Language of document : ECLI:EU:T:2017:144

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 2017 (*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Διεθνείς υπηρεσίες ταχείας διανομής μικρών δεμάτων εντός του ΕΟΧ – Απόκτηση της TNT Express από την UPS – Απόφαση με την οποία η συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά – Πιθανές συνέπειες επί των τιμών – Οικονομετρική ανάλυση – Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T-194/13,

United Parcel Service, Inc., με έδρα την Ατλάντα, Γεωργία (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Ryan, B. Graham, solicitors, W. Knibbeler και P. Stamou, δικηγόρους, στη συνέχεια από τους A. Ryan, W. Knibbeler, Ρ. Stamou, A. Pliego Selie, F. Hoseinian και P. van den Berg, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους Θ. Χριστοφόρου, N. Khan, A. Biolan, N. von Lingen και H. Leupold, στη συνέχεια, από τους Θ. Χριστοφόρου, Ν. Khan, Α. Biolan και Η. Leupold,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

FedEx Corp., με έδρα το Μέμφις, Τεννεσί (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από την F. Carlin, barrister, τον G. Bushell, solicitor, και τον Q. Azau, δικηγόρο, στη συνέχεια από την F. Carlin, τον G. Bushell και τον N. Niejahr, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως C(2013) 431 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2013, με την οποία κηρύχθηκε συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και με τη Συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6570 – UPS/TNT Express),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Απριλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη

1        Η United Parcel Service, Inc. (στο εξής: UPS ή προσφεύγουσα) και η TNT Express NV (στο εξής: TNT) δραστηριοποιούνται σε παγκόσμια κλίμακα στον τομέα των εξειδικευμένων υπηρεσιών μεταφορών και διαχειριστικής υποστηρίξεως.

2        Στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), οι UPS και TNT (στο εξής, από κοινού: συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη) είναι παρούσες στις αγορές διεθνών υπηρεσιών ταχείας διανομής μικρών δεμάτων.

3        Στο πλαίσιο αυτών των υπηρεσιών, ο φορέας παροχής υπηρεσιών αναλαμβάνει την εντός μίας ημέρας διανομή μικρών δεμάτων σε άλλη χώρα.

4        Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται μέσω διεθνών δικτύων εναέριας και επίγειας διανομής που στηρίζονται στην ενοποίηση ορισμένων στοιχείων ενεργητικού (όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα τοπικά κέντρα διαλογής, οι επίγειοι και εναέριοι κόμβοι, τα οδικά οχήματα, τα αεροσκάφη).

5        Εντός του ΕΟΧ, η FedEx Corp. (στο εξής: FedEx ήπαρεμβαίνουσα) και η DHL επίσης δραστηριοποιούνται στις αγορές των εν λόγω υπηρεσιών.

2.     Διοικητική διαδικασία

6        Στις 15 Ιουνίου 2012, η προσφεύγουσα κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το σχέδιό της περί αποκτήσεως της TNT (στο εξής: συγκέντρωση), κατʼ εφαρμογήν του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1, στο εξής: κανονισμός περί συγκεντρώσεων), όπως τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004 (ΕΕ 2004, L 133, σ. 1).

7        Με τη συγκέντρωση, η UPS επιδίωκε να αποκτήσει τον έλεγχο του συνόλου της TNT, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, μέσω δημόσιας προσφοράς αγοράς σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο.

8        Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2012, η Επιτροπή έκρινε ότι η συγκέντρωση δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά και κίνησε τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων.

9        Στις 26 Ιουλίου και 5 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή παρέτεινε κατά δέκα εργάσιμες ημέρες την προθεσμία εκδόσεως τελικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων.

10      Στις 19 Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή απηύθυνε στα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη ανακοίνωση των αιτιάσεων (στο εξής: ανακοίνωση των αιτιάσεων), σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων.

11      Τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη απάντησαν στην ανακοίνωση στις 6 Νοεμβρίου 2012.

12      Στις 12 Νοεμβρίου 2012, πραγματοποιήθηκε ακρόαση στο πλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα, επικουρούμενη από τους εξωτερικούς οικονομικούς συμβούλους της, εξέθεσε τις απόψεις της.

13      Εξάλλου, τρίτοι που απέδειξαν την ύπαρξη επαρκούς συμφέροντος, μεταξύ των οποίων οι DHL και FedEx, έγιναν δεκτοί προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

14      Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η FedEx συμμετέσχε σε πλήθος συναντήσεων με την Επιτροπή και της υπέβαλε διάφορες παρατηρήσεις καθώς και εσωτερικά έγγραφα.

15      Η Επιτροπή επέτρεψε στους εξωτερικούς νομικούς συμβούλους της προσφεύγουσας να εξετάσουν, σε αίθουσα φυλάξεως στοιχείων, στις 26 και 29 Οκτωβρίου 2012, εμπιστευτικά αποσπάσματα εσωτερικών εγγράφων τα οποία υπέβαλε η FedEx.

16      Στις 29 Νοεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, υπέβαλε μια πρώτη σειρά διορθωτικών μέτρων ώστε η συγκέντρωση να καταστεί συμβατή με την εσωτερική αγορά.

17      Στις 16 Δεκεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα πρότεινε μια δεύτερη σειρά διορθωτικών μέτρων.

18      Στις 21 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα έγγραφο το οποίο περιλάμβανε έκθεση των πραγματικών περιστατικών.

19      Στις 3 Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα πρότεινε μια τρίτη σειρά διορθωτικών μέτρων.

20      Με την απόφαση C(2013) 431, της 30ής Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή κήρυξε την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη Συμφωνία για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6570– UPS/TNT Express) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3.     Η προσβαλλόμενη απόφαση

21      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή κήρυξε τη συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κατʼ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, κρίνοντας ότι η συγκέντρωση συνιστούσε σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού (στο εξής: σημαντική παρακώλυση) σε δεκαπέντε κράτη μέλη του ΕΟΧ, ενώ δεν συνιστούσε σημαντική παρακώλυση σε δεκατέσσερα άλλα κράτη.

22      Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή προέβη σε εκτιμήσεις αφορώσες τις επίμαχες αγορές, τις συνέπειες της συγκεντρώσεως από απόψεως ανταγωνισμού και τις δεσμεύσεις των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών.

 Ως προς τις αγορές

 Ως προς την προσφορά

23      Στις αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η συγκέντρωση δεν προκαλούσε σημαντική παρακώλυση στις αγορές της εναέριας εμπορευματικής μεταφοράς, των διαμεταφορέων και της εφοδιαστικής διαχειρίσεως.

24      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή περιέγραψε τον κλάδο της μεταφοράς μικρών δεμάτων (αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 48) και ανέλυσε τις οικονομίες κλίμακας των επίμαχων υπηρεσιών με βάση την πυκνότητα των δικτύων και την έκταση των καλυπτομένων ζωνών (αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 56).

25      Στις αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε ότι οι επίμαχες υπηρεσίες ήταν εξαιρετικά διαφοροποιημένες ως προς τον χρόνο παραδόσεως, τη γεωγραφική κάλυψη, τα σημεία αφετηρίας και παραδόσεως και την ποιότητα από απόψεως αξιοπιστίας, ασφάλειας, ωραρίων, ολοκληρωμένης υπηρεσίας και ιχνηλασιμότητας.

26      Η Επιτροπή ανέλυσε στην προσβαλλόμενη απόφαση την αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς μικρών δεμάτων από απόψεως προσφοράς και προέβη σε διάκριση των φορέων ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών, προσδιορίζοντας τα χαρακτηριστικά τους ως εξής:

«(62)      Οι “φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών” διακρίνονται από πέντε βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, από την ιδιοκτησία ή τον πλήρη διαχειριστικό έλεγχο όλων των μεταφορικών μέσων, συμπεριλαμβανομένου του εναέριου δικτύου με τακτικές πτήσεις, με τις οποίες μεταφέρεται μεγάλο ποσοστό του όγκου που διαχειρίζεται η εταιρία. Δεύτερον, από την επαρκή γεωγραφική κάλυψη σε παγκόσμια κλίμακα. Τρίτον, από το μοντέλο ακτινωτού τροχού (“hub and spokeˮ). Τέταρτον, από το αποκλειστικό δίκτυο πληροφορικής, κατά τρόπο ώστε όλα τα κρίσιμα δεδομένα να διέρχονται από ένα δίκτυο. Τέλος, πέμπτον, οι φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών έχουν τη φήμη της αξιόπιστης και έγκαιρης παραδόσεως των δεμάτων (η αξιοπιστία καλείται “πόρτα-πόρταˮ). Υπάρχουν τέσσερις φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών σε παγκόσμια κλίμακα, οι οποίοι όλοι λειτουργούν στην Ευρώπη: UPS, TNT, DHL και FedEx.

(63)      Κύριος παράγοντας της διαφοροποιήσεως των φορέων ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών είναι ότι υπάρχει πλήρης επιχειρησιακός έλεγχος στο σύνολο των υπηρεσιών διαχειριστικής υποστηρίξεως της παραδόσεως των μικρών δεμάτων από το σημείο αφετηρίας μέχρι τον προορισμό (συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής μεταφοράς), κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η παράδοση σύμφωνα με ωριαίες δεσμεύσεις. Ο φορέας ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών συνεργάζεται με τον [αποστολέα], χρησιμοποιεί ίδιους πόρους για την πραγματοποίηση όλων των σταδίων της αλυσίδας μεταφοράς και παραδίδει στον παραλήπτη. Η ιδιοκτησία ή έστω ο επιχειρησιακός έλεγχος όλων των αναγκαίων πόρων για την πραγματοποίηση της αποστολής σημαίνει ότι υπάρχουν λιγότερα στάδια στην αλυσίδα των οικείων επιχειρήσεων, η οποία διαφορετικά είναι πολύ μεγάλη.»

27      Κατά την Επιτροπή, στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται η UPS (αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 67), η TNT (αιτιολογικές σκέψεις 68 έως 71), η DHL (αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 77) και η FedEx (αιτιολογικές σκέψεις 78 έως 81).

28      Η Επιτροπή διέκρινε, πρώτον, τους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών, δεύτερον, τους παραδοσιακούς φορείς εκμεταλλεύσεως, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι Royal Mail, La Poste, PostNL και Austrian Post, που λειτουργούν επίσης βάσει διεθνών δικτύων (αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 84), τρίτον, τις εθνικές επιχειρήσεις μεταφοράς μικρών δεμάτων που επίσης λειτουργούν, σε μικρότερο βαθμό από τους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών και βάσει συνεργασιών, στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 85 και 86), τέταρτον, τους διαμεταφορείς, οι οποίοι επίσης λειτουργούν στις εν λόγω αγορές συνήθως ως υπεργολάβοι αυτών των δραστηριοτήτων των φορέων ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών (αιτιολογική σκέψη 87), πέμπτον, τις μικρότερες επιχειρήσεις ταχυμεταφοράς που λειτουργούν βάσει προνομιακών σχέσεων με τοπικούς πελάτες (αιτιολογική σκέψη 88) και, έκτον, τους απλούς ενδιάμεσους μεταπωλητές των επίμαχων υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 89).

