Language of document : ECLI:EU:T:2013:641

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2013 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας — Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) — Σύμβαση σχετική με το έργο Persona — Αναστολή πληρωμών — Παρατυπίες διαπιστωθείσες στο πλαίσιο ελέγχων αφορώντων άλλα έργα — Τόκοι υπερημερίας»

Στην υπόθεση T‑118/12,

ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον R. Lyal και την B. Conte, επικουρούμενους από τον Σ. Δρακακάκη, δικηγόρο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή η οποία έχει ασκηθεί δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και με την οποία η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, να αναγνωρίσει ότι η αναστολή της επιστροφής των δαπανών στις οποίες αυτή υποβλήθηκε για την εκτέλεση της συμβάσεως αριθ. 045459 σχετικά με το έργο Persona, συναφθείσας στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006), συνιστά αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής, και, αφετέρου, να υποχρεώσει την τελευταία να της καταβάλει ποσό 6 752,74 ευρώ για το εν λόγω έργο, συν τόκους υπερημερίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Παρουσίαση της ενάγουσας και του επιχορηγούμενου έργου

1        Η ενάγουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, είναι ελληνική εταιρία με αντικείμενο την εμπορία και παραγωγή προϊόντων μετάλλου καθώς και ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, συσκευών και μηχανημάτων η οποία, από το 2006, έχει μετάσχει σε πολλά έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006) (ΕΕ L 355, σ. 23), στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (ΕΕ L 232, σ. 1), και, ειδικότερα, στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Τεχνολογίες της κοινωνίας της πληροφορίας», η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε στις 22 Δεκεμβρίου 2006 με τη Vodafone Omnitel NV, ως συντονίστρια κοινοπραξίας στην οποία μετείχε η ενάγουσα, τη σύμβαση αριθ. 045459 (στο εξής: σύμβαση) για τη χρηματοδότηση και την εκτέλεση του έργου «Perceptive spaces promoting independent aging» [«Αντιληπτικά πεδία για την προαγωγή της αυτόνομης γήρανσης»] (στο εξής: έργο Persona).

3        Οι γενικοί όροι της συμβάσεως περιλαμβάνονται στο παράρτημα II αυτής (στο εξής: παράρτημα II).

4        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της συμβάσεως, η αρχική διάρκεια του έργου ήταν 42 μήνες με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2007, παρατάθηκε δε στη συνέχεια με την τροποποιητική σύμβαση της 31ης Οκτωβρίου 2010. Κατά το άρθρο 6 της συμβάσεως, η εκτέλεση του έργου διαιρέθηκε σε τέσσερις περιόδους αναφοράς: την περίοδο P1, από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως την 31η Δεκεμβρίου 2007, την περίοδο P2, από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την 31η Δεκεμβρίου 2008, την περίοδο P3, από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως την 31η Δεκεμβρίου 2009, και την περίοδο P4, από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010.

5        Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 5 της συμβάσεως, η ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής ορίστηκε σε 6 749 979 ευρώ. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της συμβάσεως αυτής, η καταβολή της οικονομικής συμμετοχής θα γινόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ρήτρας II.28 του παραρτήματος II και σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία a έως e, της εν λόγω συμβάσεως.

6        Κατά το παράρτημα I της συμβάσεως, το οποίο αφορούσε την περιγραφή των εργασιών, η ενάγουσα επρόκειτο να λάβει το ποσό των 437 477 ευρώ για τη συμμετοχή της στο έργο.

7        Στις 27 Φεβρουαρίου 2007 η ενάγουσα έλαβε το ποσό των 101 307,33 ευρώ και στις 8 Αυγούστου 2007 το ποσό των 23 646,10 ευρώ ως προκαταβολή για την εκτέλεση του έργου.

8        Στις 29 Φεβρουαρίου 2008 η συντονίστρια εταιρία υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P1, περιλαμβανομένης της οικονομικής καταστάσεως και του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 58 117,47 ευρώ.

9        Στις 18 Δεκεμβρίου 2008 η ενάγουσα έλαβε το ποσό των 76 422,82 ευρώ για την περίοδο P1.

10      Στις 6 Νοεμβρίου 2009 η συντονίστρια υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P2, περιλαμβανομένης της οικονομικής καταστάσεως που υπέβαλε η ενάγουσα, με την οποία ζητούσε την καταβολή ποσού 130 382,30 ευρώ. Στις 7 Απριλίου 2010 η ενάγουσα έλαβε το ποσό των 141 678,46 ευρώ για την περίοδο αυτή.

11      Στις 27 Απριλίου 2010 η συντονίστρια υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P3, περιλαμβανομένης της οικονομικής καταστάσεως και του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου που υπέβαλε η ενάγουσα, με την οποία ζητούσε την καταβολή ποσού 150 473,48 ευρώ.

12      Στις 11 Μαΐου 2010 η συντονίστρια υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P4, περιλαμβανομένης της οικονομικής καταστάσεως που υπέβαλε η ενάγουσα, καθώς και του συνολικού πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου για το σύνολο του έργου, με την οποία ζητούσε την επιστροφή δαπανών ανερχομένων σε 10 774,20 ευρώ.

13      Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2010 η Επιτροπή εξέφρασε την ικανοποίησή της στη συντονίστρια του έργου όσον αφορά την πρόοδο του έργου και την επιλεξιμότητα των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο P3.

14      Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2011, κοινοποιηθέν στην ενάγουσα στις 10 Αυγούστου 2011, η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα περί της αποφάσεώς της να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο όσον αφορά, ιδίως, το έργο Persona. Στις 10 Αυγούστου 2011, η ενάγουσα έλαβε επίσης έγγραφο της Επιτροπής, με ημερομηνία 9 Αυγούστου 2011, με το οποίο ενημερωνόταν, αφενός, ότι, σύμφωνα με τη ρήτρα II.28, παράγραφος 8, του παραρτήματος II, είχε ληφθεί το προσωρινό προληπτικό μέτρο της αναστολής των πληρωμών προς την ίδια και, αφετέρου, ότι η συντονίστρια θα ενημερωνόταν ότι οι πληρωμές υπέρ της κοινοπραξίας δεν θα περιελάμβαναν τα ποσά που προορίζονταν για την ενάγουσα.

