Language of document : ECLI:EU:T:2012:435

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 19ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Σύμβαση επιδοτήσεως που αφορά αναπτυξιακή τοπική δράση συνιστάμενη στην εκτέλεση εργασιών προετοιμασίας και θέσεως σε λειτουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Τοπικής Επιχειρήσεως στο Millau (Γαλλία) – Επιστροφή μέρους των καταβληθεισών προκαταβολών – Παραδεκτό αγωγής στρεφόμενης κατά εταιρίας γαλλικού δικαίου η οποία έχει διαγραφεί από το μητρώο εμπόρων και εταιριών – Εφαρμογή του γαλλικού δικαίου – Διοικητική σύμβαση – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Παραγραφή – Αντιτάξιμο ρήτρας διαιτησίας – Αναδοχή χρέους – Θεωρία του παρεπομένου – Σύμβαση υπέρ τρίτου»

Στις υποθέσεις T‑168/10 και T‑572/10,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Petrova, επικουρούμενη από τον E. Bouttier, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA), με έδρα το Millau (Γαλλία), εκπροσωπουμένης από τους L. Hincker και F. Bleykasten, δικηγόρους,

εναγομένης στην υπόθεση T‑168/10,

Commune de Millau (Γαλλία), εκπροσωπουμένου από τους L. Hincker και F. Bleykasten, δικηγόρους,

εναγομένου στην υπόθεση T‑572/10,

με αντικείμενο αιτήματα περί επιστροφής του κύριου ποσού των 41 012 ευρώ που κατέβαλε η Επιτροπή ως εγγύηση παρασχεθείσα στο πλαίσιο χρηματοδοτήσεων προς την SEMEA, προσαυξημένου με τους ήδη οφειλόμενους και τους μελλοντικούς τόκους, καθώς και καταβολής κάθε άλλου ποσού προς αντιστάθμιση της ζημίας την οποία υπέστη η ενάγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων της 29ης Φεβρουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 6 Ιουλίου 1990 η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνήψε σύμβαση επιδοτήσεως με την Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA), το 50 % του κεφαλαίου της οποίας κατείχε ο Commune de Millau (Δήμος του Millau) (Γαλλία).

2        Η σύμβαση αυτή αφορούσε αναπτυξιακή τοπική δράση συνιστάμενη στην εκτέλεση εργασιών προετοιμασίας και θέσεως σε λειτουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Τοπικής Επιχειρήσεως (Centre européen d’entreprise locale) στο Millau (στο εξής: σύμβαση).

3        Το άρθρο 2 της συμβάσεως όριζε τα ακόλουθα:

«Οι εργασίες θα πρέπει να εκτελεστούν εντός 18 μηνών από της υπογραφής της παρούσας συμβάσεως.»

4        Δυνάμει του άρθρου 4 της συμβάσεως, η SEMEA αναλάμβανε να προβαίνει σε διάφορες παροχές και να αποδίδει λογαριασμό στην Επιτροπή με την υποβολή περιοδικών εκθέσεων, ενώ η Επιτροπή αναλάμβανε να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση της εκτελέσεως των εργασιών μέχρις ανωτάτου ποσού 135 000 ECU, εντός του ορίου του 50 % του δικαιολογημένου κόστους των εργασιών.

5        Το άρθρο 6 της συμβάσεως προέβλεπε τα εξής:

«Η παρούσα σύμβαση διέπεται από το γαλλικό δίκαιο.»

6        Το άρθρο 10 της συμβάσεως είχε την ακόλουθη διατύπωση:

«Σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας ή ανεπαρκούς διαθεσιμότητας πιστώσεων προς εκτέλεση της παρούσας συμβάσεως, η Επιτροπή επιφυλάσσεται να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση χωρίς ένδικη διαδικασία ή να προσαρμόσει τη σύμβαση στη νέα διαθεσιμότητα πιστώσεων.»

7        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, των γενικών όρων της συμβάσεως όριζε τα εξής:

«Σε περίπτωση μη εκπληρώσεως από τον συμβαλλόμενο μιας των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση και ανεξαρτήτως των συνεπειών που προβλέπει το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, η σύμβαση μπορεί, αυτοδικαίως, να λυθεί ή να καταγγελθεί από την Επιτροπή χωρίς ένδικες διατυπώσεις, αφού ο συμβαλλόμενος καταστεί υπερήμερος με την αποστολή συστημένης επιστολής και δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός προθεσμίας ενός μηνός.»

8        Το άρθρο 10 των γενικών όρων της συμβάσεως προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Εν απουσία φιλικού διακανονισμού, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι το μόνο αρμόδιο να αποφαίνεται επί των εκ της συμβάσεως διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων.»

9        Με επιστολή της 16ης Μαΐου 1991, η SEMEA ζήτησε από την Επιτροπή να δεχθεί να εκτελεστεί η σύμβαση από άλλη επιχειρησιακή μορφή, το Centre européen d’entreprise et d’innovation (στο εξής: ένωση CEI 12), πράγμα το οποίο η Επιτροπή δέχτηκε με επιστολή της 2ας Ιουλίου 1991, διευκρινίζοντας ότι η συμφωνία αυτή δεν απάλλασσε την SEMEA από τις υποχρεώσεις της. Με επιστολή της 22ας Οκτωβρίου 1991, η SEMEA επιβεβαίωσε ότι εγγυάτο για την καλή εκτέλεση των παροχών που προέβλεπε η σύμβαση.

10      Κατά τη διάρκεια των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 1992, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενέργησαν έλεγχο προς διαπίστωση της προόδου των εργασιών, κατόπιν του οποίου διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών ανερχόταν στο ποσό των 187 977 ECU και ότι η συμμετοχή της Επιτροπής έπρεπε συνεπώς να οριστεί στο 50 % του ποσού αυτού, ήτοι στο ποσό των 93 988 ECU.

11      Δεδομένου ότι η SEMEA είχε ήδη εισπράξει 135 000 ECU στο πλαίσιο της συμβάσεως, η Επιτροπή ζήτησε να της επιστραφεί ποσό 41 012 ECU (στο εξής: επίδικη απαίτηση) με επιστολή της 27ης Απριλίου 1993. Η SEMEA δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό.

12      Στις 17 Φεβρουαρίου 1997 η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της SEMEA αποφάσισε την πρόωρη λύση της SEMEA από 31ης Μαρτίου 1997 και τον διορισμό εκκαθαριστή.

13      Με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής της 18ης Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου από τη SEMEA την καταβολή της επίδικης απαιτήσεως.

14      Στις 11 Ιανουαρίου 2006 η Επιτροπή απηύθυνε στη SEMEA χρεωστικό σημείωμα για ποσό 41 012 ευρώ.

15      Με απαντητική επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2006, ο εκκαθαριστής της SEMEA γνωστοποίησε ότι οι λογαριασμοί της εταιρίας δεν επέτρεπαν να ανταποκριθεί στην καταβολή ενός τέτοιου ποσού, ότι ήταν υποχρεωμένος να δηλώσει αναστολή των πληρωμών και ότι η επίδικη απαίτηση έπρεπε να θεωρηθεί παραγραφείσα κατά το γαλλικό δίκαιο, καθόσον το δίκαιο αυτό δεν επέτρεπε την αναζήτηση ποσών μη ζητηθέντων επί περισσότερα από τέσσερα έτη, η δε τελευταία σχετική αίτηση της Επιτροπής χρονολογούνταν από τις 27 Απριλίου 1993, ήτοι από δώδεκα και πλέον ετών.

16      Με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής της 16ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε επισήμως να ληφθεί υπόψη η επίδικη απαίτηση στις εργασίες εκκαθαρίσεως καθώς και να περιληφθεί στο παθητικό της.

17      Με επιστολή της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, η SEMEA πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρίας είχε αποφασίσει να αναστείλει τη δήλωση περί αναστολής των πληρωμών και παρέπεμπε σε πρακτικά της ενώσεως CEI 12 όπου αναφερόταν ότι η Επιτροπή είχε τελικά παραιτηθεί από την επιδίωξη της καταβολής της επίδικης απαιτήσεως.

18      Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή, μέσω του δικηγόρου της, όχλησε τη SEMEA να επιστρέψει την επίδικη απαίτηση. Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ουδέποτε είχε την πρόθεση να παραιτηθεί από την απαίτηση αυτή.

19      Με επιστολή της 30ής Ιανουαρίου 2007, ο δικηγόρος της Επιτροπής απηύθυνε νέα όχληση προς εξόφληση της επίδικης απαιτήσεως και ανέφερε ότι από την αδράνεια της SEMEA συνήγε ότι η εταιρία αυτή βρισκόταν σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών.

20      Με επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2007, η SEMEA επισήμανε ότι δεν βρισκόταν σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών.

21      Με επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 2007, η SEMEA απέστειλε αντίγραφο της αποφάσεως της ενώσεως CEI 12 που διαπίστωνε ότι η Επιτροπή είχε παραιτηθεί από την επιδίωξη της πληρωμής της επίδικης απαιτήσεως.

22      Στις 26 Οκτωβρίου 2007 η Επιτροπή απέστειλε, μέσω δικαστικού επιμελητή, εξώδικη πρόσκληση προς πληρωμή στην κατοικία του εκκαθαριστή της SEMEA.

23      Στις 10 Δεκεμβρίου 2007 η Επιτροπή απέστειλε, μέσω δικαστικού επιμελητή, εξώδικη πρόσκληση προς πληρωμή στην έδρα των εργασιών της εκκαθαρίσεως της εταιρίας.

24      Με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2007 προς τον δικαστικό επιμελητή που είχε παραδώσει την εξώδικη πρόσκληση, ο εκκαθαριστής της SEMEA επανέλαβε το αίτημα ενημερώσεως επί της αποφάσεως της Επιτροπής να παραιτηθεί από την επιδίωξη της πληρωμής της επίδικης απαιτήσεως. Με την επιστολή του, ισχυρίστηκε ότι οι νέοι μέτοχοι και ο εκκαθαριστής δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τις δεσμεύσεις που συνέδεαν τη SEMEA με την ένωση CEI 12.

25      Με επιστολή της 7ης Ιανουαρίου 2008, ο δικηγόρος της Επιτροπής αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του εκκαθαριστή της SEMEA, οχλώντας τον εκ νέου να εξοφλήσει την επίδικη απαίτηση και διαβίβασε αντίγραφο της επιστολής αυτής στην Εισαγγελική Αρχή, προκειμένου να εκτιμηθεί, ιδίως από πλευράς του αδικήματος της απάτης, η συμπεριφορά του εκκαθαριστή της SEMEA.

26      Απαντώντας στο τελευταίο αυτό έγγραφο οχλήσεως, ο εκκαθαριστής της SEMEA ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απαίτηση μπορούσε να έχει παραγραφεί. Με την επιστολή αυτή, υπενθύμισε ότι είχε δεσμευθεί, στις αρχές του 2007, κατά τη διάρκεια συνομιλίας του με τον δικηγόρο της Επιτροπής, να επιστρέψει την επίδικη απαίτηση μόλις θα ελάμβανε απάντηση στα ζητήματα όσον αφορά το παραδεκτό της απαιτήσεως αυτής.

27      Με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2008, ο δικηγόρος της Επιτροπής απέστειλε ένα τελευταίο έγγραφο οχλήσεως στη SEMEA ζητώντας την πληρωμή της επίδικης απαιτήσεως.

