Language of document : ECLI:EU:C:2020:566

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 16ης Ιουλίου 2020 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/80/ΕΚ – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Εθνικά συστήματα για την αποζημίωση θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας, τα οποία διασφαλίζουν εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση – Πεδίο εφαρμογής – Θύμα που κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας – Υποχρέωση υπαγωγής του θύματος αυτού στο εθνικό σύστημα αποζημιώσεως – Έννοια της “εύλογης και προσήκουσας αποζημιώσεως” – Ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑129/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Φεβρουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Presidenza del Consiglio dei Ministri

κατά

BV,

παρισταμένης της:

Procura della Repubblica di Torino,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, M. Βηλαρά (εισηγητή), E. Regan, M. Safjan, P. G. Xuereb, L. S. Rossi και I. Jarukaitis, προέδρους τμήματος, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, C. Toader, D. Šváby, Κ. Λυκούργο και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η BV, εκπροσωπούμενη από τους V. Zeno-Zencovich, U. Oliva, F. Bracciani και M. Bona, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον C. Ladenburger καθώς και από τις E. Montaguti και M. Heller, στη συνέχεια από τους C. Ladenburger και G. Gattinara, καθώς και από τις E. Montaguti και M. Heller,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαΐου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων (ΕΕ 2004, L 261, σ. 15).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Presidenza del Consiglio dei Ministri (Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλία) και της BV, σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που άσκησε η BV κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας για ζημία που φέρεται να υπέστη λόγω παραλείψεως μεταφοράς της οδηγίας 2004/80 στην ιταλική έννομη τάξη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3, 6 έως 8 και 10 της οδηγίας 2004/80 έχουν ως εξής:

«(1)      Ένας από τους στόχους της Ευρωπαϊκής [Ένωσης] είναι η κατάργηση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών.

(2)      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί στην [απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Cowan (186/87, EU:C:1989:47)], ότι όταν η [νομοθεσία της Ένωσης] εγγυάται σε ένα φυσικό πρόσωπο το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, η προστασία του προσώπου αυτού βάσει των αυτών προϋποθέσεων με εκείνες για τους υπηκόους και τα πρόσωπα που διαμένουν σε αυτό το κράτος, συμβαδίζει με αυτή την ελεύθερη κυκλοφορία. Τα μέτρα για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων πρέπει να εντάσσονται στο πλαίσιο της υλοποίησης του στόχου αυτού.

(3)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε [(Φινλανδία)] της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 υπογράμμισε ότι θα πρέπει να θεσπιστούν στοιχειώδεις ρυθμίσεις για την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ιδίως όσον αφορά την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη και στο δικαίωμα αποζημίωσής τους, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της επιστροφής των δικαστικών εξόδων.

[…]

(6)      Τα θύματα εγκληματικών πράξεων στην Ευρωπαϊκή [Ένωση] πρέπει να δικαιούνται εύλογης και προσήκουσας αποζημίωσης για τη ζημία την οποία υπέστησαν, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο τελέστηκε η αξιόποινη πράξη.

(7)      Δυνάμει της παρούσας οδηγίας θεσπίζεται σύστημα συνεργασίας για τη διευκόλυνση της αποζημίωσης των θυμάτων εγκληματικών πράξεων σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων των κρατών μελών για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συσταθεί μηχανισμός αποζημίωσης σε όλα τα κράτη μέλη.

(8)      Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη θεσπίσει τέτοια συστήματα αποζημίωσης, εκ των οποίων ορισμένα προκύπτουν από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της ευρωπαϊκής σύμβασης […] σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας[, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 24 Νοεμβρίου 1983].

[…]

(10)      Τα θύματα εγκληματικών πράξεων συχνά δεν μπορούν να λάβουν αποζημίωση από τον δράστη της αξιόποινης πράξης, λόγω του ότι ο δράστης ενδέχεται να μη διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους για να ικανοποιήσει απόφαση αποζημίωσης ή διότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του ή να διωχθεί ποινικά.»

