλέον συμφέρουσα, δηλαδή αυτή που παρουσίαζε τη βέλτιστη σχέση τιμής προς ποιότητα.

5        Όσον αφορά τη φάση της επιλογής, το σημείο III.2.3 της προκήρυξης προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ένα κριτήριο για την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα του υποψηφίου, κατά το οποίο ο υποψήφιος έπρεπε να αποδείξει ότι είναι εγγεγραμμένος στον σχετικό ιατρικό σύλλογο, ότι έχει άδεια άσκησης είτε της γενικής ιατρικής είτε της ιατρικής της εργασίας είτε της παθολογίας είτε της επείγουσας ιατρικής και ότι έχει ασκήσει το επάγγελμά του σε έναν από τους τέσσερις αυτούς τομείς για τουλάχιστον οκτώ χρόνια.

6        Όσον αφορά τη φάση της ανάθεσης, το σημείο IV.2.1 της προκήρυξης και η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπαν τεχνική και οικονομική αξιολόγηση καθώς και τους σχετικούς συντελεστές. Ειδικότερα, η οικονομική αξιολόγηση θα βαθμολογούνταν με άριστα τις 30 μονάδες. Η τεχνική αξιολόγηση θα βαθμολογούνταν με άριστα τις 70 μονάδες, από τις οποίες το 20 % αφορούσε το κριτήριο «επίπεδο κατανόησης των απαιτούμενων υπηρεσιών» και το 80 % το κριτήριο «ποιότητα της συνέντευξης».

7        Προσφορές υποβλήθηκαν από επτά υποψηφίους. Πέντε υποψήφιοι έγιναν δεκτοί κατά το πέρας της φάσης της επιλογής, μεταξύ των οποίων ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων], ήτοι ο ιατρός Παντελεήμων Ζαφειρόπουλος, και η ιατρός Σ., τους οποίους το Cedefop κάλεσε σε συνέντευξη. Το Cedefop εκτίμησε ότι οι δύο άλλοι υποψήφιοι που δεν έγιναν δεκτοί κατά το πέρας της φάσης της επιλογής δεν πληρούσαν την προϋπόθεση της οκταετούς επαγγελματικής εμπειρίας σε έναν από τους τέσσερις τομείς της ιατρικής που παρατέθηκαν ανωτέρω στο σημείο 4.

8        Με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2012, το Cedefop ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η προσφορά του είχε απορριφθεί (στο εξής: απόφαση απόρριψης της προσφοράς). Ο προσφεύγων ενημερώθηκε συγκεκριμένα για τη βαθμολογία της προσφοράς του και για το ότι η προσφορά του δεν είχε αξιολογηθεί ως η πλέον συμφέρουσα προσφορά για πέντε λόγους, τους οποίους απαριθμούσε το Cedefop και εκ των οποίων ένας ήταν ότι η τεχνική προσφορά του δεν εξηγούσε πώς θα παρέχονταν οι απαιτούμενες υπηρεσίες και πώς θα διασφαλιζόταν η διαθεσιμότητα του προσφεύγοντος πέρα από τις προγραμματισμένες ώρες.

9        Με επιστολή της 9ης Οκτωβρίου 2012, το Cedefop ενημέρωσε την ιατρό Σ. ότι η προσφορά της είχε καταταγεί πρώτη (στο εξής: απόφαση ανάθεσης της σύμβασης).

10      Στις 12 Οκτωβρίου 2012 υπογράφηκε από το Cedefop και την ιατρό Σ. η συμφωνία-πλαίσιο σχετικά με τη σύμβαση. Η συμφωνία αυτή άρχισε να ισχύει την ίδια ημέρα. Η ανάθεση της σύμβασης δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 27 Οκτωβρίου 2012 (ΕΕ 2012/S 208-341369).

11      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Οκτωβρίου 2012, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Cedefop αίτηση για πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων των σχετικών με την επίμαχη διαδικασία υποβολής προσφορών, και ειδικότερα στα σχετικά με την απόφαση ανάθεσης της σύμβασης, στον πίνακα κατάταξης-αξιολόγησης των προσφορών, στα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων, στον φάκελο της δικής του προσφοράς, στον φάκελο της τελικώς επιλεγείσας προσφοράς και στους λοιπούς φακέλους που συγκέντρωσαν βαθμολογία ανώτερη από τη δική του, καθώς και σε κάθε άλλο σχετικό έγγραφο.

12      Το Cedefop απάντησε με επιστολή της 8ης Νοεμβρίου 2012 στο ηλεκτρονικό μήνυμα του προσφεύγοντος της 15ης Οκτωβρίου 2012 και του παρέσχε «επιπλέον διευκρινίσεις σε σχέση με τις πληροφορίες που περιέχονταν» στην απόφαση απόρριψης της προσφοράς. Πληροφόρησε έτσι τον προσφεύγοντα ότι η σύμβαση είχε συναφθεί με την ιατρό Σ. και ότι η προσφορά του είχε καταταγεί τρίτη. Στη συνέχεια πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για τη βαθμολογία της τεχνικής προσφοράς του και της συνέντευξής του και του επισύναψε την έκθεση αξιολόγησης, από την οποία είχαν διαγραφεί ορισμένα στοιχεία. Επιπλέον, το Cedefop τού απέστειλε ορισμένες πρόσθετες παρατηρήσεις σχετικά με ορισμένα στοιχεία που είχαν προκύψει κατά τη συνέντευξή του. Τέλος, το Cedefop επέτρεψε στον προσφεύγοντα την πρόσβαση σε ορισμένα από τα έγγραφα που αφορούσε η αίτησή του, ενώ αρνήθηκε να του επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα άλλα, όπως π.χ. στις προσφορές των άλλων υποψηφίων.

13      Σχετικά με την άρνησή του αυτή το Cedefop επισήμανε ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), ορισμένα έγγραφα που αφορούσε η αίτηση του προσφεύγοντος, όπως τα ατομικά φύλλα αξιολόγησης, ορισμένα στοιχεία που περιέχονταν στις εκθέσεις αξιολόγησης των προσφορών κατά τη φάση της επιλογής και κατά τη φάση της ανάθεσης, οι ατομικοί βαθμοί και τα σχόλια των μελών της επιτροπής αξιολόγησης ή η ηλεκτρονική αλληλογραφία (e-mails) που αναφερόταν σε άτομα, δεν μπορούσαν να ανακοινωθούν στον προσφεύγοντα, επειδή είτε περιείχαν προσωπικά δεδομένα είτε μπορούσαν να βλάψουν τα εμπορικά συμφέροντα ή την εμπορική φήμη των λοιπών υποψηφίων του διαγωνισμού.

14      Με επιστολή της 19ης Νοεμβρίου 2012 ο προσφεύγων γνωστοποίησε στο Cedefop ότι ενέμενε επί του αιτήματός του να του επιτραπεί η πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων που αφορούσε η αρχική αίτησή του. Ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι το Cedefop είχε εφαρμόσει εσφαλμένα τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001. Ο προσφεύγων ζήτησε να έχει πρόσβαση στο πλήρες κείμενο των εκθέσεων και των φύλλων αξιολόγησης των υποψηφίων που είχαν καταταχθεί στην πρώτη και στη δεύτερη θέση κατόπιν του διαγωνισμού, καθώς και στους πλήρεις φακέλους των προσφορών που είχαν υποβάλει οι εν λόγω υποψήφιοι.

15      Με επιστολή της 28ης Νοεμβρίου 2012, το Cedefop απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος της 19ης Νοεμβρίου 2012 (στο εξής: επιβεβαιωτική απόφαση της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης). Το Cedefop εξέθεσε καταρχάς ότι θεωρούσε την αίτηση που είχε υποβάλει ο προσφεύγων με την επιστολή της 19ης Νοεμβρίου 2012 ως επιβεβαιωτική αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Στη συνέχεια, το Cedefop επανέλαβε την εκτίμησή του ότι, σύμφωνα τόσο με το άρθρο 4, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 2, του κανονισμού 1049/2001, με τον κανονισμό (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, σ. 1), όσο και με τη νομολογία, δεν ήταν σε θέση να επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα από τα έγγραφα που ζητούσε ο προσφεύγων και τα οποία απαρίθμησε το Cedefop. Το Cedefop διευκρίνισε με την επιστολή του αυτή, μεταξύ άλλων, ότι «η ιδιότητα [του προσφεύγοντος] ως προσφέροντα στην εν λόγω διαδικασία σύναψης σύμβασης δεν του παρέχει επιπρόσθετα δικαιώματα σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Ο προσφεύγων, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Δεκεμβρίου 2012, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή].

17      Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 2014, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 64, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας σε σχέση με το Cedefop, το οποίο ανταποκρίθηκε εμπρόθεσμα.

18      Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

19      Με έγγραφο της 22ας Ιουλίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 64, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, νέα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας σε σχέση με το Cedefop, το οποίο ανταποκρίθηκε εμπρόθεσμα.

20      Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε, κατόπιν αίτησης του προσφεύγοντος και αφού άκουσε το Cedefop, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι τις 15 Μαΐου 2015.

21      Ο προσφεύγων και το Cedefop ζήτησαν αυτοτελώς, με έγγραφα της 28ης Μαΐου 2015, την αναβολή της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, πράγμα που δέχτηκε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 3 Ιουνίου 2015.

22      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015. Κατά τη συζήτηση αυτή, ο προσφεύγων προσκόμισε ορισμένα έγγραφα, με τα οποία αποδεικνύεται, κατ’ αυτόν, ότι οι υπεύθυνες δηλώσεις που είχε υποβάλει η ιατρός Σ. ήσαν ανακριβείς. Το Cedefop πρότεινε ένσταση απαραδέκτου κατά των εγγράφων αυτών, για τον λόγο ότι είχαν προσκομιστεί εκπρόθεσμα. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να περιλάβει τα έγγραφα αυτά στη δικογραφία, χωρίς να προδικάσει το παραδεκτό τους, και να μην περατώσει την προφορική διαδικασία, προκειμένου το Cedefop να μπορέσει να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του επί των εν λόγω εγγράφων, πράγμα που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

23      Με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, το Cedefop υπέβαλε παρατηρήσεις του επί των εγγράφων που αναφέρθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 22.

24      Το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την περάτωση της προφορικής διαδικασίας στις 28 Σεπτεμβρίου 2015.

25      Ο προσφεύγων ζητεί κατ’ ουσία από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση απόρριψης της προσφοράς και την απόφαση ανάθεσης της σύμβασης,

–        να ακυρώσει την επιβεβαιωτική απόφαση της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης και, αφού γίνει δεκτή η αίτησή του αυτή, να υποχρεώσει το Cedefop να θέσει στη διάθεσή του και στη διάθεση του Γενικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, το πλήρες κείμενο όλων των σχετικών με την επίμαχη διαδικασία εγγράφων, και ιδίως των προσφορών που υπέβαλαν όσοι από τους προσφέροντες κατατάχθηκαν σε ανώτερη αξιολογική σειρά κατάταξης από τον ίδιο και των ατομικών εκθέσεων αξιολόγησής τους, ώστε να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας,

–        να υποχρεώσει το Cedefop να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη για τον λόγο ότι η προσφορά του δεν έγινε δεκτή,

–        να καταδικάσει το Cedefop στα δικαστικά έξοδα.

26      Ο προσφεύγων, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παραιτήθηκε εν μέρει από το δεύτερο αίτημά του, και συγκεκριμένα από το αίτημα να υποχρεωθεί το Cedefop να θέσει στη διάθεσή του ορισμένα έγγραφα. Η παραίτηση αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

27      Το Cedefop ζητεί κατ’ ουσία από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτο ή ως αβάσιμο το αίτημα ακύρωσης της απόφασης απόρριψης της προσφοράς και της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης,

–        να απορρίψει ως απαράδεκτα ή ως αβάσιμα το αίτημα του προσφεύγοντος για ακύρωση της επιβεβαιωτικής απόφασης απόρριψης της αίτησης πρόσβασης και το αίτημά του να υποχρεωθεί το Cedefop να του επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία αφορούσε η απόφαση αυτή,

–        να απορρίψει το αίτημα του προσφεύγοντος για αποζημίωση ως απαράδεκτο ή ως αβάσιμο,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

28      Τονίζεται ευθύς εξαρχής ότι τα τρία πρώτα αιτήματα του προσφεύγοντος, τα οποία εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 25, αποτελούν τρεις αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή έννομης προστασίας από το Γενικό Δικαστήριο. Με τα δύο πρώτα αιτήματα ζητείται κατ’ ουσία η ακύρωση αφενός των αποφάσεων απόρριψης της προσφοράς και ανάθεσης της σύμβασης και αφετέρου της επιβεβαιωτικής απόφασης της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης. Το τρίτο αίτημα αποτελεί ουσιαστικά αγωγή αποζημίωσης για τη ζημία που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη ως συνέπεια της κατά την άποψή του παράνομης συμπεριφοράς του Cedefop.

29      Όσον αφορά τα δύο πρώτα αιτήματα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων διατυπώνει, με το δικόγραφο της προσφυγής του, έξι λόγους ακύρωσης, χωρίς όμως να καθιστά σαφές ποιος συγκεκριμένα από τους έξι αυτούς λόγους προβάλλεται προς στήριξη του πρώτου αιτήματος και ποιος προς στήριξη του δεύτερου. Από το ουσιαστικό περιεχόμενο όμως των λόγων αυτών προκύπτει ότι όλοι αυτοί οι λόγοι προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου αιτήματος, στο πλαίσιο του οποίου πρέπει επομένως να εξεταστούν.

 Επί του πρώτου αιτήματος: ακύρωση της αρχικής απόφασης απόρριψης της προσφοράς του προσφεύγοντος και της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στην ιατρό Σ.

30      Ο προσφεύγων διατυπώνει έξι λόγους προς στήριξη του αιτήματός του να ακυρωθούν η αρχική απόφαση απόρριψης της προσφοράς του και η απόφαση ανάθεσης της σύμβασης. Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ο δεύτερος λόγος αφορά πλάνη περί τα πράγματα και παραβίαση των αρχών της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας. Ο τρίτος λόγος αφορά παράβαση ουσιώδους για τη σύναψη της σύμβασης όρου της προκήρυξης. Ο τέταρτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο πέμπτος λόγος αφορά παραβίαση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο έκτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας.

31      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αρχίσει την εξέταση των λόγων ακύρωσης από τον τρίτο λόγο, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους όρου της προκήρυξης.

32      Ο προσφεύγων, με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, ισχυρίζεται κατ’ ουσία ότι το Cedefop παρέβη ουσιώδη όρο της προκήρυξης, προβλεπόμενο στο σημείο III.2.3 της προκήρυξης, διότι οι υποψήφιοι έπρεπε να αποδείξουν αφενός ότι είχαν άδεια άσκησης της ιατρικής σε έναν ή περισσότερους από τους εξής τέσσερις τομείς, τη γενική ιατρική, την ιατρική της εργασίας, την παθολογία ή την επείγουσα ιατρική, και αφετέρου ότι είχαν ασκήσει το επάγγελμά τους σε έναν από τους τομείς αυτούς για τουλάχιστον οκτώ χρόνια. Η σύναψη της σύμβασης όμως με την ιατρό Σ., η οποία είναι παιδίατρος και δεν έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ετών επαγγελματικής πείρας, αντιβαίνει στους όρους της σύμβασης. Εξάλλου, η πείρα της ιατρού Σ. στην παιδιατρική είναι ακατάλληλη για την κάλυψη των αναγκών που αφορά η σύμβαση, δηλαδή την παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς το προσωπικό του Cedefop. Η επιλεγείσα υποψήφια έπρεπε συνεπώς να έχει αποκλειστεί από τη διαδικασία του διαγωνισμού ήδη κατά τη φάση της επιλογής των υποψηφίων.

33      Το Cedefop αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

34      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, δυνάμει του άρθρου 100, παράγραφος 1, του κανονισμού του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), η αναθέτουσα αρχή ορίζει τον ανάδοχο της σύμβασης, τηρώντας τόσο τα κριτήρια επιλογής και ανάθεσης που έχουν ορισθεί εκ των προτέρων στα έγγραφα της πρόσκλησης υποβολής προσφορών όσο και τους κανόνες σύναψης των συμβάσεων.

35      Σύμφωνα με το άρθρο 252, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής), οι προσφορές που δεν περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που απαιτούνται στα έγγραφα του διαγωνισμού ή που δεν ανταποκρίνονται στις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται σ’ αυτά απορρίπτονται.

36      Κατά τη νομολογία, η αναθέτουσα αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για την έκδοση της απόφασής της σχετικά με τη σύναψη σύμβασης κατόπιν διαγωνισμού. Ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει συνεπώς να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ότι έχουν τηρηθεί οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολόγησης, ότι δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα και ότι δεν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης ή κατάχρηση εξουσίας (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, IDT Biologika κατά Επιτροπής, T‑503/10, EU:T:2012:575, σκέψη 19). Την ευρεία αυτή διακριτική ευχέρεια έχουν οι αναθέτουσες αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης της σύμβασης, περιλαμβανομένων του καθορισμού και της αξιολόγησης των κριτηρίων επιλογής (βλ. επ’ αυτού την απόφαση της 6ης Μαΐου 2013, Kieffer Omnitec κατά Επιτροπής, T‑288/11, EU:T:2013:228, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Με δεδομένη την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, πρέπει, σε πρώτη φάση, να εξεταστεί το κριτήριο επιλογής που προβλέπεται στο σημείο III.2.3 της προκήρυξης σχετικά με την «τεχνική ικανότητα», σε δεύτερη φάση να εξεταστούν τα επιχειρήματα που διατυπώνει και τα έγγραφα που προσκόμισε το Cedefop για να αποδείξει ότι η ιατρός Σ. πληρούσε το κριτήριο αυτό και, σε τρίτη φάση, να εξεταστεί αν η εκτίμηση του Cedefop ότι πληρούνταν το κριτήριο αυτό ενέχει πρόδηλο σφάλμα.