28      Στις 21 Νοεμβρίου 2008 η έκτακτη γενική συνέλευση της SEMEA έλαβε γνώση της αποφάσεως του Commune de Millau, του κύριου μετόχου της, να αναλάβει το ενεργητικό και το παθητικό της και αποφάσισε να καταβάλει το ποσό των 82 719,76 ευρώ, που αντιπροσώπευε το διαθέσιμο ποσό στο ταμείο της SEMEA, στον Commune de Millau. Κατά την έκθεση εκκαθαρίσεως που υπέβαλε ο εκκαθαριστής, και η οποία αναφερόταν στην επίδικη απαίτηση, η εκκαθάριση εθεωρείτο συντελεσθείσα ως προς όλες τις πράξεις για τις οποίες είχε λάβει εντολή.

29      Στις 9 Δεκεμβρίου 2008 ο εκκαθαριστής της SEMEA περάτωσε τις εργασίες εκκαθαρίσεως και ζήτησε τη διαγραφή της SEMEA από το μητρώο εμπόρων και εταιριών.

30      Στις 18 Δεκεμβρίου 2008 το δημοτικό συμβούλιο του Commune de Millau κατέγραψε επισήμως την ανάληψη της περιουσίας της SEMEA. Στο παθητικό της μνημονευόταν ρητώς η διαφορά της με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

31      Κατόπιν της αιτήσεως της Επιτροπής, το tribunal de commerce de Rodez όρισε, στις 12 Φεβρουαρίου 2010, εκπρόσωπο ad hoc προς εκπροσώπηση της SEMEA.

 Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

 Α – Στην υπόθεση T‑168/10

32      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει τη SEMEA, στο πρόσωπο του ad hoc διαχειριστή της, να της καταβάλει κύριο ποσό 41 012 ευρώ, πλέον τόκων, με το ισχύον στη Γαλλία νόμιμο ετήσιο επιτόκιο, από τις 10 Μαρτίου 1992 ή, επικουρικώς, από τις 27 Απριλίου 1993·

–        να διατάξει την κεφαλαιοποίηση των τόκων·

–        να υποχρεώσει τη SEMEA να καταβάλει ποσό 5 000 ευρώ λόγω της καταχρηστικής εναντιώσεώς της·

–        να καταδικάσει τη SEMEA στα δικαστικά έξοδα.

33      Το δικόγραφο της αγωγής απευθυνόταν στη SEMEA, «εκπροσωπούμενη από τον ad hoc εκπρόσωπό της», κ. C. G. Δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν ήταν ο ad hoc εκπρόσωπός της, αλλά ο πρόεδρος του tribunal de commerce de Rodez που είχε ορίσει τον ad hoc εκπρόσωπο, ο γραμματέας κοινοποίησε στις 4 Μαΐου 2010 στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο της γνωστοποιούσε ότι δεν είχε επιτευχθεί η επίδοση του δικογράφου της αγωγής στην SEMEA και όρισε προθεσμία για τη γνωστοποίηση νέας διευθύνσεως προς τον σκοπό της επιδόσεως. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό αναφέροντας το όνομα και τη διεύθυνση του ad hoc εκπροσώπου της SEMEA. Το δικόγραφο της αγωγής κατέστη δυνατόν να επιδοθεί στη διεύθυνση αυτή.

34      Με την ένσταση απαραδέκτου η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2010, η SEMEA ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει απαράδεκτη την αγωγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

35      Με τις παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Αυγούστου 2010, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τους λόγους απαραδέκτου που προέβαλε η SEMEA και να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή·

–        να διατάξει την αναστολή της διαδικασίας εν αναμονή της ασκήσεως αγωγής κατά του Commune de Millau·

–        να καταδικάσει τη SEMEA στα δικαστικά έξοδα.

36      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή και η SEMEA απάντησαν, με επιστολές που πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αντιστοίχως στις 8 και 9 Νοεμβρίου 2010, στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και ανταποκρίθηκαν στη αίτησή του για προσκόμιση εγγράφων.

37      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2010, η διαδικασία στην υπόθεση T‑168/10 ανεστάλη έως τις 31 Ιανουαρίου 2011.

38      Με διάταξή του της 24ης Μαΐου 2011, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

39      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουλίου 2011, η SEMEA ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως, να απορρίψει την αγωγή της Επιτροπής·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί το περί επιστροφής αίτημα της Επιτροπής:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην SEMEA ποσό 41 012 ευρώ πλέον ενός ποσού αντιστοιχούντος στο ποσό των τόκων και παρεπομένων εξόδων τα οποία το Γενικό Δικαστήριο θα επιδικάσει στην Επιτροπή με την απόφασή του·

–        να απορρίψει το αίτημα της Επιτροπής όσον αφορά τους τόκους και την κεφαλαιοποίησή τους για τον προ της 18ης Νοεμβρίου 2005 χρόνο·

–        να απορρίψει κάθε άλλο αίτημα της Επιτροπής·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Φεβρουαρίου 2012.

 Β – Στην υπόθεση T‑572/10

41      Πληροφορηθείσα, στο πλαίσιο της διαδικασίας στην υπόθεση T‑168/10, ότι ο Δήμος του Millau είχε αποφασίσει να αναλάβει το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού της SEMEA, η Επιτροπή άσκησε αγωγή κατά του Δήμου του Millau με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2010.

42      Η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει τον Commune de Millau να της καταβάλει, αλληλεγγύως με την SEMEA, κύριο ποσό 41 012 ευρώ, πλέον των τόκων που οφείλονται από τις 10 Μαρτίου 1992 ή, επικουρικώς, από τις 27 Απριλίου 1993·

–        να διατάξει την κεφαλαιοποίηση των τόκων·

–        να υποχρεώσει τον Commune de Millau να καταβάλει, αλληλεγγύως με την SEMEA, το ποσό των 5 000 ευρώ λόγω της καταχρηστικής εναντιώσεως της SEMEA·

–        να καταδικάσει τον Commune de Millau στα δικαστικά έξοδα, αλληλεγγύως με την SEMEA·

–        να διατάξει τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑168/10 και T‑572/10.

43      Από την πλευρά του, ο Commune de Millau ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο και να παραπέμψει την Επιτροπή ενώπιον των αρμοδίων γαλλικών δικαστηρίων·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή της Επιτροπής ως αβάσιμη·

–        σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί το περί επιστροφής αίτημα της Επιτροπής:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει ποσό 41 012 ευρώ πλέον ενός ποσού αντιστοιχούντος στο ποσό των τόκων και παρεπομένων εξόδων τα οποία το Γενικό Δικαστήριο θα επιδικάσει στην Επιτροπή με την απόφασή του·

–        να απορρίψει το αίτημα της Επιτροπής όσον αφορά τους τόκους και την κεφαλαιοποίησή τους για τον προ της 18ης Νοεμβρίου 2005 χρόνο·

–        να απορρίψει κάθε άλλο αίτημα της Επιτροπής·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

44      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Φεβρουαρίου 2012.

 Σκεπτικό

45      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑168/10 και T‑572/10, λόγω συνάφειας, προς έκδοση της παρούσας κοινής αποφάσεως.

 Α – Επί της υποθέσεως T‑168/10

46      Η υπόθεση T‑168/10 έχει ως αντικείμενο την αγωγή της Επιτροπής κατά της SEMEA και την ανταγωγή της δεύτερης.

1.     Επί της αγωγής της Επιτροπής

 Επί του παραδεκτού της αγωγής

47      Κατά το άρθρο 272 και το άρθρο 256, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή για λογαριασμό της.

48      Κατά το άρθρο 10 των γενικών όρων της συμβάσεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το μόνο αρμόδιο να αποφαίνεται επί των εκ της συμβάσεως διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων.

49      Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 272 και 256, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 10 των γενικών όρων της συμβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής της Επιτροπής. Πράγματι, το άρθρο 10 των γενικών όρων έχει διατυπωθεί κατ’ αρκούντως ευρύ τρόπο ώστε να καλύπτει όλες τις αγωγές που αφορούν τη σύμβαση, τόσο εκείνες που στηρίζονται απευθείας στις ρήτρες της συμβάσεως όσο και εκείνες που στηρίζονται στις επικουρικές διατάξεις του εφαρμοστέου δικαίου που αφορούν τη σύμβαση, όπως οι διατάξεις που διέπουν την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

50      Στο πλαίσιο της ενστάσεως απαραδέκτου, η SEMEA επικαλέστηκε δύο λόγους απαραδέκτου, αντλούμενους, αφενός, από τη διαγραφή της SEMEA από το μητρώο εμπόρων και εταιριών και, αφετέρου, από την εκπροσώπηση της SEMEA. Μόνον ο πρώτος λόγος θα εξεταστεί με την παρούσα απόφαση, δεδομένου ότι η SEMEA παραιτήθηκε από τον δεύτερο λόγο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

51      Ο εκπρόσωπος της SEMEA εκτιμά ότι η νομική προσωπικότητά της έπαυσε να υφίσταται, κατόπιν της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών της στις 21 Νοεμβρίου 2008 και της διαγραφής της από το μητρώο εμπόρων και εταιριών, που έλαβε χώρα στις 9 Νοεμβρίου 2008. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι η αγωγή της Επιτροπής είναι απαράδεκτη.

52      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αγωγή κατά εταιρίας είναι απαράδεκτη αν, κατά την ημερομηνία ασκήσεώς της, η εν λόγω εταιρία δεν είχε ούτε ικανότητα δικαίου ούτε ικανότητα να είναι διάδικος. Το εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή δίκαιο είναι το δίκαιο που διέπει τη σύσταση της συγκεκριμένης εταιρίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, C‑294/02, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑2175, σκέψη 60).

53      Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η SEMEA συστάθηκε υπό μορφή τοπικής εταιρίας μικτής οικονομίας διεπόμενης από το γαλλικό δίκαιο, και ειδικότερα από το άρθρο L 1522‑1 του κώδικα περί οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, το οποίο ορίζει ότι οι τοπικές εταιρίες μικτής οικονομίας έχουν τη νομική μορφή ανωνύμων εταιριών, που διέπονται από το βιβλίο ΙΙ του εμπορικού κώδικα. Συνεπώς, βάσει αυτού του δικαίου πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η SEMEA διέθετε, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής, ικανότητα δικαίου και ικανότητα να είναι διάδικος.

54      Όμως, κατά το γαλλικό δίκαιο, ενώ το άρθρο L 237‑2, δεύτερο εδάφιο, του εμπορικού κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή στις εμπορικές εταιρίες όπως η SEMEA, προβλέπει ότι η νομική προσωπικότητα της εταιρίας εξακολουθεί να υφίσταται μόνο για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως και μόνον έως την περάτωσή της, η γαλλική νομολογία έχει αναγνωρίσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα επιβιώσεως της νομικής προσωπικότητας, έστω και μετά την περάτωση των εργασιών εκκαθαρίσεως ή τη δημοσίευση της ανακοινώσεως περί της περατώσεως της εκκαθαρίσεως.

55      Ειδικότερα, το Cour de cassation έχει κρίνει ότι η νομική προσωπικότητα των εταιριών γαλλικού δικαίου εξακολουθεί να υφίσταται εφόσον δεν έχουν εκκαθαριστεί τα εκ της εταιρικής δραστηριότητας δικαιώματα και υποχρεώσεις (Cass. com., 12 Απριλίου 1983, αριθ. 81‑14055, Bull. com., αριθ. 113· Cass. 3e civ., 31 Μαΐου 2000, αριθ. 98‑19435, Bull. 2000, III, αριθ. 120, σ. 80). Έτσι, η προσωπικότητα διαλυθείσας εταιρίας εξακολουθεί να υφίσταται στην περίπτωση που η εταιρία αυτή ήταν διάδικος σε εκκρεμή δίκη (Cass. Com., 26 Ιανουαρίου 1993, αριθ. 91-11285, Bull. civ. 1193, IV, αριθ. 33) ή που ένας τρίτος προβάλλει απαίτηση έναντι της εταιρίας πηγάζουσα από την εταιρική δραστηριότητα (Cass. Com., 2 Μαΐου 1985, αριθ. 83-17409, Bull. civ. 1985, IV, αριθ. 139). Εναπόκειται τότε στον πιστωτή, αν εκτιμά ότι ζημιώθηκε και προτίθεται να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, να ζητήσει από το δικαστήριο τον διορισμό ad hoc εκπροσώπου προς εκπροσώπηση της εταιρίας στο πλαίσιο της αγωγής που ασκείται κατ’ αυτής.

56      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με επιστολές της 27ης Απριλίου 1993, της 18ης Νοεμβρίου 2005, της 16ης Φεβρουαρίου 2006, της 29ης Νοεμβρίου 2006, της 30ής Ιανουαρίου 2007, της 26ης Οκτωβρίου 2007, της 10ης Δεκεμβρίου 2007, της 7ης Ιανουαρίου 2008 και της 21ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε από την SEMEA να καταβάλει την επίδικη απαίτηση (βλ. ανωτέρω σκέψεις 11 έως 27). Συνεπώς, η Επιτροπή επανειλημμένως όχλησε τη SEMEA κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκουσίας λύσεως της εταιρίας, ακόμη δε και πριν από τη διαδικασία αυτή. Ωστόσο, στις 9 Δεκεμβρίου 2008 περατώθηκε η εκκαθάριση και η SEMEA διαγράφηκε από το μητρώο εμπόρων και εταιριών, χωρίς να δοθεί ευνοϊκή συνέχεια στις περί επιστροφής αιτήσεις της Επιτροπής και, συνεπώς, χωρίς να έχει κλείσει η διαφορά της εταιρίας με την Επιτροπή. Συνεπώς, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως εκκαθαρισθέντα τα εκ της εταιρικής δραστηριότητας δικαιώματα και υποχρεώσεις της SEMEA.

57      Κατά συνέπεια, η νομική προσωπικότητα της SEMEA εξακολουθεί να υφίσταται για τις ανάγκες της υπό κρίση διαφοράς. Επομένως, ο λόγος απαραδέκτου που αντλείται από τη διαγραφή της από το μητρώο εμπόρων και εταιριών είναι απορριπτέος.

58      Ως εκ τούτου, η αγωγή της Επιτροπής κατά της SEMEA είναι παραδεκτή.

 Επί του βασίμου της αγωγής

59      Με την αγωγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει τη SEMEA να επιστρέψει το κύριο ποσό των 41 012 ευρώ, να καταβάλει τόκους καθώς και να καταβάλει ποσό 5 000 ευρώ προς αποκατάσταση της προξενηθείσας ζημίας.

 Επί του αιτήματος επιστροφής του κύριου ποσού

60      Με το πρώτο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί καταρχάς να υποχρεωθεί η SEMEA να επιστρέψει ποσό 41 012 ευρώ. Εκτιμά ότι το ποσό αυτό της οφείλεται.

–       Επί του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος

61      Πρέπει καταρχάς να καθοριστεί το εφαρμοστέο καθεστώς.

62      Από το άρθρο 6 της συμβάσεως προκύπτει ότι η σύμβαση υπόκειται στο γαλλικό δίκαιο. Όμως, το γαλλικό δίκαιο προβλέπει διαφορετικά καθεστώτα για τις συμβάσεις που διέπονται από το αστικό δίκαιο, αφενός, και από το διοικητικό δίκαιο, αφετέρου. Δεδομένου ότι τα άρθρα 272 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ δεν εμποδίζουν την υπαγωγή μιας συμβάσεως με την Ένωση σε καθεστώς δημοσίου δικαίου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, C‑167/99, Κοινοβούλιο κατά SERS και Ville de Strasbourg, Συλλογή 2003, σ. I‑3269, σκέψη 113), πρέπει, καταρχάς, να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας, ιδιωτικός ή δημόσιος, της επίδικης συμβάσεως προκειμένου να καθοριστεί το νομικό καθεστώς που έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

63      Η νομολογία του Tribunal des conflits και του Conseil d’État εξαρτά, καταρχήν, τον διοικητικό χαρακτήρα μιας συμβάσεως από τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, μιας οργανικής και μιας ουσιαστικής. Υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων στις οποίες η δικαιοδοσία καθορίζεται εκ του νόμου, συνιστά διοικητικής φύσεως σύμβαση η σύμβαση στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι τουλάχιστον ένα δημόσιο νομικό πρόσωπο και η οποία είτε περιλαμβάνει ρήτρες εκφεύγουσες του κοινού δικαίου (Conseil d’État, 31 Ιουλίου 1912, αριθ. 30701, Rec. σ. 909· Tribunal des conflits, 21 Μαΐου 2011, αριθ. 3228), είτε αφορά αυτή καθαυτήν την εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας (Conseil d’État, 20 Απριλίου 1956, αριθ. 98637, Rec. σ. 167, και 20 Απριλίου 1956, αριθ. 33961, Rec. σ. 168· Tribunal des conflits, 29 Δεκεμβρίου 2004, αριθ. 3437), είτε εμπλέκει τον αντισυμβαλλόμενο ή τη διοίκηση στην εκτέλεση αυτή.

64      Εκφεύγει του κοινού δικαίου μια ρήτρα η οποία απονέμει σε δημόσιο νομικό πρόσωπο δικαιώματα και επιβαρύνει τον αντισυμβαλλόμενο με υποχρεώσεις ξένες, ως εκ της φύσεώς τους, προς εκείνες που μπορούν να συμφωνηθούν από οιονδήποτε στο πλαίσιο του αστικού και εμπορικού δικαίου (Conseil d’État, 20 Οκτωβρίου 1950, Rec. p. 505· Tribunal des conflits, 15 Νοεμβρίου 1999, αριθ. 03144). Εκφεύγουν του κοινού δικαίου, για τον λόγο αυτό, οι ρήτρες που είναι νομικώς αδιανόητες στις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, καθόσον συνεπάγονται την άσκηση εξουσιών δημόσιας αρχής.

65      Στην υπό κρίση υπόθεση, η επίδικη σύμβαση συνάφθηκε μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας, η οποία αποτελεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δημόσιο νομικό πρόσωπο κατά την έννοια του γαλλικού δικαίου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 62 απόφαση Κοινοβούλιο κατά SERS και Ville de Strasbourg, σκέψεις 2 και 113), και, αφετέρου, της SEMEA, γαλλικού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου.

66      Εξάλλου, από πλευράς του γαλλικού διοικητικού δικαίου, θεωρείται ότι συνιστά δημόσια υπηρεσία κάθε πράξη αποσκοπούσα στην επί της ουσίας εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής, και ιδίως μιας πολιτικής της Ένωσης όπως η περιφερειακή πολιτική. Από το άρθρο 1 της συμβάσεως προκύπτει ότι η σύμβαση αφορά τη χρηματοδοτική συνδρομή που πρέπει να καταβάλει η Κοινότητα στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής της για την εκτέλεση των εργασιών προετοιμασίας και θέσεως σε λειτουργία ενός ευρωπαϊκού κέντρου τοπικής επιχειρήσεως στο Millau. Συνεπώς, η σύμβαση αυτή αφορά την εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας που συνιστά η περιφερειακή πολιτική της Κοινότητας.

67      Επιπλέον, το άρθρο 10 της συμβάσεως προβλέπει τη δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας της συμβάσεως σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας ή ανεπαρκούς διαθεσιμότητας πιστώσεων. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ασφαλώς, η εξουσία μονομερούς καταγγελίας δεν χαρακτηρίζει αναγκαστικά την ύπαρξη ρήτρας εκφεύγουσας του κοινού δικαίου (Tribunal des conflits, 20 Φεβρουαρίου 2008, αριθ. 3623). Τα πάντα εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά και το αντικείμενο της συμβάσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προτάσεις του rapporteur public κ. Da Costa στην απόφαση Conseil d’État, 19 Νοεμβρίου 2010, αριθ. 331837). Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της συμβάσεως, που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη, μια τέτοια ρήτρα φαίνεται να εκφεύγει του κοινού δικαίου, καθόσον απονέμει στην Επιτροπή το δικαίωμα να θέσει τέρμα στις συμβατικές σχέσεις απλώς για λόγους χρηματοοικονομικής φύσεως.

68      Επομένως, η σύμβαση έχει διοικητικό χαρακτήρα.

–       Επί της απαιτήσεως της Ένωσης έναντι της SEMEA

69      Περαιτέρω, πρέπει να καθοριστεί η νομική βάση επί της οποίας η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει το περί επιστροφής αίτημα.

70      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 της συμβάσεως, η συμμετοχή της Επιτροπής δεν έπρεπε να υπερβεί το 50 % του δικαιολογημένου κόστους των εργασιών. Συνεπώς, το άρθρο αυτό καθορίζει το ποσό που όφειλε η Επιτροπή. Εντούτοις, η σύμβαση δεν περιέχει καμία ρήτρα σχετικά με την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Πρέπει, συνεπώς, να εφαρμοστούν οι περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων κανόνες.

71      Οι διατάξεις του άρθρου 1376 του γαλλικού αστικού κώδικα έχουν γενική ισχύ και εφαρμόζονται τόσο στα δημόσια νομικά πρόσωπα όσο και στα πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Conseil d’État, 1η Δεκεμβρίου 1961, Rec. σ. 675). Βάσει του κανόνα αυτού, ο εισπράττων εκ λάθους ή εν γνώσει του ποσό το οποίο δεν του οφείλει η διοίκηση υποχρεούται να της το επιστρέψει.

72      Οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω. Η Επιτροπή κατέβαλε συνολικό ποσό ύψους 135 000 ECU στη SEMEA. Όπως προκύπτει από το άρθρο 4 της συμβάσεως, η συμβολή της Ένωσης δεν μπορούσε να υπερβεί το 50 % του δικαιολογημένου κόστους των εργασιών. Όμως, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1992, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δαπάνες που μπορούσε να της ζητηθεί να καλύψει ανέρχονταν μόνο σε 187 977 ECU. Δεδομένου ότι η SEMEA δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή, οι καταβολές της Ένωσης προς τη SEMEA ήταν δικαιολογημένες μόνον έως το ποσό των 93 988 ECU.

73      Τέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του εύρω (ΕΕ L 162, σ. 1), κάθε αναφορά στο ΕCU αντικαθίσταται με αναφορά στο ευρώ, με σχέση ένα ευρώ προς ένα ΕCU.

74      Συνεπώς, η SEMEA ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει στην Ένωση το αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό των 41 012 ευρώ. 