15      Με ηλεκτρονικά μηνύματα της 18ης Νοεμβρίου και της 19ης Δεκεμβρίου 2011 η Επιτροπή ενημέρωσε τη συντονίστρια του έργου ότι είχε αναστείλει το μερίδιο της πληρωμής που αντιστοιχούσε στην ενάγουσα.

16      Την εβδομάδα της 31ης Οκτωβρίου 2011 ο εξωτερικός ελεγκτής τον οποίο είχε ορίσει η Επιτροπή και ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της διενήργησε οικονομικό έλεγχο αφορώντα, μεταξύ άλλων, το έργο Persona.

 Ρήτρα διαιτησίας και εφαρμοστέο δίκαιο

17      Το άρθρο 13 της συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας υπό την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατ’ αναίρεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των δικαιούχων σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της επίμαχης συμβάσεως.

18      Δυνάμει του άρθρου 12 της συμβάσεως, αυτή διέπεται από το βελγικό δίκαιο.

19      Κατά το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα:

«Οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί νομίμως ισχύουν για τους συμβαλλομένους ως νόμος. Μπορούν να ανακληθούν μόνο με την αμοιβαία συναίνεση αυτών ή για τους λόγους που επιτρέπει ο νόμος. Πρέπει να εκτελούνται με καλή πίστη.»

20      Το άρθρο 1184 του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει επίσης τα ακόλουθα:

«Οι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις λογίζονται πάντοτε ότι περιέχουν διαλυτική αίρεση για την περίπτωση κατά την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλομένους δεν τηρεί καθόλου τη δέσμευσή του. Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση δεν λύεται αυτοδικαίως. Ο συμβαλλόμενος έναντι του οποίου δεν τηρήθηκε η δέσμευση δύναται κατ’ εκλογή είτε να υποχρεώσει τον άλλο να εκτελέσει τη σύμβαση, εφόσον τούτο είναι εφικτό, είτε να ζητήσει τη λύση της μαζί με την καταβολή αποζημιώσεως. Η λύση πρέπει να ζητηθεί ενώπιον δικαστηρίου, στον δε εναγόμενο μπορεί να παρασχεθεί προθεσμία κατά τις περιστάσεις.»

21      Δυνάμει του άρθρου 1147 του βελγικού αστικού κώδικα, «ο οφειλέτης καταδικάζεται στην καταβολή αποζημιώσεως είτε γιατί δεν εκτέλεσε την υποχρέωσή του είτε γιατί καθυστέρησε την εκπλήρωσή της, όταν δεν αιτιολογεί ότι η μη εκτέλεση προέρχεται από αιτία αλλότρια, για την οποία δεν δύναται να του αποδοθεί η σχετική ευθύνη, και επιπλέον δεν υπάρχει κακή πίστη από μέρους του».

22      Το άρθρο 1153 του βελγικού αστικού κώδικα ορίζει ότι τόκοι «καταβάλλονται από την ημέρα της οχλήσεως προς πληρωμή, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο νόμος προβλέπει ότι αυτοί οφείλονται αυτοδικαίως».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαρτίου 2012, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

24      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Νοεμβρίου 2012, η ενάγουσα υπέβαλε υπόμνημα βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, επικαλούμενη νέα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, επί του οποίου η Επιτροπή κλήθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

25      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από την Επιτροπή να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, αίτημα στο οποίο η τελευταία ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 3 Ιουλίου 2013.

28      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην καταβάλει στην ενάγουσα το υπόλοιπο της προβλεπόμενης από τη σύμβαση οικονομικής συμμετοχής, το οποίο ανέρχεται σε 6 752,74 ευρώ, συνιστά αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών της·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 6 752,74 ευρώ για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα κατά την περίοδο P4 του έργου Persona, συν τους προβλεπόμενους από τη ρήτρα II.28, παράγραφος 7, του παραρτήματος II τόκους από της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην καταβάλει στην ενάγουσα το υπόλοιπο της οικονομικής συμμετοχής που είχε συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμβάσεως, το οποίο ανέρχεται σε 6 752,74 ευρώ, συνιστά αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων

30      Προς στήριξη του αιτήματός της η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ανέστειλε τις πληρωμές που αντιστοιχούν στο έργο χωρίς καμία έννομη βάση και κατά παράβαση της συμβάσεως, καθώς και προσβάλλοντας την αρχή της καλής πίστεως. Διατείνεται εξάλλου, επικουρικώς, ότι, απορρίπτοντας το σύνολο των δαπανών του έργου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

31      Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς ο λόγος που στηρίζεται σε αθέτηση της συμβάσεως λόγω της αναστολής των πληρωμών έναντι της ενάγουσας χωρίς έννομη βάση.

32      Πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι από τα οριζόμενα στο παράρτημα II και, ειδικότερα, από τη ρήτρα II.28, παράγραφος 8, αυτού προκύπτει ότι αναστολή πληρωμής μπορεί να στηρίζεται μόνο σε αθέτηση της συγκεκριμένης συμβάσεως και όχι σε παρατυπίες που σχετίζονται με την εκτέλεση άλλων συμβάσεων. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι η εν λόγω ρήτρα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αθέτηση της συμβάσεως ή η παρατυπία πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και βάσιμη για να μπορεί η Επιτροπή να αναστείλει τις πληρωμές. Εντούτοις, κατά την ενάγουσα, δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την αναστολή των πληρωμών, καθόσον, αφενός, η ενάγουσα δεν παρέβη κανέναν από τους όρους της συμβάσεως ή καμία από τις απορρέουσες εξ αυτής υποχρεώσεις, και, αφετέρου, από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε η υπόνοια ότι διαπράχθηκαν παρατυπίες κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως.