4        Η οδηγία 2004/80 περιλαμβάνει τρία κεφάλαια. Το κεφάλαιο Ι, με τίτλο «Πρόσβαση στο δικαίωμα αποζημίωσης σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 11. Το κεφάλαιο ΙΙ, με τίτλο «Εθνικά συστήματα αποζημίωσης», περιλαμβάνει το άρθρο 12. Το κεφάλαιο ΙΙΙ, με τίτλο «Διατάξεις εφαρμογής», περιλαμβάνει τα άρθρα 13 έως 21.

5        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/80 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών αποζημίωση να δικαιούται να υποβάλει την αίτησή του σε αρχή ή σε άλλο όργανο του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει συνήθως, όταν έχει τελεστεί εκ προθέσεως έγκλημα βίας σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του.»

6        Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, η αποζημίωση καταβάλλεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η αξιόποινη πράξη.

7        Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας για την πρόσβαση στο δικαίωμα αποζημίωσης σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα πρέπει να βασίζονται στα συστήματα των κρατών μελών για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους.

2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο των εθνικών τους ρυθμίσεων υπάρχει πρόβλεψη για σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους, το οποίο διασφαλίζει εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων.»

8        Το άρθρο 18 της οδηγίας 2004/80, με τίτλο «Εφαρμογή», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2006, με την εξαίρεση της παραγράφου 2 του άρθρου 12, για την οποία η ημερομηνία συμμόρφωσης θα είναι η 1η Ιουλίου 2005. Πληροφορούν αμέσως την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή σχετικά.»

 Το ιταλικό δίκαιο

9        Ο legge n. 122, Disposizioni per l’adempimento degli obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia all’Unione europea – Legge europea 2015-2016 (νόμος 122 περί διατάξεων για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα της Ιταλίας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ευρωπαϊκός νόμος 2015-2016) της 7ης Ιουλίου 2016 (GURI αριθ. 158, της 8ης Ιουλίου 2016), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 2016, εκδόθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία προκειμένου, μεταξύ άλλων, να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80.

10      Το άρθρο 11 του νόμου αυτού, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 122), αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως η οποία καταβάλλεται από την Ιταλική Δημοκρατία στο θύμα εκ προθέσεως εγκλήματος που τελέστηκε με βία εναντίον αυτού, συμπεριλαμβανομένου του εγκλήματος σεξουαλικής βίας, καθώς και στους έλκοντες δικαιώματα από το θύμα, εφόσον απεβίωσε συνεπεία του εγκλήματος. Η αποζημίωση καθορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα τιμών που περιλαμβάνεται σε υπουργική απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του νόμου 122, εντός των ορίων του προϋπολογισμού που χορηγείται στο ειδικό ταμείο του άρθρου 14 του νόμου αυτού και εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 12 του ίδιου νόμου.

11      Τέτοιο δικαίωμα αποζημιώσεως έχει επίσης κάθε θύμα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας που τελέστηκε μετά τις 30 Ιουνίου 2005 και πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 122. Αγωγή αποζημιώσεως του θύματος αυτού έπρεπε να ασκηθεί, επί ποινή απώλειας του σχετικού δικαιώματος, το αργότερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2019.

12      Το decreto ministeriale – Determinazione degli importi dell’indennizzo alle vittime dei reati intenzionali violenti (υπουργική απόφαση περί καθορισμού των ποσών αποζημιώσεως των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας), της 31ης Αυγούστου 2017 (GURI αριθ. 237, της 10ης Οκτωβρίου 2017), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: υπουργική απόφαση της 31ης Αυγούστου 2017), η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του νόμου 122, καθορίζει τα ποσά αποζημιώσεως των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

«a) για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, στο πάγιο ποσό των 7 200 ευρώ, και, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας που τελείται από σύζυγο, ακόμη και σύζυγο ευρισκόμενο σε διάσταση ή διαζευγμένο, ή από πρόσωπο που συνδέεται ή έχει συνδεθεί συναισθηματικώς με το θύμα, στο πάγιο ποσό των 8 200 ευρώ αποκλειστικώς υπέρ των τέκνων του θύματος, b) για το έγκλημα σεξουαλικής βίας που προβλέπεται στο άρθρο 609bis του ποινικού κώδικα, εκτός αν συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση της ήσσονος σημασίας, στο πάγιο ποσό των 4 800 ευρώ, c) για λοιπά εγκλήματα πλην των προβλεπομένων υπό στοιχεία a και b, μέχρι το ποσό των 3 000 ευρώ αντί της επιστροφής δαπανών ιατρικής και υγειονομικής περίθαλψης.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Τη νύχτα της 15ης προς τη 16η Οκτωβρίου 2005, η BV, Ιταλίδα υπήκοος και κάτοικος Ιταλίας, υπήρξε θύμα εγκλήματος σεξουαλικής βίας που διαπράχθηκε επί ιταλικού εδάφους. Οι δράστες καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης και στην καταβολή προς την BV αποζημιώσεως ύψους 50 000 ευρώ. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι δράστες διέφυγαν, η είσπραξη του ποσού αυτού δεν κατέστη δυνατή.