–       Επί των ενστάσεων της SEMEA

75      Η SEMEA δεν αμφισβητεί ότι η επίδικη απαίτηση είναι γεγεννημένη, υποστηρίζει όμως ότι η Επιτροπή δεν μπορεί πλέον να την προβάλει. Καταρχάς, εκτιμά ότι η επίδικη απαίτηση έχει αποσβεσθεί λόγω παραιτήσεως ή αφέσεως χρέους εκ μέρους της Επιτροπής. Εξάλλου, η εταιρία ελευθερώθηκε από το χρέος της κατόπιν της αναλήψεώς της από τον Commune de Millau. Επιπλέον, η επίδικη απαίτηση έχει παραγραφεί. Εν πάση περιπτώσει, η εναγομένη δεν μπορεί να δεσμεύεται από την επίδικη απαίτηση καθόσον έχει διαγραφεί από το μητρώο εμπόρων και εταιριών.

76      Οι ενστάσεις αυτές δεν είναι βάσιμες.

77      Πρώτον, όσον αφορά την ένσταση της SEMEA που αντλείται από παραίτηση ή άφεση χρέους εκ μέρους της Επιτροπής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα στοιχεία της δικογραφίας δεν καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση της υπάρξεως τέτοιας πράξεως. Πράγματι, το γεγονός απλώς και μόνον ότι τα πρακτικά της ενώσεως CEI 12 του Φεβρουαρίου 1995 αναφέρουν ότι η Επιτροπή παραιτήθηκε τελικώς από την επιδίωξη της εξοφλήσεως της απαιτήσεώς της δεν αρκεί προς απόδειξη της παραιτήσεως ή της αφέσεως χρέους εκ μέρους της Επιτροπής. Αντιθέτως, από τα αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν έπαυσε να ζητεί την εξόφληση της επίδικης απαιτήσεως (βλ., ιδίως, ανωτέρω σκέψεις 11, 13, 14, 16, 18, 19, 22, 23, 25 και 27).

78      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της SEMEA σύμφωνα με το οποίο η αναδοχή του χρέους της από τον Commune de Millau την ελευθέρωσε από αυτό. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, δυνάμει του άρθρου 1165 του γαλλικού αστικού κώδικα, οι συμβάσεις παράγουν αποτελέσματα μόνον έναντι των συμβαλλομένων μερών και, αφετέρου, ότι ουδόλως βλάπτουν τον τρίτο, τον οφελούν δε μόνον στην περίπτωση του άρθρου 1121 του γαλλικού αστικού κώδικα. Συνεπώς, ο οφειλέτης δεν μπορεί να ελευθερωθεί από το χρέος του συνάπτοντας σύμβαση με τρίτον χωρίς τη συναίνεση του δανειστή (βλ. Cass. 1re civ., 2 Ιουνίου 1992, αριθ. 90‑17499, Bull. 1992, I, αριθ. 168, σ. 115· Cass. 1re civ., 30 Απριλίου 2009, αριθ. 08-11093, Bull. 2009, I, αριθ. 82). Όμως, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν συναίνεσε στην αναδοχή του χρέους της SEMEA από τον Commune de Millau.

79      Εξάλλου, η SEMEA δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 1844‑5, εδάφιο 3, του γαλλικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο «[σε] περίπτωση λύσεως [της εταιρίας], η λύση δεν συνεπάγεται την ολοσχερή μεταβίβαση της περιουσίας της εταιρίας στον μοναδικό εταίρο, χωρίς εκκαθάριση της εταιρίας», δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, από τα πρακτικά της έκτακτης γενικής συνελεύσεως της SEMEA της 21ης Νοεμβρίου 2008 προκύπτει ότι ο Commune de Millau δεν ήταν ο μοναδικός εταίρος της SEMEA.

80      Τέλος, το άρθρο L 2131‑1 του γενικού κώδικα περί οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο L 2132‑2 του ίδιου κώδικα, ορίζει ότι ορισμένες πράξεις των δημοτικών αρχών, περιοριστικώς απαριθμούμενες, είναι αυτοδικαίως εκτελεστές από της δημοσιεύσεώς τους, της τοιχοκολλήσεώς τους ή της κοινοποιήσεώς τους στους ενδιαφερομένους καθώς και της διαβιβάσεώς τους στον εκπρόσωπο του κράτους στον συγκεκριμένο νομό ή τον εκπρόσωπό του στο συγκεκριμένο διοικητικό διαμέρισμα. Ο Commune de Millau διαβίβασε προς έλεγχο της νομιμότητάς της την απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2008 με την οποία, αφενός, «κατέγραψε επισήμως την εκκαθάριση της SEMEA» και, αφετέρου, «ανέλαβε το ενεργητικό και το παθητικό της εταιρίας αυτής». Ωστόσο, δεν μπορούσε, με τον τρόπο αυτόν, να ελευθερώσει τη SEMEA από το χρέος της έναντι της Κοινότητας. Πράγματι, η απλή διαβίβαση μιας από τις πράξεις του στον έλεγχο της νομιμότητας δεν είναι ικανή να επιτρέψει στον οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως να παρεκκλίνει από τις μνημονευθείσες ανωτέρω στη σκέψη 78 νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες, εφόσον δεν υπάρχει συναίνεση του δανειστή, η αναδοχή του χρέους από τρίτον δεν ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του δανειστή.

81      Τρίτον, η SEMEA υποστηρίζει ότι η επίδικη απαίτηση έχει παραγραφεί. Κατ’ αυτήν, υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή δυνάμει του άρθρου L 100‑4 του γαλλικού εμπορικού κώδικα, όπως αυτός ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου 2008-561 της 17ης Ιουνίου 2008 περί μεταρρυθμίσεως της παραγραφής στις αστικές υποθέσεις (JORF της 18ης Ιουνίου 2008, σ. 9856), που τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουνίου 2008 (στο εξής: νόμος της 17ης Ιουνίου 2008). Αντιθέτως, η Επιτροπή εκτιμά ότι επίδικη απαίτηση υπόκειται σε τριακονταετή παραγραφή και, συνεπώς, δεν έχει παραγραφεί.

82      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, αν η επίδικη απαίτηση υπόκειται στη δεκαετή παραγραφή του άρθρου L 110‑4 του γαλλικού εμπορικού κώδικα, όπως αυτός ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου της 17ης Ιουνίου 2008. Κατά τη διάταξη αυτή, οι εκ της εμπορικής δραστηριότητάς τους ενοχές μεταξύ εμπόρων ή μεταξύ εμπόρων και μη εμπόρων παραγράφονται σε δέκα έτη, εκτός εάν υπόκεινται σε βραχύτερες ειδικές προθεσμίες παραγραφής.

83      Υπενθυμίζεται ότι η σύμβαση είχε ως αντικείμενο την καταβολή επιδοτήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, για την εκτέλεση, αυτή καθαυτήν, της δημόσιας υπηρεσίας που συνιστά η περιφερειακή πολιτική της Ένωσης. Συνεπώς, οι εξ αυτής ενοχές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως γεννηθείσες μεταξύ της Επιτροπής και της SEMEA λόγω της εμπορικής δραστηριότητάς τους. Επομένως, η δεκαετής παραγραφή του άρθρου L 110‑4 του γαλλικού εμπορικού κώδικα, όπως αυτός ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου της 17ης Ιουνίου 2008 δεν καταλαμβάνει την επίδικη απαίτηση (Conseil d’État, 31 Ιουλίου 1992, αριθ. 69661, RTD 1993, σ. 87).

84      Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απαίτηση, η οποία δεν υπόκειται ούτε σε άλλη ειδική παραγραφή, δεν έχει παραγραφεί.

85      Πράγματι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστη απαιτητή, το νωρίτερο τον Ιούνιο του 1992, κατά τη διάρκεια του οποίου οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενέργησαν έλεγχο όσον αφορά την εκτέλεση των παροχών που προβλέπει η σύμβαση, η επίδικη απαίτηση υπέκειτο στην τριακονταετή παραγραφή κατ’ εφαρμογήν των αρχών από τις οποίες εμπνεόταν το τότε ισχύον άρθρο 2262 του γαλλικού αστικού κώδικα (Conseil d’État, 8 Ιουλίου 2005, αριθ. 247976, Rec. Dalloz 2005, σ. 3075). Όμως, η τριακονταετής αυτή προθεσμία δεν είχε εκπνεύσει κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής.

86      Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι ο νόμος της 17ης Ιουνίου 2008, αφενός, κατάργησε τις διατάξεις του προμνησθέντος άρθρου 2262 του γαλλικού αστικού κώδικα και, αφετέρου, θέσπισε το νέο άρθρο 2224, κατά το οποίο οι ενοχές παραγράφονται, καταρχήν, σε πέντε έτη από την ημέρα κατά την οποία ο κάτοχος ενός δικαιώματος έλαβε γνώση ή όφειλε να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία του επέτρεπαν να ασκήσει το δικαίωμα αυτό.

87      Ωστόσο, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η πενταετής αυτή παραγραφή έχει εφαρμογή στην επίδικη απαίτηση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2222, δεύτερο εδάφιο , του γαλλικού αστικού κώδικα, όπως έχει μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου της 17ης Ιουνίου 2008, η νέα αυτή προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημέρα ενάρξεως της ισχύος του νόμου της 17ης Ιουνίου 2008, ήτοι από τις 19 Ιουνίου 2008, οπότε κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής δεν υπήρχε παραγραφή.

88      Συνεπώς, η επίδικη απαίτηση δεν έχει παραγραφεί.

89      Τέταρτον, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση της SEMEA σύμφωνα με την οποία η περάτωση της εκκαθαρίσεώς της και η διαγραφή της από το μητρώο εμπόρων και εταιριών είχαν ως συνέπεια την απόσβεση της επίδικης απαιτήσεως. Πράγματι, όπως εκτέθηκε προηγουμένως (βλ. ανωτέρω σκέψη 55), η νομική προσωπικότητα της SEMEA εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τη διαγραφή της στο μέτρο που η επίδικη απαίτηση δεν εκκαθαρίστηκε.

90      Συνεπώς, η SEMEA πρέπει να υποχρεωθεί να επιστρέψει το ποσό των 41 012 ευρώ.

 Επί του αιτήματος καταβολής τόκων υπερημερίας

91      Με το πρώτο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί, δεύτερον, να υποχρεωθεί η SEMEA να καταβάλει τόκους υπερημερίας με το ισχύον στη Γαλλία νόμιμο ετήσιο επιτόκιο. Η Επιτροπή ζητεί, κυρίως, να υποχρεωθεί η SEMEA να καταβάλει τόκους από τις 10 Μαρτίου 1992 δυνάμει του άρθρου 1378 του γαλλικού αστικού κώδικα και, επικουρικώς, να καταβάλει τόκους από τις 27 Απριλίου 1993 δυνάμει του άρθρου 1153 του γαλλικού αστικού κώδικα. Με το δεύτερο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί να διαταχθεί η κεφαλαιοποίηση των τόκων δυνάμει του άρθρου 1154 του γαλλικού αστικού κώδικα.

92      Όσον αφορά το αίτημα καταβολής τόκων από τις 10 Μαρτίου 1992, ήτοι από την ημερομηνία της τελευταίας καταβολής εκ μέρους της Επιτροπής, πρέπει να υπομνησθεί ότι μόνον όταν υπάρχει κακή πίστη του λήπτη των αχρεωστήτως καταβληθέντων τρέχουν οι τόκοι από την ημερομηνία των καταβολών. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 1378 του γαλλικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο «[ε]αν υπάρχει κακή πίστη εκ μέρους του, ο λήπτης υποχρεούται να επιστρέψει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους και τους καρπούς, από την ημέρα της καταβολής». Εν απουσία κακής πίστεως, έχει εφαρμογή ο γενικός κανόνας του άρθρου 1153 του ίδιου κώδικα (Conseil d’État, 4 Φεβρουαρίου 2000, αριθ. 202981, Rec. σ. 31).