38      Κατά πρώτον, όσον αφορά τη φύση της σύμβασης που αφορούσε η προκήρυξη, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, όπως εκτέθηκε παραπάνω στη σκέψη 1, το σημείο II.1.1 της προκήρυξης ορίζει την επίμαχη σύμβαση ως «παροχή ιατρικών υπηρεσιών στο προσωπικό του Cedefop». Όσον αφορά τη φύση των υπηρεσιών αυτών, από το σημείο 2.3 των προδιαγραφών της προκήρυξης προκύπτει ότι τα καθήκοντα που θα καλούνταν να ασκεί ο ιατρός που θα επιλεγόταν θα συνίσταντο κυρίως στη διενέργεια:

«—      των ιατρικών εξετάσεων που προβλέπονται πριν από την πρόσληψη προσωπικού από το Cedefop,

–        των ετήσιων ιατρικών εξετάσεων του προσωπικού του Cedefop,

[…]

–        προληπτικών εκστρατειών ενημέρωσης του προσωπικού σε ιατρικά θέματα,

–        επιθεωρήσεων των χώρων εργασίας του προσωπικού για την παροχή συμβουλών σε θέματα ιατρικής της εργασίας,

[…]».

39      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σκοπός της επίμαχης σύμβασης ήταν ουσιαστικά η διασφάλιση του ότι οι ιατρικές υπηρεσίες που ήταν υποχρεωμένο να παρέχει το Cedefop στο προσωπικό του θα παρέχονταν από ιατρό.

40      Στη συνέχεια, όσον αφορά τα προσόντα του ιατρού που θα παρείχε τις παραπάνω υπηρεσίες, επισημαίνεται ότι το κριτήριο επιλογής που προβλέπεται στο σημείο III.2.3 της προκήρυξης σχετικά με την «τεχνική ικανότητα» έχει ως εξής:

«III.2.3) Τεχνική ικανότητα

[…]

Τα ακόλουθα έγγραφα ή πληροφορίες πρέπει να υποβάλλονται από τον αιτούντα για να αποδείξει την τεχνική του και επαγγελματική ικανότητα να εκτελέσει την προτεινόμενη σύμβαση:

–        έγγραφο για την εγγραφή στο σχετικό επαγγελματικό μητρώο, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη [η αναθέτουσα αρχή],

–        απόδειξη ότι ο αιτών έχει δικαίωμα να ασκεί τη γενική ιατρική και/ή την ιατρική της εργασίας και/ή την παθολογία και/ή την επείγουσα ιατρική στην Ελλάδα (κατά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων),

[…]

–        τα μορφωτικά και επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος, [μεταξύ των οποίων]:

–        βιογραφικό σημείωμα […],

–        επικυρωμένο αντίγραφο του πτυχίου/των πτυχίων στην ιατρική,

–        αποδεικτικό ότι ο αιτών έχει ασκήσει τη γενική ιατρική και/ή την ιατρική της εργασίας και/ή την παθολογία και/ή την επείγουσα ιατρική για τουλάχιστον οκτώ έτη,

[…]

Απαιτήσεις για την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα:

εγγραφή στο σχετικό επαγγελματικό μητρώο,

πιστοποίηση (στα αγγλικά «certification») ως ιατρός σε οποιονδήποτε […] από [τους ακόλουθους τομείς]:

–        γενική ιατρική,

–        ιατρική της εργασίας,

–        παθολογία,

–        επείγουσα ιατρική,

ελάχιστη επαγγελματική εμπειρία οκτώ ετών σχετική με τα καθήκοντα που περιγράφονται στην παρούσα προκήρυξη,

[…]».

41      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Cedefop, με την προκήρυξη, απαιτούσε από κάθε υποψήφιο να προσκομίσει ειδικότερα τα εξής, προκειμένου να επιλεγεί για την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών που όφειλε να παρέχει ο φορέας αυτός:

–        αποδεικτικό της εγγραφής του στο σχετικό μητρώο του Ιατρικού Συλλόγου,

–        τα σχετικά πτυχία ιατρικής,

–        πιστοποιητικό ότι είναι ιατρός στον τομέα είτε της γενικής ιατρικής είτε της ιατρικής της εργασίας είτε της παθολογίας είτε της επείγουσας ιατρικής,

–        αποδεικτικό ότι ο αιτών έχει ασκήσει είτε τη γενική ιατρική είτε την ιατρική της εργασίας είτε την παθολογία είτε την επείγουσα ιατρική για τουλάχιστον οκτώ έτη,

–        βιογραφικό σημείωμα που να αποδεικνύει την επαγγελματική του πείρα.

42      Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν τα έγγραφα που προσκόμισε και οι παρατηρήσεις που διατύπωσε το Cedefop καταρχάς με τα δικόγραφά του, στη συνέχεια με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε απαντώντας στα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας που είχε λάβει το Γενικό Δικαστήριο και τέλος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με σκοπό να αποδείξει το βάσιμο της εκτίμησής του ότι η ιατρός Σ. πληρούσε το κριτήριο τεχνικής ικανότητας που προβλέπεται στο σημείο III.2.3 της προκήρυξης.

43      Πρώτον, το Cedefop εκθέτει ότι η ιατρός Σ. είχε αποδείξει την εγγραφή της στο επαγγελματικό μητρώο ιατρών καταθέτοντας πιστοποιητικό του Ιατρικού Συλλόγου που έφερε ημερομηνία 3 Ιουλίου 2012.

44      Δεύτερον, το Cedefop εκτιμά ότι η ιατρός Σ. απέδειξε ότι είχε άδεια άσκησης της γενικής ιατρικής, διότι αφενός υπέβαλε άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, που έφερε ημερομηνία 6 Απριλίου 1994, και αφετέρου δήλωσε, με τη συνοδευτική επιστολή της για την κατάθεση της προσφοράς της, στην οποία περιεχόταν ο πίνακας των συνημμένων εγγράφων (στο εξής: πίνακας των παραρτημάτων), ότι η άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλματος είναι επαρκές στοιχείο για να έχει ο ενδιαφερόμενος το δικαίωμα να ασκεί τη γενική ιατρική στην Ελλάδα.

45      Τρίτον, το Cedefop θεωρεί ότι η ιατρός Σ. απέδειξε ότι είχε τους απαιτούμενους τίτλους σπουδών και τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα.

46      Συναφώς το Cedefop προσκομίζει καταρχάς επικυρωμένο αντίγραφο του πτυχίου ιατρικής της Σ., που φέρει ημερομηνία 1η Απριλίου 1994, καθώς και λεπτομερές βιογραφικό σημείωμά της, το οποίο εκθέτει, μεταξύ άλλων, τις επαγγελματικές δραστηριότητές της μετά την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος στις 6 Απριλίου 1994. Το Cedefop θεωρεί εξάλλου ότι η επαγγελματική πείρα που προκύπτει από το βιογραφικό σημείωμα της ιατρού Σ. είναι εξ ολοκλήρου σχετική με την παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς το προσωπικό του Cedefop. Το Cedefop εκτιμά εξάλλου ότι η πλήρωση της προϋπόθεσης άσκησης γενικής ιατρικής επί οκταετία αποδεικνύεται από πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι η ιατρός Σ. εκπλήρωσε την υποχρέωση «υπηρεσίας υπαίθρου» επί 15 μήνες, και συγκεκριμένα από τις 17 Ιουνίου 1994 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 1995, και από πιστοποιητικό ενός διευθυντή νοσοκομείου που βεβαιώνει ότι η ιατρός αυτή υπηρέτησε στο νοσοκομείο για δεκάμισι μήνες, και συγκεκριμένα από τις 28 Σεπτεμβρίου 1995 μέχρι τις 18 Αυγούστου 1996, καθώς και από φορολογικές δηλώσεις και μια υπεύθυνη δήλωση της ιατρού Σ. με την οποία η ιατρός αυτή δηλώνει ότι άσκησε στο ιδιωτικό ιατρείο της τη γενική ιατρική επί επτά μήνες, και συγκεκριμένα από τις 17 Μαΐου 2000 μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 2000, και, τέλος, από μια υπεύθυνη δήλωση της ιατρού Σ. με την οποία η ιατρός αυτή δηλώνει ότι άσκησε τη γενική ιατρική επί επτά έτη, και συγκεκριμένα από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς της.