33      Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εκτέλεση του έργου υπήρξε υποδειγματική, η αναστολή των πληρωμών δεν μπορούσε να στηριχθεί ούτε στο άρθρο 1184 του βελγικού αστικού κώδικα ούτε στο άρθρο 119, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), και στο άρθρο 106, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 357, σ. 1). Κατά τα λοιπά, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η έννοια της αναστολής των πληρωμών την οποία χρησιμοποιεί η σύμβαση διαφέρει από εκείνες της «αναστολής της συμβάσεως» και της «αναστολής της προθεσμίας πληρωμής» που προβλέπονται από τους προαναφερθέντες κανονισμούς.

34      Επικουρικώς, η ενάγουσα διατείνεται ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις τις οποίες φέρεται ότι αθέτησε ή οι παραλείψεις που προσάπτονταν στην ενάγουσα με την προσωρινή έκθεση ελέγχου 11‑B134‑011 σχετικά, μεταξύ άλλων, με το έργο Persona, η οποία της διαβιβάστηκε στις 18 Απριλίου 2012 και της οποίας αμφισβητεί την αποδεικτική αξία, δεν απορρέουν από το εθνικό νομικό πλαίσιο, από το δίκαιο της Ένωσης ή από την επίμαχη σύμβαση αλλά συνιστούν εκ των υστέρων τροποποιήσεις, κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας και της αρχής pacta sunt servanda.

35      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναστολή των πληρωμών βάσει της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II ήταν δικαιολογημένη, διότι υφίσταντο σοβαροί λόγοι που δημιουργούσαν υπόνοιες περί πιθανής αθετήσεως της συμβάσεως και περί της υπάρξεως παρατυπιών όσον αφορά το έργο Persona. Οι ως άνω υπόνοιες παρατυπιών επιβεβαιώθηκαν μεταγενεστέρως από τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του εν λόγω έργου, όπως προκύπτει από την προσωρινή έκθεση ελέγχου 11‑B134‑011, η οποία διαβιβάστηκε στην ενάγουσα με έγγραφο της 19ης Απριλίου 2012 και προσαρτάται στο υπόμνημα αντικρούσεως.

36      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η «υπόνοια παρατυπίας», ως κριτήριο που ισχύει για τις συμβάσεις του έκτου προγράμματος-πλαισίου, αποτελεί ουσιαστικά το ίδιο κριτήριο με αυτό που εφαρμόζεται δυνάμει της ρήτρας II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των γενικών όρων οι οποίοι ισχύουν για τις συμβάσεις επιχορηγήσεως του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου. Επομένως, οι υπόνοιες κατά την έννοια της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II μπορούν επίσης να είναι αποτέλεσμα πορισμάτων προγενέστερων ελέγχων σχετικών με άλλα έργα στα οποία μετέσχε ο αντισυμβαλλόμενος. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η αναστολή ήταν δικαιολογημένη βάσει των ως άνω στοιχείων, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές έννομες βάσεις που επικαλείται η ενάγουσα.

37      Πρέπει να σημειωθεί ότι, δυνάμει της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II:

«Η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει τις πληρωμές της οποτεδήποτε σε περίπτωση μη τηρήσεως από τους αντισυμβαλλομένους κάποιας από τις διατάξεις της συμβάσεως, ιδίως των διατάξεων [της ρήτρας] ΙΙ.29 [του παραρτήματος II] σχετικά με τον οικονομικό ή κάθε άλλο έλεγχο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει απευθείας τους αντισυμβαλλομένους με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

Η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει τις πληρωμές της οποτεδήποτε όταν έχει υπόνοιες ότι κάποιος αντισυμβαλλόμενος διέπραξε παρατυπία κατά την εκτέλεση της συμβάσεως. Αναστέλλεται μόνον το μερίδιο που προορίζεται για τους αντισυμβαλλομένους τους οποίους αφορούν οι υπόνοιες παρατυπίας. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει απευθείας τους αντισυμβαλλομένους για τους λόγους της αναστολής με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.»

38      Πρέπει να σημειωθεί, εισαγωγικώς, ότι κρίσιμη είναι εν προκειμένω μόνον η ρήτρα II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II, καθόσον από τα υπομνήματα της Επιτροπής και από την αλληλογραφία που αυτή αντάλλαξε με την ενάγουσα προκύπτει ότι η αναστολή των σχετικών πληρωμών στηρίζεται σε υπόνοιες περί παρατυπιών κατά την εκτέλεση του έργου Persona, λόγω σοβαρών και συστηματικών παρατυπιών που διαπιστώθηκαν κατά τους προηγούμενους οικονομικούς ελέγχους και αφορούν άλλα έργα στα οποία μετέσχε η ενάγουσα στο πλαίσιο του πέμπτου και του έκτου προγράμματος-πλαισίου, και όχι σε αθέτηση όρου της συμβάσεως συνδεόμενου, ιδίως, με τους οικονομικούς και άλλους ελέγχους. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή δικαίως ανέστειλε τις πληρωμές έναντι της ενάγουσας στηριζόμενη αποκλειστικά στο στοιχείο αυτό, το σχετικό με τέτοιες υπόνοιες, ζήτημα το οποίο θέτει και η ενάγουσα.

39      Προκειμένου περί της σχετικής εκτιμήσεως, δεν ασκεί επιρροή η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου 11‑BA134‑011 σχετικά με το έργο Persona, η οποία, άλλωστε, συντάχθηκε, όσον αφορά τόσο την προσωρινή όσο και την τελική μορφή της, κατόπιν της αναστολής πληρωμών και την οποία προσκόμισε η ενάγουσα μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας ως παράρτημα του υπομνήματος που κατέθεσε βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ως άνω έκθεση συντάχθηκε κατόπιν της ημερομηνίας αναστολής των πληρωμών έναντι της ενάγουσας, οπότε δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση της αναστολής αυτής, όπως ρητώς υποστήριξε η Επιτροπή.