 Ως προς τη ζήτηση

29      Στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέλυσε την αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς μικρών δεμάτων ως προς τη ζήτηση διαπιστώνοντας μεγάλο κατακερματισμό. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι η ζήτηση αποτελούνταν από περιστασιακούς πελάτες και από μεγάλους διεθνείς πελάτες, οι δε δεύτεροι εκπροσωπούσαν σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών των φορέων παροχής υπηρεσιών στις επίμαχες αγορές. Παρατήρησε επίσης ότι η ζήτηση αποτελούνταν από υπηρεσίες ταχείας και ετεροχρονισμένης παραδόσεως και ότι παρουσίαζε μεγάλες διαφορές ως προς το δρομολόγια. Τέλος, διευκρίνισε ότι η ζήτηση συνίστατο στη χρησιμοποίηση ενός ή περισσότερων φορέων ανάλογα με τις υπηρεσίες, το μέγεθος και τις προτιμήσεις των πελατών, καθώς οι μικροί πελάτες προτιμούν εν γένει έναν μόνο φορέα για όλες τις υπηρεσίες (συνάθροιση), ενώ οι μεγάλοι πελάτες χρησιμοποιούσαν είτε τον ίδιο φορέα για όλες τις υπηρεσίες (συνάθροιση) είτε διαφορετικούς φορείς για διαφορετικές υπηρεσίες ή ακόμα και διαφορετικούς φορείς για τις ίδιες υπηρεσίες.

30      Στην αιτιολογική σκέψη 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι από τις σχετικές με την αγορά μελέτες της προέκυπτε ότι η χρησιμοποίηση ενός μόνου φορέα για το σύνολο των υπηρεσιών (συνάθροιση) δεν αποτελούσε την κυρίαρχη τάση.

31      Η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν εξέθεσε, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, τις λεπτομέρειες των σχετικών με την αγορά αναλύσεών της, καθώς τα συμπεράσματα δεν ήταν αρκούντως σαφή ώστε να αποδεικνύεται μια γενική τάση, πλην του ότι οι μεγάλοι πελάτες συνήθως χρησιμοποιούσαν διαφορετικούς φορείς παροχής υπηρεσιών.

32      Στην αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών κατά το οποίο η χρησιμοποίηση ενός μόνο φορέα για το σύνολο των υπηρεσιών προκαλούσε ανταγωνιστική πίεση επί των τιμών εκάστης υπηρεσίας.

 Ως προς τον καθορισμό των τιμών

33      Στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέλυσε τους τρόπους καθορισμού των τιμών στην αγορά υπηρεσιών μεταφοράς μικρών δεμάτων.

34      Ανέφερε την ύπαρξη επιμέρους διαπραγματεύσεων για την πλειονότητα των πελατών (αιτιολογικές σκέψεις 114 και 115), τη σημασία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε πελάτη (αιτιολογικές σκέψεις 116 έως 123), τη συνεκτίμηση της ανταγωνιστικής πιέσεως και της βουλήσεως των πελατών (αιτιολογικές σκέψεις 124 έως 131) και το ότι οι διαφορές στις τιμές δεν μπορούσαν να εξηγηθούν πλήρως από τις διαφορές στο κόστος (αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 134).

35      Αφού παρέθεσε την άποψη των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών (αιτιολογικές σκέψεις 135 έως 147), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν διαφοροποιημένες τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 148 έως 151).

 Ως προς τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς

36      Η Επιτροπή προσδιόρισε στην προσβαλλόμενη απόφαση τη σχετική αγορά, από απόψεως υπηρεσιών και γεωγραφικής καλύψεως, στο μέτρο που αφορούσε τις υπό εξέταση υπηρεσίες, δηλαδή τη μεταφορά μικρών δεμάτων ‒και όχι την εμπορευματική μεταφορά‒ (αιτιολογικές σκέψεις 152 έως 164) από μια χώρα σε άλλη εντός του ΕΟΧ ‒και όχι τις εγχώριες ή τις διεθνείς μεταφορές εκτός του ΕΟΧ‒ (αιτιολογικές σκέψεις 165 έως 187) ταχείας ‒και όχι ετεροχρονισμένης‒ παραδόσεως (αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 226), ανεξαρτήτως της διανυθείσας αποστάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 227 έως 231) και της ποιότητας της υπηρεσίας (αιτιολογικές σκέψεις 232 έως 237), στον βαθμό που η διαπραγμάτευση των συμβάσεων γίνεται σε εθνική κλίμακα για αυτό το είδος υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 243).

37      Η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες στη συγκεκριμένη υπόθεση υπηρεσίες ήταν οι διεθνείς υπηρεσίες ταχείας παραδόσεως μικρών δεμάτων εντός του ΕΟΧ (στο εξής: επίμαχες υπηρεσίες).

 Ως προς τις συνέπειες της συγκεντρώσεως για τον ανταγωνισμό

38      Εισαγωγικώς και προκειμένου να συνοψίσει τη συνολική εκτίμησή της, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει τα εξής: 

«(244) Μολονότι οι σχετικές γεωγραφικές αγορές είναι εθνικές, είναι σκόπιμο να εξεταστεί η αγορά ταχείας διανομής μικρών δεμάτων εντός του ΕΟΧ καταρχάς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η ταχεία διανομή εντός του ΕΟΧ αποτελεί κλάδο δικτύων – όπως αναγνώρισε η UPS – ο οποίος απαιτεί από τις επιχειρήσεις να διασφαλίζουν την παρουσία τους σε όλες τις χώρες. Η απαιτούμενη παρουσία συνεπάγεται με τη σειρά της επενδύσεις στις υποδομές σε όλο το μήκος της αλυσίδας αξίας (παραλαβή, διαλογή, γραμμές μεταφοράς, κόμβοι, εναέριο δίκτυο, αεροπλάνα και παράδοση). Καίτοι οι επενδύσεις αυτές μπορούν να μειωθούν με την εξωτερική ανάθεση στοιχείων της αλυσίδας αξίας σε τρίτους, η εξωτερική ανάθεση μειώνει τον έλεγχο επί του δικτύου και, εν τέλει, επί της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και επί της λειτουργικής αποδοτικότητας. Οι εταιρίες οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στον κλάδο της ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ με ομοιογενές δίκτυο ταχείας μεταφοράς το οποίο καλύπτει όλες τις χώρες του ΕΟΧ είναι οι φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών, οι οποίοι έχουν τον πλέον αυστηρό έλεγχο του δικτύου τους. Υπό την έννοια αυτή, οι μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών. Ο μικρότερος φορέας ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών στην ευρωπαϊκή αγορά, η FedEx, δεν ασκεί επαρκή ανταγωνιστική πίεση στα μέρη της συγκεντρώσεως και στη DHL. Επίσης, καμία μελλοντική είσοδος μεγάλης κλίμακας ούτε κάποια ενδεχόμενη επέκταση από τους υφιστάμενους παράγοντες όπως είναι η FedEx διαφαίνεται ως ιδιαίτερα πιθανή ή αναμένεται σύντομα ώστε να εξουδετερώσει τις επιζήμιες συνέπειες από την απώλεια του ανταγωνισμού που προκαλεί η πράξη συγκεντρώσεως. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι η αγοραστική ισχύς ή οι αποδόσεις επαρκούν για την αντιστάθμιση της απώλειας του ανταγωνισμού εντός των οικείων προθεσμιών για την εκτίμηση της συγκεντρώσεως αυτής.»

 Ως προς τις μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις

39      Στις αιτιολογικές σκέψεις 245 έως 510 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν διέθεταν ολοκληρωμένο δίκτυο διανομής μικρών δεμάτων (στο εξής: μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις) ασκούσαν μικρή ανταγωνιστική πίεση.

–       Ως προς τις θυγατρικές της La Poste και της Royal Mail

40      Όσον αφορά τις θυγατρικές της La Poste, DPD, και της Royal Mail, GLS, η Επιτροπή χαρακτήρισε την κάλυψή τους περιορισμένη (αιτιολογικές σκέψεις 253 έως 284), καθώς, από τον τρόπο με τον οποίο οι πελάτες αντιλαμβάνονταν τις εναλλακτικές προσφορές τους σε σχέση με εκείνες των φορέων ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών (αιτιολογικές σκέψεις 285 έως 295), ιδίως ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 396 έως 411), μεταξύ άλλων, αναφορικά με τους χρόνους παραδόσεως (αιτιολογικές σκέψεις 412 έως 420), από την απουσία τους από τις αγορές μακράς αποστάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 309) και από τα οδικά δίκτυά τους, προέκυπτε ότι μπορούσαν να διασφαλίσουν ταχείες υπηρεσίες μόνο για μικρές αποστάσεις (αιτιολογική σκέψη 310 έως 318).

41      Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών με τη χρησιμοποίηση υπεργολάβων για την εναέρια μεταφορά ενείχε δομικά προβλήματα σε σχέση με τους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών (αιτιολογικές σκέψεις 319 έως 374) και ότι η επέκταση της γεωγραφικής καλύψεως των θυγατρικών της La Poste, DPD, και της Royal Mail, GLS, δεν ήταν πιθανή (αιτιολογικές σκέψεις 375 έως 395).

42      Με βάση τις σχετικές με την αγορά μελέτες της, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πελάτες των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών χρησιμοποιούσαν την DPD και την GLS για τις εγχώριες και τις συνήθεις υπηρεσίες (αιτιολογικές σκέψεις 421 έως 423), καθόσον οι παρασχεθείσες από τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη πληροφορίες σχετικά με τη χρησιμοποίηση περισσότερων φορέων παροχής υπηρεσιών επιβεβαίωναν την περιορισμένη παρουσία των θυγατρικών της La Poste και της Royal Mail στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 424 έως 426).

43      Προς στήριξη της αναλύσεώς της, η Επιτροπή παρέθεσε εμπειρικά στοιχεία σχετικά με την παρουσία και τις δραστηριότητες των θυγατρικών της La Poste και της Royal Mail, όπως υποβλήθηκαν από την UPS (αιτιολογικές σκέψεις 424 έως 434), την TNT (αιτιολογικές σκέψεις 435 έως 439), την FedEx και την DHL (αιτιολογικές σκέψεις 440 έως 450), προκειμένου να στηρίξει το συμπέρασμά της σχετικά με τη μικρή ανταγωνιστική πίεση των θυγατρικών της La Poste και της Royal Mail (αιτιολογικές σκέψεις 451 και 452).