14      Τον Φεβρουάριο του 2009, η BV άσκησε αγωγή κατά της Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ενώπιον του Tribunale di Torino (πρωτοδικείου του Τορίνο, Ιταλία), με αίτημα να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ιταλικής Δημοκρατίας για μη ορθή και πλήρη εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2004/80, ιδίως της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

15      Με απόφαση της 26ης Μαΐου 2010, το Tribunale di Torino (πρωτοδικείο του Τορίνο) έκανε δεκτή την αγωγή της BV και υποχρέωσε την Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου στην καταβολή ποσού ύψους 90 000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και δικαστικών εξόδων.

16      Η Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Corte di appello di Torino (εφετείου του Τορίνο, Ιταλία). Το εν λόγω δικαστήριο, με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2012, μεταρρύθμισε την απόφαση του Tribunale di Torino (πρωτοδικείου του Τορίνο), μειώνοντας το ποσό της αποζημιώσεως σε 50 000 ευρώ και, κατά τα λοιπά, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

17      Η Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η οδηγία 2004/80 δεν απονέμει δικαιώματα τα οποία ο πολίτης της Ένωσης μπορεί να επικαλεστεί έναντι του κράτους μέλους κατοικίας του, δεδομένου ότι αφορά μόνον υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα και σκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το θύμα ενός εκ προθέσεως εγκλήματος βίας που έχει τελεστεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο της κατοικίας του θα έχει πρόσβαση στις διαδικασίες αποζημιώσεως που προβλέπονται στο κράτος μέλος στο οποίο τελέστηκε το εν λόγω έγκλημα.

18      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, με την απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑601/14, EU:C:2016:759, σκέψεις 45 και 48 έως 50), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την προγενέστερη νομολογία του, κατά την οποία η οδηγία 2004/80 έχει ως σκοπό να ρυθμίσει αποκλειστικώς τις υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, διασφαλίζοντας ότι το θύμα ενός εκ προθέσεως εγκλήματος βίας που τελέστηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της συνήθους διαμονής του θα λάβει αποζημίωση από το κράτος μέλος στο οποίο τελέστηκε το έγκλημα. Το αιτούν δικαστήριο συνάγει από τη νομολογία αυτή ότι δεν μπορεί να γίνει άμεση και απευθείας επίκληση του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 έναντι του Ιταλικού Δημοσίου από θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που είναι κάτοικοι Ιταλίας.

19      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, βάσει των γενικών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ καθώς και στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορούσε να προβεί σε πλήρη εφαρμογή της οδηγίας 2004/80 περιορίζοντας την εφαρμογή του εθνικού συστήματος αποζημιώσεως μόνο στις υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ένας τέτοιος περιορισμός θα είχε ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση των Ιταλών πολιτών οι οποίοι είναι κάτοικοι Ιταλίας.

20      Βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να αποφευχθούν δυσμενείς διακρίσεις, τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας πρέπει να μπορούν να επικαλεστούν δικαίωμα προσβάσεως στο σύστημα αποζημιώσεως του κράτους μέλους στο οποίο τελέστηκε η επίμαχη πράξη, ανεξαρτήτως του αν είναι θύματα σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα ή αν κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος.