40      Έτσι, παρέλκει να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της ενάγουσας, τα οποία προβάλλει επικουρικώς και με τα οποία υποστηρίζει ότι οι παραβάσεις ή οι παραλείψεις που της προσάπτονται με την προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου 11-B134-011 αποτελούν τροποποιήσεις της συμβάσεως οι οποίες επήλθαν a posteriori, κατά παράβαση της προβλεπομένης διαδικασίας και της αρχής pacta sunt servanda.

41      Πρέπει να σημειωθεί, στη συνέχεια, ότι, κατά τη ρήτρα II.1.11 του παραρτήματος II, ως «παρατυπία» νοείται «κάθε παράβαση διατάξεως του δικαίου [της Ένωσης] ή κάθε αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη αντισυμβαλλομένου και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει, λόγω αδικαιολόγητης δαπάνης, τον γενικό προϋπολογισμό [της Ένωσης] ή προϋπολογισμούς που διαχειρίζ[εται η Ένωση]».

42      Εν προκειμένω, οι παρατυπίες που προσάπτει στην ενάγουσα η Επιτροπή, οι οποίες δημιούργησαν υπόνοιες περί διαπράξεως παρατυπιών όσον αφορά την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως, διαπιστώθηκαν κατά τους οικονομικούς ελέγχους 05-B428-023, σχετικά με τα έργα «Preventive», «Hometalk» και «Health memory», υπαγόμενα στο πέμπτο πρόγραμμα-πλαίσιο, και 08‑BA52‑042, σχετικά με τα έργα «Agamemnon» και «Aubade», υπαγόμενα στο έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο. Οι ως άνω παρατυπίες αφορούν, κυρίως, τη χρέωση υψηλών εξόδων αντιστοιχούντων σε άμεσες δαπάνες προσωπικού για παροχή υπηρεσιών από άτομα που δεν διέθεταν τα απαιτούμενα επιστημονικά προσόντα, η δε μέθοδος υπολογισμού των δαπανών είχε ως αποτέλεσμα υπερεκτίμηση των επιλεξίμων εξόδων και καθιστούσε αναξιόπιστο το σύστημα καταχωρίσεως των ωρών εργασίας.

43      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κάλεσε την ενάγουσα, με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2009, μέσω ενός καταλόγου που επισυναπτόταν στο έγγραφο αυτό, πρώτον, να υιοθετήσει τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου 08‑BA52‑042 έναντι κάθε μελλοντικού έργου που θα υπέβαλε η ίδια και υπαγόμενου στο έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο, καθώς και έναντι των μη ελεγχθέντων έργων που υπάγονταν στο ίδιο πρόγραμμα-πλαίσιο, στην εκτέλεση των οποίων είχε ήδη μετάσχει η ενάγουσα, και των οποίων η κατάσταση των δαπανών μπορούσε να επηρεαστεί από παρατυπίες του ιδίου είδους με εκείνες των ελεγχθέντων έργων. Δεύτερον, η ενάγουσα κλήθηκε να εξετάσει, βάσει του ως άνω καταλόγου, αν προέκυπταν παρατυπίες συστηματικής φύσεως και για τις δαπάνες των οποίων εζητείτο η επιστροφή όσον αφορά τα έργα που απαριθμούνταν στον κατάλογο, στη συνέχεια να ενημερώσει την Επιτροπή για τα αποτελέσματα της έρευνάς της και, τρίτον, να αναθεωρήσει την κατάσταση των δαπανών της, ενδεχομένως, για τα έργα των οποίων οι δαπάνες μπορούσαν να βαρύνονται με παρόμοιες παρατυπίες, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων του προαναφερθέντος οικονομικού ελέγχου σχετικά με το προσωπικό, τις συμβάσεις υπεργολαβίας και τις έμμεσες δαπάνες, εντός προθεσμίας 45 ημερών. Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε στην ενάγουσα ότι, αν αυτή εκτιμούσε ότι δεν ήταν δυνατό να συναχθούν από τα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου γενικότερα συμπεράσματα για τα μη ελεγχθέντα έργα τα οποία περιλαμβάνονταν στον επισυναπτόμενο κατάλογο, η ενάγουσα εκαλείτο να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους τα έργα αυτά δεν βαρύνονταν, κατ’ αυτήν, με παρόμοιες παρατυπίες.

44      Όπως διατείνεται η ενάγουσα, αντιθέτως προς τις τυποποιημένες συμβάσεις του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου, οι συμβάσεις του έκτου προγράμματος-πλαισίου, όπως η επίμαχη, δεν προβλέπουν ρητώς τη δυνατότητα αναστολής πληρωμής λόγω υπονοιών περί διαπράξεως παρατυπιών κατά την εκτέλεση άλλης συμβάσεως.

45      Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι, μολονότι, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, οι υπόνοιες διαπράξεως παρατυπιών εκ μέρους αντισυμβαλλομένου, υπό την έννοια της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II, πρέπει να αφορούν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως και όχι την εκτέλεση άλλων συμβάσεων, η εν λόγω ρήτρα είναι διατυπωμένη ευρέως όσον αφορά τη δυνατότητα της Επιτροπής να αναστέλλει τις πληρωμές.

46      Πράγματι, πρώτον, από τη ρήτρα II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, απορρέει ότι αρκεί η Επιτροπή να «έχει υπόνοιες» ότι διαπράχθηκε παρατυπία κατά την εκτέλεση της συμβάσεως από αντισυμβαλλόμενο για να αναστείλει τις πληρωμές έναντι αυτού. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η ενάγουσα, δεν απαιτείται να υφίσταται παρατυπία ή αθέτηση όρων της συμβάσεως ή να προσκομίζεται η σχετική απόδειξη για να μπορεί η Επιτροπή να προβεί σε αναστολή των πληρωμών.