47      Τέταρτον, το Cedefop υπενθυμίζει καταρχάς ότι η ιατρός Σ. επισύναψε στην προσφορά της μια υπεύθυνη δήλωση, με την οποία βεβαίωνε ότι έχει την αναγκαία τεχνική και επαγγελματική ικανότητα. Στη συνέχεια το Cedefop υπενθυμίζει ότι κατά τη διαδικασία επιλογής ζήτησε τη συνδρομή ενός εξωτερικού εμπειρογνώμονα, ιατρού, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι η ιατρός Σ. ανταποκρινόταν στις προϋποθέσεις της προκήρυξης.

48      Πέμπτον, το Cedefop υποστηρίζει ότι έχει, σύμφωνα με τη νομολογία, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων.

49      Κατά τρίτον, αν ληφθούν υπόψη αφενός οι προϋποθέσεις που τίθενται από την προκήρυξη και παρατέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 38 έως 41 και αφετέρου οι εξηγήσεις που δόθηκαν και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο από το Cedefop και τα οποία αναφέρθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 43 έως 48, πρέπει να εξεταστεί αν το συμπέρασμα του Cedefop ότι η ιατρός Σ. είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι πληρούσε το κριτήριο της τεχνικής ικανότητας για να επιλεγεί ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης.

50      Συναφώς τονίζεται ότι το Cedefop διευκρίνισε, με την απάντησή του στο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είχε κρίνει ότι η ιατρός Σ. είχε αποδείξει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις τεχνικής ικανότητας, καθόσον ασκούσε τη «γενική ιατρική», πράγμα που είχε υποστηρίξει η ιατρός Σ. προβάλλοντας ρητά, αφενός με τον πίνακα των παραρτημάτων και αφετέρου με τις δύο υπεύθυνες δηλώσεις της, τον ισχυρισμό ότι «είχε άδεια άσκησης της γενικής ιατρικής» και ότι είχε «ασκήσει [γενική ιατρική] επί οκτώ τουλάχιστον έτη». Επομένως, με κριτήριο την άσκηση της «γενικής ιατρικής» μόνο και όχι κάποιας άλλης από τις λοιπές τρεις ειδικότητες που προβλέπονταν στην προκήρυξη πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον η ιατρός Σ. ανταποκρινόταν στις προϋποθέσεις που έθετε η προκήρυξη σε σχέση με τα διπλώματα και την επαγγελματική πείρα. Πρέπει επίσης να εξεταστεί κατά πόσον το Cedefop απέδειξε ότι η ιατρός Σ. αφενός είχε άδεια άσκησης της γενικής ιατρικής και αφετέρου είχε όντως ασκήσει γενική ιατρική επί οκτώ έτη.

 Επί του ζητήματος αν έχει αποδειχθεί ότι η ιατρός Σ. είχε το δικαίωμα άσκησης της γενικής ιατρικής

51      Οι διάδικοι διαφωνούν επί του ζητήματος αν το Cedefop μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ιατρός Σ. είχε αποδείξει ότι είχε το δικαίωμα άσκησης της γενικής ιατρικής.

52      Κατά πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ιατρός Σ. υπέβαλε μεν στο Cedefop το πανεπιστημιακό πτυχίο ιατρικής που της είχε απονεμηθεί την 1η Απριλίου 1994 και την άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος που έφερε ημερομηνία 6 Απριλίου 1994, αλλά κανένα από τα δύο αυτά έγγραφα δεν αρκεί ως απόδειξη του ότι η ενδιαφερόμενη έχει την ιδιότητα του γενικού ιατρού ή έστω ότι της επιτρέπεται να ασκεί πράξεις «γενικής ιατρικής». Αντίθετα, πρέπει συναφώς να τονιστεί ότι η ιατρός Σ. υπέβαλε στο Cedefop πιστοποιητικό του Ιατρικού Συλλόγου που βεβαίωνε ότι η ενδιαφερόμενη ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο του Συλλόγου από το 2005 ως «παιδίατρος» και όχι ως «γενικός ιατρός».

53      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό του Cedefop ότι, αν και, όπως ομολογεί το ίδιο, η ιατρός Σ. δεν έχει πραγματοποιήσει πανεπιστημιακή ειδίκευση στη γενική ιατρική, η εν λόγω ιατρός μπορεί να ασκεί πράξεις γενικής ιατρικής σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Cedefop δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν την αλήθεια του ισχυρισμού του.

54      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται ο προσφεύγων, το σημείο III.2.3 της προκήρυξης προβλέπει ότι οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν «επικυρωμένο αντίγραφο του πτυχίου/των πτυχίων στην ιατρική», δηλαδή σε έναν από τους τέσσερις τομείς τους οποίους πρόβλεπε η προκήρυξη, και πιστοποιητικό ειδίκευσης σε έναν από τους τέσσερις αυτούς τομείς, ειδίκευσης που συνίσταται, στην περίπτωση της γενικής ιατρικής, σε τετραετή μετεκπαίδευση. Από το σημείο 10 της απόφασης 4189/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, της 20ής Σεπτεμβρίου 2012 (στο εξής: απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της 20ής Σεπτεμβρίου 2012), την οποία προσκόμισε το Cedefop στο Γενικό Δικαστήριο σε απάντηση στο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας που αποσκοπούσε στον προσδιορισμό των διπλωμάτων που απαιτούνται για την άσκηση της γενικής ιατρικής στην Ελλάδα, προκύπτει πάντως ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, το δικαίωμα άσκησης πράξεων γενικής ιατρικής που απέκτησε ένας ιατρός πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994 χωρίς να έχει υποστεί την τετραετή αυτή μετεκπαίδευση στηρίζεται σε «πιστοποιητικό που δεν συνιστά τίτλο της ειδικότητας της γενικής ιατρικής». Από τη διατύπωση όμως της προκήρυξης προκύπτει ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν ειδίκευση είτε στη γενική ιατρική είτε στην ιατρική της εργασίας είτε στην παθολογία είτε στην επείγουσα ιατρική και όχι απλώς και μόνο να έχουν το δικαίωμα άσκησης πράξεων γενικής ιατρικής.

55      Δεύτερον, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η προκήρυξη δεν αφορούσε μόνο τους ιατρούς που είχαν ειδίκευση στη «γενική ιατρική», αλλά και όσους είχαν αποκτήσει το δικαίωμα άσκησης πράξεων γενικής ιατρικής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από το Cedefop δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ιατρός Σ. πληρούσε τις προϋποθέσεις της ελληνικής νομοθεσίας, την οποία επικαλείται εντούτοις το Cedefop για να στηρίξει την επιχειρηματολογία του.

56      Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας υπενθυμίζει, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, την εξέλιξη της νομοθεσίας που ρυθμίζει τα απαιτούμενα διπλώματα για την άσκηση της γενικής ιατρικής στην Ελλάδα. Καταρχάς, στο σημείο 8 της εν λόγω απόφασης το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρει ότι αρχικά, για την απόκτηση άδειας άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, ο ενδιαφερόμενος έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν. 1565/1939, Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος (ΦΕΚ Α΄ 16), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 3366/1955, Περί ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και ιατρικών ειδικοτήτων και άλλων τινών διατάξεων (ΦΕΚ Α΄ 258, 20/23.9.1955), να υποβάλει όχι μόνο πτυχίο ιατρικής, αλλά και «πιστοποιητικό περί ενιαυσίας πρακτικής ασκήσεως, μετά τη λήψη του πτυχίου, σε οιονδήποτε Γενικό Νοσοκομείο νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου». Κατά το άρθρο 4 του Ν.Δ. 3366/1955, οι κάτοχοι της εν λόγω άδειας άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος είχαν το δικαίωμα να ασκούν τη γενική ιατρική. Στη συνέχεια, στο σημείο 9 της εν λόγω απόφασης, το Συμβούλιο της Επικρατείας υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Ν.Δ. 4111/1960, Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Υγειονομικών Συλλόγων, Ιατρικών και Παραϊατρικών Επαγγελμάτων, Ασφαλίσεως Υγειονομικών Φαρμάκων και των περί ιατρικής εν γένει Αντιλήψεως και Δημοσίας Υγείας διατάξεων (ΦΕΚ 168/8.10.1960), η γενική ιατρική κατέστη ειδικότητα της ιατρικής, για την απόκτηση της οποίας ήταν αναγκαία, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ. 415/1994, Χρόνος ειδίκευσης ιατρών για απόκτηση ειδικότητας (ΦΕΚ Α΄ 236), η ολοκλήρωση τετραετούς μετεκπαίδευσης. Τέλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρει, στο σημείο 9 της απόφασής του, ότι, σύμφωνα με την οδηγία 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (ΕΕ L 165, σ. 1), μόνο οι ιατροί που είχαν αποκτήσει το δικαίωμα άσκησης της γενικής ιατρικής πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994, δηλαδή «όλοι οι κάτοχοι της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ιατρού οι οποίοι είχαν πραγματοποιήσει, μετά τη λήψη του πτυχίου ιατρικής, την ενιαύσια πρακτική άσκηση», ακόμη και αν δεν είχαν πραγματοποιήσει την τετραετή μετεκπαίδευση κατά το Π.Δ. 415/1994, διατήρησαν το δικαίωμα άσκησης πράξεων γενικής ιατρικής μετά από τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρει επίσης, παραπέμποντας στη νομολογία του, ότι, κατά το άρθρο 36 της οδηγίας 93/16, το οποίο έχει μεταφερθεί στην ελληνική νομοθεσία, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους είναι υποχρεωμένες να χορηγούν στους ιατρούς που έχουν αποκτήσει το δικαίωμα άσκησης της γενικής ιατρικής πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994 πιστοποιητικό που να βεβαιώνει το δικαίωμά τους αυτό.

57      Από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, την οποία προσκόμισε το Cedefop προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του και κατά της οποίας δεν βάλλει ο προσφεύγων, συνάγεται συνεπώς ότι μόνο οι ιατροί που απέκτησαν την άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 1994, δηλαδή όσοι απέκτησαν πριν από την ημερομηνία αυτή αφενός το πτυχίο ιατρικής και αφετέρου ένα πιστοποιητικό που να βεβαιώνει την ολοκλήρωση πρακτικής άσκησης ενός έτους μετά τη λήψη του πτυχίου αυτού, είχαν το δικαίωμα να ασκούν τη γενική ιατρική, μολονότι δεν είχαν πραγματοποιήσει την τετραετή μετεκπαίδευση που απαιτείται πλέον για την απόκτηση της ειδικότητας του γενικού ιατρού.

58      Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από διάφορα έγγραφα που προσκόμισε το Cedefop, η ιατρός Σ. έλαβε το πτυχίο ιατρικής την 1η Απριλίου 1994.

59      Καταρχάς επιβάλλεται στο σημείο αυτό η διαπίστωση ότι ήταν αντικειμενικά αδύνατο να έχει πραγματοποιήσει η ιατρός Σ., πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 1994, πρακτική άσκηση ενός έτους μετά τη λήψη του πτυχίου της την 1η Απριλίου 1994, πράγμα όμως που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, όπως αυτή παρατίθεται στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, να ασκεί πράξεις γενικής ιατρικής χωρίς να έχει πραγματοποιήσει τετραετή μετεκπαίδευση. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το Cedefop, απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ούτε ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι η ιατρός Σ. είχε ολοκληρώσει την εν λόγω ενιαύσια πρακτική άσκηση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994, ούτε άλλωστε αμφισβήτησε ότι η εφαρμοστέα ελληνική νομοθεσία επέβαλλε αυτή την προϋπόθεση πραγματοποίησης ενιαύσιας πρακτικής άσκησης μετά τη λήψη του πανεπιστημιακού πτυχίου.

60      Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Cedefop δεν προσκόμισε πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι η ιατρός Σ. είχε το δικαίωμα να ασκεί πράξεις γενικής ιατρικής και το οποίο η ενδιαφερόμενη θα έπρεπε οπωσδήποτε να κατέχει σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει το ίδιο το Cedefop στις παρατηρήσεις που διατύπωσε με την απάντησή του στα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας που του απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο και όπως προκύπτει από το σημείο 8 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 54 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, οι ιατροί που είχαν αποκτήσει το δικαίωμα άσκησης της γενικής ιατρικής στην Ελλάδα πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 1994 έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Π.Δ. 38/2004, Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις των οδηγιών […] που αφορούν το επάγγελμα του ιατρού (ΦΕΚ Α΄ 35/9.2.2004) να «εφοδι[άζονται] προς τούτο» με το πιστοποιητικό που αποδεικνύει το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 36 της οδηγίας 93/16. Αφού δεν υπήρχε το πιστοποιητικό αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είχε υποβληθεί στο Cedefop «επικυρωμένο αντίγραφο του πτυχίου/των πτυχίων στην ιατρική», κατά την έννοια του σημείου III.2.3 της προκήρυξης, που να αποδεικνύει ότι η ιατρός Σ. είχε άδεια άσκησης της γενικής ιατρικής.

61      Από την άποψη αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα που διατύπωσε το Cedefop απαντώντας στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, δηλαδή ότι το ίδιο δεν φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι η ιατρός Σ. συγκέντρωνε τις ειδικές προϋποθέσεις που θέτει η ελληνική νομοθεσία για την άσκηση πράξεων της γενικής ιατρικής, αλλά ότι ο προσφεύγων φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Συγκεκριμένα, αφού ο προσφεύγων απέδειξε ότι η ιατρός Σ. ήταν παιδίατρος και δεν είχε καμία από τις τέσσερις ειδικότητες που απαιτούνταν κατά την προκήρυξη, το Cedefop είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι η ιατρός Σ. πληρούσε εντούτοις τις προϋποθέσεις της προκήρυξης, αλλά εν προκειμένω δεν προσκόμισε την απόδειξη αυτή.

62      Τα λοιπά επιχειρήματα με τα οποία το Cedefop επιχειρεί να αποδείξει ότι δεν ενέχει πρόδηλο σφάλμα η εκτίμησή του ότι η ιατρός Σ. πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθετε η προκήρυξη δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

63      Καταρχάς, το επιχείρημα του Cedefop ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό και την αξιολόγηση των κριτηρίων επιλογής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, η ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει συναφώς το Cedefop δεν σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να ελέγξει, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 36, κατά πόσον η εκτίμηση του Cedefop ότι η ιατρός Σ. πληρούσε τις προϋποθέσεις της προκήρυξης, τις οποίες είχε θέσει το ίδιο το Cedefop, ενείχε πρόδηλο σφάλμα. Εξάλλου, αφού η προκήρυξη πρόβλεπε ότι έπρεπε να ανατεθεί σε ιατρό η παροχή των ιατρικών υπηρεσιών που ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει το Cedefop στο προσωπικό του, το οποίο αποτελείται από ενηλίκους, επιβάλλεται κατ’ ανάγκη η διαπίστωση ότι το Cedefop, επιλέγοντας παιδίατρο αντί για ιατρό ειδικευμένο στη γενική ιατρική, την ιατρική της εργασίας, την παθολογία ή την επείγουσα ιατρική, υπερέβη τα όρια της ευρείας έστω διακριτικής ευχέρειας που είχε κατά την επιλογή ειδικευμένου ιατρού για την κάλυψη των αναγκών που υπήρχαν εν προκειμένω.

64      Εξάλλου, δεν είναι πειστικό ούτε το επιχείρημα του Cedefop ότι καλώς θεώρησε ότι η ιατρός Σ. είχε το δικαίωμα να ασκεί τη γενική ιατρική, αφού αφενός η εν λόγω ιατρός είχε υποβάλει συναφώς υπεύθυνη δήλωση και αφετέρου ο εξωτερικός εμπειρογνώμονας στον οποίο είχε βασιστεί η επιτροπή αξιολόγησης είχε κρίνει ότι πληρούνταν η προϋπόθεση αυτή. Συγκεκριμένα, ούτε οι υπεύθυνες δηλώσεις της ιατρού Σ. ούτε η εκτίμηση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα στην οποία βασίστηκε η απόφαση της επιτροπής αξιολόγησης αναιρούν την ορθότητα των διαπιστώσεων που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 52 έως 61 και κατά τις οποίες το Cedefop δεν είχε στη διάθεσή του τις κατά την προκήρυξη αναγκαίες άδειες και τα αναγκαία διπλώματα που να αποδεικνύουν το δικαίωμα της ιατρού Σ. να ασκεί τη γενική ιατρική.

65      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση του Cedefop ότι η ιατρός Σ. είχε αποδείξει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις τεχνικής ικανότητας που πρόβλεπε η προκήρυξη. Επομένως, εκ περισσού και μόνο το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει κατά πόσον, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η ιατρός Σ. είχε το δικαίωμα να ασκεί τη γενική ιατρική, ο προσφεύγων απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η ιατρός Σ. δεν πληρούσε ούτε την προϋπόθεση άσκησης της γενικής ιατρικής επί οκταετία.

 Επί της απόδειξης του ότι η ιατρός Σ. άσκησε τη γενική ιατρική επί οκταετία

66      Οι διάδικοι διαφωνούν επί του ζητήματος αν το Cedefop βασίμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιατρός Σ. είχε ασκήσει τη γενική ιατρική επί οκταετία.

67      Επισημαίνεται ότι το Cedefop υποστηρίζει, βασιζόμενο στον πίνακα των παραρτημάτων τα οποία υπέβαλε η ιατρός Σ. με την προσφορά της, στο βιογραφικό της σημείωμα και στις δύο υπεύθυνες δηλώσεις της, ότι πληροί την προϋπόθεση αυτή, καθόσον:

–        άσκησε επί δεκαπέντε μήνες, μεταξύ Ιουνίου 1994 και Σεπτεμβρίου 1995, τη γενική ιατρική σε νοσοκομείο ως ιατρός υπαίθρου,

–        εργάστηκε ως ιατρός ειδικευόμενη στην παθολογία επί εννέα μήνες, μεταξύ Σεπτεμβρίου 1995 και Μαΐου 1996,

–        εργάστηκε ως ιατρός ειδικευόμενη στη γενική παθολογία επί δύο έτη και επτά μήνες, μεταξύ Οκτωβρίου 1996 και Μαΐου 1999,

–        άσκησε τη γενική παθολογία σε δικό της ιατρείο επί επτά μήνες, μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου 2000,

–        άσκησε τη γενική ιατρική στο δικό της ιδιωτικό ιατρείο επί επτά και πλέον έτη, από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι την υποβολή της προσφοράς της για τη σύμβαση το 2012.

68      Επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η διαπίστωση ότι τα τρία έγγραφα που αναφέρθηκαν παραπάνω στη σκέψη 67, δηλαδή ο πίνακας των παραρτημάτων τα οποία υπέβαλε η ιατρός Σ., το βιογραφικό της σημείωμα και οι δύο υπεύθυνες δηλώσεις της, και τα οποία συνέταξε η ιατρός Σ. με σκοπό να αποδείξει ότι είχε ασκήσει τη γενική ιατρική επί οκτώ έτη, όπως απαιτούνταν κατά την προκήρυξη, αντιφάσκουν εντούτοις προς άλλα έγγραφα, τα οποία επίσης προσκόμισε το Cedefop.

69      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά το διάστημα των επτά και πλέον ετών άσκησης από την ιατρό Σ. της γενικής ιατρικής στο ιδιωτικό ιατρείο της από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι την υποβολή της υποψηφιότητάς της το 2012 στον διαγωνισμό για τη σύναψη της σύμβασης, διάστημα που είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη για να πληροί η εν λόγω ιατρός την προϋπόθεση οκταετούς επαγγελματικής πείρας στη γενική ιατρική, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ακρίβεια του περιεχομένου της υπεύθυνης δήλωσής της, του πίνακα των παραρτημάτων και του βιογραφικού της σημειώματος, δηλαδή των εγγράφων με τα οποία δηλώνει ότι ασκεί τη γενική ιατρική ή πράξεις γενικής ιατρικής από το 2005 στο ιδιωτικό ιατρείο της, δεν βρίσκει έρεισμα σε κανένα από τα λοιπά έγγραφα που προσκόμισε το Cedefop και από τα οποία, όπως π.χ. στο αποδεικτικό εγγραφής στο μητρώο του Ιατρικού Συλλόγου που επίσης προσκόμισε το Cedefop, προκύπτει ότι η ιατρός Σ. ήταν καταχωρισμένη στη νομαρχία ως παιδίατρος από το 2005.

70      Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, όπως υποστήριξε το Cedefop κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η άσκηση μιας ειδικότητας, όπως είναι η παιδιατρική, δεν αποκλείει την άσκηση της γενικής ιατρικής, το ενδεχόμενο αυτό δικαίωμα ταυτόχρονης άσκησης των δύο αυτών ειδικοτήτων δεν αναιρεί εντούτοις το γεγονός ότι η ιατρός Σ. υπέβαλε στο Cedefop μόνο ένα πιστοποιητικό που βεβαίωνε ότι ήταν εγγεγραμμένη στον Ιατρικό Σύλλογο επί επτά έτη ως ασκούσα την παιδιατρική μόνο και όχι τη γενική ιατρική. Επομένως, το πιστοποιητικό που υπέβαλε η ιατρός Σ. και το οποίο αποδεικνύει ότι η ενδιαφερόμενη ασκεί από το 2005 την ιατρική ως παιδίατρος δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό ότι ήταν γενικός ιατρός.

71      Εξάλλου, επιβάλλεται εν πάση περιπτώσει η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός του Cedefop ότι η γενική ιατρική και η παιδιατρική μπορούν να ασκούνται ταυτόχρονα δεν σημαίνει ότι έτσι αποδεικνύεται ότι η ιατρός Σ. άσκησε πράγματι, κατά τη διάρκεια των επτά ετών κατά τα οποία ήταν εγγεγραμμένη στον Ιατρικό Σύλλογο ως παιδίατρος, αποκλειστικά και μόνο είτε τη γενική ιατρική είτε την επείγουσα ιατρική είτε την παθολογία είτε την ιατρική της εργασίας, όπως απαιτείται κατά το παρατεθέν ανωτέρω στη σκέψη 40 σημείο III.2.3 της προκήρυξης.

72      Συγκεκριμένα, πρέπει συναφώς να τονιστεί ότι η ιατρός Σ. δεν αναφέρει, με τις υπεύθυνες δηλώσεις της, ότι ασκούσε ταυτόχρονα τη γενική ιατρική και την παιδιατρική.

73      Δεύτερον, όσον αφορά το εννεάμηνο ειδίκευσης στην παθολογία μεταξύ Σεπτεμβρίου 1995 και Μαΐου 1996 και το διάστημα των δύο ετών και επτά μηνών ειδίκευσης στην παθολογία μεταξύ Οκτωβρίου 1996 και Μαΐου 1999, πρέπει να τονιστεί ότι στο βιογραφικό σημείωμα της ιατρού Σ. τα διαστήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως περίοδοι «ειδίκευσης», χωρίς όμως να διευκρινίζεται αν πρόκειται για ειδίκευση στη «γενική ιατρική» ή σε άλλον τομέα. Συγκεκριμένα, η ιατρός Σ., στα έγγραφα αυτά, αναφέρει απλώς και μόνο την «κλινική παρακολούθηση ασθενών» ή τις «εφημερίες», αλλά τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η ιατρός Σ. έχει ασκήσει γενική ιατρική.

74      Κατόπιν των δύο διαπιστώσεων που εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 67 έως 73, πρέπει να τονιστεί ότι, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει το Cedefop, από τα έγγραφα που υπέβαλε η ιατρός Σ. δεν προκύπτει ότι η ενδιαφερόμενη πληρούσε την προϋπόθεση να έχει ασκήσει τη γενική ιατρική επί οκταετία τουλάχιστον. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο προσφεύγων.

75      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η απόφαση απόρριψης της προσφοράς και η απόφαση ανάθεσης της σύμβασης πρέπει να ακυρωθούν, καθόσον το συμπέρασμα του Cedefop ότι η ιατρός Σ. πληρούσε το κριτήριο της τεχνικής ικανότητας, το οποίο προβλέπεται στο σημείο III.2.3 της προκήρυξης, συνιστά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός δεν είναι αναγκαίο να ληφθεί απόφαση επί της ένστασης απαραδέκτου που πρότεινε το Cedefop σε σχέση με τα έγγραφα που κατέθεσε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και με τα οποία ο προσφεύγων επιχειρεί να αποδείξει ότι οι υπεύθυνες δηλώσεις της ιατρού Σ. είναι ανακριβείς (βλ. ανωτέρω τη σκέψη 22). Συγκεκριμένα, τα έγγραφα αυτά δεν είναι αναγκαία εν προκειμένω για την εκτίμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο και, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ήσαν απαράδεκτα, δεν θα αναιρούνταν το συμπέρασμα ότι το Cedefop δεν απέδειξε ότι η ιατρός Σ. πληρούσε το κριτήριο τεχνικής ικανότητας που προβλεπόταν στην προκήρυξη. Από το συμπέρασμα δε ότι η απόφαση απόρριψης της προσφοράς του προσφεύγοντος και η απόφαση ανάθεσης της σύμβασης στην ιατρό Σ. πρέπει να ακυρωθούν βάσει του τρίτου λόγου ακύρωσης συνάγεται αφετέρου ότι δεν είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών πέντε λόγων ακύρωσης που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη του πρώτου αιτήματός του. Επομένως, δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι πέντε αυτοί άλλοι λόγοι.

 Επί του δεύτερου αιτήματος: ακύρωση της επιβεβαιωτικής απόφασης της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα

77      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, στο κεφάλαιο του δικογράφου της απάντησής του το οποίο αφορά το δεύτερο αίτημά του, ότι από το περιεχόμενο των δικογράφων και υπομνημάτων του προκύπτει ότι η επιβεβαιωτική απόφαση της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα πρέπει να ακυρωθεί. Κατά τον προσφεύγοντα, η άρνηση χορήγησης του πλήρους κειμένου όλων των σχετικών με την επίμαχη διαδικασία εγγράφων, και ιδίως του περιεχομένου των προσφορών που υπέβαλαν οι προσφέροντες που κατατάχθηκαν σε ανώτερη αξιολογική σειρά κατάταξης απ’ ό,τι ο ίδιος και των ατομικών εκθέσεων αξιολόγησής τους, «συνιστά, μεταξύ άλλων, παράβαση της αρχής της διαφάνειας και, συνεπώς, ανυπαρξία της απαιτούμενης από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογίας, που δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας της επίμαχης κρίσης».

78      Ο προσφεύγων διευκρινίζει με το υπόμνημα απάντησης αφενός ότι η άρνηση αποκάλυψης των δεδομένων που σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα προσώπου και έχουν υποβληθεί σε αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο δημόσιου διαγωνισμού, όπως π.χ. των δεδομένων που σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα του αναδόχου, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την υπαγωγή των δεδομένων αυτών στην έννοια των προστατευόμενων συμφερόντων και η αποκάλυψη αυτή δεν θα πρόσβαλλε την ιδιωτική του ζωή. Επιπλέον, το Cedefop δεν απέδειξε ότι τα έγγραφα στα οποία ζητείται η πρόσβαση εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, παράγραφος 2 και παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001. Κατά τον προσφεύγοντα, όπως προκύπτει από τη Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων της 7ης Ιανουαρίου 2009, η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εφαρμογή μόνο στα μη επαγγελματικού χαρακτήρα προσωπικά δεδομένα.

79      Το Cedefop αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή. Καταρχάς ισχυρίζεται ότι το δεύτερο αίτημα είναι απαράδεκτο, καθόσον ο προσφεύγων δεν πρόβαλε, με το δικόγραφο της προσφυγής, κανένα λόγο ακύρωσης που να αφορά τη δήθεν εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Στη συνέχεια, το Cedefop υποστηρίζει ότι βασίμως αρνήθηκε στον προσφεύγοντα την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

80      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 29, ο προσφεύγων δεν προσδιορίζει, με το δικόγραφο της προσφυγής του, κανέναν από τους προβαλλόμενους έξι λόγους ακύρωσης ως λόγο προβαλλόμενο ειδικά προς στήριξη του πρώτου ή του δεύτερου αιτήματός του, με συνέπεια να μην προκύπτει από το δικόγραφο αυτό ποιος ή ποιοι από τους έξι λόγους αυτούς προβάλλονται προς στήριξη του δεύτερου αιτήματος.

81      Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η μόνη επιχειρηματολογία που κατ’ ουσία διατυπώνει με την προσφυγή του ο προσφεύγων σχετικά με την απόρριψη της αίτησής του να του διαβιβαστούν ορισμένα έγγραφα αφορά την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης απόρριψης της προσφοράς του και όχι της επιβεβαιωτικής απόφασης της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων αρκείται συναφώς στον ισχυρισμό ότι η απόφαση απόρριψης της προσφοράς δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, διότι, αφού δεν του γνωστοποιήθηκαν τα στοιχεία που είχε ζητήσει, δεν ήταν σε θέση να συγκρίνει «τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της προσφοράς της επιλεγείσας προσφέρουσας». Ο προσφεύγων υποστηρίζει ρητά ότι εν προκειμένω συντρέχει παράβαση των διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού.

82      Αντίθετα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων, με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν προβάλλει ρητά κανέναν ισχυρισμό για συγκεκριμένη παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 1049/2001 και κανένα επιχείρημα που να κλονίζει την εκτίμηση που διατύπωσε το Cedefop με την επιβεβαιωτική απόφαση της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης ότι εν προκειμένω είχαν εφαρμογή ορισμένες εξαιρέσεις προβλεπόμενες από τον κανονισμό 1049/2001. Πράγματι, τα μόνα επιχειρήματα που αναπτύσσει ο προσφεύγων για να στηρίξει το δεύτερο αίτημά του, δηλαδή το αίτημα ακύρωσης της επιβεβαιωτικής απόφασης της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης, προβλήθηκαν στη δίκη για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, κατά το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, διότι προβλήθηκαν εκπρόθεσμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για να γίνει δεκτό ότι το δικόγραφο της προσφυγής περιείχε επαρκή στοιχεία που να στηρίζουν το δεύτερο αίτημα.

83      Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως ισχυρίστηκε ο προσφεύγων με το υπόμνημα απάντησης και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο έκτος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής διατυπώθηκε προς στήριξη του δεύτερου αιτήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων, στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακύρωσης που προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν ισχυρίζεται μόνο ότι η απόφαση απόρριψης της προσφοράς είναι ελλιπώς αιτιολογημένη, αλλά υποστηρίζει επίσης ρητά ότι «συνεπώς θα πρέπει να κριθεί βάσιμο και το […] αίτημα ακύρωσης [που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001] της απόφασης της 19ης Νοεμβρίου 2012 […]».

84      Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία, έννομα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να βλάπτουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων μπορεί να παράγει μόνο η απόφαση επί της επιβεβαιωτικής αίτησης και όχι η απόφαση επί της αρχικής αίτησης, πράγμα που σημαίνει ότι προσφυγή ακύρωσης μπορεί να ασκείται μόνο κατά της απόφασης επί της επιβεβαιωτικής αίτησης (βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, Συλλογή, EU:T:2013:38, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, στην προκείμενη υπόθεση, προσφυγή ακύρωσης μπορούσε να ασκηθεί μόνο κατά της επιβεβαιωτικής απόφασης της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα, δηλαδή του εγγράφου του Cedefop της 28ης Νοεμβρίου 2012, και όχι κατά της αρχικής απόφασης του Cedefop της 8ης Νοεμβρίου 2012.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ισχυρίζεται και το Cedefop, ο προσφεύγων δεν πρόβαλε προς στήριξη του δεύτερου αιτήματός του κανέναν συγκεκριμένο ισχυρισμό και κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα που να κλονίζει το κύρος της επιβεβαιωτικής απόφασης της απόρριψης της αίτησης πρόσβασης, κατά της οποίας και μόνο μπορούσε να ασκηθεί προσφυγή ακύρωσης, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 84.

86      Επομένως, το δεύτερο αίτημα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του τρίτου αιτήματος: αίτημα αποζημίωσης

87      Στο μέρος του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής που επιγράφεται «Αντικείμενο της διαφοράς» ο προσφεύγων ζητεί, ως αποκατάσταση της ζημίας που του προκλήθηκε «λόγω της βλάβης που υπέστη η φήμη και η αξιοπιστία του» και «της απώλειας της ευκαιρίας να του ανατεθεί η επίμαχη σύμβαση» να του επιδικαστεί ποσό τουλάχιστον 100 000 ευρώ, το οποίο προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των ωρών εργασίας που πρόβλεπε το Cedefop με την αμοιβή που πρότεινε ο προσφεύγων με την προσφορά του, καθώς και να του επιδικαστεί ποσό 100 000 ευρώ «για διαφυγόντα κέρδη […], ποσό που αντιστοιχεί στα ακαθάριστα κέρδη που εκτιμάται ότι θα αποκόμιζε ο προσφεύγων/ενάγων από την επίδικη διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, αν είχε προκριθεί η δική του προσφορά». Στο μέρος του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής που επιγράφεται «Αιτητικό» και στο μέρος «Αιτήματα» του υπομνήματος απάντησης ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Cedefop να του καταβάλει «ποσό ύψους 100 000 ευρώ ως αποζημίωση για απώλεια ευκαιρίας και ως ικανοποίηση της βλάβης που υπέστησαν η φήμη και η αξιοπιστία του, άλλως ως αποζημίωση για το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή ποσό που αντιστοιχεί στα ακαθάριστα κέρδη που εκτιμάται ότι αυτός θα αποκόμιζε από την επίδικη διαδικασία […], αν είχε προκριθεί η δική του προσφορά».

88      Ο προσφεύγων διευκρινίζει στο κυρίως μέρος της προσφυγής-αγωγής του ότι από την αγωγή του προκύπτει ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά τα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ, για τη γένεση ευθύνης του Cedefop. Κατά τον προσφεύγοντα, η υπαίτια απόρριψη της προσφοράς του και η παράνομη ανάθεση της σύμβασης στην ιατρό Σ., οι οποίες αποδείχθηκαν κατά την εξέταση του ακυρωτικού αιτήματός του, του προξένησαν απώλεια εισοδημάτων της τάξης των 100 000 ευρώ. Ο προσφεύγων τονίζει ότι δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι θα είχε καταταγεί στην πρώτη θέση στον επίδικο διαγωνισμό, επειδή το Cedefop αρνήθηκε να χορηγήσει οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει με ποιο τρόπο ένα άλλος υποψήφιος κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση. Εν πάση περιπτώσει, τα διπλώματά του και η πείρα του αποδεικνύουν με βεβαιότητα ότι έπρεπε να του έχει ανατεθεί η σύμβαση.

89      Το Cedefop αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή. Κατά πρώτον, προβάλλει ένσταση απαραδέκτου κατά της αγωγής αποζημίωσης. Κατά δεύτερον, εκτιμά ότι εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις γένεσης ευθύνης της Ένωσης.

90      Κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο ενέργειας, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ενέργειας και της προβαλλόμενης ζημίας. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, εφόσον δεν συντρέχει μία οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων της ευθύνης αυτής (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, Συλλογή, EU:C:1999:498, σκέψη 65). Δεν υπάρχει καμία υποχρέωση εξέτασης των προϋποθέσεων της ευθύνης ενός οργάνου με καθορισμένη σειρά (βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, Συλλογή, EU:C:2010:147, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91      Όσον αφορά ειδικότερα την προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, μπορεί να στοιχειοθετείται ευθύνη της Ένωσης μόνον όταν ο ενάγων έχει όντως υποστεί «πραγματική και βέβαιη» ζημία. Στον ενάγοντα εναπόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στον δικαστή της Ένωσης, προκειμένου να αποδείξει το υποστατό και την έκταση της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, Συλλογή, EU:T:2011:641, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι από το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής προκύπτει ότι ο προσφεύγων θεωρεί ότι η υπαίτια συμπεριφορά του Cedefop οφείλεται κατ’ ουσία στο γεγονός ότι το Cedefop απέρριψε την προσφορά του και ανέθεσε τη σύμβαση στην ιατρό Σ., κατά παραβίαση των διατάξεων και αρχών τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων στο πλαίσιο των ακυρωτικών αιτημάτων του. Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη τέσσερις αυτοτελείς ζημίες, και συγκεκριμένα βλάβη της φήμης και της αξιοπιστίας του, απώλεια της ευκαιρίας να του ανατεθεί η επίμαχη σύμβαση και διαφυγόν κέρδος λόγω του ότι δεν του ανατέθηκε η σύμβαση.

93      Εν προκειμένω είναι σκόπιμο να εξεταστεί ευθύς εξαρχής η δεύτερη προϋπόθεση της γένεσης ευθύνης, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω στη σκέψη 91, δηλαδή κατά πόσον ο προσφεύγων απέδειξε το υποστατό των ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

94      Κατά πρώτον, όσον αφορά την ηθική βλάβη που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της προσβολής αφενός της φήμης του και αφετέρου της αξιοπιστίας του, πρέπει να τονιστεί καταρχάς ότι στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν περιέχεται καμία εξήγηση ή απόδειξη για την ύπαρξη τέτοιας βλάβης, την οποία επομένως απλώς και μόνο επικαλείται ο προσφεύγων, χωρίς όμως να την αποδεικνύει. Στη συνέχεια, πρέπει να τονιστεί ότι η απόρριψη προσφοράς που έχει υποβληθεί στο πλαίσιο διαγωνισμού και η ανάθεση της σύμβασης σε άλλον υποψήφιο και όχι στον προσφεύγοντα δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, υπέστησαν βλάβη η φήμη και η αξιοπιστία του προσφεύγοντος.

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης που προβάλλει ο προσφεύγων λόγω της βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστησαν αφενός η φήμη του και αφετέρου η αξιοπιστία του πρέπει να απορριφθεί.

96      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων λόγω αφενός της απώλειας της ευκαιρίας να του ανατεθεί η σύμβαση και αφετέρου του διαφυγόντος κέρδους του, υπενθυμίζεται ότι η απώλεια της ευκαιρίας να του ανατεθεί η σύμβαση δεν συνιστά πραγματική και βέβαιη ζημία παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, αν δεν είχε υπάρξει η υπαίτια συμπεριφορά του οργάνου, δεν θα υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι η σύμβαση θα είχε ανατεθεί στον προσφεύγοντα (βλ. επ’ αυτού διάταξη της 22ας Ιουνίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑409/09, Συλλογή, EU:T:2011:299, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η προσφορά του προσφεύγοντος κατατάχθηκε στην τρίτη μόνο θέση. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι το Cedefop είχε την υποχρέωση να υπογράψει τη σύμβαση-πλαίσιο μετά την περάτωση του διαγωνισμού, ο προσφεύγων εντούτοις δεν απέδειξε εν προκειμένω ότι η σύμβαση θα του είχε ανατεθεί και ότι συνεπώς έχει, εξ αυτού, διαφυγόν κέρδος.

98      Τα δύο επιχειρήματα του προσφεύγοντος, κατά τα οποία αφενός το Cedefop δεν του παρέσχε κανένα πληροφοριακό στοιχείο σχετικά με την προσφορά που κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση και αφετέρου το ποιοτικό επίπεδο της πείρας του και των διπλωμάτων του οδηγούν στη διαπίστωση ότι έπρεπε να του ανατεθεί η σύμβαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

99      Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του δεύτερου αιτήματος (βλ. παραπάνω τη σκέψη 85), ο προσφεύγων δεν επέτυχε να αποδείξει εν προκειμένω ότι το Cedefop είχε την υποχρέωση να του παράσχει άλλα πληροφοριακά στοιχεία από αυτά που του είχαν παρασχεθεί, και συγκεκριμένα τα στοιχεία σχετικά με την προσφορά που είχε καταταχθεί στη δεύτερη θέση. Δεύτερον, πρέπει εν πάση περιπτώσει να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία, ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής δεν περιλαμβάνουν καμία διάταξη που να επιβάλλει ρητά στην αναθέτουσα αρχή που διοργανώνει τον διαγωνισμό να ακολουθεί τη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης μέχρι την περάτωσή της. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής προκύπτει ειδικότερα αφενός ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί, μέχρι να υπογραφεί η σύμβαση, είτε να αποφασίσει να μη συνάψει τη σύμβαση είτε να ακυρώσει τη διαδικασία σύναψης, χωρίς να έχουν οι υποψήφιοι ή οι έχοντες υποβάλει προσφορά καμία αξίωση αποζημίωσης, και αφετέρου ότι η απόφαση αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται όσο το δυνατόν συντομότερα στους υποψηφίους ή σε όσους έχουν υποβάλει προσφορά (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 2ας Ιουνίου 2009, AVLUX κατά Κοινοβουλίου, T‑524/08, EU:T:2009:167, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι εν προκειμένω το σημείο 11 της πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών υπενθυμίζει ρητά την ευχέρεια του Cedefop είτε να αποφασίσει να μη συνάψει τη σύμβαση είτε να ακυρώσει τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης, οπότε, ακόμη και αν η προσφορά του προσφεύγοντος ήταν η καλύτερη, δεν είναι βέβαιο ότι θα είχε συναφθεί με αυτόν η σύμβαση.

100    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι είχε υποστεί πραγματική και βέβαιη ζημία, υπό την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 90.

101    Κατά συνέπεια, το τρίτο αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

102    Από το σύνολο των παραπάνω σκέψεων προκύπτει ότι η υπό εξέταση προσφυγή-αγωγή πρέπει αφενός να γίνει εν μέρει δεκτή, καθόσον πρέπει να ακυρωθούν η απόφαση απόρριψης της προσφοράς και η απόφαση ανάθεσης της σύμβασης, και αφετέρου να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

103    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

104    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, το Cedefop θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα και το ένα τρίτο των εξόδων του προσφεύγοντος και ότι επομένως ο προσφεύγων θα φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών του εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) της 8ης Οκτωβρίου 2012 να απορρίψει την προσφορά που είχε υποβάλει ο Παντελεήμων Ζαφειρόπουλος κατόπιν της προκήρυξης διαγωνισμού στις 19 Μαΐου 2012 σχετικά με την παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς το προσωπικό του Cedefop στη Θεσσαλονίκη και την απόφαση του Cedefop της 9ης Οκτωβρίου 2012 να συνάψει τη σύμβαση την οποία αφορούσε η εν λόγω προκήρυξη με άλλο υποψήφιο και όχι με τον Π. Ζαφειρόπουλο.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

3)      Το Cedefop φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και το ένα τρίτο των εξόδων του Π. Ζαφειρόπουλου.

4)      Ο Π. Ζαφειρόπουλος φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών του εξόδων.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιανουαρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.