Language of document : ECLI:EU:T:2017:144

Υπόθεση T‑194/13

United Parcel Service, Inc.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Διεθνείς υπηρεσίες ταχείας διανομής μικρών δεμάτων εντός του ΕΟΧ – Απόκτηση της TNT Express από την UPS – Απόφαση με την οποία η συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά – Πιθανές συνέπειες επί των τιμών – Οικονομετρική ανάλυση – Δικαιώματα άμυνας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 2017

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Νομικοί ισχυρισμοί που δεν περιέχονται στο δικόγραφο – Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο – Απαράδεκτο

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (2015), άρθρο 76]

2.      Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ακρόαση των επιχειρήσεων – Υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει στην οικεία επιχείρηση την τελική μορφή του επιλεγέντος οικονομετρικού προτύπου πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3· κανονισμός 802/2004 της Επιτροπής, άρθρο 13 § 4)

3.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Διοικητική διαδικασία – Συντομία των ενδιάμεσων προθεσμιών της διαδικασίας – Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η επιτακτική ανάγκη της ταχύτητας

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου· κανονισμός 802/2004 της Επιτροπής)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 192)

2.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών ενώπιον της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων. Επίσης, η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως της υποθέσεως, η οποία αποτελεί μέρος της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα επί των οποίων η Επιτροπή στηρίζει τους ισχυρισμούς της.

Συναφώς, η οικονομετρική ανάλυση την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην απόφασή της με την οποία η επίμαχη συγκέντρωση κηρύχθηκε ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά στηρίχθηκε σε οικονομετρικό πρότυπο διαφορετικό από εκείνο που αποτέλεσε αντικείμενο της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, καίτοι, όντως, μπορεί να εντοπιστεί πλήθος ομοιοτήτων μεταξύ του τελικού οικονομετρικού προτύπου και εκείνων που συζητήθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, γεγονός παραμένει ότι οι επελθούσες τροποποιήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέες.

Επομένως, η Επιτροπή δεν δύναται να υποστηρίζει ότι δεν όφειλε να γνωστοποιήσει στην οικεία επιχείρηση την τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Ως εκ τούτου, υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως, οπότε επιβάλλεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον βαθμό που η εν λόγω επιχείρηση απέδειξε επαρκώς όχι ότι, ελλείψει αυτής της διαδικαστικής πλημμέλειας, η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να είχε την έστω και περιορισμένη δυνατότητα να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της, έχοντας στη διάθεσή της, πριν από την έκδοση της αποφάσεως, την τελική μορφή της οικονομετρικής αναλύσεως την οποία ενέκρινε η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 198-200, 205, 209, 210, 215)

3.      Η εκτίμηση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων πρέπει, ασφαλώς, να λαμβάνει υπόψη την επιτακτική ανάγκη της ταχύτητας η οποία χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων περί συγκεντρώσεων.

(βλ. σκέψη 219)