21      Εν προκειμένω, η ανάγκη αποφυγής τέτοιων διακρίσεων παραμένει κρίσιμη, έστω και αν η BV απολαύει του δικαιώματος αποζημιώσεως που κατοχυρώνεται από τον νόμο 122, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ σε χρόνο μεταγενέστερο της αγωγής που άσκησε η BV λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, αλλά εφαρμόζεται αναδρομικώς και στην περίπτωσή της. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αγωγής της, η BV επικαλείται ότι υπέστη ζημία λόγω παραβάσεως εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας της υποχρεώσεώς της εμπρόθεσμης μεταφοράς του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, και όχι το δικαίωμα να λάβει, βάσει του ιταλικού δικαίου, την αποζημίωση την οποία προβλέπει επί του παρόντος ο νόμος 122.

22      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον εύλογο και προσήκοντα χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, του κατ’ αποκοπήν ποσού των 4 800 ευρώ, το οποίο προβλέπει η υπουργική απόφαση της 31ης Αυγούστου 2017, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης.

23      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, ότι, με πρόσφατες αποφάσεις, τα ιταλικά δικαστήρια επιδίκασαν, προς αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από εγκλήματα σεξουαλικής βίας, αποζημιώσεις των οποίων το ύψος κυμαίνεται από 10 000 ευρώ έως 200 000 ευρώ. Εξάλλου, το ύψος των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν σε θύματα τα οποία άσκησαν αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας λόγω της παραλείψεώς της να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2004/80 κυμαίνεται από 50 000 ευρώ έως 150 000 ευρώ. Λαμβανομένων υπόψη των ποσών αυτών, το εν λόγω κατ’ αποκοπήν ποσό των 4 800 ευρώ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μη προσήκον» ή και «ευτελές».

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«[1)      Σ]ε περίπτωση εκπρόθεσμης (και/ή ελλιπούς) μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας [2004/80], η οποία δεν έχει άμεση εφαρμογή, όσον αφορά την επιβαλλόμενη από αυτή υποχρέωση θεσπίσεως συστήματος αποζημιώσεως για τα θύματα εγκλημάτων βίας η οποία γεννά, για υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα τις οποίες αφορά αποκλειστικώς η οδηγία, ευθύνη αποζημιώσεως εκ μέρους των κρατών μελών, βάσει των αρχών που καθορίζονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (μεταξύ άλλων, από τις αποφάσεις [της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ., C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, καθώς και της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79]), επιβάλλει το δίκαιο [της Ένωσης] όμοια υποχρέωση στα κράτη μέλη όσον αφορά πρόσωπα σε υποθέσεις χωρίς διασυνοριακό χαρακτήρα (ήτοι μόνιμους κατοίκους) τα οποία δεν θα ήταν οι άμεσοι αποδέκτες των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την εφαρμογή της οδηγίας, αλλά τα οποία, προκειμένου να αποφευχθεί η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως/απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων στο πλαίσιο της ίδιας έννομης τάξης [της Ένωσης], θα έπρεπε και θα μπορούσαν –εάν η οδηγία είχε εφαρμοστεί εμπροθέσμως και πλήρως– να επωφελούνται, κατ’ επέκτασιν, του πρακτικού αποτελέσματος της οδηγίας αυτής (ήτοι του ανωτέρω συστήματος αποζημιώσεως);

[2)      Σ]ε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα, μπορεί η αποζημίωση που καθορίσθηκε για τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας (ειδικότερα, του εγκλήματος σεξουαλικής βίας που προβλέπεται στο άρθρο 609 bis του [codice penale (]ποινικού κώδικα) από την [υπουργική απόφαση] της 31ης Αυγούστου 2017 που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του νόμου 122 […] στο πάγιο ποσό των 4 800 ευρώ να θεωρηθεί “εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων” κατ’ εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του ενδεχομένου καταργήσεως της δίκης

25      Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η Ιταλική Δημοκρατία, σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ασκήσεως της αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης κατά του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης, θέσπισε σύστημα για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που τελέστηκαν στην ιταλική επικράτεια, είτε αυτά κατοικούν στην Ιταλία είτε όχι. Το σύστημα αυτό καλύπτει επίσης, αναδρομικώς, τις αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν από 1ης Ιουλίου 2005 και, επομένως, τις πράξεις σεξουαλικής βίας των οποίων θύμα υπήρξε η BV.