47      Δεύτερον, καθόσον η ρήτρα αυτή δεν διευκρινίζει την προέλευση ή την πηγή των υπονοιών, η ερμηνεία της δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην περίπτωση υπονοιών περί διαπράξεως παρατυπιών που απορρέουν από την εκτέλεση της ίδιας συμβάσεως, όσον αφορά συγκεκριμένο έργο. Πράγματι, το γεγονός ότι η ρήτρα αναφέρεται σε «υπόνοιες διαπράξεως παρατυπιών εκ μέρους αντισυμβαλλομένου κατά την εκτέλεση της συμβάσεως» δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να απορρέουν οι υπόνοιες αυτές από την εκτέλεση άλλης συμβάσεως επιχορηγήσεως συναφθείσας με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο. Επομένως, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν μετά τη διενέργεια οικονομικών ελέγχων αφορώντων άλλα έργα στα οποία μετείχε η ενάγουσα μπορούσαν βασίμως να δώσουν λαβή για υπόνοιες σχετικά με τη διάπραξη παρατυπιών.

48      Συνεπώς, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της ενάγουσας κατά την οποία η Επιτροπή τροποποίησε παρανόμως τους όρους της συμβάσεως, καθόσον η ευρεία διατύπωση της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, παρέχει τη δυνατότητα μιας τέτοιας ερμηνείας.

49      Αντιθέτως, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ των παρατυπιών αυτών και της εκτελέσεως της επίμαχης συμβάσεως. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδια η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι «υπόνοιες παρατυπιών», ως κριτήριο ισχύον για τις συμβάσεις του έκτου προγράμματος-πλαισίου, είναι ουσιαστικά το ίδιο κριτήριο με εκείνο που έχει εφαρμογή δυνάμει του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των γενικών όρων που ισχύουν στις συμβάσεις επιχορηγήσεως του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και ότι απλώς διευκρινίστηκαν οι πηγές των υπονοιών, χωρίς να επέλθει καμία ουσιαστική τροποποίηση. Επομένως, καθόσον η Επιτροπή στηρίχθηκε στις διαπιστωθείσες κατόπιν των οικονομικών ελέγχων παρατυπίες σχετικά με άλλα έργα για να αναστείλει τις σχετικές πληρωμές δυνάμει της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, του παραρτήματος II, η ρήτρα αυτή πρέπει να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνουσα σιωπηρώς την υποχρέωση αποδείξεως του τρόπου με τον οποίο οι εν λόγω παρατυπίες είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως.

50      Έτσι, η ρήτρα II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση, πρώτον, να προσδιορίσει τις παρατυπίες σχετικά με τις οποίες υφίστανται υπόνοιες ή οι οποίες έχουν διαπιστωθεί και, δεύτερον, να αποδείξει τη σχέση μεταξύ των παρατυπιών, αφενός, και της εκτελέσεως των επίμαχων έργων, αφετέρου, κατά τρόπο που να επηρεάζει την εκτέλεση αυτή. Μόνο βάσει αυτών των στοιχείων το Γενικό Δικαστήριο θα είναι σε θέση να εξακριβώσει αν η Επιτροπή μπορούσε να αναστείλει τις σχετικές πληρωμές έναντι της ενάγουσας δυνάμει της ως άνω ρήτρας.

51      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, η ίδια συμμορφώθηκε προς τις συστάσεις των ελεγκτών τις οποίες αυτοί διατύπωσαν στο πλαίσιο του ελέγχου 08‑BA52‑042, χωρίς η Επιτροπή να εκφράσει την παραμικρή επιφύλαξη, και ότι, κατά συνέπεια, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί υπόνοιες περί διαπράξεως παρατυπιών βάσει των προηγούμενων οικονομικών ελέγχων ελλείψει συγκεκριμένης αποδείξεως περί παρατυπιών σχετικών με το συγκεκριμένο έργο.

52      Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει, στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, αν η ενάγουσα συμμορφώθηκε προς τα πορίσματα οικονομικού ελέγχου σχετικού με άλλα έργα τα οποία δεν αποτελούσαν το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως.

53      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η στηριζόμενη σε ρήτρα διαιτησίας αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης να επιλαμβάνονται διαφοράς αφορώσας σύμβαση εκτιμάται, κατά τη νομολογία, λαμβανομένων υπόψη μόνον των διατάξεων του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και των οριζομένων στη ρήτρα αυτή. Η εν λόγω αρμοδιότητα συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφαίνεται επί συμβατικής διαφοράς παρά μόνο σε περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι έχουν εκφράσει τη βούλησή τους να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑259/09, Επιτροπή κατά Arci Nuova associazione comitato di Cagliari και Gessa, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη ρήτρα διαιτησίας, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13 της συμβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αγωγής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να περιοριστεί, κατά την άσκηση του ελέγχου του, στην ερμηνεία της οικείας συμβάσεως και να προσδιορίσει αν η Επιτροπή εδικαιούτο να προβεί σε αναστολή των πληρωμών με βάση τους εφαρμοστέους όρους.

55      Όσον αφορά καταρχάς τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο ελέγχων προηγούμενων έργων, στην εκτέλεση των οποίων μετείχε η ενάγουσα, από την έκθεση οικονομικού ελέγχου 05‑B428‑023, που προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο η Επιτροπή, προκύπτει ότι, για τον υπολογισμό των δαπανών προσωπικού, η ενάγουσα είχε χρησιμοποιήσει μια μέση ωριαία αμοιβή, που δεν εμφάνιζε τις όντως πραγματοποιηθείσες ώρες εργασίας, όσον αφορά δύο από τα τρία ελεγχθέντα έργα του πέμπτου προγράμματος-πλαισίου, πράγμα το οποίο οδήγησε σε σχετικές διορθώσεις. Εξάλλου, κατά την έκθεση οικονομικού ελέγχου 8‑BA52‑042 που αφορά δύο άλλα έργα του έκτου προγράμματος-πλαισίου, η ενάγουσα, αφενός, περιέλαβε ώρες εργασίας ερευνητών οι οποίοι δεν διέθεταν τα απαιτούμενα επιστημονικά προσόντα για την εκτέλεση των εν λόγω έργων ή οι οποίοι δεν είχαν σχέση με τη φύση των έργων και, αφετέρου, δεν διέθετε ένα αξιόπιστο σύστημα καταχωρίσεως του χρόνου εργασίας.