–       Ως προς τους λοιπούς ταχυδρομικούς φορείς

44      Στις αιτιολογικές σκέψεις 453 έως 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι η πλειονότητα, αν όχι το σύνολο, των ταχυδρομικών φορέων στην Ευρώπη παρείχαν υπηρεσίες ταχείας παραδόσεως μικρών δεμάτων, πλην όμως μόνον η δραστηριοποίηση των θυγατρικών της La Poste και της Royal Mail είχε ευρωπαϊκό αποτύπωμα δυνάμενο, σε περιορισμένο βαθμό, να επιτρέψει τον ανταγωνισμό με τους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 453), οι δε εκτιμήσεις αυτές ίσχυαν για την Austrian Post (αιτιολογική σκέψη 455), την PostNL (αιτιολογική σκέψη 456), την Posten Norge (αιτιολογική σκέψη 457) και την PostNord (αιτιολογική σκέψη 458).

45      Στην αιτιολογική σκέψη 459 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, καίτοι σχεδόν όλοι οι δημόσιοι ταχυδρομικοί φορείς ήταν μέλη της Express Mail Service Cooperative (EMS) η οποία απαρτίζεται από τις ταχυδρομικές διοικήσεις υπό την έννοια του καταστατικού της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης (UPU), η ποιότητα των υπηρεσιών τους ήταν εξαρτημένη από τον εκάστοτε μεταφορέα και, σε κάθε περίπτωση, ήταν χαμηλότερη εκείνης των εμπορικών μεταφορέων.

46      Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι δεν παρείχαν όλοι οι παραδοσιακοί φορείς άλλες υπηρεσίες ταχείας παραδόσεως εντός του ΕΟΧ πλην των υπηρεσιών ταχυμεταφοράς και ότι οι λοιποί φορείς μεταπωλούσαν τις υπηρεσίες στους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών (αιτιολογικές σκέψεις 460 και 461).

47      Στις αιτιολογικές σκέψεις 462 έως 466 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε μελέτες αγοράς από τις οποίες προέκυπτε ότι οι μεταπωλητές δεν ασκούσαν ανταγωνιστική πίεση στους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών.

–       Ως προς τα δίκτυα συνεργασίας

48      Στις αιτιολογικές σκέψεις 469 έως 477 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ορισμένα δίκτυα συνεργασίας λειτουργούντα με πολύ διαφορετικό τρόπο, όπως το NetExpress (αιτιολογική σκέψη 470) και το EuroExpress (αιτιολογική σκέψη 471), στο πλαίσιο των οποίων διατηρείται η αυτοτέλεια εκάστου μέλους τους (αιτιολογική σκέψη 472) και δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, ανταγωνιστική πίεση στα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 473 έως 477).

–       Ως προς τους διαμεταφορείς

49      Αφού αναφέρθηκε στη θέση της UPS (αιτιολογικές σκέψεις 478 έως 484), η Επιτροπή έκρινε ότι, μολονότι παρείχαν υπηρεσίες διανομής μικρών δεμάτων σε ορισμένες χώρες εντός του ΕΟΧ, εντούτοις οι διαμεταφορείς δεν συνιστούσαν ισχυρό ανταγωνισμό στις αγορές αυτές και δεν ασκούσαν, ως εκ τούτου, ανταγωνιστική πίεση στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 507).

–       Συμπεράσματα ως προς τις μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις

50      Στις αιτιολογικές σκέψεις 508 και 510 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίγειοι φορείς, οι παραδοσιακοί φορείς, τα δίκτυα συνεργασίας και οι διαμεταφορείς ασκούσαν μειωμένη ανταγωνιστική πίεση στους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών, τόσο ως προς τη ζήτηση όσο και ως προς την προσφορά, ιδίως δεδομένων των εξαιρετικά μικρών μεριδίων τους στην αγορά σε σχέση με εκείνα των φορέων ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών.

 Ως προς τους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών

–       FedEx

51      Στις αιτιολογικές σκέψεις 511 έως 625 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, μεταξύ των φορέων ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών, η FedEx ήταν αδύναμος ανταγωνιστής στην Ευρώπη, δεδομένων του κύκλου εργασιών της στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών και της καλύψεως του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 513 έως 526), του δικτύου της εντός του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 528 έως 533), των μειονεκτημάτων της όσον αφορά το κόστος εντός του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 534 έως 546), της παρουσίας της στις εγχώριες και διαφοροποιημένες αγορές (αιτιολογικές σκέψεις 547 έως 552), καθόσον η FedEx αποδεικνυόταν ισχυρότερη κυρίως στις αγορές εκτός του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 553 έως 564), και δεδομένου του τρόπου με τον οποίο η FedEx γινόταν αντιληπτή στους πελάτες (αιτιολογικές σκέψεις 565 έως 577) και στους ανταγωνιστές (αιτιολογικές σκέψεις 578 έως 589), καθόσον η FedEx ήταν περισσότερο αδύναμη στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 590 έως 598).

52      Στις αιτιολογικές σκέψεις 599 έως 622 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικεντρώθηκε στην επέκταση της FedEx εντός του ΕΟΧ.

53      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 623 έως 625 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η FedEx παρουσίαζε ανταγωνιστικό έλλειμμα στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών το οποίο δεν μπορούσε να καλυφθεί επαρκώς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με τα σχέδιά της επεκτάσεως, από απόψεως καλύψεως και πυκνότητας του δικτύου της στις χώρες του ΕΟΧ, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τους άλλους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών στα δίκτυά τους ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ.

–       DHL

54      Στις αιτιολογικές σκέψεις 626 έως 630 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, σύμφωνα με τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, η DHL ήταν ο πλέον σημαντικός ανταγωνιστής στην Ευρώπη στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών, από απόψεως μεριδίων της αγοράς (αιτιολογική σκέψη 626), γεωγραφικής καλύψεως (αιτιολογική σκέψη 627) καθώς και αναπτύξεως και πυκνότητας του δικτύου της εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 628).

 Ως προς την εγγύτητα του ανταγωνισμού

–       Γενικές εκτιμήσεις ως προς την ανταγωνιστική εγγύτητα της UPS και της TNT σε «διαφοροποιημένη αγορά»

55      Στις αιτιολογικές σκέψεις 631 έως 635 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τα ακόλουθα:

«(631) Στο παρόν τμήμα, η Επιτροπή αναλύει το κατά πόσον είναι στενές οι σχέσεις ανταγωνισμού, καταδεικνύοντας ότι οι TNT και UPS είναι στην πράξη πολύ στενοί ανταγωνιστές στην αγορά της ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ. Από την ανάλυση προκύπτει ότι η DHL είναι επίσης πολύ στενός ανταγωνιστής των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών, ενώ, όπως προκύπτει από τα τμήματα 7.3 και 7.2.1, η FedEx και οι πρωτοπόρες μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις DPD και GLS είναι περισσότερο απομακρυσμένοι ανταγωνιστές των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών.

(632) Η ανάλυση είναι χρήσιμη για να καθοριστούν εκείνες οι εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην αγορά της ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ και προσφέρουν προϊόντα τα οποία είναι τα πλησιέστερα υποκατάστατα μεταξύ αυτών, είναι δε διαφωτιστική αναφορικά με την ένταση της ανταγωνιστικής πιέσεως την οποία οι εν λόγω επιχειρήσεις ασκούν επί του παρόντος.

(633) Μια τέτοια ανάλυση είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη για τις διαφοροποιημένες αγορές, όπως η επίμαχη στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου τα προϊόντα και οι υπηρεσίες εμφανίζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ένας από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες του κατακερματισμού της αγοράς ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ είναι η κάλυψη των σημείων αφετηρίας και προορισμού που προτείνονται από συγκεκριμένο μεταφορέα (δηλαδή οι χώρες του ΕΟΧ από και προς τις οποίες τα επείγοντα μικρά δέματα μπορούν να μεταφερθούν και η έκταση της καλύψεως των γεωγραφικών εδαφών εντός των χωρών αυτών). Επίσης, άλλοι παράγοντες διαφοροποιήσεως είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της υπηρεσίας (η αξιοπιστία, η ποιότητα του συστήματος παρακολουθήσεως και εντοπισμού και η πρόταση ειδικών υπηρεσιών, όπως οι υψηλής ποιότητας, πρωινές ή μεσημβρινές παραδόσεις ή οι ιδιαίτεροι χειρισμοί).

(634) Ο συνδυασμός των παραγόντων διαφοροποιήσεως της υπηρεσίας με την εμπορική προσέγγιση των φορέων παροχής υπηρεσιών τους οποίους αφορά η προσφορά (ή η παρόμοια διαδικασία επιλογής καταναλωτών) καθορίζει σε ποιον βαθμό οι διάφοροι φορείς παροχής υπηρεσιών θα αποτελούν, από απόψεως των καταναλωτών, πλησιέστερα υποκατάστατα όταν θα τελούν σε ανταγωνισμό. Επομένως, η Επιτροπή δεν ανέλυσε απλώς τις επιχειρήσεις με γνώμονα τα βασικά χαρακτηριστικά τους (όπως είναι η κάλυψη των υπηρεσιών τους), αλλά περαιτέρω αξιολόγησε τον βαθμό της δυνατότητας υποκαταστάσεώς τους από απόψεως των καταναλωτών με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως την αξιολόγηση από τους καταναλωτές όπως προέκυψε από τις μελέτες των αγορών, την ανάλυση της προσφοράς και την ανάλυση των σημείων εξόδου της TNT.

(635) Σκοπός της αναλύσεως είναι όχι μόνον ο καθορισμός του επιπέδου του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, αλλά και ο εντοπισμός των λοιπών επιχειρήσεων που αποτελούν επί του παρόντος τα πλησιέστερα υποκατάστατα των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών στην κατακερματισμένη αγορά. Τούτο είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο εν προκειμένω, διότι από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία απορρέει ότι, στο πλαίσιο της οικείας κατακερματισμένης αγοράς, ένα πολύ περιορισμένο σύνολο φορέων παροχής υπηρεσιών τελεί ευθέως σε ανταγωνισμό μεταξύ τους σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στην αγορά.»

–       Αντίληψη των πελατών με βάση τις μελέτες της αγοράς

56      Η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 636 έως 652 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκθέτει τις απαντήσεις των πελατών στα ερωτηματολόγιά της σχετικά με την εγγύτητα του ανταγωνισμού στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών, από τις οποίες προκύπτει σαφώς, κατά την άποψή της, ανταγωνιστική εγγύτητα των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών και της DHL.

–       Σύγκριση των συνδέσεων και των καλύψεων παραδόσεως για διαφορετικές ταχείες υπηρεσίες

57      Στην αιτιολογική σκέψη 653 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε ότι ένας από τους παράγοντες που διαφοροποιεί περισσότερο τις παρέχουσες τις επίμαχες υπηρεσίες εταιρίες ήταν η έκταση της καλύψεως των χωρών αφετηρίας και προορισμού, στον βαθμό που καθορίζει τη δυνατότητα του πελάτη να αποστείλει μικρό δέμα χρησιμοποιώντας συγκεκριμένη ταχεία υπηρεσία (νωρίς το πρωί, το μεσημέρι ή οποιαδήποτε ώρα της ημέρας) από δεδομένη αφετηρία προς δεδομένο προορισμό.