26      Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η BV άσκησε στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος αγωγή αποζημιώσεως και στις 14 Μαρτίου 2019, ήτοι μετά την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, εκδόθηκε και διαβιβάστηκε στην αρμόδια για την εκτέλεση αρχή απόφαση περί καταβολής στην BV αποζημιώσεως ύψους 4 800 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη από την υπουργική απόφαση της 31ης Αυγούστου 2017 για τις πράξεις σεξουαλικής βίας των οποίων υπήρξε θύμα. Η Ιταλική Κυβέρνηση συνάγει από το γεγονός αυτό ότι η υπόθεση της κύριας δίκης στερείται πλέον αντικειμένου, οπότε τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου έχουν υποθετικό χαρακτήρα.

27      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

28      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 16 και 17 της παρούσας αποφάσεως, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Corte d’appello di Torino (εφετείου του Τορίνο), με την οποία η Ιταλική Δημοκρατία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην BV αποζημίωση ύψους 50 000 ευρώ.

29      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δύναται, στο στάδιο της αναιρετικής δίκης, να λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της αποφάσεως κατά της οποίας βάλλει η αίτηση αναιρέσεως, ήτοι την καταβολή προς την BV αποζημιώσεως ύψους 4 800 ευρώ, στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος αποζημιώσεως, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω των εγκλημάτων σεξουαλικής βίας των οποίων υπήρξε θύμα, υπενθυμίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι η αναδρομική, σύννομη και πλήρης εφαρμογή των μέτρων εκτέλεσης μιας οδηγίας παρέχει, καταρχήν, τη δυνατότητα άρσεως των επιζήμιων συνεπειών της εκπρόθεσμης μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη και τη δυνατότητα προσήκουσας αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστησαν λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς οι έλκοντες δικαιώματα από την οδηγία, εκτός αν οι τελευταίοι αποδείξουν ότι υπέστησαν επιπλέον ζημία λόγω του ότι δεν έτυχαν, όταν έπρεπε, του χρηματικού οφέλους που διασφαλίζεται με την οδηγία, ζημία η οποία πρέπει επίσης να αποκατασταθεί (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2018, Pantuso κ.λπ., C‑616/16 και C‑617/16, EU:C:2018:32, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Όπως, όμως, επισημαίνεται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, η αγωγή που άσκησε η BV πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 122, ο οποίος της αναγνωρίζει αναδρομικώς το δικαίωμα αποζημιώσεως, αποσκοπεί στο να υποχρεωθεί η Ιταλική Δημοκρατία να αποκαταστήσει τη ζημία που η ενδιαφερόμενη ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της παραβάσεως εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού της υποχρεώσεως εμπρόθεσμης μεταφοράς του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 στο εσωτερικό δίκαιο.

31      Επομένως, για την επίλυση της διαφοράς αυτής πρέπει να εξακριβωθεί αν το εν λόγω άρθρο 12, παράγραφος 2, παρέχει σε ιδιώτες, όπως η BV, δικαίωμα το οποίο αυτοί μπορούν να επικαλεστούν προς θεμελίωση της ευθύνης κράτους μέλους λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η αποζημίωση ύψους 4 800 ευρώ την οποία οι ιταλικές αρχές αποφάσισαν να καταβάλουν στην ενδιαφερομένη βάσει της υπουργικής αποφάσεως της 31ης Αυγούστου 2017 συνιστά «εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 12, παράγραφος 2.

32      Συνεπώς, τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα εξακολουθούν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «υποθετικά». Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

33      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι το σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης κράτους μέλους για ζημία που προκλήθηκε από παραβίαση του δικαίου αυτού δύναται να έχει εφαρμογή, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη του το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, όσον αφορά τα θύματα που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι ζημιωθέντες ιδιώτες έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως για ζημίες που υπέστησαν από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης καταλογιστέες σε κράτος μέλος εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, συγκεκριμένα δε εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, εφόσον η παράβαση του κανόνα αυτού είναι κατάφωρη και εφόσον υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι εν λόγω ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 51, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 51, και της 28ης Ιουλίου 2016, Tomášová, C‑168/15, EU:C:2016:602, σκέψη 22).