56      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τέτοιες παρατυπίες ενδέχεται να αντιστοιχούν προς την έννοια της παρατυπίας όπως αυτή ορίζεται στη ρήτρα II.1, παράγραφος 11, του παραρτήματος II (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω), εν πάση περιπτώσει, απλώς και μόνον η ύπαρξή τους δεν αρκεί για να μπορεί να λογίζεται ότι αυτές είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως, υπό την έννοια της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, στοιχείο d, του παραρτήματος II.

57      Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε στοιχεία αποδεικνύοντα επαρκώς με ποιον τρόπο οι διαπιστωθείσες παρατυπίες, αν υποτεθεί ότι αποδεικνύονται, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτέλεση του έργου Persona.

58      Πράγματι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, περιορίστηκε σε παραπομπή στις παρατυπίες που διαπιστώνονται με τις εκθέσεις οικονομικού ελέγχου περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 55 ανωτέρω, σημειώνοντας ότι τα ανακύπτοντα προβλήματα συνδέονταν με τις δαπάνες προσωπικού και ότι η ενάγουσα ζητούσε συστηματικά την επιστροφή δαπανών σχετικών με εργασία ερευνητών που δεν διέθεταν τα απαραίτητα επιστημονικά προσόντα για την εκτέλεση των σχετικών έργων, υποβάλλοντας δαπάνες για πολύ υψηλές αμοιβές διοικητικού προσωπικού και για υπερβολικά μεγάλο αριθμό ωρών εργασίας.

59      Επιπλέον, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες ήταν σοβαρές και συστηματικές, καθόσον, ακόμα και μετά την αναθεώρηση των οικονομικών καταστάσεων που είχε υποβάλει η ενάγουσα, η μεθοδολογία που αυτή χρησιμοποιούσε προς υπολογισμό των δαπανών προσωπικού δεν ήταν πάντοτε σύμφωνη προς τις συστάσεις των ελεγκτών.

60      Εντούτοις, τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή δεν παρέχουν τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει την ακρίβεια των επιχειρημάτων της, ούτε κλονίζουν εκείνα της ενάγουσας, κατά τα οποία, αφενός, η τελευταία συμμορφώθηκε προς τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου 08‑BA52‑042 και, αφετέρου, επέστρεψε στην Επιτροπή τα ποσά που της ζητήθηκαν, τροποποιώντας κατάλληλα τις οικονομικές καταστάσεις της. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2009, που προσκόμισε η Επιτροπή, το οποίο της είχε αποστείλει η ενάγουσα κατόπιν του εν λόγω οικονομικού ελέγχου, δεν διαφαίνεται η προβαλλόμενη άρνηση της τελευταίας να χρησιμοποιήσει μέθοδο υπολογισμού σύμφωνη προς τις συστάσεις της Επιτροπής ή η προβαλλόμενη επιμονή της να ακολουθεί εσφαλμένη μέθοδο υπολογισμού. Πράγματι, από το έγγραφο αυτό απορρέει ότι η ενάγουσα διόρθωσε ορισμένα σφάλματα σχετικά με τις άμεσες δαπάνες προσωπικού τα οποία είχαν διαπιστωθεί κατά τον οικονομικό έλεγχο, ότι αφαίρεσε από τον συνολικό αριθμό εργατοωρών ώρες που συνδέονται με εργασία ατόμων των οποίων η πείρα και τα προσόντα ήταν αμφίβολα και ότι μείωσε το ύψος της ωριαίας αμοιβής. Έτσι, τα ζητούμενα ποσά μειώθηκαν.

61      Εξάλλου, από τη μεταξύ 27 Μαΐου και 1ης Ιουνίου 2009 αλληλογραφία με την Επιτροπή προκύπτει ότι η ενάγουσα δέχθηκε να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό 86 395,32 ευρώ, το οποίο της ζητήθηκε κατόπιν του οικονομικού ελέγχου 08‑BA52‑042.

62      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, από το έγγραφο της 3ης Ιουλίου 2009, το οποίο αυτή απηύθυνε στην ενάγουσα απαντώντας στην υποβολή των αναθεωρημένων οικονομικών της καταστάσεων προκειμένου να λάβει υπόψη τις συστάσεις του προαναφερθέντος δημοσιονομικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει την ακρίβεια των ισχυρισμών της ενάγουσας. Αντιθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει η ενάγουσα και όπως συνάγεται από τη δικογραφία, το έγγραφο αυτό εκθέτει ότι τα στοιχεία που διαβίβασε η ενάγουσα στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Ιουνίου 2009 επρόκειτο να εξεταστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες της τελευταίας, οι οποίες θα προέβαιναν στις αναγκαίες διορθώσεις και θα επικοινωνούσαν μαζί της αν απαιτούνταν περαιτέρω διευκρινίσεις.

63      Δεύτερον, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται τέτοιου είδους παρατυπίες και ότι αυτές μπορούσαν να χαρακτηριστούν σοβαρές και συστηματικές, η Επιτροπή όφειλε να εκθέσει τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω παρατυπίες μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτέλεση του επίμαχου έργου. Όσον αφορά ιδίως τη μέση ωριαία αμοιβή που χρησιμοποιούσε η ενάγουσα σχετικά με δύο από τα τρία ελεγχθέντα έργα του πέμπτου προγράμματος-πλαισίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία, καθόσον οι άμεσες δαπάνες προσωπικού αποτελούσαν τη σημαντικότερη κατηγορία δαπανών για τα έργα των σχετικών προγραμμάτων, η μεθοδολογία που ακολουθεί ο δικαιούχος για τον υπολογισμό των εξόδων συνιστά ένδειξη της κανονικότητας των δηλώσεων δαπανών που αυτός υποβάλλει για το σύνολο των έργων στα οποία μετέχει. Πράγματι, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι ήταν δυνατό να επηρεαστεί η εκτέλεση της υπό κρίση συμβάσεως με βάση ένα τόσο γενικό αξίωμα.