58      Στις αιτιολογικές σκέψεις 654 έως 658, η Επιτροπή συνέκρινε, αφενός, τους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών μεταξύ τους και, αφετέρου, τους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών με τις θυγατρικές των La Poste και Royal Mail, κατέληξε δε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 659, ότι, για τους πελάτες που αναζητούν μεγάλη γεωγραφική κάλυψη εντός του ΕΟΧ για τις επίμαχες υπηρεσίες, τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη ήταν κατά πάσα πιθανότητα τα πλησιέστερα από απόψεως υποκαταστάσεως των υπηρεσιών.

–       Ως προς τα ωράρια παραδόσεως και τις υψηλής ποιότητας υπηρεσίες (υπηρεσίες premium)

59      Στις αιτιολογικές σκέψεις 660 και 661 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι άλλος ένας παράγοντας ο οποίος διαφοροποιεί τις παρέχουσες τις επίμαχες υπηρεσίες εταιρίες αφορούσε τις ώρες παραδόσεως ‒καθώς η αγορά διαρθρώνεται σε τρία τμήματα, ήτοι στο τμήμα «πριν από τις 10», στο τμήμα «πριν από τις 12» και στο τμήμα «οποιαδήποτε ώρα της ημέρας»‒, ιδίως όσον αφορά ορισμένα προϊόντα, όπου οι πρωινές υπηρεσίες θεωρούνταν ως υπηρεσίες premium.

60      Στηριζόμενη στην ανάλυσή της, η Επιτροπή έκρινε ότι τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη ήταν ισχυροί ανταγωνιστές της DHL, δεδομένης της σχετικά μικρής προσφοράς υπηρεσιών premium από τις μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 662 έως 665).

–       Ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών

61      Στην αιτιολογική σκέψη 666 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, «[ω]ς προς τους κύριους φορείς ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των υπηρεσιών των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών, όπως η παρακολούθηση και ο εντοπισμός ή οι διάφορες συμπληρωματικές υπηρεσίες, είναι παρόμοια μεταξύ τους, με εξαίρεση τις μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις (όπως οι DPD και GLS) οι οποίες αποτελούν απομακρυσμένα υποκατάστατα των υπηρεσιών των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών από απόψεως των διαφόρων κριτηρίων ποιότητας, όπως διευκρινίστηκε στο τμήμα σχετικά με τις μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις (ιδίως στο τμήμα 7.2.1.7, όπου επεξηγείται γιατί οι διεθνείς υπηρεσίες ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ οι οποίες παρέχονται από τις La Poste και Royal Mail γίνονται αντιληπτές ως απομακρυσμένα υποκατάστατα των υπηρεσιών των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών από απόψεως των διαφόρων κριτηρίων ποιότητας)».

–       Ως προς την πρακτική των προσφορών

62      Στις αιτιολογικές σκέψεις 667 έως 684 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, με βάση τα στοιχεία της UPS (αιτιολογικές σκέψεις 668 έως 674), της TNT (αιτιολογικές σκέψεις 675 έως 681) και της DHL (αιτιολογικές σκέψεις 682 έως 684), έκρινε ότι τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, από απόψεως της πρακτικής των προσφορών, ήταν στενοί ανταγωνιστές, όπως και η DHL, σε αντίθεση με την FedEx και τις μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις.

–       Ως προς τη δυνατότητα της TNT να διατηρήσει τους πελάτες της

63      Η Επιτροπή ανέλυσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 685 έως 701 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο των επαφών που διοργάνωσε η TNT με τους πελάτες της αναφορικά με τις αλλαγές στους φορείς παροχής υπηρεσιών τους οποίους χρησιμοποιούσε.

–       Συμπέρασμα ως προς την εγγύτητα του ανταγωνισμού

64      Στις αιτιολογικές σκέψεις 702 έως 711 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε, απαντώντας στις παρατηρήσεις των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών κατόπιν της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι οι UPS και TNT ήταν στενοί ανταγωνιστές της DHL στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών.

 Ως προς την επίδραση της ανταγωνιστικής πιέσεως στις «εξαιρετικά διαφοροποιημένες» αγορές

65      Στις αιτιολογικές σκέψεις 712 έως 714 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η συγκέντρωση επρόκειτο να μειώσει, σε ορισμένες αγορές, τον αριθμό των φορέων παροχής των επίμαχων υπηρεσιών, ολοκληρωμένων και μη, από τέσσερις σε τρεις.

66      Στις αιτιολογικές σκέψεις 715 έως 720 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η συγκέντρωση επρόκειτο να μειώσει, σε ορισμένες αγορές, τον αριθμό των φορέων παροχής των επίμαχων υπηρεσιών από τρεις σε δύο, δεδομένης της θέσεως της FedEx.

67      Στις αιτιολογικές σκέψεις 721 έως 726 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως επί των τιμών και, στις αιτιολογικές σκέψεις 727 έως 740, παρέθεσε την ανάλυση της UPS σχετικά με τις συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές.

 Ως προς τους φραγμούς εισόδου και τους φραγμούς επεκτάσεως στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών

68      Στην αιτιολογική σκέψη 741 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ως εξής: 

«(741) Η είσοδος ή η επέκταση στην αγορά ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένων υπόψη δύο διαφορετικών διαστάσεων: της προσφοράς προϊόντων και του γεωγραφικού εύρους. Ανεξαρτήτως της διαστάσεως, οι φραγμοί εισόδου ή οι φραγμοί επεκτάσεως είναι παρόμοιοι και μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: ο νεοεισερχόμενος στην αγορά της ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ καλείται να οργανώσει i) υποδομές πληροφορικής, ii) υποδομές διαλογής σε ολόκληρο τον ΕΟΧ και iii) εναέριο δίκτυο. Όπως αποδεικνύεται από την ανυπαρξία σημαντικών εισόδων κατά τα τελευταία είκοσι έτη και έως την ολοκλήρωση της μελέτης της αγοράς, οι φραγμοί αυτοί είναι πολύ αυξημένοι και δεν είναι δυνατό να υπερβληθούν με την εξωτερική ανάθεση.»

69      Προς στήριξη της κρίσεώς της, η Επιτροπή επικαλέστηκε, πρώτον, την ανυπαρξία οποιουδήποτε σημαντικού νεοεισερχόμενου κατά τα τελευταία 20 έτη (αιτιολογικές σκέψεις 742 έως 746), δεύτερον, την εκτίμηση της αγοράς ratione materiae και ratione loci (αιτιολογικές σκέψεις 747 έως 750), τρίτον, την ανάγκη ο νεοεισερχόμενος στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών να οργανώσει υποδομές στο σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 751 και 752), τέταρτον, την ανάγκη ο νεοεισερχόμενος να διαθέτει ιδιόκτητο τεχνολογικό δίκτυο (αιτιολογικές σκέψεις 753 έως 759), πέμπτον, την ανάγκη ο νεοεισερχόμενος να διαθέτει υποδομές διαλογής στο σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 760 έως 765) και, έκτον, την ανάγκη ο νεοεισερχόμενος να διαθέτει δικό του εναέριο δίκτυο (αιτιολογικές σκέψεις 766 έως 780).

70      Συμπερασματικώς, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 781 και 782, τα εξής:

«(781) Οι φραγμοί εισόδου ή οι φραγμοί επεκτάσεως είναι σωρευτικοί δεδομένου ότι κάθε νεοεισερχόμενος στην αγορά ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ καλείται να τους υπερβεί ταυτοχρόνως ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει ανταγωνιστικές υπηρεσίες παραδόσεως έναντι εκείνων που προτείνουν οι πλέον ισχυροί παράγοντες της αγοράς. Προκειμένου να υπάρξει αποτελεσματικός ανταγωνισμός απαιτείται η οργάνωση ενός δικτύου ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ, τόσο από απόψεως προσφοράς προϊόντων όσο και από απόψεως γεωγραφικού εύρους. Ως εκ τούτου, ο νεοεισερχόμενος καλείται να οργανώσει περίπλοκες υποδομές σε ολόκληρο τον ΕΟΧ, με κέντρα διαλογής, να διασφαλίσει ένα ευρύ και πυκνό δίκτυο παραλαβής και παραδόσεως [“Pick-Up & Deliveryˮ (PUD)], να συστήσει εναέριο και χερσαίο δίκτυο και να δημιουργήσει γραμμές μεταφοράς καθώς και να εγκαταστήσει περίπλοκο δίκτυο πληροφορικής. Όλα αυτά τα στοιχεία επιφέρουν κόστος και κινδύνους, ενώ απαιτούν και σημαντικό χρόνο.

(782) Περαιτέρω, προκειμένου να διασφαλιστεί απόδοση από απόψεως κόστους, που θα επιφέρει ως εκ τούτου αποτελεσματικό ανταγωνισμό, η είσοδος ή η επέκταση πρέπει να είναι ικανοποιητικής κλίμακας και να επιτύχουν επαρκή πυκνότητα δικτύου. Καθόσον η δραστηριότητα της παραδόσεως μικρών δεμάτων αποτελεί δικτυακό κλάδο, οι οικονομίες κλίμακας και η πυκνότητα είναι καθοριστικής σημασίας (όπως επεξηγήθηκε στο τμήμα 6.1.3), η δε επίτευξή τους ενδέχεται να απαιτήσει πολύ χρόνο. Πριν από την επίτευξη ικανοποιητικών οικονομιών κλίμακας, οι επιχειρήσεις πρέπει να εκτεθούν σε σημαντικό κόστος και κίνδυνο, ενδέχεται δε η εκμετάλλευση της δραστηριότητας να μην είναι αποδοτική για σημαντικό χρονικό διάστημα πριν να επιτύχουν απόδοση επί των επενδύσεων. Η εν λόγω περιπλοκότητα αυξάνει τις δυσκολίες της εισόδου ή της επεκτάσεως στην αγορά αυτή.»

 Ως προς το ενδεχόμενο, τους χρόνους και την επάρκεια των εισόδων ή των επεκτάσεων για την αντιμετώπιση των εν δυνάμει αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της συγκεντρώσεως

71      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι ούτε τα σχέδια επεκτάσεως της FedEx (αιτιολογική σκέψη 783) ούτε εκείνα άλλων φορέων (αιτιολογικές σκέψεις 784 έως 787) μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό στρατηγικές τις οποίες εφάρμοζαν τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη (αιτιολογική σκέψη 788).