35      Η εφαρμογή αυτών των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει, κατ’ αρχήν, να διενεργείται από τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που παρέχει το Δικαστήριο για τη θέση τους σε εφαρμογή (αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, C‑524/04, EU:C:2007:161, σκέψη 116, και της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kantarev, C‑571/16, EU:C:2018:807, σκέψη 95).

36      Εν προκειμένω, η εξέταση της πρώτης προϋποθέσεως, στην οποία αναφέρονται ακριβώς τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, απαιτεί να εξακριβωθεί κατά πόσον το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν σύστημα αποζημιώσεως όλων των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο έδαφός τους, το οποίο να εγγυάται εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση, και εάν η διάταξη αυτή παρέχει, επομένως, σε όλα τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατοικούν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, το δικαίωμα να λάβουν τέτοια αποζημίωση.

37      Όπως προκύπτει από το γράμμα του, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου στηρίζεται στην παραδοχή ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σύστημα αποζημιώσεως των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας μόνον όσον αφορά τα θύματα σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, ήτοι, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που διαπράχθηκαν στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχουν τη συνήθη διαμονή τους. Βάσει της παραδοχής αυτής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ωστόσο αν, προκειμένου να αποφευχθεί παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το εν λόγω σύστημα αποζημιώσεως πρέπει να ισχύει και για τα θύματα τέτοιας εγκληματικής πράξεως που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

38      Επομένως, προκειμένου να εξακριβωθεί το βάσιμο της εν λόγω παραδοχής, είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80. Συναφώς, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το γράμμα της διατάξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει, γενικώς, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν σύστημα αποζημιώσεως για τα «θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους» και όχι μόνο για τα θύματα σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα.

40      Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12 της οδηγίας αποτελεί το μοναδικό άρθρο του κεφαλαίου II, το οποίο, σύμφωνα με τον τίτλο του, αφορά τα «[ε]θνικά συστήματα αποζημίωσης». Αντιθέτως προς τον τίτλο του κεφαλαίου I της εν λόγω οδηγίας, ο τίτλος του κεφαλαίου II δεν αφορά ειδικώς τις «υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα».

41      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/80 προβλέπει ότι οι διατάξεις της οδηγίας για την πρόσβαση στο δικαίωμα αποζημιώσεως σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα «πρέπει να βασίζονται στα συστήματα των κρατών μελών για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους».

42      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε όχι τη θέσπιση, από κάθε κράτος μέλος, ειδικού συστήματος αποζημιώσεως το οποίο να αφορά αποκλειστικώς τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, αλλά την εφαρμογή, υπέρ των θυμάτων αυτών, των εθνικών συστημάτων για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφος των κρατών μελών.

43      Κατά συνέπεια, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να θεσπίσει σύστημα για την αποζημίωση των θυμάτων οιουδήποτε εκ προθέσεως εγκλήματος βίας το οποίο έχει τελεστεί στο έδαφός του.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2004/80, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της οδηγίας αυτής τα περισσότερα κράτη μέλη προέβλεπαν, με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας τους, ένα τέτοιο σύστημα. Εντούτοις, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατά την ανωτέρω ημερομηνία δύο κράτη μέλη δεν είχαν ακόμη θεσπίσει σύστημα για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που τελέστηκαν στο έδαφός τους.

45      Ωστόσο, εάν ένα κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει τέτοιο σύστημα, δεν είναι δυνατόν να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την πρόσβαση στο δικαίωμα αποζημιώσεως σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, όπως οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν από την οδηγία 2004/80, στο μέτρο που, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, οι διατάξεις για την πρόσβαση στο δικαίωμα αποζημιώσεως σε τέτοιες υποθέσεις «πρέπει να βασίζονται στα συστήματα των κρατών μελών για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους».

46      Όσον αφορά, τρίτον, τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2004/80, είναι βεβαίως αληθές ότι στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας γίνεται αναφορά στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης για την κατάργηση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών.