64      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι, εν προκειμένω, σύμφωνα με τη ρήτρα II.19, παράγραφος 1, στοιχεία a, b και d, του παραρτήματος II, σχετικά με τις επιλέξιμες δαπάνες του έργου, αυτές πρέπει, αφενός, να είναι πραγματικές, οικονομικώς ενδεδειγμένες και αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου και, αφετέρου, να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές της λογιστικής του αντισυμβαλλομένου. Οι λογιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την καταχώριση των εξόδων και των εσόδων πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος και να παρέχουν τη δυνατότητα συγκρίσεως των πραγματοποιούμενων δαπανών και εσόδων των σχετικών με την εκτέλεση του έργου και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών.

65      Στη συνέχεια, η ρήτρα II.20 του παραρτήματος II ορίζει τις άμεσες δαπάνες ως κάθε έξοδο που ικανοποιεί τα κριτήρια τα οποία τίθενται με τη ρήτρα II.19 του παραρτήματος II και απαριθμούνται στη σκέψη 64 ανωτέρω, που μπορεί να προσδιορίζει ο αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με το λογιστικό του σύστημα και που συνδέονται απευθείας με το έργο.

66      Κατά συνέπεια, από τους γενικούς όρους που ισχύουν στην επίμαχη σύμβαση απορρέει ότι η ενάγουσα εδικαιούτο να ακολουθεί μέθοδο καταχωρίσεως δαπανών της επιλογής της και, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιεί μια μέση ωριαία αμοιβή, πολλαπλασιάζοντας την ωριαία χρέωση με τον αριθμό των πραγματικών εργατοωρών, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω μέθοδος είναι σύμφωνη προς τους λογιστικούς κανόνες που προβλέπονται στην Ελλάδα και ότι αυτή παρέχει τη δυνατότητα συγκρίσεως των δαπανών και των εσόδων (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω). Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε ότι η μέθοδος που ακολούθησε η ενάγουσα δεν ήταν σύμφωνη προς τη ρήτρα II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, του παραρτήματος II.

67      Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι η πρόσκληση της Επιτροπής προς την ενάγουσα, που κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2009 και με την οποία κλήθηκε να εφαρμόσει τις συστάσεις του οικονομικού ελέγχου 08‑BA52‑042 συνάγοντας από τα συγκεκριμένα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου γενικότερα συμπεράσματα για άλλα έργα τα οποία θα μπορούσαν να βαρύνονται με παρόμοιες παρατυπίες, αφορούσε τα τρέχοντα ή μελλοντικά έργα του έκτου προγράμματος-πλαισίου όπως το επίμαχο (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν προσκόμισε συγκλίνουσες ενδείξεις που να παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι οι εν λόγω παρατυπίες ήταν ικανές να επηρεάσουν την εκτέλεση της συμβάσεως όσον αφορά το έργο Persona. Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή προειδοποίησε την ενάγουσα επανειλημμένα για τις συνέπειες που μπορούσαν να έχουν έναντι αυτής τα πορίσματα των προηγούμενων οικονομικών ελέγχων δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι απέδειξε την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ των διαπιστωθεισών παρατυπιών και της εκτελέσεως της συμβάσεως όσον αφορά το έργο Persona.

68      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη τη σύμβαση προβαίνοντας σε αναστολή των πληρωμών βάσει των στοιχείων αυτών.

69      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προβάλλεται προς στήριξη του πρώτου αιτήματος, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η προσβολή της αρχής της καλής πίστεως που επικαλείται η ενάγουσα και τα επιχειρήματα που προβάλλει επικουρικώς ζητώντας να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας το σύνολο των δαπανών του έργου Persona, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, η απόφαση αναστολής των πληρωμών είναι προσωρινό μέτρο που έχει ως αντικείμενο την πρόσκαιρη παύση των πληρωμών έναντι του οικείου δικαιούχου, χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται τη μη αναγνώριση των δηλωθεισών δαπανών ή οριστική άρνηση πληρωμής.

70      Επιπλέον, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η Επιτροπή εδικαιούτο να αναστείλει τις πληρωμές στηριζόμενη στις άλλες έννομες βάσεις που επικαλείται η ενάγουσα επικουρικώς, καθόσον η Επιτροπή απέκλεισε, εν πάση περιπτώσει, την εφαρμογή τους (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

 Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 6 752,74 ευρώ, με τόκους υπερημερίας

71      Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την αναστολή των πληρωμών δυνάμει της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II, πρέπει να συναχθεί ότι τα ποσά των οποίων την καταβολή ανέστειλε η Επιτροπή βάσει των ως άνω στοιχείων πρέπει να καταβληθούν στην ενάγουσα εντός των ορίων του υπολοίπου της διαθέσιμης κατά τον χρόνο αναστολής των πληρωμών οικονομικής συμμετοχής, χωρίς η πληρωμή αυτή να προδικάζει τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η τελευταία και την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή των πορισμάτων της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου σχετικά με τα επίμαχα έργα.

72      Όσον αφορά το αίτημα της ενάγουσας προς καταβολή τόκων επί του ποσού που ζητείται στο πλαίσιο του έργου Persona, πρέπει να υπομνησθεί η ρήτρα II.28, παράγραφος 7, του παραρτήματος II, που επικαλείται η ενάγουσα και που έχει ως ακολούθως:

«Σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να ζητήσουν τόκους, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πληρωμής. Ο τόκος υπολογίζεται με το επιτόκιο που έχει εφαρμογή στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις κύριες οικονομικές συναλλαγές της και που δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτό ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το οικείο ποσό, προσαυξημένο κατά μιάμιση μονάδα. Οι τόκοι οφείλονται για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί η πληρωμή και της ημερομηνίας κατά την οποία αυτή πραγματοποιήθηκε. Η ημερομηνία της πληρωμής είναι εκείνη κατά την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός της Επιτροπής. Η καταβολή των ως άνω τόκων δεν λογίζεται ως μέρος της οικονομικής συμμετοχής της [Ένωσης] την οποία προβλέπει το άρθρο 5 της συμβάσεως.»

73      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχεία b και c, της συμβάσεως, η Επιτροπή προβαίνει στην καταβολή των δικαιολογημένων και αποδεκτών ποσών για κάθε περίοδο αναφοράς, εντός προθεσμίας 45 ημερών από της εγκρίσεως των εκθέσεων που αφορούν τις περιόδους αυτές. Εξάλλου, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο e, της συμβάσεως, σε περίπτωση που οι προσκομιζόμενες εκθέσεις δραστηριότητας ή οικονομικές καταστάσεις δεν χρήζουν σχολίων, τροποποιήσεων ή ουσιωδών διορθώσεων ή αν η Επιτροπή εγκρίνει τις εκθέσεις ύστερα από την προθεσμία των 45 ημερών μετά την παραλαβή τους, πρέπει να προβεί στη σχετική πληρωμή εντός 90 ημερών από της παραλαβής τους.

74      Επιπλέον, από τη ρήτρα II.8, παράγραφος 3, του παραρτήματος II προκύπτει ότι η Επιτροπή αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτιμήσει τις εκθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη ρήτρα II.7, παράγραφος 2, στοιχείο b, του παραρτήματος II, εντός προθεσμίας 45 ημερών από της παραλαβής τους. Η έλλειψη απαντήσεως της Επιτροπής εντός της ίδιας προθεσμίας δεν συνεπάγεται την έγκριση των εν λόγω εκθέσεων. Η Επιτροπή μπορεί εξάλλου να απορρίψει τις εκθέσεις αυτές ακόμα και μετά το χρονικό όριο της πληρωμής το οποίο καθορίζει το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο e, της συμβάσεως.

75      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002, για τις συμβάσεις ή τις συμφωνίες στις οποίες η πληρωμή εξαρτάται από την έγκριση της οικείας εκθέσεως, οι προθεσμίες πληρωμής αρχίζουν να τρέχουν μόνον από την έγκριση της σχετικής εκθέσεως, είτε ρητώς διότι ο δικαιούχος ενημερώθηκε σχετικώς είτε σιωπηρώς διότι έληξε η συμβατική προθεσμία εγκρίσεως χωρίς αυτή να ανασταλεί με επίσημο έγγραφο απευθυνόμενο στον δικαιούχο. Η εν λόγω προθεσμία εγκρίσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 45 ημερολογιακές ημέρες για τις συμβάσεις επιδοτήσεων και τις 60 ημέρες για τις συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων η αξιολόγηση των τεχνικών παροχών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη.

76      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο συνεπέρανε ότι η Επιτροπή κακώς ανέστειλε τις πληρωμές έναντι της ενάγουσας (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω), πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της τελευταίας, καθόσον με αυτό ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προχωρήσει στην καταβολή των ανασταλέντων ποσών στο πλαίσιο του έργου Persona, χωρίς η πληρωμή αυτή να προδικάζει τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα. Κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων που παρατίθενται στις σκέψεις 72 έως 75 ανωτέρω, το καταβλητέο ποσό πρέπει να αντιστοιχεί προς το υπόλοιπο της διαθέσιμης κατά τον χρόνο της αναστολής πληρωμών οικονομικής συμμετοχής, ενώ αυτό πρέπει να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας που τρέχουν, για κάθε σχετική περίοδο, από της λήξεως της προθεσμίας πληρωμής των 45 ημερών κατόπιν της εγκρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής των σχετικών εκθέσεων και το αργότερο 90 ημέρες μετά την παραλαβή τους από αυτήν. Το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι εκείνο που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το οικείο ποσό, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

77      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που προβάλλει η ενάγουσα με το υπόμνημα που κατέθεσε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, η επίκληση της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου 11‑B134‑011 περί του επίμαχου έργου είναι αλυσιτελής για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 39 ανωτέρω και όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ενάγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στην ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας τα ποσά των οποίων η καταβολή ανεστάλη δυνάμει της ρήτρας II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, των γενικών όρων που συνάπτονται στην αφορώσα το έργο Persona σύμβαση, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006), χωρίς η πληρωμή αυτή να προδικάζει τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας και την εφαρμογή των πορισμάτων της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου 11‑BA134‑011 από την Επιτροπή. Το καταβλητέο ποσό πρέπει να αντιστοιχεί προς το υπόλοιπο της διαθέσιμης κατά τον χρόνο της αναστολής πληρωμών οικονομικής συμμετοχής, ενώ αυτό πρέπει να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας που τρέχουν, για κάθε σχετική περίοδο, από της λήξεως της προθεσμίας πληρωμής των 45 ημερών κατόπιν της εγκρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής των σχετικών εκθέσεων και το αργότερο 90 ημέρες μετά την παραλαβή τους από αυτήν. Το εφαρμοστέο για τη σχετική προσαύξηση επιτόκιο είναι εκείνο που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το οικείο ποσό, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Dehousse

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Παρουσίαση της ενάγουσας και του επιχορηγούμενου έργου

Ρήτρα διαιτησίας και εφαρμοστέο δίκαιο

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του αιτήματος να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην καταβάλει στην ενάγουσα το υπόλοιπο της οικονομικής συμμετοχής που είχε συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμβάσεως, το οποίο ανέρχεται σε 6 752,74 ευρώ, συνιστά αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων

Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 6 752,74 ευρώ, με τόκους υπερημερίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.