 Ως προς την ύπαρξη αντισταθμιστικής αγοραστικής ισχύος

72      Όσον αφορά το ζήτημα της υπάρξεως αντισταθμιστικής αγοραστικής ισχύος, η Επιτροπή υπενθύμισε προκαταρκτικώς τα εξής:

«(789) Η αντισταθμιστική αγοραστική ισχύς καθορίζεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες για την εκτίμηση των οριζόντιων συγκεντρώσεων όπως από “την διαπραγματευτική ισχύ που έχει ο αγοραστής έναντι του πωλητή στις εμπορικές διαπραγματεύσεις λόγω του μεγέθους του, της εμπορικής του σημασίας για τον πωλητή και της ικανότητάς του να στραφεί σε άλλες πηγές εφοδιασμού”. Αφορά την ικανότητα των μεγάλων αγοραστών να αποσπάσει, στις κατάντη συγκεντρωτικές αγορές, μειώσεις τιμών εκ μέρους των προμηθευτών.

(790) Οι κατευθυντήριες οδηγίες περιλαμβάνουν μη εξαντλητικό κατάλογο των πιθανών πηγών αντισταθμιστικής αγοραστικής ισχύος, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας που έχει ο μεγάλος αγοραστής να ανατρέξει σε άλλους προμηθευτές, να ενθαρρύνει την ανάπτυξη ή την είσοδο [ανταγωνιστών] ή να αρνηθεί να αγοράσει ορισμένα προϊόντα των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών αν τα μέρη αυτά αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων για τα οποία η συγκέντρωση επιφέρει μείωση του ανταγωνισμού.»

73      Στις αιτιολογικές σκέψεις 791 έως 799 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, αφού αναφέρθηκε στη θέση της UPS (αιτιολογική σκέψη 791), διαπίστωσε ότι «οι πελάτες δεν έχουν την ικανότητα να ασκήσουν επαρκή αντισταθμιστική αγοραστική ισχύ ώστε να αντιμετωπίσουν την αύξηση των τιμών στην αγορά της ταχείας διανομής εντός του ΕΟΧ μετά τη συγκέντρωση».

 Ως προς τη θέση της TNT ελλείψει της συγκεντρώσεως

74      Η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 800 έως 806 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η πραγματική κάλυψη και η ανταγωνιστική ικανότητα της TNT και απέρριψε το επιχείρημα της UPS το οποίο αφορά την ενδεχόμενη υποβάθμιση της θέσεως της TNT στις υπηρεσίες ταχείας μεταφοράς σε μεγάλες αποστάσεις.

 Ως προς την αναμενόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της συγκεντρώσεως

75      Όσον αφορά την αναμενόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της συγκεντρώσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε εισαγωγικώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 807 έως 816 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα κριτήρια των κατευθυντηρίων οδηγιών για την εκτίμηση των οριζόντιων συγκεντρώσεων από απόψεως του κανονισμού του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 31, σ. 5).

76      Στις αιτιολογικές σκέψεις 817 έως 848 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέλυσε την προβαλλόμενη από τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, από απόψεως μειώσεως του κόστους για τις επιχειρησιακές συνέργειες (αιτιολογικές σκέψεις 822 έως 831), τις συνέργειες εναέριου δικτύου (αιτιολογικές σκέψεις 832 έως 837) και τις συνέργειες διαχειρίσεως και διοικητικού κόστους (αιτιολογική σκέψη 838), καθώς και τα επιχειρήματα των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών ως προς την επαληθευσιμότητα των στοιχείων τους (αιτιολογικές σκέψεις 839 έως 841) και την κατανομή των προβλεπομένων μειώσεων ανά υπηρεσία και ανά γεωγραφική ζώνη (αιτιολογικές σκέψεις 842 έως 848).

77      Στις αιτιολογικές σκέψεις 849 έως 921 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αξιολόγησε την κατά την άποψη των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών βελτίωση της αποτελεσματικότητας και τη δυνατότητα επαληθεύσεώς της (αιτιολογικές σκέψεις 850 έως 892), τα κέρδη για τους καταναλωτές (αιτιολογικές σκέψεις 893 έως 906), την ιδιαιτερότητα της συγκεντρώσεως (αιτιολογικές σκέψεις 907 έως 910) και τους υπολογισμούς των συνεργειών (αιτιολογικές σκέψεις 911 έως 921).

 Ανάλυση ανά χώρα

78      Η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 923 έως 939 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνόψισε τις εκτιμήσεις της σχετικά με τις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών.

79      Στις αιτιολογικές σκέψεις 940 έως 951 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στα μερίδια των αγορών τα οποία πρότεινε η UPS.

80      Ακολούθως, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται στη θέση της UPS και στην εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τις συνέπειες της συγκεντρώσεως στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών λαμβανομένων υπόψη των πιθανών συνεπειών της συγκεντρώσεως επί των τιμών και της αναμενόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας της συγκεντρώσεως, για ορισμένες χώρες του ΕΟΧ, ανά χώρα, ήτοι για τη Βουλγαρία (αιτιολογικές σκέψεις 952 έως 1018), την Τσεχική Δημοκρατία (αιτιολογικές σκέψεις 1019 έως 1070), τη Δανία (αιτιολογικές σκέψεις 1071 έως 1148), την Εσθονία (αιτιολογικές σκέψεις 1149 έως 1193), τη Φινλανδία (αιτιολογικές σκέψεις 1194 έως 1240), την Ουγγαρία (αιτιολογικές σκέψεις 1241 έως 1317), τη Λεττονία (αιτιολογικές σκέψεις 1318 έως 1365), τη Λιθουανία (αιτιολογικές σκέψεις 1366 έως 1415), τη Μάλτα (αιτιολογικές σκέψεις 1416 έως 1435), τις Κάτω Χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 1436 έως 1563), την Πολωνία (αιτιολογικές σκέψεις 1564 έως 1633), τη Ρουμανία (αιτιολογικές σκέψεις 1634 έως 1679), τη Σλοβακία (αιτιολογικές σκέψεις 1680 έως 1743), τη Σλοβενία (αιτιολογικές σκέψεις 1744 έως 1798) και τη Σουηδία (αιτιολογικές σκέψεις 1799 έως 1849).

 Γενικό συμπέρασμα της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τις συνέπειες της συγκεντρώσεως

81      Στην αιτιολογική σκέψη 1850 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συμπέρανε ότι η συγκέντρωση συνιστούσε σημαντική παρακώλυση στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών στις εξής χώρες: Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Δανία, Εσθονία, Λεττονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία, ήτοι σε δεκαπέντε χώρες μέλη του ΕΟΧ.

 Ως προς τις δεσμεύσεις των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών

82      Στις αιτιολογικές σκέψεις 1851 έως 1942 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τις δεσμεύσεις τις οποίες πρότειναν τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη και, στις αιτιολογικές σκέψεις 1943 έως 2106, εξέθεσε την αρνητική εκτίμησή της ως προς τις εν λόγω δεσμεύσεις.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

83      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

84      Με έγγραφο συνοδευτικό του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα επέστησε την προσοχή του Γενικού Δικαστηρίου στο γεγονός ότι η προσφυγή και τα παραρτήματά της είχαν εμπιστευτικό χαρακτήρα και περιείχαν εμπορικά απόρρητα τα οποία την αφορούσαν.

85      Ως εκ τούτου, κατʼ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, των οδηγιών προς τον Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ζήτησε να μην αναφέρονται οι πληροφορίες αυτές στα αφορώντα την υπόθεση έγγραφα στα οποία είχε πρόσβαση το κοινό.

86      Επίσης, στην περίπτωση παρεμβάσεως τρίτου, η προσφεύγουσα δήλωσε την πρόθεσή της να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να διαγράψει από κάθε έγγραφο το οποίο ανακοινώνεται στον παρεμβαίνοντα τα εμπορικά της απόρρητα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

87      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

88      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Απριλίου 2013, η Επιτροπή δήλωσε ότι παρέλαβε το δικόγραφο της προσφυγής της προσφεύγουσας καθώς και την αίτησή της για εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο την παράταση της προθεσμίας καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως.

89      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Απριλίου 2013, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία.

90      Με απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, η αίτηση της προσφεύγουσας περί εκδικάσεως της υπό κρίση υποθέσεως με ταχεία διαδικασία απορρίφθηκε.

91      Με απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, αποφασίστηκε ότι παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως της Επιτροπής για παράταση της προθεσμίας καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως.

92      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο την παράταση της προθεσμίας καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως.

93      Στις 27 Μαΐου 2013, η εν λόγω αίτηση έγινε δεκτή.

94      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου την παράταση της προθεσμίας καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως.

95      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Ιουνίου 2013, η FedEx ζήτησε να παρέμβει στη διαφορά υπέρ της Επιτροπής (στο εξής: αίτηση παρεμβάσεως).

96      Με έγγραφα της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 2013, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, το αργότερο έως την 18η Ιουλίου 2013.

97      Στις 2 Ιουλίου 2013, έγινε δεκτή η αίτηση της Επιτροπής για παράταση της προθεσμίας καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως.

98      Με επιστολή την οποία απηύθυνε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, την παράταση έως την 1η Αυγούστου 2013 της προθεσμίας καταθέσεως της μη εμπιστευτικής μορφής της προσφυγής έναντι της FedEx, δεδομένων του όγκου της δικογραφίας και του αριθμού των ευαίσθητων στοιχείων καθώς και του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν ακόμη προσιτή στο κοινό λόγω της εν εξελίξει επεξεργασίας εκ μέρους της Επιτροπής των πολυπληθών αιτήσεων περί εμπιστευτικότητας.

99      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 9 Ιουλίου 2013 και, εν συνεχεία, τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως παρεμβάσεως στις 10 Ιουλίου 2013.

100    Με έγγραφο της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2013, έγινε δεκτή η αίτηση της προσφεύγουσας για παράταση της προθεσμίας καταθέσεως της μη εμπιστευτικής μορφής της προσφυγής έναντι της FedEx.

101    Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως παρεμβάσεως στις 17 Ιουλίου 2013.

102    Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε να απαλειφθούν από τα προς επίδοση στη FedEx διαδικαστικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων η προσφυγή και τα παραρτήματά της, ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία. Η προσφεύγουσα υπέβαλε κατάλογο και μη εμπιστευτικών μορφών των εν λόγω εγγράφων.

103    Με το έγγραφό της, καταρχάς, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, επρόκειτο να επεκτείνει την αίτησή της περί εμπιστευτικότητας έναντι της FedEx και σε άλλα έγγραφα κοινοποιηθέντα στο Γενικό Δικαστήριο, όπως το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής και το υπόμνημα απαντήσεως.

104    Ακολούθως, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι τα στοιχεία την εμπιστευτικότητα των οποίων ζητούσε αφορούσαν την ανάλυση των συνεπειών της συγκεντρώσεως για τις τιμές και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, τις πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρησιακές και εμπορικές στρατηγικές της καθώς και τα στοιχεία σχετικά με τις δεσμεύσεις τις οποίες είχε προτείνει στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

105    Τέλος, η προσφεύγουσα επέστησε την προσοχή του Γενικού Δικαστηρίου στο γεγονός ότι ορισμένα έγγραφα της δικογραφίας περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες και εμπορικά απόρρητα τα οποία αφορούσαν τρίτους, ιδίως την TNT, και παρότι θεωρούσε ότι η ίδια δεν μπορούσε να ζητήσει αντ’ αυτών την εμπιστευτική μεταχείρισή τους, εντούτοις επισήμανε στο Γενικό Δικαστήριο τα επίμαχα στοιχεία που αφορούσαν την TNT.