93      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν επικαλείται στοιχεία που να επιτρέπουν τη διαπίστωση της κακής πίστης της SEMEA πριν από την περί επιστροφής αίτηση της Επιτροπής. Συνεπώς, είναι απορριπτέο το κύριο αίτημα της Επιτροπής να υποχρεωθεί η SEMEA να καταβάλει τόκους υπερημερίας από τις 10 Μαρτίου 1992.

94      Όσον αφορά το αίτημα καταβολής τόκων από τις 27 Απριλίου 1993, πρέπει να υπομνησθεί η διάταξη του άρθρου 1153 του γαλλικού αστικού κώδικα: «Σε ενοχές που περιορίζονται στην καταβολή ορισμένου ποσού, η αποζημίωση λόγω καθυστερήσεως της εκτελέσεως συνίσταται μόνο στην καταβολή τόκων με το νόμιμο επιτόκιο […]». Σε περίπτωση που ζητηθούν, και ανεξαρτήτως της ημερομηνίας της αιτήσεως αυτής, οι τόκοι υπερημερίας που οφείλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1153 του γαλλικού αστικού κώδικα τρέχουν από την ημέρα κατά την οποία η αίτηση καταβολής του κύριου ποσού περιήλθε στον οφειλέτη ή, σε περίπτωση που δεν υπάρξει τέτοια αίτηση πριν από την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο, από την ημερομηνία αυτής της υποβολής (Conseil d’État, 13 Δεκεμβρίου 2002, αριθ. 203429, Rec. σ. 460).

95      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζήτησε την καταβολή της επίδικης απαιτήσεως για πρώτη φορά στις 27 Απριλίου 1993. Συνεπώς, η SEMEA πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία αυτή με το ισχύον στη Γαλλία νόμιμο ετήσιο επιτόκιο.

96      Τέλος, κατά το άρθρο 1154 του γαλλικού αστικού κώδικα, «[ο]ι οφειλόμενοι επί των κεφαλαίων τόκοι μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν, είτε κατόπιν αιτήσεως προς το δικαστήριο είτε με ειδική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι, είτε στην αίτηση είτε στη σύμβαση, πρόκειται για τόκους οφειλόμενους τουλάχιστον για πλήρες έτος». Για την εφαρμογή των προμνησθεισών διατάξεων, η κεφαλαιοποίηση των τόκων μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε ενώπιον του αρμόδιου επί της ουσίας δικαστηρίου. Ωστόσο, η αίτηση αυτή παράγει αποτελέσματα το νωρίτερο από την ημερομηνία πρωτοκολλήσεώς της και υπό τον όρον ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, πρόκειται για τόκους οφειλόμενους τουλάχιστον για πλήρες έτος. Ενδεχομένως, υπάρχει νέα κεφαλαιοποίηση κατά τη λήξη κάθε μεταγενέστερου έτους χωρίς να χρειάζεται η υποβολή νέας αιτήσεως (Conseil d’État, 13 Δεκεμβρίου 2002, προμνησθείσα ανωτέρω στη σκέψη 94).

97      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζήτησε την κεφαλαιοποίηση των τόκων με το δικόγραφο της αγωγής της το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2010. Κατά την ημερομηνία αυτή, οφείλονταν τόκοι για τουλάχιστον ένα πλήρες έτος. Πρέπει, συνεπώς, να οριστεί ότι οι τόκοι ανατοκίζονται τόσο κατά την ημερομηνία αυτή όσο και κάθε επόμενο έτος από την ημερομηνία αυτή.

 Επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως

98      Με το τρίτο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η SEMEA να καταβάλει ποσό 5 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, δυνάμει του άρθρου 1147 του γαλλικού αστικού κώδικα, το ποσό αυτό της οφείλεται λόγω της ζημίας που υπέστη εξ αιτίας της καταχρηστικής εναντιώσεως της SEMEA. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αναγκάστηκε να κινητοποιήσει σημαντικό αριθμό ατόμων για την αποστολή πολυάριθμων επιστολών, οχλήσεων και άλλων πράξεων προκειμένου να πεισθεί η SEMEA για το βάσιμο των αξιώσεών της. Αντιθέτως, η SEMEA δεν έπαυσε να επικαλείται αβάσιμα και αλυσιτελή επιχειρήματα προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ή να καθυστερήσει την εκτέλεσή τους.

99      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνηστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι επαρκώς σαφή και ακριβή ώστε να επιτρέπουν στον μεν εναγόμενο να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί της αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα πληροφοριακά στοιχεία. Προς εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι απαραίτητο, για το παραδεκτό της αγωγής, να προκύπτουν τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή βασίζεται, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από αυτό καθαυτό το κείμενο του δικογράφου της αγωγής.

100    Εν προκειμένω, η Επιτροπή περιορίζεται να ζητήσει το ποσό των 5 000 ευρώ, χωρίς να αποδεικνύει ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο ύψος των διαφόρων ζημιών τις οποίες επικαλείται. Συνεπώς, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενο σε μη επαρκώς ακριβή επιχειρηματολογία.

 Συμπέρασμα επί της αγωγής της Επιτροπής

101    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Επιτροπής να υποχρεωθεί η SEMEA να επιστρέψει το κύριο ποσό των 41 012 ευρώ και να καταβάλει τόκους υπερημερίας, με το ισχύον στη Γαλλία νόμιμο ετήσιο επιτόκιο, από τις 27 Απριλίου 1993 έως την πλήρη εξόφληση του εν λόγω κύριου ποσού. Εξάλλου, πρέπει να οριστεί ότι οι τόκοι υπερημερίας ανατοκίζονται τόσο στις 15 Απριλίου 2010 όσο και σε κάθε μεταγενέστερο έτος μετά την ημερομηνία αυτή.

102    Κατά τα λοιπά, η αγωγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί της ανταγωγής της SEMEA

103    Για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θα έκανε δεκτό το περί επιστροφής αίτημα της Επιτροπής, η SEMEA άσκησε ανταγωγή. Η ανταγωγή αυτή στηρίζεται στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 41, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1). Συνιστά, συνεπώς, αγωγή στηριζόμενη στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

104    Η SEMEA φρονεί ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον χρηστής διοικήσεως το οποίο υπέχει και παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, με το να αναμείνει δώδεκα έτη μετά την περί επιστροφής αίτηση της 27ης Απριλίου 1993 προτού να την οχλήσει εκ νέου στις 18 Νοεμβρίου 2005. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να αντισταθμίσει το ποσό στο οποίο την καταδίκασε το Γενικό Δικαστήριο.

105    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το βάσιμο αυτής της ανταγωγής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψεις 51 και 52, και της 23ης Μαρτίου 2004, C‑233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2759, σκέψη 26).

106    Κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, της υπάρξεως πραγματικής και βεβαίας ζημίας και της υπάρξεως άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1999, T‑231/97, New Europe Consulting και Brown κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2403, σκέψη 29).

107    Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω ευθύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι‑4199, σκέψη 81, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009, T‑195/08, Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4439, σκέψη 91).

108    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της Επιτροπής και της προβαλλομένης ζημίας.

109    Πράγματι, όσον αφορά το κύριο ποσό των 41 012 ευρώ το οποίο η SEMEA οφείλει να επιστρέψει στην Επιτροπή, αρκεί να παρατηρηθεί ότι πρόκειται για απαίτηση στηριζόμενη στην αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων και ότι, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν έχει παραγραφεί, η SEMEA όφειλε να την καταβάλει κατά πάσα περίπτωση, έστω και αν η Επιτροπή δεν είχε αναμείνει δώδεκα έτη προτού την οχλήσει εκ νέου.

110    Όσον αφορά την καταβολή τόκων υπερημερίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η σώρευση των τόκων αποτελεί άμεση συνέπεια της συμπεριφοράς της SEMEA, η οποία δεν έδωσε συνέχεια στην περί επιστροφής αίτηση της Επιτροπής. Συνεπώς, δεν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της Επιτροπής και της ζημίας αυτής.

111    Επομένως, η ανταγωγή της SEMEA πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το παραδεκτό της.

 Β – Επί της υποθέσεως T‑572/10

112    Η υπόθεση T‑572/10 έχει ως αντικείμενο αγωγή της Επιτροπής κατά του Δήμου του Millau και ανταγωγή του δεύτερου.

1.     Επί της αγωγής της Επιτροπής

113    Η Επιτροπή άσκησε την αγωγή της κατά του Δήμου του Millau αφού πληροφορήθηκε ότι ο Δήμος είχε αποφασίσει να αναλάβει το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού της SEMEA.

 Επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου

114    Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο Commune de Millau υπόκειται σε ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, χωρίς να προβάλει επισήμως ένσταση αναρμοδιότητας με χωριστό δικόγραφο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Commune de Millau υποστηρίζει ότι η αγωγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου αναρμόδιου να την εκδικάσει. Εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να του αντιτάξει ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

115    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, πρωτοδίκως, επί διαφορών εκ συμβάσεων που του υποβάλλονται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, άλλως θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των διαφορών των οποίων την εκδίκαση του επιφυλάσσει περιοριστικώς το άρθρο 272 ΣΛΕΕ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 1997, T‑186/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1633, σκέψη 47, και της 12ης Δεκεμβρίου 2005, T‑360/05, Natexis Banques Populaires κατά Robobat, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 12).

116    Δεδομένου ότι η δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου που απορρέει από το άρθρο 272 ΣΛΕΕ συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek, Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψη 11). Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί συμβατικής διαφοράς παρά μόνον σε περίπτωση εκφράσεως της βουλήσεως των συμβαλλομένων να του απονείμουν αρμοδιότητα (προμνησθείσα ανωτέρω στη σκέψη 115 διάταξη Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, σκέψη 46, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑259/09, Επιτροπή κατά Arci Nuova associazione comitato di Cagliari και Gessa, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 39). Επομένως, μόνον οι έχοντες συνομολογήσει ρήτρα διαιτησίας μπορούν να είναι διάδικοι στο πλαίσιο αγωγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1976, 23/76, Pellegrini κατά Επιτροπής και Flexon-Italia, Συλλογή τόμος 1976, σ. 649, σκέψη 31, και προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Arci Nuova associazione comitato di Cagliari και Gessa, σκέψη 40).

117    Περαιτέρω, όσον αφορά το δίκαιο βάσει του οποίου πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον μεταξύ των μερών στη διαφορά έχει συναφθεί εγκύρως ρήτρα διαιτησίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου προς εκδίκαση ορισμένης διαφοράς εκ συμβάσεως δυνάμει ρήτρας διαιτησίας εκτιμάται, καταρχήν, με γνώμονα αποκλειστικώς τις διατάξεις του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και των όρων της ίδιας της ρήτρας διαιτησίας.

118    Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη προς τη γενικώς αναγνωρισμένη αρχή ότι κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί αρμοδιότητας. Το δικονομικό δίκαιο που διέπει το Γενικό Δικαστήριο περιλαμβάνει το άρθρο 272 ΣΛΕΕ και όχι τις αντίστοιχες δικονομικές διατάξεις των εθνικών εννόμων τάξεων. Εξάλλου, το άρθρο 272 ΣΛΕΕ πρέπει να εκλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο από όλα τα δικαστήρια ως ειδική διάταξη υπερισχύουσα του εθνικού δικαίου, το οποίο καθιστά ανεφάρμοστο (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ο. Lenz στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1992, C‑209/90, Επιτροπή κατά Feilhauer, Συλλογή 1992, σ. I‑2613, I‑2622, σημείο 18).

119    Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται ακόμα και στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο που διέπει τη σύμβαση στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου της διαφοράς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 116 απόφαση Επιτροπή κατά Zoubek, σκέψη 10, προμνησθείσα στη σκέψη 118 απόφαση Επιτροπή κατά Feilhauer, σκέψη 13, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 2006, T‑449/04, Επιτροπή κατά Trends, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 29).

120    Ακριβώς υπό το φως της προμνησθείσας νομολογίας πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η διεθνής δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής της Επιτροπής κατά του Commune de Millau μπορεί να στηριχθεί σε ρήτρα διαιτησίας υπό την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

 Επί της θεωρίας του παρεπομένου

121    Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο Commune de Millau δεσμεύεται από τη ρήτρα διαιτησίας του άρθρου 10 των γενικών όρων της συμβάσεως καθόσον έχει αναδεχθεί το χρέος της SEMEA και ότι, κατά το γαλλικό δίκαιο, η ρήτρα διαιτησίας μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως ως παρεπόμενη της απαιτήσεως. Αντιθέτως, ο Commune de Millau υποστηρίζει ότι η ρήτρα διαιτησίας δεν αποτελεί αναπόσπαστο παρεπόμενο της απαιτήσεως της Επιτροπής. Εξάλλου, κατ’ αυτόν, δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη κατά τον χρόνο της αναδοχής του χρέους.

122    Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται στην εφαρμογή του γαλλικού δικαίου, πρέπει να καθοριστεί, καταρχάς, το εφαρμοστέο δίκαιο.

123    Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου να επιληφθεί διαφοράς εκ συμβάσεως δυνάμει ρήτρας διαιτησίας εκτιμάται, καταρχήν, με βάση αποκλειστικώς τις διατάξεις του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και τους όρους της ίδιας της ρήτρας διαιτησίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 117).

124    Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις ρήτρες περί διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (JO L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε από τις διαδοχικές συμβάσεις περί της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), η οποία ισχύει και για τις ρήτρες περί διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, σ. 1). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, καίτοι το κύρος μιας ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας διέπεται αποκλειστικά από το δίκαιο της Ένωσης, ήτοι από το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001, το ζήτημα κατά πόσον η ενσωματωμένη σε φορτωτική συμφωνηθείσα ρήτρα μεταξύ μεταφορέα και φορτωτή παράγει αποτελέσματα έναντι τρίτου κομιστή της φορτωτικής, ο οποίος, αποκτώντας τη φορτωτική, διαδέχθηκε τον φορτωτή στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του, εκτιμάται με βάση το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 1984, 71/83, Russ, Συλλογή 1984, σ. 2417, σκέψη 24· της 16ης Μαρτίου 1999, C‑159/97, Castelletti, Συλλογή 1999, σ. I‑1597, σκέψη 41, και της 9ης Νοεμβρίου 2000, C‑387/98, Coreck, Συλλογή 2000, σ. I‑9337, σκέψεις 22 έως 27).

125    Συνεπώς, πρέπει, καταρχήν, να εξεταστεί αν η νομολογία αυτή, σύμφωνα με την οποία το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο διέπει τα ζητήματα διαδοχής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση περίπτωση. Πράγματι, τίθεται, αφενός, το ζήτημα αν η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνον σε τρίτο κομιστή μιας φορτωτικής, αλλά και σε τρίτον ο οποίος, λόγω της αναδοχής χρέους, διαδέχεται τον αρχικό οφειλέτη και υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις παρεπόμενες του χρέους αυτού σχέσεις. Αφετέρου, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον αυτή η νομολογία που αφορά τις ρήτρες περί διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών και το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 έχει εφαρμογή και σε ρήτρα διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ.

126    Ωστόσο, για τις ανάγκες της υπό κρίση περιπτώσεως, δεν είναι αναγκαία η απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμα και αν ήταν εφαρμοστέο το γαλλικό δίκαιο, η ρήτρα διαιτησίας που συνομολογήθηκε μεταξύ της SEMEA και της Επιτροπής δεν θα είχε μεταβιβαστεί στον Δήμο του Millau ως παρεπόμενο στοιχείο του χρέους της SEMEA.

127    Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω σκέψη 78), εφόσον δεν υπήρξε συναίνεση εκ μέρους της Επιτροπής, τυχόν αναδοχή του χρέους της SEMEA από τον Commune de Millau δεν είχε ως αποτέλεσμα να ελευθερώσει τη SEMEA από το χρέος της έναντι της Ένωσης και να τη διαδεχθεί, ως οφειλέτης, ο Commune de Millau. Στο μέτρο που η αναδοχή του χρέους από τον Commune de Millau δημιούργησε χρέος του τελευταίου έναντι της Ένωσης, δεν μπορεί παρά να πρόκειται για σύμβαση υπέρ τρίτου. Όμως, μια τέτοια σύμβαση γεννά νέα ενοχή του Commune de Millau η οποία διακρίνεται νομικώς από την ενοχή από την οποία δεσμεύεται η SEMEA. Κατά συνέπεια, εν απουσία μεταβιβάσεως του χρέους της SEMEA στον Commune de Millau, η ρήτρα διαιτησίας που δεσμεύει την SEMEA δεν μπορεί να έχει μεταβιβαστεί ως παρεπόμενο στοιχείο του χρέους της SEMEA.

128    Ασφαλώς, το γαλλικό δίκαιο δεν εμποδίζει, καταρχήν, τον Commune de Millau, ως υποσχόμενο, και την SEMEA ως συνομολογούσα σύμβαση υπέρ τρίτου να αντιγράψουν, όσον αφορά το περιεχόμενο και το καθεστώς του χρέους του Commune de Millau έναντι της Ένωσης, το περιεχόμενο και το καθεστώς του χρέους της SEMEA έναντι της Ένωσης. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, η ανάληψη της ρήτρας διαιτησίας δεν αποτελεί τη συνέπεια της διαδοχής στα δικαιώματα και τις υποχρέωσεις κατά την έννοια της προμνησθείσας νομολογίας, αλλά απορρέει από τη βούληση των μερών. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αυτό δεν διέπεται από το γαλλικό δίκαιο, αλλ’ απευθείας από το άρθρο 272 ΣΛΕΕ (βλ. τις ανωτέρω σκέψεις 117 και 118).

 Επί της συνάψεως ρήτρας διαιτησίας

129    Πρέπει, περαιτέρω, να εξεταστεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο Δήμος του Millau, αναδεχόμενος το χρέος της SEMEA, αποδέχθηκε ρήτρα διαιτησίας όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 των γενικών όρων της συμβάσεως.

130    Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι ο Commune de Millau και η Επιτροπή δεν συνήψαν σύμβαση και, κατά συνέπεια, ρήτρα διαιτησίας.

131    Στη συνέχεια, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, κατ’ εφαρμογήν της προμνησθείσας νομολογίας (βλ. ανωτέρω σκέψεις 115 έως 119), το γεγονός και μόνον ότι, δυνάμει του εφαρμοστέου στη σύμβαση γαλλικού δικαίου, η SEMEA και ο Commune de Millau ευθύνονται ενδεχομένως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για το χρέος δεν είναι ικανό να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2010, T‑44/06, Επιτροπή κατά Hellenic Ventures κ.λπ., μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 54).

132    Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, τίθεται το ερώτημα αν, μέσω συμβάσεως υπέρ τρίτου μεταξύ της SEMEA και του Commune de Millau, ο τελευταίος υπήχθη σε ρήτρα διαιτησίας υπέρ της Ένωσης.

133    Ασφαλώς, το γράμμα του άρθρου 272 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει παρά τη δυνατότητα ενσωματώσεως μιας ρήτρας διαιτησίας σε σύμβαση συναπτόμενη από την Ένωση. Συνεπώς, δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα συνομολογήσεως μιας τέτοιας ρήτρας υπέρ τρίτου. Εξάλλου, η εκ του άρθρου 272 ΣΛΕΕ διεθνής δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ. ανωτέρω σκέψη 116).

134    Ωστόσο, δεδομένου ότι οι ρήτρες διαιτησίας είναι συμβατικής φύσεως, τίποτε δεν εμποδίζει να εξεταστεί η ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων οι οποίες απορρέουν από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Πράγματι, καίτοι μία από τις αρχές αυτές ορίζει ότι η σύμβαση δεσμεύει μόνο τα συμβαλλόμενα μέρη, η αρχή αυτή δεν εμποδίζει δύο συμβαλλομένους, μέσω συμβάσεως υπέρ τρίτου, να απονείμουν δικαίωμα σε τρίτο.

135    Εξάλλου, η πρόβλεψη, σε σύμβαση μεταξύ του Commune de Millau και της SEMEA, ρήτρας διαιτησίας επιτρέπουσας στην Ένωση να υποβάλει μια διαφορά μεταξύ αυτής και του Commune de Millau στο Γενικό Δικαστήριο δεν αντιβαίνει στην επιταγή του άρθρου 272 ΣΛΕΕ σύμφωνα με την οποία μια τέτοια ρήτρα πρέπει να περιέχεται σε σύμβαση η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Πράγματι, αφενός, μια σύμβαση υπέρ τρίτου μπορεί να θεωρηθεί ως σύμβαση για λογαριασμό της Ένωσης. Αφετέρου, ασφαλώς, η επιταγή αυτή του άρθρου 272 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν η διεθνής δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου για συμβατικές διαφορές να μπορεί να θεμελιωθεί εναντίον της βουλήσεως της Ένωσης. Όμως, στην περίπτωση ρήτρας διαιτησίας συνομολογηθείσας αποκλειστικώς υπέρ της Ένωσης, η ρήτρα αυτή δεν μπορεί να της αντιταχθεί εναντίον της βουλήσεώς της.

136    Τέλος, η δικονομική φύση της ρήτρας διαιτησίας δεν εμποδίζει τη συνομολόγηση μιας τέτοιας ρήτρας υπέρ τρίτου. Πράγματι, όσον αφορά τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας ρήτρες κατά το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών και το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο έχει στο παρελθόν δεχθεί τέτοια ρήτρα (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1983, 201/82, Gerling Konzern Speziale Kreditversicherung κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 2503, σκέψεις 10 έως 20).

137    Εν προκειμένω, πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν η SEMEA και ο Commune de Millau συμφώνησαν να δεσμευθεί ο τελευταίος με ρήτρα διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, συνομολογηθείσα υπέρ της Ένωσης.

138    Από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων προκύπτει ότι η ύπαρξη ρήτρας υπέρ τρίτου μπορεί να προκύπτει από ρητή συμφωνία μεταξύ του υποσχομένου και του αντισυμβαλλομένου του με σκοπό την απονομή δικαιώματος σε τρίτον. Η ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας υπέρ τρίτου μπορεί επίσης να συνάγεται από τον σκοπό της συμβάσεως ή από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της.

139    Εν προκειμένω, από τις περιστάσεις της υποθέσεως, ιδίως δε από τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εκτίθενται στα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου του Commune de Millau της 18ης Δεκεμβρίου 2010, προκύπτει ότι ο Commune de Millau και η SEMEA συνήψαν σύμβαση με την οποία ο Commune de Millau θα αναλάμβανε το παθητικό της SEMEA και θα ελάμβανε, ως αντιστάθμισμα, το ενεργητικό της. Πράγματι, αφενός, από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο Commune de Millau είχε ενημερωθεί σχετικά με τη διαφορά μεταξύ της SEMEA και της Ένωσης και αναδεχόταν το χρέος της «εν πλήρη γνώσει της καταστάσεως». Αφετέρου, από τα πρακτικά αυτά προκύπτει ότι, σε αντιστάθμισμα, η SEMEA υποχρεούνταν να μεταβιβάσει ποσό 82 719,76 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ενεργητικό της, προς τον Commune de Millau προκειμένου να μπορέσει ο τελευταίος να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο δικαστικής διενέξεως προκύπτουσας από την αναδοχή του χρέους της.

140    Ασφαλώς, μια σύμβαση που αφορά την εξόφληση του χρέους ενός συμβαλλομένου από άλλον συμβαλλόμενο δεν έχει αναγκαστικά ως συνέπεια τη γένεση νέου δικαιώματος υπέρ του δανειστή. Μπορεί να πρόκειται για καθαρώς εσωτερικής φύσεως αναδοχή ή υπόδειξη εκ μέρους του οφειλέτη άλλου προσώπου προς καταβολή του χρέους. Ωστόσο, εν προκειμένω, από τον σκοπό της συμβάσεως μεταξύ της SEMEA και του Commune de Millau καθώς και από τις περιστάσεις της υποθέσεως προκύπτει ότι βούληση των δύο αυτών συμβαλλομένων ήταν η γένεση νέας απαιτήσεως της Ένωσης έναντι του Commune de Millau. Πράγματι, πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος από την SEMEA και τον Commune de Millau σκοπός ήταν να παραπέμψουν τους πραγματικούς ή δυνητικούς δανειστές της SEMEA στον Commune de Millau. Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ως αντιστάθμισμα για την αναδοχή του χρέους της από τον Commune de Millau, η SEMEA μεταβίβασε στον Commune de Millau το σύνολο του ενεργητικού της, ήτοι 82 719,76 ευρώ. Όπως προκύπτει από τα προμνησθέντα πρακτικά, η καταβολή του ποσού αυτού θα επέτρεπε στον Commune de Millau να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο ένδικης διενέξεως από την αναδοχή του χρέους, γεγονός που επίσης συνηγορεί υπέρ της γενέσεως οφειλής του Commune de Millau έναντι της Ένωσης. Τέλος, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι ο Commune de Millau , ο οποίος δεσμεύεται από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, είχε τη βούληση να αναλάβει το σύνολο του ενεργητικού της SEMEA και να αφήσει έτσι την SEMEA να καταστεί οφειλέτρια παντελώς στερούμενη πόρων, χωρίς να αναλάβει ο ίδιος έναντι της Ένωσης την υποχρέωση να εξοφλήσει το χρέος της SEMEA.

141    Όσον αφορά την αναδοχή της ρήτρας διαιτησίας, ο Commune de Millau υποστηρίζει ότι δέχθηκε μόνο να αναδεχθεί το χρέος της SEMEA, όχι όμως και τη ρήτρα διαιτησίας. Όμως, πρέπει να διαπιστωθεί ότι από τον σκοπό της συμβάσεως μεταξύ της SEMEA και του Commune de Millau καθώς και από τις περιστάσεις της υποθέσεως προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο της αναδοχής, βούληση του Commune de Millau ήταν να υπαχθεί σε ρήτρα διαιτησίας όπως αυτή του άρθρου 10 των γενικών όρων της συμβάσεως. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, ο Commune de Millau αναδέχθηκε το χρέος της SEMEA έναντι της Ένωσης εν πλήρη γνώσει της καταστάσεως, συνεπώς γνωρίζοντας τη διαφορά μεταξύ της SEMEA και της Ένωσης όσον αφορά την επίδικη απαίτηση. Επομένως, δεσμεύθηκε να εξοφλήσει ένα χρέος το περιεχόμενο και το καθεστώς του οποίου είχαν αντιγραφεί από το περιεχόμενο και το καθεστώς του χρέους της SEMEA. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η τελευταία δεσμευόταν από τη ρήτρα διαιτησίας που προβλεπόταν στο άρθρο 10 των γενικών όρων της συμβάσεως για όλες τις εκ της συμβάσεως διαφορές, ο Commune de Millau δεσμεύθηκε και αυτός με μια τέτοια ρήτρα. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε ο Commune de Millau ούτε η SEMEA επικαλέστηκαν στοιχεία αποδεικνύοντα ότι διατύπωσαν κάποια επιφύλαξη όσον αφορά την αναδοχή της ρήτρας διαιτησίας από τον Commune de Millau πριν από την κατάθεση της αγωγής της Επιτροπής κατά της SEMEA. Επιπλέον, υπέρ της υπαγωγής του Commune de Millau σε ρήτρα διαιτησίας συνηγορεί το ότι η SEMEA και ο Commune de Millau δεν μπορούσαν θεμιτώς να αναμένουν ότι οι πραγματικοί ή δυνητικοί δανειστές της SEMEA θα δέχονταν να στραφούν κατά του Commune de Millau αν το περιεχόμενο ή το καθεστώς της απαιτήσεώς τους έναντι του Commune de Millau ήταν λιγότερο ευνοϊκά από εκείνα της απαιτήσεώς τους έναντι της SEMEA.

142    Τέλος, στην ερμηνεία αυτή των βουλήσεων του Commune de Millau και της SEMEA δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι είχαν την πρόθεση να μεταβιβάσουν το χρέος της SEMEA στον Commune de Millau με αποτέλεσμα την ελευθέρωση της SEMEA και ότι, αν δεν υπήρχε τέτοιο αποτέλεσμα, ο Commune de Millau δεν θα είχε δεχθεί να υπαχθεί στη ρήτρα διαιτησίας. Ένα τέτοιο σφάλμα θα ήταν ασυγχώρητο, καθόσον, για προφανείς λόγους προστασίας των δανειστών, μια τέτοια μεταβίβαση χρέους δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση της Ένωσης.

143    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι ο Commune de Millau και η SEMEA συμφώνησαν προς όφελος της Ένωσης ότι η τελευταία μπορεί να επικαλεστεί ρήτρα διαιτησίας όπως αυτή του άρθρου 10 των γενικών όρων της συμβάσεως έναντι του Commune de Millau .

144    Η ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας διαιτησίας δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω λόγω του ότι ο Commune de Millau αμφισβήτησε την ύπαρξή της μετά την κατάθεση της αγωγής της Επιτροπής. Ασφαλώς, ο υποσχόμενος και ο αντισυμβαλλόμενος σε σύμβαση υπέρ τρίτου μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να καταργήσουν ή να τροποποιήσουν τη ρήτρα που απονέμει το εν λόγω δικαίωμα. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν αφότου ο υπέρ ου τρίτος ανακοίνωσε στον υποσχεθέντα ή στον αντισυμβαλλόμενό του ότι προτίθεται να επωφεληθεί του δικαιώματός του.

145    Όσον αφορά τον απαιτούμενο τύπο για τη ρήτρα διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ειδικό τύπο. Ωστόσο, το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι το δικόγραφο της αγωγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της ρήτρας περί απονομής αρμοδιότητας στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ρήτρα διαιτησίας πρέπει, καταρχήν, να έχει συνομολογηθεί γραπτώς.

146    Όμως, πρέπει να υπομνησθεί ότι αυτό το άρθρο του Κανονισμού Διαδικασίας έχει αποδεικτικό σκοπό και ότι ο τύπος τον οποίον επιβάλλει λογίζεται ότι έχει τηρηθεί όταν τα έγγραφα που προσκομίζει ο ενάγων επιτρέπουν στο Γενικό Δικαστήριο να λάβει επαρκώς γνώση της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων περί μη υπαγωγής της μεταξύ τους διαφοράς εκ της συμβάσεως στα εθνικά δικαστήρια και της υπαγωγής της στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2007, T‑271/04, Citymo κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1375, σκέψη 56).

147    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισύναψε στο δικόγραφο της αγωγής της, αφενός, τα πρακτικά της 18ης Δεκεμβρίου 2008, από τα οποία προκύπτει ότι ο Commune de Millau και η SEMEA είχαν αποφασίσει την ανάληψη του παθητικού της SEMEA από τον Commune de Millau και, αφετέρου, τη σύμβαση, από την οποία προκύπτει το περιεχόμενο της ρήτρας διαιτησίας που συμφωνήθηκε μεταξύ της Ένωσης και της SEMEA. Συνεπώς, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην επιταγή του άρθρου 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας.

148    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του Commune de Millau ότι το άρθρο 2060 του γαλλικού αστικού κώδικα και το άρθρο 48 του γαλλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας εμποδίζουν την υπαγωγή του σε ρήτρα διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, αρκεί η υπόμνηση ότι, έστω και αν υπήρχε σύγκρουση μεταξύ των δύο κανόνων, το άρθρο 272 ΣΛΕΕ θα πρέπει να θεωρείται καθ’ όμοιο τρόπο από όλα τα δικαστήρια ως ειδική διάταξη υπερισχύουσα του εθνικού δικαίου, το οποίο καθιστά ανεφάρμοστο (βλ. ανωτέρω σκέψεις 117 και 118).

149    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να επικαλεστεί ρήτρα διαιτησίας έναντι του Commune de Millau και ότι, συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει επί της αγωγής της Επιτροπής κατά του Commune de Millau κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 272 και 256, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Επί του βασίμου της αγωγής

150    Με την αγωγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει τον Commune de Millau να επιστρέψει το κύριο ποσό των 41 012 ευρώ, να καταβάλει τόκους καθώς και να καταβάλει ποσό 5 000 ευρώ προς αποκατάσταση της προξενηθείσας ζημίας.

 Επί του αιτήματος περί επιστροφής του κύριου ποσού

151    Με το πρώτο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί, πρώτον, να υποχρεωθεί ο Commune de Millau να καταβάλει 41 012 ευρώ.

152    Δεδομένου ότι ίδιο αίτημα κατά της SEMEA είναι βάσιμο (ανωτέρω σκέψεις 60 έως 89), τίθεται αποκλειστικά το ζήτημα αν, δυνάμει του γαλλικού δικαίου, ο Commune de Millau επίσης ευθύνεται για το χρέος της SEMEA.

153    Εφόσον η Ένωση δεν συνήνεσε στην αναδοχή του χρέους της SEMEA από τον Commune de Millau , πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ο Commune de Millau υποσχέθηκε στην Ένωση ότι θα καταβάλει το χρέος της SEMEA μέσω συμβάσεως υπέρ τρίτου.

154    Το άρθρο 1165 του γαλλικού αστικού κώδικα ορίζει, ασφαλώς, ότι οι συμβάσεις παράγουν αποτελέσματα μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Ωστόσο, επίσης από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι οι συμβάσεις μπορούν να ωφελούν τρίτον στην περίπτωση συμβάσεως υπέρ τρίτου την οποία προβλέπει το άρθρο 1121 του γαλλικού αστικού κώδικα (Conseil d’État, 20 Δεκεμβρίου 1989, αριθ. 50815· Conseil d’État, 20 Ιανουαρίου 1992, αριθ. 46624· Conseil d’État, 19 Ιουλίου 2010, αριθ. 318126, και Cour administrative d’appel de Marseille, 21 Οκτωβρίου 2011, αριθ. 09MA00782).

155    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι από τις ανωτέρω σκέψεις 139 και 140 προκύπτει ότι ο Commune de Millau και η SEMEA συμφώνησαν ως προς τη γένεση νέας απαιτήσεως της Ένωσης έναντι του Commune de Millau .

156    Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι πρόσθετες προϋποθέσεις του άρθρου 1121 του γαλλικού αστικού κώδικα για τη σύναψη συμβάσεως υπέρ τρίτου. Πράγματι, στο μέτρο που απαιτείται ακόμα η ύπαρξη άμεσου και ενεστώτος συμφέροντος, αρκεί απλό συμφέρον, έστω και ηθικό (Cass. 1re civ., 26 Φεβρουαρίου 1962, Bull. civ. I, αριθ. 124, σ. 119· Cass. com., Cass. 1re civ., 5 Ιουνίου 1984, Bull. civ. I, αριθ. 182). Εν προκειμένω, ένα τέτοιο συμφέρον έγκειται στο ότι η SEMEA μπορεί να ζητήσει από τον Commune de Millau να εξοφλήσει το χρέος της προς την Ένωση.

157    Εξάλλου, στο κύρος της αναδοχής χρέους εκ μέρους του Commune de Millau δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι η αναδοχή αυτή στερείται αιτίας λόγω του ότι η αναδοχή αυτή δεν έχει ελευθερωτικό αποτέλεσμα για τη SEMEA. Πράγματι, η έλλειψη αιτίας συνιστά απλώς σχετική ακυρότητα και ο Δήμος του Millau δεν ισχυρίστηκε ότι η αναδοχή του χρέους της SEMEA είναι άκυρη. Εξάλλου, η αιτία αυτής της αναδοχής χρέους συνίσταται στο γεγονός ότι στον Commune de Millau μεταβιβάστηκε και το σύνολο του ενεργητικού της SEMEA.

158    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 1121 του γαλλικού αστικού κώδικα, ο Commune de Millau υποσχέθηκε να καταβάλει το χρέος της SEMEA. Επομένως, η αγωγή της Ένωσης κατά του Commune de Millau με αίτημα την επιστροφή 41 012 ευρώ είναι βάσιμη.

 Επί του αιτήματος περί καταβολής τόκων

159    Με το πρώτο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί, δεύτερον, να υποχρεωθεί ο Δήμος του Millau να καταβάλει τόκους υπερημερίας με το ισχύον στη Γαλλία νόμιμο ετήσιο επιτόκιο. Η Επιτροπή ζητεί, κυρίως, να υποχρεωθεί ο Commune de Millau να καταβάλει τόκους από τις 10 Μαρτίου 1992 δυνάμει του άρθρου 1378 του γαλλικού αστικού κώδικα και, επικουρικώς, να καταβάλει τόκους από τις 27 Απριλίου 1993 δυνάμει του άρθρου 1153 του γαλλικού αστικού κώδικα. Με το δεύτερο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί να διαταχθεί η κεφαλαιοποίηση των τόκων δυνάμει του άρθρου 1154 του γαλλικού αστικού κώδικα.

160    Για τους προαναφερθέντες λόγους (βλ. ανωτέρω σκέψεις 152 έως 158 και 92 έως 95), πρέπει να απορριφθεί το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας από τις 10 Μαρτίου 1992 και να υποχρεωθεί ο Commune de Millau να καταβάλει τόκους από τις 27 Απριλίου 1993.

161    Όσον αφορά το αίτημα κεφαλαιοποιήσεως των τόκων δυνάμει του άρθρου 1154 του γαλλικού αστικού κώδικα, επιβάλλεται, καταρχάς, παραπομπή στην ανωτέρω σκέψη 97. Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι, έναντι του Commune de Millau , το αίτημα να διαταχθεί η κεφαλαιοποίηση των τόκων υποβλήθηκε το πρώτον με το δικόγραφο της Επιτροπής που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2010. Κατά την ημερομηνία αυτή, οφείλονταν τόκοι τουλάχιστον για ένα πλήρες έτος. Συνεπώς, στηριζόμενη σε αυτή τη νομική βάση, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει κεφαλαιοποίηση των τόκων μόνον από τις 21 Δεκεμβρίου 2010 και μετά.

162    Όμως, λόγω της αναδοχής του χρέους της SEMEA από τον Commune de Millau , η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την κεφαλαιοποίηση των τόκων από την ημερομηνία της πρωτοκολλήσεως της αγωγής της Επιτροπής κατά της SEMEA, δηλαδή από τις 15 Απριλίου 2010. Πράγματι, από τον σκοπό της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ του Commune de Millau και της SEMEA καθώς και από τις περιστάσεις της υποθέσεως προκύπτει ότι ο Commune de Millau υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο των τόκων που οφείλει η SEMEA. Αφενός, ο Commune de Millau au υποσχέθηκε στην Ένωση ότι θα καταβάλει το χρέος της SEMEA. Αφετέρου, εφόσον το σύνολο του ενεργητικού της SEMEA μεταβιβάστηκε στον Δήμο του Millau, η SEMEA δεν είναι πλέον σε θέση να δώσει συνέχεια στην αίτηση της Επιτροπής. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί για τους προαναφερθέντες λόγους (ανωτέρω σκέψεις 139 και 140) ότι από την κοινή βούληση της SEMEA και του Δήμου του Millau προκύπτει ότι ο τελευταίος υπείχε υποχρέωση να καταβάλει το σύνολο των τόκων που όφειλε η SEMEA και, συνεπώς, τους κεφαλαιοποιημένους τόκους από τον χρόνο της καταθέσεως της αγωγής της Επιτροπής κατά της SEMEA.

163    Συνεπώς, πρέπει να οριστεί ότι οι τόκοι ανατοκίζονται τόσο κατά την ημερομηνία κατά την οποία πρωτοκολλήθηκε η αγωγή της Επιτροπής κατά της SEMEA, ήτοι την 15η Απριλίου 2010, όσο και κάθε επόμενο έτος από την ημερομηνία αυτή.

 Επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως

164    Με το τρίτο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί ο Commune de Millau να καταβάλει ποσό 5 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη εξ αιτίας της καταχρηστικής εναντιώσεως της SEMEA.

165    Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 98 και 100.

 Συμπέρασμα επί της αγωγής της Επιτροπής

166    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Επιτροπής να υποχρεωθεί ο Commune de Millau να επιστρέψει το κύριο ποσό των 41 012 ευρώ και να καταβάλει τόκους υπερημερίας, με το ισχύον στη Γαλλία νόμιμο ετήσιο επιτόκιο, από τις 27 Απριλίου 1993 έως την πλήρη εξόφληση του εν λόγω κύριου ποσού. Εξάλλου, πρέπει να οριστεί ότι οι τόκοι υπερημερίας ανατοκίζονται τόσο στις 15 Απριλίου 2010 όσο και σε κάθε μεταγενέστερο έτος μετά την ημερομηνία αυτή.

167    Κατά τα λοιπά, η αγωγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί της ανταγωγής του Commune de Millau

168    Για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θα έκανε δεκτό το περί επιστροφής αίτημα της Επιτροπής, ο Commune de Millau άσκησε ανταγωγή. Η ανταγωγή αυτή στηρίζεται στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 41, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνιστά, συνεπώς, αγωγή στηριζόμενη στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

169    Ο Commune de Millau φρονεί ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον χρηστής διοικήσεως το οποίο υπέχει και παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, με το να αναμείνει δώδεκα έτη μετά την περί επιστροφής αίτηση της 27ης Απριλίου 1993 προτού να οχλήσει εκ νέου τη SEMEA στις 18 Νοεμβρίου 2005. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να αντισταθμίσει το ποσό στο οποίο την καταδίκασε το Γενικό Δικαστήριο.

170    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το βάσιμο αυτής της ανταγωγής (προμνησθείσες στη σκέψη 105 αποφάσεις Συμβούλιο κατά Boehringer, σκέψεις 51 και 52, και Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

171    Για τους ίδιους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 106 έως 110, η ανταγωγή του Commune de Millau δεν είναι βάσιμη.

172    Συνεπώς, η ανταγωγή του Commune de Millau πρέπει να απορριφθεί.

 Γ – Επί της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης

173    Δεδομένου ότι η SEMEA και ο Commune de Millau υποχρεούνται, αμφότεροι, να επιστρέψουν το κύριο ποσό πλέον τόκων υπερημερίας και ότι η Επιτροπή δικαιούται μόνο μία φορά να εισπράξει το ποσό αυτό, η SEMEA και ο Commune de Millau πρέπει να καταδικαστούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην καταβολή, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

174    Κατά το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου, όταν δε οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων. Δεδομένου ότι η SEMEA και ο Commune de Millau ηττήθηκαν κατά το ουσιώδες των αιτημάτων τους, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Οι υποθέσεις T‑168/10 και T‑572/10 ενώνονται προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Καταδικάζει τη Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA) και τον Commune de Millau [Δήμο του Millau] (Γαλλία) αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην καταβολή κύριου ποσού 41 012 ευρώ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πλέον τόκων υπερημερίας με το ισχύον στη Γαλλία νόμιμο ετήσιο επιτόκιο, από τις 27 Απριλίου 1993 και έως την πλήρη εξόφληση του εν λόγω ποσού. Οι τόκοι που οφείλονται στις 15 Απριλίου 2010, και στη συνέχεια σε κάθε μεταγενέστερο έτος, ανατοκίζονται.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις αγωγές της Επιτροπής στις υποθέσεις T‑168/10 και T‑572/10.

4)      Απορρίπτει την ανταγωγή της SEMEA στην υπόθεση T‑168/10 και την ανταγωγή του Commune de Millau στην υπόθεση T‑572/10.

5)      Η SEMEA φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής στην υπόθεση T‑168/10.

6)      Ο Commune de Millau φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής στην υπόθεση T‑572/10.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

Α – Στην υπόθεση T‑168/10

Β – Στην υπόθεση T‑572/10

Σκεπτικό

Α – Επί της υποθέσεως T‑168/10

1.  Επί της αγωγής της Επιτροπής

α) Επί του παραδεκτού της αγωγής

β) Επί του βασίμου της αγωγής

Επί του αιτήματος επιστροφής του κύριου ποσού

–  Επί του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος

–  Επί της απαιτήσεως της Ένωσης έναντι της SEMEA

–  Επί των ενστάσεων της SEMEA

Επί του αιτήματος καταβολής τόκων υπερημερίας

Επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως

γ) Συμπέρασμα επί της αγωγής της Επιτροπής

2.  Επί της ανταγωγής της SEMEA

Β – Επί της υποθέσεως T‑572/10

1.  Επί της αγωγής της Επιτροπής

α) Επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της θεωρίας του παρεπομένου

Επί της συνάψεως ρήτρας διαιτησίας

β) Επί του βασίμου της αγωγής

Επί του αιτήματος περί επιστροφής του κύριου ποσού

Επί του αιτήματος περί καταβολής τόκων

Επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως

γ) Συμπέρασμα επί της αγωγής της Επιτροπής

2.  Επί της ανταγωγής του Commune de Millau

Γ – Επί της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.