47      Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2004/80, αφού υπενθυμίζει τη νομολογία κατά την οποία, όταν το δίκαιο της Ένωσης διασφαλίζει σε ένα φυσικό πρόσωπο την ελευθερία μεταβάσεως σε ένα άλλο κράτος μέλος, η προστασία της ακεραιότητας του προσώπου αυτού στο εν λόγω κράτος μέλος, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους ημεδαπούς και τα πρόσωπα που διαμένουν μόνιμα σ’ αυτό, συνιστά το επακόλουθο της ελεύθερης κυκλοφορίας (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Cowan, 186/87, EU:C:1989:47, σκέψη 17), αναφέρει ότι τα μέτρα για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων πρέπει να εντάσσονται στο πλαίσιο της υλοποίησης του στόχου αυτού.

48      Ωστόσο, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 6, 7 και 10 της εν λόγω οδηγίας.

49      Με την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2004/80 υπενθυμίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 υπογράμμισε την ανάγκη να θεσπιστούν στοιχειώδεις ρυθμίσεις για την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ιδίως όσον αφορά την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη και το δικαίωμά τους σε αποζημίωση.

50      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2004/80 προκύπτει ότι τα θύματα εγκληματικών πράξεων στην Ένωση πρέπει να δικαιούνται εύλογης και προσήκουσας αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστησαν, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Κατά συνέπεια, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 7 της ως άνω οδηγίας, θα πρέπει να συσταθεί μηχανισμός αποζημιώσεως των θυμάτων αυτών σε όλα τα κράτη μέλη.

51      Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2004/80 επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να λάβει υπόψη τις δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζουν συχνά τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας προκειμένου να λάβουν αποζημίωση από τον δράστη της αξιόποινης πράξεως, είτε λόγω του ότι ο δράστης δεν διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους ώστε να συμμορφωθεί με δικαστική απόφαση με την οποία επιδικάζεται αποζημίωση στο θύμα, είτε διότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του ή να διωχθεί ποινικά. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας ενδέχεται να αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσχέρειες ακόμη και όταν κατοικούν στο κράτος μέλος στο οποίο τελέστηκε η επίμαχη αξιόποινη πράξη.

52      Από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 39 έως 51 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να θεσπίσει σύστημα αποζημιώσεως το οποίο να καλύπτει όλα τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο έδαφός του και όχι μόνον τα θύματα σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα.

53      Η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η οδηγία 2004/80 προβλέπει σύστημα αποζημιώσεως μόνο στην περίπτωση εκ προθέσεως εγκλήματος βίας που έχει τελεστεί εντός κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το θύμα ασκώντας το δικαίωμά του σε ελεύθερη κυκλοφορία, με αποτέλεσμα οι αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2007, Dell’Orto, C‑467/05, EU:C:2007:395, σκέψη 59, και της 12ης Ιουλίου 2012, Giovanardi κ.λπ., C‑79/11, EU:C:2012:448, σκέψη 37, και διάταξη της 30ής Ιανουαρίου 2014, C., C‑122/13, EU:C:2014:59, σκέψη 12).

54      Συγκεκριμένα, με τη νομολογία αυτή, το Δικαστήριο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι το σύστημα συνεργασίας που καθιερώνει το κεφάλαιο I της οδηγίας 2004/80 αφορά αποκλειστικώς την πρόσβαση στο δικαίωμα αποζημιώσεως σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει το περιεχόμενο του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II (πρβλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑601/14, EU:C:2016:759, σκέψη 49).

55      Επομένως, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 παρέχει το δικαίωμα εύλογης και προσήκουσας αποζημιώσεως όχι μόνο στα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που τελέστηκαν στο έδαφος κράτους μέλους σε υποθέσεις με διασυνοριακό περιεχόμενο, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής, αλλά και στα θύματα που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Επομένως, υπό την επιφύλαξη όσων υπομνήσθηκαν στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της υπομνησθείσας στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, ένας ιδιώτης έχει δικαίωμα αποζημιώσεως για τις ζημίες που του προκάλεσε η παράβαση, εκ μέρους κράτους μέλους, της υποχρεώσεώς του που απορρέει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν η υπόθεση είχε ή όχι διασυνοριακό χαρακτήρα κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ιδιώτης υπήρξε θύμα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας.

56      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι το σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης κράτους μέλους για ζημία που προκλήθηκε από παραβίαση του δικαίου αυτού, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη του το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, έχει εφαρμογή, όσον αφορά τα θύματα που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

57      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 4 800 ευρώ η οποία καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας συνιστά «εύλογη και προσήκουσα» αποζημίωση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

58      Δεδομένου ότι η οδηγία 2004/80 δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς το ύψος της αποζημιώσεως που θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε «εύλογη και προσήκουσα» αποζημίωση, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθώς και ως προς τον τρόπο καθορισμού της αποζημιώσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει προς τούτο στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως.

59      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η αποζημίωση του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 πρέπει να καταβάλλεται όχι από τον δράστη των οικείων εγκλημάτων βίας, αλλά από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τελέστηκε η εγκληματική πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, μέσω εθνικού συστήματος αποζημιώσεως του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η οικονομική βιωσιμότητα, προκειμένου να εξασφαλίζεται εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση σε κάθε θύμα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας που τελέστηκε στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

60      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 137 έως 139 των προτάσεών του, ότι η «εύλογη και προσήκουσα» αποζημίωση του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να αντιστοιχεί στην αποζημίωση την οποία οφείλει να καταβάλει στο θύμα ο δράστης αξιόποινης πράξεως η οποία συνιστά εκ προθέσεως έγκλημα βίας. Κατά συνέπεια, η αποζημίωση δεν πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλίζει την πλήρη αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη το εν λόγω θύμα.

61      Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται, εν τέλει, στο εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει, υπό το πρίσμα των εθνικών διατάξεων για τη θέσπιση του οικείου συστήματος αποζημιώσεως, ότι το ποσό που καταβάλλεται στο θύμα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας δυνάμει του συστήματος αυτού συνιστά «εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80.

62      Εντούτοις, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να επισημανθούν τα κρίσιμα για την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον έλεγχο περί του οποίου γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

63      Διευκρινίζεται συναφώς ότι ένα κράτος μέλος θα υπερέβαινε το περιθώριο εκτιμήσεως που παρέχει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, αν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου του προέβλεπαν αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας αμιγώς συμβολική ή προδήλως ανεπαρκή σε σχέση με τη σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για το θύμα η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη.

64      Πράγματι, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, η αποζημίωση που καταβάλλεται στα θύματα αυτά συμβάλλει στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας και στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Μια τέτοια συμβολή μπορεί να θεωρηθεί «εύλογη και προσήκουσα» αν αντισταθμίζει, σε κατάλληλο βαθμό, τα δεινά τα οποία υπέστησαν.

65      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, επισημαίνεται περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του συστήματος αποζημιώσεως των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που θέσπισε η Ιταλική Δημοκρατία, ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως στα εν λόγω θύματα, εφόσον το κατ’ αποκοπήν ποσό που καταβάλλεται σε κάθε θύμα μπορεί να ποικίλλει αναλόγως της φύσης του διαπραχθέντος εγκλήματος.

66      Εντούτοις, κράτος μέλος το οποίο επιλέγει ένα τέτοιο σύστημα αποζημιώσεως πρέπει να διασφαλίζει ότι η κλίμακα των αποζημιώσεων είναι αρκούντως λεπτομερής, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που προβλέπεται για συγκεκριμένο είδος εγκλήματος βίας να αποδειχθεί, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προδήλως ανεπαρκής.

67      Όσον αφορά, ειδικότερα, τα εγκλήματα σεξουαλικής βίας, επισημαίνεται ότι αυτά ενδέχεται να έχουν τις σοβαρότερες συνέπειες μεταξύ των εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας.

68      Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 4 800 ευρώ για την αποζημίωση του θύματος εγκλήματος σεξουαλικής βίας δεν φαίνεται να αντιστοιχεί, εκ πρώτης όψεως, σε «εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80.

69      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εύλογη και προσήκουσα», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν καθορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη και αν, ως εκ τούτου, δεν συνιστά προσήκουσα συμβολή στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας και στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτά υπέστησαν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι το σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης κράτους μέλους για ζημία που προκλήθηκε από παραβίαση του δικαίου αυτού, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη του το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, έχει εφαρμογή, όσον αφορά τα θύματα που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας.

2)      Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εύλογη και προσήκουσα», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν καθορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη και αν, ως εκ τούτου, δεν συνιστά προσήκουσα συμβολή στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας και στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτά υπέστησαν.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.