106    Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Αυγούστου 2013, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως εμπιστευτικότητας υπογραμμίζοντας ότι ορισμένα έγγραφα της δικογραφίας, όχι όμως και το υπόμνημα αντικρούσεως, περιείχαν εμπιστευτικά στοιχεία τα οποία αφορούσαν την TNT και, κατʼ ουσίαν, ότι, αν η προσφεύγουσα, η οποία είχε υποβάλει τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, εκτιμούσε στην πραγματικότητα ότι δεν ήταν σε θέση να επεκτείνει σχετικώς την αίτησή της περί εμπιστευτικότητας, όφειλε η ίδια να επανεξετάσει προς τον σκοπό αυτό το περιεχόμενο της προσφυγής.

107    Με απόφαση της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Αυγούστου 2013, η προσφεύγουσα κλήθηκε να διορθώσει, έως την 5η Σεπτεμβρίου 2013, τις μη εμπιστευτικές μορφές απαλείφοντας όλα τα σχετικά με την TNT στοιχεία.

108    Στις 2 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως.

109    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα, βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, και παράγραφος 4, καθώς και βάσει του άρθρου 65 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή της διεξαγωγής αποδείξεων, να καλέσει την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα που είχε υποβάλει η FedEx κατά τη διοικητική διαδικασία.

110    Η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η αίτησή της για μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγή αποδείξεων αφορούσε κατʼ ουσίαν τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

111    Στις 5 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μη εμπιστευτική μορφή, έναντι της FedEx, η οποία κάλυπτε την TNT, της προσφυγής και των παραρτημάτων της, μεταξύ των οποίων και το παράρτημα A.1, ήτοι της προσβαλλομένης αποφάσεως.

112    Στις 5 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι η από 31 Ιουλίου 2013 αίτησή της αφορούσε διάφορες κατηγορίες στοιχείων, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίσει τους δικαιολογητικούς λόγους του φερόμενου εμπιστευτικού χαρακτήρα τους.

113    Με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα.

114    Με διάταξη του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2013, επιτράπηκε στη FedEx να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

115    Στη FedEx ανακοινώθηκαν όλα τα διαδικαστικά έγγραφα τα οποία είχαν κοινοποιηθεί στους διαδίκους, μεταξύ των οποίων οι μη εμπιστευτικές μορφές της προσφυγής και των παραρτημάτων της, όπως τροποποιήθηκαν από την προσφεύγουσα στις 5 Σεπτεμβρίου 2013.

116    Με επιστολή της 8ης Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της από 2 Σεπτεμβρίου 2013 αιτήσεως της προσφεύγουσας για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζητώντας την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της και λόγω ελλείψεως χρησιμότητας για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας.

117    Με επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2013, η παρεμβαίνουσα διατύπωσε λεπτομερείς αντιρρήσεις αναφορικά με την αίτηση της προσφεύγουσας περί εμπιστευτικότητας όπως της είχε διαβιβαστεί από τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

118    Στις 12 Δεκεμβρίου 2013, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε την παρεμβαίνουσα ότι, κατόπιν των αντιρρήσεών της επί της αιτήσεως περί εμπιστευτικότητας, η καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση του υπομνήματος παρεμβάσεως είχε μετατεθεί επ’ αόριστον και ότι θα οριζόταν νέα προθεσμία μετά την έκδοση διατάξεως επί της εμπιστευτικότητας.

119    Στις 30 Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

120    Την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα συμπλήρωσε την αίτησή της περί εμπιστευτικότητας όσον αφορούσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

121    Στις 20 Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα κλήθηκε, σχετικά με την αίτησή της περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως του παραρτήματος A.1 της προσφυγής, ήτοι της μη εμπιστευτικής μορφής της προσβαλλομένης αποφάσεως, να επισημάνει, για κάθε διαγεγραμμένο στοιχείο, τους δικαιολογητικούς λόγους της αιτήσεώς της περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

122    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα κλήθηκε να μην εισαγάγει στην απάντησή της στοιχεία, αφορώντα την ίδια ή την TNT, τα οποία εκτιμούσε ότι ήταν εμπιστευτικά έναντι της παρεμβαίνουσας.

123    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα κλήθηκε να απαλείψει από την εμπιστευτική μορφή της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον τα αυστηρώς αναγκαία αποσπάσματα για τους σκοπούς της προστασίας της εμπιστευτικότητας έναντι της παρεμβαίνουσας.

124    Με επιστολές της Γραμματείας της 3ης Απριλίου 2014, η παρεμβαίνουσα κλήθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως περί εμπιστευτικότητας έναντί της, όπως κατατέθηκε από την προσφεύγουσα.

125    Με τηλεομοιοτυπία που απευθύνθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2014, η παρεμβαίνουσα δήλωσε ότι δεν έχει αντιρρήσεις επί της αιτήσεως περί εμπιστευτικότητας όπως κατατέθηκε από την προσφεύγουσα.

126    Με επιστολή της Γραμματείας της 8ης Μαΐου 2014, οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι ως καταληκτική ημερομηνία καταθέσεως του υπομνήματος παρεμβάσεως είχε οριστεί η 20ή Ιουνίου 2014.

127    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2014, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε το υπόμνημα παρεμβάσεως.

128    Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του εν λόγω υπομνήματος στις 6 Οκτωβρίου 2014 και αμφισβήτησε το παραδεκτό του.

129    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 2015, η προσφεύγουσα ζήτησε την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπό κρίση προσφυγής.

130    Στις 16 Ιουλίου 2015, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ερωτήσεις.

131    Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

132    Με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2015, έγινε δεκτή η αίτηση περί της κατά προτεραιότητα εκδικάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 67, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

133    Με έγγραφο της 4ης Αυγούστου 2015 και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας την οποία είχε υποβάλει η προσφεύγουσα και ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα τα οποία είχε διαβιβάσει η FedEx κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

134    Στις 12 Αυγούστου 2015, η Επιτροπή αρνήθηκε να προσκομίσει τα ζητηθέντα έγγραφα προκειμένου να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητά τους.

135    Με διάταξη της 25ης Σεπτεμβρίου 2015, το τέταρτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την Επιτροπή, κατʼ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του άρθρου 92, παράγραφος 3, και του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα ζητηθέντα έγγραφα.

136    Στις 2 Οκτωβρίου 2015 η Επιτροπή προσκόμισε τα ζητηθέντα έγγραφα.

137    Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2015, το τέταρτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του άρθρου 92, παράγραφος 3, και του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει συμπληρωματικά έγγραφα.

138    Με διάταξη της 11ης Δεκεμβρίου 2015, το τέταρτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του άρθρου 92, παράγραφος 3, και του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, στους εκπροσώπους της προσφεύγουσας να συμβουλευθούν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, υπό τον όρο της υπογραφής συμφωνίας τηρήσεως του απορρήτου, ένα εμπιστευτικό έγγραφο.

139    Στις 17 Δεκεμβρίου 2015, οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας κοινοποίησαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις συμφωνίες τηρήσεως του απορρήτου υπογεγραμμένες.

140    Από τις 15 Ιανουαρίου έως τις 12 Φεβρουαρίου 2016, οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας είχαν τη δυνατότητα να συμβουλευθούν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το εμπιστευτικό έγγραφο.

141    Στις 12 Φεβρουαρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν γραπτώς, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, τις παρατηρήσεις τους επί του εμπιστευτικού εγγράφου εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων.

142    Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή, αντιστοίχως στις 26 και στις 29 Φεβρουαρίου 2016, διαβίβασαν στο Γενικό Δικαστήριο τις παρατηρήσεις τους επί του περιεχομένου του εμπιστευτικού εγγράφου το οποίο συμβουλεύθηκαν σε αίθουσα φυλάξεως στοιχείων.

143    Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

144    Σύμφωνα με το άρθρο 109 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο, με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2016, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της αναγκαιότητας, ενδεχομένως, της διεξαγωγής της συζητήσεως εν μέρει κεκλεισμένων των θυρών.

145    Στις 29 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Γενικού Δικαστηρίου, εκτιμώντας ότι η διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών δεν ήταν αναγκαία, εφόσον δεν εξεταζόταν το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο είχαν συμβουλευθεί οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας σε αίθουσα φυλάξεως στοιχείων από τις 15 Ιανουαρίου 2016.

146    Στις 31 Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Γενικού Δικαστηρίου, δηλώνοντας ότι δεν έχει αντιρρήσεις ως προς τη δημοσιότητα των συζητήσεων ούτε ως προς τη διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών, υπό τον όρο, όμως, ότι θα εξεταστεί το περιεχόμενο του εμπιστευτικού εγγράφου το οποίο είχαν συμβουλευθεί οι εκπρόσωποί της σε αίθουσα φυλάξεως στοιχείων από τις 15 Ιανουαρίου 2016.

147    Την ίδια ημέρα, η παρεμβαίνουσα, με τη σειρά της, δήλωσε ότι έκρινε αναγκαία τη διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών εξ ολοκλήρου και όχι εν μέρει όπως είχε προτείνει το Γενικό Δικαστήριο, λόγω των πολλών διαφοροποιήσεων μεταξύ, αφενός, της μη εμπιστευτικής μορφής της προσβαλλομένης αποφάσεως όπως περιλήφθηκε στη δικογραφία και, αφετέρου, της δημόσιας μορφής της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαφοροποιήσεις οι οποίες απαριθμούνταν σε παράρτημα των παρατηρήσεων της παρεμβαίνουσας.

148    Στις 5 Απριλίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε την διεξαγωγή της συζητήσεως εξ ολοκλήρου κεκλεισμένων των θυρών.

149    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Απριλίου 2016, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις θέσεις τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

150    Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 11ης Απριλίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από την Επιτροπή, αφενός, να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε κατά την επʼ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Απριλίου 2016 και, αφετέρου, να απαντήσει γραπτώς σε μια ερώτηση.

151    Στις 26 Απριλίου 2016, η Επιτροπή προσκόμισε τα ζητηθέντα έγγραφα και απάντησε εμπροθέσμως στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου.

152    Στις 8 Ιουνίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων και της απαντήσεως που απέστειλε η Επιτροπή στις 26 Απριλίου 2016.

153    Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο περάτωσε την προφορική διαδικασία.

154    Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

155    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της παρεμβαίνουσας.

156    Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

157    Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, με τον δεύτερο προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και με τον τρίτο παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

158    Ο δεύτερος λόγος προσφυγής, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί πρώτος, διαρθρώνεται, κατ’ ουσίαν, σε τέσσερα σκέλη με τα οποία προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά, αντιστοίχως, τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές, την αναμενόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της συγκεντρώσεως, τη μελλοντική ανταγωνιστική θέση της FedEx και τον αριθμό των κρατών μελών όπου υπήρχε σημαντική παρακώλυση.

159    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, αντάλλαξαν με την Επιτροπή τις αναλύσεις τους σχετικά με τη συγκέντρωση όσον αφορά τις τιμές καθώς και τις εκτιμήσεις τους σχετικά με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, υπολογίζοντας τις αναμενόμενες καθαρές συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές στις διάφορες εθνικές αγορές.

160    Ωστόσο, η περιληφθείσα στην προσβαλλόμενη απόφαση ανάλυση της συγκεντρώσεως όσον αφορά τις τιμές διέφερε σημαντικά από όλες τις μορφές στις οποίες παρασχέθηκε πρόσβαση στην προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, όπερ προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας.

161    Σε παράρτημα της προσφυγής, η προσφεύγουσα προσκομίζει έκθεση όπου καταγράφονται οι τροποποιήσεις οι οποίες, κατά την άποψή της, επήλθαν στο πρότυπο που χρησιμοποίησε και όπου εκτίθενται οι τεχνικοί λόγοι για τους οποίους δεν ήταν σε θέση να αναπαραγάγει τα αποτελέσματα που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

162    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατόπιν της απαντήσεως της Επιτροπής στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου μετά την επʼ ακροατηρίου συζήτηση, το οικονομετρικό πρότυπο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι μια εξαιρετικά περιορισμένη εκδοχή μιας μη γραμμικής προσεγγίσεως, δηλαδή μιας προσεγγίσεως την οποία χαρακτηρίζει ως «γραμμική ανά τμήματα», η οποία ουδόλως συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

163    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε μάλλον ένα γραμμικό πρότυπο στο εσωτερικό κάθε διαστήματος διακυμάνσεως.

164    Εξάλλου, υπογραμμίζει ότι είναι αντίθετη προς την οικονομική πρακτική η χρησιμοποίηση κατά τα στάδια εκτιμήσεως και προβλέψεως, τα οποία αποτελούν τα δύο στάδια της οικονομετρικής αναλύσεως της Επιτροπής, δύο διαφορετικών μεταβλητών συγκεντρώσεως.

165    Συγκεκριμένα, προκειμένου να εκθέσει τον βαθμό συγκεντρώσεως στην αγορά, η Επιτροπή χρησιμοποίησε κατά το στάδιο της εκτιμήσεως μια διακριτή μεταβλητή συγκεντρώσεως, σύμφωνα με τις σχετικές εισηγήσεις της προσφεύγουσας, ενώ κατά το στάδιο της προβλέψεως χρησιμοποίησε μια συνεχή μεταβλητή.

166    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, χρησιμοποιώντας κατά το στάδιο της προβλέψεως μια τέτοια μεταβλητή, η Επιτροπή δεν αναλύει την εξέλιξη της τιμής από το ένα διάστημα διακυμάνσεως στο άλλο, αλλά μόνον την εξέλιξη της τιμής εντός του κάθε διαστήματος διακυμάνσεως.

167    Όσον αφορά τα εν λόγω διαστήματα, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι τα διαστήματα δεν καταρτίστηκαν από την ίδια αλλά επελέγησαν κατά τρόπο αυθαίρετο από την Επιτροπή.

168    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί συνεπώς να αμφισβητήσει λυσιτελώς την αξιοπιστία του επίμαχου οικονομετρικού προτύπου, το οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των αποτελεσμάτων της Επιτροπής και εκείνων που υπολόγισε η ίδια στην τελευταία οικονομετρική ανάλυση την οποία υπέβαλε στην Επιτροπή στις 16 Νοεμβρίου 2012.

169    Η αδυναμία αναπαραγωγής των αποτελεσμάτων της Επιτροπής αποδεικνύει ότι η Επιτροπή δεν της επέτρεψε να εκθέσει τη θέση της προ της σημαντικής και εις βάρος της τροποποιήσεως του οικονομετρικού προτύπου το οποίο είναι καθοριστικό για το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

170    Εάν, όμως, η Επιτροπή την είχε ακούσει ως προς τις επίμαχες τροποποιήσεις πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα θα είχε τη δυνατότητα να επαληθεύσει τα αποτελέσματα που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση και, κυρίως, θα μπορούσε να υποστηρίξει την άποψή της ως προς τον ενδεδειγμένο χαρακτήρα μιας τόσο σημαντικής τροποποιήσεως.

171    Εξάλλου, παραπέμποντας στην εξέταση του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη μελλοντική ανταγωνιστική θέση της FedEx, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι δεν απέκτησε εγκαίρως πρόσβαση στα στοιχεία της καλύψεως της FedEx το 2015 κατά τη διοικητική διαδικασία και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να προτείνει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα.

172    Από την πλευρά της, η Επιτροπή αμφισβητεί, κυρίως, το παραδεκτό των νομικών και οικονομικών επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, καθόσον περιλαμβάνονται σε παράρτημα της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική.

173    Κατά την Επιτροπή, η προσφυγή ουδόλως εξηγεί τις προβαλλόμενες διαφοροποιήσεις, παρά μόνον με παραπομπή σε παράρτημα, με αποτέλεσμα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας να είναι απαράδεκτα, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, καθόσον η προσφυγή δεν περιέχει τα κύρια στοιχεία του λόγου ακυρώσεως.

174    Η προσφεύγουσα αντικρούει αυτήν την ένσταση απαραδέκτου, προβάλλοντας ότι τα κύρια στοιχεία της επιχειρηματολογίας της περιλαμβάνονται προδήλως στο ίδιο το σώμα της προσφυγής και ότι σκοπός της παραπομπής στο παράρτημα A.6 της προσφυγής ήταν απλώς να τεκμηριώσει με τεχνικό τρόπο αυτά τα βασικά επιχειρήματα.

175    Συγκεκριμένα, στην προσφυγή διευκρινίζεται ότι το επίμαχο οικονομετρικό πρότυπο είναι ουσιωδώς διαφορετικό από κάθε άλλο οικονομετρικό πρότυπο το οποίο η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να εξετάσει στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και ότι τούτο μπορεί, μεταξύ άλλων, να επιβεβαιωθεί από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν κατάφερε να κατανοήσει πλήρως το εν λόγω πρότυπο ούτε να επαληθεύσει τα εξ αυτού απορρέοντα αποτελέσματα.

176    Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής είναι αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

177    Καταρχάς, η τελική ανάλυσή της σχετικά με τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές δεν είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα, όπως προκύπτει από παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως.

178    Κατά την Επιτροπή, όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 727 έως 740 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επελθούσες τροποποιήσεις αφορούσαν, αφενός, τις αναμενόμενες υποθέσεις του οικονομετρικού προτύπου ως προς τις συνέπειες μιας ενισχύσεως της συγκεντρώσεως επί των αρχικών επιπέδων των τιμών και, αφετέρου, τη μεταβλητή συγκεντρώσεως που έπρεπε να ληφθεί υπόψη.

179    Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ακρόαση της προσφεύγουσας προτού υιοθετήσει το επίμαχο οικονομετρικό πρότυπο.

180    Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε πέντε μελέτες σχετικά καθυστερημένα κατά τη διοικητική διαδικασία, οι οποίες πάντως όλες αποτέλεσαν αντικείμενο έντονων συζητήσεων στο πλαίσιο των διαφόρων συναντήσεων για τον απολογισμό. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η τελευταία μελέτη της προσφεύγουσας, της 16ης Νοεμβρίου 2012, επίσης αποτέλεσε αντικείμενο προκαταρκτικών παρατηρήσεων κατά τη συνάντηση για τον απολογισμό της 11ης Δεκεμβρίου 2012 και ότι, λόγω της καθυστερημένης υποβολής της τελευταίας μελέτης, η «τελική εκτίμησ[ή της] έπρεπε να περιληφθεί στην [προσβαλλόμενη] απόφαση».

181    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ενέργειές της είναι σύμφωνες με τη νομολογία περί των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τις συγκεντρώσεις, υπό την έννοια ότι, εφόσον η απόφαση δεν επαναλαμβάνει απλώς το κείμενο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, δικαιούται να αναθεωρήσει ή να προσθέσει πραγματικά ή νομικά στοιχεία προς στήριξη των αιτιάσεων τις οποίες διατύπωσε και των απαντήσεων της προσφεύγουσας κατά τη διοικητική διαδικασία, υπό την επιφύλαξη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διατυπώνει τις ίδιες αιτιάσεις με τις εκτεθείσες στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, όπερ ισχύει εν προκειμένω.

182    Στο υπόμνημα απαντήσεως, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εάν η Επιτροπή είχε εσφαλμένως θεωρήσει ότι δεν είχε το δικαίωμα να υποβάλει τις μελέτες που επικαιροποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 2012, η Επιτροπή θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση ακριβώς την ίδια ανάλυση της συγκεντρώσεως ως προς τις τιμές με εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τα ουσιαστικά σφάλματα της αναλύσεως αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στην απάντηση επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων προσφεύγοντας σε επιχειρήματα και δικαιολογητικούς λόγους που δεν αναφέρονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, αλλά ότι δεν μπορεί να στηριχθεί σε στοιχεία άλλα από τα εκτιθέμενα στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

183    Εν προκειμένω, η Επιτροπή θα μπορούσε το πολύ να απορρίψει τις μελέτες τις οποίες υπέβαλε η προσφεύγουσα τον Νοέμβριο του 2012 χωρίς να προηγηθεί ακρόασή της. Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρνηθεί την ακρόασή της, διότι είχε παρέμβει στις μεθόδους και στα αποτελέσματα των μελετών αυτών με σκοπό να χρησιμοποιήσει τα νέα αποτελέσματα για να αντιταχθεί στη συγκέντρωση, ως αντιστάθμισμα για τα στοιχεία επί των οποίων είχε στηριχθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ήτοι τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και τα σχέδια επεκτάσεως της FedEx.

184    Δεύτερον, η κατά την Επιτροπή «καθυστερημένη υποβολή» των υπομνημάτων της προσφεύγουσας οφείλεται στη συμπεριφορά της ίδιας της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

185    Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας εις βάρος της προσφεύγουσας, πρέπει περαιτέρω να αποδείξει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στην επίμαχη οικονομετρική ανάλυση προκειμένου να στηρίξει την αιτίασή της και ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνον με παραπομπή στην εν λόγω ανάλυση. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η προσφεύγουσα όφειλε επίσης να αποδείξει ότι οι εκτιμήσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη σημαντική παρακώλυση θα ήταν διαφορετικές εάν είχε απορρίψει την εν λόγω ανάλυση ως αποδεικτικό στοιχείο.

186    Προκύπτει, όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, στη δανική και στην ολλανδική αγορά, θεωρήθηκε ότι υπήρχε σημαντική παρακώλυση ενώ η αναμενόμενη καθαρή συνέπεια βάσει της επίμαχης οικονομετρικής αναλύσεως ήταν αρνητική, οπότε οι εκτιμήσεις της Επιτροπής, κατά τις οποίες ήταν πιθανή η σημαντική παρακώλυση στις εν λόγω αγορές, δεν θα ήταν διαφορετικές εάν είχε απορρίψει την εν λόγω ανάλυση ως αποδεικτικό στοιχείο.

187    Συναφώς, επιβάλλεται να επισημάνει το Γενικό Δικαστήριο ότι, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί όχι τη βασιμότητα της επίμαχης οικονομετρικής αναλύσεως, αντικείμενο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αλλά τη δυνατότητα αντιτάξεως του επίμαχου οικονομετρικού προτύπου, το οποίο υιοθετεί η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν της γνωστοποιήθηκε πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας και, ευρύτερα, των δικαιωμάτων άμυνάς της.

188    Στο πλαίσιο αυτό, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν το επίμαχο οικονομετρικό πρότυπο, το οποίο υιοθέτησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, διαφέρει από το τελευταίο οικονομετρικό πρότυπο που γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και, ενδεχομένως, σε ποιον βαθμό.

189    Πριν από την εκτίμηση της βασιμότητας της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, πρέπει να εξακριβωθεί το παραδεκτό της, το οποίο αμφισβητείται από την Επιτροπή.

1.     Ως προς το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

190    Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής, με το οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας όσον αφορά τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές, στον βαθμό που δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

191    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη διάταξη αυτή όπως εξάλλου και κατά τη διάταξη του άρθρου 76, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών, τα δε στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορούν ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, ενδεχομένως χωρίς να χρειαστεί πρόσθετα στοιχεία.

192    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία, δυνάμει των προαναφερθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 40).

193    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει εν προκειμένω ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας τροποποιώντας ουσιωδώς, χωρίς ακρόασή της επʼ αυτού, το οικονομετρικό πρότυπο το οποίο της είχε γνωστοποιήσει σχετικά με τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές.

194    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων η προσφεύγουσα στηρίζει το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως προκύπτουν κατά τρόπο αρκούντως σαφή από την ανάγνωση της προσφυγής. Πράγματι, μολονότι η προσφεύγουσα όντως παραπέμπει στο παράρτημα A.6 της προσφυγής προκειμένου να τεκμηριώσει την ύπαρξη των προβαλλομένων τροποποιήσεων, η επιχειρηματολογία επί της οποίας στηρίζεται προκειμένου να επικρίνει τη χρησιμοποίηση της επίμαχης οικονομετρικής αναλύσεως προκύπτει, έστω και συνοπτικώς, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής.

195    Επιπλέον, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση, με το υπόμνημα αντικρούσεως, να απαντήσει στο προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό την άποψη ότι, καίτοι η έκθεση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στο δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερής, το περιεχόμενο του συγκεκριμένου σκέλους είναι σαφές.

196    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο, καίτοι χρειάστηκε να ανατρέξει στο παράρτημα A.6 προκειμένου να εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, εντούτοις δεν χρειάστηκε να αναζητήσει και να εντοπίσει στο παράρτημα A.6 του δικογράφου της προσφυγής τα προβαλλόμενα επιχειρήματα προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

197    Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι το υπό κρίση σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως είναι παραδεκτό από πλευράς των επιταγών του άρθρου 76, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

2.     Ως προς το βάσιμο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

198    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του, σχετικά με τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απαιτεί να εξακριβωθεί αν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας επηρεάσθηκαν από τις συνθήκες υπό τις οποίες η επίμαχη οικονομετρική ανάλυση στηρίχθηκε σε οικονομετρικό πρότυπο διαφορετικό από εκείνο που αποτέλεσε αντικείμενο της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

199    Συναφώς, επιβάλλεται προκαταρκτικώς η υπόμνηση ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών ενώπιον της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2015, Deutsche Börse κατά Επιτροπής, T-175/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:148, σκέψη 247).

200    Έχει, επίσης, κριθεί ότι η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως της υποθέσεως, η οποία αποτελεί μέρος της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα επί των οποίων η Επιτροπή στηρίζει τους ισχυρισμούς της (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C-413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

201    Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 721 έως 740 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε ειδικότερα στην επίμαχη οικονομετρική ανάλυση προκειμένου να προσδιοριστεί ο αριθμός των κρατών όπου υπήρχε σημαντική παρακώλυση.

202    Συναφώς, η Επιτροπή υιοθέτησε την τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου της στις 21 Νοεμβρίου 2012, ήτοι περισσότερο από δύο μήνες πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 30 Ιανουαρίου 2013, όπως προκύπτει ειδικότερα από τα έγγραφα που διαβίβασε η Επιτροπή ως συνημμένα του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

203    Προκύπτει επίσης από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι η τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου δεν γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, διότι, κατά την Επιτροπή, η γνωστοποίηση αυτή ήταν περιττή καθόσον απέρρεε από τις πολυάριθμες ανταλλαγές απόψεων με την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

204    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπογραμμίζει κατʼ ουσίαν ότι το τελικό πρότυπο, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποκλίνει μόνον ελαφρώς από τα πρότυπα που συζητήθηκαν με την προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

205    Καίτοι, όντως, μπορεί να εντοπιστεί πλήθος ομοιοτήτων μεταξύ του τελικού οικονομετρικού προτύπου και εκείνων που συζητήθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, γεγονός παραμένει ότι, οι επελθούσες τροποποιήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέες.

206    Πράγματι, από τις παρατηρήσεις ακριβώς της Επιτροπής και της προσφεύγουσας μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε δύο διαφορετικές μεταβλητές μεταξύ, αφενός, του σταδίου της στατιστικής εκτιμήσεως των συνεπειών από την απώλεια ενός ανταγωνιστή ως προς τις τιμές και, αφετέρου, του σταδίου της προβλέψεως της αναλύσεως των συνεπειών της πράξεως για τις τιμές.

207    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε διακριτή μεταβλητή στο στάδιο της εκτιμήσεως και σε συνεχή μεταβλητή στο στάδιο της προβλέψεως.

208    Ωστόσο, καίτοι η χρησιμοποίηση μιας διακριτής μεταβλητής συζητήθηκε επανειλημμένως κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της εφαρμογής διαφορετικών μεταβλητών στα διάφορα στάδια που απαρτίζουν την οικονομετρική ανάλυση.

209    Επομένως, η Επιτροπή δεν δύναται να υποστηρίζει ότι δεν όφειλε να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα το τελικό πρότυπο της οικονομετρικής αναλύσεως πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

210    Ως εκ τούτου, υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, οπότε επιβάλλεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον βαθμό που η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς όχι ότι, ελλείψει αυτής της διαδικαστικής πλημμέλειας, η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να είχε την έστω και περιορισμένη δυνατότητα να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C-109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψη 57).

211    Συναφώς, επιβάλλεται, πρώτον, να τονιστεί ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στην οικονομετρική ανάλυση προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη σημαντικής παρακωλύσεως σε διάφορα κράτη.

212    Πράγματι, κατά την έκδοση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή, όπως επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είχε διαπιστώσει προσωρινώς την ύπαρξη σημαντικής παρακωλύσεως σε 29 κράτη βάσει οικονομετρικής αναλύσεως από την οποία προέκυπτε μεγάλη αύξηση των τιμών κατόπιν της συγκεντρώσεως.

213    Εξάλλου, όπως ρητώς αναγνωρίζει η Επιτροπή, τα μεταγενέστερα αποτελέσματα της οικονομετρικής αναλύσεως από τα οποία προέκυπτε μια λιγότερο σημαντική αύξηση των τιμών συνέτειναν επίσης στη μείωση, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε δεκαπέντε του αριθμού των κρατών με σημαντική παρακώλυση.

214    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ήταν ήδη σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να επηρεάσει ουσιωδώς την κατάρτιση του οικονομετρικού προτύπου που πρότεινε η Επιτροπή, στον βαθμό που εντόπισε τεχνικά προβλήματα επί των οποίων πρότεινε λύσεις, όπως ρητώς αναγνωρίζει η Επιτροπή.

215    Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε, κατά τη διοικητική διαδικασία κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της έχοντας στη διάθεσή της, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την τελική μορφή της οικονομετρικής αναλύσεως την οποία ενέκρινε η Επιτροπή στις 21 Νοεμβρίου 2012.

216    Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός, το οποίο προβάλλει η Επιτροπή, ότι οι διαπιστώσεις της στηρίζονται σε ένα ευρύ σύνολο πληροφοριών, αφενός, ποσοτικών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η οικονομετρική ανάλυση, και, αφετέρου, ποιοτικών.

217    Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 213 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή αναγνωρίζει ρητώς ότι στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στα νέα αποτελέσματα της οικονομετρικής αναλύσεως προκειμένου να μειώσει, μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, τον αριθμό των κρατών όπου διαπιστώθηκε σημαντική παρακώλυση, οπότε με βάση τα εν λόγω αποτελέσματα κατέστη δυνατό, τουλάχιστον για ορισμένα κράτη, να παύσουν να ισχύουν οι ποιοτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή.

218    Επομένως, θεωρείται ότι η προσφεύγουσα στερήθηκε πληροφορίες οι οποίες, εάν της είχαν ανακοινωθεί εγκαίρως, θα της είχαν παράσχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί διαφορετικά αποτελέσματα των συνεπειών της πράξεως όσον αφορά τις τιμές, τα οποία ενδεχομένως θα οδηγούσαν σε επανεκτίμηση του περιεχομένου των ποιοτικών πληροφοριών τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, μείωση του αριθμού των κρατών όπου διαπιστώθηκε σημαντική παρακώλυση.

219    Δεύτερον, η εκτίμηση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων πρέπει, ασφαλώς, να λαμβάνει υπόψη την επιτακτική ανάγκη της ταχύτητας η οποία χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού περί συγκεντρώσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, General Electric κατά Επιτροπής, T-210/01, EU:T:2005:456, σκέψη 701).

220    Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι, εν προκειμένω, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή στα υπομνήματά της, η οικονομετρική ανάλυση ήταν παγιωμένη ήδη πριν από τη συνάντηση για τον απολογισμό της 20ής Νοεμβρίου 2012, ήτοι περισσότερο από δύο μήνες πριν από τις 30 Ιανουαρίου 2013, ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε η Επιτροπή μπορούσε έστω να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα τα κύρια στοιχεία του υιοθετηθέντος οικονομετρικού προτύπου.

221    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας μη γνωστοποιώντας της την τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου της.

222    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, και να ακυρωθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών σκελών του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, καθώς και των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

223    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας. Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2013) 431 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2013, με την οποία κηρύχθηκε συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και με τη λειτουργία της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6570 – UPS/TNTExpress).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα της UnitedParcelService, Inc.

3)      Η FedExCorp. φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαρτίου 2017.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική