Language of document :

Προσφυγή της 2ας Απριλίου 2013 – Bowfonds Ontwikkeling και Schouten & De Jong Projectontwikkeling κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-193/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Bowfonds Ontwikkeling BV (Hoevelaken, Κάτω Χώρες) και Schouten & De Jong Projectontwikkeling BV (Leidschendam, Κάτω Χώρες (εκπρόσωποι: E. Pijnacker Hordijk και X. Reintjes, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της υπό τα στοιχεία C(2013) 87 αποφάσεως της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.24123 (2012/C) (πρώην 2011/NN) που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες - Τεκμαιρόμενη πώληση, από τον Δήμο Leidschendam-Voorburg, οικοπέδων με τίμημα κατώτερο της τιμής που ισχύει στην αγορά.

Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες διατυπώνουν τρεις λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι παραβιάστηκε η βασική απαίτηση να τηρεί η Επιτροπή μια εύλογη προθεσμία κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, οπότε παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου, προσβλήθηκε το δικαίωμα άμυνας και παραβιάστηκε το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με το να αφήσει να παρέλθουν πάνω από 38 μήνες μεταξύ της γνωστοποιήσεως των επίμαχων μέτρων και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ενήργησε με επιλήψιμη βραδύτητα και επομένως κατά παράβαση της βασικής απαιτήσεως να τηρεί μια εύλογη προθεσμία. Επιπλέον, η υπερβολικά μεγάλη περίοδος έρευνας κατέστησε για τους ενδιαφερόμενους δυσχερέστερο το να αντικρούσουν τα επιχειρήματα της Επιτροπής, οπότε με την καθυστέρηση η Επιτροπή επίσης προσέβαλε το δικαίωμα άμυνας.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται σοβαρές παραλείψεις κατά τη διαπίστωση και αξιολόγηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και/ή παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και/ή παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή η Επιτροπή εσφαλμένως εφάρμοσε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία. Οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν κανένα χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα, και κατά μείζονα λόγο κανένα χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή εσφαλμένως υπολόγισε το ποσό του τεκμαιρόμενου πλεονεκτήματος, μεταξύ άλλων, με το να καταλογίσει κατά 100 % στον Δήμο τις συμπεφωνημένες μειώσεις τιμήματος, ενώ η μείωση τιμήματος έπρεπε να καταλογιστεί σε μια σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στο πλαίσιο της οποίας ο Δήμος έφερε κατά 50 % τον κίνδυνο. Επίσης, η Επιτροπή χωρίς αιτιολογία δεν έλαβε υπόψη μειώσεις τιμήματος που είχαν συμφωνηθεί παλαιότερα στο πλαίσιο της συμπράξεως αυτής.Περαιτέρω, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένως εφάρμοσε την αρχή του ιδιώτη επενδυτή επειδή αξιολόγησε τις ενέργειες του Δήμου με γνώμονα μια υποθετική συμπεριφορά ενός πλασματικού ιδιώτη επενδυτή η οποία από νομικής απόψεως είναι εξωπραγματική και, επιπλέον, από οικονομικής απόψεως είναι εξαιρετικά δυσμενής.Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.Κατά το μέρος που κριθεί ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση, σε κάθε περίπτωση η ενίσχυση αυτή είναι εξ ολοκλήρου συμβατή με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι ο Δήμος δεν δύναται να προβάλλει ότι με τα επίμαχα μέτρα υπηρείται

κοινοτικό συμφέρον. Επιπλέον, η Επιτροπή εσφαλμένως αξιολόγησε τα επίμαχα μέτρα του 2009/2010 λαμβάνοντας ως υπόβαθρο την (ευνοϊκότερη) κατάσταση της αγοράς το 2004. Έτσι, η Επιτρο

πή παρέβλεψε ότι τα επίμαχα μέτρα ήσαν αναγκαία, κατάλληλα και αναλογικά για την αναζωογόνηση του φτωχοποιημένου κέντρου του Leidschendam, σκοπός που εντάσσεται στον σαφώς διατυπωμένο και αναγνωρισμένο στόχο της ΕΕ να υπάρχει οικονομική και κοινωνική συνοχή κατά το άρθρο 3 ΣΕΕ και το άρθρο 174 ΣΛΕΕ. Δεν πρόκειται για αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού.